Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024
Ιωάννης Παρασκευόπουλος: Ο έλληνας αστρονόμος που έδωσε το όνομά του σε έναν κρατήρα της Σελήνης
Διακεκριμένος έλληνας αστρονόμος, με σημαντική καριέρα στη Νότια Αφρική. Ένας κρατήρας της Σελήνης φέρει το όνομά του (Paraskevopoulos crater).
Διακεκριμένος έλληνας αστρονόμος, με σημαντική καριέρα στη Νότια Αφρική. Στους διεθνείς αστρονομικούς κύκλους είναι γνωστός με το αγγλικό του όνομα John S. Paraskevopoulos και στους συνεργάτες του ως Dr Paras.
Γεννήθηκε στις 20 Ιουνίου 1889 στον Πειραιά και σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δούλεψε ως πανεπιστημιακός βοηθός στα εργαστήρια Φυσικής και Χημείας, αλλά η επιστημονική του καριέρα διεκόπη, λόγω των Βαλκανικών Πολέμων και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς αναγκάστηκε να υπηρετήσει για εννιά χρόνια στον στρατό.
Μετά την αφυπηρέτησή του το 1919 μετέβη με υποτροφία στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να διευρύνει τις γνώσεις του στην Αστρονομία, αλλά και να διερευνήσει τις συνθήκες για την αγορά ενός μεγάλου τηλεσκοπίου από το Αστεροσκοπείο Αθηνών. Δούλεψε δύο χρόνια στο Αστεροσκοπείο Yerkes του Πανεπιστημίου του Σικάγου, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την αμερικανίδα συνάδελφό του Ντόροθυ Μπλοκ. Ο νιόπαντρος Παρασκευόπουλος επέστρεψε το 1921 στην Αθήνα, όπου ανέλαβε επικεφαλής του Αστρονομικού Τμήματος του Εθνικού Αστεροσκοπείου.
Η έλλειψη επαρκών πιστώσεων για την αγορά ενός σύγχρονου τηλεσκοπίου τον έκανε να ξενιτευτεί και πάλι, αυτή τη φορά στην Αρεκίπα του Περού, όπου το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ είχε εγκαταστήσει ένα αστρονομικό σταθμό (1923). Το 1927 ο σταθμός μετακόμισε στη Νότια Αφρική, μαζί και ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος, ο οποίος τον διηύθυνε μέχρι tο τέλος της ζωής του.
Το έργο του Παρασκευόπουλου επικεντρώθηκε κυρίως στη μελέτη των κομητών, ένα ζεύγος των οποίων ανακάλυψε με τους συνεργάτες του. Στη συλλογή του Χάρβαρντ βρίσκονται πάνω από 100.000 φωτογραφικές πλάκες από τις αστρονομικές του παρατηρήσεις. Η διεθνής αστρονομική κοινότητα για να τον τιμήσει έδωσε το όνομά του σε ένα κρατήρα της Σελήνης, ο οποίος βρίσκεται στη σκοτεινή της πλευρά κι έχει διάμετρο 94 χιλιόμετρα (Paraskevopoulos Crater).
Ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος αναδείχθηκε σε ηγετική προσωπικότητα του Ελληνισμού της Νότιας Αφρικής. Αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και ήταν μέλος των Αστρονομικών Εταιρειών ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Νοτίου Αφρικής. Τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα από την Ελληνική Πολιτεία και υπήρξε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε, έπειτα από σύντομη ασθένεια, στο Μπλουμφοντέιν της Νότιας Αφρικής στις 15 Μαρτίου 1951.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/265
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγήτριας
Η Εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, είναι ιστορικά η πρώτη εικόνα της Εκκλησίας, ιστορηθείσα από τον Ευαγγελιστή Λουκά, όπως μαρτυρεί και το σχετικό Μεγαλυνάριο του Παρακλητικού Κανόνος προς την Υπεραγία Θεοτόκο: «Ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μή προσκυνούντων τήν Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν, τήν ἱστορηθεῖσαν ὑπό τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ ἱερωτάτου, τήν Ὁδηγήτριαν». Κατά την συναξαριστική παράδοση ο Ιερός Ευαγγελιστής φιλοτέχνησε την εικόνα ζώσης της Υπεραγίας Θεοτόκου και εκείνη την δέχθηκε μετά μεγάλης χαράς και την ευλόγησε λέγουσα: «Ἡ χάρις τοῦ παρ’ ἐμοῦ τεχθέντος εἴη μετ’ αὐτῆς».
Η Εικόνα αυτή διασωθείσα στην Παλαιστίνη, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β’ του Μικρού, από την Αυτοκράτειρα Ευδοκία, ως δώρο στην αδελφή του Θεοδοσίου Αγία Πουλχερία (βλέπε 17 Φεβρουαρίου) και κατετέθη υπ’ αυτής στην Μονή των Οδηγών, της οποίας ήταν κτιτόρισσα. Η Εικόνα επετέλεσε αναρίθμητα θαύματα (όπως την διάσωση της Κωνσταντινούπολης το 717 μ.Χ., από τους Άραβες) και τελικά καταστράφηκε από τους Οθωμανούς κατά την Άλωση του 1453 μ.Χ.
Αντίγραφο της εικόνας βρίσκεται στη Μονή Ξενοφώντος του Αγίου Όρους.
Λειτουργικά κείμενα
Μεγαλυνάριον
Τῆς Ὁδηγητρίας τήν θαυμαστήν, δεῦτε νῦν Εἰκόναν, προσκυνήσωμεν εὐλαβῶς, ἐξ ἧς θεία χάρις προέρχεται ὡς μάννα, τάς τῶν πιστῶν καρδίας, ἀεί ἐκτρέφουσα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Μήτηρ ὡς φιλόστοργος τοῖς πιστοῖς, ἔδωκας, Παρθένε, ὡς ἀκένωτον ποταμόν, χάριτος ἐνθέου, τήν θείαν Σου Εἰκόνα, ἥν πίστει προσκυνοῦντες, Σέ μεγαλύνομεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ῥῶσιν νέμει ἄφθονον τῶν ψυχῶν, τάς πληγάς, Παρθένε, θεραπεύει ἡ Σή Εἰκών, τοῖς προσερχομένοις αὐτῆ ἐν εὐλαβείᾳ καί ὕμνοις Σε τιμῶσι, τήν Ὁδηγήτριαν.
Όσιος Κάλλιστος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
Kάλλη παρελθών φθαρτά Kάλλιστ’ ευθύφρον,
Kάλλη βλέπεις νυν, α φθαρήναι ουκ ένι.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, ήταν θιασώτης των αντιλήψεων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Πασίγνωστος για την ευρυμάθειά του ο Κάλλιστος, ως μοναχός της Μονής των Ιβήρων του Αγίου Όρους έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως για την πραότητα και την εγκράτειά του κυρίως, όμως, αναγνωριζόταν ως ένας από τους ουσιαστικότερους εκπροσώπους των ησυχαστών στο Άγιο Όρος.
Γεννήθηκε περί το τέλος του 13ου αιώνα μ.Χ. Προγυμνάσθηκε στο μοναχικό βίο και τη θεωρία του ησυχασμού στη σκήτη του Μαγουλά έχοντας ως δασκάλους τους αδελφούς της σκήτης Ησαΐα, Κορνήλιο και Μακάριο. Στη σκήτη αυτή του Αγίου Όρους συναντήθηκε με τον Άγιο Αθανάσιο των Μετεώρων (βλέπε 20 Απριλίου) τον οποίο βοήθησε να κτίσει, κατά το διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του (22 Ιουνίου 1354 μ.Χ. - 20 Ιουνίου 1364 μ.Χ.) το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στα Μετέωρα.
Εμφορούμενος από πνεύμα συνέσεως, υπομονής και αγάπης, ο μοναχός Κάλλιστος, έγινε μαθητής του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου (βλέπε 6 Απριλίου), το βίο του οποίου και συνέγραψε. Στη σκήτη του Μαγουλά ο Κάλλιστος χειροτονήθηκε ιερέας και έμεινε σ’ αυτήν έως και το 1340 - 1341 μ.Χ. χρονολογία συντάξεως του αγιορείτικου τόμου «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» στον οποίο και υπέγραψε ως αδελφός της σκήτης.
Αγαπημένος μαθητής του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου συνόδευσε το δάσκαλό του στην έρημο των Παρορίων όπου και οικοδόμησαν κελιά, για να στεγάσουν το αυξανόμενο πλήθος των μαθητών του Oσίου. Ο Κάλλιστος αφού έμεινε κοντά στο δάσκαλό του για μικρό χρονικό διάστημα επέστρεψε στο Άγιο Όρος, όπου, μετά το 1340 - 1341 μ.Χ. εγγράφεται στο μοναχολόγιο της Μονής των Ιβήρων.
Αυτήν την εποχή, στα όρια της Ρωμανίας, η προς το Θεό ένωση των χριστιανών έπαψε να υπάρχει και οι ομόφυλοι αντίπαλοι έως θανάτου έγιναν. Με τη συνέργια του πονηρού η αγάπη διώχθηκε, η ένωση που επιτυγχάνεται με το της παλιγγενεσίας και της θεογενεσίας λουτρό διαλύθηκε. Το έθνος απ’ άκρου εις άκρον τον εαυτό του πολεμά και υπό του εαυτού του πολεμιέται, καθώς, η εμφύλια διαμάχη που είχε ξεσπάσει στη Ρωμανία, στην αρχή μεταξύ του Ανδρόνικου Β΄ (1282 - 1328 μ.Χ.) και του Ανδρόνικου Γ΄ (1328 - 1341 μ.Χ.) προξένησε μεγάλες συμφορές σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας.
Η ερήμωση της χώρας από τις ληστρικές επιδρομές και τις πολεμικές επιχειρήσεις κυρίως, κατά τη δεύτερη φάση του εμφυλίου σπαραγμού, διόγκωσε την κοινωνική εξαθλίωση γεγονός που δεν άφησε αδιάφορους τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Το 1342 μ.Χ. η Ιερά Κοινότητα του Άγίου Όρους συγκροτεί επιτροπή ειρηνεύσεως και συνδιαλλαγής την οποία στέλνει στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να συμφιλιώσει τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου Ιωάννη Καντακουζηνό (1347 - 1354 μ.Χ.) και Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341 - 1391 μ.Χ.) που βρισκόταν σε αλληλομαχία. Ηγετική φυσιογνωμία αυτής της επιτροπής ήταν ο ενάρετος και πεπαιδευμένος ιερομόναχος Κάλλιστος που εντυπωσίασε, παρά το ατελέσφορο της ειρηνευτικής προσπάθειας, τους αντιμαχόμενους Βασιλείς. Με την επιστροφή του από τη Βασιλεύουσα στο Άγιο Όρος ο ιερομόναχος Κάλλιστος διορίζεται από την Ιερά Κοινότητα μέλος της επιτροπής του αντιαιρετικού κατά των Βογόμιλων αγώνα, την κακόδοξη διδασκαλία των οποίων ανέκοψε στα πρώτα της βήματα στο Άγιο Όρος, ορθοτομώντας το λόγο της αληθείας.
Μετά την παραίτηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Ισιδώρου (17 Μαΐου 1347 μ.Χ. - 2 Δεκεμβρίου 1349 μ.Χ.), τον Οικουμενικό Θρόνο κόσμησε ο αγιορείτης ιερομόναχος Κάλλιστος, ύστερα από πρόταση του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού, ο οποίος έστειλε τριήρη στο Άγιο Όρος για να μεταφέρει στη βασιλεύουσα το νέο Οικουμενικό Πατριάρχη. Στις 10 Ιουνίου του 1350 μ.Χ. με ψήφους κανονικές γίνεται η εκλογή και η ενθρόνιση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κάλλιστου Α΄ που διοίκησε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως και τις 27 Νοεμβρίου του 1353 μ.Χ. οπότε, αρνούμενος να συναινέσει στον παραγκωνισμό του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου από τον Καντακουζηνό, που ήθελε να ανακηρύξει το γιο του Ματθαίο συναυτοκράτορά του, απεκδύθηκε εκουσίως το πατριαρχικό αξίωμα και έζησε αρχικά στην Ιερά Μονή του Αγίου Μάμαντος στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός με επίσημη πρόσκληση ζήτησε την επιστροφή του στον πατριαρχικό θρόνο, όμως, ο πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, θεματοφύλακας της ορθής πίστεως και της νομιμότητας στη Ρωμανία αποποιήθηκε την ηγεσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μετέβη στην Τένεδο όπου βρισκόταν η έδρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου.
Αξιομνημόνευτη πατριαρχική πράξη, κατά το διάστημα της πρώτης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄, είναι η έκδοση σιγιλίου το Δεκέμβριο του 1350 μ.Χ., κατά των προστρεχόντων στους μάγους. Αυτήν την εκφυλιστική πνευματική κατάσταση του λαού, που είχε την αρχή της στην πνευματική ληρότητα του κλήρου, ο πατριάρχης Κάλλιστος αντιμετώπισε με την εκλογή από το χορό των ευλαβέστερων και σεμνών στο βίο ιερέων-έξαρχων πνευματικών ταγών, που τοποθέτησε σε κάθε ενορία με καθήκοντα την καθοδήγηση και νουθεσία, τόσο του εκκλησιάσματος όσο και του κλήρου.
Το Δεκέμβριο του 1351 μ.Χ. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, προκειμένου να προστατέψει την πνευματική ενότητα της Ορθοδοξίας, συγκάλεσε τοπική σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη που καταδίκασε τις κακοδοξίες των αντιησυχαστών Βαρλαάμ και Ακινδύνου καθώς και τους πρεσβεύοντας τις ίδιες δοξασίες μητροπολίτες Εφέσου και Γάνου.
Το φθινόπωρο του 1352 μ.Χ. ο Πατριάρχης Κάλλιστος δεν δίστασε να αφορίσει το Σερβικό Πατριαρχείο, που είχε παράνομα συσταθεί από το Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκειμένου να κρατήσει ενωμένη την Αγία του Χριστού Εκκλησία.
Μετά την οικειοθελή απομάκρυνση του Κάλλιστου Α΄ από τον Οικουμενικό Θρόνο ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός συγκάλεσε σύνοδο, που κήρυξε έκπτωτο τον Κάλλιστο και εξέλεξε στον Οικουμενικό θρόνο τον Μητροπολίτη Ηρακλείας Φιλόθεο Κόκκινο (1353 - 1354 μ.Χ.).
Η είσοδος στην πρωτεύουσα, το Νοέμβριο του 1354 μ.Χ., δυνάμεων φιλικά προσκείμενων στον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, σήμανε ουσιαστικά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και την άνοδο το χειμώνα του 1354 μ.Χ. στον Οικουμενικό Θρόνο, για δεύτερη φορά, του Κάλλιστου Α΄.
Κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄, μεταξύ των άξιων αναφοράς διοικητικών πράξεών του συγκαταλέγονται: α) η έκδοση συνοδικού τόμου που απαγόρευε τα συνοικέσια ανάμεσα σε παιδιά, με επιβολή μάλιστα αφορισμού στους γονείς και κηδεμόνες, που πρωτοστατούσαν σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις με σκοπό τη σύναψη γάμου και β) η μείζονος σημασίας, το Δεκέμβριο του 1355 μ.Χ., πατριαρχική διδασκαλία προς τους Βουλγάρους ιερείς και μοναχούς, που βάπτιζαν κακώς, με μία μόνο κατάδυση και ραντισμό, ενώ το Άγιο Μύρο αντικαθιστούσαν με Μύρο από τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Βαρβάρου.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄ ιδρύθηκαν τα μοναστήρια Παντοκράτορος και Σίμωνος Πέτρας στο Άγιο Όρος.
Στην προσπάθειά του να αναχαιτίσει, ως πρόμαχος της Ορθοδοξίας, την εισβολή κακοδόξων δογμάτων στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ έγραψε και εκφώνησε πλήθος ομιλιών κατά των αιρετικών ενώ, προκειμένου να εμψυχώσει σε δύσκολους καιρούς το λαό της Βασιλίδος των πόλεων συνέταξε προσευχές, τις οποίες η Εκκλησία μας έχει ενταγμένες στα λειτουργικά της βιβλία και αναπέμπει προς τον Κύριο προκειμένου να επιτύχει την αρωγή Του σε δύσκολες περιστάσεις. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ έγραψε, εκτός των αντιαιρετικών ομιλιών και προσευχών και βίους αγίων, όπως του Αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου και του Οσίου Θεοδοσίου Τυρνόβου.
Το τέλος του εμφύλιου σπαραγμού στη Ρωμανία δεν έφερε και την ειρήνη στην επικράτειά της. Η ημισέληνος, ως δρέπανο θανάτου θερίζει τα στάχυα της ορθοδοξίας στα καλλίκαρπα μέρη του Έβρου. Οι Τούρκοι που ήρθαν ως σύμμαχοι του Ιωάννη Καντακουζηνού στα Βαλκάνια, έφτιαξαν ισχυρά προγεφυρώματα στη Θράκη και με έδρα το Διδυμότειχο, την Ανδριανούπολη και τη Φιλιππούπολη κατέστρεφαν την ύπαιθρο χώρα εφαρμόζοντας συστηματικά μέτρα εποικισμού.
Η αντιμετώπιση αυτής της καταστάσεως απαιτούσε τη συνένωση των χριστιανικών δυνάμεων της Βαλκανικής. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ ηγήθηκε μιας αυτοκρατορικής πρεσβείας προς την ηγεμόνα των Σέρβων Ελισάβετ, με αντικειμενικό σκοπό τη συμμαχία των σερβικών και των βυζαντινών δυνάμεων, για να αναχαιτιστεί η Τουρκική επεκτατικότητα στη Θράκη.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η συνοδεία του αφού προσκύνησαν στο Άγιο Όρος, έφτασαν στην πόλη των Σερρών στις αρχές Ιουνίου του 1364 μ.Χ. και έτυχαν από την ηγεμόνα των Σέρβων Ελισάβετ επίσημης υποδοχής. Όμως ο Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ ασθένησε από λοιμώδη νόσο και τελείωσε το βίο του απρόοπτα στην πόλη των Σερρών. Η λοιμώδης νόσος πρόσβαλε την υγεία και πολλών μελών από τη συνοδεία του Πατριάρχη με αποτέλεσμα να απλωθεί η φήμη πως, ο Πατριάρχης και η συνοδεία του, δηλητηριάστηκαν από τους Σέρβους. Τη φήμη αυτή ο ιστορικός αυτών των χρόνων Ιωάννης Καντακουζηνός απορρίπτει ως αβάσιμη και ψευδή.
Η θλιβερή είδηση του απρόοπτου τέλους της ζωής του Πατριάρχη διέτρεξε τα όρια της αυτοκρατορίας. Επιτροπές από τα σπουδαιότερα μοναστήρια του Αγίου Όρους και μάλιστα της Λαύρας, ήρθαν στις Σέρρες και ζήτησαν από την Ελισάβετ το σκήνωμα του ιεράρχη προκειμένου να το μεταφέρουν στην μητρόπολη του ορθόδοξου μοναχισμού, το Άγιο Όρος. Η ηγεμόνας των Σέρβων δεν κάμφθηκε από τις παρακλήσεις των μοναχών. Ενταφίασε το άγιο λείψανο του Πατριάρχη σε ταφικό παρεκκλήσι που έκτισε στο προαύλιο του Μητροπολιτικού ναού για να έχει η ίδια και η πόλη των Σερρών την προστασία του.
Ασφαλείς ενδείξεις βεβαιώνουν πως το μεγαλοπρεπές παρεκκλήσι, αριστερά της εισόδου του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού των Αγίων Θεοδώρων, στεγάζει τον τάφο του Οικουμενικού Πατριάρχη Κάλλιστου Α΄.
Για το σύνολο των διδαχών του, τους αγώνες του για την προάσπιση της ενότητας της Εκκλησίας από την ανταρσία και τις κακοδοξίες των δυτικών και τη συμβολή του στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία μας συγκατέλεξε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄ μεταξύ των αγίων της και όρισε η μνήμη του να εορτάζεται στις 20 Ιουνίου.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος αʹ. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βασιλίδος ἐδείχθης Πατριάρχης θεόσοφος, καὶ ̔Αγίου ῎Ορους τὸ κλέος, τῶν Σεῤῥαίων θησαύρισμα, τῶν θείων δὲ Χριστοῦ ἡσυχαστῶν ὁ φίλος καὶ συνήγορος ὁμοῦ· διὸ πάντες πάτερ Κάλλιστε ἐν χαρᾷ ὑμνοῦμέν σε κραυγάζοντες· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ ἡμῖν τὰ κάλλιστα.
Η Απελευθέρωση της Νιγρίτας
Στις 20 Ιουνίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε από τους Βουλγάρους την πόλη της Νιγρίτας, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.
Στις 20 Ιουνίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε από τους Βουλγάρους την πόλη της Νιγρίτας, κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Προηγουμένως, ο βουλγαρικός στρατός είχε πυρπολήσει την πόλη και είχε κατασφάξει όσους αμάχους είχαν παραμείνει σ' αυτή.
Η Νιγρίτα απέχει 25 χιλιόμετρα νότια των Σερρών και είναι χτισμένη στους πρόποδες της οροσειράς Βερτίσκος. Την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων ήταν ένα από τα σημαντικά εμπορικά κέντρα της περιοχής. Στις 22 Οκτωβρίου 1913, Έλληνες πρόσκοποι (στρατιωτικό σώμα από εθελοντές απόμαχους του Μακεδονικού Αγώνα) απελευθέρωσαν την πόλη από τους Οθωμανούς Τούρκους και εγκατέστησαν σ’ αυτή ελληνικές αρχές.
Με το ξέσπασμα του Β' Βαλκανικού Πολέμου, στις 16 Ιουνίου 1913, η Νιγρίτα καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, που ενήργησαν αστραπιαία και ανάγκασαν την 7η Μεραρχία, που την υπερασπιζόταν να υποχωρήσει νοτιότερα για να μην κυκλωθεί. Η βουλγαρική ταξιαρχία της Δράμας, που ενήργησε την επίθεση, κατέλαβε όχι μόνο την πόλη, αλλά και την υπερκείμενη αυτής κορυφογραμμή.
Η αντίδραση του ελληνικού στρατού ήταν άμεση. Το πρωί της 19ης Ιουνίου, η 7η Μεραρχία με διοικητή τον συνταγματάρχη Μηχανικού Ναπολέοντα Σωτήλη ξεκίνησε με κατεύθυνση τη Νιγρίτα. Αποτελούσε το άκρο δεξιό του ελληνικού στρατού, που είχε εξαπολύσει την ίδια ημέρα την επίθεση στην κύρια αμυντική γραμμή των Βουλγάρων στον άξονα Καλινόβου - Κιλκίς - Λαχανά.
Στο Σούλοβο (σημερινό Σκεπαστό) το 20ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας, μετά από σύντομη μάχη, έτρεψε σε φυγή τρία βουλγαρικά τάγματα, ενισχυμένα με μία ορειβατική πυροβολαρχία. Η μάχη στοίχισε στο σύνταγμα 30 νεκρούς και 169 τραυματίες.
Το πρωί της επομένης (20 Ιουνίου), τα πρώτα τμήματα της 7ης Μεραρχίας εισήλθαν στη Νιγρίτα, την οποία όμως οι Βούλγαροι κατέστρεψαν προτού αποχωρήσουν, προχωρώντας σε πυρπολήσεις οικιών και σφαγές του αμάχου πληθυσμού. «Ότε ο συνταγματάρχης Σωτήλης, κατόπιν επιτυχούς μάχης προς τον εχθρόν, εισήλθεν εις την Νιγρίταν εύρε την μέχρι προ ολίγου ευημερούσαν πολίχνην μεταμορφωμένη εις καπνίζοντα ερείπια και σφαγείον. Εκ των 1450 οικιών της 49 μόνον απέμειναν ιστάμεναι. Πανταχού έκειντο χαμαί πτώματα κρεουργημένα και απηνθρακωμένα των σφαγέντων κατοίκων της. Κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς υπέρ τους 400 κάτοικοι εφονεύθησαν τελείως υπό του βουλγαρικού στρατού προ της υποχωρήσεώς του», έγραψε ο απεσταλμένος των Τάιμς του Λονδίνου, Κρόφορντ Πράις, για τις βουλγαρικές ωμότητες στη Νιγρίτα.
Ήταν το προανάκρουσμα για το τι θα επικρατούσε στις Σέρρες μία εβδομάδα αργότερα...
Ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης
Πολύνεκρη σεισμική δόνηση, που σημειώθηκε στις 23:04 της 20ης Ιουνίου 1978 με επίκεντρο μεταξύ των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης και συγκλόνισε τη Βόρειο Ελλάδα...
Πολύνεκρη σεισμική δόνηση, που σημειώθηκε στις 23:04 της 20ης Ιουνίου 1978 με επίκεντρο μεταξύ των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης και συγκλόνισε τη Βόρειο Ελλάδα. Μεγέθους 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και εντάσεως 8 έως 9 βαθμών της κλίμακας Μερκάλι, ήταν ο πρώτος μεγάλος σεισμός που προσέβαλε μία σύγχρονη ελληνική πόλη, με εξαιρετικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Εκτός από την πόλη της Θεσσαλονίκης, μεγάλες ζημιές προκλήθηκαν στους νομούς Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Σερρών και Χαλκιδικής.
Μετά την εκδήλωση του σεισμού επικράτησε πανικός και πρωτοφανές χάος στη Θεσσαλονίκη, αφού όλοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και προσπαθούσαν με κάθε μέσο να φύγουν από την πόλη. Οι τηλεφωνικές επικοινωνίες και η ηλεκτροδότηση διακόπηκαν σε πολλές περιοχές της Θεσσαλονίκης. Εκείνη τη νύχτα στη συμπρωτεύουσα η κρατική μηχανή είχε «ρετάρει» και το σχέδιο εκτάκτων αναγκών «Ξενοκράτης» ήταν νεκρό γράμμα.
Στη Θεσσαλονίκη, μία οκταώροφη πολυκατοικία στην πλατεία Ιπποδρομίου κατέρρευσε, με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο 29 από τους ενοίκους της. Άλλοι 20 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των θυμάτων του σεισμού της 20ης Ιουνίου να φθάσει τους 49. Οι τραυματίες ανήλθαν σε 220. Οι υλικές ζημιές ξεπέρασαν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ με σημερινές τιμές. 9.480 οικοδομές υπέστησαν μη επισκευάσιμες βλάβες (3.170 στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ των οποίων 35 σχολεία), 23.589 σοβαρότερες βλάβες (13.918) και 67.541 ελαφρότερες (49.071 στη Θεσσαλονίκη). Σημαντικές φθορές υπέστησαν και τα βυζαντινά μνημεία της πόλης, που είχαν να συντηρηθούν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912.
Ο σεισμός έγινε αισθητός σε πολλά μέρη της Ελλάδας, αλλά και της Βουλγαρίας, της νότιας Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας. Του κυρίως σεισμού είχαν προηγηθεί μεγάλος αριθμός προσεισμών, ο μεγαλύτερος από τους οποίους έγινε στις 23 Μαΐου (23:34, 5.8 R), ενώ ακολούθησαν μετασεισμοί, ο μεγαλύτερος από τους οποίους έγινε στις 4 Ιουλίου (22:24, 5.1 R).
Αμέσως μετά το σεισμό, η πολιτεία αφυπνίστηκε και κατέβαλε εργώδεις προσπάθειες για την επούλωση των πληγών. Οι υλικές ζημίες αποκαταστάθηκαν σχετικά σύντομα μέσα και από την ειδική φορολογία που επέβαλε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Την αποκατάσταση των σεισμοπαθών ανέλαβε η νεοϊδρυθείσα «Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Βορείου Ελλάδας» (ΥΑΣΒΕ), που αποτέλεσε το πρότυπο για την κατοπινή Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναγκάστηκε να περάσει τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη για να διασκεδάσει τις φήμες, που έκαναν λόγο για νέους καταστροφικούς σεισμούς.
Με αφορμή το σεισμό της Θεσσαλονίκης και τον κατοπινό της Αθήνας (1981), ιδρύθηκε το 1983 ο ΟΑΣΠ (Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας), που είναι ο αρμόδιος φορέας της πολιτείας για το σχεδιασμό της αντισεισμικής πολιτικής της χώρας.
Η καταστροφή των Ψαρών
Το πρωί της 20ης Ιουνίου ο τουρκικός στόλος απέπλευσε από το Σίγρι Μυτιλήνης με προορισμό τα Ψαρά. Απετελείτο από 176 πλοία (πολεμικά και φορτηγά) και 12 χιλιάδες άνδρες (τούρκους και τουρκαλβανούς)...
Κατά το τέταρτο έτος της Εθνικής Παλιγγενεσίας, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ βρισκόταν σε αδυναμία να καταστείλει την Επανάσταση και ζήτησε τη βοήθεια του υποτελούς του Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου. Το Μάρτιο του 1824 συνήφθη μεταξύ των δύο ανδρών συμφωνία, με την οποία ο Μεχμέτ Αλή δεχόταν να συμπράξει, υπό τον όρο να του παραχωρηθεί η Κρήτη, η Κύπρος και να διορισθεί ο θετός γιος του, Ιμπραήμ, διοικητής της Πελοποννήσου. Την ίδια ώρα, οι ελληνικές δυνάμεις, ευρισκόμενες στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου, είχαν φθαρεί και αποσυντονισθεί.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι έδιδαν πρωταρχική σημασία στις κατά θάλασσα επιχειρήσεις, γιατί αν δεν καταστρεφόταν ο ελληνικός στόλος και δεν εξουδετερώνονταν οι ναυτικές βάσεις των Ελλήνων, δεν θα ήταν δυνατό να ευδοκιμήσουν οι κατά ξηρά προσπάθειές τους. Αποφασίσθηκε, λοιπόν, ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον περιβόητο Χουσεΐν να προσβάλλει την Κάσο και ο τουρκικός υπό τον Χοσρέφ Πασά τα Ψαρά.
Τα Ψαρά, ένα μικρό νησί στα βορειοδυτικά της Χίου, είχε σπουδαία θαλασσινή παράδοση και ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες, με ονομαστούς πυρπολητές, όπως ο Παπανικολής, ο Κανάρης και ο Πιπίνος. Ο Χοσρέφ είχε εντολή από τον σουλτάνο να εξαφανίσει από προσώπου γης τα Ψαρά, που τόσα προβλήματα δημιουργούσαν στον δυσκίνητο τουρκικό στόλο.
Το πρωί της 20ης Ιουνίου ο τουρκικός στόλος απέπλευσε από το Σίγρι Μυτιλήνης με προορισμό τα Ψαρά. Απετελείτο από 176 πλοία (πολεμικά και φορτηγά) και 12 χιλιάδες άνδρες (τούρκους και τουρκαλβανούς). Η τουρκική αρμάδα έφθασε στον αβαθή ορμίσκο Κάναλος, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, το απόγευμα της ίδιας μέρας. Τη στιγμή εκείνη, άρχισε μία εκ των πλέον δραματικών δοκιμασιών του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Έπειτα από ισχυρό κανιοβολισμό, οι Τούρκοι πέτυχαν την απόβαση των αγημάτων τους.
Οι κάτοικοι του νησιού ανέρχονταν σε 30.000, οι 7.000 ντόπιοι και οι υπόλοιποι πρόσφυγες από τη Χίο και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Το υπερασπίζονταν 1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι και 1027 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.
Οι μαχητές των Ψαρών υπέπεσαν σε ένα σοβαρό λάθος, καθώς αποφάσισαν να περιορισθεί ο αγώνας στην άμυνα της νήσου. Έτσι, έθεσαν σε απραξία τον στόλο και δεν χρησιμοποίησαν καθόλου τα πυρπολικά. Μάλιστα, αφαίρεσαν τα πηδάλια των πλοίων. Ακόμη, διασκόρπισαν τις δυνάμεις τους στην ξηρά και δεν έδιωξαν τα γυναικόπαιδα.
Οι αποβιβασθέντες Τούρκοι του Χοσρέφ κατέβαλαν με σχετική ευκολία τους αμυνομένους και μέσα σε δύο μέρες είχαν καταλάβει το νησί. Επακολούθησε η φοβερή καταστροφή. Το πλήθος έσπευσε να σωθεί στα λίγα πλοία, από τα οποία δεν είχαν αφαιρεθεί τα πηδάλια. Λίγοι τα κατέφεραν, καθώς ο στόλος του Χοσρέφ είχε περικυκλώσει το νησί.
Μόνη εστία αντίστασης παρέμεινε το Παλαιόκαστρο, η οχυρή θέση που δεσπόζει της Χώρας. Οι υπερασπιστές του, ανάμεσά τους και πολλά γυναικόπαιδα, αμύνθηκαν σθεναρά εναντίον 6.000 Τούρκων που τους πολιορκούσαν. Όταν η αμυντική γραμμή τους έσπασε και το φρούριο πλημμύρισε από Τούρκους, ο Αντώνιος Βρατσάνος έβαλε φωτιά στην πυριταδοποθήκη για να μην πέσουν στα χέρια των εισβολέων.
Η καταστροφή και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε τρομερή. Από τους 30.000 κατοίκους του νησιού, οι 18.000 θανατώθηκαν ή πωλήθηκαν ως σκλάβοι. Την εικόνα της καταστροφής δίνει με τον πιο παραστατικό τρόπο ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός στο περίφημο επίγραμμά του:
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πούχαν μείνει στην έρημη γη.
Από τα περίπου 100 πλοία των Ψαριανών, μόνο 16 διασώθηκαν, καθώς και 7 πυρπολικά με τον Κανάρη. Όσοι από τους κατοίκους των Ψαρών γλίτωσαν από το γιαταγάνι των Οθωμανών εγκαταστάθηκαν στη Μονεμβασιά και μετά την απελευθέρωση στην Αρχαία Ερέτρια, που πήρε την ονομασία Νέα Ψαρά.
Η Καταστροφή των Ψαρών υπήρξε δεινό πλήγμα για την Επανάσταση. Χάθηκε μία από τις σημαντικές βάσεις του ελληνικού ναυτικού, ενώ διέτρεξαν άμεσο κίνδυνο οι υπόλοιποι. Η άμεση κινητοποίηση και η αντίδραση των υπόλοιπων δυνάμεων της μαχόμενης Ελλάδας έσωσε την κατάσταση.
Προσπάθεια ανακατάληψης
Το ολοκαύτωμα των Ψαρών συγκλόνισε την επαναστατημένη Ελλάδα και ιδιαίτερα τα νησιά, που απειλούνταν πλέον άμεσα από τον οθωμανικό στόλο. Όμως, ο Χοσρέφ Πασάς, αντί να επιτεθεί στη Σάμο, όπως ήταν σχεδιασμένο, προτίμησε να επιστρέψει στη Λέσβο για να γιορτάσει το μπαϊράμι. Με πρωτοβουλία τότε του υδραίου Λάζαρου Κουντουριώτη συγκροτήθηκε στόλος υπό τους Σαχτούρη και Μιαούλη, προκειμένου να ανακαταλάβει το μαρτυρικό νησί και να εκδικηθεί τους Οθωμανούς για τη μεγάλη σφαγή.
Οι ναυτικές μοίρες των δύο ναυάρχων συναντήθηκαν στο ακρωτήρι Λιμνιονάρι των Ψαρών τα ξημερώματα της 3ης Ιουλίου 1824. Σε σύσκεψη, που ακολούθησε, αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί άμεση απόβαση στο νησί. Το ελληνικό αποβατικό σώμα αριθμούσε 1500 άνδρες, ενώ τα Ψαρά υπερασπίζονταν 600 Τουρκαλβανοί. Οι Έλληνες κατέβαλαν δια περιπάτου τους υπερασπιστές του νησιού, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέφυγαν στα τουρκικά πλοία, που ναυλοχούσαν στο λιμάνι των Ψαρών. Γύρω στους 150 δεν μπόρεσαν να φθάσουν στα πλοία και ταμπουρώθηκαν στα σπίτια των Ψαρών, προσπαθώντας να αποκρούσουν τους επιτιθέμενους Έλληνες, που είχαν καταλάβει όλες τις οχυρωματικές θέσεις, μεταξύ αυτών και το Παλαιόκαστρο.
Τα πληρώματα των 25 εχθρικών πλοίων, προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά όταν πληροφορήθηκαν από τους πανικόβλητους τουρκαλβανούς, ότι οι έλληνες ήταν κύριοι σχεδόν όλου του νησιού, έλυσαν τους κάβους και προσπάθησαν να διαφύγουν στην Λέσβο. Ο Μιαούλης τους κατεδίωξε και στ' ανοιχτά της Χίου συνήφθη ναυμαχία, που κράτησε σχεδόν 5 ώρες, με νικηφόρο αποτέλεσμα για τους έλληνες. Μόνο 5 από τα 20 τουρκικά σκάφη έφθασαν σώα στον προορισμό τους, ενώ σύμφωνα με τις αναφορές του Μιαούλη οι απώλειές τους ξεπέρασαν τους 1000 άνδρες. Οι έλληνες είχαν μόνο ένα νεκρό και έξι τραυματίες.
Μετά τη νικηφόρα ναυμαχία, ο Μιαούλης και τα πλοία του επέστρεψαν στα Ψαρά. Αντί, όμως, οι ελληνικές δυνάμεις να φροντίσουν να διώξουν τους λίγους τουρκαλβανούς που παρέμειναν οχυρωμένοι στα σπίτια και να γίνουν κύριοι του νησιού, άρχισαν το πλιάτσικο. Ναύτες και πλοίαρχοι επιδόθηκαν σε αρπαγή κανονιών, τροφίμων και εμπορευμάτων, όσων είχαν απομείνει στο νησί, για να τα μεταφέρουν ο καθένας στα πλοία του. Τα περισσότερα κανόνια ήταν λάφυρα των Οθωμανών από την καταστροφή του ψαριανού στόλου, ενώ τα τρόφιμα και τα εμπορεύματα τα είχαν αρπάξει οι τουρκαλβανοί από τα σπίτια πλουσίων Ψαριανών, μετά το Ολοκαύτωμα.
Η διαταγή του ναυάρχου Μιαούλη να θεωρηθούν τα κανόνια περιουσία του ελληνικού κράτους δεν εκτελέσθηκε ποτέ. Η διαμάχη για τη μοιρασιά της λείας παρέλυσε την πειθαρχία του στόλου. Με επιστολή του στους προκρίτους της Ύδρας, στις 6 Ιουλίου, ο Μιαούλης διεκτραγωδούσε την κατάσταση: «…Σας αφήνω να στοχασθήτε οποία ακαταστασία, ασυμφωνία και ιδιοτέλεια βασιλεύει εις τον στόλο μας και αν εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένου του στόλου εμπορούμεν να βάλωμεν βάσιν και να ελπίζομεν εις αυτόν…».
Προφητική διαπίστωση, που θα επαληθευθεί μια μέρα αργότερα. Στις 7 Ιουλίου, η γολέτα του Τομπάζη, που έπλεε μεταξύ Χίου και Ψαρών, ειδοποίησε ότι μοίρα του οθωμανικού στόλου κατευθυνόταν προς τα Ψαρά. Ο Μιαούλης διέταξε τον στόλο να τεθεί σε πολεμική ετοιμότητα. Από τα 51 ελληνικά πλοία μόνο τα 14 πειθάρχησαν. Ο τουρκικός στόλος κατόρθωσε να επιβιβάσει ενισχύσεις στο νησί, που ενώθηκαν με τους ολίγους πολιορκούμενους τουρκαλβανούς. Στις 10 Ιουλίου 1824 ο Μιαούλης βλέποντας την κακή κατάσταση του στόλου έλυσε την πολιορκία και εγκατέλειψε την περιοχή με τα πλοία του. Κατέφυγε στο Σούνιο, όπου περίμενε διαταγές από την Ύδρα, ενώ τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία κατευθύνθηκαν προς το Κάβο-Ντόρο.
Έτσι, η εκστρατεία του ελληνικού στόλου για την ανακατάληψη των Ψαρών δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, εκτός από την καταστροφή της τουρκικής ναυτικής μοίρας. Το νησί θα παραμείνει υπό οθωμανική κυριαρχία ως το 1912, οπότε θα ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/156
Θερινό Ηλιοστάσιο
Η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου για το βόρειο ημισφαίριο και αντιστρόφως η μικρότερη ημέρα για το νότιο ημισφαίριο...
Ο υπολογισμός του έτους βασίζεται ως γνωστόν στην ετήσια τροχιά της Γης γύρω από τον Ήλιο. Η τροχιά αυτή, που δημιουργεί τη διαδοχική εναλλαγή των εποχών του έτους, έχει τέσσερα καθοριστικά σημεία: την εαρινή ισημερία (20 ή 21 Μαρτίου), το θερινό ηλιοστάσιο (20 ή 21 Ιουνίου), τη φθινοπωρινή ισημερία (22 ή 23 Σεπτεμβρίου) και το χειμερινό ηλιοστάσιο (21 ή 22 Δεκεμβρίου). Οι ημερομηνίες αυτές ισχύουν για το Βόρειο Ημισφαίριο και οι αντίστροφες για το Νότιο.
Κάθε χρόνο στις 20 ή 21 Ιουνίου (20 Ιουνίου 2024), ο ήλιος βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του ουρανού στο βόρειο ημισφαίριο. Έτσι, παρατηρείται η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου για το βόρειο ημισφαίριο (θερινό ηλιοστάσιο, το λιοτρόπι, όπως το λέει ο λαός) και αντιστρόφως η μικρότερη ημέρα για το νότιο ημισφαίριο. Για το Βόρειο Ημισφαίριο είναι η επίσημη έναρξη του καλοκαιριού και για το Νότιο Ημισφαίριο του χειμώνα.
Λαογραφία
Η ημέρα του θερινού ηλιοστασίου γιορτάζεται από αρχαιοτάτων χρόνων στην Ευρώπη με τιμές στον φωτοδότη και ζωοδότη Ήλιο. Οι σύγχρονοι παγανιστές τιμούν ιδιαίτερα το θερινό ηλιοστάσιο με επίκεντρο το μεγαλιθικό μνημείο του Στόουνχετζ στην Αγγλία. Στον ελληνικό χώρο συνδυάζεται με τις φωτιές τ’ Αϊ Γιαννιού και τον Κλήδονα, δύο έθιμα που τελούνται την παραμονή του Γενεθλίου του Ιωάννου του Προδρόμου (23 Ιουνίου).
Άγιος Μεθόδιος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Πατάρων
Μέθοδον Μεθόδιος βίου πρὸς βίον,
Μεθεὶς ὁδεύει, οὗ μέθοδος οὐ πέλει.
Εἰκάδι ἀρχιθύτην Μεθόδιον ἄορ κατέπεφνεν.
Ο Άγιος Μεθόδιος έζησε κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Η σπάνια αρετή του και η μεγάλη μόρφωση που τον διέκρινε τον ανέβασαν στον επισκοπικό θρόνο των Πατάρων.
Σαν επίσκοπος, επεδίωκε να επιτελεί τέλεια τα καθήκοντα του. Ο φωτιστικός λόγος του, σε συνδυασμό με το άγιο παράδειγμα του, έτρεφε τις ψυχές των ανθρώπων του ποιμνίου του. Ήταν ακοίμητος φρουρός του ορθοδόξου δόγματος και αποφασισμένος σε όλη του τη ζωή «φυλάσσειν τὰ δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων» (Πράξεις των Αποστόλων, ιστ' 4). Να φυλάττει, δηλαδή, τις αποφάσεις, που είχαν οριστικά κριθεί σαν μόνες ορθές από τους Αποστόλους. Γι' αυτό και πέτυχε μετά από συστηματικό αγώνα να περιορίσει σημαντικά στην επαρχία του τους οπαδούς των λανθασμένων δοξασιών του Ωριγένη. Όμως, αυτοί οι λίγοι που έμειναν, για να εκδικηθούν, κατάφεραν να βάλουν δικό τους υπηρέτη κοντά στο Μεθόδιο. Και κάποια μέρα που ο επίσκοπος αρρώστησε, τον σκότωσε με μαχαίρι. Αλλά ενώ τον μαχαίρωνε, ο Μεθόδιος άκουσε το δολοφόνο να λέει: «έτσι σκοτώνουν οι Ωριγενιστές». Τότε μειδίασε ελαφρά και έγειρε το κεφάλι του ευχαριστημένος, παραδίδοντας το πνεύμα του στον Κύριο. Ήταν η χαρά, διότι έπεφτε θύμα του καθήκοντος του να διαφυλάττει τα ορθά δόγματα της Εκκλησίας.
Ο Σ. Εύστρατιάδης όμως, στο Αγιολόγιο του, έχει άλλη γνώμη περί των βιογραφικών στοιχείων του Αγίου αυτού και την παραθέτουμε ως έχει: «Ἤκμασε περὶ τὰ τέλη τοῦ γ´ καὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ δ´ αἰώνος· κατὰ τὸν Ἱερώνυμον (De Νirill. 83) καὶ τὸν ἱστορικὸν Σωκράτην (Ἐκκλ. Ἱστ. 6,13) ἦν οὐχὶ Πατάρων ἐπίσκοπος, ἀλλὰ Ὀλύμπου τοῦ ἐν Λυκίᾳ καὶ εἴτα ἐπίσκοπος Τύρου (τῆς Φοινίκης), κατ᾿ ἄλλην δὲ γνώμην, ἐπίσκοπος Φιλίππων τῆς Μακεδονίας. Ἡ τοιαύτη πλάνη, τοῦ νὰ λέγεται Πατάρων ἐπίσκοπος, προῆλθεν ἐκ τοῦ ὅτι ὁ περὶ ἀναστάσεως διάλογος αὐτοῦ ἐκτυλίσσεται εἰς τὰ Πάταρα. Ὁ Μεθόδιος ἦν διαπρεπὴς ἀρχιερεὺς καὶ πλατωνικὸς φιλόσοφος, ἀντίπαλος σφοδρὸς τῶν Ὠριγενιστῶν καὶ ποιητὴς δόκιμος, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ περισωθέντος ἔργου αὐτοῦ «Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων ἢ περὶ ἁγνείας». Κατὰ τὸν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ διωγμὸν ὑπέστη τὸν μαρτυρικὸν θάνατον ἐν Χαλκίδι (τῆς Συρίας).
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς στύλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καὶ λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Μεθόδιε· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διὰ τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τὴν σκοτόμαιναν μάκαρ, διὸ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.
Έτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. θείας πίστεως.
Θείαν μέθοδον τῆς εὐσεβείας ἐθησαύρησας τῇ Ἐκκλησίᾳ ὡς ἱεράρχης καὶ μάρτυς, Μεθόδιε· σὺ γὰρ σοφίας τὸν πλοῦτον δρεψάμενος, ἀθλητικῶς τὸ σὸν τάλαντον ηὔξησας. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή, καὶ αἱρετιζόντων, ὁ θειότατος ἐλεγκτής, τῶν Ἀρχιερέων, τὸ καύχημα τὸ μέγα, καὶ κλέος τῶν Μαρτύρων, Πάτερ Μεθόδιε.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.
Θυσιαστήριον τερπνὸν τὴν καρδίαν, ἀποτελέσας ἐν αὐτῷ ἀναιμάκτους, Ἱερουργὲ προσήγαγες θυσίας Θεῷ, ἀθλήσας δὲ στερρότατα, καὶ τυθεὶς προσηνέχθης, θυσία ὦ Μεθόδιε, δι' ἡμᾶς τῷ τυθέντι, ὃν ἐκτενῶς ἱκέτευε ἀεί, πάντας σωθῆναι, τοὺς πόθῳ ὑμνοῦντάς σε.