Σάββατο 22 Ιουνίου 2024
Το Μεγάλο μας Τσίρκο
Θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που έγραψε ιστορία, όταν ανέβηκε μεσούσης της δικτατορίας από τον θίασο Καρέζη - Καζάκου...
Θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που έγραψε ιστορία, όταν ανέβηκε μεσούσης της δικτατορίας από τον θίασο Καρέζη - Καζάκου. Τη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος.
Το έργο διατρέχει, με σατυρικό, αλλά και δραματικό τρόπο, τη νεότερη ελληνική ιστορία από την Τουρκοκρατία και τα χρόνια του Όθωνα έως τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη γερμανική Κατοχή.
Η ιδέα για το ανέβασμα του έργου ανήκε στο θιασαρχικό ζεύγος, που για πρώτη φορά την άνοιξη του 1972 σκέφτηκαν ν’ ανεβάσουν ένα έργο, που σύμφωνα με την Τζένη Καρέζη έπρεπε «να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη... και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες... και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα».
«Όλα αυτά όμως θά ’πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θά’ πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν», συνεχίζει την αφήγησή της η Τζένη Καρέζη.
Οι θιασάρχες απευθύνθηκαν στον σπουδαίο έλληνα θεατρικό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη, επειδή είχε «ταλέντο, πείρα, γνώση» και στο έργο του «χτυπάει πάντα πυρετικά, σπαρακτικά και γνήσια ο σφυγμός της ράτσας». Ο Καμπανέλλης δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή τους κι έτσι προέκυψε το θεατρικό «Το Μεγάλο μας Τσίρκο».
Την παράσταση ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Κώστας Καζάκος με βοηθό τον Άρη Δαβαράκη, τα σκηνικά και τα κοστούμια έφτιαξε ο Φαίδων Πατρικαλάκης. Τα τραγούδια της παράστασης έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και τα ερμήνευε επί σκηνής ο Νίκος Ξυλούρης. Η κίνηση και η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάχτηκε από τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος διακόσμησε το χώρο της εισόδου. Τους βασικούς ρόλους ερμήνευσαν ο Κώστας Καζάκος, η Τζένη Καρέζη, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος.
Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973 στο θέατρο «Αθήναιον» της οδού Πατησίων. Αμέσως αγαπήθηκε από το κοινό κι έγινε σύμβολο του αγώνα κατά της Χούντας. Αλληγορικά γραμμένο, κατάφερε να περάσει τις συμπληγάδες της λογοκρισίας, κρύβοντας δεκάδες μηνύματα κατά της δικτατορίας. Κάθε βράδυ γινόταν κοσμοσυρροή στο «Αθήναιον», που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ανάμεσά τους και «εκπρόσωποι» του στρατιωτικού καθεστώτος, που σημείωναν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών.
Οι παραστάσεις του διακόπηκαν βίαια από τη Χούντα, τον Οκτώβριο, λίγο πριν από το Πολυτεχνείο. Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ενώ συνελήφθησαν εκ νέου κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι παραστάσεις του έργου συνεχίστηκαν μετά την αποφυλάκισή τους με μεγαλύτερη επιτυχία από τις 22 Δεκεμβρίου 1973. Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, στις 3 Αυγούστου 1974, το έργο ξανανέβηκε με την προσθήκη των λογοκριμένων σκηνών κι ενός τραγουδιού («Το Πρόσκύνημα») στο φινάλε της παράστασης για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.
Ερνέστος Τσίλερ: Ο αναμορφωτής της Αθήνας
Γερμανός αρχιτέκτονας, που απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα και άφησε διακριτό το αποτύπωμά του στο οικιστικό περιβάλλον της Αθήνας.
Ο Ερνέστος Τσίλερ (Ernst Ziller) ήταν γερμανός αρχιτέκτονας, που απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα και άφησε διακριτό το αποτύπωμά του στο οικιστικό περιβάλλον της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Αθήνας. Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός της Αθήνας του 19ου αιώνα ως «Αθήνας του Τσίλερ». Υπήρξε από τους κύριους εκπροσώπους του νεοκλασικισμού στον ελληνικό χώρο και το έργο του περιλαμβάνει περί τα 500 κτίρια, τα οποία σχεδίασε ή κατασκεύασε, από το 1870 έως το 1916.
Ο Έρνστ Μόριτς Τέοντορ Τσίλερ, όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό του, γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1837 στο Ζέρκοβιτς της Σαξωνίας και ήταν το μεγαλύτερο από τα δέκα παιδιά του ονομαστού οικοδόμου της περιοχής Κρίστιαν Τσίλερ. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης, όπου διακρίθηκε για τις επιδόσεις του και βραβεύθηκε με αργυρό μετάλλιο (1858).
Είχε την τύχη να προσληφθεί ως σχεδιαστής στο εργαστήριο του διάσημου Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν στη Βιέννη. Ο Χάνσεν έχοντας εκπονήσει την εποχή εκείνη το σχέδιο του μεγάρου της Ακαδημίας Αθηνών, υπέδειξε τον Τσίλερ για να εποπτεύσει την επίβλεψη του. Έτσι, το 1861 ο νεαρός αρχιτέκτονας ήρθε στην Αθήνα κι ανέλαβε την επίβλεψη της ανέγερσης του κτηρίου της Ακαδημίας και εν συνεχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Σ' ένα ταξίδι του στη Βιέννη την άνοιξη του 1876 γνώρισε την πιανίστρια Σοφία Δούδου, κόρη του Κοζανίτη έμπορου Κωνσταντίνου Δούδου. Ο έρωτας φαίνεται ότι ήταν κεραυνοβόλος και το ζευγάρι ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. Την ευτυχία τους ήλθε να συμπληρώσει η γέννηση του πρώτου τους παιδιού το 1879. Το ζευγάρι θα αποκτήσει άλλα τέσσερα παιδιά τα επόμενα χρόνια.
Η ταχύτατη επαγγελματική του ανέλιξη και ο γάμος του με ελληνίδα ήταν οι αποφασιστικοί παράγοντες που τον ώθησαν να εγκατασταθεί μονίμως στην Ελλάδα και ν’ αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Πολύ παραγωγικός αρχιτέκτονας, ο Τσίλερ σχεδίασε κι επέβλεψε τουλάχιστον 500 σημαντικά δημόσια και ιδιωτικά κτήρια στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος (Πάτρα, Πύργο, Θεσσαλονίκη, Τρίπολη, Ερμούπολη Σύρου κ.ά.). Το 1872 διορίστηκε καθηγητής στο Πολυτεχνείο, ενώ διατέλεσε για λίγο (1884) διευθυντής Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη.
Αξιόλογα έργα του Ερνέστου Τσίλερ στην Αθήνα είναι το Μέγαρο Σλίμαν («Ιλίου Μέλαθρον», 1878-1880), το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών (1873-1888, κατεδαφίστηκε το 1939), το Μέγαρο Μελά (1874-1884, το μετέπειτα Κεντρικό Ταχυδρομείο Αθηνών στην Πλατεία Κοτζιά), πολλές αστικές κατοικίες στην Αθήνα (Γουδή, Καλλιγά, Συγγρού, Δεληγιώργη, Σταθάτου κ.ά.) και στον Πειραιά (Ζέα), επαύλεις (Θων στους Αμπελοκήπους, Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά) και εξοχικά σπίτια στο Μοσχάτο, τα κτήρια του Γερμανικού και Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (1887 και 1905 αντίστοιχα), το Εθνικό Θέατρο της οδού Αγίου Κωνσταντίνου (1895), το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα (1897, κατεδαφίστηκε το 1963), η πρώην Σχολή Ευελπίδων (1894, νυν Πρωτοδικείο Αθηνών), τα Ανάκτορα της οδού Ηρώδου του Αττικού (1890, νυν Προεδρικό Μέγαρο), το Εθνικό Χημείο (1885-1900), το κινηματοθέατρο «Αττικόν» (1870-1881) κ.ά.
Στα εκτός Αθηνών σημαντικά έργα του συγκαταλέγονται το θέατρο της Ζακύνθου (1871, καταστράφηκε στο σεισμό του 1953 και ανακατασκευάστηκε), το θέατρο της Πάτρας (1872), το Δημαρχείο της Ερμούπολης (1874- 1884), οι αγορές του Αιγίου και του Πύργου, το Δικαστικό Μέγαρο Τρίπολης, το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης (νυν Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα) κ.ά.
Σημαντική υπήρξε η συμβολή του Τσίλερ και στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, με σχεδιασμό ναών, όπως η Φανερωμένη στο Αίγιο (1890-1893), ο Άγιος Αθανάσιος Πύργου (1911), η Αγία Τριάδα Πειραιώς (1915- 1916) και ο Άγιος Λουκάς Πατησίων κλπ. Τα περισσότερα σχέδιά του φυλάσσονται στην Εθνική Πινακοθήκη, ενώ ορισμένες μελέτες του βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη, στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και σε ιδιωτικές συλλογές.
Ο Ερνέστος Τσίλερ πέθανε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 1923, σε ηλικία 86 ετών.
Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα
Με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» έμεινε στην ιστορία η εισβολή των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Με την κωδική ονομασία Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα (Unternehmen Barbarossa στα γερμανικά) έμεινε στην ιστορία η εισβολή των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μπαρμπαρόσα (Κοκκινογένης στα ιταλικά) ήταν το προσωνύμιο του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φρειδερίκου Α', ο οποίος ηγήθηκε των Σταυροφόρων τον 12ο αιώνα.
Η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου του 1941 και διήρκεσε έως τις 7 Ιανουαρίου 1942, όταν τα γερμανικά στρατεύματα εγκλωβίστηκαν από τον ρωσικό χειμώνα. Ήταν πρελούδιο των πολεμικών επιχειρήσεων στο Ανατολικό Μέτωπο.
Την άνοιξη του 1941 η Ναζιστική Γερμανία ήταν κυρίαρχη σχεδόν όλης της Ηπειρωτικής Ευρώπης. Στα ανατολικά της σύνορα με τη Σοβιετική Ένωση επικρατούσε ασυνήθιστη ηρεμία, χάρις στο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ του 1939, που ρύθμιζε τις σχέσεις της με τη μεγάλη γείτονα και ιδεολογική της αντίπαλο. Στο μυαλό, όμως, του Χίτλερ, βρισκόταν μια επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης για ιδεολογικούς και πρακτικούς λόγους. Οι Ναζί θεωρούσαν τους Σλάβους κατώτερη φυλή, που άξιζε να είναι υποτελής στους Αρείους, ενώ επιζητούσαν τον ζωτικό χώρο που εξασφάλιζε η αχανής χώρα με το πλούσιο υπέδαφος.
Ο Χίτλερ και οι επιτελείς του πίστευαν ότι θα κάνουν περίπατο στη Ρωσία και μέχρι την έλευση του χειμώνα θα επιτύγχαναν την κατάληψη της Μόσχας και την πτώση του μισητού κομμουνιστικού καθεστώτος. «Δεν έχουμε παρά να χτυπήσουμε την πόρτα και όλο το σάπιο οικοδόμημα θα καταρρεύσει» είπε ο Χίτλερ σε συνεργάτες του. Ο Φύρερ υπολόγιζε στην καλολαδωμένη μηχανή του γερμανικού στρατού, που εκείνη την εποχή δεν είχε αντίπαλο και στην τεχνολογική του υπεροχή. Και πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανωτερότητάς του από τη σαρωτική του προέλαση και την κατάληψη της Γαλλίας δεν θα μπορούσε να επικαλεσθεί.
Αφού μελέτησαν την αποτυχημένη εκστρατεία του Μεγάλου Ναπολέοντα στη Ρωσία το 1812, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εκστρατεία κατά της Ρωσίας θα εκδηλωνόταν από τρία σημεία, με αντικειμενικό στόχο την κατάληψη της Μόσχας. Ο Χίτλερ κινητοποίησε μια πολεμική μηχανή που όμοιά της δεν είχε δει ο κόσμος μέχρι τότε: 3.700.000 στρατιώτες, 2.600 τανκς, 7.000 πυροβόλα και 2.700 αεροπλάνα. Ο Στάλιν, παρά τις εισηγήσεις των επιτελών του, πίστευε μέχρι το τέλος ότι οι Γερμανοί θα τιμήσουν την υπογραφή τους και δεν θα επιτεθούν.
Η επίθεση της Βέρμαχτ, που αποδείχθηκε σωτήρια για τη Μεγάλη Βρετανία, εκδηλώθηκε με τρεις στρατιές στις 3:15 το πρωί της 22ας Ιουνίου 1941, με τη δικαιολογία ότι ο Κόκκινος Στρατός ετοιμαζόταν να επιτεθεί στη Γερμανία. Η Βόρεια Στρατιά υπό τον στρατάρχη Βίλχελμ Ρίτερ φον Λιμπ εξόρμησε από την Ανατολική Πρωσία προς τα Βαλτικά Κράτη με αντικειμενικό σκοπό το Λένινγκραντ. Η Νότια Στρατιά υπό τον Γκερντ φον Ρούντστεντ εισέδυσε από τη Νότια Πολωνία στην Ουκρανία με στόχο το Κίεβο.
Η Κεντρική Στρατιά υπό τον στρατάρχη Φέντορ Φον Μποκ και με τα περίφημα τεθωρακισμένα του Χάιντς Γκουντέριαν θα αναλάμβανε στην επίθεση κατά της Μόσχας. Το πλάτος του μετώπου ανερχόταν σε 2.900 χιλιόμετρα. Η εισβολή στη Σοβιετική Ένωσης ήταν να εκδηλωθεί στα μέσα Μαΐου, αλλά αναβλήθηκε εξαιτίας της καθυστερημένης άφιξης της άνοιξης στη Ρωσία τη χρονιά εκείνη, αλλά και των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια. Οι Γερμανοί χρειάστηκαν περίπου δύο μήνες για να καθυποτάξουν την Ελλάδα.
Η Γερμανική εισβολή αιφνιδίασε απόλυτα τη σοβιετική ηγεσία. Ο Κόκκινος Στρατός στα αρχικά στάδια της επίθεσης αποδείχθηκε εύκολη λεία για τους εμπειροπόλεμους άνδρες της Βέρμαχτ, παρότι αντιπαρέταξε περίπου 2.900.000 άνδρες, 12.000 τανκς και 8.000 αεροπλάνα. Υπήρχε πρόβλημα ηγεσίας, καθώς πολλοί ανώτατοι αξιωματικοί είχαν πέσει θύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων τη δεκαετία του '30 και το υλικό ήταν εν πολλοίς απαρχαιωμένο. Όλα αυτά αντισταθμίζονταν από τη γενναιότητα στρατού και λαού, που αγωνιζόταν για την υπεράσπιση της πατρίδας του.
Την πρώτη εβδομάδα των στρατιωτικών επιχειρήσεων τα γερμανικά πάντσερ όχι μόνο είχαν προελάσει σε βάθος 320 χιλιομέτρων και καταλάβει το Μινσκ (σημερινή πρωτεύουσα της Λευκορωσίας), αλλά και είχαν καλύψει το ένα τρίτο του δρόμου για τη Μόσχα. Στο νότιο μέτωπο της Ουκρανίας οι Γερμανοί συνάντησαν μεγαλύτερη αντίσταση και χρειάστηκαν ενισχύσεις από την Κεντρική Στρατιά, γεγονός που καθυστέρησε ακόμη πιο πολύ την επιχείρηση κατάληψη της Μόσχας.
Οι πρώτες εντυπώσεις για την υπεροχή των Γερμανών δεν επαληθεύτηκαν στη συνέχεια. Οι μεγάλες βροχές του Ιουλίου δυσκόλεψαν τις κινήσεις των τεθωρακισμένων, ενώ η πίεση των σοβιετικών συνεχώς μεγάλωνε. Ένα μήνα μετά την εισβολή, οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι είχαν υποτιμήσει τους Σοβιετικούς και ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις τους δεν εξελισσόταν σε περίπατο.
Τον Σεπτέμβριο του 1941, η Βόρεια Στρατιά έφθασε προ των πυλών του Λένινγκραντ. Ο Χίτλερ διέταξε τους στρατηγούς του να μην επιτεθούν στη σημαντική αυτή πόλη, αλλά να την πολιορκήσουν και να την αναγκάσουν να παραδοθεί. Ένα μέρος των δυνάμεών της διατέθηκε στην κεντρική Στρατιά για την τελική επίθεση στη Μόσχα. Το ίδιο διάστημα, η Νότια Στρατιά κατέλαβε με μεγάλες απώλειες το Κίεβο.
Η τελική επίθεση προς τη Μόσχα υπό την κωδική ονομασία Τυφών ξεκίνησε αρκετά καθυστερημένα, στις 2 Οκτωβρίου 1941, με τον ρωσικό χειμώνας να κάνει δειλά την εμφάνισή του και να προκαλεί εκνευρισμό στους γερμανούς στρατηγούς. Για την υπεράσπιση της πρωτεύουσας ο Στάλιν διέθεσε 800.000 άνδρες, χωρισμένους σε 83 Μεραρχίες. Στις 13 Οκτωβρίου οι Γερμανοί έφθασαν 120 χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, αλλά η προέλασή τους γινόταν πλέον σε ρυθμούς χελώνας και δεν ξεπερνούσε τα 3 χιλιόμετρα την ημέρα. Στις 12 Δεκεμβρίου η εμπροσθοφυλακή του γερμανικού στρατού έφθασε στα περίχωρα της Μόσχας, αντικρίζοντας το οχυρό του Κρεμλίνου.
Οι καιρικές συνθήκες διαρκώς χειροτέρευαν. Βασικός σύμμαχος των αμυνομένων ήταν πλέον ο ρωσικός χειμώνας. Οι γερμανικές δυνάμεις υπέστησαν τεράστιες απώλειες, καθώς δεν ήταν προετοιμασμένες για χειμερινό πόλεμο. Μέσα σε τρεις εβδομάδες 155.000 άνδρες τέθηκαν εκτός μάχης, οι περισσότεροι από κρυοπαγήματα. Στις 6 Δεκεμβρίου 1941 ο σοβιετικός στρατηγός Γκιόρκι Ζούκοφ, που υπερασπιζόταν τη Μόσχα, πέρασε στην αντεπίθεση και απώθησε τους Γερμανούς μακριά από τη σοβιετική πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου του 1942.
Η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα στοίχισε στους Γερμανούς 174.000 νεκρούς, 36.000 αγνοουμένους και 604.000 τραυματίες, ενώ ανυπολόγιστος είναι ο αριθμός των Σοβιετικών που έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Η κατάληψη της Μόσχας και η πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, που ήταν οι στρατηγικοί στόχοι του Χίτλερ, δεν επιτεύχθηκαν. Οι Γερμανοί, όμως, εξακολούθησαν να κατέχουν μεγάλο μέρος της Σοβιετικής Επικράτειας. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ανατολικό Μέτωπο θα διαρκέσουν έως τον Απρίλιο 1945, όταν ο Κόκκινος Στρατός υπό τον Ζούκοφ θα εισέλθει στο Βερολίνο.
Άγιος Ευσέβιος
Κέραμος, Εὐσέβιε Μάρτυς Κυρίου,
Εὐθὺς δὲ καὶ στέφανος ἐν τῇ σῇ κάρᾳ.
Εἰκάδι δευτερίῃ κεφαλὴν θλάσαν Εὐσεβίοιο.
Ο Άγιος Ευσέβιος, έζησε στους ταραγμένους χρόνους που η Εκκλησία υπέφερε από τις κακοδοξίες του Αρείου. Αυτοκράτορας την εποχή εκείνη ήταν ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος, ο οποίος υποστήριζε τη δυσεβή αυτή αίρεση και κατεδίωξε σκληρά όσους έφεραν αντιρρήσεις και αντιστάθηκαν στις προθέσεις του. Ο Άγιος, ο οποίος ήταν επίσκοπος Σαμοσάτων διώχθηκε, υπέμεινε όμως με θαυμαστή καρτερία όλες τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες με την ελπίδα ότι η Ορθοδοξία θα εξέλθει στο τέλος νικήτρια. Όταν πέθανε ο αιρετικός και λαομίσητος Κωνστάντιος τον διαδέχθηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος θέλησε να επαναφέρει τη λατρεία των ειδώλων. Ο Ιουλιανός εξαπέλυσε φοβερότερους διωγμούς κατά των χριστιανών. Τότε νέες διώξεις άρχισαν για τον Ευσέβιο πολύ χειρότερες από τις προηγούμενες. όμως ο Άγιος παρέμεινε το ίδιο ακλόνητος. Τα ίδια συνέβησαν και με τον αυτοκράτορα Ουάλη, ο οποίος ήταν και αυτός θερμός υποστηρικτής των Αρειανών. Ο Άγιος για μία ακόμη φορά, κλήθηκε να υπερασπισθεί την καθαρότητα της ορθόδοξης πίστης. Για τους αγώνες του ο Ουάλης, τον απομάκρυνε από τον Επισκοπικό θρόνο του και τον εξόρισε σε κάποιο έρημο τόπο κοντά στον ποταμό Ίστρο. Μετά το θάνατο του Ουάλη ο Άγιος επανήλθε από την εξορία στην Επισκοπή του και άρχισε αμέσως την κάθαρση της επαρχίας του από τούς κακόδοξους αιρετικούς. Κάποια ημέρα, το έτος 380 μ.Χ., που περνούσε έξω από το σπίτι μιας αιρετικής γυναίκας, εκείνη τον κτύπησε με μίσος στο κεφάλι με μία μεγάλη πέτρα και με αποτέλεσμα τον ακαριαίο θάνατο του Αγίου και τη μετάβασή του «από τα λυπηρότερα προς τα θυμηθέστερα και τα τερπνά».
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεῖς τῷ φωτί, τὸν λόγον ἐτράνωσας, τῆς εὐσέβειας ἠμίν, Εὐσέβιε ἔνδοξε, σὺ γὰρ ἱεραρχήσας, εὐσεβῶς τὴ Τριάδι, ἤθλησας θεοφρόνως, καὶ τὴν πλάνην καθεῖλες. Καὶ νῦν Πάτερ δυσώπησον, σώζεσθαι ἅπαντας.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Εὐσέβιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ψυχοσάββατο
Το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής, λέγεται - «Σάββατο των Ψυχών» ή Ψυχοσάββατο. Είναι το δεύτερο από τα δύο Ψυχοσάββατα του έτους (το πρώτο επιτελείται το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω). Ο λόγος που το καθιέρωσε η Εκκλησία μας, παρ' ότι κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, είναι ο εξής: Επειδή πολλοί κατά καιρούς απέθαναν μικροί ή στην ξενιτιά ή στη θάλασσα ή στα όρη και τους κρημνούς ή και μερικοί, λόγω πτώχειας, δεν αξιώθηκαν των διατεταγμένων μνημοσυνών, «οι θείοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι θέσπισαν το μνημόσυνο αυτό υπέρ πάντων των άπ' αιώνος εύσεβώς τελευτησάντων Χριστιανών».