Κυριακή 4 Αυγούστου 2024
Νικηφόρος Βρεττάκος
Ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές, που εξέφρασε με το έργο του το πανανθρώπινο όραμα της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος είναι ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές. Ο «ποιητής του φωτός και της αγάπης», όπως αποκλήθηκε, εξέφρασε με το έργο του το πανανθρώπινο όραμα της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης. Γραμματολογικά εντάσσεται στη γενιά του ‘30.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1911 στις Κροκεές Λακωνίας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο οικογενειακό κτήμα στην Πλούμιτσα. Αφού ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του στο Γύθειο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1929 για να ξεκινήσει πανεπιστημιακές σπουδές. Οικονομικοί και οικογενειακοί λόγοι όμως τον ανάγκασαν να εργαστεί ως υπάλληλος σε τεχνική εταιρεία και να εγκαταλείψει το όνειρό του για πανεπιστημιακές σπουδές. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με την ποιητική συλλογή «Κάτω από σκιές και φώτα», η οποία απέσπασε αμέσως την προσοχή της κριτικής.
Τη δεκαετία του ‘30 ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός με 6 ποιητικές συλλογές, από τις οποία ξεχωρίζουν «Η Επιστολή του Κύκνου» (1937) και «Το Ταξίδι του Αρχάγγελου» (1938), με τις οποίες πραγματοποιεί μία στροφή στην ποίησή του και απομακρύνεται από το κλίμα του «καρυωτακισμού», όπως διαπιστώνει η κριτική. Την ίδια χρονιά παρουσιάζει και το πρώτο του πεζό, με τίτλο «Το γυμνό παιδί».
Το 1935 παντρεύτηκε με τη φοιτήτρια φιλολογίας Καλλιόπη Αποστολίδη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, την Ευγενία και τον Κώστα, τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη. Παράλληλα, έκανε διάφορες περιστασιακές χειρωνακτικές δουλειές για να συντηρήσει την οικογένειά του. Το 1940 τιμήθηκε για πρώτη φορά με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Το μεσουράνημα της φωτιάς».
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο πολέμησε στην πρώτη γραμμή ως απλός στρατιώτης και αργότερα πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση υπό τη σημαία του ΕΑΜ. Το 1945 απολύθηκε για πολιτικούς λόγους από το Υπουργείο Εργασίας, όπου είχε προσληφθεί το 1938, λόγω της στράτευσής του στην Αριστερά και συγκεκριμένα στο ΚΚΕ.
Παράλληλα με το λογοτεχνικό του έργο εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες «Αλλαγή», «Ανεξάρτητος Τύπος», «Προοδευτικός Φιλελεύθερος», «Καθημερινά Νέα», «Μάχη», «Ώρα» και στα περιοδικά «Επιστήμη και Ζωή» και «Ελληνικά Χρονικά».
Το 1955 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Πειραιά (1955-1959) και ανέπτυξε αξιοσημείωτη πολιτιστική δράση, με την ίδρυση του Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, του Ιστορικού Αρχείου, της Φιλαρμονικής Πειραιώς, και της Δημοτικής Πινακοθήκης.
Το 1956 δημοσίευσε τον συγκεντρωτικό τόμο «Τα ποιήματα 1929-1951», για τον οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 1958, ύστερα από μία επίσκεψή του στη Σοβιετική Ένωση, δημοσίευσε σειρά άρθρων στην «Επιθεώρηση Τέχνης», για τα οποία κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του εμφυλιοπολεμικού νόμου 509/47, αλλά απαλλάχθηκε με βούλευμα. Οι εντυπώσεις του από το ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση περιέχονται στο βιβλίο του «Ο ένας από τους δύο κόσμους». Τα επόμενα χρόνια συνάντησε μεγάλες δυσκολίες οικονομικής επιβίωσης. Ανάμεσα σ’ άλλα, εργάστηκε ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο, με παρέμβαση του υφυπουργού Παιδείας Λουκή Ακρίτα.
Μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών (1967), ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία απ’ όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη» που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη.
Επέστρεψε στην Αθήνα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης και το 1982 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (το τρίτο της ποιητικής του διαδρομής) για την ποιητική σύνθεση «Λειτουργία Κάτω από την Ακρόπολη». Στις 26 Φεβρουαρίου 1986 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Δηλωτικό της αξίας του έργου του είναι ότι είχε προταθεί τέσσερις φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Λίγο προτού πεθάνει αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο ποιητής με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο, το γελαστό βλέμμα και τη μεγάλη καρδιά, έφυγε χαρούμενος, ατενίζοντας τον αγαπημένο του Ταΰγετο, στις 4 Αυγούστου 1991, από το οικογενειακό κτήμα στην Πλούμιτσα Λακωνίας.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2390
Η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου
Στις 4 Αυγούστου 1936 ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς με τη συγκατάθεση του βασιλιά Γεωργίου Β’ αναστέλλει βασικά άρθρα του Συντάγματος και κηρύσσει δικτατορία. Θα επιβάλλει ένα αυταρχικό καθεστώς με κάποια φασιστικά στοιχεία, που δεν θα οδηγήσουν όμως στη δημιουργία ενός ολοκληρωτικού κράτους. Το καθεστώς αποδείχτηκε ότι ήταν προσωποπαγές και θα καταρρεύσει μετά τον θάνατό του, στις 29 Ιανουαρίου 1941.
Ο Μεταξάς δεν συνάντησε σοβαρή αντίσταση στη διάρκεια της εξουσίας του. Η τετραετία πολιτικής αστάθειας, στρατιωτικών κινημάτων και οξύτητας των παθών που προηγήθηκαν είχαν κουράσει τον λαό, ο οποίος αποζητούσε τάξη και ασφάλεια. Επιπλέον, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της εποχής, Ελευθέριος Βενιζέλος, Παναγής Τσαλδάρης και Γεώργιος Κονδύλης είχαν εκλείψει και η νέα πολιτική ηγεσία δεν είχε αναδειχθεί ακόμη…
Ύμνος εις την Ελευθερίαν
Ποίημα του Διονυσίου Σολωμού, οι δύο πρώτες στροφές του οποίου σε μουσική του Νικολάου Μάντζαρου, αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ποίημα του Διονυσίου Σολωμού (1798-1857), οι δύο πρώτες στροφές του οποίου σε μουσική του Νικολάου Μάντζαρου (1795-1872), αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας (1865) και της Κύπρου (1966).
Ο Ύμνος εις την Ελευθερία γράφτηκε από τον 25χρονο Σολωμό στη Ζάκυνθο, πρώτα στα ιταλικά και εν συνεχεία στα ελληνικά, τον Μάιο του 1823, σε μία περίοδο ιδιαίτερης έξαρσης της Ελληνικής Επανάστασης. «…Δε θέλω να περάσει κανενός από το μυαλό πως την ώρα που νικούν οι δικοί μας στο Μαραθώνα, εγώ κάθομαι και τραγουδώ για ένα βοσκόπουλο…» (Ο θάνατος του βοσκού), έγραφε στον φίλο του Γεώργιο Δε Ρώσση την ίδια εποχή.
Το ποίημα του Σολωμού αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές. Το μέτρο είναι τροχαϊκό με εναλλαγές επτασύλλαβων και οκτασύλλαβων στίχων. Σύμφωνα με το περιεχόμενό του μπορεί να χωρισθεί στα εξής μέρη:
- Προοίμιο (στρ. 1-34). Ο ποιητής παρουσιάζει τη θεά ελευθερία, θυμίζει τα περασμένα μαρτύρια του Ελληνισμού, την εξέγερση των σκλάβων, τη χαρά του Ελληνισμού, την έχθρα των Ευρωπαίων ηγεμόνων και την περιφρονητική αδιαφορία των Ελλήνων για τα φιλότουρκα αισθήματά τους.
- Η περιγραφή της Μάχης της Τριπολιτσάς (στρ. 35-74).
- Η μάχη της Κορίνθου και η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια (στρ. 75-87).
- Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου στα 1822 και ο πνιγμός των Τούρκων στον ποταμό Αχελώο (στρ. 88-122).
- Τα πολεμικά κατορθώματα στη θάλασσα, η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας κοντά στην Τένεδο και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου Ε'. (στρ. 123-138).
- Επίλογος (στρ. 139-158). Ο ποιητής συμβουλεύει τους αγωνιστές να απαλλαγούν από τη διχόνοια και προτρέπει τους δυνατούς της Ευρώπης να αφήσουν την Ελλάδα να ελευθερωθεί (Γιάννης Ν. Παππάς: «Για να γνωρίσουμε το Σολωμό», εκδ. Μεταίχμιο).
Η φήμη του ποιήματος ξεπέρασε γρήγορα τα στενά όρια της Ζακύνθου. Το 1824 μεταφράστηκε μέρος του στα αγγλικά και ολόκληρο στα γαλλικά. Στον επαναστατημένο ελληνικό χώρο δημοσιεύτηκε τον ίδιο χρόνο στο Μεσολόγγι, στην εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά» του Ιάκωβου Μάγερ. Θα ακολουθήσουν και άλλες δημοσιεύσεις τον επόμενο χρόνο, ενώ στις 21 Οκτωβρίου του 1825 θα δημοσιευθεί και η πρώτη κριτική του ποιήματος από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος, που εκδιδόταν στο Ναύπλιο.
Μεταξύ 1828 και 1830, ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν μελοποιήθηκε από τον κερκυραίο μουσουργό Νικόλαο Μάντζαρο για τετράφωνη ανδρική χορωδία και ακουγόταν με ενθουσιασμό σε εθνικές εορτές στα Επτάνησα. Τον Δεκέμβριο του 1844 ο Μάντζαρος παρουσίασε μια νέα μελοποίηση του ποιήματος και την υπέβαλε στον βασιλιά Όθωνα, με την ελπίδα να γίνει το «εθνικό άσμα» της χώρας. Μέχρι τότε ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας ήταν ο Βαυαρικός (η γνωστή μελωδία του Χάιντν, που σήμερα είναι ο εθνικός ύμνος της Γερμανίας και της Αυστρίας). Το έργο έγινε δεκτό μόνο ως σύνθεση και βραβεύτηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος.
Το 1865, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Κέρκυρα, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α' άκουσε την εκδοχή της σύνθεσης του Μάντζαρου για ορχήστρα πνευστών από την μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας και του έκανε εντύπωση. Ακολούθησε το Βασιλικό Διάταγμα της 4ης Αυγούστου 1865, που το χαρακτήρισε «επίσημον εθνικόν άσμα» και εντελλόταν η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού». Επίσης, ενημερώθηκαν οι ξένοι πρέσβεις, ώστε να ανακρούεται και από τα ξένα πλοία στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς τον Βασιλιά της Ελλάδος ή την Ελληνική Σημαία. Από τότε ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού, μελοποιημένος από τον Νικόλαο Μάντζαρο, θεωρείται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Από τις 18 Νοεμβρίου 1966 με την απόφαση 6133 του υπουργικού συμβουλίου καθιερώθηκε και ως εθνικός ύμνος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ανακομιδή των Ιερών λειψάνων της Αγίας Ευδοκίας
Ὀσμὴ! τὶ τοῦτο; Σῶμα τῆς Εὐδοκίας,
Ἀθλητικῶν ἀπόζον ἥκει χαρίτων.
Πότνια Εὐδοκίη, νεκρὰ ἤχθη ἀμφὶ τετάρτην.
Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει την Ανακομιδή των Ιερών λειψάνων της Αγίας Ευδοκίας (βλέπε 1 Μαρτίου) που έζησε επί Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.).
Στο συναξαριστή όμως του Αγίου Νικοδήμου γίνεται σύγχυση μεταξύ της Ανακομιδής των Ιερών λειψάνων της Αγίας Ευδοκίας και της Αγίας Ίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Άγιο Νικόδημο, η Ευδοκία καταγόταν από τα μέρη της Ανατολής. Σε μια όμως εκστρατεία τους και Πέρσες, αιχμαλώτισαν και αυτή και τη μετέφεραν στην Περσία. Εκεί υποχρεώθηκε να υπηρετεί την οικογένεια ενός αξιωματικού. Η ζωή αυτή δεν δυσαρέστησε την Ευδοκία. Και πίστευε ότι παντού, όπου κι αν τύχουμε, μπορούμε να έχουμε μεγάλη αποστολή υπέρ του έργου του Θεού και της ωφελείας του πλησίον μας. Έτσι, ευπειθής, πρόθυμη και διακριτική καθώς ήταν, αλλά και με πολλή φρόνηση και λεπτότητα, κατάφερε αυτή η αιχμάλωτη να αιχμαλωτίσει τους κυρίους της. Την αγάπησαν όλοι και έγιναν χριστιανοί. Κατόπιν με πυρήνα το σπίτι του αξιωματικού, κατάφεραν να εκχριστιανίσουν πολλές Περσίδες και Πέρσες. Τα γεγονότα όμως αυτά έφτασαν στ' αυτιά των αρχόντων, που εξοργισμένοι συνέλαβαν την Ευδοκία και τη μαστίγωσαν αλύπητα. Έτσι πληγωμένη την έριξαν στη φυλακή. Άλλα μετά δύο μήνες την έβγαλαν, έσχισαν τις σάρκες της με ακανθωτά ραβδιά, τρύπησαν το σώμα της με μυτερά καλάμια και κατόπιν έσφιξαν τόσο το σώμα της με σχοινιά, ώστε πολλά κόκαλα της έσπασαν. Αλλά επειδή η Ευδοκία με γενναίο φρόνημα εξακολουθούσε να ομολογεί τον Χριστό, την αποκεφάλισαν, παίρνοντας έτσι το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.
Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, έχει άλλη άποψη για το Συναξάρι αυτό και λέει τα εξής: Εν τω Συναξαριστή του Νικόδημου γίνεται σύγχυσις της ανακομιδής των λειψάνων της μάρτυρος ταύτης, της εορταζομένης την 1η Μαρτίου, προς άλλην ομώνυμον μάρτυρα της 4ης Αυγούστου ότι περί της ανωτέρω πρώην πόρνης και είτα οσιομάρτυρος Ευδοκίας ο λόγος της ανακομιδής, μαρτυρεί ο αρχαίος Παρισινός Κώδιξ 13, όστις εν φ. 356α περί της εορτής των εν Εφέσω επτά παίδων και της ανωτέρω μάρτυρος Ευδοκίας ταύτα σημειοί: «Ιστέον ότι τινά των Τυπικών κατά ταύτην την ημέραν (ήγουν την 4ης Αυγούστου) εορτάζουσι τους αγίους τούτους (επτά παίδας), έτερα δε κατά την β’ ημέραν του μηνός, κατά δε ταύτην την αγίαν οσιομάρτυρα Ευδοκίαν, ης ακολουθία ψάλλεται τη α' του Μαρτίου μηνός, είγε εστίν αύτη και ούχ ετέρα· επεί η της μάρτυρος ακολουθία ταύτην είναι παρίστησιν ημείς δε τω πλείονι των ψήφων νικώμενοι, ενταύθα τους αγίους επτά παίδας τεθείκαμεν εναπομένει δε εις την διάκρισιν».
Πράγματι δε η εις την αγίαν Ευδοκίαν ακολουθία της ανακομιδής των λειψάνων, η σωζόμενη εις τους Λαυριωτικούς Κώδικας Δ 17 φ. 31 και Δ 14 και εις τον Παρισινόν 1575 φ. 186α του Θεοφάνους ποίημα, αναφέρεται εις την πρώην πόρνην Ευδοκίαν (της 1ης Μαρτίου) και ουχί εις την ανωτέρω της 4ης Αυγούστου, ης την μνήμην και την ανακομιδήν συγχρόνως αναγράφει ο Νικόδημος. Φρονώ, ότι η Ευδοκία αυτή του Νικόδημου είναι φανταστικόν πρόσωπον, εκλαμβανομένη αντί της μάρτυρος Ίας, την οποίαν πολλοί Συναξαρισταί κατά την ημέραν ταύτην σημειούσιν, ήτις έχει και το αυτό απαραλλάκτως υπόμνημα, φαίνεται ότι ο αντιγραφεύς το όνομα Ία εθεώρησε ακέφαλον και συνεπλήρωσε αυτό δια της προσθήκης των πέντε πρώτων γραμμάτων Ευδοκ. ή το και πιθανότερον επειδή κατά την ημέραν ταύτην μνεία γίνεται του ονόματος της Ευδοκίας δια την ανακομιδήν αυτής, και μνεία της μάρτυρος Ίας, το συναξάριον της τελευταίας ταύτης απεδόθη εκ συγχύσεως εις την Ευδοκίαν και ούτω προήλθε νέα μάρτυς ανύπαρκτος Ευδοκία, διότι δεν εξηγείται άλλως το κοινόν Συναξάριον της Ίας των Συναξαριστών και της Ευδοκίας του Νικόδημου. (Πρβλ. Συναξαριστήν Delehaye, σ. 868, 38 και Νικόδημου, σ. 235-236.).
Άγιοι Επτά Παίδες εν Εφέσω
Τὸν ἑπτάριθμον τιμῶ χορὸν Μαρτύρων,
Δείξαντα Ἀνάστασιν νεκρῶν τῷ κόσμῳ
Τῇ δὲ τετάρτῃ νεκροέγερτοι ξύνθανον ἑπτά.
Οι Άγιοι Επτά Παίδες, τα ονόματα των οποίων είναι: Μαξιμιλιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Αντωνίνος (ή Ιωάννης), Κωνσταντίνος και Εξακουστοδιανός, έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.).
Όταν ξέσπασαν απηνείς διωγμοί κατά των Χριστιανών, οι επτά παίδες μοίρασαν την περιουσία τους στους πτωχούς, εγκατέλειψαν την πόλη και κρύφτηκαν σε μία σπηλιά μέχρι να τελειώσει ο διωγμός. Έτσι δεν θα αναγκάζονταν να αρνηθούν την πίστη τους. Όταν όμως αντιλήφθηκαν ότι οι διώκτες τους πλησίαζαν στο καταφύγιό τους, προσευχήθηκαν στο Θεό κατά την διάρκεια της νύχτας να πεθάνουν για να μην πέσουν στα χέρια των διωκτών τους. Ο Θεός εισάκουσε τη δέηση τους και το πρωί κοιμήθηκαν χωρίς να ξυπνήσουν. Ο βασιλιάς ανακάλυψε την κρυψώνα τους και διέταξε να φραγεί με μία μεγάλη πέτρα η είσοδος της σπηλιάς.
Μετά από 194 χρόνια (περί το 446 μ.Χ.), επί Θεοδοσίου του Μικρού, έκανε την εμφάνισή της στην Έφεσο κάποια αίρεση που δίδασκε κατά της ανάστασης νεκρών. Εκείνη, λοιπόν, την εποχή, κάποιο παιδί στην αγορά της Εφέσου αγόρασε ψωμί με το νόμισμα της εποχής του Δεκίου , γεγονός ανεξήγητο. Ανέκριναν το παιδί, που ήταν ο Iάμβλιχος και τους οδήγησε στη σπηλιά και βρήκαν ζωντανά και τα υπόλοιπα παιδιά. Ήταν θαύμα Θεού που αποδείκνυε το αληθές της Αναστάσεως των νεκρών.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, ἀφθαρτισθέντες, πολυχρόνιον, ἤνυσαν ὕπνον, οἱ ἐν Ἐφέσῳ ἐπτάριθμοι Μάρτυρες, καὶ ἀναστάντες πιστοὺς ἐβεβαίωσαν, τὴν τῶν ἀνθρώπων κοινὴν ἐξανάστασιν ὅθεν ἅπαντες, συμφώνως τούτους τιμήσωμεν, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ τὰ τοῦ κόσμου ὡς φθαρτὰ παριδόντες, καὶ τὰς ἀφθάρτους δωρεὰς εἰληφότες, διαφθορᾶς διέμειναν θανόντες παρεκτός· ὅθεν ἐξανίστανται, μετὰ πλείονας χρόνους, ἅπασαν ἐνθάψαντες, δυσμενῶν ἀπιστίαν· οὓς ἐν αἰνέσει σήμερον πιστοί, ἀνευφημοῦντες, Χριστὸν ἀνυμνήσωμεν.
Μεγαλυνάριον
Δόγμα ἀκυροῦται νεκροποιόν· οἱ γὰρ θεῖοι Παῖδες, ἀναστάντες ἐκ τῶν νεκρῶν, ἐδήλωσαν πᾶσι, τὴν μέλλουσαν γενέσθαι, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ὥρᾳ, βροτῶν ἀνάστασιν.