Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024
Ναυπλιακή Επανάσταση ή Ναυπλιακά
Στασιαστικό κίνημα, που εκδηλώθηκε στο Ναύπλιο την 1η Φεβρουαρίου 1862 κατά του βασιλιά Όθωνα. Παρά την αποτυχία του, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έξωση του δυνάστη λίγους μήνες αργότερα.
Στασιαστικό κίνημα, που εκδηλώθηκε στο Ναύπλιο την 1η Φεβρουαρίου 1862 κατά του βασιλιά Όθωνα. Παρά την αποτυχία του, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έξωση του δυνάστη λίγους μήνες αργότερα. Η εξέγερση αυτή θα μείνει στην ιστορία ως «Ναυπλιακή Επανάσταση» ή «Ναυπλιακά».
Την αυγή του 1862 το αντιδυναστικό κίνημα είχε φουντώσει στο μικρό ελληνικό κράτος. Η αντιπολίτευση είχε περάσει από την πρωτεύουσα Αθήνα στην επαρχία, όπου η κεντρική εξουσία δεν ήταν σε θέση να ελέγξει στην κατάσταση. Το γενικό αίτημα ήταν να μεταβληθεί το «σύστημα», όρος ασαφής, που σήμαινε το σύστημα της διακυβέρνησης, αλλά και ευρύτερα το υπάρχον καθεστώς της Βαυαροκρατίας. Ο Όθωνας προσπάθησε να αλλάξει το πολιτικό κλίμα στις 10 Ιανουαρίου, αναθέτοντας την πρωθυπουργία στον δημοφιλή ναυμάχο του ‘21 Κωνσταντίνο Κανάρη, αλλά ο γηραιός ναύαρχος έθεσε όρους για τον εκδημοκρατισμό του καθεστώτος, τους οποίους ο βασιλιάς δεν δέχθηκε.
Το Ναύπλιο είχε εξελιχθεί σε σημαντικό κέντρο του αντιδυναστικού αγώνα, εξαιτίας της φυλάκισης και της εκτόπισης εκεί πολλών αξιωματικών που ήταν αντίθετοι στη Βαυαροκρατία. Ψυχή της αντιδυναστικής κίνησης ήταν ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμιος Μίχος, που υπηρετούσε στη φρουρά της πόλης, ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος και ο υπολοχαγός Δημήτριος Θ. Γρίβας, που ήταν κρατούμενοι στο Παλαμήδι. Μαζί τους σημαίνοντα πρόσωπα της πόλης, όπως η δήμαρχος Ναυπλίου Πολυχρόνης Ζαφειρόπουλος, ο υποπρόξενος του Βελγίου Σπυρίδων Ζαβιτσάνος, ο εφέτης Γεώργιος Πετμεζάς, ο πρωτοδίκης Πέτρος Μαυρομιχάλης και πολλοί δικηγόροι.
Καθημερινές ήταν οι συγκεντρώσεις και οι συζητήσεις ανάμεσα σε πολίτες και στρατιωτικούς στο σπίτι μιας δυναμικής γυναίκας από την Πάτρα, της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, το γένος Καλαμογδάρτη, χήρας του δημάρχου Ναυπλίου και γερουσιαστή, Σπύρου Παπαλεξόπουλου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Επαμεινώνδα Κυριακίδη, η Παπαλεξοπούλου ήταν «προσόμοιος των γυναικών των πολιτευθεισών κατά την γαλλική επανάστασιν, μετέδιδε δια της φλεγούσης ευγλωττίας της τας ανατρεπτικάς αυτής ιδέας, παρέσυρε πάντας εις την στάσιν, προέτρεπε και ενεθάρρυνε την νεολαίαν… και εγένετο μία των κυριωτέρων αφορμών της επισπεύσεως της στάσεως».Η εκδήλωση του κινήματος ορίσθηκε για τις 3 Φεβρουαρίου 1862 . Όμως, αποφασίστηκε η επίσπευσή του κατά δύο μέρες, επειδή κρίσιμα έγγραφα των επαναστατών βρέθηκαν στην κατοχή των αρχών. Έτσι, θα εκδηλωθεί τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου προς την 1η Φεβρουαρίου 1862 και γρήγορα θα λάβει μεγάλες διαστάσεις. Οι αρχές θα καταλυθούν και θα συσταθεί Προσωρινή Κυβερνητική Επιτροπή, ενώ στρατιωτικά σώματα θα αναπτυχθούν σε στρατηγικά σημεία της ευρύτερης περιοχής. Το δημοτικό συμβούλιο της πόλης θα ενωθεί με τους επαναστάτες και θα εκδώσει προκήρυξη προς τον λαό, στην οποία, ανάμεσα σε άλλα, αναφέρονταν τα βασικά αιτήματα της επαναστάσεως:
- «Κατάπτωσις του συστήματος, πιστώς υπηρετουμένου υπό της μέχρι τούδε κυβερνήσεως και αναγόρευσις νέου εγγυωμένου τας ελευθερίας του λαού…»
- «Διάλυσις της δια βιαίων μέσων συστηθείσης και μέχρι τούδε υπαρχούσης Βουλής»
- «Συγκρότησις Εθνοσυνελεύσεως…»
Στρατιωτικός αρχηγός της εξέγερσης ορίσθηκε ο αντισυνταγματάρχης Μίχος, ως ο αρχαιότερος από τους αξιωματικούς, ο Κορωναίος ανέλαβε επικεφαλής του επιτελείου και ο Γρίβας αστυνόμος Ναυπλίου. Από την αρχή ο Κορωναίος ήταν υπέρ της εκστρατείας στην Αθήνα, αλλά ο Μίχος θεώρησε την πρότασή του παράτολμη. Πίστευε ότι ανάλογη επανάσταση θα ξεσπούσε και στην Αθήνα, κάτι που τελικά δεν συνέβη, επειδή οι αρχές προχώρησαν σε προληπτικές συλλήψεις και έκλεισαν το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εάν είχε γίνει δεκτό το σχέδιο του Κορωναίου, το αποτέλεσμα της εξέγερσης πιθανόν να ήταν διαφορετικό.
Τα νέα έφθασαν γρήγορα στην Αθήνα και κατατάραξαν τον Όθωνα και την κυβέρνηση του πιστού του πρωθυπουργού Αθανασίου Μιαούλη (γιου του μπουρλοτιέρη Ανδρέα Μιαούλη). Η αντίδρασή τους υπήρξε ακαριαία. Κυβερνητικός στρατός υπό τον φιλέλληνα ελβετό στρατηγό Χαν στάλθηκε στην Κόρινθο, που θα αποτελέσει το ορμητήριο για τη συντριβή της εξέγερσης. Το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου ο βασιλιάς Όθωνας επιθεώρησε τα συγκεντρωθέντα στην Κόρινθο στρατεύματα, αποτελούμενα από 2.000 άνδρες και τους είπε:
Από την επομένη θα αρχίσει μία ακόμη εμφύλια σύρραξη. Ο βασιλικός στρατός θα προελάσει ταχύτατα και στις 6 Φεβρουαρίου θα καταλάβει το Άργος, το οποίο υπερασπιζόταν ο στρατηγός Τσόκρης. Στις 8 Φεβρουαρίου οι δυνάμεις του Χαν θα προσπαθήσουν να καταλάβουν το Ναύπλιο εξ εφόδου, αλλά θα αποκρουστούν από τους επαναστάτες και θα υποχωρήσουν. Την ίδια ημέρα, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος θα εκδώσει εγκύκλιο κατά των επαναστατών, απειλούσα την κατάρα του Θεού εναντίον «των αφρόνων, λυμεώνων της κοινωνίας και αισχρών προδοτών της πατρίδας».
Ο στρατηγός Χαν ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων και προσπάθησε να κάμψει το ηθικό των επαναστατών, με πολιορκία μακράς διαρκείας, αποφεύγοντας τον βομβαρδισμό της πόλης. Όμως το ηθικό των επαναστατών παρέμεινε ακμαίο. Στις 26 Φεβρουαρίου προσπάθησαν να περάσουν στην αντεπίθεση, αλλά αποκρούστηκαν.
Η αποφασιστική μάχη, που έκρινε την τύχη της Ναυπλιακής Επανάστασης, δόθηκε την 1η Μαρτίου. Ο στρατηγός Χαν επιτέθηκε από τρία σημεία εναντίον της πόλης και μετά από πεισματώδη αγώνα έκαμψε την άμυνα των επαναστατών αργά το βράδυ. Οι μάχες στοίχισαν τη ζωή σε πολλούς Έλληνες και από τις δύο πλευρές. Ο αντισυνταγματάρχης Κορωναίος, που υπερασπιζόταν το Παλαμήδι, τραυματίσθηκε και συνελήφθη, όπως και ο Εμμανουήλ Παπαδάκης, αρχηγός των Κρητικών, που είχαν λάβει μέρος στις μάχες στο πλευρό των εξεγερμένων.
Την επομένη ο στρατηγός Χαν ζήτησε την παράδοση των επαναστατών εντός 24 ωρών. Οι επαναστάτες διχάσθηκαν. Ο Μίχος, βλέποντας το μάταιο του αγώνα, ζήτησε να δοθεί γενική αμνηστία. Αντίθετα, ο Γρίβας μαζί με άλλους αξιωματικούς κλείσθηκαν στο Παλαμήδι αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι τέλους. Στις 16 Μαρτίου οι δύο πλευρές τα ξαναβρήκαν, έπειτα από δήλωση του Χαν ότι θα δοθεί μερική και όχι γενική αμνηστία και ετοιμάστηκαν για την ύστατη άμυνα. Οι μάχες ξανάρχισαν με σφοδρούς κανονιοβολισμούς εκατέρωθεν.Στις 24 Μαρτίου, οι μάχες διακόπηκαν οριστικά, όταν έφθασε από την Αθήνα το διάταγμα για γενική αμνηστία, από την οποία εξαιρούνταν 19 άτομα, 12 στρατιωτικοί (Δημήτριος Τσόκρης, Αρτέμιος Μίχος, Λουδοβίκος Στέλβαχ, Δημήτριος Μπότσαρης, Χαράλαμπος Ζυμβρακάκης, Δημήτριος Γρίβας, Θρασύβουλος Μάνος, Αλέξανδος Πραίδης, Ν. Σμόλεντς, Διονύσιος Τριτάκης, Χρήστος Γρίβας, Χρήστος Κατσικογιάννης) και 7 πολίτες (Γεώργιος Πετμεζάς, Πέτρος Μαυρομιχάλης, Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, Σπύρος Ζαβιτσάνος, Γεώργιος Φραγγιάς, Γρηγόριος Δημητριάδης, Ιωάννης Παπαζαφειρόπουλος).
Οι 19 πρωταίτιοι της επανάστασης, ύστερα από διαπραγματεύσεις, αναχώρησαν από την Ελλάδα με δύο ξένα πλοία με κατεύθυνση τη Σμύρνη, όπου έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό από το ντόπιο ελληνικό στοιχείο. Πριν από την αναχώρησή τους είχαν συντάξει πρωτόκολλο που απευθυνόταν στις τρεις μεγάλες δυνάμεις, στο οποίο, ανάμεσα σε άλλα, αναφερόταν: «…Επειδή το αίσθημα ημών υπέρ πατρίδος, αγνόν και καθαρόν εκίνησεν ημάς εις την επανάστασιν, ουχί προς ανατροπήν των καθεστώτων, αλλά προς εφαρμογήν και θρησκευτικήν τήρησιν του Συντάγματος…υποβάλλομεν ημάς αυτούς εις την εγκατάλειψιν του πατρώου εδάφους, αναχωρούντες εις την αλλοδαπήν…». Διαχωρίζοντας την θέση του από τους υπολοίπους, ο Δημήτριος Γρίβας συμπλήρωνε στο τέλος του πρωτοκόλλου: «Εγκαταλειφθείς παρά πάντων των συναδέλφων μου, αναγκάζομαι να καταδικάσω εμαυτόν εις αειφυγίαν, και, αισχυνόμενος του λοιπού ν’ αποκαλώμαι Έλλην, από τούδε παραιτούμαι της Ελληνικής εθνικότητας».
Στις 8 Απριλίου 1862 ο κυβερνητικός στρατός εισήλθε στο Ναύπλιο, περνώντας μπροστά από τη φρουρά των επαναστατών που είχε παραταχθεί στην είσοδο της πόλεως. «Αλλ’ εάν η Ναυπλιακή στάσις κατεστάλη το χυθέν αδελφικόν αίμα βαθυτέραν την διαίρεσιν κατέστησεν» συνόψισε το 1894 ο ιστορικός Επαμεινώνδας Κυριακίδης.
Άγιος Τρύφων ο Μάρτυρας
Σὺ δὲ Τρύφων τὶ; τὸ ξίφος θνῄσκω φθάσας.
Καιρὸς δὲ τίς σου τοῦ τέλους; Νουμηνία.
Ἐν Φεβρουαρίοιο Τρύφων πρὸ τομῆς θάνε πρώτῃ.
Τρύφων ἀληθοῦς ἀξίωσον τρυφῆς με,
Γεράσιμον μέλψαντα σὰς ἀριστείας.
O Άγιος Τρύφων καταγόταν από τη Λάμψακο της Φρυγίας και έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Γορδιανού (238-244), Φιλίππου (244-249) και Δεκίου (249-251). Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και στη παιδική του ηλικία, έβοσκε χήνες για να ζήσει. Συγχρόνως όμως μελετούσε με ζήλο την Αγία Γραφή και εκτελούσε με ευλάβεια τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Έτσι, σιγά-σιγά ο Τρύφων με την ευσεβή φιλομάθεια του, κατόρθωσε όχι μόνο να διδαχθεί ο ίδιος, αλλά και να διδάσκει τις αιώνιες αλήθειες της πίστεως του. Γρήγορα η ευσεβής ψυχή του δέχθηκε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και ο Θεός αξίωσε τον Τρύφωνα να θαυματουργεί.
Όμως ο Άγιος θεράπευε όχι μόνο κάθε ασθένεια, αλλά και εξάγνιζε τις μολυσμένες από τα δαιμόνια ψυχές. Όταν ο αυτοκράτορας Γορδιανός, πληροφορήθηκε για τις θαυματουργικές ικανότητες τού Τρύφωνα, τον παρακάλεσε να θεραπεύσει την άρρωστη κόρη του. O αυτοκράτορας προσπάθησε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, προσφέροντας στον Άγιο αξιώματα και χρήματα, τα οποία όμως ο Τρύφων ευγενικά αρνήθηκε.
Όταν αυτοκράτορας έγινε ο Δέκιος, εξαπέλυσε άγριο διωγμό κατά των Χριστιανών. Το 250 μ.Χ. ο Άγιος, επειδή δεν λάτρευε τους θεούς της ειδωλολατρικής θρησκείας και ήταν Χριστιανός, συνελήφθη από κάποιον στρατιωτικό που ονομαζόταν Φρόντων (ή Φόρτων) και οδηγήθηκε ενώπιον των επάρχων της Ανατολής, Τιβέριου Γράγχου και Κλαυδίου Ακυλίνου στη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο μάντης Πομπηϊανός τον παρουσίασε στους ηγεμόνες. Ο Άγιος Τρύφων ομολόγησε με θάρρος την πίστη του. Τότε υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Του κατατρύπησαν με σπαθιά όλο του το σώμα, έπειτα τον έδεσαν από τα πόδια σε άλογα και τον έσυραν, σε ώρες φοβερού ψύχους, σε δύσβατες και πετρώδεις τοποθεσίες. Εκείνος προσευχόταν και έλεγε: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις αυτή την αμαρτία». Μετά το φρικτό μαρτύριο τον ρώτησαν αν σωφρονίσθηκε και ήθελε να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Μάρτυρας του Χριστού απάντησε τότε στον έπαρχο Ακυλίνο: «Ανόσιε και κακών αρχηγέ, είναι δυνατόν να είσαι σωφρονισμένος, όταν είσαι μεθυσμένος από τον διάβολο; Εγώ πάντοτε περνάω τον βίο μου με σωφροσύνη, γιατί έχω τον Χριστό βοηθό της ελπίδας μου». Ύστερα από αυτό τον έκλεισαν στο δεσμωτήριο με σκοπό να του δώσουν διορία, για να απαλλαγεί από την «άνοια» αυτού και να αρνηθεί την πίστη του στον Χριστό. Λίγες ημέρες μετά ο έπαρχος κάλεσε τον Άγιο και τον ρώτησε εάν το διάστημα του χρόνου και τα βασανιστήρια τον έπεισαν να θυσιάσει στους θεούς. Ο Άγιος και πάλι ομολόγησε με πνευματική ανδρεία το Όνομα του Θεού. Τον έσυραν τότε γυμνό πάνω σε σιδερένια καρφιά, κατόπιν τον μαστίγωσαν και στη συνέχεια του έκαψαν με λαμπάδες τα πλευρά. Στο τέλος, μόλις ο Μάρτυρας παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου», απέκοψαν την τίμια κεφαλή αυτού.
Οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο του Μάρτυρος και αφού το έχρισαν με πολύτιμα μύρα και το τύλιξαν σε σινδόνα, το κατέθεσαν σε λάρνακα και το απέστειλαν στην πόλη της Λαμψάκου κατά την επιθυμία του.
Η Σύναξη του Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνος ετελείτο στο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν μέσα στο σεπτό Αποστολείο του Ιωάννου του Θεολόγου, πλησίον της Μεγάλης Εκκλησίας.
Ναό αφιερωμένο στον Άγιο Τρύφωνα έκτισε ο μέγας Ιουστινιανός (527-565 μ.Χ.) στην τοποθεσία του Πελαργού Κωνσταντινουπόλεως. Μονή του Αγίου Τρύφωνος αναφέρεται και μετά τα μέσα του 9ου αιώνος μ.Χ., παρακείμενη στη Μητρόπολη Χαλκηδόνος, στην οποία εκάρη μοναχός ο μετέπειτα Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός (901-907, 912-925 μ.Χ.).
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρυφὴν τὴν ἀκήρατον, ἰχνηλατῶν ἐκ παιδός, βασάνους ὑπήνεγκας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤθλησας ἄριστα ὅθεν τὴν τῶν θαυμάτων, κομισάμενος χάριν, λύτρωσαι πάσης βλάβης, καὶ παντοίας ἀνάγκης, Τρύφων Μεγαλομάρτυς, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε ἐν τὴ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν, ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν, ἔθραυσε καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταὶς ἰκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς
Τριαδικὴ στερρότητι, πολυθεΐαν ἔλυσας ἐκ τῷ περάτων Ἀοίδιμε, τίμιος ἐν Κυρίῳ γενόμενος, καὶ νικήσας τυράννους ἐν Χριστῷ, τῷ Σωτήρι τὸ στέφος εἴληφας τῆς μαρτυρίας σου, καὶ χαρίσματα θείων ἰάσεων, ὡς ἀήττητος.
Μεγαλυνάριον
Ἴχνεσιν ἑπόμενος ἀκλινῶς, Τρύφων ἀθλοφόρε, τοῦ φανέντος ἐπὶ τῆς γῆς, τῶν αὐτοῦ χαρίτων δοχεῖον ἀνεδείχθης, καὶ ἱεροῖς ἀγῶσι Μάρτυς διέπρεψας.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Φύλαττε ἐκ βλάβης τε καὶ φθορᾶς, ἡμῶν τὰς ἀμπέλους, καὶ τοὺς κήπους καὶ τὰ φυτά, ὡς μεγίστην χάριν, λαβὼν παρὰ Κυρίου, καὶ δίωκε θηρία Τρύφων τὰ φθείροντα.
Ὁ Οἶκος
Ἱερὰν πανδαισίαν προτίθεται φιλεόρτων τὸ σύστημα σήμερον, προεόρτια σύμβολα φέρουσαν, τοῦ Κυρίου τεσσαρακονθήμερον τὴν ἐκ Παρθένου φρικτὴν γέννησιν, καὶ πρεσβύτου σεπτοῦ ἐναγκάλισιν, καὶ σεπτοῦ ἀθλοφόρου μνημόσυνα· δι΄αὐτὸν γὰρ τὸν Χριστόν, τελειοῦται νικητικῶς, ὡς ἀήττητος.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῶν πόνων μακάριε κατατρυφῶν τῆς σαρκός, τὴν θείαν καὶ ἄπονον ἐν Παραδείσῳ τρυφήν, ἀξίως ἀπείληφας, στέφος ἀθανασίας, ἐκ Θεοῦ δεδεγμένος· ὅθεν καὶ ἰαμάτων, ποταμοὺς ἀναβλύζεις, τοῖς πόθῳ καταφεύγουσι Μάρτυς τῇ σκέπῃ σου.