Η Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) αποτελεί τη μόνιμη στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας στην Κύπρο, και αποτελείται από ένα αριθμό στρατιωτικών μονάδων οι οποίες βρίσκονται στα περίχωρα της πόλης της Λευκωσίας. Αποβιβάστηκε στην Κύπρο στις 16 Αυγούστου 1960 με την υπογραφή της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου στη Λευκωσία με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπάγεται στον Α' Υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, και εδρεύει στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της Λευκωσίας. Ο σημερινός Διοικητής της ΕΛΔΥΚ είναι ο Συνταγματάρχης (ΠΖ) Αστέριος Δεσπούδης.
Ανέκαθεν η ΕΛΔΥΚ εθεωρείτο και συνεχίζει να θεωρείται μέχρι σήμερα, αν όχι το πιο μάχιμο, ένα από τα πλέον μάχιμα τμήματα του ελληνικού Στρατού ενώ ανεπίσημα οι οπλίτες που υπηρετούν στην ΕΛΔΥΚ αποκαλούνται Ελδυκάριοι.
Η Ελληνική Δύναμη Κύπρου συγκροτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1959 στον Άγιο Στέφανο Αττικής, μετά από την υπογραφή της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Κύπρου. Στις 16 Αυγούστου του 1960 οι δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ αποβιβάστηκαν στο Λιμάνι της Αμμοχώστου με το αρματαγωγό "Αλιάκμων". Η ΕΛΔΥΚ αποτελούνταν από τη Διοίκηση, το Επιτελείο, το 1ο και 2ο Τάγμα Πεζικού, το Λόχο Υποστήριξης και Λόχο Διοίκησης. Το σύνολο της ήταν 950 αξιωματικοί και οπλίτες. Η εγκατάσταση της ήταν σε στρατόπεδο δυτικά της Λευκωσίας στον οικισμό Γερόλακκος και υπαγόταν στο Τριμερές Στρατηγείο.
Όταν σημειώθηκαν τα πρώτα σοβαρά ελληνοτουρκικά επεισόδια το 1963, η εμπλοκή των τμημάτων της ΕΛΔΥΚ αποφεύχθηκε ύστερα από παρέμβαση της Βρετανίας. Σε επεισόδια που ξέσπασαν το Μάρτιο του 1964, ωστόσο, σκοτώθηκε ένας υπαξιωματικός της ΕΛΔΥΚ, ο επιλοχίας Σ. Καραγιάννης, ενώ τον Μάιο της ίδιας χρονιάς εκτελέστηκαν εν ψυχρώ στην τουρκική συνοικία της Αμμοχώστου οι Έλληνες αξιωματικοί Δ. Πούλιος και Β. Καποτάς και ο οδηγός τους, αστυνομικός Κ. Παντελίδης. (Πηγή)
Μαρτυρία αξιωματικού ΕΛΔΥΚ: Πολεμήσαμε αβοήθητοι και μόνοι το 1974
Η όλη κατάσταση στην Κύπρο, πριν από το πραξικόπημα της 15/07/1974, ήταν κατάσταση διχασμού και εμφύλιου πολέμου μεταξύ των Ελληνοκυπρίων. Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε διεθνή απομόνωση, λόγω του κρατούντος δικτατορικού καθεστώτος. Μετά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο τον Νοέμβριο του 1973 επικρατούσε βαρύ κλίμα μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, επειδή υπήρξε πλήρης διάσταση απόψεων, εξαιτίας της αδιαλλαξίας, του ανεύθυνου και της άγνοιας του δικτατορικού καθεστώτος Ιωαννίδη, που αντιμετώπιζε την Κύπρο με ελαφρότητα και τυχοδιωκτισμό.
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, προς ανατροπή του Αρχιεπισκόπου, προκάλεσε παγκόσμιο σάλο και δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο. Καταγράφηκε ως η μελανότερη σελίδα του Κυπριακού, διότι είχε κίνητρα ποταπά, σκοπούς ανόητους και αποτελέσματα ολέθρια. Χάρισε στην Τουρκία την τυπική αφορμή και το νομικό πρόσχημα για να εισβάλει στην Κύπρο 5 ημέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου, με το δόλιο επιχείρημα της αποκαταστάσεως της διαταραχθείσης νομιμότητας.
Ο Αττίλας Ι ξεκίνησε στις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου με σαρωτικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ και των στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς. Στις 7:30π.μ. ξεκίνησε η αποβατική επιχείρηση στην περιοχή Πέντε Μίλι δυτικά της Κυρήνειας, δηλαδή με δύο ώρες καθυστέρηση, διότι οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την ακτή αποβάσεως. Στον απέραντο τουρκοκυπριακό θύλακα βορείως της Λευκωσίας λάμβανε χώρα αεραποβατική επιχείρηση.
Η ΕΛΔΥΚ αντέδρασε άμεσα με 2 επιθετικές ενέργειες, μία στις 9 το πρωί και μία στις 7 το απόγευμα, κατά του παραπάνω θύλακα. Έφερε τους Τούρκους σε πολύ δύσκολη θέση, όπως το ομολόγησε αργότερα με δηλώσεις του στο ξένο Τύπο, ο τότε Αρχηγός της τουρκικής Αεροπορίας. Είπε συγκεκριμένα σε δηλώσεις του το 1976, μεταξύ των άλλων, ότι «αναχαιτίσαμε την προέλαση των Ελλήνων με την αεροπορία, διαφορετικά ερχόταν η καταστροφή…».
Στην περιοχή της αποβάσεως, δυτικά της Κυρήνειας, αποβίβασαν στη διάρκεια της ημέρας, 20 Ιουλίου, ένα τάγμα πεζικού και λίγα άρματα μάχης, παρά το γεγονός ότι έκαναν την απόβαση σχεδόν ανενόχλητοι, αφού εδώ δεν υπήρξε αποφασιστική ελληνική αντίδραση. Να υπογραμμίσουμε εδώ ότι στον Αττίλα Ι οι Τούρκοι ενήργησαν με το μισό Πολεμικό τους Ναυτικό και τεράστιο αεροπορικό δυναμικό. Αυτή η εξέλιξη προβλημάτισε ιδιαίτερα την τουρκική ηγεσία, όπως αναγράφει στο βιβλίο του ο Τούρκος δημοσιογράφος, Αλί Μπιράντ.
Τις βραδινές ώρες της 20ης Ιουλίου, 4 μοίρες καταδρομών της Εθνικής Φρουράς προσπάθησαν να καταλάβουν την στρατηγικής σημασίας διάβαση της Αγύρτας στο όρος Πενταδάκτυλος. Οι συγκρούσεις υπήρξαν σφοδρότατες και οι απώλειες μεγάλες και για τις δύο πλευρές.
Στην ελληνική Πολεμική Αεροπορία και στο Πολεμικό Ναυτικό δεν επετράπη να δράσουν από τον τότε Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Μπονάνο. Στην κατάθεσή του στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, ο ταξίαρχος Γεωργίτσης Μιχαήλ κατέθεσε μεταξύ των άλλων «… όταν στις 13 Αυγούστου 1974 επέστρεψα στην Αθήνα πληροφορήθηκα, μεταξύ των άλλων, από επιτελείς ότι ο Μπονάνος τους είπε να τους αφήσουμε τους Τούρκους για λόγους τιμής και γοήτρου να ακουμπήσουν κάπου στην περιοχή της Κυρήνειας, ιδίαν αντίληψη δεν έχω…».
Το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και το ύψωμα Β, δυτικά του στρατοπέδου, βομβαρδιζόταν συνεχώς. Αριθμός τουρκικών αεροσκαφών κτυπήθηκε από δικά μας πυρά και κατέπεσε.
Το πρωί της 21ης Ιουλίου διεξήχθη σφοδρότατη αεροναυμαχία νοτίως της Πάφου, μεταξύ της τουρκικής Αεροπορίας και του τουρκικού Ναυτικού. Πέντε αεροσκάφη των Τούρκων κατέπεσαν στη θάλασσα και 3 αντιτορπιλικά έπαθαν σοβαρές ζημίες, το ένα από αυτά, το «Κοτζάτεπε», βυθίστηκε. Η αεροναυμαχία αυτή προκλήθηκε από εσφαλμένη εκτίμηση των Τούρκων, ότι δηλαδή ελληνικός στόλος ενεργεί απόβαση στην Πάφο, ενώ επρόκειτο για το αρματαγωγό «Λέσβος», το οποίο αποβίβαζε τους άνδρες της ΕΛΔΥΚ, οι οποίοι είχαν αναχωρήσει προ διημέρου για την Ελλάδα, προκειμένου να απολυθούν.
Τη νύχτα της 21ης προς 22α Ιουλίου μεταφέρθηκε στην Κύπρο η Α΄ Μοίρα Καταδρομών με 13 αεροσκάφη Noratlas. Δυστυχώς, 3 από αυτά προσβλήθηκαν από πυρά της Εθνικής Φρουράς κατά την προσγείωσή τους στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Ένα από τα 3 κατέπεσε και βρήκαν τραγικό θάνατο 33 καταδρομείς και το πλήρωμα του αεροσκάφους.
Από τις 10 το πρωί της 22ας Ιουλίου προσβλήθηκε το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και το ύψωμα Β με πολυβολισμούς, ρουκέτες και εμπρηστικές βόμβες, παράλληλα με βροχή όλμων από τα ολμοβολεία του Kιόνελι. Η περιοχή μεταβλήθηκε σε πραγματική κόλαση. Τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας, στις 4 η ώρα, κηρύχθηκε κατάπαυση του πυρός. Όμως οι Τούρκοι την παραβίασαν κατάφωρα και από τις 8 το βράδυ εξαπέλυσαν νυκτερινή επίθεση κατά της ΕΛΔΥΚ, που διήρκησε 7 ώρες. Οι Τούρκοι αποκρούστηκαν επιτυχώς, χωρίς δικές μας απώλειες. Οι Τούρκοι στο τριήμερο 20-22 Ιουλίου δεν είχαν πετύχει τίποτε το εντυπωσιακό στην Κύπρο.
Οι σκληρές μάχες στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ
Στη συνομιλίες της Γενεύης, που ακολούθησαν, συμμετείχαν προσχηματικά, προκειμένου να μεταφέρουν στην Κύπρο ανενόχλητοι μεγάλο όγκο δυνάμεων προς εξαπόλυση του Αττίλα 2. Στο διάστημα αυτό παραβίασαν την εκεχειρία 80 φορές με σταδιακή προώθηση των θέσεών τους. Στην Ελλάδα επικρατούσε το απόλυτο χάος, στην προσπάθεια του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή να αποκαταστήσει τη δημοκρατία.
Ο Αττίλας 2 ξεκίνησε στις 5 το πρωί της 14 Αυγούστου με 2 τουρκικά σώματα στρατού, που εκτός των άλλων μέσων περιλάμβαναν 200 άρματα μάχης, 300 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και 100 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Η τουρκική επίθεση διενεργήθηκε σε 3 κατευθύνσεις, μία προς την Αμμόχωστο, μία προς τη Μόρφου και μία προς τη Λευκωσία. Η αεροπορική υποστήριξη των επιτιθέμενων ήταν διαρκής και συνεχής σε όλη τη διάρκεια του Αττίλα 2.
Η ΕΛΔΥΚ είχε αναδιαταχθεί και κατείχε θέσεις αποκρούσεως, κυρίως δυτικά του αεροδρομίου Λευκωσίας. Στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ παρέμειναν 2 λόχοι πεζικού και στο ύψωμα Β το μεγαλύτερο μέρος του λόχου διοικήσεως. Προς υποστήριξη των ο λόχος βαρέων όπλων. Η τουρκική επίθεση εναντίον του λόχου διοικήσεως και του στρατοπέδου έγινε από μία μηχανοκίνητη ταξιαρχία με 40-50 άρματα, και τμήματα της ΤΟΥΡΔΥΚ. Η Αεροπορία παρείχε συνεχή υποστήριξη, κυρίως με βόμβες ναπάλμ, που μετέβαλαν την περιοχή σε κρανίου τόπο. Οι Τούρκοι διεξήγαγαν λυσσαλέες επανειλημμένες επιθέσεις επί τριήμερο, για να καταλάβουν το ύψωμα B και το στρατόπεδο. Οι απώλειες ήταν μεγάλες, τόσο για τους επιτιθέμενους όσο και για τους αμυνόμενους. Χαρακτηριστική η δήλωση του Τούρκου υπουργού Άμυνας 2 χρόνια αργότερα: «… Εάν οι Έλληνες είχαν αποστείλει έστω και 4 αεροσκάφη στην Κύπρο, εμείς θα αναγκαζόμασταν να ματαιώσουμε τη συνέχιση της επιχείρησης…». Από την ΕΛΔΥΚ έπεσαν στα πεδία των μαχών, στους 2 Αττίλες, 105 αξιωματικοί και οπλίτες. Πολλοί ήταν και οι τραυματίες.
Η Κύπρος φρόντισε εξαρχής να αποδώσει τον οφειλόμενο σεβασμό και τη δικαιούμενη τιμής στους νεκρούς της ΕΛΔΥΚ και να τους εναποθέσει αξιοπρεπώς στα ματωμένα χώματα της. Οι ΕΛΔΥΚάριοι πολέμησαν αβοήθητοι και μόνοι για να περισώσουν την εθνική αξιοπρέπεια και την τιμή των ελληνικών όπλων, μέχρις εξαντλήσεως και του τελευταίου φυσιγγίου. Ήταν όλοι τους γνήσιοι απόγονοι ευκλεών, ανδρείων και γενναίων πολεμιστών. Το ίδιο, βεβαίως, ισχύει και για τους Ελληνοκύπριους συμπολεμιστές τους.
Σε όλους αυτούς ταιριάζουν απόλυτα αυτά που είχε πει ο Καβάφης «τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή τους ώρισαν και φυλάνε Θερμοπύλες και περισσότερη τιμή τούς πρέπει όταν προβλέπουν και πολλοί προβλέπουν πως ο εφιάλτης θα φανεί στο τέλος κ’ οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούν».
*Υπηρετούσε πριν από 50 χρόνια στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ). Ήταν αυτόπτης μάρτυρας στα γεγονότα πριν, κατά και μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Πάμε να το ακούσουμε...