Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024
Διονύσης Σιμόπουλος: Ο αστροφυσικός που εκλαΐκευσε την επιστήμη
Εμβληματικός και επί πολλά χρόνια διευθυντής του Ευγενίδειου Πλανηταρίου, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της αστρονομίας και γενικότερα της επιστήμης στην Ελλάδα.
Ο Διονύσης Σιμόπουλος, ο εμβληματικός και επί πολλά χρόνια επικεφαλής του Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της αστρονομίας και γενικότερα της επιστήμης στην Ελλάδα.
Ο Διονύσης Σιμόπουλος γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1943 στα Ιωάννινα και μεγάλωσε στην Πάτρα. Σπούδασε Πολιτική Επικοινωνία και Επικοινωνία της Αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα των ΗΠΑ (1963-1972), όπου στη συνέχεια, μεταξύ των ετών 1968 και 1973, εργάστηκε σε διάφορες θέσεις, μεταξύ άλλων ως διευθυντής του Πλανηταρίου της πολιτείας. Έπειτα από πρόσκληση του Ιδρύματος Ευγενίδου ανέλαβε τη διεύθυνση του Πλανηταρίου στην Αθήνα (1973-2014) και στη συνέχεια ονομάστηκε επίτιμος διευθυντής του.
Σπουδαίες διακρίσεις
Στο ενεργητικό του είχε πολλές εγχώριες και διεθνείς διακρίσεις, έχοντας χρηματίσει, μεταξύ άλλων, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Αστρονομική Εκπαίδευση (1994-2002), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Διεθνούς Εταιρείας Πλανηταρίων (1978-2008), γενικός γραμματέας της Ένωσης Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Πλανηταρίων (1976-2008), εταίρος της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας της Αγγλίας και της Διεθνούς Εταιρείας Πλανηταρίων.
Το 1996 έλαβε την ανώτατη τιμητική διάκριση της Διεθνούς Εταιρείας Πλανηταρίων για τη συνεισφορά του στη διεθνή αστρονομική εκπαίδευση, το 2006 τιμήθηκε με τον «Ακαδημαϊκό Φοίνικα» του υπουργείου Παιδείας της Γαλλίας και το 2015 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.Πολυσχιδές και επιμορφωτικό ήταν το έργο που άφησε ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές. Δίδαξε σε πολλά επιμορφωτικά σεμινάρια αποφοίτων πανεπιστημίου και στελεχών επιχειρήσεων, καθώς επίσης ως ομιλητής σε πολυάριθμα συνέδρια και σεμινάρια, στα οποία παρουσίασε εργασίες του.
Το συγγραφικό του έργο
Έγραψε πλήθος σεναρίων για τηλεοπτικές εκπομπές, σειρές και ντοκιμαντέρ στο πεδίο της επιστήμης, ενώ διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης αρκετών εφημερίδων και περιοδικών. Δημοσίευσε εκατοντάδες άρθρα και μελέτες σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και εφημερίδες κι έγραψε αρκετά βιβλία, μεταξύ άλλων, για τις παραστάσεις του Ευγενίδειου Πλανηταρίου.
Από το συγγραφικό του έργο αξίζει να αναφερθούν τα βιβλία: «Είμαστε Αστρόσκονη», (Μεταίχμιο, 2017), «Από τα Ψηλαλώνια στο Φεγγάρι: Η περιπέτεια της κατάκτησης του διαστήματος» (Μεταίχμιο, 2019), «Ο Ουρανός της Ελλάδας: Οδηγός για τα άστρα και τους αστερισμούς» (Μεταίχμιο, 2020) και «Η μεγάλη περιπέτεια στο διάστημα» (Οξύ, 2021).
Ο Διονύσιος Σιμόπουλος πέθανε στις 7 Αυγούστου 2022 στην Αθήνα, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/3099
Η Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (626)
Μία από τις συγκλονιστικότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας είναι η συνδυασμένη επίθεση των Αβάρων και των Περσών εναντίον της Κωνσταντινούπολης το 626.
Μία από τις συγκλονιστικότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας είναι η συνδυασμένη επίθεση των Αβάρων και των Περσών εναντίον της Κωνσταντινούπολης τον Αύγουστο του 626 κι ενώ ο αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε εκστρατεύσει στη Μικρά Ασία εναντίον των Περσών. Οι Έλληνες επικράτησαν και απέδωσαν τη νίκη τους στην Παναγία, στην οποία αφιέρωσαν τον «Ακάθιστο Ύμνο».
Όταν ο Ηράκλειος ανέλαβε την εξουσία στην Ρωμανία (610), η αυτοκρατορία βρισκόταν σχεδόν υπό κατάρρευση, από την άφρονα διακυβέρνηση του στρατηγού Φωκά. Οι Σλάβοι άρχισαν να γίνονται και πάλι απειλητικοί, όπως και οι Άβαροι, νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που είχε εγκατασταθεί στις ουγγρικές πεδιάδες.
Ο πιο μεγάλος κίνδυνος, όμως, εξακολουθούσε να είναι οι Πέρσες, που δια του βασιλιά τους Χοσρόη Β’ ήθελαν να διώξουν τους Έλληνες από την Ανατολική Μεσόγειο. Το 614, μάλιστα, κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ και μετέφεραν τον Τίμιο Σταυρό στην πρωτεύουσά τους.
Μία από τις πρώτες προτεραιότητες του νέου αυτοκράτορα ήταν το ξεκαθάρισμα των σχέσεων Ρωμανίας και Περσίας. Η απόφασή του ήταν να τις λύσει με τα όπλα και γι’ αυτό το λόγο συγκρότησε ισχυρό στρατό. Προσέδωσε, μάλιστα, στην εκστρατεία του χαρακτήρα ιερού πολέμου, αφού το σύμβολο του Χριστιανισμού βρισκόταν ακόμη σε χέρια απίστων. Πρώτα, όμως, φρόντισε να κλείσει συμφωνία με τους Αβάρους για να έχει τα νώτα του καλυμμένα.
Ο πόλεμος με τους Πέρσες κράτησε έξι χρόνια (622-628) και ήταν μία σκληρή αναμέτρηση ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Ο Χοσρόης δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια και για να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο ήλθε σε συμφωνία με τον χαγάνο (ηγεμόνα) των Αβάρων για κοινή δράση εναντίον των Ελλήνων.
Πράγματι, στις αρχές Μαΐου του 626, οι Άβαροι συνεπικουρούμενοι από σλαβικά φύλα - Χρωβάτες (Κροάτες) και Σέρβους - πολιόρκησαν κατ’ αρχάς τη Θεσσαλονίκη επί 33 ημέρες και αφού απέτυχαν, στράφηκαν προς την Κωνσταντινούπολη, έξω από τα τείχη της οποίας έφθασαν στις 29 Ιουνίου. Το ίδιο διάστημα έφθασε από τη Μικρά Ασία και μία περσική στρατιά υπό τον Σαρβαραζά, η οποία στρατοπέδευσε στη Χαλκηδόνα. Η Πόλη κλείστηκε από παντού.
Στις 30 Ιουλίου, οι Άβαροι έστησαν πολιορκητικά μηχανήματα και την επομένη άρχισαν την επίθεση. Η δύναμη που παρέταξαν αριθμούσε από 80.000 έως 2.500.000 άνδρες, σύμφωνα με διάφορες πηγές. Το πιθανότερο, όμως, ήταν να μην ξεπερνούσαν τους 150.000 άνδρες.
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για τους πολιορκούμενους, καθώς ο Ηράκλειος βρισκόταν εκτός της Κωνσταντινούπολης, πολεμώντας τους Πέρσες στη Μικρά Ασία. Στη θέση του είχε αφήσει τον ανήλικο γιο του Κωνσταντίνο, τον οποίο επιτρόπευαν ο πατριάρχης Σέργιος και ο μάγιστρος Βώνος.
Από την πρώτη στιγμή της πολιορκίας οι Έλληνες γνωρίζοντας τον άπληστο χαρακτήρα του χαγάνου προσπάθησαν να τον δελεάσουν με χρήματα και χρυσό. Αυτός παρέμεινε ασυγκίνητος και ζητούσε μετ’ επιτάσεως την παράδοση της Πόλης. Είχε φαίνεται τους λόγους του, καθώς οι Έλληνες υποδαύλιζαν με διάφορους τρόπους τις τάσεις ανεξαρτησίας που επεδείκνυαν οι Σλάβοι έναντι των Αβάρων.
Ο χαγάνος σε μία κίνηση αντιπερισπασμού έριξε μέσα στον Κεράτιο κόλπο μονόξυλα πλοιάρια, τα οποία είχαν κατασκευάσει σλάβοι, προκαλώντας αναταραχή στους Έλληνες. Στις 3 Αυγούστου έριξε και τα υπόλοιπα μονόξυλα που διέθετε στο Βόσπορο, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αποβατικά για τη μεταφορά των περσικών δυνάμεων.
Στις 6 Αυγούστου, οι Άβαροι επιτέθηκαν σ’ ένα ασθενές τμήμα των τειχών της Κωνσταντινούπολης και κατέλαβαν την εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών, στην οποία οχυρώθηκαν. Την επομένη, το κατασκοπευτικό δίκτυο των Βυζαντινών είχε μία μεγάλη επιτυχία. Πληροφορήθηκε το σύνθημα της επίθεσης των σλαβικών πλοιαρίων, που ήταν το άναμμα πυράς από μία συγκεκριμένη θέση, που ονομαζόταν «Πτερόν». Ο Βώνος έδωσε διαταγή να ανάψουν φωτιές στη θέση «Πτερόν», οι οποίες προκάλεσαν την άκαιρη επίθεση των σλαβικών πλοιαρίων και καθώς ήταν προετοιμασμένοι οι Βυζαντινοί κυριολεκτικά τα αποδεκάτισαν. Την ίδια τύχη είχαν και τα μονόξυλα που μετέφεραν Πέρσες στρατιώτες από τη Χαλκηδόνα, τα οποία βυθίσθηκαν από το βυζαντινό ναυτικό. Γύρω στους 4.000 Πέρσες έχασαν τη ζωή τους.
Οι πολιορκημένοι πήραν θάρρος και από την πληροφορία ότι πλησιάζει με στρατό ο αδελφός του αυτοκράτορα, Θεόδωρος. Βγήκαν από τα τείχη και πέρασαν στην αντεπίθεση. Ο χαγάνος έλυσε την πολιορκία και με τον στρατό του αποχώρησε. Από τότε, οι Άβαροι δεν ξαναενόχλησαν τους Έλληνες και εξαφανίστηκαν από τον ορίζοντα της αυτοκρατορίας. Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της περσικής στρατιάς Σαρβαραζάς «επέστρεψε μετ’ αισχύνης» στην πατρίδα του, όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.
Η θριαμβευτική νίκη των Ελλήνων αποδόθηκε στην Παναγία. Ο Πατριάρχης, ο νεαρός Κωνσταντίνος, με όλους του επισήμους και τον λαό πήγαν στο ναό Παναγίας των Βλαχερνών και όλοι όρθιοι έψαλλαν τον λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη τους στην «Τη υπερμάχω στρατηγώ».
Πηγή:
Άγιος Δομέτιος ο Πέρσης και οι δύο μαθητές του
Ὑπὲρ τὰ πάντα σοι συναθλεῖν ἐκ λίθων,
Μύστας Πάτερ σούς, ἐξεπαίδευσας τάχα.
Σὺν δυσὶν ἑβδομάτῃ Δομέτιος ἐλεύσθη μύσταις.
Ο Oσιομάρτυρας Δομέτιος ήταν Πέρσης και έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη από κάποιο χριστιανό, που ονομαζόταν Άβαρος. Όταν το έμαθαν αυτό οι άνθρωποι του σπιτιού του, εξεγέρθηκαν εναντίον του και ο Δομέτιος αναγκάσθηκε να τους εγκαταλείψει. Κατέφυγε στην πόλη Νίσιβη στα βυζαντινά σύνορα, οπού κλείστηκε σε κάποια μονή. Αναχώρησε, όμως, κι από κει, για να έλθει στη Θεοδοσιούπολη, στη μονή Σεργίου και Βάκχου, όπου ο Δομέτιος καλλιέργησε σε μεγάλο βαθμό τις αρετές του Ευαγγελίου. Ο προϊστάμενος της μονής Ουρβέλ, βλέποντας την πνευματική ανωτερότητα του Δομετίου, θέλησε να τον κάνει πρεσβύτερο. Αλλά ο αγώνας του Δομετίου δεν ήταν πως θα αρπάξει αξιώματα, αλλά πως θα τα αποφύγει. Διότι έμαθε από τον Κύριο του Ιησού Χριστό, να είναι «ταπεινός τη καρδία» που σημαίνει, ταπεινός στο φρόνημα και την εσωτερική διάθεση. Γι' αυτό και έφυγε στα όρη και ζούσε μέσα σε μια σπηλιά με δύο μαθητές του. Όταν κάποτε περνούσε από 'κει ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, διέταξε να τον σκοτώσουν. Οι στρατιώτες του Ιουλιανού βρήκαν το Δομέτιο και τους μαθητές του να ψάλλουν μέσα στη σπηλιά, όπου τους φόνευσαν με λιθοβολισμό.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν τῆς χάριτος λόγον εἰσποιησάμενος, πυρσολατρῶν τᾶς τερθρείας ἀπεποιήσω σοφῶς, τῷ Χριστῷ ἀνατεθεῖς Πάτερ Δομέτιε, καὶ ἐν ἀθλήσει ἀκλινής, ὡς ὁσίων μιμητής, ἐδείχθης Ὁσιομάρτυς, διὸ σὲ ὕμνοις τιμῶμεν, σὺν φοιτητῶν σου τὴ δυάδι σοφέ.