Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024
Μυρτιώτισσα
Ελληνίδα ποιήτρια, που αγαπήθηκε όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, τόσο για την ομορφιά της, όσο και για το πνεύμα και τα ερωτικά της ποιήματα...
Ελληνίδα ποιήτρια και μεταφράστρια. Αγαπήθηκε όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, τόσο για την ομορφιά της, όσο και για το πνεύμα και τα ερωτικά της ποιήματα.
Η Θεώνη Δρακοπούλου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1881 στο Μπεμπέκι, προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης του διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί, η οικογένεια Δρακόπουλου εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλ της Πλάκας.
Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Σε ηλικία 16 ετών προκάλεσε θόρυβο γύρω από το όνομά της, όταν απήγγειλε στον «Παρνασσό» το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Ξύπνα, ξύπνα», - ένα σπαραξικάρδιο θρηνολόγημα για το παιδί του. Στη συνέχεια πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Την ίδια εποχή ερωτεύεται τον κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό της ποιητή Πέτρο Ζητουνιάτη (1875-1909). Ο έρωτάς τους θα έχει άδοξο τέλος, μετά τις απειλές της οικογένειάς της προς τον νεαρό ποιητή από τη Λειβαδιά, για διακοπή της σχέσης του.
Έπειτα από σύντομη διακοπή της ενασχόλησής της με το θέατρο, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της, συνέχισε τις δραματικές σπουδές της στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της με τον μακρινό της εξάδελφο Σπύρο Παππά, ο οποίος υπηρετούσε στο διπλωματικό σώμα. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, τον Γιώργο Παππά (1903-1958), ο οποίος αναδείχθηκε σε μεγάλο πρωταγωνιστή του ελληνικού θεάτρου.
Ο γάμος της ήταν βραχύβιος, αφού έγινε παρά τη θέλησή της, και μετά από μερικά χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον δραματικό θάνατό του στη μάχη του Δρίσκου το 1912 κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, η Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια». Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος στάθηκε καθοδηγητής της.
Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης, το 1932 για τα «Δώρα της αγάπης» και το 1939 για τις «Κραυγές». Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, τον οποίο υπεραγαπούσε, εξέδωσε το βιβλίο «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια (1962)». Ασχολήθηκε, επίσης, με τη μετάφραση ξένων λογοτεχνών και ελλήνων κλασικών, που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά ή κυκλοφόρησαν σε αυτοτελή βιβλία.
Η Μυρτιώτισσα πέθανε στην Αθήνα στις 5 Αυγούστου 1968, σε ηλικία 87 ετών.
Η ποίηση της κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας - θάνατος. Η Μυρτιώτισσα, όπως παρατήρησε και ο Κωστής Παλαμάς, δεν επιμένει, ιδίως στις πρώτες της συλλογές, στην επεξεργασία του στίχων και παρουσιάζει χαλαρότητα στο ύφος, μειονεκτήματα, που καλύπτονται συχνά από τον πηγαίο θερμό λυρισμό της.
Δημήτριος Υψηλάντης
Ο στρατιωτικός Δημήτριος Υψηλάντης υπήρξε σημαντική προσωπικότητα της Ελληνικής Επανάστασης, αν και για πολιτικούς λόγους δεν έπαιξε το ρόλο για τον οποίον προοριζόταν και για μεγάλη χρονικό διάστημα παρέμεινε ανενεργός.
Ο στρατιωτικός Δημήτριος Υψηλάντης υπήρξε σημαντική προσωπικότητα της Ελληνικής Επανάστασης, αν και για πολιτικούς λόγους δεν έπαιξε το ρόλο για τον οποίον προοριζόταν και για μεγάλη χρονικό διάστημα παρέμεινε ανενεργός. Ήλθε με δάφνες και περγαμηνές από την Ρωσία, αλλά γρήγορα συγκρούστηκε με τους προκρίτους, επειδή πίστευε στην ανάγκη συγκρότησης κεντρικής πολιτικής εξουσίας και οργάνωσης τακτικού στρατού. Κανείς όμως δεν αμφισβήτησε την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και τον άδολο πατριωτισμό του. Κατ’ αυτόν δύο ήταν οι μεγάλες πληγές του ελληνικού έθνους: τα εξωτερικά δάνεια και οι εμφύλιοι σπαραγμοί.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Δεκεμβρίου 1793 και ήταν ο δευτερότοκος γιος του επιφανούς φαναριώτη Κωνσταντίνου Υψηλάντη (1760-1816), ο οποίος διετέλεσε διερμηνέας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, και της Σάφτα (Ελισάβετ) Βακαρέσκου, κόρης σημαντικής οικογένειας της Μολδαβίας. Αδέλφια του ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ηγέτης της Φιλικής Εταιρείας και αρχηγός του ξεσηκωμού στις παραδουνάβιες περιοχές το 1821, οι Γεώργιος, Γρηγόριος και Νικόλαος Υψηλάντης, η Αικατερίνη και η Μαρία Υψηλάντη.
Μετά την βασική του εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, φοίτησε σε στρατιωτική σχολή των Παρισίων και κατά την διάρκεια των Ναπολεοντίων Πολέμων υπηρέτησε ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Έως την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης ήταν υπασπιστής, με τον βαθμό του λοχαγού, του στρατηγού Ραγιέφσκι στο Κίεβο, έχοντας μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία από το 1818.
Μετά την κήρυξη της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία (23 Φεβρουαρίου 1821) αποφασίστηκε να κατεβεί στην Πελοπόννησο για να αναλάβει την ηγεσία τού Αγώνα ως «Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής». Στις 23 Απριλίου, με το όνομα Αθανάσιος Στοστοπόπουλος, ξεκίνησε από το Κισνόβιο (νυν Κισινάου Μολδαβίας) με ρωσικό διαβατήριο. Μαζί του ήταν ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ηγετικό στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας, ο ελληνο-κορσικανός αξιωματικός Ιωσήφ Βαλέστ, τον οποίο προόριζε για εκπαιδευτή του τακτικού στρατού, ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός, ο Γεώργιος Τυπάλδος - Κοζάκης και άλλοι.
Ύστερα από ταξίδι 40 ημερών και με μεγάλες προφυλάξεις έφτασε στην Τεργέστη, όπου πληροφορήθηκε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Έτσι αποφάσισε να επισπεύσει την μετάβασή του στην Ελλάδα. Στις 8 Ιουνίου, έφτασε στην Ύδρα, φέρνοντας μαζί του το σημαντικό για την εποχή εκείνη ποσό των 300.000 γροσίων, προσφορά της οικογένειάς του, και ένα τυπογραφείο, στο οποίο θα τυπωνόταν στην Καλαμάτα η πρώτη εφημερίδα του Αγώνα, η «Σάλπιγξ Ελληνική».
Του επιφυλάχθηκε παλλαϊκή υποδοχή, καθώς ο απλός κόσμος συνδύασε την άφιξή του με την απαρχή της ρωσικής βοήθειας στην ελληνική υπόθεση. Ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν 28 ετών, αδύνατος και αρκετά φαλακρός, «κράσεως δ’ ήττον ανδρικής, αλλά καρδίας ανδρικωτάτης», όπως γράφει ο σύγχρονός του ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.
Από την Ύδρα, ο Δημήτριος Υψηλάντης, άρχισε την οργανωτική του προσπάθεια με κύριο στόχο την δημιουργία τακτικού στρατού και στόλου και την διεξαγωγή του Αγώνα υπό ενιαία και ισχυρή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Στις 12 Ιουνίου 1821, εξέδωσε την πρώτη προκήρυξη ως «πληρεξούσιος αρχιστράτηγος Πελοποννήσου και άλλων μερών», στην οποία ανέφερε:
Ομογενείς φιλελεύθεροι Έλληνες
Διωρισμένος από τον αρχιστράτηγον του Γένους ημών Αλέξανδρον Υψηλάντην, να έλθω εις την φιλτάτην Ελλάδα, πληρεξούσιος αρχιστράτηγος Πελοποννήσου και των άλλων μερών, έφθασα ήδη θεία δυνάμει εις την νήσον Ύδραν.
Όσοι μεν ελάβατε τα όπλα υπέρ της Ελευθερίας, του Ορθοδόξου ημών Γένους, φιλοτιμηθήτε να φανήτε άξιοι πολεμισταί, δεικνύοντες εις τον κατά του ασεβούς τυράννου πόλεμον, ανδρίαν ακαταμάχητον, ομόνοιαν αδιαίρετον, και εις τους στρατηγούς, ευπείθειαν απαράβατον.
Όσοι δε μέχρι τούδε εμείνατε ακίνητοι, εγέρθητε, αρπάσατε τα όπλα και πανταχόθεν τρέξατε να ελευθερώσητε την πατρίδα σας, και εντός ολίγου να ενωθώμεν όλοι δια να καθυποτάξωμεν εξ ολοκλήρου τον τύραννον του Γένους.
Δεν έλπίζω να ευρεθή κανείς εξ υμών αμέτοχος της προγονικής ανδρίας και ανάξιος του ελληνικού ονόματος εις τον ιερόν τούτον αγώνα, εις τον οποίον και αυτή η αδιαφορία λογίζεται και είναι τωόντι ασυγχώρητον αμάρτημα. Το στάδιον της δόξης ηνοίχθη, φίλοι πατριώται. Ο μη δυνάμενος να εισέλθη, θέλει υποφέρει να μένη έξω και να ονειδίζεται ως νόθος Έλλην; Το τέλος των αγώνων μας είναι η ελευθερία ή ο ένδοξος θάνατος. Αιώνιος δόξα παρά θεώ και ανθρώποις, βραβεία καί προβιβασμοί θέλουν δοθή εις έκαστον αναλόγως της αξιότατος και των ανδραγαθημάτων του μετά την αποκατάστασιν του Έθνους.
Στις 19 Ιουνίου αποβιβάστηκε στο Άστρος, όπου είχαν συγκεντρωθεί για την υποδοχή του οι αρχηγοί των σωμάτων που πολιορκούσαν την Τριπολιτσά, οπλαρχηγοί άλλων περιοχών, ανώτεροι κληρικοί και τα μέλη της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Στις 21 Ιουνίου μετέβη στα Βέρβαινα, όπου συναντήθηκε με τους εκεί προκρίτους και καπεταναίους.
Την επομένη εξέδωσε προκήρυξη προς τους στρατιώτες, στην οποία τόνιζε ότι θα τιμωρούνταν αυστηρά οι λιποταξίες και ότι θα πολεμούσαν μόνον εκείνους που εναντιώνονταν στην απελευθέρωσή τους. «Ας μεταχειρισθώμεν» έγραφε «ως φίλους τους ήσυχους Μουσουλμάνους» και αυτούς που παραδίδονται.
Κατά τις συναντήσεις του με τους προκρίτους της Πελοποννήσου εκδηλώθηκαν σοβαρές διαφωνίες, που απείλησαν την ομαλή πορεία του Αγώνα. Ο Υψηλάντης, όπως προαναφέρθηκε, επιδίωκε να θέσει τις βάσεις για την οργάνωση τακτικού στρατού και την συγκρότηση κεντρικής πολιτικής εξουσίας, ενώ οι πρόκριτοι ήθελαν ένα πιο αποκεντρωμένο και «δημοκρατικό» σύστημα, που θα έλεγχαν απολύτως.
Η διαλλακτικότητα του Υψηλάντη, είχε ως αποτέλεσμα την προσέγγιση των απόψεων για την πολιτική οργάνωση τής Επανάστασης, η αναζωπύρωση όμως των αντιθέσεων εκδηλώθηκε στο τέλος του χρόνου, στο θέμα της σύγκλησης Εθνικής Συνέλευσης. Ο Υψηλάντης, με τον οποίο συμφωνούσε η μερίδα των στρατιωτικών, απηυδισμένος «από τας αδιάκοπους φατριαστικάς έριδας», έφυγε
στις αρχές Δεκεμβρίου για να συμμετάσχει στην πολιορκία της Κορίνθου και συνέχισε την πολεμική του δράση, αδιαφορώντας για την προσπάθεια των προκρίτων και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου να υποβαθμίσουν την παρουσία του στην αγωνιζόμενη Ελλάδα.
Κατά την Α Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου εκλέχθηκε πρόεδρος τού Βουλευτικού (15 Ιανουαρίου 1822), η εξουσία όμως είχε περιέλθει ουσιαστικά στους αντιπάλους του και ο Υψηλάντης κατά την εύστοχη παρατήρηση σύγχρονου ιστορικού «δεν υπήρχε πλέον πολιτικώς». Με αμείωτο εν τούτοις το κύρος του στον χώρο των αγωνιστών και του λαού συνέχισε ασυμβίβαστος τον Αγώνα.
Η πρώτη του πολεμική ενέργεια ήταν η προσπάθεια κατάληψης του Ναυπλίου (4 Δεκεμβρίου 1821), η οποία όμως απέτυχε και το στρατιωτικό σώμα που είχε συγκροτήσει ο Βαλέστ με την συμμετοχή και γερμανών φιλελλήνων αποδεκατίστηκε από τους Τούρκους. Ακολούθως βάδισε κατά του Άργους και αφού το πολιόρκησε στενά πέτυχε την παράδοσή του στις 14 Ιανουαρίου 1822. Στην συνέχεια συμπολέμησε με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822) και το Αγιονόρι (28 Ιουλίου 1822) κατά του Δράμαλη.
Μετά την ΒΕθνοσυνέλευση του Άστρους (Απρίλιος 1823), αποκαρδιωμένος από τις έριδες και τις αντεγκλήσεις μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων αποσύρθηκε από τις πολεμικές επιχειρήσεις και εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη ιδιωτεύων.
Μετά την εμφάνιση της απειλής των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ Πασά που έθετε σε κίνδυνο την Επανάσταση και με την μεσολάβηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Ο Δημήτριος Υψηλάντης επαναδραστηριοποιήθηκε στον Αγώνα και με σώμα 350 ανδρών απέκρουσε τον Ιμπραήμ και τους άριστα εξοπλισμένους Αιγυπτίους στους Μύλους Αργολίδας τον Ιούνιο του 1825.
Το κατόρθωμά του προκάλεσε τον θαυμασμό του γάλλου ναυάρχου Δεριγνί που ναυλοχούσε στον Αργολικό Κόλπο και όταν έγινε γνωστό στην Ευρώπη προκάλεσε κύμα συμπάθειας για τον Αγώνα και πύκνωσε τις τάξεις των φιλελλήνων. Ύστερα από λίγες ημέρες συγκρούστηκε εκ νέου με τον Ιμπραήμ στα Βέρβαινα της Αρκαδίας, όπου ηττήθηκε και παρ’ ολίγον να αιχμαλωτιστεί.
Ο Υψηλάντης αντιτάχθηκε στην απόφαση της Γ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου να τεθεί η Ελλάδα υπό αγγλική προστασία. Με την επιστολή του της 12ης Απριλίου 1826 διαμαρτυρήθηκε έντονα για την απόφαση αυτή και η Εθνοσυνέλευση την ίδια μέρα τον απέκλεισε «από κάθε πολιτικόν και στρατιωτικόν υπούργημα», με το σκεπτικό ότι «καθυβρίζει αυθαδώς τους νομίμους πληρεξουσίους του έθνους».
Έγραφε μεταξύ άλλων στην επιστολή του ο Υψηλάντης: «Τα μεγάλα έθνη και οί καλοί πατριώται φαίνονται εις τας κρισίμους περιστάσεις της πατρίδος των. Δούλος είνε εύκολον να γείνη τις όταν θέλη, αυθέντης είνε δύσκολον. Επιθυμούμεν ειρήνην, ας τρέξωμεν εις τα όπλα». Ένα χρόνο αργότερα, στις 16 Μαρτίου 1827, η ίδια Εθνοσυνέλευση που είχε επαναλάβει τις εργασίες της στην Τροιζήνα, αναγνώρισε το λάθος της και τον αποκατέστησε «εις τα δίκαια του πολίτου».
Με την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, ανέλαβε την αρχηγία τού στρατού της Ανατολικής Χέρσου (Στερεάς) Ελλάδος. Ο Δημήτριος Υψηλάντης πραγματοποίησε νικηφόρες επιχειρήσεις στην Βοιωτία τον Οκτώβριο του 1828, εκκαθάρισε την περιοχή από τα υπολείμματα τού τουρκικού στρατού και στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 στην Πέτρα της Βοιωτίας διηύθυνε την τελευταία μάχη τού Αγώνα με την περιφανή νίκη των ελληνικών όπλων. Αργότερα εντάχθηκε στο αντικαποδιστριακό στρατόπεδο και μετά την δολοφονία του Κυβερνήτη, ορίστηκε μέλος τής «Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος» (2 Απριλίου 1832).
Κατά την διάρκεια μιας στρατιωτικής επιχείρησης περί το 1826, ο Υψηλάντης συνάντησε την Μαντώ Μαυρογένους. Η γνωριμία τους εξελίχθηκε γρήγορα σε ερωτική σχέση, από την οποία δεν προέκυψε γάμος, όπως αναμενόταν με βεβαιότητα, επειδή το περιβάλλον του Υψηλάντη διέβαλε την Μαντώ Μαυρογένους ότι διατηρούσε παράλληλα δεσμό με τον άγγλο Έντουαρντ Μπλάκιερ, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με ρόλο στα δάνεια της ανεξαρτησίας. Τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν στο Ναύπλιο και ο Υψηλάντης αποφάσισε κάποια να διαλύσει την σχέση τους. Η εξοργισμένη Μαντώ προσπάθησε να υπερασπιστεί την τιμή της και να εξαναγκάσει τον Υψηλάντη να την παντρευτεί λόγω «παρθενοφθορίας» με σειρά επιστολών της προς την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.
Τα διαβήματά της δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα λόγω και του επισυμβάντος θανάτου του Δημητρίου Υψηλάντη. Ο αγνότερος και ανιδιοτελέστερος από τους αρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης, πέθανε στο Ναύπλιο, στις 5 Αυγούστου 1832, σε ηλικία 39 ετών.
Σχετικά
Τον Απρίλιο του 1825 ιδρύθηκε στην πολιτεία Μίτσιγκαν των ΗΠΑ, μια κοινότητα με το ονομασία Ypsilanti, προς τιμήν του Δημητρίου Υψηλάντη, Σήμερα είναι πόλη με 21.000 κατοίκους. Μια προτομή του Δημητρίου Υψηλάντη, η οποία πλαισιώνεται από μια ελληνική και μια αμερικανική σημαία, βρίσκεται στη βάση του υδατόπυργου της πόλης και είναι το τοπόσημο της περιοχής.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2180
Η Ναυμαχία της Σάμου
Ο ελληνικός στόλος υπό την αρχηγία του Υδραίου καραβοκύρη Γεωργίου Σαχτούρη νικά τον τουρκικό στόλο υπό τον Χοσρέφ Πασά και αποτρέπει την κατάληψη της Σάμου...
Ο ελληνικός στόλος υπό την αρχηγία του Υδραίου καραβοκύρη Γεωργίου Σαχτούρη νικά τον τουρκικό στόλο υπό τον Χοσρέφ Πασά και αποτρέπει την κατάληψη της Σάμου. Η κύρια αναμέτρηση έγινε στις 5 Αυγούστου 1824 στα στενά της Μυκάλης.
Οι Σάμιοι υπό την αρχηγία του «Καρμανιόλου» Λυκούργου Λογοθέτη είχαν επαναστατήσει κατά των Οθωμανών το 1821 και είχαν εγκαταστήσει καθεστώς αυτονομίας στο νησί. Η θέση, όμως, της Σάμου, λίγα μίλια από τις ακτές της Μικράς Ασίας, την καθιστούσε εύκολο στόχο για το ναυτικό του Σουλτάνου. Πράγματι, μετά την καταστροφή των Ψαρών (21 Ιουνίου 1824), ο Μαχμούτ έθεσε ως πρώτη προτεραιότητα την απόβαση και την κατάληψη της νήσου.
Οι Έλληνες για να μην επαναλάβουν το λάθος των Ψαρών, αποφάσισαν να ανασυγκροτήσουν τον στόλο και να σπεύσουν προς υπεράσπιση της Σάμου. Τώρα δεν είχαν καμία δικαιολογία να μην το κάνουν, αφού μόλις είχε παραληφθεί ένα μεγάλο μέρος του δανείου, που είχε συνάψει στο Λονδίνο η επαναστατική κυβέρνηση.
Στις 30 Ιουλίου 1824 ο ελληνικός στόλος, αποτελούμενος κυρίως από υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία, υπό την αρχηγία του Υδραίου Γεωργίου Σαχτούρη, έπλεε στα ανοιχτά της Ικαρίας. Αφού αντιμετώπισε επιτυχώς απόπειρα των Τούρκων να αποβιβάσουν στρατεύματα στο Καρλόβασι, έφθασε αργά το βράδυ στη Σάμο, όπου ανασυγκροτήθηκε κι ενισχύθηκε με τα ψαριανά πυρπολικά του Κανάρη και του Νικόδημου.
Την επομένη, 31 Ιουλίου, ελληνικά πλοία κινήθηκαν προς τα τουρκικά παράλια και συγκεκριμένα προς το στενό της Μυκάλης, όπου διέκριναν συγκεντρώσεις τουρκικών στρατευμάτων, που προορίζονταν για την επιχείρηση κατάληψης της Σάμου. Τα ελληνικά πλοία ενεπλάκησαν σε σειρά αψιμαχιών με τα τουρκικά, τις τρεις πρώτες μέρες του Αυγούστου, σε μία προσπάθεια να ματαιώσουν τις κινήσεις τους.
Στις 4 Αυγούστου, ο εχθρικός στόλος πραγματοποίησε μεγάλης κλίμακας εξόρμηση κατά των ελληνικών πλοίων, που τον υποδέχθηκαν με σφοδρό κανιοβολισμό. Ο Κανάρης προσπάθησε να πυρπολήσει την τουρκική ναυαρχίδα, αλλά απέτυχε. Πέτυχε, όμως, να ματαιώσει την έφοδο του εχθρού, που φοβισμένος απομακρύνθηκε μέσα στη νύχτα.
Την άλλη μέρα το πρωί, 5 Αυγούστου 1824 (17 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο), δόθηκε η αποφασιστική ναυμαχία. Τα ελληνικά πυρπολικά πρωταγωνίστησαν για μία ακόμη φορά και καθόρισαν την έκβαση της αναμέτρησης. Με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Κανάρη και άξιους συμπαραστάτες τούς Δημήτριο Τσάπελη, Λέκα Ματρόζο, Δημήτριο Ραφαλιά, Αναστάσιο Ρομπότση και Ιωάννη Βατικιώτη, κατόρθωσαν να κάψουν τρία εχθρικά πλοία: τη φρεγάτα «Μπρουλότ-Κορκμάζ» («Ατρόμητος στο Πυρπολικό»), ένα «φρεγαδόνι Τριπολίνικον» κι ένα μεγάλο «Τουνεζίδικο βρίκι».
Από την πλευρά τους, τα υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία με τα πυροβόλα τους εμπόδισαν τον εχθρό να προχωρήσει. Μάλιστα, σε κάποια φάση της αναμέτρησης πέρασαν στην αντεπίθεση, με επικεφαλής τον Ανάργυρο Λεμπέση. Ο Χοσρέφ Πασάς, διαπιστώνοντας τον αποσυντονισμό του στόλου του, προτίμησε να τερματίσει τη ναυμαχία και να οπισθοχωρήσει, μετά τα μεσάνυχτα, προς το Αγαθονήσι.
Οι απώλειες για το τουρκικό ναυτικό, εκτός από τα τρία πλοία, ήταν 100 κανόνια και περίπου 1000 άνδρες. Οι Έλληνες θρήνησαν τον θάνατο τριών μπουρλοτιέρηδων.
Η Ναυμαχία της Σάμου, με την επακολουθήσασα Ναυμαχία του Γέροντα (29 Αυγούστου 1824), διασφάλισε την ανεξαρτησία της νήσου, καθ' όλη τη διάρκεια του Αγώνα. 'Ομως, η Σάμος δεν συμπεριελήφθη στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, καθώς αναγορεύτηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις σε αυτόνομη ηγεμονία, φόρου υποτελής στο σουλτάνο. Στον εθνικό κορμό θα ενσωματωθεί στις 2 Μαρτίου 1913, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου.
Αγία Νόννα
Νόννῃ θανούσῃ τῇ καλῇ καλὸς γόνος,
Καλὸν δίδωσιν ἐντάφιον τοὺς λόγους.
Η Αγία Νόννα, ήταν ευσεβής, αγνή, με θερμή πίστη, με διαμαντένιο χαρακτήρα. Ο σύζυγός της, Γρηγόριος (βλέπε 1 Ιανουαρίου), είχε πέσει στην αίρεση των Υψισταρίων, ο οποίος δεχόταν τον Ύψιστο μονοπρόσωπο και δεν πίστευε στην Τριαδικότητά του. Η Αγία Νόννα με τις προσευχές της και την υπομονή της, επανέφερε τον σύζυγό της στο δρόμο του Θεού, ο οποίος εξελέγχθηκε σε έναν από τούς πιο λαμπρούς επισκόπους της Χριστιανικής Πίστης.
Τα παιδιά της, αναδείχθηκαν σε κοσμήματα της Εκκλησίας, είχε δύο γιους τον Γρηγόριο το Θεολόγο (βλέπε 25 Ιανουαρίου), και τον Καισάριο (βλέπε 9 Μαρτίου) και μία κόρη την Γοργονία. Έτσι η Νόννα, αποτελεί παράδειγμα για μίμηση στις κοινωνίες, που θέλουν να αντλούν από την οικογένεια, χριστιανική τόνωση.
Η Αγία Νόννα απεβίωσε ειρηνικά (πιθανώς το 374 μ.Χ.).
Άγιος Ευσίγνιος
Εὐσίγνιον τέμνουσι τὸν Χριστοῦ φίλον,
Τομῆς μέχρι κράζοντα, Χριστὸς μοι σέβας.
Πέμπτῃ Εὐσιγνίοιο κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη.
Ο Άγιος Ευσίγνιος γεννήθηκε στην Αντιόχεια και ήταν στρατιωτικός για εξήντα ολόκληρα χρόνια. Στρατεύθηκε όταν βασίλευε ο Κώνστας ο Χλωρός, πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έζησε πολλά χρόνια και πρόφθασε μέχρι και τη βασιλεία του Ιουλιανού του Παραβάτη.
Όταν κάποτε ο βασιλιάς αυτός έφθασε στην Αντιόχεια, ζήτησε να τον δει κάποιος γέροντας στρατιώτης 110 χρονών! Ο Ιουλιανός από περιέργεια τον δέχθηκε, και έμεινε έκπληκτος όταν είδε το γέροντα στρατιώτη τόσων χρονών να διατηρεί αλύγιστο το σώμα του. Διέταξε και τον περιποιήθηκαν όσο το δυνατόν καλύτερα. Αλλά ο Ευσίγνιος δεν ικανοποιήθηκε απ' αυτές τις περιποιήσεις του Ιουλιανού και του δήλωσε ότι είναι χριστιανός και ότι μάταια προσπαθεί να ζωντανέψει ένα πτώμα, όπως είναι η ειδωλολατρία. Και επί τέλους, να πάψει να διώκει το Χριστό.
Όταν άκουσε αυτά ο Ιουλιανός, εξαγριώθηκε και διέταξε αμέσως να τον αποκεφαλίσουν. Τότε ο Ευσίγνιος, γεμάτος από χαρά, είπε: «Ευχαριστώ, βασιλιά. Ο θάνατος με σεβάστηκε στο πεδίο των μαχών, για να με εύρει τώρα και να μου δώσει το κτύπημα χάριν του Χριστού. Τέτοιο τέλος είναι άξιο χριστιανού στρατιώτη, και δοξολογώ τον Ύψιστο που ευδόκησε να με επιφυλάξει για τέτοιο τέλος».
Έτσι ο Ευσίγνιος έλαβε τον τίμιο θάνατο του μαρτυρίου με αποκεφαλισμό το 362 μ.Χ.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἔμπλεως πίστεως, τῆς πρὸς Χριστὸν εὐσεβῶς, νεάζον τὸ φρόνημα, ἔσχες ἐν γήρᾳ καλῶς, Εὐσίγνιε ἔνδοξε, ὅθεν ὁμολογήσας, τὸν Ὑπέρθεον Λόγον, ἤλεγξας θαρσαλέως, Παραβάτου τὸ θράσος, ἐντεῦθεν μετὰ Μαρτύρων, ὡς Μάρτυς δεδόξασαι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς.
Ὡς εὐσεβείας μάρτυρα, καὶ ἀληθῆ θεόφρονα, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει δοξάζουσα, τοὺς θείους ἄθλους σήμερον, τοῦ σοφοῦ Εὐσιγνίου, ἀκαταπαύστως βοώσα, Ταὶς αὐτοῦ ἰκεσίαις, τοὺς δούλους σου συντήρησον Πολυέλεε.
Οπτικοακουστικό Υλικό
Προεόρτια της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού
Ο Κύριος είχε προειπεί στους μαθητές του για τούς κινδύνους, για τα πάθη του και την θανάτωση του και επίσης για το τι θα τραβούσαν στην συνέχεια από τους ειδωλολάτρες και τους εχθρούς του Ευαγγελίου, λέγοντας τους πως αυτά ανήκουν στην παρούσα ζωή. Εκείνο όμως που έχει ουσιαστική σημασία είναι η αιώνια ζωή. Έτσι λοιπόν ο Χριστός θέλοντας να δείξει στους μαθητές του μία πρόγευση της αιώνιας ζωής, παρέλαβε τρεις από τους μαθητές τους, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και τούς ανέβασε σε ένα βουνό. Εκεί μεταμορφώθηκε και έλαμψε το πρόσωπό Του σαν το φως. Και τότε εμφανίστηκαν ο Μωυσής και ο Ηλίας οι οποίοι συνομίλησαν μαζί με τον Ιησού. Ο Κύριος πήρε μόνο αυτούς τούς μαθητές, διότι είχαν κάποια υπεροχή έναντι των άλλων. Συγκεκριμένα ο Πέτρος γιατί αγαπούσε πολύ τον Χριστό, ο Ιωάννης γιατί τον αγαπούσε πολύ ο Χριστός και ο Ιάκωβος επειδή είχε την δύναμη να πιει το ποτήρι που ήπιε ο Χριστός. Τους Μωϋσή και Ηλία τους έφερε για να διορθώσει τις εντυπώσεις που υπήρχαν μέχρι τότε για το ποίος ήταν, αν ήταν δηλαδή ο Ιωάννης ο Βαπτιστής η κάποιος μεγάλος προφήτης. Αυτά λοιπόν συνέβησαν στην Μεταμόρφωση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στο όρος Θαβώρ.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Χριστοῦ τὴν Μεταμόρφωσιν προϋπαντήσωμεν, φαιδρῶς πανηγυρίζοντες τὰ προεόρτια, πιστοὶ καὶ βοήσωμεν. Ἔφθασεν ἡ ἡμέρα τῆς ἐνθέου εὐφροσύνης· ἄνεισιν εἰς τὸ ὄρος τὸ Θαβὼρ ὁ Δεσπότης, τῆς θεότητος αὐτοῦ ἀπαστράψαι τὴν ὡραιότητα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῇ θείᾳ σήμερον Μεταμορφώσει, ἡ βροτεία ἅπασα, φύσις προλάμπει θεϊκῶς, ἐν εὐφροσύνῃ κραυγάζουσα, Μεταμορφοῦται Χριστός, σώζων ἅπαντας.
Μεγαλυνάριον
Δεῦτε ἐν τῷ ὄρει τῶν ἀρετῶν, ἀνέλθωμεν πάντες, καὶ ὀψώμεθα μυστικῶς, τὸν ἐν Θαβωρίῳ, καὶ λάμψας ὡς Δεσπότης, τούτους ἐφώτισας.