Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024
Απόστολος Αρσάκης
Βορειοηπειρώτης ιατρός, λόγιος, πολιτικός και εθνικός ευεργέτης. Έζησε κι έδρασε στη Ρουμανία, της οποίας διατέλεσε πρωθυπουργός για λίγες ημέρες το 1862.
Βορειοηπειρώτης ιατρός, λόγιος, πολιτικός και εθνικός ευεργέτης. Έζησε κι έδρασε στη Ρουμανία, της οποίας διατέλεσε πρωθυπουργός για λίγες ημέρες το 1862.
Ο Απόστολος Αρσάκης (Αποστόλ Αρσάκε για τους Ρουμάνους) γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1792 στο χωριό Χοταχόβα, κοντά στην Πρεμετή (σημερινό Χοτόβε Αλβανίας). Ήταν γιος του Κυριακού Αρσάκη, ο οποίος ήταν εξάδελφος με τους αδερφούς Τοσίτσα. Το 1800 ο πατέρας του τον έστειλε στο Βουκουρέστι, όπου ζούσε ο αδερφός του Γεώργιος, ο οποίος ήταν έμπορος, και οι θείοι του Ζώτος και Ηλίας.
Το 1804 στάλθηκε από τον θείο του στη Βιέννη, όπου έλαβε τη γυμνασιακή εκπαίδευση και διδάχθηκε την ελληνική παιδεία από τον διδάσκαλο του Γένους Νεόφυτο Δούκα. Στη συνέχεια μετέβη στη Χάλη της Σαξονίας, όπου σπούδασε Ιατρική. Το 1811 έγραψε βουκολικό ειδύλλιο σε γλαφυρή αρχαία δωρική διάλεκτο κατά μίμηση του Θεοκρίτου. Το ειδύλλιο αυτό το αφιέρωσε στον Μέγα Ναπολέοντα, με αφορμή τη γέννηση του γιου του και επιχειρώντας με αυτό να συγκινήσει τον αυτοκράτορα, ώστε να βοηθήσει στην απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Τούρκους.
Το 1813, σε ηλικία 21 ετών, ανακηρύχτηκε χειρουργός και διδάκτορας με τη διατριβή του, γραμμένη στη λατινική γλώσσα, «Περί του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού των ιχθύων». Το έργο του αυτό εκτιμήθηκε ως σημαντικό έργο για την εποχή του, αλλά και ευρύτερα για την ιστορία της Φυσικής Ιστορίας και μεταφράστηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. Διαλέγοντας την Ιχθυολογία, η οποία εθεωρείτο από τους δυσκολότερους κλάδους και, μάλιστα, το δυσκολότερο μέρος της, την ανατομική περιγραφή του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού των ιχθύων, έγινε ένας από τους πρωτοπόρους ερευνητές της.
Αργότερα, δημοσίευσε στον «Λόγιο Ερμή» του Άνθιμου Γαζή τη μελέτη «Έκθεσις συνοπτική της ιατρικής ιστορίας», στην οποία παρουσιάζει την εξέλιξη της Ιατρικής από τα αρχαία χρόνια στα σπουδαιότερα έθνη. Το 1814 εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι, όπου άσκησε για μία οκταετία το επάγγελμα του ιατρού σε διάφορα νοσοκομεία με αποστολικό ζήλο. Διετέλεσε, επίσης, έφορος νοσοκομείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.
Το 1822 εγκατέλειψε την ιατρική και μπήκε στη διπλωματική υπηρεσία του ηγεμόνα της Βλαχίας, ενώ την περίοδο 1836-1839 διετέλεσε γραμματέας επικρατείας τού ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Γκίκα. Το 1857 πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής και αγωνίστηκε υπέρ του ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας, Αλέξανδρου Κούζα. Την περίοδο 1857-1859 χρημάτισε μέλος της τετραμελούς επιτροπής για την ένωση της Βλαχίας και της Μολδαβίας, οι οποίες αποτέλεσαν κατόπιν τη Ρουμανία. Η τετραμελής επιτροπή επεξεργάστηκε νομοθετικά τη συνένωση των δύο ηγεμονιών και η δημιουργία της Ρουμανίας φέρει και την υπογραφή του Απόστολου Αρσάκη.
Το 1860 διορίζεται υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Ηγεμονιών της Βλαχίας και Μολδαβίας. Στις 8 Ιουνίου του 1862 αντικαθιστά στην πρωθυπουργία τον δολοφονημένο πρωθυπουργό Μπάρμπου Καταρτζίου. Στον πρωθυπουργικό θώκο παρέμεινε έως τις 24 Ιουνίου του 1862. Κατά τα έτη 1862-1865, μετά και την παραίτησή του από τα κυβερνητικά αξιώματα, παρέμεινε απλός βουλευτής. Το 1866, μετά την επανάσταση κατά του Αλέξανδρου Κούζα, αποχώρησε από την ενεργό πολιτική δράση.
Ο Αρσάκης παρακολούθησε βήμα προς βήμα την ελληνική επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους κι επιθυμούσε να συμβάλει στην πνευματική και ηθική άνοδο των νεοελλήνων. Όταν φίλοι του τον πληροφόρησαν για την ίδρυση στην Αθήνα της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και τους σκοπούς της και ότι θεμελίωσε, αλλά αδυνατεί να οικοδομήσει, ελλείψει πόρων, σχολικό κτίριο, αποφάσισε να συνεισφέρει οικονομικά για την αποπεράτωσή του. Έτσι, με δικές του δαπάνες ανεγέρθηκε το μεγαλοπρεπές κτίριο της οδού Πανεπιστημίου, που χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο έως το 1933 και από τότε μέχρι σήμερα στεγάζει δικαστικές υπηρεσίες (πρώτα τα τακτικά δικαστήρια της πρωτεύουσας και κατόπιν το Συμβούλιο της Επικρατείας). Οι συνολικές χορηγίες του Αρσάκη προς τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία ανήλθαν στο ποσό των 600.000 χρυσών δραχμών. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον μεγάλο ευεργέτη του, το σχολείο ονομάστηκε «Αρσάκειον». Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και το κτίριο που περικλείεται από τις οδούς Πανεπιστημίου, Αρσάκη, Σταδίου και Πεσμαζόγου.
Ο Απόστολος Αρσάκης πέθανε στις 16 Ιουλίου 1874 στο Βουκουρέστι, σε ηλικία 82 ετών.
Ο Σημαδιακός
Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε με τον υπότιτλο «Ανάμνησις της εορτής των Φώτων» στην εφημερίδα «Εφημερίς» της 6ης Ιανουαρίου 1889.
Από της σμικροτάτης νήσου Δασκαλειού ή από λέμβου εν τω λιμένι θεώμενός τις, τὴν ἑσπέραν τῆς 5 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1867, θα έβλεπε ποικίλα φῶτα διασχίζοντα καθ᾿ όλας τας διευθύνσεις τας οδούς τῆς πολίχνης Σκιάθου.
Δεν ήτο τίποτε έκτακτον. Ζεύγη παιδίων, μετά φανών καὶ δάδων, περιερχόμενα τας οἰκίας, την ἑσπέραν της παραμονής, έψαλλον τα Φώτα.
Δυο μειράκια, πρωτεξάδελφοι εκ μητρός, ο Σωτήρος και ο Αλέκος, ανέβαινον το λιθόστρωτον της παραθαλάσσιας οδού, το υπερκείμενον αποτόμου κρημνώδους βράχου καὶ φέρον εις την άνω ενορίαν.
Ο Σωτήρος ήτο δωδεκαετής, ὁ Αλέκος δεκαετής. Ο πρώτος έφερε το νησιώτικον ένδυμα, ο δεύτερος ήτο «φράγκος», δηλαδή εφόρει κακόζηλα στενὰ εξ εγχωρίου υφάσματος, καὶ κασκέτον. Ούτος εκράτει μόνον λεπτὴν ράβδον, ο δε Σωτήρος ήτο κάσσα, εκράτει δε και τον φανόν.
Καθ᾿ όλον το έτος οι δυο εξάδελφοι ήσαν πάντοτε μαλωμένοι μεταξύ των. Τας παραμονάς των Χριστουγέννων όμως επήρχετο η συνδιαλλαγή, περιῆρχοντο κατὰ τας τρεις εορτάς «τας συγγενικὸς οικίας», ετραγώδουν τα συνήθη άσματα, εμάζευον ολίγα λεπτά, έκαμνον μερίδιον... και πάλιν μετά τα Φώτα ἐμάλωναν.
Και την εσπέραν εκείνην είχον περιέλθει όλας τας «συγγενικάς οικίας», δηλ. τὸ ήμισυ της πολίχνης, ως τελευταίαν δε εκδρομήν επεφύλαττον πάντοτε την δια του ολισθηρού λιθοστρώτου άνοδον. Ήτο ήδη ογδόη ώρα της εσπέρας. Εκ της ανόδου εκείνης κατήρχοντο πάντοτε μὲ βαρύτερα τα θυλάκια. Διότι ο καπετάν-Θανασός, ο θείος των, ήτο μεν απαιτητικός, ιδιότροπος αλλὰ καὶ λίαν ελευθέριος.
Ο καπετάν-Θανασός, εύπορος ναυτικός, πεντήκοντα καὶ πέντε ἐτῶν, απολαύων ήδη τα θέλγητρα της εστίας, παραχωρήσας την πλοιαρχίαν εις τους δυο πρεσβυτέρους υιούς του, κατώκει την μεγάλην σχετικώς οικίαν, μετ᾿ ευρυχώρου προαυλίου καὶ κήπου, εις ην έμελλον να εισέλθωσιν ήδη οι δυο νέοι.
Μόλις απεῖχον δέκα βήματα της αυλείου θύρας, και σκιά τις προβαίνει εκ τίνος κόγχης της γείτονος οικίας, της συνεχομένης με το προαύλιον της οικίας του καπεταν-Θανασού.
Μία χειρ ήρπασε τον Σωτήρον από του βραχίονος.
- Τί θέλεις, μπάρμπα; έκραξεν έντρομος ο νέος. Τα λεπτά μας... πάρε τα...
-Δὲν θέλω λεπτά, βρε ἄτιμε!... απήντησε βραχνὴ και λαρυγγώδης φωνή.
Ο Αλέκος μετὰ της ράβδου του είχε τραπή, εννοεῖται, εις φυγήν.
Αλλὰ μόλις απεμακρύνθη ολίγα βήματα, καὶ εστάθη ενδοιάζων αν έπρεπε να βάλη φωνὰς ή να λάβη μάλλον λίθους να ρίψη κατά του επιδρομέως.
- Στοπ! μωρέ... τω εφώνει ο παράδοξος άνθρωπος, όταν είχε σταματήσει ήδη.
- Αφσε τον, μπάρμπα! τί σοῦ κάνει;... εφώνει μακρόθεν ο Αλέκος.
Ο αλλόκοτος άνθρωπος εφόρει ιδιόρρυθμον όλως κόκκινον σαρίκιον περὶ την κεφαλήν, όπερ ετρόμαξε τους δυο νέους και δεν τον ανεγνώρισαν κατ᾿ αρχάς. Ούτω του κατέβη την εσπέραν εκείνην να φορέση το ζωνάρι του σαρίκι. Άλλοτε πάλιν είχεν άλλας ιδιοτροπίας. Εφόρει ταις κάλτσαις ως χειρόκτια.
Εκ της φωνής όμως τον ανεγνώρισαν παρευθὺς και οι δυο. Ήτο « Ελόγου του».
Τοιούτον έφερε σκωπτικὸν επίθετον ο εικοσαοκταετής νέος Μανουὴλ Προυσαλής, εθελόκομψος αντιπαθητικὸς εργολάβος, εις την μικράν εκείνην φιλοσκώμμονα κοινωνίαν, όπου πας άνθρωπος προς τω οικογενειακώ ονόματι, όπερ μόνον εις τους επισήμους καταλόγους της δημαρχίας απαντάται, προικίζεται τουλάχιστον με δυο ή τρία προσωνύμια.
- Δεν θέλω τα λεπτά σου, βρε... επανέλαβεν Ελόγου του, στρίβων υπερηφάνως τον μικρὸν πυρρὸν μύστακά του... Μη φοβάσαι, άκουσε... να, τι θέλω.
Και τω έτεινε μικρὸν επιστόλιον, εντός χρυσίζοντος διηνθισμένου φακέλλου.
- Να το δώσης, επάνω που θα πας, είπε.
- Τίνος να το δώσω;
- Στο Μπραϊνάκι, βρε... δεν ξέρεις που μ᾿ αγαπάει;
- Αλήθεια; είπε μετὰ προσποιητού θαυμασμού ο Αλέκος, όστις είχε πλησιάσει εν τω μεταξύ.
- Σένα δεν σου μιλώ, είπεν αυστηρώς Ελόγου του.
- Καλά, το δίνω, απήντησεν ο Σωτήρος ευχαριστημένος διότι θα εγλύτωνε.
- Μα θέλω να μου φέρης καὶ σημάδι, προσέθηκεν Ελόγου του.
- Τί σημάδι;
- Αυτὴ ξέρει.
Καὶ ἐπανέλαβε·
-Το διαβάση δεν το διαβάση, θέλω να μου φέρης σημάδι απόψε.
-Καλά.
-Κρατώ αμανάτι το φέσι σου, και σε περιμένω εδώ τριγύρω. Ακοῦς;
Και απέσπασεν αυθαιρέτως το φέσι από της κεφαλής του Σωτήρου.
- Δός του το φέσι του! ανέκραξεν ὁ Ἀλέκος.
- Σούτ, ἐσύ!...
Ο Σωτήρος δεν παρεπονέθη τίποτε καὶ ένευσε προς τον σύντροφόν του να τον ακολουθήση έσω του προαυλίου.
- Τώρα πως θα πάω απάνου χωρὶς φέσι; είπεν ο Σωτήρος εντὸς της αυλής.
- Φορεί ὁ Σπύρος φέσι; παρετήρησεν ο Αλέκος.
Ο Σπύρος ήτο συνηλικιώτης και αχώριστος φίλος του Σωτήρου, φιλομαθέστατος, ευφυής, πρωτόσχολος της εποχής του, όστις ηρέσκετο τότε να μη έχη άλλο κάλυμμα της κεφαλής ειμὴ την πλουσίαν λινόχρουν και φαιὰν κόμην του.
Φευ! οι δυο εκεῖνοι συμμαθηταί, τους οποίους ουχὶ άνευ παιδικῆς κακεντρεχείας προσήγγιζεν ούτως ο Αλέκος, έμελλον μετά δεκαετίαν να κατέλθωσιν εκ Γερμανίας με υψηλούς πίλους και με ξένα έξοδα doctores philosophiae et omnium rerum... και ο πτωχός Αλέκος, όστις ούτε διδάσκαλος κατώρθωσε να γίνη, αν καὶ ενεγράφη ποτὲ εις την Φιλοσοφικὴν σχολήν, έμελλε να μείνη ξεσκούφωτος καὶ άσημος... συρράπτης ἐπιφυλλίδων!...
- Ο Σπύρος, απήντησε ο Σωτήρος, δεν φορεί πάντοτε.
- Και συ μη φορὴς μια φορά.
Είτα ευθὺς τω ήλθεν άλλη ιδέα.
- Στάσου, βάζω κι εγὼ το κασκέτο μου στην τσέπη, και παρουσιαζόμεθα και οι δυὸ ξεσκούφωτοι.
Και έκαμεν ως είπε.
- Τώρα, θα το δώσης το ραβασάκι; ηρώτησε και πάλιν ο Αλέκος.
- Αυτό δεν το κάνω εγὼ ποτέ, απήντησεν ο φρόνιμος Σωτήρος.
- Αυτό ήθελα να σου πω κι ἐγὼ· για να διαβάσουμε τι γράφει μέσα.
- Όχι δα... κι αυτὸ δεν πρέπει... είπεν ααστηρώς ο Σωτήρος.
- Γιατί;
- Και τί θα διαβάσης; Δὲν ξέρεις τί γράφει μέσα; Δὲν διάβασες ποτέ σου τὸν «Σκανδαλώδη Έρωτα» και την «Φιλομειδὴ Ἀφροδίτην»;
-Ναι.
- Εγὼ να σου πω τι θα γράψη. «Ψυχή μου, μάτια μου, καρδιά μου, συκώτι μου», και ύστερα θα έχη κάτι στίχους απὸ τα βιβλία που σου είπα: «Είσαι καρπός του Έρωτος, παιδὶ της Αφροδίτης», ή «Έχεις ανάστημα μικρόν, αλλὰ ψυχὴν μεγάλην, ως άρωμα πολύτιμον εις πάγχρυσον φιάλην», και ύστερα θα λέγη: «Απὸ τα μπεντένια πέφτω, πέφτω για να σκοτωθώ, κι η αγάπη μου φωνάζει, πιάστε τον, για το Θεό!». Αὐτὰ θὰ γράφη.
Ο Σωτήρος εμνημόνευσεν ανωτέρω δυο συλλογάς του Γαλατᾶ, ἐξ ἐκείνων αίτινες τοιαύτα δίστιχα περιέχουν τω όντι, ων πολλά μεν κακόζηλα, πλείστα δε ανόητα καὶ όλα γελοῖα.
Και όμως η περιέργεια του Αλέκου δεν ανεπαύετο.
Παρά την εστίαν πατριαρχικώς καθήμενος ο μπαρμπα-Θανασός, έχων αντικρύ την πιστήν συμβίαν του, και περιστοιχούμενος υπό των τεσσάρων θυγατέρων του και των τεσσάρων νεωτέρων υιών του, διότι οι δυο πρεσβύτεροι έλειπον με το καράβι, ως ανωτέρω είπομεν, απήλαυε της μακάριας ηδονής του οίκου, ην μόνος ο επί μακρόν στερηθείς αυτης είναι δυνατόν να εκτιμήση.
Ο καπεταν-Θανασὸς δεν είχε μετρίας απαιτήσεις. Ήθελε πλην του κοινού άσματος των Φώτων, εν δι’ εαυτόν, εν δια την σύζυγόν του, εν δια το καράβι, ανά εν δια τους εξ υιούς του, ανά εν δια τας τρεις θυγατέρας του, και δυο δια την τρίτην κόρην του, τὸ Μπραϊνάκι, το όλον δεκαπέντε ᾄσματα.
Ποῦ να τα ορμαθιάσουν τόσα οι δυο αυτοσχέδιοι μελωδοί;
Εφέτος είχον αντλήσει εκ των ακένωτων πηγών της μνήμης της γηραιᾶς μάμμης, και κατώρθωσαν σχεδὸν να φθάσωσι τον αριθμόν.
Είναι αληθές ότι ο καπετάν-Θανασὸς παρέτασσεν επί της εστίας τόσα εικοσιπενταράκια τούρκικα ή ἑλληνικὰ του Όθωνος, όσα ήταν και τα παρ᾿ αυτού απαιτούμενα άσματα, και έλεγεν: «Αυτὸ για μένα, αυτὸ για την καπετάνισσα, αυτὸ για το καράβι... αυτό για τον Κωνσταντή, για τον Γιάννη, για τον Παναγή, για το Βασίλη, για τον Ανδρέα, για τον Γιωργή... αυτὸ για την Φλωρού, για τη Σινιωρίτσα... αυτὰ τα δυο για το Μπραϊνάκι... κι αυτὸ για το Γηρακώ...»
Η σύζυγος του καπεταν-Θανασού ερρέμβαζε παρά το πτερύγιον της εστίας. Οι λογισμοί της ίπταντο προς τους δυο υιούς της, οίτινες εταξίδευον εφέτος «χειμωνιάτικα». Όλα σχεδὸν τα πλοία ήσαν δεμένα, περιμένοντα τὴν αύριον «νὰ φωτισθοῦν τὰ νερά» και είτα ν’αποπλεύσωσι. Το ιδικόν των το πλοίον ήτο «πρωτοτάξιδο», είχε καθελκυσθῆ τον παρελθόντα Αύγουστον, τον Σεπτέμβριον είχεν εκπλεύσει, και φυσικώς δεν ηδύνατο να παραχειμάση εις τον λιμένα «πρώτη χρονιά».
Αλλ᾿ εκεῖνο όπερ έφερεν εις τους οφθαλμούς της δάκρυα ήτο το εξής άσμα, οφειλόμενον εις την μνήμην της μάμμης, και όπερ ετραγούδησαν οι δυο νέοι:
Κυρά μου, τα παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ακριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στο πέλαγο αρμενίζουν
και με τ᾿ αφέντη την ευχή γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν·
κι ο κὺρ Βοριάς τα κύματα φυσάει και τα σπρώχνει.
Σπρῶχνε, Βοριά, τα κύματα, να μόρθη το παιδί μου,
τ’ αγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ανάθρεμμα της αγκαλιᾶς, της ξενητειᾶς λουλούδι!
Ενθουσιών ο καπεταν-Θανασὸς ηγέρθη αυτομάτως και ελθών προσεκόλλησε σφάντζικον επὶ του μετώπου του Σωτήρου, μειδιώντος και ανεχομένου· το αυτὸ ηθέλησε να κάμη και εις τον Αλέκον, αλλ᾿ οὗτος φοβερῶς μορφάσας, απέστρεψε το πρόσωπον και είπε·
- Δὲν είμ᾿ εγὼ βιολιτζής, μπάρμπα.
Αφού εκαλονύκτισαν την οικογένειαν, το Μπραϊνάκι έλαβε λυχνίαν και ηθέλησε να προπέμψη μέχρι της αυλείου θύρας τους δυο εξαδέλφους της. Κατόπιν αυτῶν έτρεχεν καὶ η οκταέτις Γηρακώ.
- Μη μας πας απ᾿ την έξω σκάλα, τη είπε τότε μυστηριωδώς ο Σωτήρος, μη μας πας απ᾿ τη μεγάλη πόρτα.
- Γιατί;
- Άνοιξε την κλαβανὴ που σου λέγω.
Είχον εξέλθει εις τον πρόδομον. Το Γηρακώ, εις εν νεύμα της αδελφής της, ήνοιξε την καταπακτήν και κατήλθον εις το ισόγειον.
- Τί τρέχει; γιατί ἀλήθεια, είσαι χωρίς φέσι;...
- Τ᾿ άφησα στὸ σπίτι.
- Του επήραν το φέσι του! ανέκραξε μη κρατηθεὶς ο Αλέκος.
Ο Σωτήρος συνωφρυώθη.
- Γηρακώ, είπε, ξέχασα να ρωτήσω τον πατέρα σου· σύρε μια στιγμή... να τον ρωτήσης τί ώρα συνεννοήθηκαν οι πίτροποι με τους παπᾶδες να σημάνουν τὸ πρωί.
- Και τι ώρα θ᾿ απολύση η λειτουργία... και τι ώρα θα ψαλή ο αγιασμός... και τι ώρα θα ρίξουν το Σταυρὸ στη θάλασσα... είπεν ο Αλέκος.
Όλα ταύτα τα «τί ὥρα» ήσαν τόσον δυσμήχανα δια την μικρὰν Γηρακώ, όσον καὶ τα δεκαπέντε άσματα δια τους δυο νέους.
- Πώς να πω; πώς να πώ; ηρώτησε το Γηρακώ.
- Τρέξε γλήγορα! επανέλαβε κτυπούσα δια του ποδὸς το έδαφος η αδελφή της.
Η Γηρακὼ ανήλθε την κλίμακα.
Το Μπραϊνάκι έμεινε μόνη με τους δυο νέους.
Τὸ Μπραϊνάκι ήτο δεκατετραέτις κόρη, αρκετά ανεπτυγμένη ήδη το ανάστημα, ξανθή, ύπωχρος καὶ λεπτοφυής. Οἱ δυο μακροὶ πλόκαμοί της, κρεμάμενοι επὶ των νώτων, έφθανον κάτω της οσφύος. Εφόρει λευκοτάτην πάντοτε εσθήτα, μετά τοσαύτης ιδιορρύθμου χάριτος, ώστε δεν υπήρχε ναύτης επιστρέφων εκ μακρού ταξιδίου, όστις να μη της κάμη πατινάδα, και δεν υπήρχε μαθητής του ελληνικού σχολείου, όστις εν μέσω των τετραδίων και των βιβλίων του να μη αναπολή την εικόνα της.
- Θα μου πης τί τρέχει; επανέλαβεν αύτη.
- Να, μας ηύρεν Ελόγου του, είπεν ο Σωτήρος.
- Ποιός; ο Διπλοκαημός;
Διπλοκαημὸς ήτο το δεύτερον παρωνύμιον του Ελόγου του, όπερ τω είχον δώσει τα κοράσια, διότι αυτός πάντοτε ώρθριζε μέχρι του λυκαυγούς τραγουδών υπό τα παράθυρά των την γνωστήν επωδόν: «Ξύπνα, που δεν εχόρτασες - διπλὸς καημός - αχ! τον ύπνο να κοιμάσαι», καὶ είχε την καλωσύνην να τας εξυπνά αείποτε το πρωὶ δια της παραπλησίας με γκάϊδα φωνῆς του...
- Και τι σας είπε; επανέλαβε το Μπραϊνάκι.
Ο Σωτήρος διηγήθη εν ολίγοις την σκηνήν, εφυλάχθη μόνον να μη αναφέρῃ τι περὶ της ερωτικής επιστολῆς.
- Μας είπεν ότι καίεται ο άνθρωπος για σένα.
Εκάγχασαν και οι τρεις.
- Και μας είπε να του στείλης και σημάδι, προσέθηκεν ο Σωτήρος.
- Σημάδι; Γουού!
Καὶ είτα ἐπανέλαβε:
- Σημάδι έχει απ᾿ το θεό, καὶ σημαδιακὸς κι αταίριαστος είναι.
Ηνίττετο τὴν βλάβην, ην είχεν εκ γενετής ο Ελόγου του εις τον αριστερὸν οφθαλμόν.
Και πάλιν προσέθηκε με τόσην χάριν, ώστε δεν εφαίνετο καν το χυδαίον της εικόνος.
- Δεν έχω δω το γάιδαρό μου να βγάλω καμπόσες τρίχες απ᾿ την ουρά του, να του στείλω σημάδι.
- Εκείνος δεν χρειάζεται τρίχες, χρειάζεται τριχιές, είπεν ο Αλέκος, όστις θα είχεν ακούσει από πρεσβυτέρους το δημώδες τούτο λογοπαίγνιον.
- Γι᾿ αυτό ήθελα να του στείλω τρίχες, για να κάμη τριχιές, απήντησε μεθ᾿ ετοιμότητος η παιδίσκη.
- Μας είπεν πως τον αγαπάς, είπεν πάλιν ο Αλέκος.
- Πα να χαθή! ο στερεμένος, ο λοχεμένος, ήρχισε να καταράται το Μπραϊνάκι εις το γυναικείον ιδίωμα. Κακὸ χρόν’νάχῃ, δυὸ ναν᾿ οι ώρες του!..
Αποτεινομένη δε προς τον Σωτήρον ἠρώτησε·
- Τώρα πώς θα πας, αρέ, στην εκκλησιά χωρὶς φέσι;
- Στην εκκλησιά θα είναι χωρὶς φέσι, είπεν ο Αλέκος.
- Να σου φέρω ένα παλιὸ του Παναγή, σου κάνει τάχα;
Ο Σωτήρος απεποιήθη.
Επέστρεψε τότε και το Γηρακώ. Κανεὶς δεν επρόσεξεν εις τας απαντήσεις, τας οποίας εκόμιζε.
- Να σας βγάλω απ᾿τη μικρὴ πόρτα.
Εξῆλθον δια του ισογείου αθορύβως, αφού το Μπραϊνάκι έσβεσε τον λύχνον, και ο Σωτήρος εκράτει τον φανὸν υπὸ το επανωφόρι του. Τούτο δια να είναι απαρατήρητος έξωθεν.
Η νέα κόρη ήνοιξεν αψοφητὶ την μικράν θύραν της αυλῆς.
- Ήσυχα κάμετε, να κοιτάξω, μην το πήρε πονηρὰ ο Διπλοκαημός και κάνει καρτέρι απὸ κάτω.
Οι δυο δρομίσκοι έφερον τω όντι προς μικρὸν όχθον γης, κάτωθεν του οποίου εσχηματίζετο αποτόμως κατωφερής χείμαρρος. Περιπατών τις επί του μέρους εκείνου ηδύνατο να επιτηρή και τας δυο θύρας.
- Να σας δώσω συνοδεία; είπε τὸ Μπραϊνάκι. Θέλετε ναρθούν μαζὺ και τ᾿ αδέρφια μου;
- Δεν είν᾿ ανάγκη, είπεν ο Σωτήρος. Δεν πρέπει να γίνη λόγος στο σπίτι. Και ποιός τον φοβάται!
Το Μπραϊνάκι προέβαλε την κεφαλήν δια της θύρας, μόλις διανοιγείσης.
Πράγματι Ελόγου του το επῆρε πονηρά, καθὼς είπεν η νέα.
Εσουλατσάριζεν Ελόγου του υπὸ τους τοίχους της παρακειμένης οἰκίας, επιβλέπων αμφοτέρας τας θύρας της αυλῆς.
- Γηρακώ, είπε τότε το Μπραϊνάκι, πάρε το φανάρι, σήκωσε το ψηλά, να πας να χτυπήσης με βρόντο τη μεγάλη πόρτα, και να φωνάξης τρεις φορές: Καληνύχτα, καληνύχτα, καληνύχτα σας!
Το Γηρακώ, χωρὶς να εννοή τίποτε, εξετέλεσε πιστώς την παντομίμαν και το λογύδριον.
Ελόγου του εξαπατηθείς, έτρεξε προς την μεγάλην θύραν, βέβαιος περὶ του θηράματος.
- Τώρα άμοιρος να γένης, αρέ! είπεν εις το γυναικείον ιδίωμα το Μπραϊνάκι.
Οι δυο νέοι ετράπησαν δια της μικράς θύρας εις φυγήν, κερδίσαντες εκατὸν βήματα τουλάχιστον δια του στρατηγήματος τούτου, και έχοντες ασυγκρίτως ελαφρότερους τους πόδας από τον Ελόγου του.
Την πρωίαν ο Αλέκος, όστις ήτο υπνοφάγος, αργά υπήγεν εις την εκκλησίαν, αλλ᾿ ο Σωτήρος, «της ευχής το παιδί», ως τον εκάλει η μήτηρ του, υπήγε, συγχρόνως μετά του νεωκόρου προ των ψαλτών και του καπεταν-Θανασοῦ, όστις ήτο ἐπίτροπος.
Μετά την λειτουργίαν και τον αγιασμόν, η ιερὰ πομπὴ εξῆλθε προς την αποβάθραν, όπου έμελλε να τελεσθή η κατάδυσις του Τιμίου Σταυροῦ.
Μέγα ενέπνεεν ενδιαφέρον η εορτὴ αύτη. Όχι τόσον δια το μεγαλείον της ιεράς πομπής, όχι τόσον δια το τις θ᾿ αναλάβη τον Σταυρὸν από του κύματος, όσον δια το... τις θ᾿ αρπάση τον Σταυρόν από των χειρών του πρώτου λαβόντος, διότι ούτος μεν απεκλείετο, εκείνος δε, ο ευτυχής, έμελλε ν᾿ αργυρολογήση και να μεθοκοπήση ἐπὶ δυὸ ἡμέρας.
Δυο ήσαν οι ήρωες της ημέρας. Ο Φτίκας και ο Σοροκᾶς. Ούτοι διηγωνίζοντο κατ᾿ έτος περὶ του γέρατος.
Και έφερον πασίδηλα τα ίχνη της μακροετούς ταύτης πάλης. Ο μεν Φτίκας είχεν επτά δακτύλους εις τας δυο χείρας του, ο δε Σοροκάς ένα οφθαλμόν ολιγώτερον των λοιπών ανθρώπων.
Δωδεκάς λέμβων ίστατο πλησίον της αποβάθρας. Αύται περιείχον το πλήρωμα των δυο μπουλουκιών, διότι ο Φτίκας και ο Σοροκάς είχαν μπουλούκια, σχεδὸν πολεμάρχαι.
Άλλαι πολυάριθμοι λέμβοι ίσταντο απωτέρω, φέρουσαι μόνον θεατάς. Και όλη η αποβάθρα, και όλη η παραθαλάσσιος αγορά, και όλοι οι εξώσται και τα παράθυρα πλήρη κόσμου. Ομιλούμεν σχετικώς, διότι η πολίχνη μας δεν έχει πλείονας ή τέσσαρας χιλιάδας κατοίκων.
Ο Σωτήρος και ο Αλέκος ίσταντο πλησίον του εερέως κα εκοίταζον να ίδωσι που τον Ελόγου του.
Ο Τίμιος Σταυρὸς έπεσε τέλος εις το κύμα και η μάχη ήρχισεν. Ευτυχώς υπήρξε σύντομος κατά το έτος τοῦτο.
Ὁ μπουλουκτσής του Φτίκα, όστις ήρπασε πρώτος τον Σταυρόν, ευρίσκετο αρκετὰ πλησίον της λέμβου του, και είχεν αρκετὴν επιδεξιότητα, ώστε ουδεὶς των ανθρώπων του Σοροκά επρόφθανε να του κόψη τα δάκτυλα ή να του δοκιμάση τον γρόνθον, δια να του τον αποσπάση.
Άμα πατήσας εις λέμβον, ευρίσκετο εις οὐδέτερον έδαφος ή μάλλον ευρίσκετο εις την οικίαν του και δεν επετρέπετο πλέον μάχη.
Το μπουλούκι του Φτίκα ηλάλαξεν εν θριάμβω. Ήτο τέταρτον έτος τούτο, αφότου κατά σειράν ενίκα. Ο Φτίκας ήτο άνθρωπος ευτυχὴς την εμέραν εκείνην.
Και όμως ήτο τις ευτυχέστερος του Φτίκα, επὶ δέκα λεπτά της ώρας τουλάχιστον. Ήτον Ελόγου του.
Όταν επέστρεφεν εις τον ναόν η πομπή, ο Σωτήρος, όσον και αν εβάδιζε πλησίον του ιερέως, ευρέθη αντιμέτωπος του νυκτερινού επιδρομέως του.
Ο Σωτήρος είχε σχεδιάσει να κλείση το επιστόλιον του Ελόγου του, το οποίον δεν κατεδέχθη ν᾿ ανοίξη, εις άλλον φάκελλον, να κάμη επιγραφὴν προς τον Διπλοκαημόν, διά λεπτής επιτηδευμένης γραφής, ήτις να φαίνεται ως γραφὴ κορασίου, να τον εξαπατήση δίδων αυτώ τον φάκελλον ως απάντησιν τάχα της νεαράς κόρης, και να λάβη οπίσω το φέσι του.
Ταύτα εσκέπτετο να πράξη μετά το τέλος της ιεράς πομπής.
Όταν όμως ευρέθησαν ήδη πλησίον αλλήλων, ο Αλέκος, όστις έβλεπε την τσέπην του μικρού μασσαλιωτικού επενδύτου του Ελόγου του κάπως φουσκωμένην, υπεψιθύρισε προς τον Σωτῆρον·
- Στην τσέπη το έχει τὸ φέσι του.
Ο Σωτήρος εσκέφθη ότι αυτὴ ήτο η καλλιτέρα ευκαιρία, καὶ ας έλειπεν ὁ δεύτερος φάκελλος, διότι εν μέσω τόσου κόσμου ο Διπλοκαημὸς δεν θα ήνοιγεν αμέσως τὸ γράμμα.
Ελόγου του εκοίταζε προκλητικώς τον Σωτήρον. Εφαίνετο περιμένων ακόμη το σημάδι.
Ο Σωτήρος εξήγαγε του κόλπου του το ερωτικόν επιστόλιον, το εδίπλωσε με τέχνην, με την επιγραφὴν έσωθεν, το εσκέπασε καλώς με την παλάμην καὶ είπε εις τον Ελόγου του·
- Να, πάρε την απάντηση. Δόσ’ μου τὸ φέσι μου.
Ελόγου του ήρπασε το επιστόλιον, το ώθησεν αμέσως εις το θυλάκιον του περιστηθίου και τω έδωκε το φέσι.
Καὶ ούτως έλαβεν εκάτερος το ίδιον εαυτού πράγμα. Ο Σωτήρος το φέσι του και ὁ Διπλοκαημὸς την επιστολήν του.
Μετ᾿ ολίγας ημέρας, τώρα μετά την κατάδυσιν του Σταυρού, θ’ απέπλεεν Ελόγου του και ο Σωτήρος δεν τον εφοβείτο πλέον.
Πηγή
Τα επεισοδιακά Θεοφάνια του 1966
Η τελετή του αγιασμού των υδάτων στο λιμάνι του Πειραιά, στις 6 Ιανουαρίου 1966, σημαδεύτηκε από την πρωτοφανή λαϊκή συμμετοχή, αλλά και από τα επεισόδια που ακολούθησαν. Ήταν η εποχή της λεγόμενης «Αποστασίας» και τα πνεύματα ήταν ιδιαίτερα οξυμένα...
Η τελετή του αγιασμού των υδάτων στο λιμάνι του Πειραιά, στις 6 Ιανουαρίου 1966, σημαδεύτηκε από την πρωτοφανή λαϊκή συμμετοχή, αλλά και από τα επεισόδια που ακολούθησαν. Ήταν η εποχή της λεγόμενης «Αποστασίας» και τα πνεύματα ήταν ιδιαίτερα οξυμένα.
Ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου, ο πρωθυπουργός του 53%, που είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση από τον βασιλιά Κωνσταντίνο τον Ιούλιο του 1965, αποφάσισε να κάνει επίδειξη δύναμης έναντι των αντιπάλων του και να παραστεί στην τελετή αγιασμού των υδάτων στον Πειραιά. Η διαφαινόμενη παρουσία μεγάλους πλήθους υποστηρικτών του ανάγκασε τον βασιλιά και τους λοιπούς κυβερνητικούς επισήμους να μην παραστούν στην επίσημη και πατροπαράδοτη τελετή στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά να μετακινηθούν στο γειτονικό Τουρκολίμανο.
Μέγα πλήθος
Πράγματι, «μέγα πλήθος» συγκεντρώθηκε στο λιμάνι του Πειραιά. Οι επιτελείς της Ένωσης Κέντρου το υπολόγισαν σε 200-300.000. Το ειδησεογραφικό πρακτορείο «Ασοσιέτεντ Πρες» μετέδωσε για 40.000 συγκεντρωμένους, ενώ η αστυνομία τους υπολόγισε σε 10.000. «Σεισμό» χαρακτήρισε τη συγκέντρωση ο Γεώργιος Παπανδρέου, που έφθασε στον τόπο της τελετής συνοδεία μεγάλης πομπής αυτοκινήτων από το Καστρί. Τα συνθήματα που κυριαρχούσαν, πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της τελετής ήταν:
«Δημοκρατία»
«Παπανδρέου»
«Παπανδρέου και υιός, η Ελλάδα πάει εμπρός»
«Είσαι ο πρωθυπουργός»
«1-1-4»
«Εκλογές»
Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός του πλήθους, ώστε, μετά το τέλος του αγιασμού, οι λιμενικοί πρότειναν στον Γεώργιο Παπανδρέου να αναχωρήσει με πλοιάριο. Αυτός αρνήθηκε ευγενικά την προσφορά, όπως έγραψε ο Τύπος, και προτίμησε να διέλθει εν μέσω των παραληρούντων οπαδών του.
Στην τελετή συμμετείχε και αντιπροσωπεία της ΕΔΑ, με επικεφαλής τον βουλευτή Μίκη Θεοδωράκη. Η Αριστερά ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένη με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος στο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του είχε χαρακτηρίσει «μίασμα» τον κομμουνισμό.
...και μέγα πάθος
Στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Α' και Βασιλέως Κωνσταντίνου (νυν Ηρώων Πολυτεχνείου) προκλήθηκαν τα πρώτα επεισόδια μεταξύ του πλήθους, που προσπάθησε να συγκροτήσει πορεία, και της αστυνομίας, που προσπάθησε να την εμποδίσει. Η επίθεση των αστυνομικών υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή εναντίον μιας ομάδας οπαδών της ΕΔΑ, που είχε φθάσει ως τα γραφεία της Εισαγγελίας Πειραιά, με επικεφαλής τον Μίκη Θεοδωράκη. Από τις συμπλοκές τραυματίστηκαν επτά διαδηλωτές, ανάμεσά τους και δύο ανήλικοι, ενώ τρεις συνελήφθησαν. Από την Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά ανακοινώθηκε ότι τραυματίστηκαν 4 αστυνομικοί.
Ανακοινώσεις
Σε ανακοίνωσή της, η ΕΔΗΝ (η νεολαία της Ένωσης Κέντρου) επισημαίνει την πρωτοφανή υποδοχή, που επιφυλάχθηκε στον αρχηγό της Ε.Κ. και καλεί τον «αδούλωτο πειραϊκό λαό να αγωνισθεί για την επαναφορά της Δημοκρατίας», ενώ καταγγέλλει τις προσπάθειες των «πραιτωριανών του Αποστολάκου» να «εκφοβίσουν το συγκεντρωμένο πλήθος» και «να διαλύσουν την συγκέντρωση».
Η ΕΔΑ, αφού χαιρετίζει την «παλλαϊκή και πανδημοκρατική εκδήλωση» του Πειραιά, «στηλιτεύει την αυλική κυβέρνηση», την οποία θεωρεί υπεύθυνη για «τους αστυνομικούς τραμπουκισμούς», οι οποίοι, όπως τονίζει στην ανακοίνωσή της, επιβεβαιώνουν ότι «το βαθύ χάσμα που τη χωρίζει από τον Λαό, ολοένα και περισσότερο διευρύνεται».
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Στεφανόπουλου, δια του υπουργού Δημοσίας Τάξεως, Χρήστου Αποστολάκου, χαρακτήρισε «οχλοκρατική» τη συγκέντρωση και δικαιολόγησε την επίθεση της αστυνομίας, υποστηρίζοντας ότι έγινε απόπειρα οργάνωσης πορείας «και η Αστυνομία υπεχρεώθη, δεχθείσα μάλιστα απρόκλητον επίθεσιν, να προστατεύση την κυκλοφορίαν και την ελευθερίαν των πολιτών».
«Ρωμιοσύνη»
Την επομένη, 7 Ιανουαρίου 1966, ο Μίκης Θεοδωράκης ανακοίνωσε σε συνέντευξη τύπου ότι άρχισε να μελοποιεί εννέα ποιήματα από τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου, με αφορμή τα γεγονότα του Πειραιά. Ο δημοσιογράφος και στιχουργός Φώντας Λάδης στο βιβλίο του «Μίκης Θεοδωράκης: Το χρονικό μιας επανάστασης 1960-1967» (εκδ. Εξάντας) περιγράφει το σκηνικό: «Ένας υπαστυνόμος ούρλιαξε: “Ακούς εκεί να μην πάει κανένας στο βασιλιά και να ‘ρθουν όλοι στον Παπανδρέου και την ΕΔΑ!”. Άρχισε η επίθεση της αστυνομίας. Έπεφταν με λύσσα σ’ όποιον έβρισκαν στο πέρασμά τους. Ρίχτηκαν πάνω στο Μίκη. Τον τραυμάτισαν. Ένας αρχιφύλακας ούρλιαξε με τη σειρά του: “Θεοδωράκη Βούλγαρε!” Ο “Βούλγαρος” γύρισε στο σπίτι, τρέμοντας από οργή και συγκίνηση. “Έφτασε η ώρα της Ρωμιοσύνης!” σκέφτηκε. Οι στίχοι τον περίμεναν. Κείνη τη μέρα δε βγήκε από το σπίτι, ούτε έφαγε. Άρχισε και τέλειωσε τη σύνθεση της Ρωμιοσύνης”.
Πηγή
Τα Ραγκουτσάρια
Τριήμερο καρναβαλικών εκδηλώσεων στην πόλη της Καστοριάς, από τις 6 έως τις 8 Ιανουαρίου. Πρόκειται για ένα έθιμο που χάνεται στα βάθη των αιώνων...
Τριήμερο καρναβαλικών εκδηλώσεων στην πόλη της Καστοριάς, από τις 6 έως τις 8 Ιανουαρίου. Πρόκειται για ένα έθιμο που χάνεται στα βάθη των αιώνων και αποτελεί αναβίωση των αρχαίων διονυσιακών τελετών.
Τα «Ραγκουτσάρια» αρχίζουν στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα των Θεοφανίων, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα στην πόλη της Καστοριάς, η οποία αποκτά ένα ξεχωριστό χρώμα. Άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι οργανώνονται σε «μπουλούκια», το καθένα με τη δική του παραδοσιακή ορχήστρα, και γλεντούν με χιλίων λογιών μεταμφιέσεις στους δρόμους της πόλης, μέσα σ' ένα αληθινό πανζουρλισμό.
Το έθιμο κορυφώνεται στις 8 Ιανουαρίου, την Πατερίστα, όπως τη λένε οι ντόπιοι, ημέρα του εορτασμού της Αγίας Δομινίκης, με τη μεγάλη παρέλαση των καρναβαλιστών. Νωρίς το απόγευμα παρελαύνουν όλα τα «μπουλούκια», που χορεύοντας σατιρίζουν πρόσωπα και γεγονότα με πηγαία εφευρετικότητα. Τα καλύτερα από αυτά βραβεύονται από τον Δήμο Καστοριάς, που έχει όλη την ευθύνη της διοργάνωσης του τριημέρου. Τα «μπουλούκια» και ο κόσμος καταλήγουν στο Ντολτσό, παλιά μεσαιωνική πλατεία, που έπαιξε σημαντικό ρόλο επί Τουρκοκρατίας στην ενότητα του λαού και τη διατήρηση των εθίμων, όπου μέσα σε ένα οργιαστικό ξεφάντωμα, συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιο θα καλύψει το άλλο με τη μουσική του.
Το όνομα και η καταγωγή αυτού του εθίμου εντοπίζονται στην κλασική αρχαιότητα, από την οποία μέσω Ρώμης και Βυζαντίου μεταφέρθηκε στις μέρες μας. Είναι πολύ πιθανό το όνομα να προέρχεται από τη λατινική λέξη «rogatores», που σημαίνει ζητιάνοι, και η οποία πολύ εύστοχα ορίζει την ιδιότητα αυτού που συμμετέχει στην ομάδα των μεταμφιεσμένων. Υπάρχει, δηλαδή, η συνήθεια οι μεταμφιεσμένοι να ζητούν διάφορα δώρα από τα σπιτικά που επισκέπτονται σε ανταπόδοση της συνεισφοράς τους στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων.
Το τριήμερο των «Ραγκουτσαρίων» αποτελεί ένα από τα τουριστικά αξιοθέατα της Καστοριάς, που κάθε χρόνο συγκεντρώνει όλο και περισσότερους επισκέπτες.
Αγία Θεοφάνεια
Τους ουρανούς βάπτισμα του Χριστού σχίσαν,
Τους αυτό μη χραίνοντας ένδον εισάγει.
Βάπτισεν εν ποταμώ Χριστόν Πρόδρομος κατά έκτην.
Τα Αγία Θεοφάνεια είναι μία από τις αρχαιότερες εορτές της εκκλησίας μας η οποία θεσπίσθηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. και αναφέρεται στη φανέρωση της Αγίας Τριάδας κατά τη βάπτιση του Ιησού Χριστού. Η ιστορία της βάπτισης έχει ως εξής: Μετά από θεία εντολή ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εγκατέλειψε την ερημική ζωή και ήλθε στον Ιορδάνη ποταμό όπου κήρυττε και βάπτιζε. Εκεί παρουσιάσθηκε κάποια ημέρα ο Ιησούς και ζήτησε να βαπτισθεί. Ο Ιωάννης, αν και το Άγιο Πνεύμα τον είχε πληροφορήσει ποιος ήταν εκείνος που του ζητούσε να βαπτισθεί, στην αρχή αρνείται να τον βαπτίσει ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος έχει ανάγκη να βαπτισθεί από Εκείνον. Ο Ιησούς όμως του εξήγησε ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και τον έπεισε να τον βαπτίσει. Και τότε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεατών διαδραματίσθηκε μία μοναδική και μεγαλειώδης σκηνή, όταν με την μορφή ενός περιστεριού κατήλθε το Άγιο Πνεύμα και κάθισε επάνω στο βαπτιζόμενο Ιησού, ενώ συγχρόνως ακούσθηκε από τον ουρανό η φωνή του Θεού η οποία έλεγε: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» («Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου»).
Από τότε και το Βάπτισμα των χριστιανών, δεν είναι «εν ύδατι», όπως το βάπτισμα «μετανοίας» του Ιωάννη, αλλά «εν Πνεύματι Αγίω». Ο Κύριος με το να βαπτιστεί αγίασε το νερό, το έκανε νερό αγιασμού και συμφιλίωσης με το Θεό. Έτσι η Βάπτιση του Κυρίου άνοιξε τη θύρα του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Με την καθαρτική χάρη του αγίου Βαπτίσματος ο παλαιός αμαρτωλός άνθρωπος ανακαινίζεται και με την τήρηση των θείων εντολών γίνεται κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φωνή προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα· καί τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανείς Χριστέ ὁ Θεός, καί τόν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τὰ σύμπαντα, τότε ἡ ἀλμυρὰ τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε, καὶ Ἰορδάνης κάτω ῥέων ἐστράφη, πρὸς οὐρανὸν ἀνυψῶν ἡμᾶς. Ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου, συντήρησον Χριστὲ ὁ Θεός, πρεσβείες τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καί τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνούντάς σε· Ἦλθες, ἐφάνης, τό Φῶς τὸ ἀπρόσιτον.
Μεγαλυνάριον
Ἄφεσιν πηγάζων τοῖς ἐξ Ἀδάμ, ὁ τῆς ἀφθαρσίας, ἀνεξάντλητος ποταμὸς, ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, βαπτίζεται θελήσει· ἀντλήσωμεν οὖν πάντες, ὕδωρ σωτήριον.