Ο χορός Πυρρίχιος αποκαλείται και Σέρρα, γιατί στον ποταμό Σέρα της Τραπεζούντας υπήρχαν οι πιο φημισμένοι χορευτές. Ο σημερινός χορός των Ποντίων είναι εξέλιξη του αρχαίου Πυρρίχιου, του πολεμικού χορού των αρχαίων Ελλήνων, που αποτελούσε μέρος στρατιωτικής εκπαίδευσης.
Αρχές του περασμένου αιώνα, ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος ταξίδεψε στον Πόντο και έγραψε ένα έργο με τίτλο «Περιήγησις εις Πόντον», όπου περιέγραφε τον χορό Πυρρίχιο, με τα εξής λόγια: «Χορός πολεμικός. Αι κατά πάσας τας διευθύνσεις του σώματος στροφαί, η στενή προς αλλήλους των χορευτών σύσφιξις, η βιαία προς το δάπεδον στροφή, των ποδών οι κτύποι και των όπλων οι γδούποι, αι συσπάσεις των μυών του σώματος, ο ενθουσιασμός ο καταλαμβάνων τους χορευτάς, των θεωμένων αι επευφημίαι, η απανταχού εν είδει σπινθήρος μεταδιδομένη συγκίνησις, πάντα ταύτα προδίδουσι τοιαύτην πρωτοτυπίαν και τοσαύτην αίγλην εις το χορευτικόν σύμπλεγμα, ώστε δικαίως θα ηδύνατό τις να κατατάξη τον Σέρραν-χορόν μεταξύ των διασημοτέρων χορών ολοκλήρου του κόσμου…».
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον Όμηρο, o Πυρρίχιος ήταν ένοπλος χορός, ο οποίος χορευόταν από παιδιά, άντρες αλλά και γυναίκες. Περιείχε στροφές στα πλάγια, οπισθοχωρήσεις, πηδήματα και χαμηλώματα, επιθετικές κινήσεις και κινήσεις άμυνας και οι χορευτές έβγαζαν ζωηρές φωνές.
Ο Πλάτωνας αναφέρει ότι ο Πυρρίχιος ήταν θείο δώρο των Θεών προς τους Ανθρώπους και τον διαχώριζε σε δύο είδη «τον ειρηνικόν» και «τον πολεμικόν». Αναφέρει μάλιστα ότι ήταν μέρος της λατρείας του Διονύσου.
«Πυρρίχιος χορός», όπως τον φαντάστηκε ο Σερ Λώρενς Άλμα-Ταντέμα, Λονδίνο (1869)
Η δημιουργία του Πυρρίχιου
Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου ο Πυρρίχιος δημιουργήθηκε από τους Κουρήτες, όταν ο Δίας ήταν βρέφος. Οι Κουρήτες ήταν από τους πρώτους κατοίκους της Κρήτης και χόρεψαν πάνοπλοι έναν πολεμικό χορό για να καλύψουν το κλάμα του και να μην τον ακούσει ο Κρόνος που τον κυνηγούσε.
Κουρήτες χορεύουν γύρω από τον Δία βρέφος
Ο Στράβωνας αναφέρει ότι ο πρώτος που χόρεψε τον πολεμικό χορό ήταν ο γιος του Αχιλλέα, ο Πύρρος, επειδή χάρηκε που σκότωσε τον Ευρύπυλο, ενώ μερικοί υποστηρίζουν ότι τον χόρεψε ο Κουρήτης Πύρριχος πάνω από το σώμα του Πάτροκλου για να τον θρηνήσει.
Στα αρχαία κείμενα αναφέρεται ότι οι χορευτές ήταν παρατεταγμένοι σε στρατιωτική διάταξη, κρατούσαν ασπίδα και δόρυ και μιμούνταν κινήσεις στρατιωτών σε ώρα μάχης.
Οι Αθηναίοι τον χόρευαν στα Παναθήναια και οι Σπαρτιάτες κατά τη διάρκεια πολεμικών αναμετρήσεων. Μάλιστα σε ένα κείμενο του Ξενοφώντα αναφέρεται μια γιορτή που διοργάνωσαν το 400 π.Χ. οι κάτοικοι της Κερασούντας, στην οποία χόρεψαν Πυρρίχιο.
Στη διάρκεια των χρόνων οι Πόντιοι συνέχισαν να χορεύουν τον έντονο πολεμικό χορό, ο οποίος θεωρείται η πιο γνήσια εκδοχή του αρχαίου Πυρρίχιου. Οι χορευτές είναι άντρες, ντυμένοι με μαύρα ρούχα και οπλισμένοι, οι οποίοι στέκονται σε ευθεία παράταξη πιασμένοι χέρι χέρι με το κεφάλι ψηλά. Σταδιακά ο ρυθμός του χορού ανεβαίνει και παρά τις διαφοροποιήσεις που έχει υποστεί στο πέρασμα του χρόνου, συνεχίζει να ξεσηκώνει όσους τον παρακολουθούν.
Περιλαμβάνεται στο δίσκο «Ωδές» που κυκλοφόρησε το 1979.
Η είδηση του θανάτου του έγινε γνωστή στις 19 Μαΐου (πέθανε, όμως, στις 17 Μαΐου, του 2022), Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού. Και συμπτωματικά, είχε συνθέσει ένα διάσημο κομμάτι με επιρροές από τον ποντιακό πυρρίχιο.
Ο (παγκόσμιος) Βαγγέλης Παπαθανασίου το 1979 κυκλοφόρησε το δίσκο Ωδές (Odes) που περιλαμβάνει κάποια από τα πλέον γνωστά παραδοσιακά τραγούδια. Αυτά τα απέδωσε με το δικό του τρόπο, μαζί με την ανεκτίμητη συμβολή της Ειρήνης Παππά.
Έτσι για το «Χορό της Φωτιάς» («La Danse De La Feu») στο μοτίβο του πυρρίχιου προστέθηκαν τα κλασικά συνθεσάιζερ και κρουστά.
Πολλοί Θεσσαλονικείς έχουν συνδέσει το κομμάτι με τη Διεθνή Έκθεση, ενώ «πρωταγωνίστησε» και σε μία από τις πλέον γνωστές διαφημίσεις της MISKO, εκείνη με το ελικόπτερο και το νερόμυλο του 1986.
Λαϊκή τραγουδίστρια. Γεννήθηκε στις 17 Μαΐου του 1943 στο Μεταξουργείο και έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Αιγάλεω...
Η Βίκυ Μοσχολιού γεννήθηκε στις 17 Μαΐου του 1943 στο Μεταξουργείο και έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Αιγάλεω. Χρόνια στερημένα, αλλά γεμάτα αγάπη και μουσική, καθώς ο πατέρας της δεν αποχωριζόταν το γραμμόφωνο και την πλούσια συλλογή του από λαϊκά δισκάκια της εποχής.
Για να βοηθήσει την οικογένεια της, δεκατριάχρονο κοριτσάκι ακόμα, πιάνει δουλειά σε εργοστάσιο ως κορδελιάστρα. Πάντα, όμως, είτε ανάμεσα στις κλωστές και τα καρούλια, είτε στις ανθισμένες μυγδαλιές της Αγίας Βαρβάρας, η Βίκυ έχει ένα τραγούδι στο στόμα. Οι αυστηρών αρχών γονείς της, όμως, δεν της επιτρέπουν να δουλέψει νύχτα. Με την παρέμβαση της ξαδέρφης της, Έφης Λίντα, πείθονται τελικά και το 1962, Κυριακή του Πάσχα, η Βίκυ κάνει την πρεμιέρα της στο πάλκο, δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα, στην Τριάνα του Χειλά.
Εκεί, δύο χρόνια μετά, την ακούει τυχαία ο Σταύρος Ξαρχάκος που αναζητά εκείνη την περίοδο μια νέα φωνή για να ερμηνεύσει το θρυλικό πλέον τραγούδι Χάθηκε το φεγγάρι στην ταινία Λόλα, με το Νίκο Κούρκουλο και την Τζένη Καρέζη. Είναι η αρχή μιας λαμπρής καριέρας, καθώς ακολουθούν αμέτρητες συνεργασίες, σχεδόν με όλους τους κορυφαίους συνθέτες και στιχουργούς: τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Δήμο Μούτση, τον Άκη Πάνου, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Τα τρένα που φύγαν, Τα δειλινά, Οι μετανάστες, Τα αρχοντορεμπέτικα είναι μερικές μόνο επιτυχίες από το πλούσιο ρεπερτόριό της, που ξεκινά από το ρεμπέτικο και το λαϊκό για να καταλήξει στο ελαφρολαϊκό και το έντεχνο, γιατί η σπουδαία, ιδιαίτερη δωρική φωνή της με τη χαρακτηριστική βραχνάδα και τις απεριόριστες δυνατότητες δεν χώρεσε ποτέ ταμπέλες.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 η Βίκυ Μοσχολιού αρχίζει συναυλίες με το Σταύρο Ξαρχάκο και το Γρηγόρη Μπιθικώτση σ' όλη την Ελλάδα, ενώ το 1968 πραγματοποιεί με δικά της έξοδα την πρώτη μεγάλη συναυλία έλληνα καλλιτέχνη στην Κύπρο.
Το 1972 είναι η πρώτη λαϊκή τραγουδίστρια που εγκαταλείπει τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα και τα υψηλά νυχτοκάματα για να κατέβει στην πλάκα, αρχικά στο Ζουμ και μετά στο Ζυγό, δημιουργώντας ένα εναλλακτικό τρόπο διασκέδασης, με άλλο ήθος και ύφος. Έξι συνεχείς σεζόν η Μοσχολιού τραγουδά στις μπουάτ Μούτση, Μαρκόπουλο, Θεοδωράκη και Σπανό και παράλληλα δισκογραφεί μερικά από τα σημαντικότερα τραγούδια της, όπως το Έτσι είναι η ζωή, Μια βραδιά στη Λάρισα, Μεσόγειος, Η Ρόζα η ναζιάρα, Άνθρωποι Μονάχοι.
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η Βίκυ Μοσχολιού εμφανίστηκε στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης το Ρόαγιαλ Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου και το θέατρο Ολυμπιά του Παρισιού. Γιατί με τη σεμνότητα και την απλότητα που την διακατείχε ελάχιστες φορές μιλούσε για τους θριάμβους της.
Την ίδια διακριτικότητα επέδειξε και στην προσωπική της ζωή, κρατώντας την πάντα μακριά από το φως της δημοσιότητας κι ας οργίαζε ο κοσμικός τύπος της εποχής για το φλογερό της ειδύλλιο με τον μετέπειτα σύζυγό της, για 18 ολόκληρα χρόνια, τον θρύλο των γηπέδων, Μίμη Δομάζο, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες.
Η Βίκυ Μοσχολιού πέθανε, χτυπημένη από τον καρκίνο, στις 16 Αυγούστου του 2005.
Έλληνας χρυσός ολυμπιονίκης της ξιφασκίας, διακεκριμένος ιατροδικαστής και εμπνευστής του Εγκληματολογικού Μουσείου.
Ο Ιωάννης Γεωργιάδης ήταν έλληνας ολυμπιονίκης της ξιφασκίας και διακεκριμένος ιατροδικαστής.
Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 29 Μαρτίου 1874. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1894-1899), ενώ παράλληλα ασχολείτο με την ξιφασκία, πρώτα ως αθλητής της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών (σημερινής Παναχαϊκής) και στη συνέχεια της Αθηναϊκής Λέσχης.
Το 1896 πήρε μέρος στους Α' Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και κατέκτησε αήττητος το χρυσό μετάλλιο στη σπάθη. Ο αγώνας έγινε στις 28 Μαρτίου στο αίθριο του Ζαππείου Μεγάρου ανάμεσα σε πέντε ξιφομάχους και ο Γεωργιάδης νίκησε κατά σειρά τον Γεώργιο Ιατρίδη (3-0), τον Αυστριακό Άντολφ Σμαλ (3-2), τον Τηλέμαχο Καράκαλο (3-2) και τον Δανό Χόλγκερ Νίλσεν (3-2).
Το 1900 κι ενώ έκανε μεταπτυχιακά στο Παρίσι, έλαβε μέρος στους Β' Ολυμπιακούς Αγώνες, που έγιναν στη γαλλική πρωτεύουσα. Συμμετείχε στο αγώνισμα της σπάθης, αλλά αποκλείστηκε στα προκριματικά λόγω αντικανονικών χτυπημάτων. Στη Μεσολυμπιάδα της Αθήνας το 1906 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στη σπάθη και το αργυρό στο ομαδικό της σπάθης.
Η αθλητική του διαδρομή ολοκληρώθηκε το 1924 στους Ολυμπιακούς Αγώνες των Παρισίων, όταν σε ηλικία 50 ετών έλαβε μέρος στο αγώνισμα της σπάθης χωρίς επιτυχία. Από το 1918 έως το 1936 ήταν μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής.
Η ιατρική καριέρα του ξεκίνησε το 1904, όταν οργάνωσε και διηύθυνε το χειρουργικό τμήμα του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών. Το 1907 ανέλαβε επιμελητής στην έδρα της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1912 εξελέγη τακτικός καθηγητής. Διατήρησε την έδρα έως το 1947, οπότε συνταξιοδοτήθηκε και κατέστη ομότιμος καθηγητής. Στη συνέχεια διετέλεσε επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Εγκληματολογικής Σημάνσεως του Υπουργείου Εσωτερικών.
Η προσφορά του στον κλάδο της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας υπήρξε ανεκτίμητη και σε αυτόν οφείλεται η συστηματική εκτέλεση των ιατροδικαστικών νεκροτομών. Μανιώδης συλλέκτης πειστηρίων εγκλήματος από το 1912, υπήρξε ο εμπνευστής του Εγκληματολογικού Μουσείου, καθώς και του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής.
Το 1910 οργάνωσε το Εγκληματολογικό Τμήμα της Αστυνομικής Διευθύνσεως Αττικοβοιωτίας και το 1912 ίδρυσε το Νεκροτομείο Αθηνών. Συνέγραψε πλείστες μελέτες στα ελληνικά και τα γαλλικά, με κυριότερο το δίτομο έργο «Τοξικολογία, Ιατροδικαστική και Κλινική» (1926).
Ο Ιωάννης Γεωργιάδης πέθανε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 1960.
Νομικός και πολιτικός από την Κορινθία, που διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας την τριετία 1932-1935.
Νομικός και πολιτικός από την Κορινθία, που διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας την τριετία 1932-1935. Ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, υπήρξε διακεκριμένη πολιτική φυσιογνωμία της συντηρητικής παράταξης στα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Ο Παναγής (Παναγιώτης) Τσαλδάρης γεννήθηκε στο Καμάρι Κορινθίας το 1868 από οικογένεια μικρασιατικής καταγωγής, που είχε εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο περί το 1750. Ο πατέρας του, Επαμεινώνδας Τσαλδάρης, ήταν δικολάβος, έμπορος και καλλιεργητής γης.
Μαθήτευσε στο Δημοτικό Σχολείο της γενέτειράς του, στο Ελληνικό Σχολείο του Ξυλοκάστρου και στο Γυμνάσιο Κόρινθου. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1888) και αναγορεύθηκε αριστούχος διδάκτωρ το 1889. Το 1890 διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Πατρών και το ίδιο έτος αναχώρησε στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές. Παρακολούθησε νομικά μαθήματα στα πανεπιστήμια Γοτίγγης, Λειψίας και Παρισίων.
Επανήλθε στην Ελλάδα τον Ιούλιο τού 1893. Το ίδιο έτος μετατέθηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα. Αρχικά, ο κύκλος των εργασιών του ήταν πολύ περιορισμένος και αναγκάστηκε να ιδρύσει νομικό φροντιστήριο για να αντιμετωπίσει τις βιοτικές ανάγκες του. Ένας από πιο διακεκριμένους μαθητές του ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός Αλέξανδρος Διομήδης. Τελικά, η νομική του εμβρίθεια αναγνωρίστηκε και διορίστηκε γραμματέας της Επιτροπής Σύνταξης του Αστικού Κώδικα.
Ο Παναγής Τσαλδάρης πολιτεύθηκε για πρώτη φορά το 1910. Εξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας στις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 για την ανάδειξη της Α' Αναθεωρητικής Βουλής. Δεν έλαβε μέρος στις επόμενες εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 (Β' Αναθεωρητική Βουλή), ακολουθώντας την τακτική των παλαιών κομμάτων, που απείχαν της εκλογικής διαδικασίας. Μετέσχε, όμως, στις εκλογές της 11ης Μαρτίου 1912, κατά τις οποίες επανεξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας και από τότε εκλεγόταν συνεχώς.
Στη Βουλή ακολουθούσε ως ανεξάρτητος τον Δημήτριο Γούναρη, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία. Στις 25 Φεβρουάριου 1915 ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην κυβέρνησή του και παραιτήθηκε στις 10 Αυγούστου, όταν το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη αποδοκιμάστηκε στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915.
Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού εκτοπίστηκε στην Ύδρα και κατόπιν στη Σκόπελο. Εκεί γνωρίστηκε με τη Λίνα Λάμπρου (1887-1981), θυγατέρα τού διαπρεπούς βυζαντινολόγου και πρώην πρωθυπουργού Σπυρίδωνος Λάμπρου, επίσης εκτοπισμένου. Το ζευγάρι παντρεύτηκε στην Κηφισιά στις 10 Ιουλίου 1919.
Τον Μάρτιο του 1922 αναχώρησε για το εξωτερικό για λόγους υγείας και επανήλθε στην Ελλάδα τον Αύγουστο, όταν είχε αρχίσει να καταρρέει το Μέτωπο στη Μικρά Ασία. Συνελήφθη και φυλακίστηκε από την Επανάσταση του 1922, αποφυλακίστηκε όμως στις 8 Ιανουαρίου 1923, μετά τη χορήγηση αμνηστίας για τα πολιτικά αδικήματα.
Δεν έλαβε μέρος στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, όπως και το κόμμα του, για την εκλογή της Δ' Συντακτικής Συνέλευσης, διαμαρτυρόμενος για τις διώξεις που ακολούθησαν το κίνημα Λεοναρδόπουλου - Γαργαλίδη. Τον Ιανουάριο του 1924 ανέλαβε την προσωρινή αρχηγία του Λαϊκού Κόμματος, όπως είχε μετονομαστεί από τον Νοέμβριο 1920 το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη, και στις 4 Μαΐου 1924 την οριστική αρχηγία.
Εκ πεποιθήσεως βασιλόφρων, εργάστηκε για την επικράτηση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας κατά το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924 και δεν αναγνώρισε το αποτέλεσμα τούτου, που απέβη υπέρ της αβασίλευτης (προεδρευομένης) δημοκρατίας, διότι θεώρησε ότι αυτό δεν υπήρξε γνήσιο. Αντιτάχθηκε στη δικτατορία Πάγκαλου και στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, που ακολούθησαν την πτώση του δικτάτορα, το Λαϊκό Κόμμα, υπό την αρχηγία του, εξασφάλισε 60 έδρες. Επειδή κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία, σχηματίστηκε Οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στην οποία ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών (4 Δεκεμβρίου 1926 - 17 Αυγούστου 1927).
Στις εκλογές της 19 Αυγούστου 1928 το Λαϊκό Κόμμα πέτυχε την εκλογή μόνο 19 βουλευτών, λόγω του εκλογικού νόμου, και στις γερουσιαστικές εκλογές της 21ης Απριλίου 1929 μόνο 10 γερουσιαστών. Στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 το κόμμα του εξέλεξε 95 βουλευτές και στις 4 Νοεμβρίου 1932 σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με την ανοχή των λοιπών κομμάτων και με τη σύμπραξη του αρχηγού του Εθνικού Ριζοσπαστικού Κόμματος, Γεωργίου Κονδύλη, του αρχηγού των Ελευθεροφρόνων, Ιωάννη Μεταξά, και του απόστρατου υποναυάρχου Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου, που, εν τω μεταξύ, είχε αλλάξει στρατόπεδο.
Πριν από την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργός, με έγγραφη δήλωσή του αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το υφιστάμενο πολίτευμα της προεδρευομένης δημοκρατίας. Η κυβέρνησή του διατηρήθηκε στην εξουσία έως τις 16 Ιανουαρίου 1933, οπότε ανατράπηκε από τα κόμματα και τις προσωπικότητες που τη στήριζαν.
Κατά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 συνεργάστηκε με τους Γεώργιο Κονδύλη, Iωάννη Μεταξά και Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο και πλειοψήφησε με 135 βουλευτές. Τη νύκτα της 5ης προς 6η Μαρτίου 1933, όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα, εξερράγη στρατιωτικό κίνημα υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Το κίνημα, όμως, δεν επικράτησε και σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση από τον αντιστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο, η οποία παραιτήθηκε μετά λίγες ημέρες, και ο Παναγής Τσαλδάρης ανέλαβε και πάλι την πρωθυπουργία στις 10 Μαρτίου 1933.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πρωθυπουργίας του έγινε η δεύτερη δολοφονική απόπειρα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, στις 6 Μαρτίου 1933. Ο Τσαλδάρης ήταν αμέτοχος και μάλιστα την αποδοκίμασε. Παρά ταύτα, το γεγονός αυτό έφερε σε δύσκολη θέση την κυβέρνησή του, καθώς η εγκληματική πράξη αποδόθηκε σε οπαδούς του Λαϊκού Κόμματος. Εξάλλου, τρία επίλεκτα μέλη του κόμματός του, ο Ιωάννης Ράλλης, ο Γεώργιος Στράτος και ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης, εκφράσθηκαν δημόσια υπέρ της βασιλείας. Παρότι ο Τσαλδάρης αποδοκίμασε τις δηλώσεις των στελεχών του, τα πνεύματα οξύνθηκαν και πάλι. Οι Φιλελεύθεροι ένιωσαν ότι απειλείται το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας και προκάλεσαν το Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Το Κίνημα κατεστάλη και επακολούθησαν διώξεις κατά των ενεχόμενων πολιτικών και των μετασχόντων αξιωματικών.
Μία από τις αξιοσημείωτες πολιτικές ενέργειες του Παναγή Τσαλδάρη ήταν η υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου στην Αθήνα (9 Φεβρουαρίου 1934), με το οποίο η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία και η Τουρκία εγγυήθηκαν την ασφάλεια και την ακεραιότητα των βαλκανικών συνόρων. Ανάλογη συμφωνία είχε υπογράψει με την Τουρκία κατά την επίσκεψή του στην Άγκυρα στις 14 Σεπτεμβρίου 1933.
Την Πρωταπριλιά του 1935 καταργήθηκε η Γερουσία και διαλύθηκε η Βουλή. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 9 Ιουνίου 1935, με σκοπό την ανάδειξη Αναθεωρητικής Βουλής. Στις εκλογές, κατά το αντίστροφο προηγούμενο του Δεκεμβρίου του 1923, δεν έλαβαν μέρος τα κηρυγμένα υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας κόμματα. Από τις εκλογές προέκυψε η Ε' Εθνική Συνέλευση, η οποία εξέδωσε ψήφισμα για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, με σκοπό την επίλυση του πολιτειακού θέματος (10 Ιουλίου 1935) και διέκοψε τις εργασίες της έως τις 10 Οκτωβρίου 1935.
Οι αδιάλλακτοι βασιλόφρονες Ιωάννης Μεταξάς, Iωάννης Ράλλης και Γεώργιος Στράτος συνέπηξαν την «Ένωσιν Βασιλοφρόνων» και δήλωσαν ότι σε περίπτωση υπερψήφισής τους θα κατέλυαν το πολίτευμα δια της Εθνικής Συνέλευσης. Αντίθετα, ο Παναγής Τσαλδάρης υποστήριζε ότι για να τερματιστεί οριστικά το πολιτειακό θέμα έπρεπε να προηγηθεί δημοψήφισμα. Ο ίδιος με δήλωσή του στις 9 Σεπτεμβρίου 1935 τάχθηκε υπέρ της επαναφοράς της βασιλείας. Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ορίστηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (28 Σεπτεμβρίου 1935) για τις 3 Νοεμβρίου 1935.
Στις 10 Οκτωβρίου, όμως, οι αρχηγοί των τριών επιτελείων, ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ο υποναύαρχος Δημήτριος Οικονόμου και ο υποστράτηγος αεροπορίας Γεώργιος Ρέππας, σε συνεννόηση με τον Γεώργιο Κονδύλη, εξανάγκασαν σε παραίτηση τον Τσαλδάρη, ο οποίος παραιτήθηκε για να αποφευχθεί αιματοχυσία, όπως δήλωσε. Την ίδια ημέρα σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Κονδύλη. Ο Παναγής Τσαλδάρης, ο πρόεδρος της Εθνικής Συνέλευσης, Xαράλαμπος Βοζίκης, και ολιγάριθμοι βουλευτές αποχώρησαν από τη Βουλή, όταν παρουσιάστηκε ο Γεώργιος Κονδύλης για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Με ψήφισμα της Ε' Εθνικής Συνέλευσης (10 Οκτωβρίου 1935) ανακηρύχθηκε η βασιλευομένη δημοκρατία, με αντιβασιλέα τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Γεώργιο Κονδύλη.
Στις 3 Νοεμβρίου διεξήχθη το δημοψήφισμα, που απέβη υπέρ της βασιλευομένης δημοκρατίας και στις 25 Νοεμβρίου 1935 επανήλθε ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’. Στις 16 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους διαλύθηκε η Ε' Εθνική Συνέλευση και προκηρύχθηκαν εκλογές Αναθεωρητικής Βουλής για τις 26 Ιανουαρίου 1936. Στις εκλογές αυτές το Λαϊκό Κόμμα διασπάστηκε και αποσχίστηκε ομάδα υπό τον Ιωάννη Θεοτόκη, η οποία ίδρυσε το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα. Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία. Με την ανοχή των κομμάτων διατηρήθηκετην πρωθυπουργία ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, μέχρι του θανάτου του στις 13 Απριλίου 1936.
Ο Παναγής Τσαλδάρης πέθανε στην Αθήνα από ουραιμία στις 17 Μαΐου 1936, σε ηλικία 68 ετών. Νωρίτερα είχαν αποβιώσει δύο άλλοι από τους πρωταγωνιστές του Μεσοπολέμου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος (18 Μαρτίου 1936) και Γεώργιος Κονδύλης (1 Φεβρουαρίου).
Ο Παναγής Τσαλδάρης υπήρξε έγκριτος νομομαθής. Νουνεχής ως άνθρωπος, απέφευγε τις οξύτητες. Ως πολιτικός ήταν συνεπής και πιστός στην κοινοβουλευτική και συνταγματική τάξη. Με τη μετριοπαθή πολιτική του πέτυχε να ανασυντάξει το Λαϊκό Κόμμα, παρά τις δυσμενείς περιστάσεις. Διατήρησε τις πολιτειακές θέσεις του και τις διακήρυξε στην κατάλληλη κοινοβουλευτικά στιγμή. Ήταν μία ήρεμη φωνή μέσα στο Κοινοβούλιο και επιτύγχανε χωρίς οξύτητα τον επιδιωκόμενο σκοπό του, φυλάσσοντας το πλαίσιο των θεσμών.
Σχετικά
Η σύζυγός του, Λίνα Τσαλδάρη (1887-1981), υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα που ανέλαβε υπουργικό χαρτοφυλάκιο. Από τις 29 Φεβρουαρίου 1956 έως τις 5 Μαρτίου 1958 χρημάτισε υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας στη δεύτερη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ο ανιψιός του, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης (1884-1970), ανέλαβε την ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Τη δυναστεία Τσαλδάρη στην πολιτική έκλεισε ο Αθανάσιος Τσαλδάρης (1921-1997), γιος του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, ο οποίος πολιτεύτηκε με την ΕΡΕ και τη Νέα Δημοκρατία. Μεταξύ άλλων, διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής από το 1989 έως το 1993.