Ναυτική τραγωδία στο Κάβο Μαλιά

 Στην οργισμένη θάλασσα του Κάβο Μαλιά χάθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1993, το υπό παναμέζικη σημαία ελληνικό πλοίο «Coty Ι» με το 17μελές πλήρωμά του .


Στην οργισμένη θάλασσα του Κάβο Μαλιά, όπου τα κύματα ξεπερνούσαν τα 10 μέτρα ύψος και ο άνεμος τα 11 μποφόρ, χάθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1993, το υπό παναμέζικη σημαία ελληνικό φορτηγό πλοίο «Coty-1» με το 17μελές πλήρωμά του (11 Έλληνες και 6 Ρώσοι ναυτικοί).

Το πλοίο, που μετέφερε 3.600 τόνους τσιμέντο στα αμπάρια του, παρουσίασε στις 3 τα ξημερώματα κλίση 11 μοιρών, από μετατόπιση φορτίου, με αποτέλεσμα να εισρεύσουν νερά και να σταματήσουν οι μηχανές του. Παρά τις προσπάθειες του τάνκερ «Κρήτη WAVE» του Ομίλου Βαρδινογιάννη, του ρυμουλκού «Μέγας Αλέξανδρος» και της φρεγάτας «ΕΛΛΗ» που έσπευσαν προς βοήθεια, στάθηκε αδύνατο να περισυλλεγούν ζωντανοί οι 17 ναυτικοί του πληρώματος.

Το «Coty I», φορτηγό πλοίο με παναμέζικη σημαία, αλλά ελληνικών συμφερόντων, είχε ναυπηγηθεί το 1962 και αγοράστηκε από την εταιρεία Golden Union Shipping του εφοπλιστή Θόδωρου Βενιάμη δέκα χρόνια αργότερα. Εκτελούσε μεταφορές τσιμέντου από τη Χαλκίδα στη Λικάτα Ιταλίας. Το εκτόπισμα ήταν 2.786 κόρων και το φορτίο που μετέφερε ήταν 3.600 τόνων.

Για το μοιραίο ταξίδι του έφυγε από τη Χαλκίδα την παραμονή των Φώτων. Το πλήρωμά του αποτελούνταν από 11 Έλληνες και 6 Ρώσους ναυτικούς. Έφθασε την ίδια ημέρα στον Πειραιά, όπου παρέμεινε «τράνζιτ» και ανήμερα των Θεοφανίων ξεκίνησε, παρά τον κακό καιρό και τη θαλασσοταραχή για τον προορισμό του.

Ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, Αλέξανδρος Παπαδόγγονας, που ρωτήθηκε γιατί το πλοίο ξεκίνησε από το λιμάνι του Πειραιά παρά τη μεγάλη θαλασσοταραχή, έδωσε την εξήγηση ότι ύμφωνα με το εγχειρίδιο ασφαλείας της ναυσιπλοΐας, το «Coty I» δεν υπόκειτο στις απαγορεύσεις απόπλου, που ισχύουν μόνο για τα ελληνικά επιβατηγό πλοία και για τα φορτηγά με ελληνική σημαία κάτω των 500 κόρων, ενώ παραδέχθηκε την αδυναμία των σωστικών συνεργείων εξαιτίας των δυσμενέστατων καιρικών συνθηκών.

Πάντως, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του πλοιοκτήτη του «Coty I» Θόδωρου Βενιάμη για ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή και πρόκληση ναυαγίου από αμέλεια. Η υπόθεση εκδικάστηκε στις 7 Μαΐου 1997 στο Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας και ο βασικός κατηγορούμενος Θόδωρος Βενιάμης αθωώθηκε.

Οι Έλληνες ναυτικοί που χάθηκαν στο ναυάγιο του «Coty I»

  • Γιάννης Μαρτάκης, πλοίαρχος
  • Δημήτρης Μπουρλοτής, υποπλοίαρχος
  • Δημήτρης Μπαρμπέρης, ανθυποπλοίαρχος
  • Γιάννης Τσίγκος, A' μηχανικός
  • Νίκος Χαϊδάκης, Β' μηχανικός
  • Παναγιώτης Έγκαρχος, Γ' μηχανικός
  • Ισίδωρος Λικουρίνος, ναύκληρος
  • Γιώργος Κριμιζής, λιπαντής
  • Σμήλιος Κορμάρης, μάγειρας
  • Απόστολος Κανελλόπουλος, βοηθός θαλαμηπόλου
  • Μεμέτ Πελβάν, ναύτης

Πηγή

Το Βαπόρι απ’ την Περσία

 Τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη, που βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό. Είναι η τελευταία μεγάλη επιτυχία του σπουδαίου τραγουδοποιού του ρεμπέτικου.


Τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη, που βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό. Είναι η τελευταία μεγάλη επιτυχία του σπουδαίου τραγουδοποιού του ρεμπέτικου.

Στις 7 Ιανουαρίου 1977, άνδρες του Λιμενικού επέδραμαν στο κυπριακό μότορσιπ «Γκλόρια», που έπλεε κοντά στα Ίσθμια και ανακάλυψαν στα αμπάρια του 11 τόνους χασίς, μία από τις μεγαλύτερες ποσότητες ναρκωτικών που είχαν ανακαλυφθεί έως τότε, όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής. Το πλοίο είχε φορτώσει το «μυρωδάτο χασίσι» από λιμάνι του Λιβάνου και κατευθυνόταν προς την Αμβέρσα του Βελγίου.

Οι ελληνικές αρχές ήταν ενήμερες για το είδος του φορτίου, καθώς ο πλοίαρχος του «Γκλόρια», Νίκος Ξανθόπουλος, παλαιός ανανήψας λαθρέμπορος, συνεργαζόταν με την DEA, την αμερικανική υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών. Με τηλέγραφημά του στις 23 Δεκεμβρίου 1976 είχε ενημερώσει τους έλληνες αρμόδιους ότι τις επόμενες ημέρες το πλοίο του θα μετέφερε φορτίο με σοκολάτες.

Οι δύο τούρκοι συνοδοί (τα μεμέτια)
Για την υπόθεση κατηγορήθηκαν οι δύο Τούρκοι (τα «μεμέτια» του τραγουδιού), που ήταν μέλη του πληρώματος και όπως αποδείχθηκε οι συνοδοί του παράνομου φορτίου. Ο καπετάνιος του «Γκλόρια» όχι μόνο αφέθηκε ελεύθερος, αλλά και εισέπραξε την αμοιβή του 1,5 εκατομμυρίου δραχμών.

O Τσιτσάνης πληροφορήθηκε το περιστατικό από μία φίλη του. «Βάζεις το χέρι στο βαγγέλιο ότι άκουσες καλά... Έντεκα τόννοι μαύρη! Πρωτοφανές!» της είπε. Σχεδόν αμέσως του ήρθε η έμπνευση και άρχισε να γράφει την πρώτη στροφή του τραγουδιού και το βράδυ άρχισε να το ντύνει με νότες. «Ήταν Σάββατο», θυμάται. «Πιάνω από δω, πιάνω από κει... Δεν μου άρεσε το τέμπο. Μετά έγραψα τη δεύτερη στροφή πίσω από ένα αγγελτήριο γάμου. Μετά μου ήρθαν στο νου οι μουσικές που γύρευα και όλα πήγαν ρολόι».

Μέσα στο Γενάρη το ηχογράφησε με τη Λιζέτα Νικολάου στα δεύτερα φωνητικά. Το τραγούδι κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1977 σε δίσκο 45 στροφών (σινγκλ). Στην άλλη πλευρά υπήρχε ένα παλιό του τραγούδι «της χρυσής αλανιάρικης εποχής της Σαλονίκης», το «Τάγμα Τηλεγραφητών». Ήταν η στρατιωτική μονάδα που πέρασε αλησμόνητες στιγμές, σύμφωνα με διήγησή του. Το «Βαπόρι απ’ την Περσία» ήταν η τελευταία μεγάλη επιτυχία του Τσιτσάνη, αν και δεν παιζόταν από τα ερτζιανά λόγω θέματος. Από τότε γνώρισε πολλές επανεκτελέσεις και αποτελεί μέρος του ρεπερτορίου στα λαϊκά μαγαζιά.

Λίγες ημέρες ημέρες μετά το θάνατο του Τσιτσάνη (18 Ιανουαρίου 1984) το «Βαπόρι απ’ την Περσία» επανήλθε στην επικαιρότητα για νομικούς λόγους. Ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σπύρος Κανίνιας το άκουσε σε μία εκπομπή της ΕΡΤ στις 26 Δεκεμβρίου 1983 και με έγγραφό του στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών στις 2 Φεβρουαρίου 1984 ζήτησε να γίνουν όλες οι «νόμιμες ενέργειες», επειδή το τραγούδι είναι κακής ποιότητος (αντιβαίνει το άρθρο 12 παρ. 2 του Συντάγματος) και παραβαίνει το άρθρο 3 παρ. 6 του ν.δ. 743/70, που τιμωρεί όποιον συντελεί με οποιοδήποτε τρόπο στη διάδοση των ναρκωτικών.

Η υπόθεση ανατέθηκε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Δημήτριο Μαλακάση, ο οποίος διενήργησε προκαταρκτική εξέταση και στο πόρισμά του, που υποβλήθηκε στις 26 Ιουλίου 1984 στον Εισαγγελέα Εφετών της Αθήνας, ανάφερε ότι έθεσε τη δικογραφία στο αρχείο, επειδή το τραγούδι «δεν μπορεί να παρωθήσει στη χρήση και διάδοση ναρκωτικών». Στο ίδιο έγγραφο, ο εισαγγελικός λειτουργός χαρακτηρίζει το τραγούδι «από τα ατυχή του λαϊκού συνθέτη» και υποστηρίζει ότι «φρόνιμο θα είναι να μην εκπέμπεται από την τηλεόραση, γιατί τα μεταδιδόμενα από αυτή πρέπει να είναι ποιοτικής στάθμης».

Το βαπόρι από την Περσία

Μουσική-Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης

Το βαπόρι απ’ την Περσία
πιάστηκε στην Κορινθία
Τόννοι έντεκα γεμάτο
με χασίσι μυρωδάτο

Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια
που θα μείνουνε χαρμάνια

Βρε κουρνάζε μου τελώνη
τη ζημιά ποιος τη πληρώνει
Και σ’ αυτή την ιστορία
μπήκαν τα λιμεναρχεία

Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια
που θα μείνουνε χαρμάνια

Ήταν προμελετημένοι
καρφωτοί και λαδωμένοι
Δυο μεμέτια, τα καημένα,
μεσ’ στο κόλπο ήταν μπλεγμένα

Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια
που θα μείνουνε χαρμάνια.



 

                              Πηγή

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Η στιχουργός αξέχαστων τραγουδιών

 Ελληνίδα στιχουργός, που διέπρεψε κυρίως τη δεκαετία του ’50, υπογράφοντας τους στίχους αξέχαστων τραγουδιών που μεγαλοποίησαν οι μεγαλύτεροι λαϊκοί συνθέτες.

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (1896 – 1972)

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έχει κατακτήσει τη δική της ξεχωριστή θέση στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Διέπρεψε ως στιχουργός, κυρίως τη δεκαετία του '50, υπογράφοντας τους στίχους αξέχαστων τραγουδιών, που είχαν μελοποιήσει κορυφαίοι συνθέτες, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Αντώνης Ρεπάνης και ο Μπάμπης Μπακάλης. Στην προσωπική της ζωή ήταν μία συναρπαστική και αντιφατική γυναίκα, με τα πάθη και τις αδυναμίες της, που δεν συμμορφώθηκε με τους κανόνες.

Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου - Οικονόμου γεννήθηκε το 1896 στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας το 1896 (έχουν αναφερθεί και τα χρόνια 1893 και 1894). Φοίτησε στο Γυμνάσιο της Σμύρνης και απέκτησε πτυχίο δασκάλας. Αργότερα θα τη συναντήσουμε με το επώνυμο Νικολαϊδου (το επώνυμο του πρώτου της συζύγου) και τελικά ως Παπαγιαννοπούλου (το επώνυμο του δεύτερου συζύγου της).

Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου αντί για δασκάλα δούλεψε ως ηθοποιός (1926-1942). Μέσα της είχε το «μικρόβιο» της ηθοποιού και ήταν αυτό που την οδήγησε κάποια στιγμή να παρατήσει τα πάντα, να διαλύσει τον πρώτο γάμο της και να γίνει θεατρίνα. Δούλεψε σε μπουλούκια και θεατρικές σκηνές, για καιρό μάλιστα και στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη.

Στα τέλη της δεκαετίας του '40, σε μεγάλη ηλικία πλέον, άρχισε να γράφει στίχους, συνεργαζόμενη με λαϊκούς συνθέτες της εποχής. Με τον Βασίλη Τσιτσάνη έγραψε τα πρώτα της τραγούδια («Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Γκιουλμπαχάρ», κ.ά.), συνεργάστηκε με τον Μανώλη Χιώτη («Ηλιοβασιλέματα», «Περασμένες μου αγάπες» κ.α), με τον Απόστολο Καλδάρα («Στ’ Αποστόλη το κουτούκι», «Πήρα απ' τη νιότη χρώματα», «Όνειρο απατηλό» κ.ά.) και με πολλούς άλλους συνθέτες. Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε σε στίχους της το «Είμ’ αητός χωρίς φτερά» και ο Σταύρος Ξαρχάκος το «Τι έχει και κλαίει το παιδί».

Το πάθος της με τη χαρτοπαιξία

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου δεν ενδιαφέρθηκε για την υστεροφημία της και ούτε επεδίωξε την κατοχύρωση των στίχων στο όνομά της. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να τα πουλάει με το κομμάτι (από 200 έως 300 δραχμές) και να διοχετεύει τα έσοδά της από τη στιχουργική στο μεγάλο της πάθος που ήταν η χαρτοπαιξία.

«Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από ‘κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δε θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα» είχε δηλώσει σε μία συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1961. Γι’ αυτό τον λόγο δεν έχει βεβαιωθεί, πόσα από τα πολλά τραγούδια της που μελοποιήθηκαν της ανήκουν.

Εκείνη την περίοδο, μέσα από τις συνεντεύξεις της, αποκάλυψε μερικά από τα τραγούδια που της ανήκαν. Όταν διεκδίκησε την πατρότητα των στίχων για τα «Καβουράκια», ο Βασίλης Τσιτσάνης βγήκε δημοσίως και τη διέψευσε, λέγοντας ότι απλώς του είχε πάει ένα προσχέδιο, ύστερα από παραγγελία του. «Άλλο της παρήγγειλα και άλλο μου έφερε. Εγώ το άλλαξα και το ‘κανα έτσι όπως το ξέρει σήμερα όλη η Ελλάδα», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του. Αντίθετα, ο Στέλιος Καζαντζίδης παραδέχτηκε ότι οι στίχοι του τραγουδιού «Δυο πόρτες έχει η ζωή» είναι δικοί της.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου πέθανε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 1972.

«Η γιαγιά μου η Ευτυχία»

Το 2003 η εγγονή της Ρέα Μανέλη εξέδωσε το βιβλίο «Η γιαγιά μου η Ευτυχία», στο οποίο αποτυπώνεται, με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο, η πολυτάραχη ζωή και η δυνατή προσωπικότητά της, έτσι όπως την έζησε η εγγονή της από τα παιδικά της χρόνια.

Το 2007 ο Πέτρος Ζούλιας με βάση το βιβλίο της Μανέλη έγραψε και σκηνοθέτησε τον θεατρικό μονόλογο «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», τον οποίο ερμήνευσε επί σκηνής η Νένα Μεντή.

Το 2019 ο σκηνοθέτης Άγγελος Φραντζής γύρισε σε ταινία τον πολυκύμαντο βίο της με τίτλο «Ευτυχία», με πρωταγωνίστριες την Κάτια Γκουλιώνη και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, οι οποίες υποδύθηκαν την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου σε διαφορετικές περιόδους της ζωής της.



                              Πηγή

Άννα Συνοδινού: Η σπουδαία Ελληνίδα τραγωδός

 Η Άννα Συνοδινού σημάδεψε το ελληνικό θέατρο με την επιβλητική της παρουσία και την υποκριτική της τέχνη πάνω στο σανίδι, ενώ διακρίθηκε και ως πολιτικός.



Άννα Συνοδινού (1927 – 2016)

Η Άννα Συνοδινού σημάδεψε το ελληνικό θέατρο με την επιβλητική της παρουσία και την υποκριτική της τέχνη πάνω στο σανίδι. «Έσκαβε βαθιά μέσα στα μεγάλα κείμενα, αρχαίας τραγωδίας, Σαίξπηρ, Ίψεν, Πιραντέλο, Λόρκα και ανέσυρε στη επιφάνεια και σωματοποίησε πάθη, χαρές, προδοσίες, όνειρα, ψευδαισθήσεις, προσδοκίες, μίση και ερωτικές ανησυχίες των τραυματικών εμπειριών της θεατρικής πινακοθήκης ηρωίδων» γράφει σε ένα κείμενό του ο θεατρικός κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος.

Η Άννα Συνοδινού γεννήθηκε στο Λουτράκι Κορινθίας στις 21 Νοεμβρίου 1927. Ήταν το όγδοο παιδί της οικογένειά της, που καταγόταν από την Αμοργό. Τίποτα δεν προμήνυε την διαδρομή που θα ακολουθούσε. Το 1939, στην ηλικία των 12 ετών, είχε αποφασίσει να γίνει «Μοδίστρα ή βιβλιοθηκάριος», όπως αναφέρει στο βιβλίο της «Αίνος στους Άξιους». Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο το 1947, είχε αλλάξει ριζικά μέσα της και σκόπευε να γίνει ηθοποιός. Η μεταστροφή της συντελέστηκε, όταν άρχισε να παρακολουθεί παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο με τον μεγάλο έλληνα ηθοποιό Θάνο Κωτσόπουλο, φίλο της οικογένειάς της. «Από τον δεύτερο εξώστη τον ακούω να μιλάει ως Πνεύμα στον Φάουστ του Γκαίτε και αργότερα τον βλέπω να ενσαρκώνει τον Ορέστη στην Ιφιγένεια εν Ταύροις, με την αείμνηστη Ελένη Παπαδάκη ως Ιφιγένεια. Μετά από αυτό που είδα, ξέχασα και τη μοδιστρική και τη βιβλιοθηκονομία και άρχισα σοβαρά να σκέπτομαι πώς θα γίνω ηθοποιός» γράφει στο βιβλίο της.

Το 1947, γράφτηκε στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και είχε την τύχη να έχει ως δάσκαλό της τον σκηνοθέτη Δημήτρη Ροντήρη, έναν από τους ανανεωτές του ελληνικού θεάτρου. Ο Ροντήρης πρόσεξε αμέσως το ταλέντο της και την ανέβασε στο σανίδι, αν και μαθήτρια ακόμη, στο έργο του Ροστάν «Σιρανό ντε Μπερζεράκ», που σκηνοθέτησε ο ίδιος για το Εθνικό Θέατρο το 1948.
Μετά την αποφοίτησή της έπαιξε σε παραστάσεις του ελεύθερου θεάτρου και από το 1956 έως το 1964 αποτέλεσε βασικό στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου. Στην πρώτη θεατρική σκηνή της χώρας, διέπρεψε με τις ερμηνείες της δίπλα στην Κατίνα Παξινού, τον Αλέξη Μινωτή και τον Θάνο Κωτσόπουλο, σε πρωταγωνιστικούς ρόλους της αρχαίας τραγωδίας, αλλά και του νεώτερου κλασικού ρεπερτορίου. Ενδιάμεσα παντρεύτηκε τον πρωταθλητή του τριπλούν και επιχειρηματία Γιώργο Μαρινάκη, με τον οποίο μοιράστηκε την ζωή της μέχρι τον θάνατό του το 2009.

Το 1965, ίδρυσε τον θίασο «Ελληνική Σκηνή» και αναζητώντας θεατρική στέγη εκμίσθωσε το παλαιό λατομείο του Λυκαβηττού και δημιούργησε το πασίγνωστο Θέατρο, σε σχέδια του διακεκριμένου αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου. Με την επιβολή της δικτατορίας, διέκοψε τη θεατρική της δραστηριότητα, αφού η χούντα τής αφαίρεσε το διαβατήριο και για μεγάλο διάστημα εργάστηκε ως δακτυλογράφος στην εμπορική εταιρεία του συζύγου της. Το 1972 επανήλθε στο θέατρο. Εμφανίστηκε στο ρόλο της Ηλέκτρας στο Ηρώδειο και λίγο αργότερα ανασυγκρότησε την «Ελληνική Σκηνή», στην οποία συνεργάστηκε με τον Θάνο Κωτσόπουλο. Από το 1973 έως το 1975 πραγματοποίησε εμφανίσεις με το Εθνικό Θέατρο και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.

Μετά την πτώση της χούντας αφοσιώθηκε για μεγάλο στην πολιτική με την προτροπή του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Εξελέγη βουλευτής Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία (1974, 1977, 1981, 1985, 1989 ) και διετέλεσε υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών(1977-1980). Κατά τη διάρκεια της πολιτικής της σταδιοδρομίας εισηγήθηκε νομοθετικές προτάσεις για την προστασία της μητρότητας, των παιδιών, και ατόμων με ειδικές ανάγκες. Στον καλλιτεχνικό τομέα εισήγαγε τα μαθήματα καλλιτεχνικής παιδείας στη Μέση Εκπαίδευση, πρότεινε την ένταξη των ηθοποιών στο ΙΚΑ και την ίδρυση της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης.

Στις δημοτικές εκλογές του 1986 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων με τον συνδυασμό του Μιλτιάδη Έβερτ. Τον Μάρτιο του 1990 παραιτήθηκε του βουλευτικού αξιώματος κατά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε μια από τις ψηφοφορίες, η βουλευτής των Οικολόγων Μαρίνα Δίζη, όταν κλήθηκε να ψηφίσει, άνοιξε ένα πανό, που έγραφε «Φτάνει το θέατρο για το +1, τον Πρόεδρο και το νέφος». Η ενέργεια αυτή εξόργισε την Άννα Συνοδινού, που σε ένδειξη διαμαρτυρίας υπέβαλε την παραίτησή της, τόσο από το βουλευτικό της αξίωμα, όσο και από το κόμμα της. Έκτοτε, δεν ξανασχολήθηκε με την πολιτική.

Τον ίδιο χρόνο επανήλθε στη θεατρική δραστηριότητα, ερμηνεύοντας, εκτός από αρχαίο δραματολόγιο, ρόλους του νεώτερου ελληνικού θεάτρου με το Εθνικό Θέατρο («Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας» του Γρηγόρη Ξενόπουλου, «Ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημήτρη Κορομηλά). Εκτός από το θέατρο, εμφανίσθηκε σε ξένες και ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, καθώς και σε θεατρικές παραγωγές για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο.

Αξιοσημείωτο είναι και το εκπαιδευτικό της έργο. Δίδαξε στις θεατρικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου, του Πέλου Κατσέλη, της Καλλιτεχνικής Εταιρείας Αθηνών και του Ωδείου Αθηνών. Έχει τιμηθεί με τα παράσημα Ευποιΐας και τον Ταξιάρχη του Φοίνικος της Ελληνικής Πολιτείας, καθώς και με το μετάλλιο της πόλεως των Αθηνών. 

Τιμές τής έχουν αποδοθεί και από ξένα κράτη για την καλλιτεχνική της προσφορά (Δανία, Γαλλία, Λίβανος, Ιταλία). Είναι συγγραφέας του αυτοβιογραφικού «Πρόσωπα και Προσωπεία» (Εκδόσεις Βλάση,1998) και του βιβλίου θεατρικών αναμνήσεων «Αίνος στους άξιους» (Καστανιώτης, 1999).
Η Άννα Συνοδινού έφυγε από την ζωή στις 7 Ιανουαρίου 2016, σε ηλικία 88 ετών.

Φιλμογραφία
Τηλεόραση

                                   
Πηγή

Νίκολα Τέσλα: Ο εφευρέτης του εναλλασσόμενου ρεύματος

 Σέρβος φυσικός, που προσέφερε στην ανθρωπότητα δεκάδες εφευρέσεις και άνοιξε το δρόμο για τον εξηλεκτρισμό του πλανήτη, αλλά πέθανε πάμπτωχος.

Νίκολα Τέσλα (1856 – 1943)

Ο Σέρβος φυσικός και εφευρέτης Νίκολα Τέσλα (Nikola Tesla) γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου του 1856, στο χωριό Smiljan, στην επαρχία Lika της Κροατίας. Εκεί ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευσή του, συνέχισε τις σπουδές του στο πολυτεχνικό σχολείο του Γκρας και τις ολοκλήρωσε στο πανεπιστήμιο της Πράγας.

Εργάστηκε ως ηλεκτρικός μηχανικός στη Γερμανία, την Ουγγαρία και τη Γαλλία, πριν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ το 1884. Στη Νέα Υόρκη εργάστηκε δίπλα στον Τόμας Έντισον, βελτιώνοντας πολλές από τις εφευρέσεις του. Όμως, οι διαφορές στο ύφος μεταξύ των δύο ανδρών οδήγησαν σύντομα στο χωρισμό τους.

Ο Τέσλα παραιτήθηκε το 1885 και ίδρυσε τη δική του εταιρία «Tesla Arc Light Company». Από το 1887 ως το 1894 σχεδίασε και κατοχύρωσε δεκάδες ευρεσιτεχνίες, συνεργαζόμενος με τον μεγαλοεπιχειρηματία Τζορτζ Ουέστινγκχαουζ, ο οποίος αγόρασε τα δικαιώματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στο σύστημα θέρμανσης, αερισμού και κλιματισμού.

Η αντίστροφη μέτρηση για τον μεγάλο επιστήμονα άρχισε το 1895. Λόγω οικονομικών δυσκολιών, η εταιρία του χρεοκόπησε. Με το πέρασμα του χρόνου, ο Τέσλα γινόταν όλο και πιο εκκεντρικός και κλειστός χαρακτήρας, ενώ συνήθιζε να περνάει όλη τη μέρα του πειραματιζόμενος με τα ραδιοκύματα, αλλά και με σεισμικά μηχανήματα, που ο ίδιος είχε κατασκευάσει.

Ο Τέσλα προσέφερε στην ανθρωπότητα εφευρέσεις όπως το εναλλασσόμενο ρεύμα, το πολυφασικό σύστημα, το πηνίο τέσλα, την ακτινογραφία, τα ραδιοκύματα, το ραδιόφωνο, το ραντάρ κ.α., ανοίγοντας το δρόμο για τον εξηλεκτρισμό του πλανήτη. Το 1912 του απονεμήθηκε από κοινού με τον Τόμας Έντισον το βραβείο Νόμπελ Φυσικής. Ωστόσο, αρνήθηκε να το δεχτεί, θεωρώντας υποτιμητικό το γεγονός ότι μοιραζόταν το βραβείο με «έναν απλό εφευρέτη».

Ο προφήτης του 21ου αιώνα, όπως θεωρείται από πολλούς, πέθανε φτωχός και ξεχασμένος απ’ όλους, στις 7 Ιανουαρίου του 1943, σ’ ένα ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης. Μετά το θάνατό του, το όνομά του δόθηκε στη μονάδα μέτρησης της Μαγνητικής Επαγωγής πεδίου, ενώ η κληρονομιά του -70.000 επιστολές, 31.522 προσωπικά ντοκουμέντα, 5.297 τεχνικά σχέδια, 12.832 αποκόμματα περιοδικών, 1.000 φωτογραφίες, 40 βραβεία και διπλώματα- φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο Νίκολα Τέσλα στο Βελιγράδι.


Πηγή

Σύναξη του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού


Ἐμὴ σε γλῶσσα Κήρυξ πῶς ἂν αἰνέσῃ,
Ὃν γλῶσσα Χριστοῦ γηγενῶν μείζω λέγει;
Μνήμη ἐβδομάτη Προδρόμου λάχεν αἰδοίοιο.


Λειτουργικά κείμενα