Σάββατο 27 Απριλίου 2024
Αδαμάντιος Κοραής
Έλληνας γιατρός και λόγιος. Υπήρξε πνευματικός αρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης, εισηγητής και κύριος εκφραστής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Ο Χιώτης γιατρός και λόγιος Αδαμάντιος Κοραής είναι μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του νεότερου ελληνισμού. Πνευματικός αρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης, ισάξιος του Ρήγα Φεραίου και του Διονυσίου Σολωμού, είναι ο μεγάλος δάσκαλος του γένους, εισηγητής και κύριος εκφραστής του Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο.
Ο Αδαμάντιος Κοραής γεννήθηκε στις 27 Απριλίου 1748 στη Σμύρνη από οικογένεια λογίων και εμπόρων. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Χιώτη Ιωάννη Κοραή, εμπόρου και προεστού της Σμύρνης και της Σμυρνιάς Θωμαϊδας Ρυσίου, κόρης του λογίου εμπόρου και δάσκαλου Διαμαντή Ρυσίου. Εντρυφώντας από μικρός στην πλούσια βιβλιοθήκη του παππού του είχε μεγάλη επιθυμία για μόρφωση.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη φημισμένη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Σε ηλικία 23 χρονών έφυγε για το Άμστερνταμ της Ολλανδίας, για να ασχοληθεί με τις εμπορικές υποθέσεις του πατέρα του. Εκεί όμως τον κέρδισε περισσότερο ο Λόγιος παρά ο Κερδώος Ερμής.
Ύστερα από επτά χρόνια γύρισε στη Σμύρνη και αφού έπεισε τον πατέρα του, έφυγε το 1782 για το Μονπελιέ της Γαλλίας, όπου σπούδασε ιατρική. Από εκεί εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι, «τας νέας Αθήνας», γιατί ήταν το μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο της εποχής. Γρήγορα έγινε γνωστός στους επιστημονικούς κύκλους και αναγνωρίστηκε η αξία του ως φιλόλογος και όχι ως γιατρός, γιατί ουδέποτε άσκησε την ιατρική.
Ο Κοραής επιδόθηκε με ζήλο στη μελέτη της κλασικής φιλολογίας και της νεοελληνικής γλώσσας. Συγχρόνως άρχισε να τυπώνει διαφωτιστικά φυλλάδια και βιβλία. Από τα πρώτα είναι η γνωστή «Αδελφική διδασκαλία προς τους Γραικούς» (1798), που συνιστούσε απάντηση στην «Πατρική διδασκαλία», ένα κείμενο που αποδίδεται στον πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμο και το οποίο αποσκοπούσε στην αποτροπή της διείσδυσης των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης στον Ελληνισμό. Ακόμη είναι γνωστά τα κείμενα πολιτικού χαρακτήρα «Άσμα Πολεμιστήριον» (1800) και «Σάλπισμα Πολεμιστήριον» (1801), το ένα έμμετρο, το άλλο πεζό, εμπνευσμένα από τη γαλλική πολιτική του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην Ανατολική Μεσόγειο και τις ελπίδες που είχε προκαλέσει στον Ελληνισμό πιθανή γαλλική συμπαράσταση για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Το 1805, με την υλική ενίσχυση των Ζωσιμάδων, άρχισε την έκδοση της «Ελληνικής Βιβλιοθήκης», μιας σειράς με έργα αρχαίων συγγραφέων, με προλεγόμενα τους «Αυτοσχεδίους Στοχασμούς» του, για την παιδεία και τη γλώσσα, για την οποία υποστήριξε το μέσο δρόμο. Ούτε την αρχαία ελληνική ήθελε, ούτε τη δημοτική. Ο μέσος δρόμος του Κοραή ήταν η καθαρεύουσα.
Την επανάσταση του 1821 δεν την άκουσε με μεγάλη ευχαρίστηση, γιατί την ήθελε τριάντα χρόνια αργότερα, για να ωριμάσει καλύτερα ο σπόρος της παιδείας. Μια όμως κι άρχισε, έπρεπε να επιτύχει, και για το σκοπό αυτό εργάστηκε ακόμη περισσότερο. Ο ίδιος δεν κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα, για να πολεμήσει με το όπλο στο χέρι, γιατί ήταν πια γέρος. Πολέμησε όμως με την πέννα του.
Φιλελεύθερο πνεύμα, προσπάθησε να αποτρέψει την υιοθέτηση ανελεύθερων λύσεων. Γνωστή είναι η πολεμική του εναντίον της «αυταρχικής» διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια. Η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του προς το Έθνος, θα του αποστείλει ψήφισμα με την έκφραση ευγνωμοσύνης.
Ο Κοραής εργάστηκε ακούραστα πάνω από 40 χρόνια. Καρπός της εργασίας αυτής είναι το πλούσιο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του, περίπου 70 τόμοι, με μεγάλη ποικιλία ύλης. Βιβλία θρησκευτικά, ιατρικά, φιλοσοφικά, φιλολογικά, εθνικά, γλωσσικά, παιδαγωγικά και λογοτεχνικά. Ξεχωρίζει για τη λογοτεχνική του χάρη, όσο κι αν την κρατάει πάντα υποδουλωμένη στην εθνική σκοπιμότητα, και τοποθετείται έτσι ανάμεσα στους πατέρες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ιδίως με το αφήγημα «Ο Παπατρέχας» και τις «Επιστολές», ιδίως προς τον Πρωτοψάλτη της Σμύρνης Δημήτριο Λώτο, που θεωρούνται πρότυπο στο είδος τους.
Ο Αδαμάντιος Κοραής πέθανε στο Παρίσι στις 6 Απριλίου 1833, ύστερα από σύντομη ασθένεια που προκλήθηκε από πτώση του στο εσωτερικό του σπιτιού του. Ενταφιάστηκε με τις φροντίδες φίλων και μαθητών του στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς, όπου υπάρχει έκτοτε κενοτάφιο με την προτομή του σε επιτύμβια στήλη.
Το 1875 στήθηκε, με πανελλήνιο έρανο, ο μαρμάρινος ανδριάντας του, στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών και δύο χρόνια αργότερα, στις 8 Απριλίου 1877, το ελληνικό χώμα δέχτηκε τα οστά του σ’ ένα μεγαλόπρεπο μνήμα στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας.
Πολλά από τα βιβλία του, που αποτελούσαν και το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο, τα κληροδότησε στη Χίο, την οποία θεωρούσε πατρίδα του, και έκτοτε βρίσκονται στη Δημόσια Κεντρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Χίου «Κοραής».
- Διαβάστε: Αδαμάντιος Κοραής - Αποφθέγματα
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2615
Γιάννης Μακρυγιάννης
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης υπήρξε ένας από τους σημαίνοντες αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης και συγγραφέας των περίφημων «Απομνημονευμάτων» του.
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης υπήρξε ένας από τους σημαίνοντες αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης. Η περίοπτη θέση που κατέχει ως τις μέρες στην συλλογική μνήμη, οφείλεται πρωτίστως στα «Απομνημονεύματά» του, που εξέδωσε το 1907 ο ιστοριοδίφης και συγγραφέας Γιάννης Βλαχογιάννης και τα οποία ύμνησαν οι λογοτέχνες της λεγόμενης «γενιάς του 30», ως ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τον Μακρυγιάννη ως τον πιο «σημαντικό πεζογράφο της νέας ελληνικής λογοτεχνίας», σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη.
Ο Ιωάννης Τριαντάφυλλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1797 στα κακοτράχαλα βουνά της Δωρίδας, στο χωριό Αβορίτη, τρεις ώρες δρόμο από το Λιδωρίκι. Το «Μακρυγιάννης» είναι παρατσούκλι και τού δόθηκε από τους συγχωριανούς του, για το ψηλό του ανάστημα. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του Δημήτριο Τριαντάφυλλο, που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους στην Λιβαδειά.
Σε ηλικία επτά ετών δόθηκε ως ψυχογιός σ’ ένα πλούσιο έμπορο της πόλης, που όμως τον κακομεταχειριζόταν.Ύστερα από διάφορες περιπλανήσεις, βρέθηκε στο σπίτι του συμπατριώτη του Αθανασίου Λιδωρίκη, που ζούσε στην Άρτα και διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Αλή Πασά. Εκεί ασχολήθηκε με τον εμπόριο και σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα πλούτισε, αποκτώντας «σπίτι, υποστατικά, μετρητά και ομολογίες», σύμφωνα με τα όσα γράφει στα «Απομνημονεύματά» του.
Η επαναστατική δράση του Γιάννη Μακρυγιάννη
Το 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επανάστασης συνελήφθη από τους Τούρκους στην Άρτα. Γρήγορα όμως δραπέτευσε και εντάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Πήρε μέρος στις μάχες του Σταυρού (4 Αυγούστου 1821) και στην πολιορκία της Άρτας (12 Νοεμβρίου – 4 Δεκεμβρίου 1821).
Στα τέλη του 1821 αρρώστησε σοβαρά και επανήλθε στην αγωνιστική δράση με την εκπόρθηση του Πατρατζικίου (σημερινής Υπάτης), στις 2 Απριλίου 1822, επικεφαλής μικρού στρατιωτικού σώματος από συντοπίτες του. Στις 4 Ιουλίου 1822, πολέμησε στην Μάχη του Πέτα, όπου τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι. Την 1η Ιανουαρίου 1823, ο Μακρυγιάννης διορίστηκε «Επιστάτης της Δημοσίας Τάξεως» στην απελευθερωμένη Αθήνα.
Το καλοκαίρι του 1823 συμπολέμησε με τον Νικηταρά στις μάχες της Βελίτσας και της Πέτρας και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου βρέθηκε στην Πελοπόννησο με τους Ρουμελιώτες και πολέμησε στο πλευρό της κυβέρνησης του Γεωργίου Κουντουριώτη, κατά την διάρκεια των εμφυλίων συρράξεων. Για την δράση του αυτή, μέσα στο 1824 προήχθη διαδοχικά σε χιλίαρχο, αντιστράτηγο και στρατηγό.
Με την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (24 Φεβρουαρίου 1825), ο Μακρυγιάννης διορίστηκε πολιτάρχης της Αρκαδιάς (σημερινής Κυπαρισσίας) και συνεισέφερε στην άμυνα του Νεοκάστρου της Πύλου. Μετά την κατάληψή του από τον Ιμπραήμ (6 Μαΐου 1825), έσπευσε στους Μύλους, όπου οργάνωσε την άμυνα της περιοχής. Στις μάχες που επακολούθησαν (13-14 Ιουνίου 1825), ο Ιμπραήμ παρά την αριθμητική του υπεροχή δεν κατόρθωσε να κάμψει την αντίσταση των Ελλήνων και υποχώρησε άπρακτος. Στην μάχη αυτή τραυματίστηκε ο Μακρυγιάννης και διακομίστηκε στο Ναύπλιο.
Μετά την αποθεραπεία του, μετέβη στην Αθήνα και συμμετείχε στην οργάνωση της άμυνας της πόλης και της Ακρόπολης. Μέσα στο 1825, νυμφεύτηκε την Αικατερίνη Σκουζέ, κόρη του Αθηναίου μεγαλοκτηματία Γεωργαντά Σκουζέ, με την οποία απέκτησε 12 παιδιά.
Μετά τον θάνατο του Γιάννη Γκούρα (30 Σεπτεμβρίου 1826), ο Μακρυγιάννης ανέλαβε την ευθύνη των επιχειρήσεων για την υπεράσπιση της Ακρόπολης από τις δυνάμεις του Κιουταχή, που τήν πολιορκούσαν. Στις μάχες της Ακρόπολης τραυματίστηκε σοβαρά τρεις φορές στο κεφάλι και το λαιμό. Εν τούτοις ανένηψε και έλαβε μέρος στις Μάχες της Καστέλλας (30 Ιανουαρίου 1827) και του Αναλάτου (24 Απριλίου 1827).
Η πολιτική δράση του Γιάννη Μακρυγιάννη
Μετά την απελευθέρωση ο Μακρυγιάννης τοποθετήθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου. Κατά την περίοδο αυτή και συγκεκριμένα στις 26 Φεβρουαρίου 1829 άρχισε να γράφει τα «Απομνημονεύματα» του «για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιούτα που δεν τα συνηθώ». Αν και εντελώς αγράμματος, μας κληροδότησε ένα έργο μεγάλης πνοής και αυθεντικότητας, το οποίο ο Κωστής Παλαμάς χαρακτήρισε «ασύγκριτο στο είδος του, αριστούργημα του αγράμματου, μα γερού και αυτόνομου μυαλού», ενώ ο Γιώργος Σεφέρης τόν αναδεικνύει ως έναν από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους.
Στην συνέχεια ήρθε σε ρήξη με τον Καποδίστρια και μετά την δολοφονία του συντάχθηκε με τους λεγόμενους «Συνταγματικούς» εναντίον των αδελφών του Βιάρου και Αυγουστίνου Καποδίστρια. Χαιρέτησε την άφιξη του Όθωνα, αλλά γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση με τόσο με την Αντιβασιλεία όσο και με τον ίδιο τον βασιλιά.
Από το 1833 ο Μακρυγιάννης εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων και τον Ιανουάριο του 1837 ως πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου εισηγήθηκε στο σώμα την έκδοση ψηφίσματος για την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα. Για την ενέργειά του αυτή παύθηκε και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό με διαταγή του Άρμανσμπεργκ.
Έξι χρόνια αργότερα συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα στους υπηκόους του. Στην εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε για αυτό το σκοπό στις 8 Νοεμβρίου είχε ενεργό ρόλο σχηματίζοντας ομάδα 63 βουλευτών (πληρεξουσίων).
Στις 13 Απριλίου 1852 κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε να δολοφονήσει τον Όθωνα και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τον Μάρτιο του 1853 δικάσθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά και τον Σεπτέμβριο του 1854 του δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε.
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης πέθανε στις 27 Απριλίου 1864, σε ηλικία 67 ετών.
Το έθιμο των Λαζαρίνων
Ένα από τα πιο ξεχωριστά έθιμα του Σαββάτου του Λαζάρου. Συμμετέχουν μόνο γυναίκες και αναβιώνει κάθε χρόνο στην Αιανή, την ιστορική έδρα του Δήμου Κοζάνης.
Οι Λαζαρίνες είναι ένα από τα πιο ξεχωριστά έθιμα του Σαββάτου του Λαζάρου, ημέρα που ξεκινά η εθιμική περίοδος του Πάσχα. Το έθιμο, στο οποίο συμμετέχουν μόνο γυναίκες, αναβιώνει κάθε χρόνο στην Αιανή, την ιστορική έδρα του Δήμου Κοζάνης. Μέρες πριν, οι πολύχρωμες παραδοσιακές φορεσιές των Λαζαρίνων με τα περίτεχνα κοσμήματα και τα μοναδικά διαδήματα βγαίνουν από τις ντουλάπες και τις προθήκες για να φρεσκαριστούν και να ενώσουν το παρελθόν με το παρόν.
Το έθιμο έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και σχετίζεται με την αναγέννηση της φύσης και την ανανέωση της ζωής και μοιάζει με τα γνωστά «Παρθένεια» της αρχαιότητας. Ερευνητές της παράδοσης, μελετώντας το έθιμο σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας, θεωρούν ότι τα Λαζαριάτικα ή Λαζαριανά τραγούδια σχετίζονται με τα αρχαία κάλαντα της εαρινής πρωτοχρονιάς που προσαρμόστηκαν στις ανοιξιάτικες γιορτές, όπως το Σάββατο του Λαζάρου, προάγγελος της ανάστασης του Κυρίου.
Η αποκλειστική συμμετοχή των κοριτσιών εξηγείται με το γεγονός ότι ο Λάζαρος είχε μόνο αδερφές. Στους χρόνους της τουρκοκρατίας συμβόλιζε την ελπίδα του σκλαβωμένου γένους για την εθνική ανάσταση. Στους κατοπινούς χρόνους, στην Αιανή και την ευρύτερη περιοχή της Ελίμειας, πήρε περισσότερο τον χαρακτήρα γυναικείου χορευτικού δρώμενου, όπου έπαιρναν μέρος οι έφηβες και οι γυναίκες σε ηλικία γάμου.
Παλιότερα την παραμονή του Λαζάρου οι νεαρές ανύπαντρες γυναίκες συγκεντρώνονταν στο κονάκι, (ένα σπίτι που όριζαν σε μια γειτονιά). Διασκέδαζαν, προετοίμαζαν τις στολές τους και σχημάτιζαν τα μπλίκια (παρέες). Από εκεί ξεκινούσαν για να επισκεφθούν τους μαχαλάδες (συνήθως τις μισές γειτονιές του χωριού), όπου χόρευαν και τραγουδούσαν προσαρμόζοντας το τραγούδι τους για τη νοικοκυρά ή τον νοικοκύρη, τον παπά, το δάσκαλο, τον πρόεδρο της κοινότητας που τους υποδέχονταν και κατέληγαν στην πλατεία του χωριού για να τραγουδήσουν αντιφωνικά (εκ περιτροπής) τα τραγούδια του «Λάζαρη».
Από το κονάκι ξεκινούσαν και την επομένη, ανήμερα του Λαζάρου, τα μπλίκια των Λαζαρίνων για να επισκεφθούν και τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού και το απόγευμα συγκεντρώνονταν το ένα μετά το άλλο στην κεντρική πλατεία για τον τρανό χορό «το Τσιντσιρό», το αποκορύφωμα του δρώμενου. Κάθε «μπλίκι» που έφτανε στην πλατεία, διέκοπτε το τραγούδι των άλλων, έμπαινε στην αρχή του χορού κι έλεγε το τραγούδι «Τσιντσιρό», σε στίχους του τοπικού γλωσσικού ιδιώματος.
Οι Λαζαρίνες της Αιανής φέρουν καταστόλιστες τοπικές ενδυμασίες, οι οποίες διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία του κοριτσιού. Ξεχωρίζουν τα κοσμήματα όπως καδένες, φλουριά, πόρπες, αλυσίδες, χαϊμαλιά, κιουστέκια, δείγματα της γιαννιώτικης λαϊκής τέχνης, καθώς και το διάδημα που φέρουν στο κεφάλι τους (το λουδ'=λουλούδι) από τριαντάφυλλα κι άλλα λουλούδια, σύμβολα της γονιμότητας, πλεγμένα από στέφανα γάμων.
«Το διάδημα», σύμφωνα με τον Κώστα Σιαμπανόπουλο, εκ των εμπνευστών-δημιουργών του Λαογραφικού Μουσείου Κοζάνης, «έχει συμβολικό χαρακτήρα και το φέρουν οι Λαζαρίνες σε ανάμνηση του χρυσού στεφανώματος του Βασιλιά Φιλίππου Β’ στις Αιαναίες γυναίκες που ρίχτηκαν με γενναιότητα στη μάχη με εχθρικά φύλα».
Στο Τσιντσιρό μπορούσαν να συμμετέχουν αρραβωνιασμένες και νιόπαντρες. Ο συγκεκριμένος χορός αποτελεί και την ιδιαιτερότητα της Αιανής στο δρώμενο, αφού στα άλλα χωριά της Ελίμειας (Λευκοπηγή, Κρόκος, Αγία Παρασκευή) το έθιμο περιορίζεται μόνο σε επισκέψεις των Λαζαρίνων στα σπίτια. Την Κυριακή των Βαΐων μετά το εκκλησίασμα οι γυναίκες της Αιανής έστηναν τρανό χορό έξω από την εκκλησία του «Αη-Γιώργη» ή στην πλατεία με Βαϊάτικα τραγούδια.
Τις τελευταίες δεκαετίες το έθιμο επικεντρώθηκε στην ημέρα του Σαββάτου του Λαζάρου, ενώ οι επισκέψεις στα σπίτια γίνονται μόνο από «μικρές Λαζαρίνες» από μικρά κορίτσια κι έφηβες έως 15 χρόνων, με τις μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες του χωριού να συμμετέχουν στον τρανό χορό. Λόγω της πανδημίας το 2020 και το 2021 οι εκδηλώσεις δεν πραγματοποιήθηκαν.
Πριν από την πανδημία οι Λαζαρίνες της Αιανής είχαν προχωρήσει σε δράσεις εξωστρέφειας, παρουσιάζοντας το έθιμο κι εκτός των ορίων του πρώην δήμου Αιανής (Κοζάνη, Θεσσαλονίκη, Καβάλα), έχοντας την ενεργό στήριξη του συνόλου των κατοίκων, της τοπικής αυτοδιοίκησης και κυρίως των καλλιτεχνών της Αιανής (μουσικών, φωτογράφων, λογοτεχνών, επιστημόνων, εκπαιδευτικών κ.ά.), ενώ ο εικαστικός Σωτήρης Σιουτζιούκης με το «κεντημένο» γραφιστικό λογότυπο του «λ» προσέδωσε την οπτική ταυτότητα των Λαζαρίνων της Αιανής.
Κάλαντα του Λαζάρου
Το Σάββατο του Λαζάρου (το Σάββατο πριν από την Κυριακή των Βαΐων) τα παιδιά γυρίζουν τα σπίτια και τραγουδούν τα ειδικά κάλαντα (Λαζαρικά) σε διάφορες παραλλαγές, που εξιστορούν την «εκ νεκρών έγερση» του Λαζάρου.
Τελειώνοντας το τραγούδι τους τα Λαζαράκια, όπως αποκαλούνται οι καλαντιστές της ημέρας, συνεχίζουν με ευχετικούς και επαινετικούς στίχους για το σπίτι και δέχονται ως φιλοδώρημα αυγά που τα τοποθετούν σ’ ένα στολισμένο καλαθάκι (σε κάποιες περιοχές φρούτα, κουλουράκια ή χρήματα). Τον Λάζαρο τραγουδούν κυρίως κορίτσια σχολικής ηλικίας, τα οποία αποκαλούνται λαζαρίνες, λαζαρίτσες, λαζαρούδισσες κ.α.
Γενικότερα, το Σάββατο του Λαζάρου λαμβάνει χαρούμενο χαρακτήρα, καθώς η έγερση του Λαζάρου προαναγγέλλει την Ανάσταση του Χριστού.
Τα κάλαντα του Λαζάρου
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.
Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που 'ν' το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
Που 'ν' το στόμα μου, σαν περιβόλι.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ’φέρε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.
Παραλλαγή 1
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε κι ο Χριστός να πούμε τ’ Άγια
Ήρθε ο Χριστός απ’ την Καισαρία
Εκεί έβρισκε Μάρθα και Μαρία
Μάρθα, που ’ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σας
φίλος του Χριστού και ιδικός μας;
Λένε αφέντη μου, που είναι απεθαμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένους.
Ας υπάγουμε να τον ιδούμε
και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Λέγε Λάζαρε, τι είδες στον Κάτω Κόσμο που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Όσα φύλλα έχει ο κίσσαρας και η πόλη παραθύρια
Τόσα καλά να δώσει ο Θεός εδώ που τραγουδούμε
και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βρούμε.
Παραλλαγή 2
Αν είναι με το θέλημα
και με τον ορισμό σας,
Λαζάρου την Ανάσταση
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Έβγατε παρακαλούμε,
για να σας διηγηθούμε,
για να μάθετε τι εγίνη,
σήμερα στην Παλαιστίνη.
Σήμερον έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία·
Λάζαρον τον αδερφό τους
τον γλυκύ και καρδιακό τους,
τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την τετάρτη,
κίνησε ο Χριστός για να ’ρθη.
Και εβγήκεν κι η Μαρία
έξω από τη Βηθανία.
Και εμπρός του γόνυ κλει,
και τους πόδες του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θ’ απέθνησκε ο αδερφός μου.
Μα κι εγώ τώρα πιστεύω,
και καλότατα εξεύρω,
ότι δύνασ’ αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία.
’Κείνοι παρευθύς επήγαν
και τον τάφο του εδείξαν.
Τον τάφο να μου δείξετε
και ’γω θε να πηγαίνω.
Τραπέζι να ’τοιμάσετε,
και ’γω τον ανασταίνω.
Επήγαν και του έδειξαν
τον τάφο του Λαζάρου.
Τους είπε και εκύλισαν
τον λίθο, πούχε απάνου.
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρο.
Λάζαρον θα σου τον πάρω.
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς από τον Άδη,
ως εξαίσιο σημάδι,
Λάζαρος απενεκρώθη,
ανεστήθη και σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος
και με το κηρί ζωσμένος.
Εκεί Μάρθα και Μαρία,
εκεί κι όλη η Βηθανία.
Μαθητές και Αποστόλοι
τότε ευρεθήκαν όλοι,
δόξα τω Θεώ φωνάζουν,
και το Λάζαρο εξετάζουν.
Παραλλαγή 3
-Λάζαρε, πες μας τι είδες,
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι.
Της καρδούλας μου το λέω,
και μοιρολογώ και κλαίω.
Του χρόνου πάλι να ’ρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε.
Στον οίκο σας χαρούμενοι,
τον Λάζαρο να πούμε.
Σε τούτο τ’ αρχοντόσπιτο
πέτρα να μη ραϊσει.
Και ο νοικοκύρης του σπιτιού,
χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια εκατό,
και να τα ξεπεράσει.
Παραλλαγή 4 (Σύρου)
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια,
Ήρθε η Κυριακή που τρων' τα ψάρια
- Που ’σουν Λάζαρε που ειν' η φωνή σου
Που σε γύρευε η μάνα κι η αδελφή σου
- Ήμουνα στη γη, στη γη χωμένος
Κι από τους νεκρούς, νεκρούς αναστημένος.
Δώστε μου νερό, νερό λιγάκι
να ξεπλύνω της καρδιάς μου το φαρμάκι
Βάγια βάγια των βαγιών, τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή, τρώνε το παχύ αρνί.
Το τραγούδι του Λαζάρου
(Παραδοσιακό Κυπριακό)
Έαρ ημίν επέφανεν, τοις πάσι το μηνύον
την του Λαζάρου έγερσιν, ξένον, φρικτόν σημείον.
Άνθη και ρόδα εύοσμα, κατάνυξις ψυχής τε,
και λέγω σας, ακροαταί, εις την χαράν να είσθε.
Ακούσατε την έγερσιν του τεταρταίου φίλου
και την χαράν, ην έλαβον αι αδελφαί εκείνου,
δια να καταλάβετε τι είναι θεία Αγάπη
και πώς ψυχή λυτρώννεται από πικρόν τον Άδην,
ως και αυτός ο Λάζαρος, όστις είχεν αγάπην
με τον Δεσπότην τον Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.
Αρχίζω την διήγησιν κι όλοι ακροασθείτε
με πόθον και με προσοχήν,για να ωφεληθήτε.
Ο Λάζαρος κατήγετο από την Βηθανίαν
και τον Χριστόν εδέχετο με περισσήν φιλίαν.
Είχεν και δύο αδελφάς, την Μάρθαν και Μαρίαν,
είχον αγάπην περισσήν και καθαράν καρδίαν.
Αυτός λοιπόν ησθένησεν ασθένειαν μεγάλην
και πυρετός τον έβαλεν, κι είχεν μεγάλην ζάλην.
Μα ο Χριστός ευρίσκετο εις μίαν άλλην πόλιν
με όχλον πολυάριθμον ομού και αποστόλοι.
Τοις μαθηταίς του έλεγεν με την βραχυλογίαν,
«σηκούτε να υπάγωμεν πάλιν στην Βηθανίαν,
ο Λάζαρος κεκοίμηται και θέλω να κινήσω,
δια να πάγω προς αυτόν και να τον εξυπνήσω.»
Οι μαθηταίς δεν εννοούν το τί ’θελεν να είπη,
ο Λάζαρος απέθανεν, κι είναι μεγάλη λύπη,
ημέρες είναι τέσσερεις, που είναι πεθαμμένος
και εις τον τάφον βρίσκεται κ’ είναι λαζαρωμένος.
Τότε λοιπὸν ξεκίνησαν να παν στην Βηθανίαν
οι αποστόλοι κι ο Χριστός και όλ’ η συνοδεία.
Η Μάρθα τους προϋπαντά με θρήνους και με γόους
και προσκυνούσα τον Χριστόν, λέγει αυτούς τους λόγους:
«Άν ήσο ώδε, Κύριε, o Λάζαρος, ο φίλος
ποτέ δεν θα απέθνησκεν το βέβαιον εκείνος.»
Κι ο Ιησούς μας ο Χριστός τότε συνεκινήθην:
«Μάρθα, Μαρία, μην κλαίτε, μόνον έχετε πίστιν
ο γαρ πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσει.»
Λεγ’ η Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, όσ’ αν αιτήσης,
Σου τα χαρίζει ο Θεός, αν θέλης και ορίσης».
Της λέγει «που τεθήκατε τον Λάζαρον τον φίλον,
υπάγετε ουν έμπροσθεν και δείξατέ μοι εκείνον».
Και παρευθύς επρόσταξεν τούτον να ποιήσουν,
τον λίθον εκ του μνήματος να τον αποκυλίσουν.
Επάνωθεν του μνήματος εστάθην και δακρύζει.
Κι ως άνθρωπος εδάκρυσεν με ευσπλαχνίαν,
να δείξει την συμπάθειαν και την επιεικείαν,
και ως Θεός εφώναξεν μίαν φωνήν μεγάλην,
«Λάζαρε, δεύρο έξελθε», κι ηκούσθην εις τον Άδην.
Ο Άδης αναστέναξεν, έτρεμεν, εφοβείτον,
ως ήκουσεν του Ιησού την θεϊκήν φωνήν του
τον Λάζαρον απέλυσεν ευθύς και τον αφίνει
και τον βιάζει μάλιστα μήπως εκεί απομείνη.
Εξήλθεν ουν ο Λάζαρος έξω λαζαρωμένος,
κίτρινος, μαύρος και χλωμός και τεταπεινωμένος.
Επρόσταξεν κι ελύσαν του τας χείρας και τας πόδας,
και πήγεν εις τον oίκον του μονάχος...
Αρβανίτικα Κάλαντα του Λαζάρου
(περιοχής Θίσβης Βοιωτίας)
Τσιράν τσιράν γκιτόνεζα
ντιλj μόι νούσεζα ερέ
ιπι ντjάλjετe νj βε
πeρ τε βαπς νe κουκj μπογιά
τε χάι Πασχ τeμπeδά
Απόδοση στα Ελληνικά
Τσιράνι* τσιράνι γειτόνισσα
βγες καλέ νύφη μου καινούργια
και δώσε στο παιδί ένα αβγό
για να το βάψει σε κόκκινη μπογιά
να το φάει το Μεγάλο Πάσχα.
* τσιράνι=κίτρινα λουλουδάκια, με τα οποία τα παιδιά στόλιζαν τα καλαθάκια τους για να τραγουδήσουν τα κάλαντα.
Ανάσταση του Λαζάρου
Θρηνεῖς Ἰησοῦ, τοῦτο θνητῆς οὐσίας.
Ζωοῖς φίλον σου, τοῦτο θείας Ἰσχύος.
Αυτό το Σάββατο τιμάμε την υπό του Χριστού Ανάσταση του φίλου Του Λαζάρου.
Ο Λάζαρος ήταν φίλος του Χριστού και οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία τον φιλοξένησαν πολλές φορές (Λουκ.ι΄, 38-40, Ιωαν.ιβ΄, 1-3) στη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα. Λίγες μέρες πρό του πάθους του Κυρίου ασθένησε ο Λάζαρος και οι αδελφές του ενημέρωσαν σχετικά τον Ιησού που τότε ήταν στη Γαλιλαία να τον επισκεφθεί. Ο Κύριος όμως επίτηδες καθυστέρησε μέχρι που πέθανε ο Λάζαρος, οπότε είπε στους μαθητές του πάμε τώρα να τον ξυπνήσω. Όταν έφθασε στη Βηθανία παρηγόρησε τις αδελφές του Λάζαρου που ήταν πεθαμένος τέσσερις μέρες και ζήτησε να δει το τάφο του.
Όταν έφθασε στο μνημείο, δάκρυσε και διέταξε να βγάλουν την ταφόπλακα. Τότε ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα και με μεγάλη φωνή είπε: Λάζαρε, βγές έξω. Αμέσως βγήκε έξω τυλιγμένος με τα σάβανα ο τετραήμερος νεκρός μπροστά στο πλήθος που παρακολουθούσε και ο Ιησούς ζήτησε να του λύσουν τα σάβανα και να πάει σπίτι του. (Ιωαν. ια΄,44)
Η αρχαία παράδοση λέγει ότι τότε ο Λάζαρος ήταν 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Τελείωσε το επίγειο βίο του στην Κύπρο το έτος 63 μ.Χ. και ο τάφος του στην πόλη των Κιτιέων έγραφε: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού».
Το έτος 890μ.Χ. μετακομίσθηκε το ιερό λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα το σοφό, ο οποίος συνέθεσε τα ιδιόμελα στον εσπερινό του Λαζάρου: Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν, κλπ
Χαρακτηριστικό της μετέπειτας ζωής του Λαζάρου λέγει η παράδοση, ήταν ότι δεν γέλασε ποτέ παρά μια φορά μόνο όταν είδε κάποιο να κλέβει μια γλάστρα και είπε την εξής φράση: Το ένα χώμα κλέβει το άλλο.
Η Ανάσταση του Λαζάρου επέτεινε το μίσος των Εβραίων που μόλις την έμαθαν ζήτησαν να σκοτώσουν τον Λάζαρο και το Χριστό.
Αυτή τη μέρα δεν γίνονται μνημόσυνα με κόλλυβα, σε ανάγκη μόνο απλό Τρισάγιο.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Θέλοντας Χριστέ και Θεέ μας να δείξεις, προ της σταυρικής Σου Θυσίας, ότι είναι βέβαιο πράγμα η ανάσταση όλων των νεκρών, ανέστησες εκ νεκρών τον Λάζαρον. Για τούτο και εμείς, μιμούμενοι τα παιδιά που σε υποδέχθηκαν κατά την είσοδό Σου στην Ιερουσαλήμ, κρατούμε στα χέρια μας τα σύμβολα της νίκης, τα βάϊα και βοώμε προς Εσένα, τον νικητή του θανάτου: Βοήθησέ μας και σώσε μας, Συ που ως Θεός κατοικείς στα ύψιστα μέρη του ουρανού, ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο!
Έτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’.
Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἡ πάντων χαρά, Χριστὸς ἡ ἀλήθεια, τὸ φῶς ἡ ζωή, τοῦ κόσμου ἡ ἀνάστασις, τοῖς ἐν γῇ πεφανέρωται, τῇ αὐτοῦ ἀγαθότητι, καὶ γέγονε τύπος τῆς Ἀναστάσεως, τοῖς πᾶσι παρέχων θείαν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον
Ἤγειρας Σωτήρ μου ἐκ τῶν νεκρῶν, Λάζαρον σὸν φίλον, τετραήμερον ὡς Θεός· ὅθεν Ἰουδαίων, ἐξέστησαν οἱ δῆμοι, τῆς δόξης σου Σωτήρ μου, τὸ μεγαλούργημα.
Ὁ Οἶκος
Τοῖς Μαθηταῖς ὁ Κτίστης τῶν ὅλων, προηγόρευσε λέγων· Ἀδελφοὶ καὶ γνωστοί, ἡμῶν ὁ φίλος κεκοίμηται, τούτοις προλέγων καὶ ἐκδιδάσκων, ὅτι πάντα γινώσκεις ὡς Κτίστης πάντων· ἄγωμεν οὖν πορευθῶμεν, καὶ ἴδωμεν ξένην ταφήν, καὶ θρῆνον τὸν τῆς Μαρίας, καὶ τὸν τάφον Λαζάρου ὀψώμεθα· ἐκεῖ γὰρ μέλλω θαυματουργεῖν, ἐκτελῶν τοῦ Σταυροῦ τὰ προοίμια, καὶ πᾶσι παρέχων θείαν ἄφεσιν.