Δευτέρα 20 Μαΐου 2024
Ανδρέας Μιαούλης
Ναύαρχος και πολιτικός, διοικητής ελληνικού στόλου κατά την Επανάσταση του 1821.
Ναύαρχος του ελληνικού στόλου κατά την Επανάσταση του 1821. Ο τόπος της γέννησής του δεν είναι επακριβώς γνωστός. Ορισμένοι βιογράφοι του υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1769 στα Φύλλα της Εύβοιας, απ' όπου η οικογένεια του μετοίκησε στην Ύδρα, ενώ άλλοι στο νησί του Αργοσαρωνικού.
Το πραγματικό του επίθετο ήταν Βώκος ή Μπώκος. Για το παρωνύμιο Μιαούλης υπάρχουν δύο εκδοχές: Η μία ότι του τo κόλλησαν οι ναύτες του, όταν τους έδινε τη διαταγή «Μία ούλοι!» για να κωπηλατούν συγχρόνως. Η δεύτερη, από ένα τουρκικό μπρίκι που αγόρασε, με την ονομασία «Μιαούλ». Ο Μιαούλης ήταν σχεδόν αγράμματος, σύμφωνα με τον ιστορικό Καρλ Μέντελσον -Μπαρτόλντι, εν τούτοις υπερείχε σε ευφυΐα και ναυτική τέχνη. Είχε ανεπτυγμένη την αίσθηση του καθήκοντος μέχρι υπερβολής, που πολλές φορές έφθανε στα όρια της σκληρότητας για τους υφισταμένους του.
πό τα εφηβικά του χρόνια, ο Ανδρέας Μιαούλης ασχολήθηκε με τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Για την ακρίβεια, ήταν ένας από τους πιο ονομαστούς κουρσάρους της Ανατολικής Μεσογείου. Έκανε σεβαστή περιουσία κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, όταν έσπαγε τον ναυτικό αποκλεισμό των Άγγλων υπό τον ναύαρχο Νέλσον και ανεφοδίαζε τις ισπανικές πόλεις. Το 1816 ο Ανδρέας Μιαούλης παρέδωσε τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις στο γιο του Δημήτριο και ο ίδιος ασχολήθηκε με το εμπόριο.
Κατά την κήρυξη της Επανάστασης στην Ύδρα, στις 28 Απριλίου 1821, ο Μιαούλης υπέγραψε μαζί με άλλους πλοιοκτήτες έγγραφο, με το οποίο διέθεταν τα πλοία τους, αλλά και θα αναλάμβαναν τις δαπάνες για τις ναυτικές επιχειρήσεις του Αγώνα. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου αναλαμβάνει ναύαρχος του υδραϊκού στόλου και στις 28 Σεπτεμβρίου έρχεται αντιμέτωπος για πρώτη φορά με τουρκική ναυτική μοίρα στην Πύλο. Το Φεβρουάριο του 1822 καταστρέφει μία τουρκική φρεγάτα και προξενεί ζημιές σε άλλα πλοία στο λιμάνι της Πάτρας. Τον Οκτώβριο του 1823 ο Μιαούλης, επικεφαλής του ελληνικού στόλου, νικά τους Τούρκους στο Αρτεμίσιο και του Ωρεούς.
Μετά την καταστροφή των Ψαρών (20 - 22 Ιουνίου 1824), σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην εξουδετέρωση της τουρκικής δύναμης, που είχε παραμείνει στο νησί και στην ανακατάληψή του, στις 3 Ιουλίου. Στις 29 Αυγούστου 1824, ο Μιαούλης, επικεφαλής του ενωμένου ελληνικού στόλου, καταναυμαχεί τον τουρκοαιγυπτιακό στον Γέροντα. Οι απώλειες του εχθρού ανέρχονται σε 27 πλοία, ανάμεσά τους και η επιβλητική φρεγάτα «Ασία».
Μετά την εκλογή του Όθωνα, ο Μιαούλης με τον Κίτσο Τζαβέλα και τον Δημήτριο Πλαπούτα ορίστηκαν μέλη της επιτροπής, που πήγε στο Μόναχο για να προσφέρει το στέμμα στον πρώτο βασιλιά της Ελλάδας. Επί Όθωνος, ο Μιαούλης αναλαμβάνει αρχηγός του Ναυτικού Διευθυντηρίου με τον βαθμό του ναυάρχου, ενώ το 1834 διορίζεται Σύμβουλος Επικρατείας και γενικός επιθεωρητής του Στόλου.
Ο Ανδρέας Μιαούλης πέθανε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 1835. Ετάφη στον Πειραιά, στη δεξιά ακτή του λιμανιού, που ονομάστηκε Ακτή Μιαούλη. Αργότερα, έγινε ανακομιδή των οστών του σε τάφο στην είσοδο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.
Βιβλιογραφία
- «Ανδρέας Μιαούλης 1769 - 1835: Από την υπόδουλη ώς την ελεύθερη Ελλάδα» της Αννίτας Πρασσά και της Κωνσταντίνας Αδαμοπούλου - Παύλου. («Εστία»)
- «Ανδρέας Μιαούλης: Έπος και τραγωδία» του Δημήτρη Σταμέλου. («Εστία»)
Η Μάχη στο Μανιάκι
Άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825, κράτησε περίπου οκτώ ώρες και έληξε με νίκη του Ιμπραήμ. Ανάμεσα στις απώλειες της ελληνικής πλευράς και ο Παπαφλέσσας.
Στις αρχές του 1825 η Ελληνική Επανάσταση διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, όχι μόνο από τον Ιμπραήμ, αλλά και εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Ο αιγύπτιος πολέμαρχος, μετά την κατάληψη του Νεόκαστρου (κάστρου της Πύλου), γρήγορα έγινε κυρίαρχος σχεδόν όλης της Μεσσηνίας και ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Τριπολιτσάς, διοικητικού κέντρου της Οθωμανικής Πελοποννήσου, που κατείχαν οι Έλληνες από το 1822.
Στις απελευθερωμένες περιοχές κυβερνούσε το «Εκτελεστικό» υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη, ενώ οι αρκετοί οπλαρχηγοί (Κολοκοτρώνης κ.ά.) βρίσκονταν στις φυλακές, θύματα της εμφύλιας διαμάχης. Ο Παπαφλέσσας, που ασκούσε καθήκοντα Υπουργού Στρατιωτικών, διείδε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Επανάσταση και παρότι πολιτικός φίλος του Κουντουριώτη και αντίπαλος του Κολοκοτρώνη, εισηγήθηκε την απελευθέρωση των φυλακισμένων οπλαρχηγών. Συν τοις άλλοις, συναντούσε απροθυμία να συγκροτήσει ένα επαρκές στράτευμα για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ.
Στα μέσα Μαΐου αποφάσισε να αναλάβει δράση και να αντιπαρατεθεί ο ίδιος με τον εχθρό, σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει τους Έλληνες. Είχε όμως και πολιτικά κίνητρα το σχέδιό του. Ήλπιζε ότι με μια νίκη κατά του Ιμπραήμ θα αποκτούσε δύναμη για να ανατρέψει την κυβέρνηση Κουντουριώτη και να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Με λίγους άνδρες αναχώρησε από το Ναύπλιο και αφού διέσχισε την Πελοπόννησο κατέλαβε την ανατολική πλευρά του όρους Μάλα στο Μανιάκι της Μεσσηνία, μία ορεινή περιοχή που «βλέπει» όλη την περιοχή μέχρι το Νεόκαστρο και από όπου θα είχε καλύτερη εποπτεία των κινήσεων του εχθρού.
Ο Ιμπραήμ με τις υπηρεσίες πληροφοριών που διέθετε εντόπισε εύκολα τις θέσεις των ανδρών του Παπαφλέσσα και κινήθηκε εναντίον του με 6.000 πεζούς και ιππείς. Ο Παπαφλέσσας μόλις και μπόρεσε να παρατάξει 1.300 άνδρες, αν και σύμφωνα με τις υποσχέσεις των οπλαρχηγών η ελληνική δύναμη θα έπρεπε να αγγίζει τους 10.000 άνδρες. Κατασκεύασε πρόχειρα προχώματα και παρέταξε τους άνδρες τους σε άμυνα τριών σειρών. Κάποιοι από τους οπλαρχηγούς του πρότειναν να δώσουν αλλού τη μάχη, επειδή η περιοχή ήταν ακατάλληλη και ότι τα ταμπούρια που είχαν κατασκευάσει θα ήταν εύκολη υπόθεση για το αιγυπτιακό ιππικό. Ο Παπαφλέσας επέμεινε να δώσει τη μάχη στο Μανιάκι, υπολογίζοντας στις ενισχύσεις που περίμενε.
Με τη θέα των ορδών του Ιμπραήμ στις 19 Μαΐου 1825, αρκετοί από τους Έλληνες καταλήφθηκαν από φόβο και αρνήθηκαν να πολεμήσουν. «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» γράφει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος (Φώτιου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου: «Βίος Παπαφλέσσα», 1868). Σχεδόν αμέσως άρχισαν οι διαρροές. Το σύνθημα της αποχώρησε έδωσε ο μανιάτης οπλαρχηγός Σταυριανός Καπετανάκης με δέκα άνδρες και στη συνέχεια η φυγή γενικεύτηκε. Το ελληνικό στρατόπεδο δεν αριθμούσε πάνω από 600 άνδρες.
Η μάχη άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825 και κράτησε περίπου οκτώ ώρες. Για τους πεπειραμένους Αιγύπτιους και τους Γάλλους αξιωματικούς τους δεν ήταν δύσκολο να κάμψουν την αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων, παρότι πολέμησαν με υπέρμετρη γενναιότητα. Εισέβαλαν στα ταμπούρια τους και τους σκότωσαν σχεδόν όλους, ανάμεσά τους και τον Παπαφλέσσα. Ήταν μια άνιση μάχη από όλες τις πλευρές και έφερε στη μνήμη πολλών τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη θυσία των 300 του Λεωνίδα. Οι ενισχύσεις έφθασαν σχεδόν κατόπιν εορτής. Οι 1.300 άνδρες του Δημητράκη Πλαπούτα μόλις που πρόλαβαν να ρίξουν μερικές τουφεκιές, ενώ ο αδελφός του Παπαφλέσσα, Νικήτας Φλέσσας, με 700 άνδρες προτίμησε να αποσυρθεί μόλις έμαθε την καταστροφή.
Μετά τη μάχη, ο Ιμπραήμ αναζήτησε τον νεκρό Παπαφλέσσα. Του έφεραν ένα ακέφαλο πτώμα. Διέταξε να βρεθεί και η κεφαλή του και αφού στερέωσαν όρθιο σε ένα κορμό δέντρου το σώμα του, του πρόσδεσαν και το κεφάλι, ώστε να παρέχει την εντύπωση ζωντανού ανθρώπου. Τότε ο Ιμπραήμ, κατά τον Φωτάκο, τον κοίταξε άφωνος για λίγο, έκαμε μια χειρονομία σεβασμού και θαυμασμού και είπε: «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν».
Μετά τη νίκη του στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ ολοκλήρωσε την κατάληψη της Μεσσηνίας με την πυρπόληση της Καλαμάτας και στη συνέχεια στράφηκε κατά της Τριπολιτσάς, την οποία κατέλαβε στις 11 Ιουνίου 1825. Εν τω μεταξύ, από τις 17 Μαΐου ο Κολοκοτρώνης είχε αποφυλακιστεί και διοριστεί αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων. Ως στρατηγική αντιμετώπισης του Ιμπραήμ επέλεξε τον κλεφτοπόλεμο, την ανύψωση του ηθικού του πληθυσμού και την καταπολέμηση του «προσκυνήματος» τύπου Νενέκου.
Παπαφλέσσας
Κληρικός, από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του ‘21.
Ο Γεώργιος Δικαίος Φλέσσας, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε το 1786 ή το 1788 στην Πολιανή Μεσσηνίας. Φοίτησε στην ονομαστή Σχολή της Δημητσάνας και το 1816 εκάρη μοναχός στο μοναστήρι της Βαλανιδιάς στην Καλαμάτα κι έλαβε το όνομα Γρηγόριος. Ζωηρός και εριστικός ως χαρακτήρας, γρήγορα ήλθε σε ρήξη με τον ηγούμενό του και πήγε να μονάσει στο μοναστήρι της Ρεκίτσας, μεταξύ Μυστρά και Λεονταρίου.
Στις αρχές του 1818 μάλωσε μ’ ένα Τούρκο αγά της περιοχής για κάποια διαφιλονικούμενα κτήματα και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο προτού εγκαταλείψει την Πελοπόννησο κι ενώ καταδιώκετο από Τούρκους οπλοφόρους, φέρεται να τους είπε: «Άιντε ρε και πού θα μου πάτε! Θα ξαναγυρίσω πάλι ή δεσπότης ή πασάς και τότε θα λογαριαστούμε!»
Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον κατήχησε και τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Ιουνίου του 1818 με το συνθηματικό όνομα Αρμόδιος. Την ίδια περίοδο έγινε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε'.
Από τη στιγμή που έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο Παπαφλέσσας αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην υπόθεση του εθνικού ξεσηκωμού. Παρορμητικός και ενθουσιώδης, ταξίδεψε γι’ αυτόν το σκοπό στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και άλλοτε με ψέμματα και άλλοτε με αλήθειες κατάφερε να ενθουσιάσει και να παρασύρει πολλούς Έλληνες. Δικαιολογημένα κάποιος βιογράφος του του έδωσε το όνομα «μπουρλοτιέρης των ψυχών». Η τακτική, όμως, που ακολούθησε, θεωρήθηκε από ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας επικίνδυνη για την αποκάλυψη των σχεδίων της και αποφασίζεται να σταλεί στον Μοριά, όπου οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες για οργανωτική δράση.
Στις αρχές του 1821, με έξοδα του Παναγιώτη Σέκερη, έφτασε στην Πελοπόννησο, εμφανιζόμενος άλλοτε ως πατριαρχικός έξαρχος και άλλοτε ως εκπρόσωπος της ανωτάτης αρχής της Φιλικής Εταιρείας. Στη μυστική Σύσκεψη της Βοστίτσας, όπως ονομαζόταν τότε το Αίγιο (26-30 Ιανουαρίου 1821), στην οποία πήραν μέρος εξέχοντα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, ο Παπαφλέσσας επέμεινε στην αναγκαιότητα άμεσης έναρξης του Αγώνα, βεβαιώνοντας ότι θα τον ενίσχυε αποτελεσματικά η Ρωσία. Οι πρόκριτοι και οι αρχιερείς δεν πείστηκαν από τα λεγόμενά του και η σύσκεψη διαλύθηκε άδοξα.
Οργισμένος, ο Παπαφλέσσας έφυγε για τη Μάνη, όπου συναντήθηκε με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Στις 23 Μαρτίου συμμετείχε με πολλούς Μοραΐτες καπεταναίους στην απελευθέρωση της Καλαμάτας. Από εκείνη τη στιγμή, ο Παπαφλέσσας πετά το ράσσο, το οποίο δεν τίμησε ιδιαίτερα, και φορά τη στολή του πολεμιστή. Όπου περνά, ενθουσιάζει και ξεσηκώνει τους Έλληνες. Κλείνεται να πολεμήσει στο κάστρο του Άργους και ύστερα παίρνει μέρος σε πολλές μάχες (Δερβενάκια και άλλες μικρότερες).
Τον Δεκέμβριο του 1821 έλαβε μέρος στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και το 1823 στη Β' Εθνοσυνέλευση του Άστρους. Στις 27 Απριλίου του 1823 ανέλαβε το Μινιστέριο (Υπουργείο) των Εσωτερικών και την 1η Ιουλίου του ίδιου χρόνου και το Μινιστέριο της Αστυνομίας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, παρά το γεγονός ότι ήταν παλιός συνεργάτης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, βρέθηκε στο αντίπαλο στρατόπεδο. Οι ένοπλες συγκρούσεις του με τους Κολοκοτρωναίους αποτελούν μελανή σελίδα στην όλη δράση του.
Εν τούτοις, μόλις πάτησε το πόδι του ο Ιμπραήμ στο Μοριά το 1825, πρότεινε την αποφυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και άλλων αντικυβερνητικών αγωνιστών, ενώ ο ίδιος όντας ακόμη Μινίστρος των Εσωτερικών και της Αστυνομίας ξεκίνησε για τη Μεσσηνία για να χτυπήσει τον εισβολέα. Ταμπουρώθηκε στο Μανιάκι, με την απόφαση να νικήσει ή να πέσει. Στις 20 Μαΐου δέχθηκε επίθεση από τις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού κι έπεσε ηρωικά μαχόμενος, ύστερα από οκτάωρη σκληρή μάχη.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/831
Η Μάχη της Κρήτης
Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η αεραποβατική επιχείρηση, που επιχείρησε η Ναζιστική Γερμανία κατά της Κρήτης στις 20 Μαΐου 1941 και η οποία έληξε δώδεκα μέρες μετά, με την κατάληψη της μεγαλονήσου.
Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η αεραποβατική επιχείρηση, που επιχείρησε η Ναζιστική Γερμανία κατά της Κρήτης στις 20 Μαΐου 1941 και η οποία έληξε δώδεκα μέρες μετά, την 1η Ιουνίου, με την κατάληψη της Μεγαλονήσου. Ήταν μία από τις σημαντικότερες μάχες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με πολλές πρωτιές σε επιχειρησιακό επίπεδο.
Η απόφαση για την επίθεση στην Κρήτη ελήφθη από το Χίτλερ στις 25 Απριλίου 1941, λίγες μέρες μετά την παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας στις δυνάμεις του Άξονα, και έλαβε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ερμής» («Unternehmen Merkur»). Ήταν αμυντική και όχι επιθετική επιχείρηση, όπως αποδείχθηκε αργότερα. Οι Γερμανοί είχαν ως στόχο να εξασφαλίσουν τα νοτιοανατολικά τους νώτα, ενόψει της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα (Εκστρατεία στη Ρωσία) και να εξορμήσουν στη Βόρεια Αφρική, με εφαλτήριο την Κρήτη, όπως πίστευαν οι Σύμμαχοι.
Τις παραμονές της επίθεσης, οι Σύμμαχοι είχαν τακτικό πλεονέκτημα σε ξηρά και θάλασσα, ενώ οι Γερμανοί στον αέρα. Έτσι, το γερμανικό επιτελείο αποφάσισε να διεξαγάγει την επιχείρηση από αέρος με τη χρησιμοποίηση δυνάμεων αλεξιπτωτιστών σε ευρεία κλίμακα, για πρώτη φορά στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων τέθηκε ο πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, 51 ετών, βετεράνος πιλότος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε στη διάθεσή του 1190 αεροπλάνα (πολεμικά και μεταγωγικά) και 29.000 άνδρες (αλεξιπτωτιστές και πεζικάριους), ενώ οι Ιταλοί θα συνεισέφεραν 3.000 στρατιώτες.
Την Κρήτη υπερασπίζονταν όσοι έλληνες στρατιώτες είχαν παραμείνει στο νησί και δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιωτικοί), που είχαν διεκπεραιωθεί από την κατεχόμενη Ελλάδα. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, 52 ετών, βετεράνος και αυτός του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι υπερασπιστές της Μεγαλονήσου ανήρχοντο σε περίπου 40.000, αλλά είχαν ανεπαρκή και απαρχαιωμένο οπλισμό, ιδίως οι Έλληνες.
Στην περιοχή των Χανίων είχε εγκατασταθεί ο Βασιλιάς Γεώργιος Β' και η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Οι Σύμμαχοι γνώριζαν με μεγάλες λεπτομέρειες το γερμανικό σχέδιο επίθεσης, αφού είχαν κατορθώσει για πρώτη φορά να σπάσουν του γερμανικό κώδικα επικοινωνιών («Επιχείρηση Αίνιγμα»). Όμως, το πλεονέκτημα αυτό δεν το εκμεταλλεύτηκαν, εξαιτίας των διαφωνιών του Φράιμπεργκ με τους ανωτέρους του στο Λονδίνο. Οι Αμερικανοί δεν είχαν εισέλθει ακόμη στον Πόλεμο.Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 8 το πρωί της 20ης Μαΐου 1941, με τη ρίψη αλεξιπτωτιστών σε δύο μέτωπα: στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων. Τα πρώτα κύματα των αλεξιπτωτιστών ήταν εύκολη λεία για τους Νεοζηλανδούς και τους Έλληνες που υπεράσπιζαν το Μάλεμε. Στις μάχες έλαβε μέρος και μεγάλος αριθμός αμάχων με ό,τι όπλο είχε στη διάθεσή του, από μαχαίρια ως όπλα από την εποχή της Κρητικής Επανάστασης.
Η συμμετοχή χιλιάδων αμάχων στις επιχειρήσεις ήταν ένας παράγων που δεν είχαν υπολογίσει οι γερμανοί σχεδιαστές της επιχείρησης. Πίστευαν ότι οι Κρητικοί, γνωστοί για τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα, θα υποδέχονταν τους Γερμανούς ως ελευθερωτές. Μία ακόμη λανθασμένη εκτίμηση της γερμανικής αντικατασκοπείας υπό τον ναύαρχο Βίλχελμ φον Κανάρις ήταν ο αριθμός των μαχητών στην Κρήτη, τους οποίους υπολόγιζαν σε μόνο 5.000 άνδρες.
Στις 4 το απόγευμα της 20ης Μαΐου ένα νέο κύμα αλεξιπτωτιστών έπεσε στο Ρέθυμνο και μία ώρα αργότερα στο Ηράκλειο. Τώρα, οι μάχες διεξάγονταν σε τέσσερα μέτωπα: Χανιά, Μάλεμε, Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Η πρώτη μέρα της Μάχης της Κρήτης έληξε με μεγάλες απώλειες για τους Γερμανούς και αβέβαια έκβαση. Ο διοικητής των γερμανικών δυνάμεων, πτέραρχος Κουρτ Στούτεντ, απογοητευμένος από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, σκέφθηκε ακόμη και την αυτοκτονία, αναλογιζόμενος την υπόσχεση που είχε δώσει στον Φύρερ για μια εύκολη νίκη. Το βράδυ της ίδιας μέρας, μετά από μεγάλες περιπέτειες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση μεταφέρθηκαν με βρετανικό πολεμικό στην Αίγυπτο.
Η κατάληψη του αεροδρομίου ήταν στρατηγικής σημασίας για την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Οι Γερμανοί άρχισαν να μεταφέρουν μεγάλες δυνάμεις από την Ελλάδα και με τον σύγχρονο οπλισμό που διέθεταν ήταν θέμα χρόνου η κυριαρχία τους στη Μεγαλόνησο. Στις 28 Μαΐου οι Γερμανοί είχαν απωθήσει τις συμμαχικές δυνάμεις προς τα νότια, καθιστώντας τον αγώνα τους μάταιο. Έτσι, το Λονδίνο αποφάσισε την απόσυρση των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας από την Κρήτη και τη μεταφορά τους στην Αίγυπτο. Όσες μονάδες δεν τα κατάφεραν, παραδόθηκαν στους Γερμανούς. Πολλοί Έλληνες μαχητές και μαζί τους 500 Βρετανοί ανέβηκαν στα απρόσιτα βουνά της Κρήτης για να συνεχίσουν τον αγώνα. Την 1η Ιουνίου, με την παράδοση 5.000 μαχητών στα Σφακιά, έπεσε η αυλαία της Μάχης της Κρήτης.
Οι απώλειες για τους Συμμάχους ήταν: 3.500 νεκροί, 1.900 τραυματίες και 17.500 αιχμάλωτοι. Οι Γερμανοί, σύμφωνα με δικά τους στοιχεία, είχαν 3.986 νεκρούς και αγνοούμενους, 2.594 τραυματίες, ενώ έχασαν 370 αεροπλάνα. Σύμφωνα, όμως, με συμμαχικούς υπολογισμούς, οι γερμανικές απώλειες ξεπέρασαν τις 16.000.
Η Μάχη στην Κρήτη ονομάστηκε και «Νεκροταφείο των γερμανών αλεξιπτωτιστών», εξαιτίας των μεγάλων απωλειών τους, γεγονός που ανάγκασε τον Χίτλερ να διατάξει τον τερματισμό κάθε αεραποβατικής επιχείρησης στο μέλλον. Από την πλευρά τους, οι Σύμμαχοι εντυπωσιάστηκαν από τις μεγάλες δυνατότητες των αλεξιπτωτιστών στη μάχη και δημιούργησαν τις δικές τους αεραποβατικές δυνάμεις.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/267
© SanSimera.gr
Αγία Λυδία η Φιλιππησία
«Διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησαν ημίν» (Πράξ. 16,9), είναι η έκκληση του Μακεδόνα που βλέπει σε όραμα ο Απόστολος Παύλος ενώ βρίσκεται στην Τρωάδα. Τη φωνή αυτή τη θεωρεί ως φωνή Θεού και χωρίς αναβολή αποφασίζει να διαπεραιωθεί στο εκλεκτότερο τμήμα της Ευρώπης, τη Μακεδονία. Μαζί του παίρνει και τους εκλεκτούς του συνεργάτες, Τιμόθεο, Σίλα και Λουκά.
Αποβιβάζονται στη Νεάπολη, σημερινή Καβάλα, κι από κει αναχωρούν για τους Φιλίππους. Έξω από την πόλη των Φιλίππων και κοντά στις όχθες του Ζυγάκτου ποταμού είναι ο τόπος προσευχής των Ιουδαίων. Στις συγκεντρωμένες εκεί γυναίκες ο Απόστολος Παύλος κηρύττει, για πρώτη φορά στην Ευρώπη, το λόγο του Θεού.
Οι θεοφοβούμενες γυναίκες ακούν με προσοχή και ευλάβεια τα λόγια του άγνωστου Ιουδαίου. Αλλά εκείνη που περισσότερο απ' όλες ενθουσιάζεται είναι η Λυδία, η προσήλυτος πορφυρόπωλις από τα Θυάτειρα. Μέσα της γίνεται ένας σεισμός. Η καρδιά της Λυδίας ήταν πάντα ανήσυχη. Δεν μπορούσε να λατρεύει θεούς και θεές που οργίαζαν μεταξύ τους. Έτσι οδηγήθηκε στον κήπο προσευχής των Ιουδαίων. Γνώρισε το νόμο του Ισραήλ κι άναψε μέσα της ή δίψα για την αναζήτηση του Μεσσία. Και τώρα ακούει για πρώτη φορά τον Απόστολο Παύλο να μιλάει για το Λυτρωτή του κόσμου. Η Λυδία αποδέχεται χωρίς καμιά αντίρρηση τη νέα διδασκαλία. Πιστεύει στο Χριστό και δηλώνει κατηγορηματικά πως και αυτή θέλει να γίνει Χριστιανή. Και ο Απόστολος Παύλος ολοκληρώνει το έργο του. Στα γάργαρα νερά του ποταμού Ζυγάκτου βαπτίζει τη Λυδία. Η πρώτη χριστιανή της Μακεδονίας πολιτογραφείται στη βασιλεία των Ουρανών. Τώρα είναι το πρώτο μέλος της πρώτης Εκκλησίας της Ελλάδος. Η καρδιά της πλημμυρίζει από αισθήματα ευγνωμοσύνης προς αυτούς πού άνοιξαν τα μάτια της ψυχής της και ζήτα να τους φιλοξενήσει στο σπίτι της. «Και τις γυνή ονόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων, σεβόμενη τον Θεόν, ήκουεν, ης ο Κύριος διήνοιξε την καρδίαν προσέχειν τοις λαλουμένοις υπό του Παύλου, ως δε έβαπτίσθη και ο οίκος αυτής, παρεκάλεσε λέγουσα· ει κεκρίκατέ με πιστήν τω Κυρίω είναι, εισελθόντες εις τον οίκον μου μείνατε· και παρεβιάσατο ημάς». (Πράξ. 16,14-15).
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Θεὸν σεβόμενη διανοίας εὐθύτητι, τὸ τῆς χάριτος φέγγος διὰ Παύλου εἴσδεδεξαι, καὶ πρώτη ἐν Φιλίπποις τῷ Χριστῷ, ἔπιστευσας θεόφρον πανοικεῖ· διὰ τοῦτο σὲ τιμῶμεν ἀσματικῶς, Λυδία Φιλιππησία. Δόξα τῷ εὔδοκησαντι ἐν σοῖ, δόξα τῷ σὲ καταυγάσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμὶν τὰ κρείττονα.
Οπτικοακουστικό Υλικό
Άγιος Θαλλέλαιος ο Ανάργυρος
Ἀκέστορι τμηθέντι τῷ Θαλλελαίῳ.
Θεὸς βοτάνην πρὸς λύσιν πέμπει πάθους.
Εἰκοστῇ Θαλλέλαιος τὴν κεφαλὴν ἀπεκάρθη.
Ο Άγιος Μάρτυς Θαλλέλαιος καταγόταν από τον Λίβανο και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού (283-284 μ.Χ.). Ο πατέρας του ονομαζόταν Βερούκιος και η μητέρα του Ρωμυλία (κατ' άλλους Βερεκκόκιος και Ρομβυλιανή). Είχε σπουδάσει την ιατρική επιστήμη και προσέφερε πιο πάντες αφιλοκερδώς και με αγάπη τις ιατρικές του υπηρεσίες, γι' αυτό και εντάσσεται στην κατηγορία των γνωστών Αναργύρων.
Για την πίστη του στον Χριστό τον συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες στην Ανάζαρβο, πρωτεύουσα της δεύτερης επαρχίας της Κιλικίας, κρυμμένο μέσα στο δάσος και τον οδήγησαν στον άρχοντα Τιβεριανό. Εκείνος, επειδή ο Άγιος δεν πειθόταν να θυσιάσει στα είδωλα, πρόσταξε να του τρυπήσουν τους αστραγάλους και να τον κρεμάσουν με το κεφάλι προς τα κάτω. Τόση δε ήταν η υπομονή του Αγίου, την οποία επέδειξε κατά το φρικτό αυτό μαρτύριο, ώστε δύο από τους βασανιστές του στρατιώτες, ονόματι Αλέξανδρος και Αστέριος, πίστεψαν και αφού ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, αποκεφαλίσθηκαν. Κατόπιν ο Τιβεριανός πρόσταξε και έριξαν τον Άγιο στη θάλασσα να πνιγεί. Εκείνος όμως, δεν έπαθε τίποτε και βγήκε από την θάλασσα φορώντας ολόλευκη εσθήτα. Μετά από την θαυματουργική αυτή διάσωσή του τον έριξαν στο στάδιο να τον κατασπαράξουν πεινασμένα σαρκοβόρα θηρία. Όμως τα θηρία δεν τον πλησίασαν και έμεινε και πάλι αβλαβής.
Έτσι ο Μάρτυς Θαλλέλαιος αποκεφαλίσθηκε διά ξίφους στην Έδεσσα των Αιγαίων, το φθινόπωρο του 284 μ.Χ. (κατά άλλους τον Μάιο του 289 μ.Χ.) και έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Η Σύναξή του ετελείτο στο μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν εντός του Ναού του Αγίου Αγαθονίκου. Πλην του ναΐσκου αυτού γνωρίζουμε και το ναό κοντά στο όρος του Αυξεντίου. Επ' ονόματι του Αγίου υπήρχε και μονή στην Παλαιστίνη, την οποία, κατά τη μαρτυρία του Προκοπίου, «ἀνανεώσατο» ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527 - 565 μ.Χ.). Φαίνεται δε ότι ορισμένες μονές εόρταζαν τη μνήμη του Αγίου Θαλλελαίου στις 3 Σεπτεμβρίου, ενώ άλλοι και στις 23 Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία ο Μάρτυς προσήχθη σε ανάκριση.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μαρτυρίου ἀνύσας τὸν ἀγῶνα Θαλλέλαιε, ἤσχυνας εἰδώλων τὴν πλάνην, τὴ γενναία ἀθλήσει σου· καὶ ὤφθης ἰαμάτων θησαυρός, παρέχων τᾶς ἰάσεις δωρεάν, τοὶς προστρέχουσιν ἐν πίστει τῷ σῷ ναῶ καὶ πόθω ἄνακραζουσι · δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'.
Ἀθλοφόρε Ἅγιε καὶ ἰαματικὲ Θαλλέλαιε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Μαρτύρων σύναθλος, ἀναδειχθεὶς καὶ ὁπλίτης, στρατιώτης ἄριστος, τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, γέγονας διὰ βασάνων καὶ τιμωρίας, ἔπαρσιν εἰδωλολατρῶν καταπατήσας, διὰ τοῦτο τὴν σεπτήν σου, ὑμνοῦμεν μνήμην σοφὲ Θαλλέλαιε.
Μεγαλυνάριον
Ἔλαιον βλυστάνων διηνεκῶς, θείων ἰαμάτων, ὡς τῆς χάριτος ἰατρός, ψυχῶν καὶ σωμάτων, τὰ πάθη θεραπεύεις, Θαλλέλαιε θεόφρον, τῶν προσιόντων σοι.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Μάρτυρα Θαλλέλαιον ἰατρόν, Κῦρον Ἰωάννην, Παντελεήμονα καὶ Σαμψών, Ἑρμόλαον, Διομήδην, σὺν Τρύφωνι, Ἀνικήτῳ, καὶ Μώκιον αἰνοῦμεν, τοὺς Ἀναργύρους νῦν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τὴν τριπλῆν Δυάδα τῶν ἰατρῶν, Ἀναργύρων θείων, τοὺς Κοσμᾶν καὶ Δαμιανόν, Ἰουλιανόν τε, σὺν Λεοντίῳ, Ἀνθίμῳ, Εὐπρέπιόν τε ἅμα, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ὁ Οἶκος
Τὸν εἰς βάθη κακίας κατολισθήσαντα, τὸν ποικίλαις ἡδοναῖς καταχρασθέντα, καὶ ἐν τάφῳ δεινῆς ρᾳθυμίας κατακείμενον, ἔγειρόν με Ἅγιε τῇ ἐπιστασίᾳ σου, ἀναπτέρωσό μου τὸν νοῦν πρὸς τὴν θείαν ἀγάπησιν· σοὶ δίδου μοι λόγον, ἵνα κατ᾿ ἀξίαν ὑμνήσω τῶν σῶν θαυμάτων τὴν ἄβυσσον· ἐὰν γάρ μοι δῷς λόγον, κολληθήτω ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐαν μὴ σοῦ μνησθῶ καὶ πόθῳ ἀναβοήσω· Διὰ τοῦτο τὴν σεπτήν σου ὑμνοῦμεν μνήμην σοφὲ Θαλλέλαιε.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φωτοειδὴς ἀναδειχθεὶς ἀθλοφόρος, τῆς ἀθεΐας σκοτασμὸν ἀπεκρούσω, καὶ πρὸς ποινὰς καὶ θάνατον ἐχώρησας· ὅθεν διανύσας σου τοὺς γενναίους ἀγῶνας, μέγιστον ἀντέλαβες, κληρουχίαν καὶ δόξαν, τὴν μηδαμῶς γενναῖε ἀθλητά, παρερχομένην, Θαλλέλαιε ἔνδοξε.