Κώστας Καρυωτάκης

 Ποιητής και πεζογράφος, ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του ’20 και από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση.

Κώστας Καρυωτάκης (1896 – 1928)
Κώστας Καρυωτάκης (1896 – 1928)

Ποιητής και πεζογράφος, ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του '20 και από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές (ΣεφέρηςΡίτσοςΒρεττάκος) και με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα, τον Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση.

Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και ήταν γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη από τη Συκιά Κορινθίας και της Κατήγκως Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος.

Λόγω της εργασίας τού πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά, όπου έμειναν ως το 1913. Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων». Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.

Το 1917 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με λίαν καλώς. Στην αρχή επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ μετά την οριστική απαλλαγή του από τον Ελληνικό Στρατό για λόγους υγείας, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία, εξού και οι πολλές μεταθέσεις του.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων», δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα», η κυκλοφορία του οποίου όμως απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921.

Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής, παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη, την Άννα Σκοδρύλη, η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί. Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν, παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη. Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες».

Το Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του:

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά, ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, τα «Υπόγεια Ρεύματα», η Λένα Πλάτωνος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης.

Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν έχει ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού και φιλαρέσκειας, που υπάρχει σε αφθονία στους παλιότερους ποιητές. Αποπνέει την αίσθηση του μάταιου, του χαμένου, η στάση του είναι αντιηρωική και αντιδανική. Ο Καρυωτάκης γράφει ποιήματα για το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, ως διαμαρτυρία, που φθάνει στο σαρκασμό.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/204

Ηρόστρατος: Ο Εφέσιος που έκαψε ένα από τα 7 θαύματα του κόσμου για να τον γράψει η ιστορία

 Πυρπόλησε το Ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο, θέλοντας να μείνει το όνομά του στην ιστορία! Αν και καταδικάστηκε σε θάνατο και σε αιώνια λήθη, κατάφερε να πετύχει το στόχο του...

Ο Ναός της Αρτέμιδας
Ο Ναός της Αρτέμιδας

Ο Ηρόστρατος ήταν εφέσιος εμπρηστής, γνωστός για την πυρπόληση του Ναού της Αρτέμιδας στην Έφεσο, ενός από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Το περιστατικό συνέβη στις 21 Ιουλίου 356 π.Χ., ανήμερα της γέννησης του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σύμφωνα με τον Πλούταρχο.

Ο Ηρόστρατος συνελήφθη από τους συμπατριώτες του, βασανίστηκε και αποκάλυψε ότι σκοπός της πράξης του ήταν να μείνει το όνομά του στην ιστορία. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Οι Εφέσιοι απαγόρευσαν να μνημονεύεται το όνομα του Ηρόστρατου, το οποίο όμως περιέσωσε ο ιστορικός Θεόπομπος.

Σχετικά

  • Με το πέρασμα του χρόνου το όνομα του Ηρόστρατου έγινε συνώνυμο αυτού που διακατέχεται από τη μανία να γίνει γνωστός, έστω και διαπράττοντας κάτι κατακριτέο και καταστροφικό. Η φράση «ηροστράτειος δόξα» σημαίνει τη φήμη που αποκτά κάποιος από καταστροφική πράξη, ενώ η φράση «ηροστράτειο έργο», το μάταιο έργο.
  • Ο Μέγας Αλέξανδρος προσφέρθηκε να ανοικοδομήσει τον Ναό της Αρτέμιδας, αλλά οι Εφέσιοι αρνήθηκαν ευγενικά. Ο Ναός ξαναχτίστηκε αργότερα, αλλά καταστράφηκε το 262 από επιδρομή των Γότθων. Ανοικοδομήθηκε εκ νέου και κατεδαφίστηκε οριστικά περί το 406 με υπόδειξη του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, κατά παράβαση του νόμου του αυτοκράτορα Αρκάδιου. Τμήματα από τον Ναό της Αρτέμιδας βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.
  • Αναφορές στον Ηρόστρατο γίνονται στα μυθιστόρημα «Δον Κιχώτης» του Θερβάντες και «Μαρντί» του Χέρμαν Μέλβιλ.
  • Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ έγραψε το 1939 το διήγημα «Ηρόστρατος» («Érostrate»), με ήρωα ένα μισάνθρωπο, που αποφασίζει να ακολουθήσει τα βήματα του Ηρόστρατου.
  • Το 1967 ο αυστραλός σκηνοθέτης Ντον Λέβι γύρισε την ταινία «Ηρόστρατος» («Herostratus»), με ήρωα ένα νεαρό που θέλει να αυτοκτονήσει σε δημόσια θέα.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1395

Αλέξανδρος ο Μέγας

 Μακεδόνας στρατηλάτης, από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας. Γεννήθηκε το 356 π.Χ στην Πέλλα και πατέρας του ήταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Β’.

 Αλέξανδρος ο Μέγας (356 π.Χ. – 323 π.Χ.)
Αλέξανδρος ο Μέγας (356 π.Χ. – 323 π.Χ.)

Ο Αλέξανδρος Γ ο Μακεδών, γνωστός ως Μέγας Αλέξανδρος ή Αλέξανδρος ο Μέγας, ήταν μακεδόνας στρατηλάτης και μία από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας.

Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στις 20 ή 21 Ιουλίου του 356 π.Χ στην Πέλλα της Μακεδονίας. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β' και μητέρα του η Ολυμπιάδα, κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Από τον πατέρα του ο Αλέξανδρος κληρονόμησε την οξεία αντίληψη, τις οργανωτικές ικανότητες και την ταχύτητα ενεργειών. Και από τη μητέρα του τη φιλοδοξία, την υπερηφάνεια και την ισχυρή θέληση.

Στα παιδικά του χρόνια εκπαιδεύτηκε από τους παιδαγωγούς Λεωνίδα το Μολοσσό και Λυσίμαχο τον Ακαρνάνα. Σε ηλικία 13 ετών μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη. Ο μεγάλος φιλόσοφος τον μόρφωσε με τα ελληνικά ιδεώδη και του ενέπνευσε τον θαυμασμό και την αγάπη για το ελληνικό πνεύμα και πολιτισμό. Στον Αριστοτέλη έδειχνε πάντα σεβασμό και ευγνωμοσύνη. Έλεγε πως τον πατέρα του χρωστάει “το ζην” και στο δάσκαλό του το “ευ ζην”.

Από τον πατέρα του έλαβε σπουδαία μαθήματα πολιτικής και στρατηγικής. Πάντοτε βρισκόταν κοντά του, όταν εκείνος συζητούσε με ξένους πρεσβευτές και απεσταλμένους. Τον ακολουθούσε στις εκστρατείες, όπου έπαιρνε μαθήματα στρατιωτικής τέχνης. Έτσι, από πολύ νωρίς απέκτησε πολιτική και στρατιωτική ωριμότητα. Σε ηλικία 16 ετών, ως αντικαταστάτης του πατέρα του, που έλειπε σε εκστρατεία, κατέπνιξε την επανάσταση της θρακικής φυλής των Μαίδων, ενώ σε ηλικία 18 ετών, στη Μάχη της Χαιρώνειας (2 Αυγούστου 338 π.Χ.) ήταν διοικητής στρατιωτικού σώματος και διακρίθηκε για τις πολεμικές του αρετές.

Η άνοδος στο θρόνο

Σε ηλικία 20 ετών έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας, μετά τη δολοφονία του πατέρα του το 336 π.Χ. Από πολύ νωρίς αντιμετώπισε οργανωμένες συνωμοσίες εναντίον του, τις οποίες διέλυσε με αστραπιαία ταχύτητα. Με την ίδια αστραπιαία ταχύτητα και αποφασιστικότητα εξεστράτευσε εναντίον των πόλεων της Νότιας Ελλάδας, οι οποίες μόλις έμαθαν το θάνατο του Φιλίππου επαναστάτησαν. Μόλις, όμως, πληροφορήθηκαν την εκστρατεία του Αλεξάνδρου εναντίον τους, έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή και σε συνέδριο, που έγινε στην Κόρινθο, τον ανακήρυξαν Ηγεμόνα της Ελλάδας, όπως και νωρίτερα τον πατέρα του και αρχιστράτηγο στην επικείμενη εκστρατεία κατά των Περσών.

Ο Αλέξανδρος ικανοποιημένος γύρισε στη Μακεδονία. Για να απαλλάξει το βασίλειό του από κάθε κίνδυνο, προτού εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, εκστράτευσε εναντίον των βαρβαρικών φυλών, που κατοικούσαν βόρεια της Μακεδονίας (335 π.Χ.). Νίκησε τις φυλές αυτές, έφθασε ως τον Δούναβη και επέστρεψε στην Πέλλα. Απερίσπαστος πια άρχισε την προετοιμασία για τη μεγάλη εκστρατεία κατά των Περσών. Βρέθηκε, όμως, στην ανάγκη να έλθει για δεύτερη φορά στη Νότιο Ελλάδα, όπου οι Θηβαίοι και οι Αθηναίοι είχαν και πάλι επαναστατήσει. Αφού κατέστειλε την ανταρσία των δύο πόλεων, επέστρεψε στη Μακεδονία και συμπλήρωσε τις ετοιμασίες του για την εκστρατεία κατά της Περσίας.

Η εκστρατεία κατά της Περσίας

Το πέρασμα του Γρανικού, του Σαρλ Λε Μπρεν
Την άνοιξη του 334 π.Χ, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε με 50.000 πεζούς και 6.000 ιππείς, αφού άφησε για επίτροπό του στη Μακεδονία το στρατηγό Αντίπατρο. Προχώρησε από τη Θράκη κι έφθασε στον Ελλήσποντο. Εκεί τον περίμενε ο στόλος του, που τον αποτελούσαν 120 πολεμικά και πολλά άλλα βοηθητικά πλοία. Πέρασε στην Τροία, όπου επισκέφθηκε τον τάφο του Αχιλλέα, προσευχήθηκε κι έκανε θυσίες.

Στις όχθες του Γρανικού ποταμού είχε συγκεντρωθεί ο περσικός στρατός, έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο. Στον Γρανικό έγινε η πρώτη μάχη μεταξύ των Μακεδόνων και των Περσών (22 Μαΐου 334 π.Χ.). Ο Αλέξανδρος οδηγούσε ο ίδιος το στρατό του και πολέμησε ο ίδιος στήθος προς στήθος με τους γενναιότερους πολεμιστές των Περσών. Κινδύνευσε, μάλιστα, σοβαρά. Οι Πέρσες, τελικά, δεν κατόρθωσαν ν’ αναχαιτίσουν την ορμή των Μακεδόνων, εγκατέλειψαν τον αγώνα και υποχώρησαν άτακτα.

Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Αλέξανδρος προχώρησε νότια και απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Τον χειμώνα του 334 π.Χ. έφθασε στην πόλη Γόρδιο στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού, όπου αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει. Εκεί, στο βασιλικό ανάκτορο, υπήρχε ο περίφημος Γόρδιος Δεσμός. Η παράδοση έλεγε πως όποιος τον έλυνε θα κυρίευε την Ασία. Ο Αλέξανδρος απλά τον έκοψε με το σπαθί του.

Την άνοιξη του 333 π.Χ, βάδισε προς τα νότια, πέρασε το όρος Ταύρος και μπήκε στην Κιλικία. Κυρίευσε την πόλη Ταρσό και σταμάτησε εκεί για ν’ αναπαυθεί ο στρατός του. Ύστερα από ένα λουτρό στα κρύα νερά του ποταμού Κύδνου, ο Αλέξανδρος αρρώστησε, αλλά γρήγορα έγινε καλά και συνέχισε την πορεία του προς τη Συρία. Συνάντησε τότε για δεύτερη φορά τον περσικό στρατό από 500.000 μαχητές κι έδωσε μάχη κοντά στην πόλη Ισσό της Κιλικίας (12 Νοεμβρίου 333 π.Χ.). Οι Πέρσες υπέστησαν πανωλεθρία και διαλύθηκαν. Ο βασιλιάς Δαρείος κινδύνευσε και γλίτωσε μόνο με τη φυγή του. Στην Ισσό ο Αλέξανδρος κυρίευσε πλούσια λάφυρα και αιχμαλώτισε την οικογένεια του Δαρείου, αλλά της φέρθηκε μεγαλόψυχα.

Ο Αλέξανδρος, αντί να συνεχίσει την καταδίωξη του Δαρείου, προχώρησε νότια, για να γίνει κύριος όλων των παραλίων της Μεσογείου και να εξουδετερώσει κάθε απειλή του περσικού στόλου. Κατέλαβε, κατά σειρά, τη Φοινίκη, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Επισκέφθηκε στην έρημο το μαντείο του Άμμωνος Διός, όπου οι ιερείς τον χαιρέτισαν ως τον νέο Δία. Στις ακτές της Αιγύπτου, κοντά στις εκβολές του Νείλου και σε θέση κατάλληλη για την ανάπτυξη του εμπορίου, όρισε να χτιστεί η Αλεξάνδρεια. Ο ίδιος χάραξε τα τείχη και τους δρόμους της.

Επιστρέφοντας από την Αίγυπτο στην Ασία συνάντησε στα Γαυγάμηλα, πέρα από τον Τίγρη ποταμό, νέο πολυάριθμο περσικό στρατό και τον νίκησε (1 Οκτωβρίου 331 π.Χ). Ο Δαρείος σώθηκε και πάλι, αλλά δολοφονήθηκε από τον σατράπη της Βακτριανής Βήσσο. Ο περσικός στρατός καταστράφηκε, οι σπουδαιότερες πόλεις της Περσίας - Βαβυλώνα, Σούσα και Περσέπολη, όπου το ανάκτορο του Δαρείου- παραδόθηκαν στον Αλέξανδρο και ολόκληρη η Περσία κατακτήθηκε.

Ψηφιδωτό στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης
Ο Αλέξανδρος, όμως, δεν σταμάτησε στην Περσία. Προχώρησε προς τα ανατολικά για να υποτάξει τις φυλές που κατοικούσαν εκεί και ν' απαλλάξει έτσι το μεγάλο του βασίλειο από μελλοντικό κίνδυνο. Πέρασε τη Σογδιανή και τη Βακτριανή και το 327 π.Χ. μπήκε στις Ινδίες, όπου νίκησε τον βασιλιά Πώρο. Οι στρατιώτες του, όμως, κουράστηκαν και αρνήθηκαν να προχωρήσουν. Αναγκάσθηκε τότε να ανακόψει την επική πορεία του προς Ανατολάς. Ένα μέρος του στρατού το έστειλε με πλοία στην Περσία, με επικεφαλής τον ναύαρχο Νέαρχο. Αυτός με το υπόλοιπο στράτευμα πέρασε την έρημο Γεδρωσία, όπου χάθηκαν πολλοί στρατιώτες του από την πείνα και τη δίψα, και επέστρεψε στα Σούσα.

Άρχισε τότε να σκέφτεται την οργάνωση της επικράτειάς του. Μελετώντας τον τρόπο της ζωής των Περσών και τον τρόπο της διοικήσεώς τους, έβγαλε το συμπέρασμα πως για να διατηρηθεί το αχανές κράτος που δημιούργησε έπρεπε να συμφιλιώσει τους Πέρσες ευγενείς με τους Έλληνες. Φαντάστηκε τον εαυτό του σαν ελληνοπέρση βασιλιά και μιμήθηκε την ενδυμασία και γενικά τον τρόπο ζωής τους. Παντρεύτηκε την κόρη του Δαρείου Στάτειρα και την ανιψιά της Παρυσάτιδα (324 π.Χ.), ενώ παρακίνησε τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του να παντρευτούν κι αυτοί Περσίδες.

Νωρίτερα (327 π.Χ.) είχε παντρευτεί τη Ρωξάνη, κόρη τοπικού ηγεμόνα της Βακτριανής, παρά την αντίδραση των στρατηγών του. Η Ρωξάνη τού χάρισε και τον μοναδικό του απόγονο, τον Αλέξανδρο Δ', ο οποίος γεννήθηκε δύο μήνες μετά το θάνατο του στρατηλάτη και σκοτώθηκε σε ηλικία 12 ετών με διαταγή του Κάσσανδρου, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σφετεριστή του θρόνου της Μακεδονίας.

Στους Μακεδόνες δεν άρεσε η αλλαγή αυτή του Αλέξανδρου. Μερικοί από τους στρατηγούς του, μάλιστα, οργάνωσαν εναντίον του συνωμοσίες, τις οποίες ο Αλέξανδρος ανακάλυψε και τιμώρησε σκληρά τους πρωταίτιους. Οι πολλές διοικητικές φροντίδες, οι κόποι και τελευταία ο θάνατος του πιο στενού του φίλου, Ηφαιστίωνα, του έφθειραν την υγεία. Ο Αλέξανδρος αρρώστησε βαριά και στις 10 ή 11 Ιουνίου του 323 π.Χ. άφησε την τελευταία του πνοή στη Βαβυλώνα, σε ηλικία μόλις 32 ετών.

Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου το απέραντο κράτος του διαμοιράστηκε μεταξύ των στρατηγών του, που επί πολλά χρόνια διαφωνούσαν για τη διανομή. Δεν χάθηκε, όμως, το εκπολιτιστικό έργο του. Οι κατακτήσεις του άνοιξαν τα σύνορα μεταξύ του ελληνικού χώρου και της Ανατολής. Η επικοινωνία με τους “βαρβάρους” συνέβαλε στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμός στις χώρες της Ασίας και της Αιγύπτου. Η ελληνική γλώσσα έγινε διεθνής. Τα ελληνική ήθη πέρασαν σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Ανέτειλε ο πολιτισμός της λεγόμενης “Ελληνιστικής Εποχής”, που αποτελεί μία νέα λάμψη του ελληνικού πνεύματος. Δικαιολογημένα, η ιστορία ανακήρυξε τον Αλέξανδρο “Μέγα” για το γιγάντιο έργο του.



Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/842

Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος

 Αυτοκράτορας της Ρωμανίας, από τους πιο αξιόλογους της δυναστείας των Παλαιολόγων.

Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος (1349 – 1425)

Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος ήταν αυτοκράτορας της Ρωμανίας (1391-1425), από τους πιο αξιόλογους της δυναστείας των Παλαιολόγων. Όλα τα χρόνια της εξουσίας του προσπάθησε ν’ αντιμετωπίσει την Οθωμανική απειλή, αλλά ήταν φανερό ότι η άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία που είχε συρρικνωθεί σημαντικά και έπνεε τα λοίσθια δεν είχε τις δυνάμεις να αντισταθεί και να αντιστρέψει την κατάσταση. Συνέβαλε και ο ίδιος στην εξέλιξη αυτή, καθώς δεν αξιοποίησε τις ευκαιρίες που του παρουσιάσθηκαν.

Ο Μανουήλ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Ιουνίου 1350 και ήταν γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου και της Ελένης Κατακουζηνής. Έλαβε αξιόλογη μόρφωση και από νεαρή ηλικίας αναμίχθηκε στα κοινά, σε μια περίοδο που η Αυτοκρατορία μαστιζόταν από ενδοοικογενειακές δυναστικές έριδες. Επιπλέον, ρόλο στις υποθέσεις της Ρωμανίας είχαν και οι ξένοι (Γενουάτες, Ενετοί και Οθωμανοί), που έπαιρναν το μέρος της μίας ή της άλλης μερίδας για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.

Ο Μανουήλ ανήλθε στο θρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του στις 16 Φεβρουαρίου 1391 σε ηλικία 42 χρόνων, αφού προηγουμένως είχε εξουδετερώσει τις προσπάθειες συγγενών του να του αμφισβητήσουν την τάξη διαδοχής. Από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του η οθωμανική πίεση γινόταν όλο και πιο έντονη.

Η κατάσταση έγινε απελπιστική, όταν το 1394 ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α' ξεκίνησε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, που κράτησε έως το 1402. Εν τω μεταξύ, μια σταυροφορία υπό τον Βασιλιά της Ουγγαρίας Σιγισμούνδο απέτυχε να βοηθήσει τους Έλληνες, καθώς ο στρατός του ηττήθηκε από τις δυνάμεις του Βαγιαζήτ στη Μάχη της Νικόπολης (σημερινή Βουλγαρία) στις 25 Σεπτεμβρίου 1396.

Ο Μανουήλ σε προφανή αδυναμία εμπιστεύτηκε τις τύχες της Αυτοκρατορίας στον ανιψιό του Ιωάννη Ζ' Παλαιολόγο, με τον οποίο είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις του, και αναχώρησε το 1399 σε μια πολύχρονη περιοδεία στις Αυλές της Δυτικής Ευρώπης, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια.

Επισκέφθηκε τη Βενετία, το Παρίσι και το Λονδίνο, με πενιχρά αποτελέσματα. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που Έλληνας αυτοκράτορας επισκεπτόταν την Αγγλία. Οι ντόπιοι χρονικογράφοι εντυπωσιάσθηκαν από τη μόρφωση, την ευγενική μορφή και την αρχοντιά του Μανουήλ, που «άλλαζε άλογα και δεν καταδεχόταν να πατήσει στο χώμα».

Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, ο Βαγιαζήτ έλυσε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, καθώς αντιμετώπιζε την απειλή των Μογγόλων του Ταμερλάνου. Στην αποφασιστική μάχη της Αγκύρας (20 Ιουλίου 1402), ο Ταμερλάνος νίκησε τους Οθωμανούς και έδωσε ανάσα ζωής για μισό ακόμη αιώνα στη Ρωμανία. Ο Μανουήλ δεν επωφελήθηκε της ταπείνωσης που υπέστησαν οι Οθωμανοί και υπέγραψε μαζί τους συνθήκη ειρήνης με ελάχιστα οφέλη (1403).

Ο νέος σουλτάνος Μωάμεθ Α' διατήρησε φιλικές σχέσεις με τον Μανουήλ. Έως το 1421 επεκράτησε ύφεση στις σχέσεις Ελλήνων και Οθωμανών και η εξέλιξη αυτή βοήθησε τον Μανουήλ να επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη (1415) και την Πελοπόννησο. Άλλωστε, αυτές οι περιοχές μαζί με την ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης συγκροτούσαν τη Ρωμανία των ημερών του. Κατά την περίοδο αυτή αναγέρθηκε το Εξαμίλλιο Τείχος στον Ισθμό για την προστασία της Πελοποννήσου, στην οποία δέσποζε το Δεσποτάτο του Μυστρά, το οποίο διοικούσαν Παλαιολόγοι.

Από το 1421 ο Μανουήλ Β' συμβασίλευε με τον γιο του Ιωάννη Ε', στον οποίο είχε εκχωρήσει σχεδόν όλες τις εξουσίες. Τον επόμενο χρόνο, ο διάδοχος του Μωάμεθ Α', Μουράτ Β', διέκοψε τις φιλικές σχέσεις με τη Ρωμανία και πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη. Το 1423 εισέβαλε με τον στρατό του στη νότια Ελλάδα, κατέστρεψε το Εξαμίλλιο Τείχος και λεηλάτησε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου. Έτσι, ο Μανουήλ υπέγραψε μια ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης μαζί του, με την οποία ανεγνώριζε την υποτέλεια της Ρωμανίας στον σουλτάνο.

Ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος πέθανε στις 21 Ιουλίου 1425, αφού προηγουμένως είχε ασπασθεί τον μοναχισμό με το όνομα Ματθαίος. Από τον γάμο του με την Έλενα Δραγάση, κόρη του σέρβου πρίγκηπα Κοντσταντίν Ντράγκατς, απέκτησε έξι αγόρια, δύο από τα οποία έγιναν αυτοκράτορες (Ιωάννης Η' και Κωνσταντίνος ΙΑ', ο τελευταίος αυτοκράτορας της Ρωμανίας), ενώ απέκτησε και μία εξώγαμη κόρη, την Ισαβέλλα. Άφησε πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο, αποτελούμενο από επιστολές, ποιήματα, βίους Αγίων, θεολογικά και ρητορικά δοκίμια.

Ο Μανουήλ Β' επανήλθε στο προσκήνιο στις 12 Σεπτεμβρίου 2006, όταν ο Πάπας Βενέδικτος ο 16ος σε μια ομιλία του στο Πανεπιστήμιο του Ρέγκεσπουργκ, στο οποίο υπήρξε καθηγητής θεολογίας, αναφέρθηκε σε μια ρήση του Μανουήλ από το βιβλίο του «26 Διάλογοι με ένα Πέρση».

Συνομιλώντας ο αυτοκράτορας με έναν πέρση μουσουλμάνο λόγιο, του λέει: «Δείξε μου τι καινούριο έφερε στον κόσμο ο Μωάμεθ και θα συναντήσεις μόνο σατανικές και απάνθρωπες ιδέες, όπως η επιταγή του να εξαπλωθεί η πίστη που δίδαξε διά πυρός και σιδήρου». Η αναφορά αυτή του Ποντίφικα προκάλεσε κύμα διαμαρτυριών από του Μουσουλμάνους και ανάγκασε το Βατικανό να αναδιπλωθεί.



Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/267

Άγιος Παρθένιος επίσκοπος Ραδοβυσδίου



Λειτουργικά κείμενα


Οπτικοακουστικό Υλικό

                           Πηγή

Άγιοι Συμεών ο δια Χριστόν σαλός και Ιωάννης


Eις τον Συμεών.
Ἔμφρων σὺ μωρός, ὃς βίον παίζων Πάτερ,
Ὄφιν φρόνιμον λανθάνεις τέλους ἄχρι.

Eις τον Iωάννην.
Ἔρημον εἵλου, ὦ Ἰωάννη μάκαρ,
Δι' ἧς ἔρημα εἰργάσω σαρκὸς πάθη.

Ψευδαέφρων περίφρων Συμεὼν θάνεν εἰκάδι πρώτῃ.


Λειτουργικά κείμενα


Οπτικοακουστικό Υλικό

                                     Πηγή