Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Μουσική Παρασκευή - Νίκος Ξυλούρης ~ Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ


Η έξοδος του Μεσολογγίου. 1853. Έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη. Εθνική Πινακοθήκη.



Ποιος άνθρωπος είναι ελεύθερος και ποιος δούλος; Κατά τον Έλληνα στωικό φιλόσοφο Επίκτητο, μπορεί να είσαι ελεύθερος ακόμη και μέσα σε μία φυλακή. Το πεδίο της ελευθερίας του Επίκτητου βρίσκεται στη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του και όχι με τους άλλους, είναι έξω από τον κόσμο και τις μέριμνές του. Μάλιστα έλεγε πως η ελευθερία και η σκλαβιά δεν είναι παρά ονόματα για την αρετή και την κακία, ενώ και οι δύο εξαρτώνται από τη βούληση. Κανένας δεν μπορεί να είναι δούλος όταν η βούληση του είναι ελεύθερη. Στο εγχειρίδιο του, στο οποίο καταγράφεται η φιλοσοφική του σκέψη από τον μαθητή του Φλάβιο Αρριανό, μας αναφέρει πως:  «ἢ περὶ τὰ ἔσω φιλοτεχνεῖν ἢ περὶ τὰ ἔξω· τοῦτʹ ἔστιν ἢ φιλοσόφου τάξιν ἐπέχειν ἢ ἰδιώτου» που σημαίνει πως «ή προς τα εσωτερικά να προσαρμόζεις τον εαυτό σου ή προς τα εξωτερικά, δηλαδή να επέχης τάξιν ή φιλοσόφου ή ιδιώτου».



Νοούμενη με αυτό τον τρόπο την εσωτερική ελευθερία, ο Διονύσιος Σολωμός δε θα μπορούσε να δώσει πιο επιτυχημένο τίτλο στο έργο του για την πολιορκία του Μεσολογγίου από τον τίτλο “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”, παίζοντας ουσιαστικά μέσα από την αντίθεση των λέξεων.

Ο Διονύσιος Σολωμός, που γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1798 στη Ζάκυνθο και που έγινε περισσότερο γνωστός για τον «Ύμνο εις την  Ελευθερία», έζησε την επανάσταση του 1821. Το ποίημα του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» αναφέρεται στην πολιορκία του Μεσολογγίου, μία ένδοξη σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Αν και τα γεγονότα που προηγήθηκαν δεν μας τιμούν ιδιαίτερα σαν έθνος, διότι η πτώση του Μεσολογγίου είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε μετά την επανάσταση του 1821, δίνοντας την ευκαιρία στους Τούρκους να βάλουν πόδι στη Ρούμελη. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ μπαίνει η άνοιξη του 1826 και είναι μία ιδιαίτερα ωραία και ανθοφορούσα άνοιξη. Η φύση βρίσκεται σε μία εξαιρετική έξαρση δημιουργίας, αλλά οι Μεσολογγίτες μετά από φοβερές κακουχίες την Κυριακή των Βαΐων αποφασίζουν να βγούνε από τα τείχη της πόλης σε μία ύστατη προσπάθεια να σωθούν.

Παρ’ όλα αυτά, για τον μεγάλο Έλληνα Ποιητή, οι κάτοικοι στο Μεσολόγγι μπορεί να πολιορκούνταν στο σώμα από τις κακουχίες, τις αρρώστιες και τον εχθρό, αλλά όλα αυτά τελούνταν στην επιφάνεια ή αλλιώς στη φλούδα της ζωής, καθώς το πνεύμα τους, η καρδιά τους, η ύπαρξή τους ολόκληρη ήταν ελεύθερη, απαλλαγμένη από κάθε είδους πολιορκία.

Το έργο αυτό ποτέ δεν ολοκληρώθηκε κι έφτασε σ’ εμάς σε χειρόγραφα, συγκροτημένα σε τρία Σχεδιάσματα σε αποσπασματική μορφή. Το θαυμαστό μάλιστα είναι ότι, μέσα από αυτή την αποσπασματικότητα ο Σολωμός φθάνει στην τελειότητα και την ολοκλήρωση.

Από την αρχή του ποιήματος στο (Α΄ Σχεδίασμα) φαίνεται η έννοια της δικαιοσύνης ν’ απασχολεί πολύ έντονα τον ποιητή:

Τὸ χάραμα ἐπῆρα
Τοῦ  Ἥλιου τὸ δρόμο,
Κρεμώντας τὴ λύρα
Τὴ δίκαιη στὸν ὦμο,
Κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου χαράζει
Ὡς ὅπου βυθᾶ,

Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι.

Ο στοχαστής, κριτικός και συγγραφέας Λεωνίδας Κοβάτσης στο έργο του «Ο ποιητικός λόγος και η αλήθεια» μας λέει: «Η Δίκαιη Λύρα συμβολίζει την διαρκή τάση εναρμόνισης του καλού με το κακό, του φωτός με το σκοτάδι, του τρομερού με το ωραίο. Και σ’ αυτή την εναρμόνιση τείνει ο Σολωμός σε όλη την ποίησή του. Αλλά η εναρμόνιση αυτή που είναι η βάση της ελευθερίας, προϋποθέτει κάποια ενδυνάμωση της ψυχής. Και η ενδυνάμωση θα έλθει μέσα από τον αυτοπεριορισμό, που στο ποίημα παρομοιάζεται με το «αλωνάκι» Αυτό το Αλωνάκι θα το εννοήσουμε σαν ένα τοπίο της ψυχής και σαν ένα (αλωνάκι του ήλιου) δηλαδή σαν ένα τόπο όπου η αλήθεια φωτίζεται…Το (ένδοξο αλωνάκι) που είναι ένας χώρος εσωτερικότητας, μορφοποιείται στον εξωτερικό κόσμο και γίνεται το Μεσολόγγι. Ένας τόπος ή καλύτερα ένα τοπίο, όπου εξωτερικεύεται και πραγματώνεται η ιδέα της ελευθερίας».

Κατά τη περίοδο 1833-1844 στην Κέρκυρα ο Σολωμός επεξεργάστηκε το (Β΄ Σχεδίασμα) των Ελεύθερων Πολιορκημένων, οπότε αρχίζει να το ξαναπλάθει σε νέα μορφή (Γ’ Σχεδίασμα), σε στίχους λιτούς, χωρίς ομοιοκαταληξίες, αλλά αρμονικότατους. Το (Β΄ Σχεδίασμα) Είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.

Στο δεύτερο απόσπασμα του Β Σχεδιάσματος ο ποιητής θα γράψει:

Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,
κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.

Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Καὶ μὲς τὴ θάλασσα βαθειὰ ξαναπετειέται πάλι,
Κι᾿ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.

Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα
Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,
Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·
Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο.

Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.

Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.

Η φύση δεν γνωρίζει από ιστορικά γεγονότα. Ο Σολωμός δίνει όλη την ομορφιά της άνοιξης  μέσα από εικόνες και χρώματα με  λυρικές ποιητικές φράσεις.  Όλα βρίσκονται στην καλύτερή τους ώρα. Μία μαγεία της φύσης όπου η ζωή αποκτά τέτοια βαρύτητα που κάνει ακόμη και το θάνατο μακρινό και ξένο, αλλά συνάμα τόσο αβάσταχτο που είναι σαν να πεθαίνει κανείς χίλιες φορές μία τέτοια μέρα. Μέσα σε αυτή την επιθυμία της φύσης για δημιουργία, η ανθρώπινη ψυχή κλονίζεται και επιθυμεί να ζήσει. Όμως όλα αυτά τελούνται κάτω υπό το βάρος μίας οδύνης, γιατί ήδη στο πρώτο απόσπασμα ο Σολωμός μας περιγράφει με τον πιο παραστατικό τρόπο  τη νεκρική σιωπή που επικρατεί στον κάμπο. Παντού βασιλεύει η ερημιά και ο θάνατος. Είναι μια βαθιά εσωτερική αλήθεια. Μόνο ένα πουλί κελαηδάει, καθώς έχει βρει ένα σπόρο για να φάει και η μάνα ζηλεύει που δεν μπορεί να βρει τίποτα για να ταΐσει τα παιδιά της, ενώ το τουφέκι του σουλιώτη έχει γίνει πια άχρηστο στα χέρια του, μία βαθιά επίγνωση τόσο για τον ίδιο όσο και για τον εχθρό. Ας παραθέσουμε όμως τους στίχους του πρώτου αποσπάσματος:

Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλός παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»


     Πηγή


Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

(Ελεύθεροι  Πολιορκημένοι, Β΄ Σχεδίασμα)


Οι αξεπέραστοι στίχοι του Δ. Σολωμού είναι σε όλους μας γνωστοί. Ο κάμπος του Μεσολογγίου, κατά τη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας και λίγο πριν την μεγάλη «έξοδο», το αθάνατο «αλωνάκι» του μεγάλου μας ποιητή Δ. Σολωμού, έγινε μέσα από την ποίησή του, σύμβολο αιώνιο απόφασης για ελευθερία, αψηφώντας τον βέβαιο θάνατο. (Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι, Δ. Σολωμός , Α΄ Σχεδίασμα)

Νεκρική σιγή, ερημιά, θάνατος, η μάνα που πεινάει και ορκίζεται  εκδίκηση. Και παράμερα ο «καλός» Σουλιώτης.

Ας σκιαγραφήσουμε σε λίγες γραμμές το πορτραίτο του Σουλιώτη, όπως μας το δίνει ο ποιητής εδώ και όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από την ιστορία που τον συνοδεύει.

Είναι ένας φυγάς, ένας εξόριστος από την πατρίδα του, το Σούλι, όταν αυτό με προδοσία ή όχι έπεσε στα χέρια του αδίστακτου και πολυμήχανου, Αλή Πασά(1803). Άλλοι Σουλιώτες τράβηξαν στα Τζουμέρκα, άλλοι στα Επτάνησα, άλλοι προς τη στερεά Ελλάδα. Διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Είναι λοιπόν ένας άπατρις που κουβαλάει όμως μαζί του την πατρίδα, το πάθος και το πείσμα για ελευθερία, το στίγμα ίσως της προδοσίας ενός πολύχρονου αγώνα, τη διάψευση του απόρθητου «οχυρού» της πατρίδας του και φυσικά τη φήμη - πραγματικότητα του άξιου και αξεπέραστου πολεμιστή.

Με βάση τα παραπάνω ο «καλός» Σουλιώτης, ο άξιος, ο αντρείος, ο γενναίος, ο ωραίος στέκει «παράμερα». Το επίρρημα αυτό, το οποίο χρησιμοποιεί και στο Α΄ Σχεδίασμα ο ποιητής, δείχνει ακριβώς την αποξένωση από την φυσική του ιδιότητα που είναι ο πόλεμος και ο αγώνας για ελευθερία. Δηλώνει την κατάντια αυτών των αδούλωτων ανθρώπων που δεν ήταν μόνο θέμα ήττας στο Σούλι, αλλά και αντιμετώπισης από τους ίδιους τους φορείς της εξουσίας του αγώνα. Νιώθει θιγμένος και «άχρηστος». Δεν είναι μόνο η πείνα, όπως εύκολα εικάζουμε, είναι περισσότερο η ψυχική καταρράκωση. Γι΄ αυτό και κλαίει, δηλαδή θλίβεται, σκέφτεται, μονολογεί, αναρωτιέται και μιλάει στο όπλο του, τον μοναδικό του σύντροφο.

Το αποκαλεί «έρμο», «σκοτεινό» και «βαρύ». Το έρμο, πέρα από τη σημασία έρημο, μόνο, παραπέμπει και στην έννοια του δυστυχισμένου, του αξιοθρήνητου (π.χ. Έρμη φτώχια). Καταπληκτική η λαϊκή εκδοχή της λέξης από τον ποιητή. Το ντουφέκι εκτός από αξιοθρήνητο είναι και σκοτεινό, ο ρόλος του δεν είναι ξεκάθαρος. Η απραξία ενοχλεί τον Σουλιώτη. Ας θυμηθούμε εδώ τα επεισόδια που σημειώθηκαν στο Μεσολόγγι από Σουλιώτες που εκβίαζαν τον Μπάυρον να τους αφήσει να πάνε να πολεμήσουν άμεσα. Κι εκείνος βρισκόμενος σε αδιέξοδο μπροστά στην ασυγκράτητη απαίτησή τους  έδωσε το ελεύθερο, με αποτέλεσμα την φρικτή ήττα στο Πέτα Άρτας (4 Ιουλίου 1822).

Το έρμο και σκοτεινό τουφέκι στα χέρια ενός καλού Σουλιώτη που το μόνο που έμαθε είναι να ασκείται για πόλεμο, στα άγρια βουνά, γίνεται επικίνδυνο. Το όπλο, από μέσο αγώνα στα χέρια του νέου, γίνεται ενοχή  και «προδοσία». Ο ρόλος του σκοτεινός και απροσδιόριστος. Γύρω του σιωπή. Πείνα, εξάντληση, και αδιέξοδο. Απέξω από το στρατόπεδο «όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί, τόσ’ άρματα σε κλειούνε». Και ο Αγαρηνός γνωρίζει πολύ καλά την κατάσταση.

Το όπλο στα χέρια του Σουλιώτη έγινε «βαρύ». Όχι τόσο από την πείνα, όσο από την έλλειψη προοπτικής του αγώνα. Το τουφέκι έγινε «βαρύ χρέος», έγινε «η τιμωρός αυτοσυνείδηση». Στο πρόσωπο του ηρωικού Σουλιώτη, καθρεφτίζεται κάθε αγωνιζόμενος Έλληνας εκείνης της καμπής του αγώνα! Η μόνη λύση στο δίλλημα αυτού του διαλόγου, Σουλιώτης- Όπλο θα δοθεί με την υπερβατική απόφαση της Εξόδου. Η κόψη του σπαθιού είναι ακριβώς το όριο μεταξύ σκλαβιάς και ελευθερίας, θανάτου και αθανασίας. Την ώρα που ο Σουλιώτης λύγισε «άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του», κατανόησε το βαθύτερο είναι του και τον προορισμό του. Όταν μέσα του ωρίμασε η απόφαση της εξόδου, κατανόησε πως η επιλογή του αυτή έχει νόημα πανανθρώπινο.

Λέγεται ότι πίσω από τον «καλό» Σουλιώτη του Σολωμού, λάμπει η μορφή του Μάρκου Μπότσαρη, του ατρόμητου και παράτολμου Σουλιώτη που έγινε ο λεοντόκαρδος υπερασπιστής της πόλης του Μεσολογγίου και έδωσε με αυταπάρνηση τη ζωή του για τον Αγώνα. Ο Σολωμός δεν μεροληπτεί υπέρ κάποιου αγωνιστή περισσότερο. Όλοι για αυτόν είναι οι αθάνατοι ήρωες. Μόνο στην περίπτωση του Μάρκου Μπότσαρη συγκινείται και ο ίδιος ο ποιητής και καταθέτει τη γνωστή ωδή του μετά τον θάνατο του ήρωα, όπου τον παρομοιάζει με τον Έκτορα της Τροίας.


Στην πλάκα του Μάρκου καθίζει

η Δόξα λαμπράδες γιομάτη·

κλεισμένο για πάντα το μάτι,

οπού ’χε πολέμου φωτιά·—

ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!


Πηγή





https://faretra.info/2021/03/24/nichterinos-apoplous-akra-tou-tafou-siopi-d-solomos-g-markopoulos-n-xilouris-i-klonaridis/

Η 4η Σταυροφορία και η πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης

Η Δ’ Σταυροφορία ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’ το 1201, για την κατάληψη των Αγίων Τόπων, που κατείχαν οι Μουσουλμάνοι, και ολοκληρώθηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

Ο αρχηγός της Δ’ Σταυροφορίας, Βονιφάτιος ο Μομφερατικός

Η Δ' Σταυροφορία ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' το 1201, για την κατάληψη των Αγίων Τόπων, που κατείχαν οι Μουσουλμάνοι. Ολοκληρώθηκε στις 12 Απριλίου 1204, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την προσωρινή κατάλυση της Ρωμανίας, χωρίς τη θέληση του Ποντίφικα.

Μετά την αποτυχία της τρίτης Σταυροφορίας (1189-1192) για την κατάληψη των Αγίων Τόπων, το ενδιαφέρον των δυτικοευρωπαίων ατόνησε. Την Ιερουσαλήμ, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας και της Αιγύπτου, ήλεγχε η μουσουλμανική δυναστεία των Αγιουβιδών. Το λατινικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ μόνο κατ' όνομα υπήρχε, περιορισμένο σε λίγες πόλεις στις ακτές της Παλαιστίνης.

Το ενδιαφέρον για μια νέα σταυροφορία ανακίνησε ο πάπας Ινοκέντιος Γ' το 1198. Στην αρχή συνάντησε τη γενική αδιαφορία των εστεμμένων της Ευρώπης, που είχαν τα δικά τους προβλήματα να επιλύσουν. Τον επόμενο χρόνο, κάποιοι ευγενείς, κυρίως από τα εδάφη της σημερινής Γαλλίας, πείσθηκαν να συγκροτήσουν ένα εκστρατευτικό σώμα, με επικεφαλής τον Κόμη Τιμπό της Καμπανίας. Ο Τιμπό πέθανε τον επόμενο χρόνο και αρχηγός της Δ' Σταυροφορίας ανακηρύχθηκε ο ιταλός κόμης Βονιφάτιος ο Μομφερατικός. Το σχέδιο προέβλεπε τη συγκέντρωση των Σταυροφόρων στη Βενετία και από εκεί θα κατευθύνονταν στην Αίγυπτο, όπου θα άρχιζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με σκοπό την κατάληψη της Ιερουσαλήμ.

Τη δύναμη των Σταυροφόρων συγκροτούσαν 33.500 άνδρες και 4.500 άλογα και τη διεκπεραίωσή τους στην Αίγυπτο ανέλαβαν έναντι ανταλλαγμάτων οι Ενετοί το 1200. Ζήτησαν 85.000 αργυρά μάρκα, τα μισά εδάφη που θα κατακτούσαν οι Σταυροφόροι και προθεσμία ενός έτους για τις ετοιμασίες της φιλόδοξης εκστρατείας. Το 1201 το μεγαλύτερο μέρος των Σταυροφόρων έφθασε στη Βενετία. Όμως, οι ηγέτες τους δεν τήρησαν τη συμφωνία και μόλις και μετά βίας συγκέντρωσαν 51.000 αργυρά μάρκα. Οι Ενετοί εξοργίσθηκαν και τους φυλάκισαν στο νησάκι Λίντο, έως ότου αποφασίσουν για την τύχη τους.

Ο γηραιός δόγης Ερρίκος Δάνδολος αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την περίσταση και να χρησιμοποιήσει τους Σταυροφόρους για τους δικούς του σκοπούς. Στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, όπου έγινε η επίσημη τελετή υποδοχής τους, ο δόγης πρότεινε στους αρχηγούς τους να επιτεθούν πρώτα στο λιμάνι της Ζάρας στη Δαλματία (σημερινή Κροατία), προκειμένου να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Η Ζάρα, που προμήθευε με ξυλεία τον στόλο του δόγη, είχε αποσκιρτήσει από τη Βενετία και βρισκόταν υπό προστασία του βασιλιά των Ούγγρων Έμερικ. Οι κάτοικοί της ήταν χριστιανοί και μάλιστα καθολικοί.

Για την επιχείρηση συμφώνησε απρόθυμα ο παπικός αντιπρόσωπος Καρδινάλιος Καπουάνο, όχι όμως και ο Πάπας Ινοκέντιος, που απείλησε με αφορισμό όσους σταυροφόρους στραφούν εναντίον χριστιανών. Τη σχετική επιστολή του φρόντισαν να την κρατήσουν μυστική οι επικεφαλής της εκστρατείας. Η επιχείρηση τελικά πραγματοποιήθηκε. Η πόλη της Ζάρας καταλήφθηκε, ύστερα από σύντομη πολιορκία και ο Πάπας Ινοκέντιος Γ' πραγματοποίησε την απειλή του.











Η είσοδος των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη (Ευγένιος Ντελακρουά, 1840)

Ο αρχηγός των Σταυροφόρων Βονιφάτιος ο Μομφερατικός δεν πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Ζάρα, φοβούμενος ίσως τις παπικές κυρώσεις. Πήγε να επισκεφθεί τον εξάδελφό του Φίλιππο της Σουηβίας, ο οποίος φιλοξενούσε τον συγγενή του Έλληνα πρίγκηπα Αλέξιο Άγγελο, γιο του ανατραπέντος αυτοκράτορα Ισαάκιου Β' Άγγελου. Ο Αλέξιος Άγγελος ζήτησε βοήθεια από τον Βονιφάτιο για να ανατρέψει τον θείο του αυτοκράτορα Αλέξιο Γ' Άγγελο και να επαναφέρει στον θρόνο τον τυφλό πατέρα του. Στα ανταλλάγματα που προσέφερε ήταν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, στρατιωτικές δυνάμεις για την ενίσχυση της εκστρατείας των Σταυροφόρων στην Αίγυπτο και την υποταγή της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης στον Πάπα.

Ο Βονιφάτιος θεώρησε δελεαστική την πρόταση και μαζί με τον Αλέξιο Άγγελο μετέβησαν στην Κέρκυρα για να συναντήσουν τους Σταυροφόρους που συμμετείχαν στην κατάληψη της Ζάρα και να ενημερώσουν τους αρχηγούς της Σταυροφορίας. Κάποιοι συμφώνησαν με την εκτροπή της Σταυροφορίας, άλλοι διαφώνησαν και αποχώρησαν, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους.

Ανάμεσα σε αυτούς που είδαν με καλό μάτι την πρόταση του Αλέξιου ήταν και οι Ενετοί. Λαός ναυτικός, επιζητούσαν την αύξηση της επιρροής τους στην Ανατολή εις βάρος της Γένουας και της Πίζας, που ήταν οι κύριοι ανταγωνιστές τους. Επιπροσθέτως, τους μισούσαν και ήθελαν να πάρουν εκδίκηση για τη σφαγή των συμπατριωτών τους, στη διάρκεια των αντιπαπικών ταραχών στην Κωνσταντινούπολη το 1182. Από την άλλη πλευρά, η Ρωμανία σπαρασσόταν από εμφύλιες διαμάχες και την καταστροφική πολιτική των τελευταίων Κομνηνών και της δυναστείας των Αγγέλων. Βρισκόταν σε προφανή παρακμή, ενώ είχαν αρχίσει οι αποσχιστικές τάσεις από φιλόδοξους τοπάρχες. Ο λαός στέναζε από τη βαριά φορολογία.

Ο στόλος των Ενετών και Σταυροφόρων έφθασε προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης στις 23 Ιουνίου 1203. Οι νεοφερμένοι έμειναν κατάπληκτοι από όσα έβλεπαν τα μάτια τους: «Δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι υπήρχε στον κόσμο τόσο οχυρή πόλη. Είδαν τα υψηλά τείχη, τους ισχυρούς πύργους, τα θαυμαστά παλάτια, τις μεγάλες εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές ώστε κανείς δεν θα το πίστευε αν δεν τις έβλεπε με τα μάτια του. Το μήκος της, το πλάτος της, έδειχναν πως ήταν βασιλεύουσα». Με τα λόγια αυτά περιγράφει τις πρώτες του εντυπώσεις ο ιστορικός και εκ των ηγετών της Σταυροφορίας Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος.

Αρχικός τους στόχος ήταν να αποκαταστήσουν στον θρόνο τον Ισαάκιο Β' Άγγελο. Οι κάτοικοι της Πόλης τους υποδέχθηκαν εχθρικά, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Αλέξιου Άγγελου. Στις 17 Ιουλίου οι Σταυροφόροι αποβιβάσθηκαν στη στεριά και επιτέθηκαν από τη νοτιοανατολική πλευρά της Πόλης. Έβαλαν μία μεγάλη φωτιά, που προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στην Πόλη. Οι κάτοικοι στράφηκαν κατά του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ' Άγγελου, ο οποίος έφυγε την ίδια νύχτα από την Πόλη. Ο Ισαάκιος Β' Άγγελος αφέθηκε ελεύθερος και αποκαταστάθηκε στο θρόνο του. Την 1η Αυγούστου ο γιος του Αλέξιος Άγγελος αναγορεύθηκε σε αυτοκράτορα, ως Αλέξιος Δ' Άγγελος. Η Ρωμανία βρισκόταν και πάλι σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου, αφού υπήρχαν δύο νόμιμοι αυτοκράτορες (Αλέξιος Γ' Άγγελος και Αλέξιος Δ' Άγγελος).









Η πολιορκία της
 Κωνσταντινούπολης

Ο νέος ηγεμόνας βρήκε τα ταμεία άδεια και γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις δεσμεύσεις του προς τους Σταυροφόρους. Διέταξε τότε να καταστραφούν εικόνες και αντικείμενα λατρείας, μόνο και μόνο για να πάρει τον χρυσό και τον άργυρο που περιείχαν. Ο λαός εξαγριώθηκε και θεώρησε ιεροσυλία την απόφαση αυτή του αυτοκράτορα. Ο αυλικός Αλέξιος Δούκας, γνωστός και ως Μούρτζουφλος, εξαιτίας των πυκνών φρυδιών του, εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση. Τον ανέτρεψε και τον στραγγάλισε. Ο Αλέξιος Δούκας ανέβηκε στο θρόνο ως Αλέξιος Ε'. Ο πρώην αυτοκράτορας Ισαάκιος Β' Άγγελος πέθανε ύστερα από λίγο, από φυσικά αίτια.

Οι Σταυροφόροι και οι Βενετοί, χωρίς προστάτες πλέον σε μια εχθρική γι' αυτούς περιοχή, βρέθηκαν προς στιγμή σε αμηχανία. Πάντως, στις 8 Απριλίου 1204 επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για μια ακόμη φορά, προκειμένου να τιμωρήσουν τον δολοφόνο του Αλέξιου Δ' Άγγελου. Ο Αλέξιος Ε' αντέταξε ισχυρή άμυνα, με σύμμαχο τον άσχημο καιρό. Οι επιτιθέμενοι το θεώρησαν θεϊκό σημάδι και θέλησαν να λύσουν την πολιορκία. Οι καθολικοί κληρικοί που τους συνόδευαν κατόρθωσαν να τους πείσουν να παραμείνουν και να καταλάβουν την Πόλη, με τα επιχειρήματα ότι οι Έλληνες είναι προδότες και δολοφόνοι επειδή σκότωσαν τον σεβαστό Αλέξιο Δ' και ότι είναι χειρότεροι από τους Εβραίους. Ο Πάπας Ινοκέντιος Γ', για μια ακόμη φορά, είχε διαμηνύσει στους Σταυροφόρους να μην επιτεθούν και να μην σκοτώσουν ούτε έναν χριστιανό, αλλά και πάλι η σχετική επιστολή του απεκρύβη από τους παπικούς απεσταλμένους.

Στις 12 Απριλίου 1204, οι Σταυροφόροι πραγματοποίησαν την τελική τους έφοδο κατά της Κωνσταντινούπολης, βοηθούμενοι και από τον καλό καιρό. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε' Μούρτζουφλος την είχε εγκαταλείψει κι έτσι την κατέλαβαν με σχετική ευκολία, παρά την αντίσταση της αυτοκρατορικής φρουράς, που την αποτελούσαν οι σκανδιναβοί Βάραγγοι. Για τρεις μέρες οι «Στρατιώτες του Χριστού» επιδόθηκαν σε παντός είδους βανδαλισμούς και φρικαλεότητες. Δεν δίστασαν να βεβηλώσουν ακόμη και ιερούς χώρους, ανεβάζοντας στον πατριαρχικό θρόνο μία πόρνη, σύμφωνα με τον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη. Όταν ο Πάπας έμαθε για τις βδελυρές πράξεις των Σταυροφόρων εξέφρασε την ντροπή και τον αποτροπιασμό του.

Για τα επόμενα 59 χρόνια ο ελλαδικός χώρος θα ζήσει υπό καθεστώς Φραγκοκρατίας. Η τάξη θα αποκατασταθεί το 1261, με την εκδίωξη των Λατίνων και την ανασύσταση της Ρωμανίας από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο.

Η Τέταρτη Σταυροφορία, μόνο κατ' όνομα υπήρξε. Σχεδόν κανένας από τους λατίνους μαχητές δεν πάτησε το πόδι του στους Αγίους Τόπους, παρά μόνο διοχέτευσαν όλη τους την ενέργεια στην καταστροφή της Ρωμανίας. Η κληρονομιά που άφησε πίσω της η Τέταρτη Σταυροφορίας είναι η ολοκλήρωση του Σχίσματος μεταξύ Καθολικής Δύσης και Ορθόδοξης Ανατολής και ο τεμαχισμός της Ρωμανίας σε λατινικά (Πριγκιπάτο της Αχαΐας, Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, Βασίλειο των Αθηνών, Βασίλειο του Αιγαίου, Ηγεμονία της Κωνσταντινούπολης) και ελληνικά κρατίδια (Δεσποτάτο της Ηπείρου, Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, Αυτοκρατορία της Νικαίας). Η αποτυχία του να ελέγξει του Σταυροφόρους έγινε μάθημα στον Ινοκέντιο και τους διαδόχους του στην Αγία Έδρα κι έτσι δεν υποστήριξαν αμέσως καμία από τις επόμενες Σταυροφορίες.

Οκτακόσια χρόνια αργότερα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' εξέφρασε τη λύπη του για τις ωμότητες των Σταυροφόρων, οι οποίοι «εστράφησαν εναντίον των εν Χριστώ αδελφών μας», όπως ανέφερε το 2001 σε επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Ανάλογη ήταν και η συγγνώμη του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α', κατά τη συνάντησή τους στο Βατικανό το 2004.




       Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/246

Όσιος Ακάκιος ο Νέος, ο Καυσοκαλυβίτης


Eι και νέος συ Aκάκιε τοις χρόνοις,
Aλλ’ ουν παλαιούς υπερήρας τοις πόνοις.


Λειτουργικά κείμενα

Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής Επίσκοπος Παρίου



Χαίρων τελεύτα, Βασίλειε τρισμάκαρ.
Ἐκεῖ γὰρ ἥξεις, οὗ χαρᾶς πλησθῇς ὅσης.
Δωδεκάτῃ Βασίλειε ταφήϊα δύσσαο νεκρός.


Λειτουργικά κείμενα



Οπτικοακουστικό Υλικό


                Πηγή

Δ' Χαιρετισμοί


Πληροφορίες για τον Ακάθιστο Ύμνο βλέπε εδώ.

Ακάθιστος Ύμνος - Δ' Στάσις

Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

μνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.

Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

 πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.


Πηγή