Τρίτη 12 Μαρτίου 2024
Ανδρέας Καρκαβίτσας
Πεζογράφος, ένας από τους κύριους εκπροσώπους του ηθογραφικού διηγήματος και ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ήταν έλληνας πεζογράφος, κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία. Πιο γνωστά έργα του είναι η συλλογή διηγημάτων «Λόγια της Πλώρης» και η νουβέλα «Ο Ζητιάνος».
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1865 στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν το μεγαλύτερο από τα έντεκα παιδιά του ρουμελιώτη Δημητρίου Καρκαβίτσα και της ντόπιας Άννας Σκαλτσά. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της Λυγερής (1896).
Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε τον Δεκέμβριο του 1888. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της Εστίας τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία, τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του Ο ζητιάνος (1897).
Μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας το 1891 δούλεψε ως γιατρός στο ατμόπλοιο Αθήναι, με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο Σ’ Ανατολή και Δύση και αξιοποιήθηκαν στην περίφημη συλλογή διηγημάτων του Λόγια της πλώρης (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου (συνταγματάρχη). Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις, που επιδίωκε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε «αειφυγία»).
Ο Καρκαβίτσας υπήρξε μέλος της «Εθνικής Εταιρίας», που προωθούσε τη «Μεγάλη Ιδέα» και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στου Γουδή, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο βενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης», με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση.
Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του. Στις 22 Οκτωβρίου του 1922 άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στο Μαρούσι από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου, την οποία εγκατέστησε γενική κληρονόμο του, με διαθήκη που συνέταξε τέσσερις ημέρες πριν από τον θάνατό του.
Η πεζογραφία του Καρκαβίτσα κινήθηκε αρχικά στο πλαίσιο της ειδυλλιακής ηθογραφίας, με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό, με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με κορυφαία έκφραση τον Ζητιάνο (1897). Από τα ογδόντα, συνολικά, διηγήματά του σταθμός στάθηκε η συλλογή Λόγια της πλώρης (1899), ενώ στο τελευταίο έργο του Ο αρχαιολόγος (1904) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη, που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του, με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων, σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ.
Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η πορεία του στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα, όμως, στράφηκε στη δημοτική και συνέβαλε στη διαμόρφωσή της χωρίς να υιοθετήσει τις ακρότητες του Ψυχάρη.
Κρίσεις για το έργο του
Ο κ. Καρκαβίτσας είναι εν ταυτώ πραγματιστής και ιδανιστής. Πραγματιστής, διότι παραλαμβάνει το υλικόν του από το ακένωτον μεταλλείον της γύρω του λαλούσης φύσεως, των ηθών, των εθίμων, των παραδόσεων, των προλήψεων, των χαρακτήρων του ελληνικού λαού· πραγματιστής, διότι αποθηκεύει εις τας διηγήσεις του πλήθος ειδήσεων, σημειώσεων και άλλων πληροφοριών, μήτε γεννημένων, μηδέ καν απλώς παρηλλαγμένων από την φαντασίαν, αλλ’ εξηγμένων από την μελέτην των γραπτών ή αγράφων μνημείων του λαού· […] Αλλά συγχρόνως και εις ίσην δόσιν ο συγγραφεύς είναι και ιδανιστής. Ιδανιστής, διότι συχνά πυκνά οι ήρωες αυτού εξέρχονται των ορίων της πραγματικής ατμοσφαίρας η οποία τους περικυκλώνει, και απλοποιούνται και μεγαλύνονται και καθολικεύονται, και εμφανίζονται τελειότεροι,, ή όσον είναι δυνατόν να τους συναντήσης εν τω βίω, και διαχύνουν την εξοχήν και την ακρότητα εξ ων συναποτελείται το υψηλόν. Ιδανιστής, διότι στρέφεται προς το ποιητικόν παρελθόν, εμπνέεται από το ηρωικόν, αγαπά το μέγα και δεν αποστέργει το φανταστικόν.
Εάν κάποιος... με πειθανάγκαζε να διαλέξω αποκλειστικά μεταξύ Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα, θα έστεκα ευλαβητικά μπροστά στον Παπαδιαμάντη, θα του φιλούσα το χέρι, και θα ψήφιζα τον Καρκαβίτσα.
Εκείνο που μας κάνει να τον βλέπουμε σήμερα πιο παλιωμένο είναι, ότι η πεζογραφία του, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, εξαντλείται στην απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας, πράγμα που αποτελεί, άλλωστε, και γενικότερο χαρακτηριστικό των πρώτων ηθογράφων της δημοτικής. Οι τύποι του, όσο κι αν εμφανίζονται αδρά σκιτσαρισμένοι, μας προσφέρονται πιο πολύ με τα εξωτερικά τους γνωρίσματα. Η ψυχολογία τους σταματάει ως ένα σημείο. Δεν παύει όμως γι’ αυτό να είναι από τους σημαντικότερους πεζογράφους της εποχής του. "Ο Ζητιάνος" και "Η Λυγερή" και μερικά διηγήματα του εξασφαλίζουν μόνιμα μια υπολογίσιμη θέση στον αφηγηματικό πεζό λόγο, ενώ το ύφος και η περιγραφική του δύναμη εξακολουθούν να παραμένουν από τα θετικότερα στοιχεία του.
Πολέμηδες, Μαρκοράδες, Πολυλάδες, Καρκαβίτσηδες, αυτοί είναι σάχλες, ηλίθιοι.
Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του ελληνικού νατουραλισμού, το έργον του οποίου εδράζεται επί της μελέτης των ηθών και εθίμων των Ελλήνων αγροτών, ποιμένων και ναυτίλων. Μαζί με τον Α. Παπαδιαμάντην, τον Γ. Βιζυηνόν, με τον Ι. Κονδυλάκην και τον επιζώντα κ. Ι. Βλαχογιάννην, αποτελεί την Πλειάδα των δημιουργών του ελληνικού διηγήματος. Αλλ’ εκτός των βραχέων διηγημάτων του, όπου απεικονίζεται η ελληνική ζωή της υπαίθρου, με την ποίησιν αλλά και μην ασχημίαν της, με τας ηρωικάς εκδηλώσεις αλλά και με την κακομοιριάν και την πεζότητά της, με την Ρουμελιωτικην λεβεντιάν και την Πελοποννησιακήν πονηρίαν, έγραψε και αφηγήσεις μακρόπνοους, σχεδόν μυθιστορήματα, εκ των οποίων το παλαιότερον η "Λυγερή", έχει κάποιαν Βαλζακικήν χάριν, ενώ ο Ζητιάνος αποτελεί εικόνα της Ελληνικής αθλιότητος, εμφανιζούσης την πραγματικότητα εις όλην αυτής την στυγνήν βδελυγμίαν…Ιδιαιτέρως εξαίρονται εις το έργο του τα "Λόγια της Πλώρης", όπου αι μικραί οδύσσειαι των ελλήνων θαλασσινών ιστορούνται με άπειρον γνώσιν των λεπτομερειών και με σχεδόν επικήν μεγαλοπρέπειαν…
Ο Καρκαβίτσας έγραψε πολλούς τόμους διηγήματα από τα οποία τα "Λόγια της Πλώρης", διηγήματα θαλασσινά (1899) θεωρούνται τα καλύτερά του…Γενικά στα διηγήματα του πρέπει να εξαρθεί η συγκρότηση του θέματος σε ενότητα, η γνώση των απλών ανθρώπων και πάντως ο λαμπρός χειρισμός της γλώσσας, υποδειγματικός για τα χρόνια εκείνα.
Όσιος Γρηγόριος ο Α' Διάλογος Πάπας Ρώμης
Ὁ Γρηγόριος ἐκ μέσου μὲν τοῦ βίου.
Ἐν τῷ μέσῳ δὲ τοῦ χοροῦ τῶν Ἀγγέλων.
Ο Όσιος Γρηγόριος, γεννήθηκε περί το έτος 540 μ.Χ. και έζησε στη Ρώμη, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α' του Μεγάλου (527 - 565 μ.Χ.). Ονομάσθηκε δε Διάλογος, επειδή τα περισσότερα έργα του τα έγραψε με διαλογικό τρόπο, δηλαδή με ερωτήσεις και αποκρίσεις. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γορδιανός και η μητέρα του Συλβία. Τόσο οι γονείς του όσο και οι δύο αδελφές του πατέρα του, η Ταρσίλα και η Αιμιλιανή, διακρίνονταν για την ευσέβειά τους και επέδρασαν ευεργετικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητας του Γρηγορίου. Ως γόνος πλούσιας οικογένειας ο Γρηγόριος έλαβε καλή μόρφωση, ιδιαίτερα στη νομική. Βέβαια έζησε σε μια εποχή όπου η καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών γραμμάτων στη Ρώμη είχε σβήσει. Ο Γρηγόριος μάλλον ήταν κάτοχος μόνο της λατινικής γλώσσας, γεγονός που δεν του επέτρεπε να μελετήσει την πλούσια θεολογική γραμματεία των Ελλήνων Πατέρων.
Περί το έτος 570 μ.Χ. διορίσθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β' (565 - 576 μ.Χ.) στο αξίωμα του πραίτορος της πόλεως της Ρώμης. Δεν παρέμεινε όμως για μακρύ χρονικό διάστημα στην θέση αυτή. Μετά τον θάνατο του πατέρα του διέθεσε το μέγιστο μέρος της περιουσίας που κληρονόμησε σε φιλανθρωπικά έργα και στην ίδρυση μονών. Ίδρυσε έξι μοναστήρια στη Σικελία και περί το έτος 575 μ.Χ. μετέτρεψε την οικία του στην Ρώμη σε μοναστήρι αφιερωμένο στον Απόστολο Ανδρέα. Ο ίδιος έγινε μοναχός αυτής της μονής και αργότερα αναδείχθηκε ηγούμενός της. Στο μοναστήρι ζούσε μια πολύ ασκητική ζωή και αφιερώθηκε στην προσευχή και στη μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων.
Δεν έμελλε όμως να παραμείνει για πολύ καιρό στη μονή του, γιατί χειροτονήθηκε διάκονος και το έτος 579 μ.Χ. εστάλη στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινουπόλεως ως αποκρισιάριος, δηλαδή αντιπρόσωπος, του Πάπα Ρώμης. Στην Κωνσταντινούπολη ο Όσιος Γρηγόριος, μαζί με τους μοναχούς που τον συνόδευσαν από την Ρώμη, ζούσε μοναστική ζωή. Είχε όμως την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τα πολιτικά και εκκλησιαστικά προβλήματα της αυτοκρατορίας και να συνάψει γνωριμίες με σημαίνοντα πρόσωπα της αυτοκρατορικής αυλής, με τα οποία διατήρησε αλληλογραφία μετά την αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά ήταν η Θεοκτίστη, αδελφή του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582 - 602 μ.Χ.), ο πατρίκιος Ναρσής, ο ιατρός του αυτοκράτορα Θεόδωρος κ.α. Στην Κωνσταντινούπολη επίσης, γνώρισε τον Επίσκοπο Σεβίλλης Λέανδρο (βλέπε 27 Φεβρουαρίου), ο οποίος ταξίδευε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και με τον οποίο διατήρησε αδελφική φιλία και αλληλογραφία στα κατοπινά χρόνια.
Περί το έτος 586 μ.Χ. ο Γρηγόριος μετακαλείται στην Ρώμη. Υπάρχει η άποψη ότι με την επανάκαμψή του στην Ρώμη επέστρεψε στο μοναστήρι του και τότε ήταν που έγινε ηγούμενός του. Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι ο Γρηγόριος μετά την επάνοδό του στην Ρώμη δεν επέστρεψε στη μονή, αλλά υπηρέτησε ως διάκονος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και σύμβουλος του Πάπα Πελαγίου Β'. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο Γρηγόριος έγινε ηγούμενος πριν την χειροτονία του σε διάκονο και την αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη.
Το έτος 590 μ.Χ. ο Πάπας Πελάγιος Β' ασθένησε από επιδημική ασθένεια και πέθανε. Παρά το ότι τόσο ο κλήρος όσο και ο λαός της Ρώμης ζητούσαν τον Γρηγόριο για Επίσκοπό τους μετά την κοίμηση του Πελαγίου Β', η απροθυμία του ιδίου να ανέλθει στον επισκοπικό θρόνο ήταν έκδηλη. Η στάση του αυτή προερχόταν από την συναίσθηση του βάρους της ευθύνης του επισκοπικού αξιώματος και από την ταπεινή πεποίθηση ότι οι δικές του δυνάμεις δεν ήταν επαρκείς για ένα τόσο σπουδαίο έργο. Όταν ο Επίσκοπος Ραβέννας Ιωάννης με επιστολή του το έψεξε για την διστακτικότητά του αυτή, ο Όσιος Γρηγόριος αποφάσισε να του απαντήσει με την συγγραφή μιας ολόκληρης πραγματείας για το βαρυσήμαντο έργο του Επισκόπου και για τα προσόντα που αυτός πρέπει να έχει. Επρόκειτο δηλαδή για μια απολογία του Γρηγορίου σχετικά με τους ενδοιασμούς του να αναλάβει το βάρος του επισκοπικού αξιώματος.
Ο Γρηγόριος, παρά τους έντονους προσωπικούς του ενδοιασμούς, ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης ως Πάπας Γρηγόριος Α'. Η κατάσταση που είχε να αντιμετωπίσει ήταν πολύ δυσχερής. Αφ' ενός η επιδημία λυμαινόταν τις ζωές των ανθρώπων και αφ' ετέρου μια φοβερή πλημμύρα του ποταμού Τίβερη είχε καταστρέψει σημαντικό αριθμό περιουσιών και σιτηρών. Σημαντικότερο ακόμη πρόβλημα ήταν η παρουσία των Λομβαρδών ως εισβολέων στην Ιταλία, οι οποίοι κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Ιταλίας και μεγάλο μέρος της Νότιας Ιταλίας. Οι Λομβαρδοί ήταν αιτία συνεχούς αναστατώσεως στην Ιταλία και απειλούσαν να καταλάβουν και τα υπόλοιπα εδάφη της (Ρώμη, Ραβέννα, Νεάπολη, Βενετία, Σικελία, Σαρδηνία, Κορσική), τα οποία ανήκαν στη Ρωμανία και εποπτεύονταν από τον έξαρχο του αυτοκράτορα, ο οποίος είχε την έδρα του στη Ραβέννα.
Με την ανάληψη του επισκοπικού αξιώματος ο Γρηγόριος αναλώθηκε στην υπηρεσία του ποιμνίου του και της Εκκλησίας στο σύνολό της. φρόντισε με θαυμαστή επιμέλεια το φιλανθρωπικό έργο στη Ρώμη και μερίμνησε με επιτυχία για τον εκχριστιανισμό των Αγγλοσαξόνων, αποστέλλοντας στη Βρετανία από την μονή του Αποστόλου Ανδρέου, ομάδα σαράντα μοναχών, ως ιεραποστόλων, με επικεφαλής τον Αυγουστίνο της Καντουαρίας. Επίσης ενδιαφέρθηκε για την αξιοποίηση, την οργάνωση της καλλιέργειας και την ορθή διάθεση των προσόδων των γαιών του παπικού θρόνου. Αξιοσημείωτο είναι ότι επέμενε να δίνει οδηγίες στους κατά τόπους υπευθύνους των παπικών κτημάτων να μεριμνούν για την αποφυγή κάθε αδικίας και παράνομου πλουτισμού στο διαχειριστικό τους έργο.
Ο Όσιος προσκαλούσε κατά διαστήματα τους πιο πτωχούς της πόλεως και έτρωγε μαζί τους. Κάποτε έδωσε εντολή να έλθουν στην Επισκοπή δώδεκα πτωχοί, για να τους προσφέρει φαγητό. Την ώρα που έτρωγαν, ο Όσιος έβλεπε δεκατρείς προσκεκλημένους και ο ένας από αυτούς ήταν διαφορετικός στην όψη. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πότε έμοιαζε με γέροντα στην ηλικία, πότε με νέο. Όταν οι άλλοι έφυγαν, τον ρώτησε ποιος είναι και εκείνος απάντησε: «Είμαι Άγγελος Κυρίου. Σε έχω επισκεφθεί και άλλη φορά, όταν ήσουν μοναχός και μου έδωσες ελεημοσύνη. Ο Θεός θέλησε να δοκιμάσει την προαίρεσή σου και με το παράδειγμά σου να διδάξει και άλλους. Μάλιστα, από τότε έλαβα εντολή να είμαι πάντα μαζί σου, για να σε προστατεύω. Ότι θελήσεις από τον Θεό να μου το πεις και θα το μεταφέρω».
Επειδή η Ρώμη ήταν ο μόνος Πατριαρχικός θρόνος σε όλη τη Δύση, ο Γρηγόριος προσπαθούσε να επιλύσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το πολλαπλά προβλήματα που παρουσίαζαν οι Εκκλησίες της Ιταλίας, της Γαλατίας, της Ισπανίας και της Βρετανίας. Ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει, ήταν το σχίσμα των Επισκόπων της Λιγουρίας, της Ιστρίας και της Βενετίας, οι οποίοι δεν δέχονταν την Ε' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 553 μ.Χ. Η αιτία του προβλήματος ήταν ότι η Σύνοδος αυτή είχε καταδικάσει ως νεστοριανικά τα γνωστά ως «Τρία Κεφάλαια», δηλαδή το πρόσωπο και τα έργα του Θεοδώρου Μοψουεστίας, τα έργα του Θεοδωρήτου Κύρου κατά του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και την επιστολή του Ίβα Εδέσσης προς Μάριν τον Πέρση. Οι διαφωνούντες δυτικοί Επίσκοποι θεωρούσαν ότι η καταδίκη αυτή προωθούσε ένα συμβιβασμό με τους Μονοφυσίτες, αναιρώντας έτσι την πίστη της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνήλθε στην Χαλκηδόνα, το έτος 451 μ.Χ. Επειδή η Ρώμη, παρά τις αρχικές αντιδράσεις της, είχε αποδεχθεί την Ε' Οικουμενική Σύνοδο και την καταδίκη των «Τριών Κεφαλαίων», οι διαφωνούντες δυτικοί Επίσκοποι είχαν διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία τους με την Ρώμη. Ο Όσιος Γρηγόριος προσπάθησε επανειλημμένως να πείσει τους διαφωνούντες Επισκόπους ότι η Ε' Οικουμενική Σύνοδος δεν ερχόταν σε αντίθεση με το δόγμα της Χαλκηδόνας. Πραγματικά κατόρθωσε να μεταστρέψει τη γνώμη μερικών από αυτούς, αλλά η άρση του σχίσματος έγινε μετά την κοίμησή του.
Στο μεγάλο πρόβλημα της αντιμετωπίσεως των προκλήσεων των Λομβαρδών, οι οποίοι απειλούσαν να καταλάβουν την Ρώμη, ο Γρηγόριος, παρά της επανειλημμένες εκκλήσεις του, δεν κατέστη δυνατό να λάβει βοήθεια για αναχαίτιση του εχθρού από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Μαυρίκιο και από τον Έλληνα έξαρχο της Ραβέννας Πατρίκιο. Βέβαια ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος βρισκόταν σε δεινή θέση, γιατί εκτός από τους Λομβαρδούς είχε να αντιμετωπίσει σε διαφορετικά μέτωπα τους Πέρσες, τους Σλάβους, τους Αβάρους και τους Μαυρούσιους. Έτσι ο Γρηγόριος αναγκάστηκε να αναλάβει ο ίδιος πολιτική πρωτοβουλία και να συνάψει συνθήκη με τους Λομβαρδούς, πληρώνοντάς τους ένα μεγάλο ποσό χρημάτων και δίνοντας σε αυτούς ετήσιο φόρο πολυτελείας.
Είναι πράγματι λυπηρό το ότι η Ρωμανία αδυνατούσε να προασπίσει αποτελεσματικά τις δυτικές κτήσεις της στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Αυτό είχε οδυνηρές συνέπειες τόσο για την Πολιτεία όσο και για την Εκκλησία. Οι Λατίνοι βυζαντινοί υπήκοοι σταδιακά αποξενώθηκαν από το κέντρο της αυτοκρατορίας, που αδυνατούσε να τους βοηθήσει, οι δυτικές κτήσεις της Ρωμανίας έπεσαν στα χέρια των βαρβαρικών φύλων, ενώ ο Επίσκοπος Ρώμης ανέλαβε πολιτικές εξουσίες, συνεργάστηκε με τους ηγεμόνες των βαρβαρικών φύλων και σταδιακά έγινε ο ίδιος κοσμικός άρχοντας.
Βέβαια ο Όσιος Γρηγόριος δεν φέρει καμία ευθύνη για την μετά από αιώνες εξέλιξη του παπικού θρόνου σε κοσμική εξουσία, ούτε για την συνεργασία μεταγενέστερων παπών με τους Φράγκους. Ο ίδιος έκανε αυτό που θεωρούσε καθήκον και υποχρέωσή του για την προάσπιση του ποιμνίου και της πατρίδος του στους χαλεπούς εκείνους καιρούς. Ο Όσιος Γρηγόριος μπορεί σε ορισμένα θέματα να διαφωνούσε με τον Έλληνα αυτοκράτορα, αλλά αυτό συνέβαινε συχνότατα και με τους Πατριάρχες της Ανατολής. Όπως όμως φαίνεται μέσα από τα γραπτά κείμενά του, θεωρούσε τον εαυτό του πιστό υπήκοο της Ρωμανίας. Ουδέποτε αμφισβήτησε την εξουσία του Έλληνα αυτοκράτορα και συμβούλευε τους πιστούς να αναπέμπουν προσευχές γι' αυτόν.
Ο Όσιος Γρηγόριος ήταν άνθρωπος ταπεινού φρονήματος. Παρά το γεγονός ότι αποδεχόταν χωρίς κριτική εξέταση τη θεωρία περί του παπικού πρωτείου, ο ίδιος αρνιόταν κατηγορηματικά για τον εαυτό του τον τίτλο του «οικουμενικού πάπα», τον οποίο του πρότεινε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ευλόγιος (579/580 - 607 μ.Χ.) και με ειλικρίνεια προτιμούσε τον τίτλο «δούλος του Θεού». Τόνιζε μάλιστα εμφαντικά - και εν πολλοίς το αποδείκνυε στην πράξη - ότι σεβόταν τα δικαιώματα και την εκκλησιαστική δικαιοδοσία των άλλων Επισκόπων.
Ο Όσιος Γρηγόριος κοιμήθηκε από αρθριτική νόσο, το έτος 604 μ.Χ.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Στόμα γρήγορον καταπλουτήσας, νομεὺς ἄριστος τοῦ θείου λόγου, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Γρηγόριε, τῶν ἀρετῶν γὰρ ἐκφάντωρ γενόμενος, δικαιοσύνης ἐκφαίνεις τὴν ἔλλαμψιν Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Οπτικοακουστικό Υλικό
Όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής της Συγριανής
Θεόφανες, φάνηθι πιστοῖς προστάτης,
Τιμῶσι πιστῶς σὸν μετ' εἰρήνης τέλος,
Δωδεκάτῃ φθινύθοντος ἀπῆρε βίου Θεοφάνης.
Ο Όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής, γεννήθηκε το 760 μ.Χ. από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Ισαάκ και την Θεοδότη. Σε ηλικία οκτώ ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανατροφής, της διαπαιδαγωγήσεως και της μορφώσεως του υιού της Θεοφάνους.
Ο Όσιος, κατά παράκληση της μητέρα του, νυμφεύθηκε σε νεαρή ηλικία την ευσεβή και πλούσια Μεγαλώ. Ο γάμος αυτός, που ήταν αντίθετος για τη μοναχική ζωή που επιθυμούσε ο Όσιος, διαλύθηκε. Η μεν σύζυγος αυτού έγινε μοναχή στη μονή της Πριγκίπου και μετονομάσθηκε Ειρήνη, ο δε Όσιος κατέφυγε, το 781 μ.Χ., σ' ένα μοναστήρι κοντά στο βουνό της Συγριανής, το Πολίχνιο. (Η Συγριανή βρισκόταν είτε στη Μήδεια είτε - το πιθανότερο - στην Μυτιλήνη [ακρωτήρι Σίγρι]).
Από τη μονή αυτή, ως λόγιος και ενάρετος μοναχός, προσκλήθηκε μαζί με άλλους ηγουμένους διαπρεπείς, τον ηγούμενο της μονής Σακουδίωνος Πλάτωνα, τους μοναχούς Νικηφόρο και Νικήτα από τη μονή Μηδικίου, το μοναχό Χριστόφορο από τη μονή του Μικρού Αγρού, στην Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιος, το έτος 787 μ.Χ.
Όταν επέστρεψε, εγκατέστησε ηγούμενο τον μοναχό Στρατήγιο και εκείνος αποσύρθηκε στην απέναντι νήσο Καλώνυμον, όπου ίδρυσε μεγάλη μονή και εκεί, αφού εγκαταβίωσε επί εξαετία, ασχολήθηκε με την καλλιγραφία και τις συγγραφές. Αλλά ατυχώς η υγεία του προσβλήθηκε από οξεία λιθίαση. Σε αυτή την χαλεπή κατάσταση δεν παρέλειψε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, όταν προσκλήθηκε υπό του Λέοντος του Αρμενίου (813 - 820 μ.Χ.), ο οποίος προσπάθησε διά του Πατριάρχη Ιωσήφ του εικονομάχου να ελκύσει αυτόν στην αίρεση της εικονομαχίας. Ο Όσιος φυσικά δεν ήταν δυνατό να αποδεχθεί μία τέτοια πρόταση και να προδώσει την Ορθόδοξη πίστη. Έτσι τον έκλεισαν σε σκοτεινό μέρος και στην συνέχεια τον εξόρισαν στη Σαμοθράκη, όπου μετά από είκοσι τρεις ημέρες κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 815 (ή κατ' άλλους το 818 μ.Χ.). Αργότερα οι μαθητες του μετεκόμισαν τα ιερά λείψανα του το έτος 822 μ.Χ., στη μονή του, όπου ετελείτο η Σύναξη του, όπως και τη Μεγάλη Εκκλησία.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεοφάνη σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῶ τῷ ἐν σώματι, ἐπιφανέντι ἠμίν, ὁσίως ἐλάτρευσας δι' ἐνάρετου ζωῆς, Θεόφανες Ὅσιε, πᾶσαν γὰρ τὴν προσοῦσαν, ὕπαρξιν ἀπορρίψας, ἄθλους ὁμολογίας, τὴ ἀσκήσει συνάπτεις, ἐντεῦθεν δι' ἀμφοτέρων, φαίνεις τοὶς πέρασι.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβών, τὴν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σπουδῇ, ἐκ μέσου τῶν θορύβων, καὶ μονάσας Ὅσιε, τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν ἐνέργειαν, καὶ προφητείας χάρισμα, συμβίου καὶ πλούτου στερούμενος.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τῆς ζωαρχικῆς, τοῦ Λόγου θεοφανείας, σκεῦος ἐκλεκτόν, Θεόφανες καὶ θεράπων, τῷ ἐνθέῳ σου βίῳ, θεόφρον γενόμενος, τὴν Εἰκόνα τὴν ἐνσώματον, τοῦ Χριστοῦ σεπτῶς ἐτίμησας, ὁμιλήσας πολλαῖς θλίψεσιν· ἀνθ’ ὧν θαυμάτων πηγήν, εἴληφας ἐκ Θεοῦ.
Μεγαλυνάριον
Τῆς θεοφανείας τῆς μυστικῆς, βίῳ ὑπερτέρῳ, θησαυρίσας τὴν μετοχήν, θέσει ἐθεώθης, Θεοφάνες θεόφρον, καὶ ὤφθης Ἐκκλησίας, στῦλος θεόφωτος.
Ὁ Οἶκος
Ἐπὶ τῆς γῆς μηδὲν προτιμήσας, ἠκολούθησας χαίρων τῷ καλοῦντί σε Χριστῷ, καὶ τὸν ζυγὸν αὐτοῦ ἔλαβες ἐπὶ τῶν ὤμων τῶν σῶν προθύμως, καὶ ἀνάπαυσιν εὗρες τῇ ψυχῇ σου, ἣν περ κἀμοὶ τῷ πτωχῷ καὶ ῥαθύμῳ κατάπεμψον τῷ λέγοντι, καὶ μηδόλως ἐκτελοῦντι, ἀλλ' ἔτι σχολάζοντι, ἐν τοῖς τοῦ βίου πράγμασι, καὶ θαυμάζοντι, πῶς πάντα ἔφυγες, συμβίου καὶ πλούτου στερούμενος.
Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ζῆλον ἔνθεον προσκεκτημένος, δόγμα ἄθεον ἀπεβδελύξω, καὶ κινδύνοις πολυτρόποις ὡμίλησας, ὑπερορίαις ἀδίκως στελλόμενος, καὶ εὐσεβῶς παμμάκαρ τελειούμενος, Πάτερ Θεόφανες, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.