Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Ρίτα Σακελλαρίου: Η «άτακτη ζωή» μιας λαϊκής ντίβας

 Ελληνίδα τραγουδίστρια, μία από τις γνήσιες λαϊκές φωνές, με τεράστια σουξέ και φανατικούς θαυμαστές, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Ρίτα Σακελλαρίου (1934 – 1999)

Μία από τις γνήσιες λαϊκές φωνές, η Ρίτα Σακελλαρίου γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης, στις 22 Νοεμβρίου του 1934. Έχασε τον πατέρα της στον εμφύλιο και παντρεύτηκε από ανάγκη, σε ηλικία 14 ετών. Από αυτό το γάμο απέκτησε δύο παιδιά και όταν χώρισε έπιασε δουλειά ως εργάτρια στα Λιπάσματα, στου Παπαστράτου, ακόμα και στη χωματερή.

Ως τραγουδίστρια πρωτοεμφανίστηκε στο Μύλο, στο Πέραμα. Εκεί την ανακάλυψε ο Στέλιος Χρυσίνης που της έδωσε τα πρώτα της τραγούδια. Έπειτα βρέθηκε στο Φαληρικό, στις Τζιτζιφιές, να κάνει σεγκόντα στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με τους οποίους συνεργάστηκε οχτώ χρόνια και λίγο αργότερα έγινε «πρώτο όνομα» στην «Τριάνα» του Χειλά με το τραγούδι «Ιστορία μου, αμαρτία μου».

Στο μεταξύ, είχε γνωρίσει το δεύτερο σύζυγό της, τον παλαιστή Σιδηρόπουλο, με τον οποίο άνοιξαν το κέντρο «Κουίν Αν» στην εθνική οδό. Από τα τραπέζια του πέρασαν ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρος Άγκνιου, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Άντονι Κουίν και η Μελίνα Μερκούρη, για να απολαύσουν τα σουξέ της Ρίτας: «Παράνομή μου αγάπη», «Κάθε ηλιοβασίλεμα», «Αν κάνω άτακτη ζωή».

Πιστός θαυμαστής της ήταν βέβαια και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ήθελε πάντα να του τραγουδά και να χορεύει το «Αυτός ο άνθρωπος, αυτός». Η χρυσή εποχή του Κουίν Αν κράτησε πέντε χρόνια, όσο και ο δεύτερος γάμος της, από τον οποίο απέκτησε ακόμα τρία παιδιά.

Όταν πήγε στη «Νεράιδα», μαζί με την Άννα Βίσση, ο κόσμος την αναγνώρισε μόνο από τη φωνή. Είχε αδυνατίσει πολύ κι είχε βαφτεί ξανθιά. Τότε, το 1986, ο Νίκος Καρβέλας της πρότεινε να κάνουν δίσκο. Η «Γάτα» («Είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα») ήταν το σουξέ που δεν περίμενε από το δίσκο «Αρέσω». Ακολούθησαν «Οι σαραντάρες=δύο εικοσάρες», «Αυτός ο έρωτας, αυτό το αγόρι», αλλά και το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο».

Η Ρίτα Σακελλαρίου πέθανε στις 6 Αυγούστου του 1999, χτυπημένη από την επάρατο νόσο.



Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/140

Κώστας Βίρβος

 Έλληνας στιχουργός, από τους σημαντικότερους στιχουργούς του λαϊκού μας τραγουδιού. Πολλοί τον έχουν χαρακτηρίσει λαϊκό ποιητή για το υψηλό επίπεδο των στίχων του.

Κώστας Βίρβος (1926 – 2015)

Έλληνας στιχουργός, από τους σημαντικότερους στιχουργούς του λαϊκού μας τραγουδιού. Πολλοί τον έχουν χαρακτηρίσει λαϊκό ποιητή για το υψηλό επίπεδο των στίχων του.

Ο Κώστας Βίρβος γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1926 στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, από πλούσια οικογένειας της πόλης. Τελειώνοντας το γυμνάσιο το 1943 κατεβαίνει στην Αθήνα και φοιτά στην Πάντειο. Την ίδια χρονιά οργανώνεται στην Εθνική Αντίσταση, μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ. Το Μάρτιο του 1944 συλλαμβάνεται να γράφει συνθήματα στους τοίχους και μεταφέρεται στην Ειδική Ασφάλεια, όπου βασανίζεται. Μετά από τρεις μήνες αποφυλακίζεται και αναβαίνει στο βουνό.

Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε ως στιχουργός με το λαϊκό τραγούδι, χώρο στον οποίο διακρίθηκε από τη δεκαετία του ‘50. Η αγάπη, η χαρά, η ελπίδα, η ζωή, τα βάσανα, οι καημοί, αποτυπώνονται στα πάνω από 2.000 τραγούδια που μας άφησε ως παρακαταθήκη, πολλά από τα οποία έχουν χαρακτηριστεί κλασικά.

Συνεργάστηκε με τους περισσότερους από τους κορυφαίους συνθέτες και ερμηνευτές του ελληνικού τραγουδιού, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γιώργος Νταλάρας και ο Τόλης Βοσκόπουλος.

Το πρώτο του τραγούδι που κυκλοφόρησε με το όνομά του ήταν το «Να το βρεις από άλλη» (1948), σε μουσική Απόστολου Καλδάρα, με ερμηνευτές τη Σούλα Καλφοπούλου και τον Μάρκο Βαμβακάρη. Από τότε ακολούθησαν μεγάλες στιγμές: «Το καράβι», «Το κουρασμένο βήμα σου», «Μια παλιά ιστορία», «Της γερακίνας γιος», «Σου ‘χω έτοιμη συγγνώμη», «Ρίξε μια ζαριά καλή», «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα», «Λίγα ψίχουλα», «Ζαΐρα», «Θα κάνω ντου βρε πονηρή», «Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια», «Κοιμίσου αγγελούδι μου», «Γεννήθηκα για να πονώ», «Ο κυρ-Θάνος», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας», «Νυχτερίδες και αράχνες», «Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι», «Γιατί πονάς και βασανίζεσαι», «Εγώ ποτέ δεν αγαπώ», «Λυπάμαι», «Σε ικετεύω», «Ψύλλοι στ’ αυτιά μου» κ.ά.

Έγραψε, επίσης, ολοκληρωμένους κύκλους τραγουδιών: «Καταχνιά» σε μουσική Χρήστου Λεοντή, «Θεσσαλικός κύκλος» σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, «Θάλασσα, πικροθάλασσα» σε μουσική Μίμη Πλέσσα, «Α-Ω» σε μουσική Γρηγόρη Μπιθικώτση κ.ά.


Εξέδωσε τρία βιβλία:

  • «Μια ζωή τραγούδια – Αυτοβιογραφία» (1985)
  • «Λαϊκή στιχουργική ανθολογία» (1989)
  • «Πράσινα βουνά και χρυσαφένιοι κάμποι. Παραδοσιακά, λαογραφικά, σατιρικά τραγούδια - γεγονότα» (1998)

Ο Κώστας Βίρβος πέθανε στις 6 Αυγούστου 2015 στο Παλαιό Φάληρο, σε ηλικία 89 ετών. Τον τελευταίο χρόνο ταλαιπωρούταν από προβλήματα υγείας και βαρύτατο εγκεφαλικό.




Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1421


Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος: Ο αμφιλεγόμενος αγωνιστής και πρωθυπουργός

 Η πιο σημαντική πολιτική προσωπικότητα της Ελληνικής Επανάστασης, με έντονη πολιτική δράση και μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους.

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791 – 1865)

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος υπήρξε η πιο σημαντική πολιτική προσωπικότητα της Ελληνικής Επανάστασης. Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα, ενώ σημαίνοντες ξένοι παράγοντες τον θεωρούσαν ως το «μόνο άξιο λόγου πολιτικό». Η πολιτική του δράση συνεχίστηκε και μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας και της βασιλείας του Όθωνα διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός (1833-1834, 1841, 1844, 1854-1855).

Η πολιτική δεξιοτεχνία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και η ροπή του προς τους περίπλοκους συμβιβασμούς τον κατέστησε πολιτικά αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Αγγλόφιλος πολιτικός προκαλούσε συχνά με τη δράση του τους οπαδούς του «Ρωσικού Κόμματος» και στους στρατιωτικούς της επανάστασης. Του αναγνωρίζεται πάντως ότι συνέβαλε στη θεμελίωση και εμπέδωση των πολιτικών θεσμών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και στην καθιέρωση ενός αρκετά προοδευτικού, για τα δεδομένα της εποχής, συνταγματικού και θεσμικού πλαισίου οργάνωσης της πολιτικής ζωής στη χώρα. Σύγχρονοι ιστορικοί τον εντάσσουν στο εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο της ελληνικής πολιτικής ζωής.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος σε νεαρή ηλικία
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος σε νεαρή ηλικία
Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας Φαναριωτών, μέλη της οποίας είχαν χρηματίσει κορυφαίοι αξιωματούχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1791 στο Αρναούτκιοϊ της Κωνσταντινούπολης. Πατέρας του ήταν ο λόγιος και αξιωματούχος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1744-1818) και μητέρα του η Σμαράγδα Καρατζά. Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Πόλης και αργότερα στάλθηκε στην Πίζα της Ιταλίας, όπου συμπλήρωσε τις σπουδές του.

Όταν ο θείος του Ιωάννης Καρατζάς ανέλαβε ηγεμόνας της Βλαχίας το 1812, εργάστηκε ως αρχιγραμματέας του και διακρίθηκε για την πολυμάθειά του (γνώριζε τουρκικά, γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά), τη σύνεση και την κρίση του. Από τη θέση του αυτή ανέλαβε διάφορες αποστολές και σε μία από αυτές γνώρισε τον τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο Α’. Μετά την απομάκρυνση του θείου του από την ηγεμονία της Βλαχίας, παρέμεινε για λίγους μήνες στη Γενεύη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Πίζα, όπου παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.

Η δράση του στην Επανάσταση

Μολονότι θεωρούσε πρόωρη την κήρυξη της Επανάστασης, συντασσόμενος με τις απόψεις του Αδαμάντιου Κοραή και του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στρατεύτηκε από νωρίς στην υπόθεση του Αγώνα. Προερχόμενος από τη Μασσαλία και συνοδευόμενος από ομογενείς και φιλέλληνες, αποβιβάστηκε στις 21 Ιουλίου 1821 στο Μεσολόγγι κι έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Με αναμφισβήτητα προσόντα και μεγάλη ικανότητα στους πολιτικούς ελιγμούς, αρκετά γρήγορα αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή του αγωνιζόμενου έθνους. Με έδρα το Μεσολόγγι ανέλαβε να οργανώσει πολιτικά και στρατιωτικά τη Στερεά Ελλάδα, μετά τη συνάντησή του με τον Δημήτριο Υψηλάντη στις 14 Αυγούστου. Στις 9 Νοεμβρίου ψηφίστηκε ο «Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος», στην οποία συγκέντρωνε στο πρόσωπό του τόσο την πολιτική εξουσία, όσο και τη διοίκηση του στρατού της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

Με την πολιτική και στρατιωτική δύναμη που απέκτησε αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία της Α’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821 – 15 Ιανουαρίου 1822). Εκλέχθηκε πρόεδρός της και συνέβαλε αποφασιστικά στη διατύπωση του πρώτου συντάγματος της Ελλάδας, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», όπως ονομαζόταν. Οι πολιτικές αρχές του πολιτεύματος αυτού φανέρωναν τους σαφείς φιλελεύθερους και δημοκρατικούς ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς του.

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος διευθύνει την άμυνα στην A' Πολιορκία του Μεσολογγίου, του Πέτερ φον Ες
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος διευθύνει την άμυνα στην A' Πολιορκία του Μεσολογγίου, του Πέτερ φον Ες
Στις 15 Ιανουαρίου 1822 εκλέχτηκε πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος και την άνοιξη της ίδιας χρονιάς ηγήθηκε της εκστρατείας στην Ήπειρο, που έληξε με την καταστροφική για τα ελληνικά όπλα Μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822). Ο Μαυροκορδάτος θεωρήθηκε υπαίτιος της αποτυχίας της εκστρατείας, αλλά διασώθηκε εξαιτίας της καθοριστικής συμβολής του στην οργάνωση της άμυνας του Μεσολογγίου, που συνέβαλε στην αποτυχία της πρώτης πολιορκίας του από τα στρατεύματα του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυώνη (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1822).

Στη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (29 Μαρτίου – 18 Απριλίου 1823) ο ρόλος του Μαυροκορδάτου υπήρξε πάλι σημαντικός. Στις 12 Ιουλίου, όντας αρχιγραμματέας του Εκτελεστικού, εκλέχτηκε και πρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος. Η έντονη όμως αντίδραση που προκάλεσε η εκλογή του στη θέση αυτή, με πρωταγωνιστές τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Κανέλλο Δεληγιάννη, τον ανάγκασε να παραιτηθεί στις 14 Ιουλίου. Επανήλθε στη Δυτική Ελλάδα και ασχολήθηκε με την οργάνωση του στρατού, σε συνεργασία με τους προκρίτους και τους στρατιωτικούς της περιοχής και με τον Λόρδο Βύρωνα. Παρέμεινε στο Μεσολόγγι χωρίς να αναμιχθεί φανερά στις εμφύλιες διαμάχες και τον Φεβρουάριο του 1825 γύρισε στην Πελοπόννησο και διορίστηκε γενικός γραμματέας του Εκτελεστικού και γραμματέας (υπουργός) των Εξωτερικών.

Η παρουσία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο αποτελούσε σοβαρή και διαρκή απειλή για την Επανάσταση, με αποτέλεσμα οι Έλληνες ν’ αρχίσουν να προσανατολίζονται σε αιτήματα βοήθειας από ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ο Μαυροκορδάτος πίστευε ότι μόνο η Αγγλία ήταν δυνατό να βοηθήσει την Επανάσταση. Υπήρξε ηγέτης της αγγλόφιλης παράταξης και μετά την απελευθέρωση αρχηγός του «Αγγλικού κόμματος» έως την έξωση τού Όθωνα. Εκτιμούσε ότι η Αγγλία, λόγω των συμφερόντων της στην Ανατολή και προκειμένου να εξισορροπήσει την ρωσική επιρροή στην περιοχή, ήταν ο ενδεδειγμένος στρατηγικός σύμμαχος της Ελλάδας. Θεωρούσε, επίσης, ότι το φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα της Αγγλίας, αντιπροσώπευε το καλύτερο συγκριτικά παράδειγμα για την πολιτική οργάνωση του ελληνικού κράτους.

Στις 8 Αυγούστου 1825, ο Μαυροκορδάτος με επιστολή προς τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας, Τζορτζ Κάνινγκ, καλούσε την αγγλική κυβέρνηση να αντισταθεί στο ρωσικό σχέδιο που προέβλεπε τη δημιουργία τριών ηγεμονιών στην Ελλάδα κατά το πρότυπο των παραδουνάβιων. Το αίτημα του Μαυροκορδάτου προκάλεσε την αντίδραση ηγετικών μορφών του Αγώνα και κυρίως του Δημητρίου Υψηλάντη και ο Φαναριώτης πολιτικός παραγκωνίστηκε κατά τις εργασίες της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (6 – 16 Απριλίου 1826).

Η πολιτική δράση του μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους

Μετά την άφιξη του Καποδίστρια, o Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος διορίστηκε μέλος του «Πανελληνίου» και τον Μάρτιο του 1828 μέλος του Γενικού Φροντιστηρίου, αρμόδιος για τις υποθέσεις τού ναυτικού και ιδιαίτερα τής εμπορικής ναυτιλίας. Στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (11 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 1829), ο Μαυροκορδάτος δεν έλαβε μέρος και αποσύρθηκε στην Ύδρα, όπου άρχισε να οργανώνει την αντιπολίτευση εναντίον του Καποδίστρια. Ως πολιτικός σύμβουλος του Ανδρέα Μιαούλη, θεωρήθηκε υπεύθυνος για την ανταρσία του στόλου και την ανατίναξη της φρεγάτας «Ελλάς» την 1η Αυγούστου 1831.

Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη (27 Σεπτεμβρίου 1831) συντάχθηκε με τους «Συνταγματικούς» του Ιωάννη Κωλέττη και διετέλεσε μέλος της Διοικητικής Επιτροπής που κυβέρνησε τη χώρα μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Από τις 14 Απριλίου 1832 έως τις 25 Ιανουαρίου 1833 διετέλεσε Γραμματεύς (Υπουργός) επί της Οικονομίας.

Την περίοδο της Αντιβασιλείας του Όθωνα, ο Μαυροκορδάτος χρημάτισε Γραμματεύς επί της Οικονομίας και προσωρινός Γραμματεύς επί των Στρατιωτικών στις κυβερνήσεις του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Στις 12 Οκτωβρίου 1833 σχημάτισε κυβέρνηση, αλλά στις 31 Μαΐου 1834 παραιτήθηκε, διαφωνώντας με την πολιτική της Αντιβασιλείας και κυρίως στο ζήτημα της δίκης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Για να περιορίσει την πολιτική του δράση, η Αντιβασιλεία τον διόρισε πρεσβευτή στο Μόναχο και το Βερολίνο.

Προσωπογραφία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου (Άνταμ Φρίντελ, 1830)
Προσωπογραφία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου (Άνταμ Φρίντελ, 1830)
Έμεινε εκτός Ελλάδος έως το 1841, όταν ο Όθων τον κάλεσε από το Λονδίνο, όπου υπηρετούσε από το 1839 ως πρεσβευτής, για να του αναθέσει την πρωθυπουργία. Ο Μαυροκορδάτος προτού αναλάβει την εξουσία στις 24 Ιουνίου, υπέβαλε στον βασιλιά μία σειρά από όρους, οι κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: Να διαλυθεί το Ανακτοβούλιο (η λεγόμενη καμαρίλα), το υπουργικό συμβούλιο να προεδρεύεται από τον πρωθυπουργό και όχι από τον βασιλιά, να απομακρυνθούν οι Βαβαροί από τη διοίκηση και να ανατεθεί το υπουργείο των Στρατιωτικών σε Έλληνα.

Ο Όθων, παρά την αρχική αντίδρασή του, αποδέχθηκε τελικά τους όρους τού Μαυροκορδάτου και σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό την προεδρία του, στην οποία μετείχαν αντιπρόσωποι και των τριών τότε κομμάτων (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό). Στις 27 Ιουλίου 1841 συντάχθηκε από το υπουργικό συμβούλιο «Πρακτικόν», που περιλάμβανε τις γενικές κατευθύνσεις της κυβέρνησης και τις αρχές για συνταγματική οργάνωση του μοναρχικού καθεστώτος. Ο Όθων δεν το επικύρωσε και ο Μαυροκορδάτος υπέβαλε την παραίτησή του, που έγινε δεκτή στις 10 Αυγούστου με διάταγμα κατά το οποίο λόγος της παραίτησης ήταν «η πάσχουσα υγεία» του πρωθυπουργού, «μη συμβιβαζόμενη με τους πολυειδείς κόπους και ανάγκας της υπηρεσίας».

Μετά την παραίτησή του διορίστηκε πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη και μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 επέστρεψε στην Ελλάδα. Εκλέχθηκε πληρεξούσιος Μεσολογγίου για την Εθνοσυνέλευση που θα κατάρτιζε το νέο Σύνταγμα και ορίστηκε αντιπρόεδρός της. Μετά τη λήξη των εργασιών της σχημάτισε κυβέρνηση στις 30 Μαρτίου 1844 και ανέλαβε, εκτός από την πρωθυπουργία, τα υπουργεία Οικονομικών και Ναυτικών. Παραιτήθηκε όμως στις 6 Αυγούστου για να αποτρέψει εμφύλιο πόλεμο που απειλούσε τη χώρα κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα για την ανάδειξη Κοινοβουλίου. Στις εκλογές, που διήρκεσαν έξι μήνες, το Αγγλικό Κόμμα του Μαυροκορδάτου κέρδισε μόνο 28 έδρες και πρωθυπουργός εκλέχτηκε ο Ιωάννης Κωλέττης του Γαλλικού Κόμματος που συνασπίστηκε με το Ρωσικό Κόμμα.

Μετά τον θάνατο του Κωλέττη (31 Αυγούστου 1847) και τη βραχύβια κυβέρνηση του Κίτσου Τζαβέλλα, ο Όθωνας κάλεσε πάλι τον Μαυροκορδάτο, που αρνήθηκε, και από το 1850 ως το 1854 υπηρέτησε ως πρεσβευτής στο Παρίσι. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1854, όταν με αφορμή τις εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν στις αλύτρωτες ελληνικές περιοχές κατά τη διάρκεια τού Κριμαϊκού Πολέμου, αγγλογαλλικά αγήματα είχαν αποβιβαστεί στον Πειραιά και ασκούσαν πίεση για σχηματισμό κυβέρνησης που θα τηρούσε ουδετερότητα. Στις 16 Μαΐου σχημάτισε κυβέρνηση και επιδίωξε την επανάληψη των σχέσεων με την Τουρκία που είχαν διακοπεί, και πέτυχε να περιορίσει τις προκλητικές ενέργειες των στρατευμάτων κατοχής. Στο διάστημα της κυβέρνησης αυτής, του «Υπουργείου Κατοχής» όπως ονομάστηκε, η κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον του, ενώ συγχρόνως οι Αγγλογάλλοι δυσφορούσαν για την αδράνειά του στην εφαρμογή περισσότερο φιλικής προς αυτούς πολιτικής και αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 28 Σεπτεμβρίου 1855.

Ο θανατός του

Σε ηλικία 64 ετών, ο Μαυροκορδάτος αποσύρθηκε από την πολιτική και ιδιώτευσε στο κτήμα του στην Αίγινα. Μετά την έξωση του Όθωνα, εξελέγη πληρεξούσιος Ευρυτανίας στην Εθνοσυνέλευση του 1862 και διετέλεσε πρόεδρος της επιτροπής του νέου συντάγματος. Τυφλός και με σοβαρά προβλήματα υγείας, σπανίως προσερχόταν στις συνεδριάσεις της επιτροπής, διατήρησε όμως την πνευματική του διαύγεια μέχρι το τέλος της ζωής του, που επισυνέβη στις 6 Αυγούστου 1865 στην Αίγινα. Ήταν παντρεμένος με τη Χαρίκλεια Αργυροπούλου, κόρη του δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης Ιάκωβου Αργυρόπουλου. Ο γιος του Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1837-1903) ήταν διπλωμάτης και πολιτικός.


https://www.sansimera.gr/biographies/2566

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης

 Ηγετική μορφή της Μάνης και της Πελοποννήσου κατά την τελευταία εικοσαετία της Τουρκοκρατίας και εκ των πρωταγωνιστών στον Αγώνα του 1821.

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1773 – 1848)

Ηγετική μορφή της Μάνης και της Πελοποννήσου κατά την τελευταία εικοσαετία της Τουρκοκρατίας και εκ των πρωταγωνιστών στον Αγώνα του 1821.

Γόνος της ιστορικής οικογένειας της Μάνης, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου 1773 στο Λιμένι, επίνειο της Τσίμοβας (σημερινής Αρεόπολης). Ήταν το πρώτο από τα επτά παιδιά του Ηλία ή Πιέρρου Μαυρομιχάλη (1730 - 1800) και της Αικατερίνης Κουτσογρηγοράκη, κόρης επιφανούς οικογένειας της Μάνης.

Σε νεαρή ηλικία νυμφεύθηκε την Άννα Μπενάκη, κόρη του προεστού της Καλαμάτας Παναγιώτη Μπενάκη, με την οποία απέκτησε τα εξής έξι παιδιά:

Πορτρέτο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, έργο του Άνταμ ντε Φρίντελ.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1800, κατόρθωσε να συμφιλιώσει τα μέλη τής οικογένειάς του που τα χώριζαν αντιθέσεις και να επιβληθεί ως μία από τις ισχυρότερες φυσιογνωμίες της Μάνης. Από την εφηβική του ηλικία διακρίθηκε για την ευφυΐα του και τη γενναιότητά του και κατά την περίοδο του διωγμού των κλεφτών της Πελοποννήσου, στις αρχές τού 19ου αιώνα, έσωσε πολλούς και τους βοήθησε να διαφύγουν στα Επτάνησα. Μετά τη Συνθήκη του Τίλσιτ (1807), όταν οι Γάλλοι κατέλαβαν τα Επτάνησα, σε συνεργασία με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη προσπάθησε να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Ναπολέοντα για την προετοιμασία και την οργάνωση εξέγερσης για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου.

Η ανάμιξή του στα δημόσια πράγματα της Μάνης και κυρίως η επέμβασή του για την άμβλυνση των αντιθέσεων των ισχυρών οικογενειών της περιοχής κατά την τελευταία πριν από την Επανάσταση δεκαετία, υπήρξε καθοριστική και αποκαλυπτική των ηγετικών του προσόντων, που αποδείχθηκαν κυρίως μετά την άνοδό του στο αξίωμα του μπέη της Μάνης το 1815, εξ ου και το Πετρόμπεης, όνομα με το οποίο είναι γνωστός. Το αξίωμα αυτό, είχε θεσμοθετηθεί από την οθωμανική διοίκηση, μετά τον τερματισμό των Ορλοφικών και το κατείχε πάντα ένας επιφανής μανιάτης.

Στην άνοδό του στο αξίωμα του Μπας-Μπογού (Ηγεμόνα), όπως ήταν ο επίσημος τίτλο του, καθοριστικός ήταν ο ρόλος ενός εξισλαμισθέντα Μαυρομιχάλη, του Σουκιούρ Μεχμέτ Μπέη, που ήταν ανώτατος αξιωματικός του οθωμανικού ναυτικού. Ο Πετρόμπεης ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του στις 22 Ιουνίου 1816 κι έθεσε ως πρωταρχικό σκοπό του την κατάπαυση των εμφυλίων σπαραγμών, την αποκατάσταση της γαλήνης και της ειρηνικής ζωής και την καταστολή της πειρατείας.

Στις 2 Αυγούστου 1818 ο Μαυρομιχάλης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στις Κιτριές από τον καλαματιανό έμπορο Κυριάκο Καμαρινό, όπως προκύπτει από τον κατάλογο των Φιλικών που συνέταξε ο Παναγιώτης Σέκερης. Έχει, όμως, διατυπωθεί και η άποψη ότι η μύησή του έγινε από τον Ηλία Χρυσοσπάθη. Κατά τον Σέκερη, ο Πετρόμπεης, εκτός από την αρχική οικονομική εισφορά του, υποσχέθηκε ότι θα διαθέσει «5.000 γρόσια και είκοσι χιλιάδας οπλοφόρους πλην πτωχούς».

Παρά τον αρχικό του ενθουσιασμό, δυσπιστούσε στις πληροφορίες του Περραιβού και του Παπαφλέσσα για την ενίσχυση από τη Ρωσία και για την ύπαρξη άφθονων οικονομικών μέσων. Οι επιφυλάξεις του ενισχύθηκαν μετά τη δολοφονία του Καμαρινού, που τον είχε στείλει να συναντήσει τον Καποδίστρια, και από τις άκαρπες προσπάθειές του να λάβει έγκυρες πληροφορίες από την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας. Όταν, όμως, έφθασαν στη Μάνη οι δύο γιοι του, Αναστάσιος και Γεώργιος, που είχαν κρατηθεί στην Κωνσταντινούπολη ως όμηροι, και διαπίστωσε ότι η Επανάσταση είχε προετοιμαστεί ψυχολογικά και οργανωτικά, έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του απελευθερωτικού Αγώνα.

Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με τους επαναστατημένους Έλληνες της Μεσσηνίας, έργο του Πέτερ φον Ες.
Τον Ιανουάριο του 1821 άρχισε την οργανωτική προετοιμασία και συνεννοήθηκε με τους προκρίτους της Καλαμάτας για τις ενέργειες που θα οδηγούσαν στην απελευθέρωση της πόλης. Στις 23 Μαρτίου με δύο χιλιάδες ενόπλους κατέλαβε την Καλαμάτα και εκδίωξε την τουρκική φρουρά. Την ίδια μέρα στην απελευθερωμένη πόλη σχηματίστηκε η «Μεσσηνιακή Γερουσία», η πρώτη διοικητική οργάνωση του επαναστατημένου Ελληνισμού, που απηύθυνε αμέσως την ιστορική προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές Αυλές, με την οποία εξέθετε τους λόγους που οδήγησαν στην Επανάσταση. Άλλη προκήρυξη απηύθυνε ως πρόεδρος της «Μεσσηνιακής Γερουσίας» ο Μαυρομιχάλης προς τους Αμερικανούς, που με τη φροντίδα του Κοραή στάλθηκε μεταφρασμένη στον φιλέλληνα καθηγητή του Χάρβαρντ Έντουαρντ Έβερετ και δημοσιεύθηκε στις αμερικανικές εφημερίδες.

Μετά την έναρξη της Επανάστασης και ως τη Συνέλευση των Καλτεζών (20-26 Μαΐου), της οποίας εκλέχθηκε πρόεδρος, ο Πετρόμπεης παρέμενε στη Μεσσηνία. Από το καλοκαίρι του 1821 η ανάμιξή του στα πολιτικά πράγματα έγινε εντονότερη, ενώ αξιόλογη υπήρξε η συμμετοχή του στις πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821 - 16 Ιανουαρίου 1822), εκλέχθηκε αντιπρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος, πρόεδρος της Β’ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους (10-30 Απριλίου 1823), πρόεδρος του Βουλευτικού και πρόεδρος τού Εκτελεστικού (10 Μαΐου - 31 Δεκεμβρίου 1823).

Το καλοκαίρι του 1822 αγωνίστηκε εναντίον του Δράμαλη και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου έσπευσε με περίπου 500 Μανιάτες στο Μεσολόγγι, για να εμποδίσει την ενίσχυση των τουρκικών δυνάμεων που το πολιορκούσαν. Στη διάρκεια των εμφυλίων διενέξεων (1823-1825) προσπάθησε επανειλημμένα να φέρει σε συνδιαλλαγή τις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Κατά την εισβολή των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1825) οργάνωσε την άμυνα της Μάνης, που απέκρουσε αποτελεσματικά τις εχθρικές επιθέσεις.

Τον Απρίλιο του 1826 ορίστηκε μέλος της «Διοικητικής Επιτροπής τής Ελλάδος», που κυβέρνησε την επαναστατημένη Ελλάδα έως τον Απρίλιο του 1827. Έλαβε μέρος στη Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (9 Μαρτίου - 5 Μαΐου 1827 και δέχθηκε με ανακούφιση την εκλογή του Καποδίστρια, με την πεποίθηση ότι θα επανερχόταν η πειθαρχία και θα επιτυγχανόταν η συμφιλίωση των αντιμαχόμενων παρατάξεων. Παρά το γεγονός, όμως, ότι μετά την άφιξη του Καποδίστρια διορίστηκε μέλος της Προεδρίας του «Πανελληνίου» και μέλος της Γερουσίας, οι φιλικές σχέσεις της οικογένειάς του με τον Κυβερνήτη της Ελλάδας δεν διατηρήθηκαν πολύ.

Πορτρέτο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, έργο του Χένρι Τζον Τζορτζ Χέρμπερτ
Το Πάσχα του 1830, όταν ο αδελφός τού Πετρόμπεη, Τζανής ή Κατσής, στασίασε στην Τσίμοβα εναντίον του νομάρχη Μεσσηνίας, Ιωάννη Γενοβέλη, ο οποίος επεδίωκε να εκμηδενίσει την επιρροή των Μαυρομιχαλαίων στη Μάνη, ο Πετρόμπεης υποχρεώθηκε να παραμένει υπό παρακολούθηση στο Ναύπλιο. Προσφέρθηκε, όμως, να μεταβεί στη Μάνη και να επιβάλει την τάξη. Ο Καποδίστριας δεν του έδωσε άδεια και ο Πετρόμπεης δραπέτευσε τον Φεβρουάριο του 1831. Δια μέσου της Ζακύνθου προσπάθησε να φθάσει στη Μάνη, αλλά το πλοιάριο στο οποίο επέβαινε εξώκειλε λόγω τρικυμίας στο Κατάκωλο, όπου συνελήφθη από τον Κανάρη και φυλακίστηκε στο Ναύπλιο ως υπόδικος με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.

Η συνάντηση Μαυρομιχάλη - Καποδίστρια, που έγινε με τη μεσολάβηση του ρώσου ναυάρχου Ρίκορδ, δεν είχε αποτέλεσμα και επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τις σχέσεις των δύο ανδρών, καθώς ο Κυβερνήτης συμπεριφέρθηκε περιφρονητικά στον υπερήφανο Μανιάτη. Η δολοφονία του Καποδίστρια από το γιο του Γεώργιο και τον αδελφό του Κωνσταντίνο (27 Σεπτεμβρίου 1831) αποτέλεσε τη δραματική κατάληξη της αντίθεσης Καποδίστρια - Μαυρομιχαλαίων. Η εκτέλεση τού γιου του στις 11 Οκτωβρίου 1831 τον συγκλόνισε, καθώς ερχόταν να προσθέσει έναν ακόμη νεκρό στους άλλους της οικογένειάς του που είχαν πέσει ηρωικά στα πεδία των μαχών.

Τον Μάρτιο του 1832 αποφυλακίστηκε με διαταγή του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ύστερα από τη μεσολάβηση του γερμανού φιλέλληνα Ειρηναίου Θειρσίου (Friedrich Thiersch). Στην περίοδο που ακολούθησε, ο Πετρόμπεης μεσολάβησε μεταξύ των Καποδιστριακών και των «Συνταγματικών» για την αποτροπή νέου εμφύλιου πολέμου. Κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Όθωνα διορίστηκε αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικράτειας (1835-1843) και μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου πληρεξούσιος Ζυγού (Οιτύλου) στην Α’ Εθνική Συνέλευση (1843-1844).

Ο Πέτρος «Πετρόμπεης» Μαυρομιχάλης πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 1848 στην Αθήνα και κηδεύτηκε με τιμές αντιστρατήγου εν ενεργεία.


https://www.sansimera.gr/biographies/1420

Η ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και της δεύτερης στο Ναγκασάκι

 Το τελευταίο επεισόδιο στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Αμερικανοί χρησιμοποιούν για πρώτη φορά ως όπλο την ατομική βόμβα και σκορπούν τον όλεθρο σε δύο ιαπωνικές πόλεις, τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.


Το τελευταίο επεισόδιο στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά ως όπλο την ατομική βόμβα, που πρώτοι αυτοί είχαν κατασκευάσει τον Ιούνιο του 1945, και σκόρπισαν τον όλεθρο σε δύο ιαπωνικές πόλεις, τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (6 και 9 Αυγούστου 1945). Με την ενέργειά τους αυτή, που βρήκε πολλούς επικριτές, κατόρθωσαν να επισπεύσουν το τέλος του πολέμου στα μέτωπα του Ειρηνικού και να ελαχιστοποιήσουν τις δικές τους απώλειες. Παράλληλα, δήλωσαν με εμφατικό τρόπο ποιος θα είναι το αφεντικό στις παγκόσμιες υποθέσεις μετά τη λήξη του πολέμου.

Το καλοκαίρι του 1945, τα τύμπανα του πολέμου είχαν σιγήσει στην Ευρώπη, ενώ παρά τη συνεχιζόμενη προέλαση των Συμμάχων στον Ειρηνικό, η μιλιταριστική Ιαπωνία αρνείτο να παραδοθεί. Ο αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν ήταν ανήσυχος για τις μεγάλες αμερικανικές απώλειες κατά την κατάληψη της Οκινάβας στις 22 Ιουνίου 1945 (12.000 νεκροί και 38.000 τραυματίες), που δημιουργούσαν το φόβο για μακροχρόνιο πόλεμο και τεράστιο αριθμό θυμάτων, σε περίπτωση που τα συμμαχικά στρατεύματα θα αποβιβάζονταν στα κύρια νησιά της Ιαπωνίας, όπου στάθμευαν 2 εκατομμύρια στρατιώτες. Ο στρατηγός Καρλ Σποτς, αρχηγός της αεροπορίας του Ειρηνικού, πρότεινε στον Τρούμαν τη ρίψη ατομικής βόμβας πάνω από μία πυκνοκατοικημένη ιαπωνική πόλη. Με την πρόταση Σποτς συμφώνησε και ο στρατηγός Ντάγκλας ΜακΆρθουρ, που έχει το γενικό πρόσταγμα στις επιχειρήσεις του Ειρηνικού.

Αφού πήραν το «πράσινο φως» από την πολιτική ηγεσία, οι στρατιωτικοί επέλεξαν την πόλη της Χιροσίμα (στο νότιο άκρο του Χόνσου, του μεγαλύτερου νησιού της μητροπολιτικής Ιαπωνίας), για τη ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας. Την επιχείρηση ανέλαβε ο σμήναρχος Πολ Τίμπετς, ο οποίος είχε εκπαιδευτεί ειδικά γι' αυτό το σκοπό. Οδήγησε ένα στρατηγικό βομβαρδιστικό τύπου B29, το οποίο έφερε την ονομασία Enola Gay (το όνομα της μητέρας του) και ακριβώς στις 8:15 το πρωί απελευθέρωσε πάνω από την πόλη τη βόμβα ουρανίου, που είχε την κωδική ονομασία Little Boy («Αγοράκι»). 45 δευτερόλεπτα αργότερα, η βόμβα εξερράγη 600 μέτρα πάνω από τη Χιροσίμα. Μία φωτεινή λάμψη τύφλωσε το πλήρωμα του βομβαρδιστικού και κατόπιν σχηματίστηκε πάνω από το σημείο της έκρηξης ένα κόκκινο νεφέλωμα σε σχήμα μανιταριού.

Το ωστικό κύμα της έκρηξης, σε συνδυασμό με τη θερμότητα που εκλύθηκε, κονιορτοποίησε τα πάντα σε μία περιοχή 11 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ποτέ άλλοτε στην παγκόσμια ιστορία μία και μόνη βόμβα δεν προκάλεσε τόσους πολλούς θανάτους. Επί τόπου σκοτώθηκαν πάνω από 20.000 στρατιώτες και 78.000 άμαχοι. Οι αγνοούμενοι ξεπέρασαν τις 13.000 και οι βαριά τραυματίες τις 10.000. Για πολλούς από τους επιζήσαντες η ζωή θα είναι μαρτυρική τα επόμενα χρόνια και αρκετές χιλιάδες θα πεθάνουν από καρκίνους.

Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ιαπωνίας δεν συνειδητοποίησε πλήρως τη σημασία του γεγονότος και συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στο διπλωματικό πεδίο, το Τόκιο ζήτησε τη μεσολάβηση της Μόσχας, αλλά στις 8 Αυγούστου, ο Στάλιν, ενήμερος για τις κινήσεις των Αμερικανών, της κήρυξε τον πόλεμο και ο «Κόκκινος Στρατός» προέλασε στη Μαντζουρία.

Οι Αμερικανοί ανυπομονούσαν να τελειώσουν τον πόλεμο και στις 12 το μεσημέρι της 9ης Αυγούστου έριξαν και δεύτερη ατομική βόμβα, αυτή τη φορά στην πόλη Ναγκασάκι. Οι νεκροί έφθασαν τις 36.000 και οι τραυματίες τις 40.000. Το ωστικό κύμα κατέστρεψε εντελώς τα κτίρια της πόλης σε μία ζώνη 5 τετραγωνικών χιλιομέτρων.

Μόνο μετά και την καταστροφή του Ναγκασάκι οι Ιάπωνες κατανόησαν την ισχύ του νέου όπλου και τη δική τους αδυναμία να συνεχίσουν τον πόλεμο. Στις 10 Αυγούστου ξεκίνησε η διαδικασία παράδοσης της Ιαπωνίας, η οποία ολοκληρώθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1945, με την επίσημη τελετή επί του αμερικανικού πολεμικού «Μιζούρι», που ναυλοχούσε στον κόλπο του Τόκιο.



Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/803