Καημένη μου Μαρίκα μου για κάτσε να τα πούμε
Για το κορμί που κλαίουμε και το μοιρολογούμε
Ένα κορμί που φύλαγε μια αντρική ιδέα
Και μια μικρή το έσπασε και το ‘θαψε στη γαία
Για άκουσε τα νέα της Αλεξάνδρας
Που ζούσε κάθε μέρα τι θα πει άντρας
Τα δυο τους παγιδεύτηκαν σε γάμο μιλημένο
Στον κόσμο αξιέπαινο μα μέσα πληγωμένο
Είναι πληγές που κρύβονται και σιωπηλά πονούνε
Και σαν κραυγή προσμένουνε μια μέρα για να βγούνε
Αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάνδρας
Που έσερνε στις πλάτες της τη λέξη άντρας[1]
Αυτό είναι ακόμη ένα φεμινιστικό κείμενο. Είναι ακόμη ένα φεμινιστικό κείμενο που καθόλου δεν θα ήθελα να γράψω. Ένα κείμενο, δηλαδή, για το οποίο δεν θα ήθελα να υπάρχει ο λόγος που με οδήγησε στη συγγραφή του. Γιατί δεν έχουμε κάποια εμμονή, κάποιο φετίχ, κάποιο κόλλημα εμείς οι φεμινίστριες που γράφουμε και ξαναγράφουμε τα ίδια πράγματα. Είναι η κλιμακούμενη και εντεινόμενη εξουσία και βία πάνω στα σώματά τα δικά μας και των αδερφών μας που μας ρίχνουν σκουντιές να ξυπνάμε από τη μακάρια λήθη μας, το χορτάτο μας όνειρο, την ουτοπία έμφυλης ισότητας και αλληλεγγύης όπου δεν θα υπήρχε ανάγκη να γράψουμε ακόμα ένα φεμινιστικό κείμενο.
Αυτό είναι ακόμη ένα φεμινιστικό κείμενο. Εξαντλητικό, ματαιωτικό, επίπονο. Και ακόμα παραπάνω διότι παρατηρείται το εξής πρόσφατο μα διαχρονικό φαινόμενο: όσο πληθαίνουν τα φεμινιστικά κείμενα, οι φεμινιστικές φωνές, οι φεμινιστικές δράσεις, όσο πιο κοντά πλησιάζουμε στην έμφυλη απελευθέρωση, όσο πιο πολλές γυναίκες και θηλυκότητες συντάσσονται με τον φεμινισμό μέσα από το βίωμά τους, τόσο πιο πολύ συντηρητικοποείται ο δημόσιος λόγος, τόσο πιο πολύ βάλλονται τα έμφυλα και αναπαραγωγικά δικαιώματα, τόσο πιο πολύ, με την απειλή της αλλαγής και της απώλειας των όποιων προνομίων, γίνεται προσπάθεια να μείνουν τα πράγματα ως έχουν ή, ακόμα καλύτερα, να γυρίσουν σε ακόμα πιο καταπιεστικές και σκοτεινές συγκυρίες. Σαν τις γυναίκες που διώχθηκαν συντεταγμένα από τα νεωτερικά ευρωπαϊκά κράτη τον 16ο και 17ο αιώνα σαν μάγισσες, και, ανάμεσα σε άλλους λόγους, επειδή απέκτησαν μεγαλύτερη οικονομική, και άρα κοινωνική ανεξαρτησία· σαν τις πολιτικές πρόνοιας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα που με το πρόσχημα της προστασίας της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας συμπίεσαν τις γυναίκες που είχαν αποκτήσει πολιτική δράση στο ΕΑΜ και τον Δημοκρατικό Στρατό πίσω στην κουζίνα «όπου ανήκαν»· σαν το κίνημα της νεοσυντηρητικής Phyllis Schlafly που, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, πολέμησε με μένος την επικύρωση της Τροπολογίας του Αμερικανικού Συντάγματος για τα Ίσα Δικαιώματα ανεξαρτήτως φύλου που είχε κερδίσει ο αγώνας του Women’s Liberation Movement τα προηγούμενα χρόνια· σαν τον πιλότο Μπάμπη Αναγνωστόπουλο που στραγγάλισε τη γυναίκα του Κάρολαϊν Κράουτς τη στιγμή που του είπε ότι θα πάρει το παιδί και θα φύγει από τη φυλακή που έχτιζε χρόνια γι’ αυτή.
Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος, δεν γινόντουσαν πάντα εγκλήματα εξαιτίας του φύλου; Δεν συμπιέζονται διαχρονικά τα δικαιώματά σας; Εσείς δεν μιλάτε για πατριαρχία από πάπππο προς πάππου; Ναι, φυσικά. Το επιχείρημα δεν είναι πως ο φεμινισμός εντείνει την πατριαρχία, μα πως η μεγαλύτερη ορατότητα του φεμινιστικού λόγου «αναγκάζει» τους εκπροσώπους του συντηρητισμού να ρίξουν τις μάσκες τους και να μας κάνουν ταληράκια την μισογύνικη παντιέρα τους. Αν προσπαθήσουμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό με τον Μαρξ και τη βία ως μαμή της ιστορίας, στη διαλεκτική που θα προσπαθήσω να περιγράψω σε αυτό το κείμενο, δεν έχουμε να κάνουμε με μια μάχη ή πάλη των φύλων ευθέως ανάλογη με την ταξική πάλη. Εκτός του ότι κάτι τέτοιο θα ήταν παρωχημένα σις ετεροκανικό, δεν θα ήταν και ιδιαίτερα χρήσιμο και βοηθητικό στην ανάλυσή μας. Δεν έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια έμφυλη πάλη, με μια μάχη μεταξύ ανδρών και γυναικών ως παγιωμένες κατηγορίες, όπως οι προλετάριοι και η μπουρζουαζία. Έχουμε να κάνουμε, όπως και στην ίδια την ουσία της ταξικής πάλης, με την πάλη ή μάχη μεταξύ όσων καταπιέζουν και εξουσιάζουν και όσων καταπιέζονται και εξουσιάζονται πάνω στον άξονα του φύλου. Και επιτρέψτε μου να εξηγηθώ με πέντε παραδείγματα από λέξεις που μπήκαν με φόρα στο γλωσσάρι μας τον τελευταίο καιρό: συναίνεση, γυναικοκτονία, συνεπιμέλεια, συνέδριο γονιμότητας, Λατινοπούλου.
Χωρίς συναίνεση είναι βιασμός
Τον Φεβρουάριο του 2021, μέσα στη βαθιά καραντίνα, έγινε κάτι ιστορικό: με καθυστέρηση τεσσάρων ετών το #metoo έφτασε και στην Ελλάδα. Εκκινώντας από τον πρωταθλητισμό και τη Σοφία Μπεκατώρου πέρασε στον χώρο του θεάματος αποκαλύπτοντας μια ντουζίνα κακοποιητές που για δεκαετίες ολόκληρες ήταν υπεράνω υποψίας, λατρεμένοι από κοινό και κριτικούς σάρωναν στα ψαγμένα και εμπορικά σανίδια και βίαζαν ανενόχλητοι γυναίκες και αγόρια στα καμαρίνια τους. «Ανάλαφρες» τηλεπερσόνες όπως η Φαίη Σκορδά, υψώνοντας ανάστημα πρώτα και κύρια απέναντι στον πρώην άντρα της, ξερόλα και on air γελοιοποιητή της σεξουαλικης κακοποίησης στο παρελθόν, επέδειξαν ενσυναίσθηση, ικανότητα να δώσουν χώρο στη φωνή των θυμάτων, αντίληψη του εύρους αλλά και της δομικότητας του φαινομένου της σεξουαλικής βίας και της σεξουαλικής παρενόχλησης, θάρρος να σπάσουν αυγά και να μην χαϊδεύουν τα αυτιά των κακοποιητών ή των «ναι μεν αλλά» ενός χώρου που καλώς ή κακώς υπάρχει και θρέφεται από τις δημόσιες σχέσεις. Με άλλα λόγια, γυναίκες προνομιούχες και απαστράπτουσες από το λαιφστάιλ, γυναίκες που είτε μας αρέσει είτε όχι είναι πραγματικές ινφλουένσερ γιατί μπαίνουν σε εκατομμύρια σπίτια καθημερινά επέδειξαν αυτό που θα λέγαμε φεμινιστική αλληλεγγύη, βροντοφωνάζοντας στην ιδιωτική τηλεόραση αυτό που λέει ο νέος ποινικός κώδικας μετά από τεράστια μάχη του φεμινιστικού κινήματος το 2019: χωρίς συναίνεση, είναι βιασμός.
Λίγο καιρό μετά, όταν ένας άνδρας ακολούθησε μια γυναίκα μέχρι το σπίτι του με το μόριό του έξω και αυτή ονομάτισε και ξεμπρόστιασε τον φόβο που βιώνουμε όλες οι γυναίκες και οι θηλυκότητες σε καθημερινή βάση λέγοντας «όχι, δεν πρέπει να είναι κανονικός», μια στρατιά από σχολιαστές άρχισαν τα «μα είναι ωραίο παιδί», «ποιος ξέρει κι αυτή πώς ήταν ντυμένη», «ποινικοποιείτε το φλερτ», «ευνουχίζετε τους άντρες και μετά απορείτε γιατί μένετε στο ράφι», «ο γιος μου είναι παιδί με αρχές» και τα συναφή. Όλος ο λόγος, δηλαδή, περί συναίνεσης εξανεμίστηκε και για άλλη μία φορά το βάρος της ενοχής έπεσε στο θύμα.
Τυχαίο θα μου πείτε. Δεν λέει πραγματικά κάτι για τη συναίνεση αυτό. Αφού έχει κατοχυρωθεί από τον νόμο. Αμ δε. Πριν λίγες μέρες, μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής της Βουλής για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα πρότειναν να αφαιρεθεί από το άρθρο 336 ΠΚ (που αφορά στο κακούργημα του βιασμού) η έννοια της συναίνεσης, εμμένοντας πως μόνο η σωματική βία ή η απειλή αυτής φτάνει. Πιο συγκεκριμένα, η παράγραφος 4 ζητείται να αλλαχθεί από: «Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1, επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη» σε: «Αν η τέλεση της γενετήσιας πράξης έγινε με βία ή απειλή άλλης, πλην εκείνης της παρ. 1, μορφής τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ έτη». Απειλείται τώρα η συναίνεση που με τόσο κόπο κέρδισαν οι φεμινίστριες στους δρόμους και κατοχύρωσε στη συλλογική συνείδηση η τηλεοπτική διαχείριση του ελληνικού #meetoo;
Ποτέ μην ξεχαστεί τι ΄κάναν στην Ελένη, καμία άλλη δολοφονημένη
Τον Νοέμβριο του 2018 οι Μανώλης Κούκουρας και Αλέξανδρος Λουτσάι βίασαν και δολοφόνησαν στο εξοχικό του πρώτου στη Λίνδο της Ρόδου την Ελένη Τοπαλούδη. Το φεμινιστικό κίνημα συσπειρώθηκε, οργανώθηκε, βγήκε στους δρόμους, φώναξε, ούρλιαξε: είναι γυναικοκτονία. Το είπαμε τόσες πολλές φορές που ο όρος μπήκε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Ακόμα και αυτοί που διαφωνούν αναγκάζονται να συνδιαλλαγούν με τον όρο. Άλλη μία τεράστια νίκη του φεμινιστικού κινήματος.
Τι είναι, όμως, η γυναικοκτονία; Γιατί διαφέρει από την ανθρωποκτονία, σάμπως οι γυναίκες δεν είναι άνθρωποι; Γιατί ζητάμε να εισαχθεί στον ποινικό κώδικα ως ξεχωριστό αδίκημα; Γιατί η γυναικοκτονία δεν είναι απλά η δολοφονία μιας γυναίκας. Δηλαδή αν παρασύρει ένας μεθυσμένος με το αμάξι του μια γυναίκα και τη σκοτώσει, αν ανοίξει πυρ ένας εναντίον ενός πλήθους και σκοτώσει μία γυναίκα, αν πυροβολήσει θανάσιμα κάποιος μια αυτόπτη μάρτυρα ενός εγκλήματος για να μην μιλήσει, ε αυτά δεν είναι γυναικοκτονία, είναι ανθρωποκτονίες με θύματα γυναίκες. Γυναικοκτονία είναι η εμπρόθετη δολοφονία γυναικών ή κοριτσιών ακριβώς επειδή είναι γυναίκες ή κορίτσια, δηλαδή όταν το φύλο τους διαπλέκεται με το κίνητρο της δολοφονίας. Όπως στην περίπτωση γυναικοκτονίας της Ελένης Τοπαλούδη, την οποία βίασαν επειδή ήταν γυναίκα και δολοφόνησαν για να μην αποκαλύψει τον βιασμό της. Άρα, τη σκότωσαν επειδή ήταν γυναίκα. Όπως στην περίπτωση γυναικοκτονίας της Κωνσταντίνας Τσάπα την οποία δολοφόνησε μαζί με τον αδερφό της ο εν διαστάσει σύζυγός της επειδή τον χώρισε και πήρε και τα παιδιά. Τη σκότωσε επειδή ήταν γυναίκα και έφυγε από το καθεστώς ιδιοκτησίας του. Όπως στην περίπτωση γυναικοκτονίας της Κάρολαϊν Κράουτς. Ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος έπνιξε πρώτα την ψυχή της, απομακρύνοντάς τη από την οικογένειά της, τους φίλους της, τις σπουδές της και, τελικά, έπνιξε και το σώμα της επειδή του δήλωσε ότι θα φύγει. Οι φωνές για το καλό παιδί, τον χαροκαμένο σύζυγο που πήρε αγκαλιά τους αστυνομικούς στην ανάκριση μετανιωμένος για το αποτρόπαιο έγκλημα (37 μέρες μετά), για τον υποδειγματικό πατέρα που θέλει την επιμέλεια του παιδιού του, τον χαζό που δεν είπε «πάνω στα νεύρα μου μωρέ τη σκότωσα, συγγνώμη, να μπω τέσσερα χρονάκια και μετά όλα μέλι γάλα», για τον καημένο που «τον απειλούσε με διαζύγιο» φυτρώνουν όπως τα ζιζάνια σε χορταριασμένο χωράφι. Η πατριαρχία πάει πάλι να βγάλει λάδι το άτυχο παλληκάρι της και βγάζει φλύκταινες με την καθιέρωση του όρου γυναικοκτονία ως εάν να απειλείται κάποιο σοβαρό της προνόμιο: να δολοφονούνται οι γυναίκες επειδή είναι γυναίκες και να είναι απλά Τετάρτη.
Αμετάκλητα Όχι
Ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος ρώτησε επανειλημμένα πότε θα βγει από τη φυλακή ώστε να πάρει την επιμέλεια της κόρης του. Σύμφωνα με τον βουλευτή της ΝΔ Γιάννη Λοβέρδο, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν απόλυτα θεμιτό, καθώς κάποιος μπορεί να δέρνει, να βιάζει, να σκοτώνει, τελικά, τη γυναίκα του, αλλά, nonetheless, να είναι καλός πατέρας. Αυτά υποστήριξε μέσα στη Βουλή στη συζήτηση για το νομοσχέδιο Τσιάρα, το νομοσχέδιο που με τη στήριξη του λόμπυ των Ενεργών Μπαμπάδων κατοχύρωνε την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, προσέξτε, όχι την συναινετική συμφωνία των πρώην συζύγων να μοιράζονται από κοινού τα βάρη ανατροφής των παιδιών (όπως θα έπρεπε να κάνουν και πριν το διαζύγιο δηλαδή) αλλά την υποχρεωτική συνεπιμέλεια ανεξαρτήτως συνθηκών, ακόμα και αν αυτές οι συνθήκες ήταν η ενδοοικογενειακή βία. Στην πρώτη εκδοχή του νομοσχεδίου, μάλιστα, ήταν πιο εύκολο να αφαιρεθεί η επιμέλεια από την «αποξενώτρια» μητέρα που δεν αφήνει τα παιδιά της να μιλήσουν στο τηλέφωνο με τον πατέρα τους, παρά από τον πατέρα που κακοποιεί σεξουαλικά τα παιδιά του εφόσον δεν υπάρχει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση.
Το φεμινιστικό κίνημα για άλλη μια φορά συσπειρώθηκε και κινητοποιήθηκε. Έγειρε πάνω από τις μαμάδες, που δεν φάνταζαν ως τα χτες και οι πλατωνικές φεμινίστριες, τις αγκάλιασε και τις πήρε μαζί του. Φώναξε #ΑμετάκληταΌχι. Κέρδισε το να βγει η αμετάκλητη δικαστική απόφαση από τον νόμο. Οδήγησε, ακόμα και βουλεύτριες της συμπολίτευσης να υπογραμμίσουν το πόσο προβληματικό είναι. Το νομοσχέδιο, όμως, πέρασε και οι συντηρητικοί πανηγύριζαν τη νίκη της αγίας πυρηνικής οικογένειας.
My body, my choice, my rules
Στο βιβλίο των Nicola Perugini και Neve Gordon The Human Right to Dominate (2015) περιγράφεται με ευστοχία ένα νέο φαινόμενο των τελευταίων χρόνων: το πώς οι νεοσυντηρητικοί, που για δεκατίες ολόκληρες απέρριπταν τα ανθρώπινα δικαιώματα –που μετά τον Β’ΠΠ αναδύθηκαν ως αντιηγεμονικά εργαλεία για την καταπολέμηση ιστορικά εδραιωμένων κοινωνικών ανισοτήτων— αρχίζουν σιγά σιγά να τα αγκαλιάζουν, να υιοθετούν, με άλλα λόγια, έναν δικαιωματικό λόγο για να προωθήσουν την πολιτική τους ατζέντα που δεν είναι άλλη από την περαιτέρω καταπίεση των καταπιεσμένων. Κλασικό πλέον παράδειγμα το οποίο έφερε τον πρωτοπόρο θιασώτη της να κατοικοεδρεύει για τέσσερα χρόνια στον Λευκό Οίκο αποτελεί η επίκληση στην ελευθερία της έκφρασης απέναντι στον «φασισμό της πολιτικής ορθότητας», το μασκάρεμα δηλαδή του προνομίου της προσβολής, της υποτίμησης, του εκφοβισμού, ακόμα και της κακοποίησης και της παραβίασης του άλλου σε ανθρώπινο δικαίωμα. Άλλο ένα παράδειγμα το βίντεο της πολιτεύτριας της ΝΔ Αφροδίτης Λατινοπούλου που κραύγαζε για το ανθρώπινο δικαίωμα να εξουσιάζει τα σώματα των άλλων και παρουσίαζε την κυτταρίτιδα, τις ραγάδες και τη γυναικεία τριχοφυΐα όχι ως μια επιλογή που έκαναν κάποιες γυναίκες να δείξουν το σώμα τους όπως είναι, αλλά σαν προσβολή στην αισθητική της.
Ούτε τυχαία ούτε αφελής ήταν η εν λόγω ανάρτηση αλλά μάλλον μια προμελετημένη αναπαραγωγή ενός alt-right λόγου που κάνει φασαρία εξαιτίας ακριβώς όσων αντιστέκονται σε αυτό και καταλήγουν να το κάνουν viral. Όσο περισσότερη ορατότητα αποκτά ο φεμινισμός ως βίωμα και ως επιτέλεση του φύλου—να φοράμε ό,τι θέλουμε, να πηγαίνουμε στην παραλία όπως θέλουμε, να αποτριχωνόμαστε όποτε και εάν θέλουμε— δηλαδή όσο περισσότερο απελευθερώνονται οι γυναίκες και οι θηλυκότητες από τα αυστηρά όρια που έχει θέσει η πατριαρχία γι’ αυτές, τόσο περισσότερο σφίγγει και ο κλοιός επαναφοράς τους στον δρόμο των «καλών κοριτσιών».
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερο τσουλί, παρά του έθνους να ‘μαι η παιδομηχανή
Πριν λίγες μέρες, ο φεμινιστικός λόγος των social media πέτυχε ακόμα μια μεγάλη νίκη: την ακύρωση του 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Γονιμότητας & Αναπαραγωγικής Αυτονομίας. Ένα συνέδριο που διοργάνωναν άνδρες γυναικολόγοι με μαγαζάκι στην εξωσωματική που είχε, όμως, μια άνευ προηγουμένου θεσμική και επικοινωνιακή πλαισίωση: η Προεδρεία της Δημοκρατίας, η ΕΡΤ, υπουργοί της κυβέρνησης, ιεράρχες της Εκκλησίας και πολλοί (πάρα πολλοί) σελέμπριτιζ υποστήριξαν ένα συνέδριο που ενοχοποιούσαν τις γυναίκες που έφτασαν στα 40 χωρίς να κάνουν παιδί. Οι γυναίκες αυτές, πέρα από τον προσωπικό τους πόνο (που θεωρείται δεδομένος) είναι υπεύθυνες και για το εθνικό και δημοσιονομικό πρόβλημα της «υπογεννητικότητας»—λιγοστεύει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός, λιγοστεύουν και τα εργατικά χέρια. Ο απώτερος στόχος; Μα να προβούν για ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ώστε και ολοκληρωμένες ως γυναίκες να νιώσουν επιτέλους, και να συμβάλλουν στο να μην τουρκέψει η Ελλάδα μας και άξιους εργάτες να προσφέρουν στην αγορά εργασίας. Ακόμα και εάν τα κίνητρα ήταν οικονομικά, ο δημόσιος λόγος και η πολιτική ατζέντα αναφορικά με τις έμφυλες σχέσεις και τα αναπαραγωγικά δικαιώματα στη χώρα τσιμεντώνεται και συντηρητικοποιείται σε τέτοιον βαθμό, ώστε να μπορούμε με τρόμο πλέον να υποθέσουμε πως η επόμενη πρόταση θα αφορά, 35 χρόνια μετά την κατάκτηση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση των σωμάτων μας, την ποινικοποίηση των εκτρώσεων.
Το συνέδριο ακυρώθηκε χάρη στον φεμινιστικό ακτιβισμό και σε αυτά που υπογράμμισε: η υπογεννητικότητα δεν είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα έτσι από μόνο του αλλά ένα πρόβλημα όσων έχουν εθνικιστική και καπιταλιστική ατζέντα· το συνέδριο συνδέθηκε αρχικά με τους παπάδες σχεδόν ως αστείο αλλά γρήγορα έγινε σαφές πώς και η ίδια η επιστήμη μπορεί να συντηρητικοποιείται και να εξουσιάζει τα σώματα και να πατά σε ένα πολύ υπαρκτό άγχος και πόνο ανθρώπων που δεν μπορούν (ή φοβούνται ότι δεν θα μπορούν) να κάνουν μωρό· εν μέσω νομοθέτησης για δεκάωρη εργασία και απελευθέρωση των απολύσεων είναι τουλάχιστον αντιφατικό να κατηγορείς για την «υπογεννητικότητα» τις γυναίκες που δουλεύουν ή φτιάχνουν «προσοντολόγιο» για να βρουν μια δουλειά· αν, τέλος, πράγματι το θέμα ήταν οι λιγότερες γεννήσεις και όχι το τσιμέντωμα της εθνοπατριαρχίας υπάρχουν πολύ πιο προοδευτικές λύσεις προς αυτόν τον σκοπό, όπως η θεσμική διευκόλυνση της τεκνοποίησης και τεκνοθεσίας στα ομόφυλα ζευγάρια, η απλοποίηση της απόδοσης ιθαγένειας στους μετανάστες, η έμπρακτη οικονομική υποστήριξη του κράτους πρόνοιας προς όποι@ γίνεται γονιός, με όποιον τρόπο αποφασίζει να γίνει.
Αυτό, λοιπόν, είναι ακόμη ένα φεμινιστικό κείμενο. Ακόμη ένα φεμινιστικό κείμενο που δεν προσδοκά να συνταράξει τα θεμέλια της πατριαρχίας, αναμένει, όμως, σχόλια για το πόσο καθόλου σαν γυναίκα που είμαι δεν ξέρω πού παν’ τα τέσσερα και ας αφήσω να μου εξηγήσουν, για το αν δεν μου αρέσει να πάω στο Ιράν να δω πώς συμπεριφέρονται στις γυναίκες, και για το ανάθεμα και αν γυρίσει ποτέ να με κοιτάξει κανείς τέτοια που γράφω. Αυτό είναι ακόμη ένα φεμινιστικό κείμενο που προσπάθησε να σκιαγραφήσει τη διαλεκτική ανάμεσα σε όσους εξουσιάζουν και όσους εξουσιάζονται με άξονα το φύλο. Αυτό είναι ακόμη ένα φεμινιστικό κείμενο που υπόσχεται πως το «καθεμία για την πάρτη της, να κοιτάει τη δουλειά και την οικογένειά της», το «τα ‘θελε ο κώλος της, ποιος ξέρει κι αυτή πώς του κουνήθηκε», και το «καλά να πάθει, απείλησε πως θα φύγει και θα του πάρει το παιδί» θα χάσουν κατά κράτος από το #ΚαμίαΜόνη, το #ΕγώΣεΠιστεύω, το #ΟύτεΜίαΛιγότερη.
[1] Φεμινιστικό reclaim του τραγουδιού Τα νέα της Αλεξάνδρας (μουσική-στίχοι: Κώστας Γιαννίδης, 1960) από το Ladies’ Fingers Directing Duo.
Πηγή