Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Θεοῦ γινώσκειν ὀρθοδόξως οὐσίαν,
Χριστιανοῖς λεγάτον ἐκ Γρηγορίου.
Εἰκάδι Γρηγόριος Θεορρήμων ἔκθανε πέμπτῃ.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στην Αριανζό, κωμόπολη της Καππαδοκίας, από τον Γρηγόριο, επίσκοπο Ναζιανζού (1η Ιανουαρίου) και την Νόννα (5 Αυγούστου). Έχει δύο αδέρφια: τον Καισάρειο (βλέπε 9 Μαρτίου) και τη πασίγνωστη για την ευσέβειά της αδερφή Γοργονία (βλέπε 23 Φεβρουαρίου).
Στη Ναζιανζό, διδάσκεται τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ τη μέση στη Καισάρεια, όπου γνωρίζεται με το συμμαθητή του Μέγα Βασίλειο (βλέπε 1 Ιανουαρίου). Έπειτα, πηγαίνει κοντά σε περίφημους διδασκάλους της ρητορικής στη Παλαιστίνη και στην Αλεξάνδρεια και, τέλος, στα Πανεπιστήμια της Αθήνας. Οι σπουδές του διήρκεσαν 13 ολόκληρα χρόνια (από 17 έως 30 ετών).
Μετά τις σπουδές στην Αθήνα ο Γρηγόριος επιστρέφει στη πατρίδα του μονολότι του πρόσφεραν έδρα Καθηγητή Πανεπιστημίου. Εκεί, ο πατέρας του, επίσκοπος Ναζιανζού, τον χειροτονεί πρεσβύτερο. Αλλά ο Άγιος Γρηγόριος προτιμά την ησυχία του αναχωρητηρίου στο Πόντο, κοντά στο φίλο του Βασίλειο, για περισσότερη άσκηση στη πνευματική ζωή.
Μετά, όμως, από θερμές παρακλήσεις των δικών του, επιστρέφει στην πατρίδα του και μπαίνει στην ενεργό δράση της Εκκλησίας. Στα 43 του χρόνια ο Θεός τον ανύψωσε στο επισκοπικό αξίωμα. Έδρα του ορίστηκε η περιοχή των Σασίμων την οποία ποτέ δεν ποίμανε λόγω των Αρειανών κατοίκων της.
Όμως, ο θάνατος έρχεται να πληγώσει τη ψυχή του, με αλλεπάλληλους θανάτους συγγενικών προσώπων. Πρώτα του αδερφού του Καισαρείου, έπειτα της αδερφής του Γοργονίας, μετά του πατέρα του και, τέλος, της μητέρας του Νόννας. Μετά απ’ αυτές τις θλίψεις, η θεία Πρόνοια τον φέρνει στην Κωνσταντινούπολη (378 μ.Χ.), όπου υπερασπίζεται με καταπληκτικό τρόπο την Ορθοδοξία και χτυπά καίρια τους Αρειανούς, που είχαν πλημμυρίσει την Κωνσταντινούπολη.
Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Όλοι οι ναοί της Βασιλεύουσας ήταν στα χέρια των αιρετικών. Όμως ο Άγιος δεν απελπίζεται. Μετατρέπει ένα δωμάτιο στο σπίτι που τον φιλοξενούσαν σε ναό και του δίνει συμβολικό όνομα. Ονομάζει το ναό Αγία Αναστασία δείγμα ότι πίστευε στην ανάσταση της Ορθόδοξης Πίστης.
Οι αγώνες είναι επικίνδυνοι. Οι αιρετικοί ανεβασμένοι πάνω στις σκεπές των σπιτιών του πετούν πέτρες και έτσι ο Άγιος Γρηγόριος δοκιμάζεται πολύ. Στο ναό της Αγίας Αναστασίας εκφωνεί τους περίφημους πέντε θεολογικούς λόγους που του έδωσαν δίκαια τον τίτλο του Θεολόγου.
Μετά το σκληρό αυτό αγώνα, ο Μέγας Θεοδόσιος τον αναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (381 μ.Χ.). Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος τον αναγνώρισε ως Πρόεδρό της. Όμως μια μερίδα επισκόπων τον αντιπολιτεύεται για ευτελή λόγο. Τότε ο Γρηγόριος, αηδιασμένος, δηλώνει τη παραίτησή του, αναχωρεί στη γενέτειρά του Αριανζό και τελειώνει με ειρήνη τη ζωή του, το 390 μ.Χ.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος άφησε μεγάλο συγγραφικό έργο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα φιλοσοφημένα 408 ποιήματά του 18.000 περίπου στίχων. Είναι από τα μεγαλύτερα πνεύματα του Χριστιανισμού και από τους λαμπρότερους αθλητές της ορθόδοξης πίστης.
Η τίμια κάρα του φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, στο Άγιο Όρος ενώ το ιερό σκήνωμα του φυλάσσεται στον ομώνυμο Ναό του στην Νέα Καρβάλη.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’.
Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου, τάς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Θεολόγῳ γλώττῃ σου, τάς συμπλοκάς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας χιτῶνα, ἄνωθεν, ἐξυφανθέντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐστόλισας, ὅν καί φοροῦσα, σύν ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις· Χαίροις Πάτερ, θεολογίας ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος.
Οπτικοακουστικό Υλικό
Γιώργος Ζαμπέτας
Συνθέτης, βάρδος του λαϊκού τραγουδιού και δεξιοτέχνης στο μπουζούκι. Τα πρώτα μαθήματα στο μπουζούκι τα πήρε από τον κουρέα πατέρα του...
Συνθέτης, βάρδος του λαϊκού τραγουδιού και δεξιοτέχνης στο μπουζούκι. Γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Αθήνα. Τα πρώτα μαθήματα στο μπουζούκι τα πήρε από τον κουρέα πατέρα του και από το 1950 άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά σε λαϊκά κέντρα. Στη δισκογραφία μπήκε το 1953.
Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον έκανε «σολίστ» στις συνθέσεις του. Τα επόμενα χρόνια, ο Γιώργος Ζαμπέτας «κέντησε» με τις ξεχωριστές πενιές του τις εισαγωγές και τα τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Μαρκέα, Καπνίση και πολλών άλλων συνθετών. Έγραψε ακόμα τραγούδια με τους Πυθαγόρα, Καγιάντα, Πρετεντέρη, Παπαδόπουλο, Τζεφρώνη, Μπακογιάννη και Παπαγιαννοπούλου, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον κορυφαίο στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη - Τσάντα, τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και τον Αλέκο Σακελλάριο.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται πάνω από 250 τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν επιτυχίες, όπως Πατέρα κάτσε φρόνιμα, Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά, Σταλιά-σταλιά, Τι σου ’κανα και μ’ εγκατέλειψες, Τι γλυκό να σ’ αγαπούν, Ο πενηντάρης, Μάλιστα κύριε, Ο πιο καλός ο μαθητής κ.ά. Με τα τραγούδια του ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά τραγουδιστών: Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Δημήτρης Μητροπάνος, Βίκυ Μοσχολιού, Σταμάτης Κόκοτας, Δούκισσα κ.α.
Πήρε μέρος σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες (Κόκκινα Φανάρια, Λόλα, Οδός Ονείρων κ.ά.).
Πηγαίος, αθυρόστομος, χιουμορίστας, αλλά και μάγκας, αποκριθείς σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίσι, απάντησε: «Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια. "Μάλιστα κύριε" (τίτλος τραγουδιού του Γ. Ζαμπέτα, με ερμηνεία δική του και στίχους του Αλέξανδρου Καγιάντα)».
Πέθανε στις 10 Μαρτίου του 1992.
Τα Μουσουρικά
Με τον όρο «Μουσουρικά» αναφερόμαστε στις δύσκολες ελληνοτουρκικές σχέσεις της διετίας 1847 - 1848, με πρωταγωνιστή τον πρεσβευτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα, Κωστάκη Μουσούρο Μπέη.
Με τον όρο Μουσουρικά αναφερόμαστε στις δύσκολες ελληνοτουρκικές σχέσεις της διετίας 1847 - 1848, που είχαν ως πρωταγωνιστή τους τον πρεσβευτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα Κωστάκη Μουσούρο Μπέη.
Στις αρχές του 1847 την Ελλάδα κυβερνούσε ο βασιλιάς Όθων με πρωθυπουργό μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της νεοελληνικής πολιτικής ζωής, τον ηπειρώτη Ιωάννη Κωλέττη, φίλα προσκείμενο στη Γαλλία και εμπνευστή της Μεγάλης Ιδέας. Πρεσβευτής της Υψηλής Πύλης στην ελληνική πρωτεύουσα ήταν ο φαναριώτης Κωνσταντίνος (Κωστάκης) Μουσούρος Μπέης, με ελληνική καταγωγή και παιδεία.
Στις 23 Ιανουαρίου 1847 ο υπασπιστής του Όθωνα, Τσάμης Καρατάσσος, ζήτησε από την οθωμανική πρεσβεία στην Αθήνα να του επικυρώσει το διαβατήριό του, προκειμένου να επισκεφτεί την Κωνσταντινούπολη. Ο Μουσούρος, που εκτελούσε με υπερβάλλοντα ζήλο τα καθήκοντά του (για να μην κατηγορηθεί από την κυβέρνησή του για φιλελληνική στάση, εξαιτίας της καταγωγής του), απέρριψε το αίτημα του Καρατάσου, με το αιτιολογικό ότι στο παρελθόν είχε επιχειρήσει να ξεσηκώσει τους Μακεδόνες κατά του Σουλτάνου.
Δύο μέρες αργότερα (25 Ιανουαρίου), ο Όθων και ο Μουσούρος ήλθαν πρόσωπο με πρόσωπο κατά τη διάρκεια του ανακτορικού χορού. Ο βασιλιάς με οργίλο ύφος του είπε στα γαλλικά: «J' esperais, monsieur le minister, que vous auriez eu plus d' egards pour moi» (ελληνιστί, «Ήλπιζον κύριε, ότι ο Βασιλεύς της Ελλάδος ήξιζε περισσοτέρου σεβασμού, εκείνου τον οποίον εδείξατε») και του έστρεψε τα νώτα.
Ο Μουσούρος θεώρησε προσβλητική τη συμπεριφορά του βασιλιά και αποχώρησε από τη δεξίωση. Την επομένη, αφού διαβουλεύθηκε με τον πρεσβευτή της Μ. Βρετανίας Λάιονς, απηύθυνε διακοίνωση προς την ελληνική κυβέρνηση, επιρρίπτοντας την ευθύνη για το επεισόδιο στον πρωθυπουργό Κωλέττη. Τις επόμενες μέρες η κατάσταση οξύνθηκε ακόμη περισσότερο, όταν ο έλληνας επιτετραμμένος στην Κωνσταντινούπολη με εντολή του Κωλέττη επέρριψε τις ευθύνες για το επεισόδιο στον Μουσούρο. Η τουρκική κυβέρνηση με τελεσίγραφο αξίωσε ικανοποίηση, το οποίο απέρριψε η ελληνική κυβέρνηση. Τότε, ο Σουλτάνος διέταξε τον πρεσβευτή του να εγκαταλείψει την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να επέλθει διακοπή στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Η διευθέτηση του επεισοδίου και η αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα βραδυπορήσουν για ένα χρόνο, εξαιτίας της ανάμειξης των μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να εκδηλώσουν τον ανταγωνισμό τους. Η Αγγλία υποκινούσε σε αδιαλλαξία την Τουρκία και εμπόδιζε κάθε συμβιβαστική προσπάθεια, θέλοντας να ανατρέψει τον γαλλόφιλο Κωλέττη, υποβοηθούμενη και από τους «Τάιμς του Λονδίνου», που χαρακτήριζαν τον έλληνα πρωθυπουργό «δόλιο, απατεώνα και χαμερπή». Για τους υποκινητές των «Μουσουρικών» δεν είχε καμία αμφιβολία και ο πολύς Μέτερνιχ: «Η υπόθεσις Μουσούρου είναι πολιτικόν παίγνιον της Αγγλίας. Αυτουργός της υποθέσεως είναι ο Λάιονς και εργολάβος του θεάματος ο Πάλμερστον (Υπουργός Εξωτερικών)».
Η σθεναρά στάση του Κωλέττη τον είχε καταστήσει ιδιαίτερα δημοφιλή στο λαό. Παρότι η κυβέρνησή του ήταν βουτηγμένη στα σκάνδαλα (Υπόθεση Πονηρόπουλου) προκήρυξε εκλογές για τον Ιούνιο του 1847, τις οποίες κέρδισε πανηγυρικά. Συν τοις άλλοις, η Ελλάδα αντιμετώπιζε και το κίνδυνο οικονομικού εμπάργκο από τους Οθωμανούς, που θα έπληττε κυρίως τη ναυτιλία και το εμπόριο. Όταν ο άγγλος πρεσβευτής Λάιονς το επεσήμανε στον Κωλέττη, ο πείσμων ηπειρώτης του απάντησε: «Οι ναύται θα γίνουν πειραταί και οι τεχνίται λησταί».
Ο Κωλέττης δεν πρόλαβε να χαρεί τον εκλογικό του θρίαμβο και πέθανε τον Αύγουστο του 1847. Τον διαδέχθηκε ο αγωνιστής του '21 Κίτσος Τζαβέλας, που ακολούθησε στην αρχή την ίδια σθεναρή στάση με τον προκάτοχό του. Τον Οκτώβριο του 1847 η ελληνική πλευρά έδειξε διάθεση συμβιβασμού με υπόμνημα που κατέθεσε στις μεγάλες Δυνάμεις ο Υπουργός Εξωτερικών Γλαράκης, έπειτα από τις επαφές του Όθωνα με τον τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο, ο οποίος ανέλαβε διαμεσολαβητής για την εξομάλυνση της διαφοράς και την αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η Ρωσία διαμήνυσε στην Ελλάδα ότι θα έπρεπε να ικανοποιήσει ηθικά την Τουρκία, αλλά και να αναθερμάνει τις σχέσεις της με την Αγγλία, αναθέτοντας ένα ή δύο υπουργεία σε στελέχη του Αγγλικού Κόμματος. Η ρωσική πρόταση, που δικαίωνε τις τουρκικές θέσεις, υποστηρίχθηκε από την Αυστρία, την Πρωσία και τη Βαυαρία, ενώ η Γαλλία παρέμεινε ουδέτερη. Ο Όθων την αποδέχθηκε και η ελληνική κυβέρνηση με επιστολή προς τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Ααλή Εφέντη εξέφραζε τη λύπη της «διά μιάν παρεξήγησιν, ήτις έσχεν ως αποτέλεσμα την αναχώρησιν του Απεσταλμένου της Α.Μ. του Σουλτάνου».
Η επιστολή θεωρήθηκε ικανοποιητική από την Οθωμανική Κυβέρνηση και ο Μουσούρος επανήλθε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 1848, με τη δήλωση της Υψηλής Πύλης ότι «χαίρει, διότι δύναται να αποκαταστήση τας σχέσεις μετά της Ελλάδος, εις ο σημείον ευρίσκοντο προ της προσωρινής διακοπής». Ο βασιλιάς κάλεσε στα Ανάκτορα τον Μουσούρο και του εξέφρασε και προφορικώς τη λύπη του για το επεισόδιο. Η Ρωσία είχε προνοήσει, ώστε ο Μουσούρος να παραμείνει λίγες μέρες στην Αθήνα και στη συνέχεια να μετατεθεί στο Λονδίνο.