Στις 26 Δεκεμβρίου ή την πρώτη Κυριακή μετά τις 26 Δεκεμβρίου τιμούμε τη μνήμη των Αγίων Ιωσήφ του Μνηστήρα της Παρθένου Παναγίας, του Δαβίδ του Προφήτη και βασιλιά και του Ιακώβου του Αδελφοθέου (βλέπε και 23 Οκτωβρίου), δηλαδή, το κατά κόσμον γένος και οικογένεια του Χριστού. Όταν δεν υπάρχει Κυριακή εντός αυτής της περιόδου, μεταφέρουμε τον εορτασμό στις 26 Δεκεμβρίου.
Συνήθως αυτή την Κυριακή, τελείται η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που είναι μια από τις αρχαιότερες Θείες Λειτουργίες.
Να υπενθημήσουμε εδώ ότι ο Ιωσήφ είχε από τον προηγούμενο γάμο του τέσσερις γιούς, τον Iάκωβο, τον Iωσή, τον Iούδα και τον Σίμωνα (ή Συμεών) και τρεις κόρες την Eσθήρ, την Mάρθα, και την Σαλώμη που ήταν μητέρα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Oυχ’ υλική σε χειρ Mελάνη και μέλαν, Xριστός δε καν τέθνηκας εν ζώσι γράφει. Πρώτη εν τριακοστή απήρε βίοιο Mελάνη.
Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία έζησε στα χρόνια πού βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, δεύτερος γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.
Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος; Ο λόγος του Θεού, που λέει: «τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτεροϋντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ' 12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.
Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και ασθενών. Και αφού επισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. O δε Σ. Ευστρατιάδης γράφει τα εξής για την Άγια αυτή: «...Αυτή ην επί της βασιλείας Ονωρίου (395 - 423) Ρωμαία πλούσια και εκ γένους περιφανούς και ενδόξου. Συζευχθείσα παρά την θέλησιν αυτής, απεσύρθη μετά τον θάνατον του ανδρός και των δύο αυτής τέκνων εις εν προάστειον της Ρώμης, επιμελουμένη των πτωχών, υποδεχόμενη τους ξένους, επισκεπτόμενη τους εξόριστους και εν φυλακαίς και θεραπεύουσα τους νοσούντας. Μετά την εκποίησιν των κτημάτων αυτής και διανομήν των προσόντων εις μονάς και εκκλησίας, δια της Αφρικής και Αλεξανδρείας κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και ενεκλείσθη εις πενιχρόν κελλίον εκεί έκτισε και μονήν εις ην συνήγαγεν ενενήκοντα παρθένους, εξ ιδίων δια την διατροφήν αυτών δαπανώσα· μικρόν ασθενήσασα εκ πλευρίτιδας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων εκ των χειρών του επισκόπου Ελευθερουπόλεως και ανεπαύθη εν Κυρίω».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το Απολυτίκιο της είναι το ίδιο με αυτό της Αγίας Ανυσίας (30 Δεκεμβρίου).
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα) Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε. Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Κοντάκιον Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ. Καταυγασθείσα την ψυχήν φρυκτωρίαις, του αναλάμψαντος ημίν εκ Παρθένου, εν αρεταίς διέλαμψας Πανεύφημε, πλούτον γάρ σκορπίσασα, επί γην εφθαρμένον, εναπεθησαύρισας, τον ουράνιον πλούτον, και εν ασκήσει έλαμψας φαιδρώς, Όθεν Μελάνη, σε πόθω.
Η Αγία Ανυσία, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Αλλά με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το Απολυτίκιο της είναι το ίδιο με αυτό της Οσίας Μελάνης (31 Δεκεμβρίου).
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα) Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε. Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ελεύθερων και των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου. Λέγεται και «Γραμμή Αττίλα» μετά το 1974 και εκτείνεται σε μήκος περίπου 300 χιλιομέτρων.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ελεύθερων και των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου. Λέγεται και «Γραμμή Αττίλα» μετά το 1974 και εκτείνεται σε μήκος περίπου 300 χιλιομέτρων. Η «Πράσινη Γραμμή» χωρίζει τη Λευκωσία σε δύο τομείς, καθιστώντας τη σήμερα τη μόνη διαιρεμένη πρωτεύουσα στον κόσμο.
Η ιστορία της ξεκινά το βράδυ της 21ης Δεκεμβρίου 1963, όταν από ένα φαινομενικά ασήμαντο επεισόδιο ξέσπασαν δικοινοτικές ταραχές μεγάλης έντασης και έκτασης, με την Τουρκία να απειλεί με επέμβαση στη Μεγαλόνησο. Η σύρραξη αυτή έδωσε την αφορμή στη Μεγάλη Βρετανία να επιβάλει ένα από τα παλιά της σχέδια, τον διαχωρισμό μεταξύ ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών περιοχών.
Η σχετική συμφωνία (σε συνεννόηση με την Αθήνα και την Άγκυρα), που σήμανε και την παύση των εχθροπραξιών, υπεγράφη στις30 Δεκεμβρίου1963 στη Λευκωσία από τον βρετανό υπουργό Αποικιών Ντάνκαν Σάντις, τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον Αντιπρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας δρα Φαζίλ Κιουτσούκ, τον Πρόεδρο της Κυπριακής Βουλής Γλαύκο Κληρίδη και τον Πρόεδρο της Τουρκοκυπριακής Κοινοτικής Συνέλευσης Ραούφ Ντεκτάς.
Η οριοθέτηση της διαχωριστικής γραμμής ανατέθηκε στον βρετανό υποστράτηγο Πίτερ Γιανγκ, ο οποίος τη χάραξε πάνω στο χάρτη με ένα πράσινο μολύβι. Έτσι, τη γνωρίζουμε σήμερα ως «Πράσινη Γραμμή». Σκοπός της ήταν να αποτρέψει κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και η φύλαξή της ανατέθηκε στους κυανόκρανους του ΟΗΕ.
Η «Πράσινη Γραμμή» εκτεινόταν αρχικά στη Λευκωσία και χώριζε την πρωτεύουσα της Κύπρου σε δύο τομείς. Στη συνέχεια επεκτάθηκε και οριοθέτησε τους έξι τουρκοκυπριακούς θύλακες, που δημιουργήθηκαν μετά τα αιματηρά επεισόδια του Δεκεμβρίου. Η ένταση χαλάρωσε σε μεγάλο βαθμό το 1968, όταν άρχισαν οι δικοινοτικές συνομιλίες μεταξύ του Γλαύκου Κληρίδη και του Ραούφ Ντενκτάς για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Με την ευκαιρία αυτή, άνοιξαν οι οδοί Λήδρας και Ερμού, ώστε να εξυπηρετούνται οι Τουρκοκύπριοι που εργάζονταν στον ελληνοκυπριακό τομέα.
Η σταδιακή πορεία προς την εξομάλυνση των σχέσεων των δυο κοινοτήτων διακόπηκε απότομα στις 15 Ιουλίου 1974, με το ελλαδικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε. Μετά τον «Αττίλα 2» (14 Αυγούστου 1974), η «Πράσινη Γραμμή» επεκτάθηκε σε μήκος 300 χιλιομέτρων, χωρίζοντας τις κατεχόμενες και τις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου. Κατά πλάτος της «Πράσινης Γραμμής» δημιουργήθηκε αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, που ποικίλλει από λίγα μέτρα στη Λευκωσία έως κάποια χιλιόμετρα κοντά στο χωριό Αθιένου και επιτηρείται από τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών.
Κατά μήκος της «Πράσινης Γραμμής» έχουν σημειωθεί κατά καιρούς επεισόδια ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους. Τα σοβαρότερα έγιναν το καλοκαίρι του 1996. Στις 11 Αυγούστου ελληνοκύπριοι διαδηλωτές εισήλθαν στη Νεκρή Ζώνη στην περιοχή της Δερύνειας, παρά την απαγόρευση εισόδου. Δέχθηκαν επίθεση από τουρκοκύπριους πολίτες και αστυνομικούς, με αποτέλεσμα να ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου ο 24χρονος Τάσσος Ισαάκ. Τρεις μέρες αργότερα, ένας άλλος ελληνοκύπριος ο 26χρονος Σολωμός Σολωμού σκοτώθηκε από πυρά τουρκοκυπρίων, καθώς προσπαθούσε να ανέβει στον ιστό και να κατεβάσει μια τουρκική σημαία, σε ένδειξη πένθους για τον θάνατο του εξαδέλφου του Τάσσου Ισαάκ.
Τον Απρίλιο του 2003 η τουρκοκυπριακή «κυβέρνηση» αποφάσισε να επιτρέψει τη διέλευση προς τα Κατεχόμενα και έως σήμερα έχει ανοίξει πέντε πύλες εισόδου κατά μήκος της «Πράσινης Γραμμής». Στις 9 Μαρτίου 2007 κατεδαφίστηκε το οδόφραγμα της οδού Λήδρας στη Λευκωσία με απόφαση της κυπριακής κυβέρνησης, ως ένα πρώτο βήμα για την αποστρατιωτικοποίηση όλης της Λευκωσίας.
...«Θα την δώσουν σε μας, όχι επειδή θα το θέλουν, αλλά επειδή αυτή η λύση θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ξένων. Τότε θα το καταλάβουν αυτό. Αυτά που σου λέω, μην τα πεις σε κανένα. Θα σε βγάλουν τρελλό. Γιατί δεν είναι ώριμες οι συγκυρίες ακόμα. Τότε θα το καταλάβεις»...
...«Η διοίκηση της Πόλης, από μας, θα είναι και στρατιωτική και πολιτική»...
Ο Όσιος πατήρ Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε από ευλαβείς γονείς, τον Πρόδρομο και την Ευλαμπία Ενζεπίδη, στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924 μ.Χ., λίγες μέρες πριν από τη φυγή των Φαρασιωτών από την πατρώα γη για την Ελλάδα. Στη βάπτισή του, ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (βλέπε 10 Νοεμβρίου), ο πλήρης ημερών και αγιότητος βίου κοσμούμενος ιερέας των Φαράσων, τον ονόμασε Αρσένιο, «για να τον αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είπε.
Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Γαλουχούμενος με τις διηγήσεις για το θαυμαστό βίο του Αγίου Αρσενίου, έλεγε ότι θα γίνει μοναχός από την ηλικία των 5 ετών! Και αφού έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανἀγνωση των βίων των Αγίων, των οποίων εμιμείτο τους ασκητικούς αγώνες με θερμό ζήλο.
Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού, την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη. Στην ηλικία των 15 ετών αξιώθηκε της θέας του Κυρίου, για ένα μόνο φιλότιμο λογισμό, μέσω του οποίου απέκρουσε μία δαιμονική προσβολή του πειρασμού της απιστίας. Από τότε φούντωσε μέσα του ακόμη περισσότερο η φλόγα της αγάπης του Θεού και ο πόθος για τη μοναχική ζωή.
Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του (1945 - 1949 μ.Χ.), επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ήταν πρόθυμος να δώσει κάθε στιγμή και τη ζωή του ακόμα για τη σωτηρία των άλλων. Ευρισκόμενος μάλιστα συχνά μέσα στον καταιγισμό των φονικών πυρών, συνέβη να σώσει με τις θερμές προσευχές του πολλούς στρατιώτες, αλλά να σωθεί και ο ίδιος με τρόπο θαυμαστό.
Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Οσίου τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Όσιος φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητά του στον στρατό, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών, με τα φτερά που δίνει ο θείος έρωτας. Έτσι, μετέβη στο Άγιον Όρος, αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν ησυχίας. Δεν κατάφερε όμως να εκπληρώσει αμέσως τον πόθο του. Παράλληλα, οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία, οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και εργάστηκε ως μαραγκός. Μετά από 3 χρόνια όμως (1953 μ.Χ.), σε ηλικία 29 ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε στην Αθωνική Πολιτεία.
Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιερά Μονή Εσφιγμένου, γνωστής τότε για την αυστηρή της τάξη. Εκεί έζησε μέσα στην ολοτελή υπακοή και επιδόθηκε σε υπέρμετρη άσκηση, υπερβάλλοντας σε κόπους για χάρη του Χριστού και των αδελφών του. Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για τον ησύχιο και απράγμονα βίο, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη, κάτω από την καθοδήγηση ενός διακριτικού και σοφού γέροντα, του γέροντα Συμεών. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.
Τον Αύγουστο του 1958 μ.Χ., υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.
Τo 1962 μ.Χ., όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος παρακαλούσε μέσα στους πειρασμούς, που καθημερινά τον πολιορκούσαν, θερμά το Θεό να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έτσι, δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.
Αγωνιζόμενος με πολλή ταπείνωση, διαρκή νηστεία, ακατάπαυστη αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε να υπερνικήσει τις παγίδες του μισόκαλου εχθρού και να απολαύσει την ένωση με το Θεό. Γεμάτος από τη χάρη της θείας παρακλήσεως, απολάμβανε την κατά Θεόν ευφρόσυνη μέσα στο καμίνι της απαράκλητης ερήμου. Έγινε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.
Δεν θα υπήρχε, έτσι, κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, εάν – φεύ! – δεν ενέσκηπτε η σωματική ασθένεια από το τραχύ κλίμα, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κατά σάρκα πατρίδα του. Επανερχόμενος στο Άγιον Όρος το 1964 μ.Χ., δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, παρά την καταβολή του σώματος, καθώς στο πνεύμα διατηρούσε την πρότερη ζέση του. Ζώντας λοιπόν ως ξένος και παρεπίδημος στη γη, έφτασε να γίνει πολίτης του ουρανού.
Έχοντας, συνεπώς, την πράξη ως την «επίβασιν» της θεωρίας, έφτασε σε υψηλά μέτρα και έγινε κοινωνός θείων μυστηρίων. Εντρύφησε έτσι και στην ωραιότητα του Κυρίου, ενώ επιπλέον έτυχε και της Θεομητορικής ευλογίας. Συνομίλησε με αγίους που εμφανίστηκαν μπροστά του, βίωσε την όραση του Άγγελου Φύλακά του, άκουσε αγγελικούς ύμνους και καταυγάσθηκε από το ουράνιο φως.
Το 1966 μ.Χ. ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας (Νοσοκομείο Παπανικολάου). Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιον Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μ.Χ. μετακινήθηκε στα Κατουνάκια και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου (Βλάχικα).
Στις 12 Αυγούστου 1968 μ.Χ. ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού.
Το 1979 μ.Χ. αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Εκεί ο Όσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο Όσιος στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του Οσίου Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες όπως κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ' όλ' αυτά όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.
Μετά το 1993 μ.Χ. παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί, λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 μ.Χ. χειρουργήθηκε. Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Όσιος ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 μ.Χ. και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Στις 13 Ιανουαρίου 2015 συνήλθε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και αποφάσισε την κατάταξη του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου έχει ως εξής:
Ήξερα παλιά ένα γέρο, Γέροντα σοφό, που κρατούσε στην καρδιά του ένα μυστικό· και μου έλεγε συχνά «Μια μέρα θα στο πω», «Θα στο πω προτού να φύγω από τον κόσμο αυτό».
Κι έτσι διάλεξε μια μέρα, μέρα βροχερή, το μεγάλο μυστικό του να φανερωθεί· μου το φόρτωσε στον ώμο να το κουβαλώ και σ’ όποιον Έλληνα θα βρω, σ’ εκείνον να το πω.
ΨΗΛΑ! ΨΗΛΑ! ΜΗ ΣΚΥΒΕΙΣ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ! Στα χέρια μας θα `ρθει ξανά η Πόλη η μεγάλη! Κοντά, κοντά, κοντά είναι η ώρα· μη φοβάσαι τη φωτιά και μη σε σκιάζει η μπόρα!
Άρχισα λοιπόν ταξίδι, δρόμο μακρινό· δρόμο ποτισμένο από αίμα Ελληνικό. Πέρναγα ποτάμια, λίμνες και άγρια βουνά· η φωτιά του Γέροντα να φτάσει μακριά.
Κι ένα βράδυ στ’ όνειρό μου ήρθε η Παναγιά, να μου φανερώσει πως ζυγώνει η λευτεριά, να μου πει πως έφτασε η ώρα η στερνή, η Ελλάδα η Μεγάλη πως θ’ αναστηθεί!
ΨΗΛΑ! ΨΗΛΑ! ΜΗ ΣΚΥΒΕΙΣ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ! Στα χέρια μας θα `ρθει ξανά η Πόλη η μεγάλη! Κοντά, κοντά, κοντά είναι η ώρα· μη φοβάσαι τη φωτιά και μη σε σκιάζει η μπόρα!
ΨΗΛΑ! ΨΗΛΑ! ΜΗ ΣΚΥΒΕΙΣ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ! Στα χέρια μας θα `ρθει ξανά η Πόλη η μεγάλη! Κοντά, κοντά, κοντά είναι η ώρα· μη φοβάσαι τη φωτιά και μη σε σκιάζει η μπόρα! Μη φοβάσαι τη φωτιά και μη σε σκιάζει η μπόρα! Μη φοβάσαι τη φωτιά και μη σε σκιάζει η μπόρα!
Όταν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν στον Ηρώδη να του πουν που είναι ο Χριστός, ο πονηρός αυτός βασιλιάς μηχανεύθηκε άλλο σχέδιο για να εξοντώσει το Θείο Βρέφος. Είχε ακούσει ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, τόπος γέννησης του Χριστού θα ήταν η Βηθλεέμ. Επειδή όμως δε γνώριζε ποιος ήταν ο Ιησούς αν βρισκόταν μέσα στη Βηθλεέμ ή στα περίχωρα της και επειδή συμπέρανε ότι το παιδί θα ήταν κάτω από δύο χρονών, έδωσε διαταγή να σφαγούν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ και των περιχώρων της, μέχρι της ηλικίας των δύο ετών. Η σφαγή έγινε ξαφνικά, ώστε να μη μπορέσουν οι οικογένειες να απομακρυνθούν με τα βρέφη τους. Και οι δυστυχισμένες μητέρες είδαν να σφάζονται τα παιδιά τους μέσα στις ίδιες τις αγκαλιές τους. Η χριστιανική Εκκλησία, πολύ σωστά ανακήρυξε Άγια τα σφαγιασθέντα αυτά παιδιά, διότι πέθαναν σε μια αθώα ηλικία και υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι μάρτυρες του χριστιανισμού. Μπορεί βέβαια να μη βαπτίσθηκαν εν ύδατι, βαπτίσθηκαν όμως, μέσα στο ίδιο ευλογημένο αίμα του μαρτυρίου τους.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι τα λείψανα (ίσως μερικά) των Aγίων Νηπίων, βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη, στο Nαό του Aγίου Iακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον ανήγειρε ο Iουστίνος.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα) Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ. Ως θύματα δεκτά, ως νεόδρεπτα ρόδα και θεία απαρχή, και νεόθυτοι άρνες, Χριστώ τω ώσπερ νήπιον, γεννηθέντι προσήχθητε, αγνά Νήπια, την του Ηρώδου κακίαν, στηλιτεύοντα και δυσωπούντα απαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.
Κοντάκιον Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον. Αστήρ Μάγους έπεμψε, προς τον τεχθέντα, και Ηρώδης άδικον, στρατόν απέστειλε κενώς, φονοκτονήσαι οιόμενος, τον εν τη φάτνη ως Νήπιον κείμενον.
Η Αγία Δόμνα ήταν Ιέρεια των ειδώλων επί Μαξιμιανού στη Νικομήδεια και συγκεκριμένα στον ναό του Δωδεκάθεου. Οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου, άνοιξαν τα πνευματικά της μάτια και βαπτίστηκε χριστιανή, μαζί με τον υπηρέτη της Ινδή, από τον επίσκοπο Νικομήδειας Κύριλλο. Από τότε έκανε συνειδητή χριστιανική ζωή, μοιράζοντας στους φτωχούς ότι είχε από την περιουσία της, αλλά και ότι έπαιρνε από το παλάτι. Κάποτε όμως, το έμαθε αυτό ο αρχιυπηρέτης του παλατιού και όταν ήταν να τιμωρήσει τη Δόμνα, αυτή έκανε την τρελή και στάλθηκε στον επίσκοπο για θεραπεία. Έπειτα για να μη συλληφθεί, ντύθηκε ανδρικά και έθαβε τα λείψανα των μαρτύρων. Όταν όμως επέστρεψε ο Μαξιμιανός στη Νικομήδεια, ζήτησε τη Δόμνα και όταν έμαθε ότι έγινε χριστιανή, διέταξε να τη συλλάβουν. Επειδή όμως δεν την βρήκε, διέταξε τον γενικό φόνο των χριστιανών, μεταξύ των οποίων αναγνωρίστηκε και η Δόμνα και έτσι την αποκεφάλισαν. (Η μνήμη της επαναλαμβάνεται στις 3 Δεκεμβρίου).
Συναξαριακή πηγή, μαζί με την μνήμη της Αγίας Δόμνας, αναφέρει και τη μνήμη των Αγίων Θεοφιλής της Παρθένου και Αγάπης της Προεστώσας.
Ως προσφοραί σοι Σώτερ εξωπτημέναι, Oι δισμύριοι του νεώ κείνται μέσον. Aνέρας (ήτοι άνδρας) ογδοάτη κτάνεν εικάδι δισμυρίους πυρ.
Τον 4ο αιώνα μ.Χ., επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, οι χριστιανοί της Νικομήδειας ήταν αρκετά πολυπληθείς. Ο επίσκοπος Άνθιμος, άνδρας άξιος και με αυταπάρνηση, κοπίαζε νύχτα - μέρα για τις ψυχές των πιστών. Η πρόοδος αυτή των χριστιανών κέντρισε το φθόνο των ειδωλολατρών αρχόντων και θέλησαν να εξοντώσουν τη χριστιανική Εκκλησία, προπάντων στα μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα κέντρα της. Σχεδίασαν λοιπόν, ανήμερα Χριστούγεννα να κάνουν γενική σφαγή των χριστιανών της Νικομήδειας. Οι χριστιανοί είχαν μαζευτεί και πανηγύριζαν το κοσμοσωτήριο γεγονός της γεννήσεως του Χριστού. Ο επίσκοπος, μόλις πληροφορήθηκε ότι τους είχαν περικυκλώσει στρατός και όχλος ειδωλολατρών με όπλα και ρόπαλα, διέταξε να γίνει γρήγορα η κοινωνία των αχράντων Μυστηρίων. Έπειτα, βάπτισε τους κατηχουμένους, για να έχουν ασφαλή εφόδια στην αιώνια σωτηρία. Τότε οι ειδωλολάτρες έβαλαν φωτιά στο ναό, με αποτέλεσμα να καούν χιλιάδες πιστοί. Το τραγικό αυτό γεγονός, αντί να μειώσει τον αριθμό των μελών της Εκκλησίας, αντίθετα τον πολλαπλασίασε και χαλύβδωσε ακόμα περισσότερο το ηθικό των πιστών. Έτσι και στην περίπτωση αυτή αποδείχθηκε περίτρανα αυτό που είπε η κεφαλή της Εκκλησίας Ιησούς Χριστός: «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθαίου, ιστ' 18). Ο θάνατος δηλαδή και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού, δε θα υπερισχύσουν, ούτε θα κατανικήσουν την Εκκλησία, που είναι αιώνια και αθάνατη.
(Συναξαριακή πηγή, μαζί με τη μνήμη των πιο πάνω Μαρτύρων, αναφέρει και τη μνήμη των Αγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους και Δημοκρίτου. Η ύπαρξη όμως των Αγίων αυτών είναι αμφίβολη, διότι τα ονόματά τους καθώς και βιογραφικά στοιχεία γι' αυτούς δεν αναφέρονται από καμία Αγιολογική πηγή. Ίσως είναι οι ίδιοι και συγχέονται με τους ομώνυμους τους Μάρτυρες της 10ης Απριλίου).
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα) Ήχος γ'. Θείας πίστεως. Θείον στράτευμα, πόλις αγία, περιούσιος λαός Κυρίου, ανεδείχθητε δισμύριοι Μάρτυρες, τη γαρ αγάπη αυτού δροσιζόμενοι, δια πυρός τον αγώνα ηνύσατε. Αλλ' αιτήσασθε, ελέους σοφοί τον πρύτανιν, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Γαλλοελβετός τραπεζίτης, θερμός φιλέλληνας και πρωτοπόρος φωτογράφος. Γεννήθηκε στη Λυών της Γαλλίας το 1775...
Γαλλοελβετός τραπεζίτης, θερμός φιλέλληνας και πρωτοπόρος φωτογράφος. Ο Ιωάννης - Γαβριήλ Εϋνάρδος (Jean-Gabriel Eynard στα γαλλικά) γεννήθηκε στη Λυών της Γαλλίας στις 28 Δεκεμβρίου 1775. Η οικογένειά του, ήδη, από 1686 είχε γίνει δεκτή στους αριστοκρατικούς κύκλους της Γενεύης.
Ο Εϋνάρδος δημιούργησε σεβαστή περιουσία από τραπεζικές εργασίες στην Ιταλία. Το 1810 επιστρέφει στη Γενεύη και χτίζει ένα μέγαρο, όπου σήμερα στεγάζεται το Δημαρχείο της πόλης. Τον ίδιο χρόνο γνωρίζεται με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος κατορθώνει να του εμφυσήσει την αγάπη για το δοκιμαζόμενο έθνος των Ελλήνων.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, ο Εϋνάρδος συγκεντρώνει χρήματα για την αγορά πολεμοφοδίων και μέσω των υψηλών γνωριμιών του προσπαθεί να επηρεάσει σημαντικές προσωπικότητες της Ευρώπης για το δίκαιο των ελληνικών θέσεων.
Μετά την Απελευθέρωση λειτουργεί ως άτυπος οικονομικός σύμβουλος του πρώτου Κυβερνήτη και φίλου του Ιωάννη Καποδίστρια. Τον πείθει να δώσει έμφαση στην ανάπτυξη της υπαίθρου, με την παροχή δωρεάν κεφαλαίων, αλλά και καλλιεργητικών δανείων στους αγρότες.
Όμως, οι τοκογλύφοι, που συγκέντρωναν τα χρηματικά κεφάλαια, δάνειζαν με τόκο ως και 50%. Ηταν, λοιπόν, αναγκαία η ίδρυση ενός τραπεζικού οργανισμού, που θα εκλογίκευε την Πίστη. Το 1828 και με κεφάλαια του Εϋνάρδου, τα οποία διαχειριζόταν ο έμπιστος συνεργάτης του Γεώργιος Σταύρου, ιδρύεται η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, που επέζησε μόλις 6 χρόνια.
Διάδοχο σχήμα της υπήρξε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, που λειτούργησε το 1842 και σήμερα είναι η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας. Ο Εϋνάρδος υπήρξε από τους εμπνευστές της δημιουργίας της και ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρός της.
Οι υπηρεσίες του προς τη χώρα μας συνεχίστηκαν το 1847, όταν αντιμετώπισε με σθένος τις υπερβολικές απαιτήσεις των άγγλων τραπεζιτών για το δάνειο του 1832 προς την Ελλάδα. Πλήρωσε ο ίδιος μισό εκατομμύριο χρυσά φράγκα για να τους ικανοποιήσει.
Ο Εϋνάρδος υπήρξε από τους πρωτοπόρους της φωτογραφίας μετά την εφεύρεση της δαγεροτυπίας το 1839. Οι περισσότερες από τις δαγεροτυπίες του, μεταξύ 1842 και 1863, απαθανατίζουν οικογενειακές στιγμές, το μέγαρό του, τοπία, τους υπηρέτες του, καθώς και αρκετές αυτοπροσωπογραφίες του.
Πέθανε στις 5 Φεβρουαρίου 1863 στη Γενεύη. Προς τιμήν του, η Εθνική Τράπεζα έχει ονομάσει «Μέγαρο Εϋνάρδου» το κτίριο που στεγάζει το Μορφωτικό της Ίδρυμα (ΜΙΕΤ), στη συμβολή των οδών Αγίου Κωνσταντίνου και Μενάνδρου, στο κέντρο της Αθήνας. Το όνομά του έχει επίσης δοθεί σε δρόμο του Δήμου Αθηναίων.