Τετάρτη 8 Μαΐου 2024
Τα ναζιστικά Τάγματα Εφόδου
Παραστρατιωτικός μηχανισμός του Εθνικοσοσιαλιστικού (Ναζιστικού) Εργατικού Κόμματος της Γερμανίας, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Παραστρατιωτικός μηχανισμός του Εθνικοσοσιαλιστικού (Ναζιστικού) Εργατικού Κόμματος της Γερμανίας, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (Sturmabteilung, στα γερμανικά ή SA).
Τα Τάγματα Εφόδου δημιουργήθηκαν από τον Αδόλφο Χίτλερ στο Μόναχο, στις 4 Νοεμβρίου 1921, αμέσως μετά την άνοδό του στην ηγεσία του ναζιστικού κόμματος. Τα μέλη του στρατολογήθηκαν από ακροδεξιούς πρώην στρατιώτες, που μάχονταν τους αριστερούς στους δρόμους, στα πρώτα στάδια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Πρωταρχικός σκοπός των Ταγμάτων Εφόδου, που διακρίνονταν από τις χακί στολές τους, ήταν η περιφρούρηση των συγκεντρώσεων των Ναζί και η διάλυση των εκδηλώσεων των αντιπάλων κομμάτων. Ιδιαίτερη ήταν η αντιπαράθεσή τους με την παραστρατιωτική οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας «Συμμαχία των Μαχητών του Κόκκινου Μετώπου» («Roter Frontkämpferbund»). Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν για τον εκφοβισμό των μη Αρείων πολιτών της Γερμανίας (Εβραίων, Σλάβων, Τσιγγάνων), συνδικαλιστών και αντιφρονούντων πολιτών.
Τα Τάγματα Εφόδου, ως κομματικός στρατός, διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο στην κατάκτηση της εξουσίας από τον Χίτλερ (Ιούλιος 1933), ιδιαίτερα με την απορρόφηση της αντίπαλης οργάνωσης των Χαλυβδόκρανων (Der Stahlhelm), η οποία διαλύθηκε το επόμενο έτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 6.000 μέλη του 1922 έφθασαν στα 3.000.000 μέλη το 1933.
Το 1931, τη διεύθυνση των Ταγμάτων Εφόδου ανέλαβε ο έμπιστος του Χίτλερ, λοχαγός Έρνστ Ρεμ (1887-1934), ο οποίος μέχρι το 1934 έλεγχε και τα Ες-Ες, που είχαν ξεπηδήσει από τους κόλπους τους. Η διαρκώς αυξανόμενη ισχύς των Ταγμάτων Εφόδου και η έλλειψη εμπιστοσύνης του Χίτλερ προς τον Ρεμ, οδήγησαν στην εξόντωση του τελευταίου κατά το αιματηρό ενδοναζιστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών της 30ης Ιουνίου 1934, γνωστό και ως «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών».
Ένα μήνα αργότερα, τα Τάγματα Εφόδου αναδιοργανώθηκαν, υπό τη διοίκηση του απόστρατου αξιωματικού Βίκτωρ Λούτσε (1890-1943) και διαχωρίστηκαν από τα Ες-Ες, των οποίων τη διοίκηση ανέλαβε ο Χάινριχ Χίμλερ (1900-1945). Από τότε διαδραμάτισαν δευτερεύοντα ρόλο, καθώς την πρωτοκαθεδρία ανέλαβαν τα Ες-Ες. Τα περισσότερα από τα μέλη των Ταγμάτων Εφόδου ενσωματώθηκαν το 1939 στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις (Βέρμαχτ).
Τα Τάγματα Εφόδου διαλύθηκαν με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας στις 8 Μαΐου 1945.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/995
© SanSimera.gr
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897
Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα. Έληξε με ήττα της Ελλάδας.
Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα. Η πρώτη τουφεκιά έπεσε στις 6 Απριλίου 1897 και οι πολεμικές συγκρούσεις τερματίστηκαν στις 8 Μαΐου του ίδιου χρόνου με ήττα της Ελλάδας.
Στις αρχές του 1896 την Ελλάδα κυβερνούσε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, πολιτικός με δημαγωγικές τάσεις. Εκτός από τα μεγάλα και δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα, είχε να αντιμετωπίσει και την κατάσταση στην Κρήτη, που βρισκόταν τότε υπό οθωμανικό ζυγό. Η διακυβέρνηση της μεγαλονήσου από τον ελληνικής καταγωγής Καραθεοδωρή Πασά είχε στεφθεί από αποτυχία. Τα φιλελεύθερο και φιλοδίκαιο πνεύμα του εξόργισε τους Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι αποφάσισαν να καταστήσουν αδύνατη την περαιτέρω παραμονή του στο νησί. Ταραχές εξερράγησαν και δολοφονίες χριστιανών προκρίτων σημειώθηκαν, όχι κάτι ασυνήθιστο στη μακραίωνα διαβίωση μουσουλμάνων και χριστιανών στην Κρήτη.
Τον Καραθεοδωρή Πασά διαδέχθηκε ο τουρκαλβανός Τουρχάν Πασάς, ο οποίος ούτε και αυτός έγινε αποδεκτός από τους ομοδόξους του. Με προτροπή των μεγάλων δυνάμεων, τη διοίκηση της Κρήτης ανέλαβε ο χριστιανός Γεώργιος Βέροβιτς, πρώην διοικητής της Σάμου. Η κατάσταση, όμως, παρέμεινε έκρυθμη και το αίμα έρεε άφθονο. Οι χριστιανοί Έλληνες, που αποτελούσαν το 80% των κατοίκων της Κρήτης, είχαν ξεσηκωθεί και ζητούσαν αυτονομία για το νησί τους.
Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Αυστρία και η Ιταλία έστειλαν από ένα πλοίο στην Κρήτη για την προστασία των υπηκόων τους. Το ίδιο ήθελε να πράξει και η Ελλάδα, αλλά εμποδίστηκε από τις πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα. Πάντως, βοήθεια έφθανε από την Ελλάδα στην Κρήτη, χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία και συγκεκριμένα την Εθνική Εταιρεία, μια μεγαλοϊδεατική οργάνωση, με βαθιές ρίζες στην ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας και της ελληνικής διασποράς.
Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, ενώ από την πλευρά τους οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούσαν να τον πείσουν να δώσει μεγαλύτερα προνόμια στην Κρήτη. Ο Σουλτάνος δέχθηκε ο διοικητής της Κρήτης να είναι πάντοτε χριστιανός και να διορίζεται με τη σύμφωνη γνώμη των μεγάλων Δυνάμεων, αλλά την ίδια ώρα ενθάρρυνε τους Τουρκοκρητικούς να γίνονται καθημερινά προκλητικότεροι.
Στις 7 Φεβρουαρίου είχε την πρώτη του επιτυχία, όταν κατανίκησε τετραπλάσια δύναμη τουρκοκρητών και οθωμανικών δυνάμεων. Στρατιωτικά αγήματα είχαν αποβιβάσει στο νησί και οι Μεγάλες Δυνάμεις, που απαγόρευσαν κάθε περαιτέρω επιθετική ενέργεια στον Βάσσο και τους άνδρες του. Με την παρουσία ελληνικών δυνάμεων στην Κρήτη, ο Σουλτάνος δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Το έπραξε στις 5 Απριλίου 1897.
Την εποχή εκείνη, η ελληνοτουρκική μεθόριος διέτρεχε τη γραμμή από την Άρτα έως τις νοτιοανατολικές προσβάσεις του Ολύμπου. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 121.500 άνδρες και 1.300 ιππείς, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά και γερμανούς συμβούλους. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέταξαν 54.000 άνδρες και 500 ιππείς, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Η πρώτη εβδομάδα των πολεμικών επιχειρήσεων (6-11 Απριλίου) αναλώθηκε σε μάχη χαρακωμάτων κατά μήκος των Θεσσαλικών συνόρων. Στις 11 Απριλίου, ο Ετέμ Πασάς και οι άνδρες του εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος από τα στενά της Μελούνας και διέσπασαν γρήγορα τις ελληνικές δυνάμεις στον Τύρναβο (12 Απριλίου). Οι έλληνες στρατιώτες υποχώρησαν άτακτα και συμπτύχθηκαν στα Φάρσαλα, όπου αντέταξαν νέα γραμμή άμυνας. Η Λάρισα αφέθηκε στην τύχη της και καταλήφθηκε από τους Τούρκους στις 13 Απριλίου, αφού προηγουμένως είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους της. Την ίδια μέρα, τουρκική δύναμη κατευθύνθηκε στο Βελεστίνο, όπου αντιμετωπίστηκε από τον Συνταγματάρχη Σμολένσκη και την ταξιαρχία του.
Με πεσμένο το ηθικό, οι Έλληνες υπέστησαν και νέα ήττα στα Φάρσαλα, στις 24 Απριλίου, υποχωρώντας αυτή τη φορά με τάξη. Ο Σμολένσκης διατάχθηκε να εγκαταλείψει το Βελεστίνο και να μεταβεί με τις δυνάμεις του στον Δομοκό, όπου ο Έλληνες προετοίμαζαν νέα γραμμή άμυνας. Μάταια, όμως, αφού ο υπέρτερος τουρκικός στρατός πέτυχε μια ακόμη νίκη στις 5 Μαΐου, έχοντας πλέον ανοιχτό το δρόμο για την Αθήνα. Σε μια ύστατη προσπάθεια, ο Σμολένσκης, που αποδείχθηκε ο πιο αξιόπιστος στρατιωτικός, διατάχθηκε από τον Κωνσταντίνο να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε, γιατί επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Ο τσάρος Νικόλαος Β', συγγενής εκ μητρός του έλληνα βασιλιά Γεωργίου Α', έπεισε τον Σουλτάνο να διατάξει κατάπαυση του πυρός. Το σχετικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε στο χωριό Ταράτσα της Λαμίας στις 8 Μαΐου 1897, με τους Οθωμανούς να έχουν ανακαταλάβει όλη τη Θεσσαλία. Στο μέτωπο της Ηπείρου η ανακωχή έγινε μία μέρα νωρίτερα (7 Μαΐου 1897). Τα πράγματα εκεί είχαν εξελιχθεί καλύτερα για τον Ελληνικό Στρατό. Οι δυνάμεις του συνταγματάρχη Μάνου όχι μόνο κράτησαν στη γραμμή Άρτας - Πέτα, αλλά προήλασαν και μέσα στο τουρκικό έδαφος. Οι απώλειες για την ελληνική πλευρά ήταν 672 νεκροί, 2.383 τραυματίες και 252 αιχμάλωτοι και για την τουρκική 1.111 νεκροί, 3.238 τραυματίες και 15 αιχμάλωτοι.Οι βασικότερες αιτίες για την εθνική ντροπή του 1897 ήταν η έλλειψη διορατικότητας από την πολιτική τάξη και το απαράσκευο του ελληνικού στρατού. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, για να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, είχε περικόψει τις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ ο κομματισμός βασίλευε στο στρατό, με την προαγωγή στις ανώτερες θέσεις ανίκανων αξιωματικών.
Ο στρατηγός και μετέπειτα δικτάτωρ Θεόδωρος Πάγκαλος χαρακτηρίζει στα Απομνημονεύματά του «ένοπλο συρφετό» το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και αναφέρει σχετικά: «Η κατάστασις του στρατού μας ήτο οικτρά… Τα στελέχη του πεζικού, εκτός ολίγων, ήσαν τελείως αμαθή και ανίκανα. Η μεγίστη πλειοψηφία των ανωτέρων αξιωματικών απετελείτο από αγαθούς τύπους, των οποίων η στρατιωτική μόρφωσις περιωρίζετο εις την τακτικήν της καταδιώξεως, ληστών, φυγοδίκων και ζωοκλεπτών… Αυτός ήτο στρατός, διά του οποίου η ανεκδιήγητος εκείνη κυβέρνησις ενόμιζεν ότι θα νικήση την Τουρκική Αυτοκρατορία…».
Το οριστικό τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου γράφτηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη, με καταρρακωμένο το γόητρο της χώρας και την υπερηφάνεια των Ελλήνων. Ο Θεόδωρος Δηληγιάννης είχε παραιτηθεί υπό το βάρος της ήττας και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης υπέγραψε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Με τη συμφωνία, που επεξεργάστηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εδαφικές απώλειες για την Ελλάδα ήταν μικρές, αφού επανέκτησε τη Θεσσαλία, την οποία είχε χάσει στο πεδίο της μάχης.
Όμως, η Ελλάδα των τόσων οικονομικών προβλημάτων και του τρικούπειου «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!» υποχρεώθηκε να καταβάλει μια υπέρογκη αποζημίωση στην Τουρκία (4.000.000 τουρκικές λίρες), ως πολεμική επανόρθωση. Αναγκάσθηκε να λάβει ένα ακόμη δάνειο και προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος της τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Αυτό είχε ως συνέπεια να εκχωρήσει πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές της και να δημιουργηθούν έτσι τα περίφημα μονοπώλια στο τσιγαρόχαρτο, το αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, που θα διατηρηθούν μέχρι την είσοδο της χώρας μας στην ΕΟΚ το 1981.
Το θετικό για τις εθνικές διεκδικήσεις ήταν η αποχώρηση των Οθωμανών από την Κρήτη, η οποία απέκτησε την αυτονομία της (1898), πρώτο στάδιο για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα (1913). Η εθνική οργή θα απαλυνθεί με τον καιρό, η φτωχή Ελλάδα γρήγορα θα σηκώσει κεφάλι και 15 χρόνια αργότερα θα γραφτεί το έπος των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/242
Ο ματωμένος Μάης του ’36
12 νεκροί και πάνω από 280 τραυματίες ήταν ο απολογισμός της αιματηρής καταστολής από τη Χωροφυλακή της μεγάλης διαδήλωσης των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη...
Την περίοδο 1931-1936 το απεργιακό κίνημα στη χώρα μας εμφανίζει ιδιαίτερη έξαρση, εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που ακολούθησε το Κραχ του 1929 και τη στάση πληρωμών της Ελλάδας το 1932. Οι απεργιακοί αγώνες έχουν πρωτόγνωρη μαζικότητα και συχνά καταλήγουν σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία, με νεκρούς και τραυματίες. Οι εργατικές κινητοποιήσεις φθάνουν στην κορύφωσή τους τον Μάιο του 1936 στη Θεσσαλονίκη, με τη μεγάλη απεργία των καπνεργατών, που πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά (12 νεκροί και πάνω από 200 τραυματίες). Ο Γιάννης Ρίτσος εμπνεύσθηκε από μία φωτογραφία που είδε στον Ριζοσπάστη, με μία μάνα να θρηνεί τον νεκρό γιο της κι έγραψε την περίφημη ποιητική του σύνθεση Επιτάφιος, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Στις 29 Απριλίου του 1936, οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, με την κάλυψη της «Πανελληνίου Καπνεργατικής Ομοσπονδίας» και την υποστήριξη της «Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος» (ΕΓΣΕΕ), που ελεγχόταν από το ΚΚΕ, κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας, με κύριο αίτημα την αύξηση του ημερομισθίου από τις 75 στις 135 δραχμές, σε εφαρμογή της συμφωνίας του 1924 (γνωστής ως «σύμβασης Παπαναστασίου»), που όμως αθετούσαν οι καπνέμποροι, επωφελούμενοι της μεγάλης ανεργίας που μάστιζε τον κλάδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί καπνεργάτες δούλευαν χωρίς να αμείβονται, μόνο και μόνο για να τους επικολλούνται ένσημα και να μην χάνουν το δικαίωμα της περίθαλψης.
Ο Μεταξάς, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη διογκούμενη απεργιακή κινητοποίηση των καπνεργατών. Από την αρχή ακολούθησε παρελκυστική τακτική, δίνοντας υποσχέσεις για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, ενώ την ίδια στιγμή ενθάρρυνε στην αδιαλλαξία της εργοδοσίας. Επιδίωξή του ήταν να κερδίσει χρόνο για να τερματίσει με κάθε τρόπο την απεργία.
Το πρωί της 8ης Μαΐου, η Χωροφυλακή της Θεσσαλονίκης εμπόδισε χιλιάδες διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς το Διοικητήριο, όπου έδρευε η Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος (Υπουργείο Μακεδονίας - Θράκης σήμερα). Οι διαδηλωτές επέμειναν και στις συγκρούσεις που ακολούθησαν τραυματίσθηκαν πολλοί απεργοί. Η υπέρμετρη βία που άσκησε η Χωροφυλακή για τη διάλυση της ογκώδους διαδήλωσης ευαισθητοποίησε και άλλους κλάδους εργαζομένων και από το ίδιο βράδυ ξεκίνησαν 24ωρη απεργία οι σιδηροδρομικοί, οι αυτοκινητιστές, οι τροχιοδρομικοί και οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρισμό. Θορυβημένη η κυβέρνηση Μεταξά επιστράτευσε τους σιδηροδρομικούς και τους τροχιοδρομικούς, ενώ ανέθεσε στο Γ' Σώμα Στρατού να βρίσκεται σε ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο.
Η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και τότε με διαταγή της κυβέρνησης αναλαμβάνει δράση ο στρατός. Ο διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος Ζέππος, διατάσσει τους χωροφύλακες, που απειλούνται με λιντσάρισμα από τους διαδηλωτές, να κλειστούν στα αστυνομικά τμήματα και να τοποθετηθεί στρατιωτική φρουρά έξω από αυτά για να τα προστατεύσει. Στη συνέχεια απαγορεύει τις διαδηλώσεις, αλλά οι απεργοί αψηφούν τη διαταγή του και συγκεντρώνονται στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου. Εκεί εγκρίνουν ψήφισμα, με το οποίο ζητούν την τιμωρία των ενόχων της Χωροφυλακής και ιδιαίτερα του διοικητή της συνταγματάρχη Ντάκου. Στη Θεσσαλονίκη το βράδυ εκείνο δεν υπήρχε άλλη εξουσία να επιβάλλει τη θέλησή της πάνω στη θέληση των χιλιάδων λαού, που έγιναν κύριοι της πόλης.
Την επομένη, 10 Μαΐου, έγινε η κηδεία των θυμάτων, μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας. Σε βοήθεια του Γ' Σώματος Στρατού, που είχε αναλάβει και την αστυνόμευση της πόλης, έσπευσε ένα σύνταγμα πεζικού και μία μονάδα πυροβολικού από τη Λάρισα, ενώ στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατέπλευσαν τα αντιτορπιλικά «Κουντουριώτης», «Ύδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά». Παρ’ όλα αυτά, πάνω από 200.000 πολίτες συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία τους 12 νεκρούς συμπολίτες τους. Και ανάμεσά τους ένα στρατιωτικό τμήμα, που γρήγορα ξέχασε τα καθήκοντά του για την τήρηση της τάξης και συμμετείχε στη νεκρική πομπή. Μάλιστα, ο επικεφαλής τους ταγματάρχης μίλησε, αποτίοντας φόρο τιμής στους νεκρούς διαδηλωτές.Τις επόμενες ημέρες τα πνεύματα άρχισαν να ηρεμούν. Στις 12 Μαΐου η απεργία έληξε, καθώς έγιναν δεκτά σχεδόν όλα τα αιτήματα των καπνεργατών, ενώ η κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα τιμωρήσει τους υπεύθυνους της αιματοχυσίας, υπόσχεση που τελικά δεν τήρησε.
Ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς προσπάθησε από την αρχή να ρίξει την ευθύνη των αιματηρών επεισοδίων στους κομμουνιστές και τους απεργούς, που δήθεν προκάλεσαν τους χωροφύλακες! Κανείς, όμως, δεν τον πίστεψε. Σχεδόν στο σύνολό του, ο πολιτικός κόσμος θεώρησε υπεύθυνη τη Χωροφυλακή και την κυβέρνηση, αλλά δεν τόλμησε να ρίξει τον Μεταξά, όπως ζητούσε το ΚΚΕ, γεγονός που θα έχει ολέθριες συνέπειες για το κοινοβουλευτικό καθεστώς λίαν συντόμως, με την ανακήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/771
Η Μάχη της Γραβιάς
Δόθηκε στις 8 Μαΐου 1821 και έληξε με ήττα των Οθωμανικών δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη από τους Έλληνες επαναστάτες υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Μετά την ήττα των Ελλήνων στην Αλαμάνα (23 Απριλίου 1821), άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για τους Τούρκους πασάδες Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ προς την Ανατολική Στερεά και την Πελοπόννησο. Ο μαρτυρικός θάνατος του Αθανάσιου Διάκου είχε αφήσει χωρίς ικανό αρχηγό τους εξεγερμένους ραγιάδες. Ο φόβος κυρίευσε τα ήδη επαναστατημένα κέντρα (Λιβαδιά, Σάλωνα και Αττική), όπου είχε χυθεί αίμα ντόπιων Τούρκων. Όλοι ανέμεναν να ξεσπάσει η χωρίς οίκτο οργή των δύο πασάδων. Η Επανάσταση κινδύνευε σοβαρά ένα μήνα μετά την εκδήλωσή της και σώθηκε χάρη στις στρατιωτικές ικανότητες του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τους κακούς υπολογισμούς του Ομέρ Βρυώνη.
Ο ελληνικής καταγωγής αλβανός πασάς, αντί να προελάσει προς τις καταπτοημένες περιοχές της Ανατολικής Στερεάς και να διεκπεραιωθεί το ταχύτερο δυνατό στην Πελοπόννησο, έκρινε ότι έπρεπε να ενισχύσει τις δυνάμεις του, προτού περάσει τον Ισθμό. Θεώρησε ότι με το να προσεταιριστεί του Έλληνες οπλαρχηγούς, τους οποίους γνώριζε από την Αυλή του Αλή Πασά, θα προκαλούσε την παράλυση των Πελοποννησίων ανταρτών. Με αυτή τη λογική είχε προτείνει και στον Αθανάσιο Διάκο να ενταχθεί στις δυνάμεις του, αλλά αυτός είχε αρνηθεί. Ο Ομέρ Βρυώνης δεν είχε αντιληφθεί την έκταση και την έννοια του ελληνικού ξεσηκωμού. Πίστευε ότι επρόκειτο για μια απλή ανταρσία, που θα ήταν εύκολο να κατασταλεί και όχι για τον ξεσηκωμό ενός ολοκλήρου έθνους, που διεκδικούσε την ελευθερία και την αυτοδιάθεσή του.
Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ανατολική Στερεά ο τρομερός και φοβερός Οδυσσέας Ανδρούτσος, παλιός αρματολός της περιοχής, ο οποίος είχε πέσει σε δυσμένεια του σουλτάνου, ως άνθρωπος του Αλή Πασά. Από το 1818 ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ένθερμος υποστηρικτής του Αγώνα. Ο Ομέρ Βρυώνης βρήκε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να τον προσεταιρισθεί, επειδή γνώριζε πολύ καλά τις στρατιωτικές του ικανότητες. Του έγραψε μια επιστολή ως παλιός φίλος και του ζήτησε τη σύμπραξή του κατά των ελλήνων ανταρτών, με πλήθος υποσχέσεων και δόλωμα την οπλαρχηγία ολοκλήρου της Ανατολικής Στερεάς. Του πρότεινε, μάλιστα, να συναντηθούν στη Γραβιά και συγκεκριμένα σε ένα μικρό πλινθόκτιστο χάνι. Ο Ανδρούτσος απεδέχθη την πρόσκληση κι έσπευσε στην περιοχή με άλλο σκοπό κατά νου.
Η διαφωνία στο πολεμικό συμβούλιο στο Χάνι της Γραβιάς
Αμέσως συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στο Χάνι της Γραβιάς, με τη συμμετοχή των οπλαρχηγών Δυοβουνιώτη και Πανουργιά. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Ομέρ Βρυώνης θα κατήρχετο στην Πελοπόννησο, όχι δια του Ισθμού, αλλά δια του Γαλαξειδίου. Διαφώνησαν, όμως, ως προς το σχέδιο αντιμετώπισής του. Ο Ανδρούτσος πρότεινε να δώσουν τη μάχη στο Χάνι, ενώ οι Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς το έκριναν ακατάλληλο, επειδή ήταν πλινθόκτιστο και ευρίσκετο σε ανοικτό πεδίο. Εν τω μεταξύ, ο Ομέρ Βρυώνης με 9.000 άνδρες πλησίαζε στη Γραβιά και είχε πληροφορηθεί την παρουσία του Ανδρούτσου στο χάνι με μικρή δύναμη. Δεν ανησύχησε, όμως, πιστεύοντας ότι ο Ανδρούτσος θα έκανε αποδεκτή την πρότασή του.
Σε μια δεύτερη σύσκεψη των ελλήνων οπλαρχηγών, που δεν είχαν στη διάθεσή τους πάνω από 1200 άνδρες, λύθηκε η διαφωνία τους. Αποφάσισαν ο μεν Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά να πιάσουν τις γύρω περιοχές, ο δε Ανδρούτσος να χτυπήσει τον εχθρό από το χάνι σε μια οπωσδήποτε παράτολμη ενέργεια. Μαζί του βρέθηκαν 117 άνδρες, που μετέτρεψαν το πλινθόκτιστο κτίριο σε οχυρό με πρόχειρα έργα.
Το πρωί της 8ης Μαΐου 1821, ο Ομέρ Βρυώνης με τον στρατό του πλησίασε σε απόσταση βολής από το χάνι και αμέσως δέχτηκε καταιγισμό πυρών. Κατάλαβε ότι ο παλιός του φίλος δεν πήγε εκεί με φιλικούς σκοπούς, αλλά για να τον πολεμήσει. Πρώτα διέταξε να γίνει επίθεση κατά των ανδρών του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά, τους οποίους διασκόρπισε στα γύρω βουνά, όπως και στη Μάχη της Αλαμάνας. Στη συνέχεια, επικεντρώθηκε στο Χάνι και τον Ανδρούτσο.
Έκανε μια απόπειρα να τον μεταπείσει, στέλνοντας ένα δερβίση ως αγγελιοφόρο. Η αποστολή του ιερωμένου είχε τον λόγο της. Ο Ομέρ Βρυώνης γνώριζε ότι ο Ανδρούτσος ήταν Μουσουλμάνος Μπεκταξής. Ο δερβίσης προχώρησε έφιππος προς το Χάνι, αλλά ξαφνικά δέχθηκε μια σφαίρα στο μέτωπο κι έπεσε άπνους. Οι Οθωμανοί επιτέθηκαν κατά κύματα στο Χάνι. Ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του κρατούσαν γερά. Ο Ομέρ Βρυώνης εξεμάνη με την ανικανότητα των αξιωματικών του και διέταξε και νέα επίθεση κατά το μεσημέρι. Και αυτή απέτυχε.
Τις πρώτες ώρες του δειλινού διέταξε κατάπαυση του πυρός, συνειδητοποιώντας ότι είχε διαπράξει ένα ακόμη λάθος. Από υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και υποτιμώντας την ανδρεία των Ελλήνων είχε εκστρατεύσει χωρίς πυροβολικό. Αποφάσισε να αποσύρει προσωρινά τις δυνάμεις του και να διατάξει να του φέρουν κανόνια από τη Λαμία. Ήταν αποφασισμένος το πρωί της επόμενης ημέρας να ισοπεδώσει το Χάνι, με τους αυθάδεις υπερασπιστές του. Την κίνηση αυτή του Ομέρ Βρυώνη μάντεψε ο Ανδρούτσος και γύρω στις δύο τα ξημερώματα της 9ης Μαΐου επεχείρησε με τους 110 άνδρες του ηρωική έξοδο. Οι έξι είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της ολοήμερης μάχης. Αιφνιδίασαν τις τουρκικές φρουρές που είχαν περικυκλώσει το Χάνι και χάθηκαν μέσα στα σπαρτά.
Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στοίχισε στον Ομέρ Βρυώνη πάνω από 300 νεκρούς και 200 τραυματίες Κυρίως, όμως, προκάλεσε κλονισμό στο ηθικό του στρατού του και τον δικό του δισταγμό για το αν έπρεπε να συνεχίσει την εκστρατεία του. Για λίγο καιρό, τουλάχιστον, ένας σοβαρός κίνδυνος για την Πελοπόννησο εξέλιπε. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αναγνωρίσθηκε απ' όλους ως αναμφισβήτητος ηγέτης της Ανατολικής Στερεάς.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/258
Όσιος Αρσένιος ο Μέγας
Λαθεῖν βιώσας Ἀρσένιος ἠγάπα,
Ὃς οὐδὲ πάντως ἐκβιώσας λανθάνει.
Ο Όσιος Αρσένιος ο Μέγας γεννήθηκε στη Ρώμη, στην Εκκλησία της οποίας ήταν διάκονος, από γονείς πλούσιους και ευσεβείς και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395 μ.Χ.). Διακρινόταν για τη σοφία, το άμεμπτο ήθος και τις ποικίλες αρετές του. Διήλθε τη ζωή του με την προσευχή, τη λατρευτική ζωή, την μελέτη και την τήρηση των θείων εντολών και έμαθε και την «ἄγνωστον γνώσην». Τη γνώση δηλαδή που δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με το ανθρώπινο μυαλό, αλλά αποκαλύπτεται από το Θεό στην κεκαθαρμένη καρδιά. Με άλλα λόγια, εντρύφησε με την μελέτη και τον τρόπο ζωής του στα μυστήρια της Βασιλείας του θεού και αναδείχθηκε σοφός διδάσκαλος και άριστος παιδαγωγός. Εξ αιτίας αυτού, με την υπόδειξη του βασιλέως Γρατιανού και του Πάπα Ιννοκεντίου, προσλήφθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο ως διδάσκαλος των υιών του Αρκαδίου και Ονωρίου.
Στην Κωνσταντινούπολη έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές, του εδόθηκε ο τίτλος του πατρικίου και ετιμάτο ως βασιλοπάτωρ, και όλοι τον θαύμαζαν για την πολυμάθεια και την σεμνότητα του ήθους του. Αποφεύγοντας τους θορύβους της πόλεως και τον πολυτελή βίο στα ανάκτορα, παρακαλούσε τον Θεό να τον βοηθήσει να απαλλαγεί από τα υψηλά του καθήκοντα και να τον οδηγήσει σε οδό σωτηρίας. Οι παρακλήσεις του Οσίου εισακούσθηκαν και μία μέρα άκουσε υπερκόσμια φωνή, η οποία τον πρότρεπε να εγκαταλείψει τον κόσμο. Ευθύς αμέσως απέβαλε τα λαμπρά του ενδύματα και αφού μεταμφιέσθηκε, έφυγε στην Αίγυπτο, εισήλθε σε Σκήτη και εκάρη μοναχός. Εκεί έλαβε πληροφορία από τον Θεό να ασκηθεί περισσότερο στη σιωπή και την ησυχία. Η υπεροχή του κατά την μόρφωση και τα ιερά γράμματα και το ασκητικό ήθος, η ταπεινοφροσύνη και οι κατά Θεόν αρετές του, το ανέδειξαν σε πνευματικό προεστώτα μεταξύ των συνασκητών του στην έρημο. Η φήμη της αγιότητάς του διαδόθηκε σε όλη την περιοχή, πολλοί δε από τις πόλεις προσέρχο νταν για να ακούσουν τη διδασκαλία του, να ωφεληθούν πνευματικά και να λάβουν την ευλογία του. Ακόμη και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος επισκέφθηκε πολλές φορές τον Όσιο Αρσένιο, για να συμβουλευθεί επί θεολογικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Σε μία από τις επισκέψεις του ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος μαζί με μερικούς άλλους παρεκάλεσε τον Όσιο να τους πει κάποιο λόγο, για να ωφεληθούν πνευματικά. «Εάν σας πω κάποιο λόγο, θα τον εφαρμόσετε;». Κι όταν εκείνοι απάντησαν καταφατικά, τους αποκρίθηκε: «Όπου ακούετε ότι βρίσκεται ο Αρσένιος, μην πλησιάζετε σε αυτόν». Το περιστατικό αυτό δείχνει την μεγάλη του ταπείνωση. Εβίωνε στην καθημερινή του ζωή το λόγο «ὅσο μέγας εἶ, τοσούτον ταπείνου σεαυτόν».
Ο Όσιος, για να αποφύγει την κοινωνικότητα και τις συχνές βαρβαρικές εισβολές και για να επιδοθεί απερίσπαστος στην προσευχή και τον καθαρό ασκητικό βίο, εγκατέλειψε τη Σκήτη και με τη συνοδεία των μαθητών του Αλεξάνδρου και Ζωίλου κατέφυγε στην Πέτρα, κοντά στη Μέμφιδα, και μετά στην Κανώπη εκεί όπου το 445 μ.Χ. κοιμήθηκε εν ειρήνη. Όταν πλησίαζε η ώρα της εξόδου του από την πρόσκαιρη αυτή ζωή, τον ρώτησαν οι μαθητές του, σε ποιόν τόπο και πώς θα ήθελε να τον ενταφιάσουν, κι εκείνος ο μακάριος τους αποκρίθηκε: «Ὦ, τέκνα μου, νὰ δέσετε σχοινίον εἰς τοὺς πόδας μου καὶ νὰ μὲ σύρετε εἰς τὸ βουνόν». Κι αυτή η απάντηση είναι ενδεικτική της ταπεινώσεώς του.
Ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης περιγράφει και την εξωτερική εμφάνιση του Οσίου και λέγει ότι ο Όσιος Αρσένιος ήταν «ξηρὸς τὸ σῶμα καὶ μακρὺς εἰς τὸ μέγεθος, εἶχε τὰ γένεια μακριὰ ἕως τὴν κοιλίαν, τὸ εἶδος τοῦ προσώπου του ἦτο ἀγγελικὸν καὶ σεβάσμιον, ὡς τὸ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ».
Αξιοσημείωτα είναι τα τρία αποφθέγματα που μας άφησε. Πρώτον η υπενθύμιση, που συνήθιζε να κάνει στον εαυτό του να μην ξεχάσει ποτέ το λόγο για τον οποίο ζούσε και για τον οποίο πήγε στην έρημο. Και ο λόγος αυτός δεν είναι άλλος από τη θέωση, που είναι κι ο σκοπός της ζωής όλων των Χριστιανών. Δεύτερον, το «ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλείπῃς με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἀγαθὸν ἐνώπιόν Σου, ἀλλὰ δὸς μοι διὰ τὴν ἀγαθότητά Σου βαλεὶν ἀρχήν». Δηλαδή, ο Όσιος Αρσένιος θεωρούσε τον εαυτό του πολύ αμαρτωλό, αισθανόταν ότι δεν έχει κάνει κανένα καλό στη ζωή του και παρακαλούσε τον Θεό να μην τον εγκαταλείψει, αλλά να τον αξιώσει να βάλει αρχή μετανοίας. Τρίτον, η συμβουλή «πᾶσαν σου τὴν σπουδὴν ποίησον, ἶνα ἡ ἔνδον σου ἐργασία κατὰ Θεὸν ἦ, καὶ νικήσης τὰ ἔξω πάθη». Δηλαδή, μας προτρέπει ο Όσιος, όπως ερμηνεύει ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ότι όλη την σπουδή μας πρέπει να έχουμε στο να γίνεται η εσωτερική εργασία της ιεράς προσευχής και νίψεως καθαρά και μόνο για τον Θεό, διότι αν αυτή ενεργείται καθαρά, θα νικήσουμε τα εξωτερικά πάθη του σώματος. Την παραπάνω συμβουλή του Οσίου Αρσενίου την αναφέρει πολλές φορές στους λόγους του ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν τερπνῶν ἀπανέστης ἐμφρόνως Ὅσιε, χρηματισθεῖς οὐρανόθεν ὡς Ἀβραὰμ ὁ κλεινός, καὶ Ἀγγέλων μιμητής, ὤφθης τῷ βίῳ σου, λόγω ἐμπρέπων πρακτικῶ, καὶ σοφία ἀληθεῖ, Ἀρσένιε θεοφόρε. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Αποφθέγματα
ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλείπῃς με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἀγαθὸν ἐνώπιόν Σου, ἀλλὰ δὸς μοι διὰ τὴν ἀγαθότητά Σου βαλεὶν ἀρχήν.
Αγιογραφίες / Φωτογραφίες
Οπτικοακουστικό Υλικό
Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Αθανασίου
Ἀθανάσιε, ποῦ κομίζῃ; μὴ πάλιν
Καὶ νεκρὸν ἐξόριστον ἐκπέμπουσί σε;
Δευτερίῃ νέκυς Ἀθανασίου ἐξέδυ τύμβου.
Η γιορτή του Μεγάλου Αθανασίου είναι στις 18 Ιανουαρίου. Σήμερα, όμως, γιορτάζουμε την ανακομιδή των λειψάνων αυτού του γίγαντα της Ορθοδοξίας μας.
Σύμφωνα όμως με τον Κώδικα των Καυσοκαλυβίων και το δίστιχο του Λαυριωτικού Κώδικα Ι 70, η κυρίως μνήμη του Αγίου Αθανασίου, πρέπει να γιορτάζεται σήμερα, όπου και ιστορικά αποδεδειγμένη η κοίμηση του. Και όχι η ανακομιδή των λειψάνων του, που για το γεγονός αυτό δεν έχουμε την παραμικρή ιστορική αναφορά. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι και όλη η ανέκδοτη ποιητική υμνολογία κατά την 2α Μαΐου περιστρέφεται στην ετήσια μνήμη του και όχι στην ανακομιδή των λειψάνων του, για την οποία ούτε απλή αναφορά γίνεται. Για ποιο λόγο όμως καθιερώθηκε η κυρίως μνήμη του την 18η Ιανουαρίου, μ' αυτή του Αγίου Κυρίλλου, δεν γνωρίζουμε. Το πιθανότερο όμως είναι, για τον λόγο που καθιερώθηκε και η γιορτή των τριών Ιεραρχών.
Η Εκκλησία απέδωσε πολλές τιμές στον Άγιο Αθανάσιο, διότι αναδείχθηκε ο ηρωικότερος των Άγιων και ο αγιότερος των ηρώων. Να πώς τον χαιρετίζουν οι εκκλησιαστικοί ύμνοι:
«ως την μεγάλην της Εκκλησίας σάλπιγγα, των αρετών κανόνα, τον νουν τον περίβλεπτον, των Πατριαρχών την κρηπίδα, την οξυτάτην γλώσσαν, τον διαυγή οφθαλμόν, τον λαμπτήρα τον φαεινότατον, τον πέλεκυν τον κόπτοντα πάσα ύλην αιρέσεων και καταφλέγοντα τω πυρί τω του πνεύματος».
Και ακόμα: «ως τον άπερίτρεπτον στύλον, τον άσειστον πύργον, τον χρυσορρόαν Νείλον, της αθανασίας τον επώνυμον, τον πυρσόν τον μετάρσιον, τον ακατάβλητον πύργον, τον ταξιάρχην θεολέκτου παρατάξεως, τον θεοφόρον της χάριτος ποταμόν, αρχιερέων το κλέος, αριστέα τον αήττητον, τον συγκόψαντα τας φάλαγγας των αιρέσεων τη δυνάμει του Πνεύματος, τον στήσαντα της Ορθοδοξίας τα τρόπαια καθ' όλην την οίκουμένην» (Συναξαριστής Μιχαήλ Ι. Γαλανού).
Ας προσέξουμε, λοιπόν, αυτά τα χαρακτηριστικά του Μ. Αθανασίου και ας αγωνιστούμε να τον μιμηθούμε.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στύλος γέγονας ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων, τὴν Ἐκκλησίαν Ἱεράρχα Ἀθανάσιε· τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Ὑιόν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατᾑσχυνας Ἄρείον· Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τὸν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν, τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὀρθοδοξίας φυτεύσας τὰ δόγματα, κακοδοξίας ἀκάνθας ἐξέτεμες, καὶ τὸν τῆς πίστεως σπόρον ἐπλήθυνας, τῇ ἐπομβρία τοῦ Πνεύματος ὅσιε· διό εὐφημοῦμεν τὴν μνήμην σου.
Οπτικοακουστικό Υλικό
Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής (Σύναξις της αγίας κόνεως της εκπορευομένης εκ του τάφου του Ιωάννου του Θεολόγου)
Οὐ βρῶσιν, ἀλλὰ ῥῶσιν ἀνθρώποις νέμει
Τὸ τοῦ τάφου σου μάννα, μύστα Κυρίου.
Ὀγδοάτῃ τελέουσι ῥοδισμὸν βροντογόνοιο.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, «ὁ ἐπιπεσῶν ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ», είναι εκείνος που έγραψε το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, αλλά και τις τρεις Καθολικές Επιστολές, που φέρουν το όνομά του.
Η μνήμη του Αποστόλου Ιωάννου εορτάζεται στις 26 Σεπτεμβρίου. Η σημερινή εορτή συνδέεται με την ανάδυση θαυματουργικής κόνεως (σκόνης) από τον τάφο του Ευαγγελιστού, μέσω της θαυματουργικής επενέργειας του Αγίου Πνεύματος, που οι ντόπιοι την αποκαλούσαν «επίγειο μάνα».
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, αφού, ύστερα από θείο φωτισμό, προέβλεψε ότι επρόκειτο να μεταστεί από την παρούσα ζωή στην αιώνια και ατελεύτητη, παρέλαβε τους μαθητές του και βγήκε έξω από την Έφεσο. Εκεί σε ένα σημείο υπέδειξε να ανοιγεί τάφος. Μόλις έγινε αυτό, μπήκε μέσα ζωντανός και κοιμήθηκε με ειρήνη. Ο τάφος αυτός εφεξής έγινε πηγή ιαμάτων.
Η Σύναξη του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου, ετελείτο στον περιφανή ναό του, ο οποίος βρισκόταν στον τόπο που ονομάζεται Έβδομον, στο σημερινό Μακροχώρι Κωνσταντινουπόλεως. Για το ναό αυτό στον Έβδομον, που υπήρχε κατά τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., γνωρίζουμε σχετικά από τον Σωκράτη τον Σχολαστικό. Κατά τον 9ο αιώνα μ.Χ. ο ναός του Θεολόγου ήταν καταβεβλημένος, ίσως εξαιτίας σεισμών ή καιρικών επηρειών και γι' αυτό ανήγειρε αυτόν εκ βάθρων ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Μακεδών.
Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε, την φράση που συνεχώς έλεγε στους μαθητές του ο Απόστολος Ιωάννης: «Τεκνια, αγαπατε αλληλους» (Ιωαν. ιγ΄ 34), που σημαίνει, παιδιά μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Και όταν οι μαθητές του ρώτησαν γιατί συνεχώς τους λέει την ίδια φράση, αυτός απάντησε «διότι είναι εντολή του Κυρίου, και όταν αυτό μόνο γίνεται, αρκεί».
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπηπημένε, ἐπιτάχυνον, ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον, δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος· ὃν ἱκέτευε, Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’.
Τὰ μεγαλεῖά σου Παρθένε τὶς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.