Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024
Γιάννης Μαρκόπουλος: Ο συνθέτης της επιστροφής στις ρίζες
Ένας από τους σημαντικότερους έλληνες συνθέτες, το έργο του οποίου εκτείνεται από το έντεχνο τραγούδι και την κινηματογραφική μουσική μέχρι την όπερα.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους έλληνες συνθέτες. Το μουσικό του έργο εκτείνεται από το έντεχνο τραγούδι έως τις συνθέσεις για συμφωνική ορχήστρα και από την κινηματογραφική και θεατρική μουσική έως την όπερα και το ορατόριο.
Με τη μουσική του πρόταση που την ονόμασε «Επιστροφή στις Ρίζες» δημιούργησε μία δική του σχολή στο ελληνικό τραγούδι, ενώ τα συμφωνικά του έργα – όπου συναντώνται ελληνικά παραδοσιακά όργανα, όπως η λύρα και το σαντούρι με εκείνα της συμφωνικής ορχήστρας – αποτέλεσαν νέα πρόταση για την παγκόσμια μουσική σκηνή.
Τραγούδια του, όπως τα «Λόγια και τα χρόνια», «Οχτροί», «Χίλια μύρια κύματα», «Λένγκω (Ελλάδα)», «Γίγαντας», «Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι», «Το Καφενείον η Ελλάς», «Ο τόπος μας είναι κλειστός», «Παραπονεμένα Λόγια», «Μιλώ για τα παιδιά μου», αλλά και το παραδοσιακό «Πότε θα κάνει ξαστεριά», έγιναν σύμβολα και μύθοι.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Μαρτίου 1939 και μεγάλωσε στην Ιεράπετρα. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και είχε υπηρετήσει και ως νομάρχης σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ενώ η μητέρα του έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε.
Στη Φιλαρμονική της Ιεράπετρας πήρε τα πρώτα μουσικά μαθήματα, μαθαίνοντας κλαρίνο και βιολί. Οι πρώτες του επιδράσεις προέρχονται από την τοπική μουσική με τους γρήγορους χορούς και τα επαναλαμβανόμενα μικρά μοτίβα τους, από την κλασική μουσική, καθώς και από τη μουσική της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα της κοντινής Αιγύπτου.
Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του στη δεκαετία του ’60 αφορούσε μουσικές για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Το 1963 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για τη μουσική της ταινίας του Νίκου Κούνδουρου «Μικρές Αφροδίτες». Με τον Νίκο Κούνδουρο ήταν μακρινοί συγγενείς και ήταν αυτός που τον παρέλαβε κυριολεκτικά από το πλοίο της γραμμής, όταν πρωταντίκρισε την Αθήνα σε ηλικία 17 ετών.
Με την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα, ο Γιάννης Μαρκόπουλος μετέβη στο Λονδίνο, όπου εμπλούτισε τις μουσικές του γνώσεις κοντά στην αγγλίδα συνθέτρια Ελίζαμπεθ Λάτιενς. Παράλληλα, συνέχισε να συνθέτει. Ένα από τα πρώτα του έργα ήταν η κοσμική καντάτα «Ήλιος ο Πρώτος» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, που κυκλοφόρησε σε δίσκο μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα, το 1969, με ερμηνεύτρια τη Μαρία Δημητριάδη.
Στο Λονδίνο θα ολοκληρώσει τη μουσική τελετή «Ιδού ο Νυμφίος», έργο που κρατά ανέκδοτο, εκτός από ένα μέρος του, το περίφημο «Ζαβαρακατρανέμια», ένα από τα πιο γνωστά κομμάτια του, το οποίο τραγούδησε μαζί με τον Τζον Λένον σε μία συναυλία διαμαρτυρίας. Το κομμάτι αυτό συμπεριλήφθηκε αργότερα στο δίσκο του «Ανεξάρτητα».
Η «επιστροφή στις ρίζες»
Το 1970 κυκλοφόρησε ο δίσκος του «Χρονικό», σε ποίηση Κ. Χ. Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλου), με ερμηνευτές τον Νίκο Ξυλούρη, τον οποίο συνέστησε στο ελληνικό κοινό και την Τάνια Τσανακλίδου. Με τα έργα του «Ιθαγένεια» (1970) σε στίχους Κ. Χ. Μύρη και «Ριζίτικα» (1971) με ερμηνευτή τον Νίκο Ξυλούρη, εδραιώνει τις αντιλήψεις του για την ελληνική μουσική, που συνοψίζονται στο σύνθημα «επιστροφή στις ρίζες», που «δε σημαίνει παραδοσιολαγνεία, συντήρηση ή πολύ περισσότερο οπισθοδρόμηση, αλλά δυναμική πορεία προς το μέλλον, με αφετηρία την εμπειρία από το παλιό και δοκιμασμένο παραδοσιακό υλικό», όπως σημειώνει ο εθνομουσικολόγος Γιώργος Αμαργιανάκης.
Το «Διάλειμμα» (1972) ήταν μία συλλογή τραγουδιών, μερικά από τα οποία ανέδειξαν τη σατιρική πλευρά του Μαρκόπουλου («Του άνδρα του πολλά βαρύ» είναι ένα χαρακτηριστικό τραγούδι που γνώρισε μεγάλη επιτυχία με ερμηνευτή τον Θέμη Ανδρεάδη). Μεγαλύτερη επιτυχία γνώρισε το «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» με ερμηνευτή τον Θέμη Ανδρεάδη, που κυκλοφόρησε σε σινγκλ εκείνη την περίοδο. Ήταν ένα εύληπτο τραγούδι, με ξεκάθαρα όμως αντιχουντικά μηνύματα.Με τα τρία ολοκληρωμένα έργα που παρουσίασε το 1974 («Θητεία» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, «Μετανάστες» σε στίχους Γιώργου Σκούρτη και «Θεσσαλικός Κύκλος» σε στίχους Κώστα Βίρβου) πληθαίνουν οι αναφορές του στο λαϊκό τραγούδι, για να φτάσει το 1976 με το «Οροπέδιο» σε ποίηση Μιχάλη Κατσαρού, σε μίξη όλων αυτών των επιδράσεων με ένα ηλεκτρονικό άκουσμα. Από του δίσκους αυτούς ξεχωρίζουν τραγούδια όπως τα «Μιλώ για τα παιδιά μου», «Φάμπρικα», «Τα Λόγια Και Τα Χρόνια», «Μαλαματένια Λόγια», με ερμηνευτές τους Χαράλαμπο Γαργανουράκη (ανακάλυψη του συνθέτη μετά τον Νίκο Ξυλούρη), Λάκη Χαλκιά, Τάνια Τσανακλίδου, Βίκυ Μοσχολιού, Παύλο Σιδηρόπουλο και Λιζέτα Νικολάου.
Το 1976 συνέθεσε τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά του ΒΒC «Ποιος πληρώνει τον βαρκάρη» («Who pays the Ferryman?»), το μουσικό θέμα της οποίας γνώρισε μεγάλη επιτυχία και παρέμεινε στην κορυφή του βρετανικού πίνακα επιτυχιών για μήνες, ενώ έκανε γνωστό διεθνώς τον συνθέτη.
Το 1977 μελοποίησε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Διονυσίου Σολωμού, ένα από τα σπουδαιότερα και πιο απαιτητικά έργα του συνθέτη. Ένα χρόνο αργότερα θα συνεργαστεί με τον Γιώργο Νταλάρα στο «Σεργιάνι στον κόσμο», έναν από τους πιο εμπορικούς δίσκους του συνθέτη με τη μεγάλη επιτυχία «Παραπονεμένα Λόγια».Η απήχηση του Γιάννη Μαρκόπουλου κόπασε τα επόμενα χρόνια, παρότι συνέχισε να κυκλοφορεί αξιόλογους δίσκους: «Ορίζοντες» (1981), «Σειρήνες» (1983), «Παράθυρο στη Μεσόγειο» (1983), «Του σίδερου και του νερού» (1984), «Ρεπορτάζ» (1985), «Τολμηρή επικοινωνία» (1987), «Παιχνίδι με το χρόνο» (1988) και «Αθέατος σφυγμός» (1997).
Το 1994 παρουσίασε τη «Λειτουργία του Ορφέα», μελοποιώντας ορφικούς ύμνους, μία δουλειά που επαινέθηκε και στο εξωτερικό, ενώ συνεργάστηκε ξανά ύστερα από χρόνια με τον Νίκο Κούνδουρο, γράφοντας τη μουσική της ταινίας του «Μπάιρον - Η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου» (1992).
Από το 1980 ο Γιάννης Μαρκόπουλος ήταν νυμφευμένος με την τραγουδίστρια Βασιλική Λαβίνα, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Ελένη.
Ο θάνατος και η μεταθανάτια τιμή
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος πέθανε στις 10 Ιουνίου 2023, σε ηλικία 84 ετών. Πριν από πέντε ημέρες, ο σπουδαίος συνθέτης που έπασχε από καρκίνο, είχε εισαχθεί στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αλεξάνδρα» ύστερα από επιπλοκές της νόσου.
Στις 7 Ιουνίου 2024, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου τίμησε μεταθανατίως τον Γιάννη Μαρκόπουλο με το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής.
Αναφερόμενη στη μεγάλη προσφορά του Γιάννη Μαρκόπουλου, η κυρία Σακελλαροπούλου τόνισε ότι «αναζήτησε την έμπνευση στον πλούτο της μουσικής μας παράδοσης και μετουσίωσε το ήθος της σε ένα σύγχρονο, πολυδιάστατο, εντελώς προσωπικό ιδίωμα. Πρότεινε την "επιστροφή στις ρίζες" όχι ως στείρα αντιγραφή ρυθμών, μοτίβων και ηχοχρωμάτων, αλλά ως ζωντανό και γόνιμο διάλογο με το παρελθόν. Ενέταξε ελληνικά παραδοσιακά όργανα όπως τη λύρα και το σαντούρι στη συμφωνική ορχήστρα, αξιοποίησε την ερμηνευτική λιτότητα και καθαρότητα σπουδαίων ερμηνευτών του παραδοσιακού μας τραγουδιού. Οι συγκλονιστικοί κύκλοι των τραγουδιών του το "Χρονικό", η "Ιθαγένεια", η "Θητεία", που γράφτηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας, συνήγειραν το δημοκρατικό αίσθημα του λαού μας και ενέπνευσαν το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Αρκεί να θυμηθούμε ότι η πρώτη μεγάλη διαδήλωση κατά της χούντας, τον Μάιο του 1972, ξεκίνησε από τη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου στο γήπεδο του Σπόρτινγκ. Παρακάμπτοντας με τεχνάσματα τη λογοκρισία, ξεπερνώντας τα εμπόδια και τις επεμβάσεις της στρατιωτικής εξουσίας, ο Γιάννης Μαρκόπουλος εξέφρασε με τα τραγούδια του ένα ηχηρό αίτημα ελευθερίας, μετατρέποντάς τα σε όχημα εναντίωσης στην τυραννία και συμβάλλοντας στον αγώνα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Τον τιμάμε, έστω μετά θάνατον, για το ήθος, την ακατάβλητη αγωνιστικότητά του και την πολυσχιδή προσφορά του στην ελληνική μουσική, την οποία υπηρέτησε με ανεξάντλητη ζωτικότητα».
Το παράσημο του Γιάννη Μαρκόπουλου παρέλαβε η κόρη του, Λένα Μαρκοπούλου, ευχαριστώντας την Πρόεδρο της Δημοκρατίας για αυτήν τη μεγάλη τιμή.
Αλέξανδρος ο Μέγας
Μακεδόνας στρατηλάτης, από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας. Γεννήθηκε το 356 π.Χ στην Πέλλα και πατέρας του ήταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Β’...
Μακεδόνας στρατηλάτης, από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας.
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στις 20 ή 21 Ιουλίου του 356 π.Χ στην Πέλλα της Μακεδονίας. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β' και μητέρα του η Ολυμπιάδα, κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Από τον πατέρα του ο Αλέξανδρος κληρονόμησε την οξεία αντίληψη, τις οργανωτικές ικανότητες και την ταχύτητα ενεργειών. Και από τη μητέρα του τη φιλοδοξία, την υπερηφάνεια και την ισχυρή θέληση.
Στα παιδικά του χρόνια εκπαιδεύτηκε από τους παιδαγωγούς Λεωνίδα το Μολοσσό και Λυσίμαχο τον Ακαρνάνα. Σε ηλικία 13 ετών μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη. Ο μεγάλος φιλόσοφος τον μόρφωσε με τα ελληνικά ιδεώδη και του ενέπνευσε τον θαυμασμό και την αγάπη για το ελληνικό πνεύμα και πολιτισμό. Στον Αριστοτέλη έδειχνε πάντα σεβασμό και ευγνωμοσύνη. Έλεγε πως τον πατέρα του χρωστάει “το ζην” και στο δάσκαλό του το “ευ ζην”.
Από τον πατέρα του έλαβε σπουδαία μαθήματα πολιτικής και στρατηγικής. Πάντοτε βρισκόταν κοντά του, όταν εκείνος συζητούσε με ξένους πρεσβευτές και απεσταλμένους. Τον ακολουθούσε στις εκστρατείες, όπου έπαιρνε μαθήματα στρατιωτικής τέχνης. Έτσι, από πολύ νωρίς απέκτησε πολιτική και στρατιωτική ωριμότητα. Σε ηλικία 16 ετών, ως αντικαταστάτης του πατέρα του, που έλειπε σε εκστρατεία, κατέπνιξε την επανάσταση της θρακικής φυλής των Μαίδων, ενώ σε ηλικία 18 ετών, στη Μάχη της Χαιρώνειας (2 Αυγούστου 338 π.Χ.) ήταν διοικητής στρατιωτικού σώματος και διακρίθηκε για τις πολεμικές του αρετές.
Σε ηλικία 20 ετών έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας, μετά τη δολοφονία του πατέρα του το 336 π.Χ. Από πολύ νωρίς αντιμετώπισε οργανωμένες συνωμοσίες εναντίον του, τις οποίες διέλυσε με αστραπιαία ταχύτητα. Με την ίδια αστραπιαία ταχύτητα και αποφασιστικότητα εξεστράτευσε εναντίον των πόλεων της Νότιας Ελλάδας, οι οποίες μόλις έμαθαν το θάνατο του Φιλίππου επαναστάτησαν. Μόλις, όμως, πληροφορήθηκαν την εκστρατεία του Αλεξάνδρου εναντίον τους, έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή και σε συνέδριο, που έγινε στην Κόρινθο, τον ανακήρυξαν Ηγεμόνα της Ελλάδας, όπως και νωρίτερα τον πατέρα του και αρχιστράτηγο στην επικείμενη εκστρατεία κατά των Περσών.
Ο Αλέξανδρος ικανοποιημένος γύρισε στη Μακεδονία. Για να απαλλάξει το βασίλειό του από κάθε κίνδυνο, προτού εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, εκστράτευσε εναντίον των βαρβαρικών φυλών, που κατοικούσαν βόρεια της Μακεδονίας (335 π.Χ.). Νίκησε τις φυλές αυτές, έφθασε ως τον Δούναβη και επέστρεψε στην Πέλλα. Απερίσπαστος πια άρχισε την προετοιμασία για τη μεγάλη εκστρατεία κατά των Περσών. Βρέθηκε, όμως, στην ανάγκη να έλθει για δεύτερη φορά στη Νότιο Ελλάδα, όπου οι Θηβαίοι και οι Αθηναίοι είχαν και πάλι επαναστατήσει. Αφού κατέστειλε την ανταρσία των δύο πόλεων, επέστρεψε στη Μακεδονία και συμπλήρωσε τις ετοιμασίες του για την εκστρατεία κατά της Περσίας.
Την άνοιξη του 334 π.Χ, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε με 50.000 πεζούς και 6.000 ιππείς, αφού άφησε για επίτροπό του στη Μακεδονία το στρατηγό Αντίπατρο. Προχώρησε από τη Θράκη κι έφθασε στον Ελλήσποντο. Εκεί τον περίμενε ο στόλος του, που τον αποτελούσαν 120 πολεμικά και πολλά άλλα βοηθητικά πλοία. Πέρασε στην Τροία, όπου επισκέφθηκε τον τάφο του Αχιλλέα, προσευχήθηκε κι έκανε θυσίες.Στις όχθες του Γρανικού ποταμού είχε συγκεντρωθεί ο περσικός στρατός, έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο. Στον Γρανικό έγινε η πρώτη μάχη μεταξύ των Μακεδόνων και των Περσών (22 Μαΐου 334 π.Χ.). Ο Αλέξανδρος οδηγούσε ο ίδιος το στρατό του και πολέμησε ο ίδιος στήθος προς στήθος με τους γενναιότερους πολεμιστές των Περσών. Κινδύνευσε, μάλιστα, σοβαρά. Οι Πέρσες, τελικά, δεν κατόρθωσαν ν’ αναχαιτίσουν την ορμή των Μακεδόνων, εγκατέλειψαν τον αγώνα και υποχώρησαν άτακτα.
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Αλέξανδρος προχώρησε νότια και απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Τον χειμώνα του 334 π.Χ. έφθασε στην πόλη Γόρδιο στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού, όπου αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει. Εκεί, στο βασιλικό ανάκτορο, υπήρχε ο περίφημος Γόρδιος Δεσμός. Η παράδοση έλεγε πως όποιος τον έλυνε θα κυρίευε την Ασία. Ο Αλέξανδρος απλά τον έκοψε με το σπαθί του.
Την άνοιξη του 333 π.Χ, βάδισε προς τα νότια, πέρασε το όρος Ταύρος και μπήκε στην Κιλικία. Κυρίευσε την πόλη Ταρσό και σταμάτησε εκεί για ν’ αναπαυθεί ο στρατός του. Ύστερα από ένα λουτρό στα κρύα νερά του ποταμού Κύδνου, ο Αλέξανδρος αρρώστησε, αλλά γρήγορα έγινε καλά και συνέχισε την πορεία του προς τη Συρία. Συνάντησε τότε για δεύτερη φορά τον περσικό στρατό από 500.000 μαχητές κι έδωσε μάχη κοντά στην πόλη Ισσό της Κιλικίας (12 Νοεμβρίου 333 π.Χ.). Οι Πέρσες υπέστησαν πανωλεθρία και διαλύθηκαν. Ο βασιλιάς Δαρείος κινδύνευσε και γλίτωσε μόνο με τη φυγή του. Στην Ισσό ο Αλέξανδρος κυρίευσε πλούσια λάφυρα και αιχμαλώτισε την οικογένεια του Δαρείου, αλλά της φέρθηκε μεγαλόψυχα.
Ο Αλέξανδρος, αντί να συνεχίσει την καταδίωξη του Δαρείου, προχώρησε νότια, για να γίνει κύριος όλων των παραλίων της Μεσογείου και να εξουδετερώσει κάθε απειλή του περσικού στόλου. Κατέλαβε, κατά σειρά, τη Φοινίκη, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Επισκέφθηκε στην έρημο το μαντείο του Άμμωνος Διός, όπου οι ιερείς τον χαιρέτισαν ως τον νέο Δία. Στις ακτές της Αιγύπτου, κοντά στις εκβολές του Νείλου και σε θέση κατάλληλη για την ανάπτυξη του εμπορίου, όρισε να χτιστεί η Αλεξάνδρεια. Ο ίδιος χάραξε τα τείχη και τους δρόμους της.
Επιστρέφοντας από την Αίγυπτο στην Ασία συνάντησε στα Γαυγάμηλα, πέρα από τον Τίγρη ποταμό, νέο πολυάριθμο περσικό στρατό και τον νίκησε (1 Οκτωβρίου 331 π.Χ). Ο Δαρείος σώθηκε και πάλι, αλλά δολοφονήθηκε από τον σατράπη της Βακτριανής Βήσσο. Ο περσικός στρατός καταστράφηκε, οι σπουδαιότερες πόλεις της Περσίας - Βαβυλώνα, Σούσα και Περσέπολη, όπου το ανάκτορο του Δαρείου- παραδόθηκαν στον Αλέξανδρο και ολόκληρη η Περσία κατακτήθηκε.
Ο Αλέξανδρος, όμως, δεν σταμάτησε στην Περσία. Προχώρησε προς τα ανατολικά για να υποτάξει τις φυλές που κατοικούσαν εκεί και ν' απαλλάξει έτσι το μεγάλο του βασίλειο από μελλοντικό κίνδυνο. Πέρασε τη Σογδιανή και τη Βακτριανή και το 327 π.Χ. μπήκε στις Ινδίες, όπου νίκησε τον βασιλιά Πώρο. Οι στρατιώτες του, όμως, κουράστηκαν και αρνήθηκαν να προχωρήσουν. Αναγκάσθηκε τότε να ανακόψει την επική πορεία του προς Ανατολάς. Ένα μέρος του στρατού το έστειλε με πλοία στην Περσία, με επικεφαλής τον ναύαρχο Νέαρχο. Αυτός με το υπόλοιπο στράτευμα πέρασε την έρημο Γεδρωσία, όπου χάθηκαν πολλοί στρατιώτες του από την πείνα και τη δίψα, και επέστρεψε στα Σούσα.Άρχισε τότε να σκέφτεται την οργάνωση της επικράτειάς του. Μελετώντας τον τρόπο της ζωής των Περσών και τον τρόπο της διοικήσεώς τους, έβγαλε το συμπέρασμα πως για να διατηρηθεί το αχανές κράτος που δημιούργησε έπρεπε να συμφιλιώσει τους Πέρσες ευγενείς με τους Έλληνες. Φαντάστηκε τον εαυτό του σαν ελληνοπέρση βασιλιά και μιμήθηκε την ενδυμασία και γενικά τον τρόπο ζωής τους. Παντρεύτηκε την κόρη του Δαρείου Στάτειρα και την ανιψιά της Παρυσάτιδα (324 π.Χ.), ενώ παρακίνησε τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του να παντρευτούν κι αυτοί Περσίδες. Νωρίτερα (327 π.Χ.) είχε παντρευτεί τη Ρωξάνη, κόρη τοπικού ηγεμόνα της Βακτριανής, παρά την αντίδραση των στρατηγών του. Η Ρωξάνη τού χάρισε και τον μοναδικό του απόγονο, τον Αλέξανδρο Δ', ο οποίος γεννήθηκε δύο μήνες μετά το θάνατο του στρατηλάτη και σκοτώθηκε σε ηλικία 12 ετών με διαταγή του Κάσσανδρου, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σφετεριστή του θρόνου της Μακεδονίας.
Στους Μακεδόνες δεν άρεσε η αλλαγή αυτή του Αλέξανδρου. Μερικοί από τους στρατηγούς του, μάλιστα, οργάνωσαν εναντίον του συνωμοσίες, τις οποίες ο Αλέξανδρος ανακάλυψε και τιμώρησε σκληρά τους πρωταίτιους. Οι πολλές διοικητικές φροντίδες, οι κόποι και τελευταία ο θάνατος του πιο στενού του φίλου, Ηφαιστίωνα, του έφθειραν την υγεία. Ο Αλέξανδρος αρρώστησε βαριά και στις 10 ή 11 Ιουνίου του 323 π.Χ. άφησε την τελευταία του πνοή στη Βαβυλώνα, σε ηλικία μόλις 32 ετών.
Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου το απέραντο κράτος του διαμοιράστηκε μεταξύ των στρατηγών του, που επί πολλά χρόνια διαφωνούσαν για τη διανομή. Δεν χάθηκε, όμως, το εκπολιτιστικό έργο του. Οι κατακτήσεις του άνοιξαν τα σύνορα μεταξύ του ελληνικού χώρου και της Ανατολής. Η επικοινωνία με τους “βαρβάρους” συνέβαλε στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμός στις χώρες της Ασίας και της Αιγύπτου. Η ελληνική γλώσσα έγινε διεθνής. Τα ελληνική ήθη πέρασαν σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Ανέτειλε ο πολιτισμός της λεγόμενης “Ελληνιστικής Εποχής”, που αποτελεί μία νέα λάμψη του ελληνικού πνεύματος. Δικαιολογημένα, η ιστορία ανακήρυξε τον Αλέξανδρο “Μέγα” για το γιγάντιο έργο του.
- Διαβάστε: Αλέξανδρος ο Μέγας - Αποφθέγματα
Η Σφαγή του Διστόμου
Ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα των Ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα. Το Δίστομο πυρπολήθηκε και 218 κάτοικοι εκτελέστηκαν απάνθρωπα, ανάμεσά τους 45 παιδιά και 20 βρέφη.
Η Σφαγή του Διστόμου υπήρξε ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα των Ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα. Το πρωί της 10ης Ιουνίου 1944 γερμανική στρατιωτική φάλαγγα των Ες-Ες ξεκίνησε από τη Λιβαδειά για την Αράχωβα, με σκοπό την εκκαθάριση της περιοχής από τις αντάρτικες δυνάμεις. Στο Δίστομο ενώθηκε με άλλη γερμανική ομάδα που είχε ξεκινήσει από την Άμφισσα και προχώρησαν προς το Στείρι. Οι κάτοικοι έλαβαν εντολή να μην απομακρυνθούν από το χωριό, μέχρι την επιστροφή των γερμανικών δυνάμεων.
Στη θέση Καταβόθρα οι Γερμανοί δέχθηκαν επίθεση από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Μετά από σύντομη, αλλά σφοδρή μάχη, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 15 νεκρούς και άλλους τόσους τραυματίες. Οι γερμανικές απώλειες ανήλθαν σε 6 νεκρούς και 15 τραυματίες.
Οι Γερμανοί απέδωσαν την επίθεση του ΕΛΑΣ σε ειδοποίηση των κατοίκων του Διστόμου και επέστρεψαν στο χωριό για να εκδικηθούν. Με διαταγή του διοικητή τους, υπολοχαγού Χανς Ζάμπελ, το Δίστομο πυρπολήθηκε και 218 κάτοικοι (114 γυναίκες και 104 άνδρες) εκτελέστηκαν απάνθρωπα. Μεταξύ των νεκρών, 45 παιδιά και έφηβοι και 20 βρέφη.
Η πρωτοφανής θηριωδία έγινε αμέσως γνωστή μέσω του BBC στο εξωτερικό και προκάλεσε την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης. Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους κατοίκους του Διστόμου, επειδή, όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της, δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, το Ελληνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου μπόρεσε να ανακαλύψει τον υπεύθυνο της Σφαγής, Χανς Ζάμπελ, ο οποίος είχε καταφύγει στο Παρίσι και είχε συλληφθεί. Οι γαλλικές αρχές τον παρέδωσαν στις ελληνικές, οι οποίες τον προφυλάκισαν.
Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε την έκταση των γερμανικών θηριωδιών στο Δίστομο, αλλά δικαιολογήθηκε ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του. Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, ο Ζάμπελ εκδόθηκε προσωρινά στη Δυτική Γερμανία για άλλη υπόθεση, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών του.
Η σφαγή του Διστόμου, όπως την αφηγείται ένα τετράχρονο παιδί που επέζησε από την καταστροφή, ο Αργύρης Σφουντούρης.
Άγιοι Αλέξανδρος και Αντωνίνα
Εὕρατο Ἀλέξανδρος ἅμ' Ἀντωνίνῃ
Τὸν βόθρον ἀκάτιον εἰς τρυφὴν φέρον.
Τῇ δεκάτῃ μόρον Ἀντωνῖνα ἐμπυρόπισσον.
Η Αγία μάρτυς Αντωνίνα, ήταν μία χριστιανή παρθένος, η οποία αποτελούσε ένα τηλαυγή αστέρα της κωμόπολης Καρδάμου (ή Kροδάμου), όπου και γεννήθηκε. Προικισμένη με εξωτερική και εσωτερική ομορφιά, ζούσε με εγκράτεια, σεμνότητα και άσκησε και έθεσε όλες τις δυνάμεις και τις οικονομίες της, στη διακονία, την περίθαλψη και ανακούφιση των πτωχών και δυστυχισμένων συνανθρώπων της.
Η χριστιανική της διαγωγή και συμπεριφορά, καταγγέλθηκε στον έπαρχο Φύστο, ο οποίος τη συνέλαβε και την ανέκρινε. Η Αντωνίνα με ακατάβλητο φρόνημα και θεία υπερηφάνεια, ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό και κάλεσε και τον Έπαρχο να μετανοήσει και να βαπτισθεί χριστιανός. Απογοητευμένος ο έπαρχος, επειδή όλες του οι προσπάθειες έπεφταν στο κενό και γνωρίζοντας ότι η Αγία έδιδε μεγάλη βαρύτητα στην παρθενική της τιμή, διέταξε να την ρίξουν σε κάποιο πορνείο. Η θερμή προσευχή της παρθένου, προκάλεσε τρομερό σεισμό στο σπίτι αυτό με αποτέλεσμα οι ίδιες οι γυναίκες να την διώξουν απ' αυτό. Ο Φύστος την συνέλαβε ξανά και την έριξε σε κάποιο άλλο καταφύγιο.
Κάποιος όμως χριστιανός ονόματι Αλέξανδρος, επισκέφθηκε το πορνείο και τη φυγάδευσε δανείζοντάς της τα δικά του ρούχα. Έξαλλος ο Φύστος όταν πληροφορήθηκε το γεγονός διέταξε την άμεση σύλληψή τους. Μετά την απολογία τους διέταξε το σκληρό βασανισμό τους. Και όντως αφού τους ακρωτηρίασαν, τους άλειψαν με πίσσα και έριξαν τα σώματά τους στη φωτιά, χαρίζοντάς τους και στεφάνους του μαρτυρίου. Ήταν το έτος 313 μ.Χ.
Τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και κατετέθησαν στη μονή Μαξιμίνου, όπου και ετελείτο Σύναξις αυτών.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ξυνωρὶς ἡ ἁγία τῶν Μαρτύρων ὑμνείσθω μοί, σὺν τῷ εὐκλεεῖ Ἀλεξάνδρω, Ἀντωνίνα ἡ πάνσεμνος· ἀγάπη γὰρ καὶ πίστει εὐσεβεῖ, ἐκλάμψαντες ἐν ἄθλοις ἱεροίς, ἰαμάτων ἐφαπλούσι μαρμαρυγᾶς, τοὶς ποθῶ ἀνακράζουσα δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν, πάσιν ἰάματα
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρες σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Μαρτύρων ἔλαμψεν, ἡ ἀξιέπαινος μνήμη, ἦν πιστοί τελέσωμεν, καὶ ἀνυμνήσωμεν πιστῶς, ἐν ἐπὶ γνώσει κραυγάζοντες, Σὺ τῶν Μαρτύρων, Χριστὲ τὸ κραταίωμα.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχς β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἐν Χριστῷ, πνευματικοὺς ὁμαίμονας, καὶ ἐν ὁδοῖς, τῆς εὐσεβείας σύμφρονας, τὸν θεόφρονα Ἀλέξανδρον, σὺν Ἀντωνίνῃ μακαρίσωμεν· τοὺς ἄθλους γὰρ ἐκείνων καὶ τὰ στίγματα, ὡς μύρον εὐωδίας προσεδέξατο, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ Ἀλέξανδρε Ἀθλητά· χαίροις Ἀντωνίνα, νύμφη ἄμωμε τοῦ Χριστοῦ· γνώμῃ γὰρ τελείᾳ, ἐχθροῦ τὰς μεθοδείας, ἀθλητικῇ δυνάμει, κατηδαφίσατε.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Δυὰς ἡ θαυμαστή, τῶν σεπτῶν Ἀθλοφόρων, ἐνέγκασα στερρῶς, τὴν πυρὰν τῶν βασάνων, ἐν δόξῃ παρίσταται, τῇ Τριάδι πρεσβεύουσα, χάριν ἔλεος, καὶ ἱλασμὸν τῶν πταισμάτων, τοῖς τὴν ἔνδοξον, αὐτῆς γεραίρουσι μνήμην, δοθῆναι ἐν πνεύματι.