Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου

 Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου 1906 στο φιλολογικό περιοδικό «Παναθήναια».


Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου πρωτοδημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου 1906 στο τεύχος 141-142 του δεκαπενθήμερου φιλολογικού περιοδικού Παναθήναια. Ο «φακός» του Παπαδιαμάντη εστιάζει στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας στη Σκιάθο. Στο προαύλιο του ναϊσκου υπάρχει μια μικρή προχειροκτισμένη καλύβα, όπου ζει σαν καλόγηρος ένας πρώην άρχοντας του τόπου, ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας, που αναπολεί τις καλές και κακές στιγμές της ζωής του.

    Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, είς έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον-εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ.Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.
    Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι του Τουνεζίου, επανωβράκι τσόχινον, με ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν με ηλέκτρινον μαμόν, και κρατών με την αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δεν ήτο και πολύ γέρων, ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από την αρχαιοτέραν και πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.
    Την Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τα είκοσι πέντε έτη, και είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς και τρεις θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τον ουδόν του γήρατος, δεν συνέζη πλέον μαζί της.
    Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τα τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί και δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή και συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός και θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός , υπέρ το έτος διαρκέσας. Μετά τον χωρισμόν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ των συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει από τριών ετών και ημίσεος. Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτο υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.

    Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο;
    Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον παρουσιασθή πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι’ όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ’ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τον έτρωγαν!».  Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον του τόπου.
    Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ’ έξω, και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν, ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής, αρχομένης της εκατονταετηρίδος, κανείς δεν έδωκε προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς.
    Αλλ’ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κι εμπορεύοντο κι εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην των χρημάτων, και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία και ημισεία, και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ’ εαυτών και τα κτήματα.
   Έως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ’ επ’ εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ’ απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε κατ’ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου... Πλην φευ! αυτός δεν ήτο μόνος καϋμός του…
    Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ’ ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του... Είχε πρόσφατον πένθος.

    -Α! Τώχασα το καϋμένο μ’, το ευάγωγο, τόχασα!...
   Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάξη. Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν –το οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών- του είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών...
   Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρυίνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν του. Ιερόσυλος ευτυχώς κανείς ακόμη δεν είχε αναφανεί εις τα μέρη αυτά.
   Ήτον παραμονή της εορτής, ότε θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παππανικόλας ο συμπέθερός του. Εις τον Παππανικόλαν έδιδεν ο Φραγκούλας διά τον κόπον του εν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παππάς διά λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδον αι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ’ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τα εισέπραττεν ο Φραγκούλης ως εισόδημα ιδικόν του...
    Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν... και ανελογίζετο πώς, άλλοτε, όταν ήτο νέος ακόμη, μετά τον πρώτον χωρισμόν από τη γυναίκα του, η πανήγυρις αύτη της Παναγίας της Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά να επέλθη συνδιαλλαγή μετά της γυναικός του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, και το Κουμπώ, το θυγάτριον το οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλας.
   -Τόχασα, το καημένο μου, το ευάγωγο, τόχασα!...
   Ω, δεν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τον από της γυναικός του χωρισμόν –την οποίαν άλλως τρυφερώς ηγάπα- όσον εθρήνει την σκληράν απώλειαν εκείνην της κορασίδος, την οποίαν εις τον άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον να επανεύρη... Και κατενύσσετο πολύ η καρδία του και εθλίβετο... Και ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν... Τον παλαιόν καιρόν, προ του Εικοσιένα, όταν το σήμερον έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι, και των δύο ενοριών, ήρχοντο εις τον ναόν της Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν’ ακούσωσι τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ’ όλον τον Δεκαπενταύγουστον...
    Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.
   Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα , τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη».
   Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους,ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε
Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»,

    ...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...».  Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως...
    Ο γέρο-Φραγκούλας επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει... Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχε αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτσα του... και την ηγάπα ακόμη. Αλλ’ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα, και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω, ατέλειαι των ανθρώπων!
   Τώρα εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι! ». Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Τα κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε να τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα ήρχισαν κι εξηκολούθουν να τίκτουν...
   Ανελογίζετο αυτά, κι  έκλαιεν η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», -όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι προ δεκαπέντε ετών... Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.
    Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της. πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου. Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων. και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή όπως τώρα, από την πολίχνην την κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίον το έρημον, του οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι και δεν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου κι εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον... Και τότε ο Φραγκούλης ήτο σαράντα χρόνων και τώρα ήτο πενηνταπέντε. Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ’ είχε πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν’ αγαπήση... Αλλά τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα την Σινιώραν, την επόνει, αλλ’ έκλαιε πολύ περισσότερον διά το θυγάτριόν του, το Κουμπώ, «το καϋμένο το ευάγωγο!».
   Εκείνην την φοράν, ο παππά-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς:
  -Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.
  -Τι τρέχει, παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα.
  -Θα σου έλθει τ’ ασκέρι... Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα…
  Ο παπάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλη· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; -καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.
   -Θάρθη μαζί κι’ η μάνα τους;
  -Βέβαια... πιστεύω, είπεν ο παππάς.

    Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα τέσσερα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον συζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά –εις ευτελές δωμάτιον, χάρις ταπεινώσεως, το οποίον ονόμαζε «το κελλί του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ’ έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.
   Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον Ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κι εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του.
   Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!».
    Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κι εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.
   Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοθινωνικόν κτλ. κτλ.
    Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κι επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.
    Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγη ότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»
    Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ ήξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννοούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία», αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»
    Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κι εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.
    - Πειο σιγά, πιο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το Κύριε ελέησον, γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.
   Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παπάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι ο Θεός, κι η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατά του παππά, κι’ ο παπάς αν ήθελε να φάγη κι άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσες.
   Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:
   - Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!».
   Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγει:
  - Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».
  Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν ήξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το «Κύριε ελέησον» λέγεται τρις και πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.

   Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παπάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην.
   Πριν παρέλθη έτος εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.
  Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή.
  - Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λεγ’ η μητέρα, ζωνταρφανά.
  Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε:
   - Τάμαθες, πατέρα; ... Θα παντρέψουμε τ’ Αργυρώ μας ... Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είναι πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ’ Αργυρώ μας ... για να μην κακιώση ο γαμπρος! ...
   Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κι εφιλιώθη με την σύζυγόν του. Ηρραβώνισαν
την Αργυρώ, είτα μετ’ ολίγους μήνας την εστεφάνωσαν ... Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου και μ’ ένα γεροντόπαιδον μαζί, το οποίον ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμο της πρωτοτόκου.
   Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχη πλησίον του πατρός της, και να τον παρακινή ν’ αγαπήση με την μητέρα.
    Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν:
    - Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα ... Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στον μαχαλά στο δρόμο που περνώ, και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της…». Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα...
    Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της. Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη.
   -Τι έχεις κορίτσι μου; της είπεν ο πατήρ της.
   -Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω απ’ τον καημό μου!
   -Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.

 Τω όντι,, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ’ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχεν δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθεν παρά την κλίνην της και της ανήγγειλεν ότι έκαμε αγάπην με την μητέρα της διά να χαρή, ήτο αργά πλέον. Η τρυφερή παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με τη λαλιάν εις το στόμα.
   -Πατέρα! Πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία ... με την μητέρα μαζύ!...
   Είπε και απέθανε!
   Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του ... Κατόπιν απεσύρθη, κ’ εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν ...
   Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γίνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο μίαν τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί!». Μόνον εν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει. Του εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, και η άλλη η δευτερότοκος, δεν την ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δεν την επένθησαν, όσον της ήξιζε, την ατυχή μικράν, την Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει να ζη ολομόναχος πάλιν, τώρα «επί γήρατος ουδώ». Και ενθυμείτο τον στίχον του Ψαλτηρίου: «Μη απώση με εις καιρόν γήρως ... και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».
   Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν... αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα –ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα, με νερόμυλον –και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν.«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε...»
    Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φωνή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα:

«Αντιλαβού μου και ρύσαι
 των αιωνίων βασάνων...»


Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology/81

Η Κοίμησις της Θεοτόκου

 Άρθρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς» στις 15 Αυγούστου 1887.


Άρθρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εφημερίς στις 15 Αυγούστου 1887.

   Μία των γλυκυτέρων και συμπαθεστέρων εορτών του χριστιανικού κόσμου είναι και η Κοίμησις της υπεραγίας Θεοτόκου, ην σήμερον εορτάζει η Εκκλησία. Ευθύς από των πρώτων μ.Χ. αιώνων, έξοχος υπήρξεν η τιμή και ευλάβεια, ην απένεμον οι χριστιανοί προς την Παρθένον Μαρίαν. Αλλ’ η σημερινή εορτή είναι η κατ’ εξοχήν μνήμη της Θεοτόκου, άτε την Κοίμησιν αυτής υπόθεσιν έχουσα.
   Η Κοίμησις αύτη συνέβη, κατά την ευσεβή παράδοσιν, τη 15 Αυγούστου, αλλά προϊόντος του χρόνου, συν τη καλλιεργεία και αναπτύξει του χριστιανικού πνεύματος, ετάχθη η προηγουμένη της ημέρας ταύτης δεκατετραήμερος εγκράτεια, προς τιμήν της υπεράγνου Θεομήτορος και αυτή γινομένη. Αγομένης της νηστείας ταύτης, ψάλλονται εν τοις ιεροίς ναοίς εναλλάξ καθ’ εκάστην, οι δύο μελωδικώτατοι Παρακλητικοί Κανόνες, η Μεγάλη λεγομένη παράκλησις και η Μικρά. Και αύτη μεν επιγράφεται «ποίημα Θεοστηρίκτου μοναχού, η Θεοφάνους», και πιθανώτατον, ότι είναι του Θεοφάνους μάλλον, διότι πράγματι φαίνεται έργον δοκιμωτάτου ποιητού, η δε Μεγάλη παράκλησις είναι ποίημα του βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως. Εξόριστος από της βασιλευούσης, αλωθείσης υπό των Λατίνων, ο ατυχής εκείνος βασιλεύς, ευγλώττως εκχέει τα παράπονά του προς την μόνην πολιούχον αυτής και προστάτιδα: «Προς τίνα καταφύγω άλλην Αγνή; που προστρέξω λοιπόν και σωθήσομαι; Που πορευθώ;. . . Εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι, και επί σε θαρρών κατέφυγον».
   Περί το τέλος του Μεγάλου Παρακλητικού κανόνος ψάλλονται και τα κατανυκτικώτατα εκείνα εξαποστειλάρια. Το πρώτον, ως εκ μέρους της Θεοτόκου, αρχαιοπρεπές και απέριττον, έχει ώδε: «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα, και συ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα». Το τρίτον, ικεσία εκ μέρους των πιστών, είναι περιπαθέστατον: «Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, μη μου ελέγξη τας πράξεις, ενώπιον των αγγέλων, παρακαλώ σε Παρθένε, βοήθησόν μοι εν τάχει». Προς το τροπάριον τούτο συνδέεται ευσεβής τις δοξασία από στόματος εις στόμα φερομένη και ασπαστή παρ’ ορθοδόξοις χριστιανοίς, ότι, κατά την τελευταίαν Κρίσιν, και προ της φρικτής αποφάσεως του αδεκάστου δικαστού, η εύσπλαγχνος Μήτηρ και Παρθένος θ’ ανατείνη το τελευταίον χείρας ικέτιδας προς τον Υιόν της και Κύριον, επικαλουμένη την συγκατάβασιν αυτού επί των αμαρτωλών.
   Μετά την δεκαπενθήμερον προπαρασκευήν και νηστείαν, άρχεται η εορτή, και μετ’ αυτήν τα μεθέορτα, ψαλλόμενα μέχρι της 23 του μηνός, καθ’ ην τελείται η απόδοσις της εορτής, η άλλως λεγομένη και Μετάστασις της Θεοτόκου. Αλλά και όλος ο Αύγουστος μην θεωρείται αφιερωμένος εις την Θεομήτορα, εν τω ιερώ δε Άθω, τη ακροπόλει ταύτη της Ορθοδοξίας, ήτις εδέχθη μετά την πτώσιν της Βασιλευούσης όσα κειμήλια και θησαυρούς δεν περιεσύλησαν οι αλλόφυλοι, και όπου περιεσώθη προς τοις άλλοις και η προς την Θεοτόκον ιδιάζουσα τιμή και το προνόμιον του επ’ ονόματι αυτής σεμνύνεσθαι, τα μεθέορτα εξακολουθούσι και μετά την 23 του μηνός. Χάριν δε περιεργείας δύναται να σημειωθή και η σύμπτωσις, ότι ο Αύγουστος αστρονομικώς ανήκει εις το ζώδιον, το λεγόμενον της Παρθένου.

   Κατ’ αυτήν την ημέραν της εορτής τα άσματα και οι ύμνοι είναι εκ των καλλίστων της Εκκλησίας. Ο,τι υψηλόν και ωραίον έγραψέ ποτέ ο Κοσμάς και ο Δαμασκηνός Ιωάννης, οι δύο μέγιστοι της Εκκλησίας μελοποιοί, τονίζεται την ημέραν ταύτην επ’ εκκλησίας, και η ακολουθία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αμιλλάται προς τας της Μεγάλης Εβδομάδος και των Χριστουγέννων. Λυρικώτατος είναι ο ένθεος Κανών του ιερού Κοσμά, το «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη», εις ήχον α αδόμενος, πανηγυρικώτατος δε ο του θείου Δαμασκηνού  προς το «Ανοίξω το στόμα μου», εις δ ήχον. Ο ειρμός της α ωδής του α ήχου έχει ως εξής: «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη, η ιερά και ευκλεής Παρθένε μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο, προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ μετά χορών και τυμπάνων, τω σω άδοντας Μονογενεί, ενδόξως ότι δεδόξασται».
   Το α τροπάριον της αυτής ωδής λέγει·
   «Αμφεπονείτο αύλων τάξις, ουρανοβάμων εν Σιών το θείον σώμά σου· άφνω δε συρρεύσασα, των Αποστόλων η πληθύς, εκ περάτων Θεοτόκε, σοι παρέστησαν άρδην, μεθ’ ων Άχραντε, σου την σεπτήν, Παρθένε, μνήμην δοξάζομεν».
   Και το β τροπάριον·
   «Νικητικά μεν βραβεία ήρω, κατά της φύσεως Αγνή, Θεόν κυήσασα· όμως μιμουμένη δε, τον ποιητήν σου και Υιόν, υπέρ φύσιν υποκύπτεις, τοις της φύσεως νόμοις· διο θνήσκουσα, συν τω Υιώ, εγείρη διαιωνίζουσα».
   Αξιοσημείωτα είναι τα δύο τροπάρια της ε ωδής του δ ήχου, προς το «Εξέστη τα σύμπαντα»·
   «Κροτείτωσαν σάλπιγγες, των θεολόγων σήμερον, γλώσσα δε πολύφθογγος ανθρώπων, νυν ευφημείτω, περιηχείτω αήρ, απείρω λαμπόμενος φωτί, άγγελοι υμνείτωσαν, της Παρθένου την κοίμησιν».
   «Το Σκεύος διέπρεπε, της εκλογής τοις ύμνοις σου, όλος εξιστάμενος Παρθένε, έκδημος όλος, ιερωμένος Θεώ, τοις πάσι θεόληπτος και ων, όντως και δεικνύμενος, Θεοτόκε πανύμνητε».
   Ο ειρμός της ζ ωδής του α ήχου, εν ω μνημονεύεται κατά χρέος η ιστορία των Τριών Παίδων, έχει ως έπεται·
   «Ιταμώ θυμώ τε και πυρί, θείος έρως αντιταττόμενος, το μεν πυρ εδρόσιζε, τω θυμώ δε εγέλα, θεοπνεύστω λογική, τη των οσίων τριφθόγγω λύρα αντιφθεγγόμενος, μουσικοίς οργάνοις εν μέσω φλογός· ο δεδοξασμένος, των πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει».
   Το επόμενον τω ειρμώ τούτω τροπάριον περιέχει ποιητικωτάτην παραβολήν, ή μάλλον αντίθεσιν, αφορμήν λαβούσαν εκ της συντρίψεως των πλακών της Διαθήκης υπό του Μωυσέως.
   «Θεοπνεύστους πλάκας Μωσής, γεγραμμένας τω θείω Πνεύματι, εν θυμώ συνέτριψεν, αλλ’ ο τούτου Δεσπότης, την τεκούσαν ασινή, τοις ουρανίοις φυλάξας δόμοις, νυν εισωκίσατο· συν αυτή σκιρτώντες, βοώμεν Χριστώ· ο δεδοξασμένος, των πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει».
   Αλλ’ η χρυσή κορωνίς και το επιστέγασμα όλου του Κανόνος, είναι η ωραιοτάτη εκείνη καταβασία της θ ωδής, μετά του Μεγαλυναρίου, ψαλλομένη και εν τη Λειτουργία·
«Αι γενεαί πάσαι, μακαρίζομέν σε, την μόνην Θεοτόκον.
«Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοι Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν, προμνηστεύεται θάνατος· η μετά τόκον Παρθένος, και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου».


Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology/85

Γεύσεις από Ελλάδα στο τραπέζι του Δεκαπενταύγουστου

 Μετά τη δεκαπενθήμερη νηστεία, τον πρώτο λόγο στο τραπέζι ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο έχει το κρέας, που συμπληρώνεται με πολλά άλλα εδέσματα της ελληνικής γης και παράδοσης.


Δεκαπενταύγουστος, «το Πάσχα του καλοκαιριού», ο μήνας της Παναγίας, των πανηγυριών, των εθίμων, αλλά και του καλού φαγητού.

Μετά τη δεκαπενθήμερη νηστεία που επιβάλλει η ορθόδοξη πίστη, τον πρώτο λόγο στο τραπέζι ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο έχει το κρέας που συμπληρώνεται με πολλά άλλα εδέσματα της ελληνικής γης και παράδοσης.

Αυτές είναι κάποιες ιδιαίτερες συνταγές της γιορτινής ημέρας, μιας και στις περισσότερες περιοχές της χώρας στο τραπέζι της Παναγίας πρωταγωνιστούν τα ψητά κρέατα.

Γίδα βραστή με πιλάφι στα Χανιά

Το παραδοσιακό πιλάφι είναι ένα από τα πιάτα που δεν λείπει από το τραπέζι του χανιώτικου Δεκαπενταύγουστου. Συνήθως η παρασκευή του γίνεται σε μεγάλα καζάνια. Στα Χανιά, μαζί με το κόκκινο κρέας, προσθέτουν στην κατσαρόλα και κόκορα ή κοτόπουλο. H απλή αυτή συνταγή χρωστάει τη γεύση της στην καλή ποιότητα του κρέατος. Τα μεγάλης ηλικίας ζώα, όπως το ζυγούρι και η γίδα, δίνουν τον νοστιμότερο ζωμό. Το βραστό κρέας συνοδεύεται πάντα με πιλάφι και σε πολλές περιπτώσεις και με γιαούρτι.

Στα Χανιά τις ημέρες αυτές καταναλώνεται και κρέας ψημένο είτε σε φούρνο με κληματόβεργες, είτε στη θράκα, ενώ σε κάποια χωριά συναντάμε και το αντικριστό.

Τα χόρτα που υπάρχουν σε αφθονία στην κρητική γη είναι βασικό συστατικό στο τραπέζι της Παναγίας, όπως και τα παραδοσιακά καλτσούνια με τυρί. Φυσικά από το τραπέζι δεν λείπουν ποτέ το κρασί, η τσικουδιά και το ρακόμελο.Σε πολλά κρητικά τραπέζια βασικό συνοδευτικό αποτελούν και οι κρεατόπιτες.

Όλη η κρητική γη σε ένα τραπέζι του Ρεθύμνου

Μπουρέκι, αντικριστό στη φωτιά, αρνίσιο κρέας, πιλάφι, μυρωδάτα χειροποίητα λουκάνικα, βραστό κρέας, μακαρόνια με τριμμένο ξερό ανθότυρο, ντολμαδάκια με γιαούρτι, κολοκυθοανθοί γεμιστοί, ψητό στις κληματόβεργες στο φούρνο με πατάτες οφτές, είναι τα πιο γνωστά πιάτα που κυριαρχούν στο γιορτινό τραπέζι την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου.

Από το τραπέζι δεν λείπουν οι σαλάτες, πράσινες της εποχής, με πολλά μυρωδικά, με κυρίαρχο τον άνηθο και τον βασιλικό, αλλά και ο ντάκος, με το παξιμάδι, την τριμμένη ντομάτα, το λάδι, τη μυζήθρα, το χοντρό αλάτι και τη ρίγανη, όπως επίσης και η γραβιέρα που ακουμπάει άκρη, άκρη σε κάθε πιάτο Κρητικού. Όλα μαζί, απλώνονται στα τραπεζομάντιλα προσφέροντας χρώμα, μυρωδιά της απέριττης, φιλόξενης, πλούσιας, κρητικής γης.

Όταν οι πλάτες των ανθρώπων ακουμπήσουν στους τοίχους ή στις καρέκλες τους, τότε είναι που ήρθε η ώρα του γλυκού. Ψητό μήλο, γαλακτομπούρεκο, τσουρεκάκια, πίτες και τυροπιτάκια τηγανητά με μέλι, γλυκά του κουταλιού με γιαούρτι και φυσικά τσικουδιά που βοηθάει και στη χώνεψη.

Κυρίαρχο στο ρεθυμνιώτικο τραπέζι το μπουρέκι. Borek, όπως είναι γνωστό και στη γείτονα χώρα, την Τουρκία, και σημαίνει «μικρή πίτα». Μάλιστα, στα παράλια της Σμύρνης και στην Κωνσταντινούπολη, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ομολογούν την κληρονομιά που απέκτησαν από την κρητική κουζίνα και τις συνταγές τις οποίες χρησιμοποιούν, πότε με παραλλαγές και πότε αυτούσιες. Η λέξη μπουρέκι, ναι μεν είναι τούρκικη, αλλά το κολοκυθομπούρεκο είναι μια καθαρά κρητική συνταγή η οποία δεν λείπει σχεδόν από κανένα σπίτι. Με φύλλο ανοιγμένο στο χέρι, μπόλικο αλεύρι στις πατάτες και στα κολοκύθια, που λεπτοκομμένα ανακατεύονται με τον δυόσμο, και μπόλικη σπιτική μυζήθρα. Ο φούρνος ολοκληρώνει την τέχνη της νοικοκυράς, προσφέροντας ένα εκπληκτικό έδεσμα για το οποίο δεν έχει ακουστεί «κακός λόγος», όπως χαριτολογώντας λένε οι γιαγιάδες.

Παραδοσιακό στιφάδο στην Εύβοια

Ξεχωριστό είναι το πανηγύρι στο χωριό Οξύλιθος στην Κεντρική Εύβοια.Στο πλαίσιο του εορτασμού της Παναγίας Πετριώτισσας ή Παναγίας Χατηριάνισσας τους επισκέπτες τους καλωσορίζουν σερβίροντάς τους παραδοσιακό στιφάδο.

Οι κάτοικοι προσφέρουν κρέας, κρεμμύδια, ντομάτες, κρασί για την παρασκευή του και πολλές φορές λέγεται ότι τα καζάνια όπου μαγειρεύεται ξεπερνούν τα 170. Σιγομαγειρεύεται από την παραμονή. Το έθιμο είναι πολύ παλιό και τηρήθηκε ακόμη και στην Κατοχή, έστω κι αν τότε φτιάχνονταν με ό,τι υλικά ήταν διαθέσιμα.

Παστιτσάδα η κερκυραϊκή

Κάθε χρόνο ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου στην Κέρκυρα, πρωτοστατεί στο γιορτινό τραπέζι, η φημισμένη παστιτσάδα με κόκορα. Ένα πεντανόστιμο φαγητό που έλκει τις ρίζες του από την βενετσιάνικη κουζίνα και συνδυάζει σήμερα τα μακαρόνια με τον κόκορα, ενώ κατά τα βενετικά έτη συνδύαζε τα μακαρόνια με το «κυνήγι» του βασιλιά.

Σύμφωνα με την παραδοσιακή κερκυραϊκή συνταγή, πρώτα ξεκινά η προετοιμασία του κόκορα που αφού ροδιστεί σε φρέσκο βούτυρο, σοτάρεται με μυρωδικά, κρεμμύδια, σκόρδα και μπαχαρικά. Βράζεται σε χαμηλή φωτιά με πελτέ από φρέσκες ντομάτες για τουλάχιστον δύο ώρες.

Στη συνέχεια τα βρασμένα μακαρόνια, κατά προτίμηση χοντρά , στραγγίζονται και πασπαλίζονται με λίγο λάδι, τοποθετούνται σε βαθιά πιατέλα και πάνω τους περιχύνεται η σάλτσα με τα κομμάτια του κόκορα. Κοινό μυστικό των Κερκυραίων η κανέλα, που προστίθεται σχεδόν σε όλα τα φαγητά με κόκκινη δεμένη σάλτσα, ενώ απαραίτητη λεπτομέρεια για το συγκεκριμένο φαγητό το πασπάλισμα με μπόλικο τριμμένο τυρί, που δίνει χρώμα και γεύση.

Η κερκυραϊκή παστιτσάδα με κόκορα έρχεται πρώτη στην προτίμηση των επισκεπτών στην Κέρκυρα κατά τον Δεκαπενταύγουστο, ενώ είθισται σε πολλά πανηγύρια στο νησί, να ψήνονται και αρνιά, καθώς η συγκεκριμένη γιορτή θεωρείται ως το μικρό Πάσχα του καλοκαιριού.

Κυκλαδίτικο ρόστο

Σε πολλά νησιά των Κυκλάδων, όπως π.χ. Πάρο, Σαντορίνη, Ίο και Σίφνο, η παραδοσιακή γιορτινή συνταγή έχει ως βάση της το χοιρινό. Το φαγητό λέγεται «Κυκλαδίτικο ρόστο». Το ρόστο είναι πιάτο με ιταλική καταγωγή, που περιλαμβάνει κρέας με πατάτες, καρότα και μανιτάρια, σερβιρισμένο με χοντρά μακαρόνια και παρέχει δύο γεύματα μαγειρεμένα στο ίδιο σκεύος χωρίς να χρειάζεται η χρήση φούρνου. Αρχικά, τα μακαρόνια σερβίρονταν σαν πρώτο πιάτο με την κόκκινη σάλτσα ντομάτα. Μετά σερβιριζόταν το κρέας κομμένο σε φέτες, που συνήθως ήταν ένα φτηνό κομμάτι χοιρινού αντί για στήθος, με πατάτες, καρότα και μανιτάρια. Χοιρινό ρόστο με δεντρολίβανο και μπύρα, συναντάται και στην Κεφαλλονιά, καθώς και στην Κύπρο το οποίο παρασκευάζεται με πολλά είδη κρέατος, κυρίως με κυνήγι.



Ο τορπιλισμός της «Έλλης»

 Ανήμερα της εορτής της Παναγίας το 1940, το ιταλικό υποβρύχιο «Ντελφίνο» τορπιλίζει και βυθίζει στο λιμάνι της Τήνου το ελληνικό καταδρομικό «Έλλη»...


Τον Αύγουστο του 1940 ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κόντευε να συμπληρώσει ένα χρόνο. Η Ελλάδα, την οποία κυβερνούσε δικτατορικά ο Ιωάννης Μεταξάς, μπορεί να τηρούσε ουδέτερη στάση, αλλά ήταν εμφανές ότι βρισκόταν στο πλευρό της Αγγλίας, που εκείνη την περίοδο δοκιμαζόταν σοβαρά από τις αεροπορικές επιθέσεις της «Λουφτβάφε». Η φασιστική Ιταλία, σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας, με τον ισχυρό στόλο της διεκδικούσε την πρωτοκαθεδρία στις θάλασσες της Μεσογείου από τη Μεγάλη Βρετανία.

Η διαταγή για τον τορπιλισμό της «Έλλης», ενός ελαφρού καταδρομικού πλοίου («ευδρόμου» με την ορολογία του μεσοπολέμου), δόθηκε από την ιταλό διοικητή των Δωδεκανήσων Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι, ηγετικό στέλεχος του Φασιστικού Κόμματος της Ιταλίας και πρέπει να ήταν σε γνώση του Ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Το ιταλικό υποβρύχιο «Ντελφίνο» με διοικητή τον υποπλοίαρχο Τζουζέπε Αϊκάρντι ξεκίνησε από τη ναυτική βάση στο Παρθένι της Λέρου το βράδυ της 14ης Αυγούστου, με αποστολή να πλήξει εχθρικά πλοία στην Τήνο, τη Σύρο και στη συνέχεια να αποκλείσει τη Διώρυγα της Κορίνθου.

Τις πρωινές ώρες της 15ης Αυγούστου το ιταλικό υποβρύχιο βρέθηκε έξω από το λιμάνι της Τήνου «εν καταδύσει», με σκοπό να τορπιλίσει τα επιβατικά πλοία «Έλση» και «Έσπερος», που μετέφεραν προσκυνητές, αλλά οι Ιταλοί τα θεωρούσαν οπλιταγωγά και συνεπώς εχθρικά. Από το περισκόπιο ο Αϊκάρντι είδε να καταφθάνει στο λιμάνι ένα πολεμικό και δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη, όπως δήλωσε μετά τον πόλεμο. Επρόκειτο για το καταδρομικό «Έλλη», που κατέπλεε στην Τήνο για τις εορταστικές εκδηλώσεις της Μεγαλόχαρης.

Στις 8.25 π.μ., λίγη ώρα πριν από τη λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας κι ενώ στην παραλία υπήρχε πολύς κόσμος, το «Ντελφίνο» έπληξε με τρεις τορπίλες το ελληνικό πολεμικό πλοίο. Η μία μόνο τορπίλη βρήκε στόχο, αλλά έπληξε καίρια το ελληνικό πλοίο στο μηχανοστάσιο και τις δεξαμενές πετρελαίου. Μία ώρα αργότερα, το «Έλλη» βυθίστηκε, παρά τις προσπάθειες του πληρώματος να το κρατήσουν στον αφρό. Οι άλλες δύο τορπίλες αστόχησαν και εξερράγησαν στην προκυμαία. Από την επίθεση του «Ντελφίνο» σκοτώθηκαν ένας υπαξιωματικός και οκτώ ναύτες του «Έλλη», ενώ οι τραυματίες ανήλθαν στους 24. Μία γυναίκα, που βρισκόταν στην παραλία, πέθανε από καρδιακή προσβολή μετά την έκρηξη της δεύτερη τορπίλης στην προκυμαία.

Μετά την εκτέλεση της αποστολής του, το «Ντελφίνο» απομακρύνθηκε χωρίς να γίνει γνωστή η ταυτότητά του. Μετά από λίγες ώρες κατέπλευσε στη Σύρο, αλλά αναχώρησε αμέσως άπρακτο, καθώς δεν υπήρχε κανένα πλοίο στο λιμάνι του νησιού. Το «Ντελφίνο» επέστρεψε εσπευσμένως στη Λέρο με διαταγή των ιταλικών αρχών, ακυρώνοντας την αποστολή του στην Κόρινθο. Η επιχείρηση δεν φαίνεται να ήταν σε γνώση των πολιτικών αρχών της Ρώμης (πλην ίσως του Μουσολίνι). Ο υπουργός Εξωτερικών, Γκαλεάτσο Τσιάνο, έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι η βύθιση του ελληνικού πλοίου οφείλεται στη θρασύτητα του Ντε Βέκι.

Η έρευνα που διενήργησαν δύτες του Πολεμικού Ναυτικού, έδειξε ότι η τορπίλες ήταν ιταλικές και επομένως η επίθεση έγινε από ιταλικό υποβρύχιο. Η κυβέρνηση Μεταξά τήρησε απόλυτα μυστικό το πόρισμα της έρευνας, για να μην προκαλέσει την Ιταλία και διαταράξει την ουδετερότητα της Ελλάδας. Τελικά, δημοσιοποιήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1940, δύο ημέρες μετά την ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Παρά ταύτα, από την πρώτη στιγμή η ελληνική κοινή γνώμη δεν είχε καμία αμφιβολία για την εθνικότητα του υποβρυχίου.

Το 1950, στο πλαίσιο των πολεμικών επανορθώσεων, η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα το ελαφρύ καταδρομικό «Ευγένιος της Σαβοίας» (Eugenio Di Savoia), το οποίο μετονομάστηκε σε «Έλλη» τον Ιούνιο του 1951 και ύψωσε την ελληνική σημαία. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 το ναυάγιο του «Έλλη» ανελκύστηκε τμηματικά και πουλήθηκε για παλιοσίδερα (σκραπ). Το 1985 Έλληνες δύτες ανακάλυψαν στο βυθό της Τήνου τα απομεινάρια της ιταλικής τορπίλης που βύθισε το «Έλλη». Το εύρημα εκτίθεται στο Ναυτικό Μουσείο Πειραιά.



Άγιος Ταρσίζιος

Λειτουργικά κείμενα



                   Πηγή

Ανάμνηση Θαύματος Υπεραγίας Θεοτόκου

Υπέρμαχος συ σων πολιτών ωράθης,
Θραύουσα εχθρούς Aγαρηνούς αθέους.

Κοίμησις της Θεοτόκου


Οὐ θαῦμα θνῄσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην,
Τοῦ κοσμοπλάστου σαρκικῶς τεθνηκότος.
Ζῇ ἀεὶ Θεομήτωρ, κἂν δεκάτῃ θάνε πέμπτῃ.


Λειτουργικά κείμενα


Οπτικοακουστικό Υλικό

Σχετικά κείμενα

                               Πηγή