Καραγκιόζης


Λαϊκό θέατρο σκιών, ανατολίτικης προέλευσης, που πήρε το όνομά του από τον πρωταγωνιστή του, τον Καραγκιόζη, ένα πανέξυπνο τύπο, μόνιμα φτωχό και σαρκαστή των πάντων.

Για την καταγωγή του Καραγκιόζη έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες. Πιο πειστική είναι αυτή που τον θέλει να κατάγεται από τη μακρινή Ανατολή (Κίνα και Ινδία) και μέσω Τουρκίας να ήλθε στην Ελλάδα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο τουρκικός Καραγκιόζης (Karagöz = μαυρομάτης στα τουρκικά) διαδόθηκε σε όλες τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήδη από τον 17ο αιώνα, διασκεδάζοντας το κοινό με την ιθυφαλλική εμφάνισή του και την αισχρολογία του.

Πρώτη γραπτή μαρτυρία για τον Καραγκιόζη στον ελληνικό χώρο έχουμε στις 18 Αυγούστου 1841, όταν η αθηναϊκή εφημερίδα «Ταχύπτερος Φήμη» αναγγέλλει: «Την 21 του παρόντος, θα παρουσιαστεί εις Ναύπλιον η κωμωδία του Καραγκιόζη, έχουσα αντικείμενον τον Χατζ-Αββάτην και Κουσζούκ-Μεϊμέτην». Το 1852 η εφημερίδα «Αθηνά» άσκησε κριτική στη διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών, διότι ανεχόταν «την εν τισιν καφενείοις παράστασιν του λεγόμενου Καραγκιόζη, ενώ άλλοτε αυστηρώς εμποδίζετο αύτη». Και κατήγγηλλε ότι «αισχρών και ασέμνων πράξεων σκηναί παρίστανται δια των νευροσπάστων εις τα βωμολοχικά τοιαύτα των Ασιατών θέατρα», ώστε η διαφθορά να περνάει σε ολόκληρη την κοινωνία, αφού «απειράριθμον πλήθος διαφόρων παίδων, και πολλοί μάλιστα εκ των μαθητών των γυμνασίων και των σχολείων μας» σύχναζαν εκεί κάθε βράδυ «αδιακόπως».

Ο εξελληνισμός του Καραγκιόζη πρέπει να ξεκίνησε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, από την Ήπειρο, όταν καραγκιοζοπαίχτες της εποχής εκείνης παρουσίαζαν την παράσταση με το Μεγαλέξανδρο και το φίδι, συνδέοντας έτσι για πρώτη φορά τον Καραγκιόζη με την ελληνική λαϊκή παράδοση. Η Πάτρα ήταν το μέρος, όπου ο Καραγκιόζης εξελληνίστηκε οριστικά μέσα από τις καινοτομίες, που επέφερε σε πρόσωπα και θέματα ο καραγκιοζοπαίχτης Μίμαρος, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Σαραντούνη (1865-1912).

Ο Μίμαρος δημιούργησε νέους χαρακτήρες (Κολλητήρι, Σιορ Διονύσιος, Βεληγκέκας), έστρεψε τις παραστάσεις του Καραγκιόζη και προς το ηρωικό δράμα (με αναφορές στους ήρωες του ‘21), μεγάλωσε τη σκηνή, τοποθετώντας την καλύβα και το σαράι, ενώ άρχισε να φτιάχνει τις φιγούρες με χαρτόνι και όχι από τενεκέ, όπως κατασκευάζονταν μέχρι τότε. Ο μαθητής του Μίμαρου, Γιάννης Ρούλιας, δημιούργησε τον τύπο του Μπαρμπαγιώργου, ο Γιάννης Μώρος τον Σταύρακα και ο σπουδαίος καραγκιοζοπαίχτης Αντώνης Μόλλας (1871-1949) λιγότερο δημοφιλείς ήρωες, όπως τον Πεπόνια, τον Καικαί και τον Νώντα.

Οι παραστάσεις του Καραγκιόζη ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στη χώρα μας μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και προσέλκυαν κόσμο κάθε ηλικίας. Σταδιακά, μετά τον πόλεμο και με την άνοδο του κινηματογράφου, ο Καραγκιόζης άρχισε να χάνει την αίγλη του και περιορίστηκε μόνο στο παιδικό κοινό. Στις μέρες μας και τα παιδιά ακόμα δείχνουν να τον εγκαταλείπουν, έχοντας ανακαλύψει νέους ήρωες από την τηλεόραση και το διαδίκτυο.

Οι βασικοί ήρωες του Καραγκιόζη

  • Καραγκιόζης: Ο πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών. Είναι κακάσχημος και καμπούρης, μόνιμα φτωχός και σαρκαστής των πάντων. Σοφίζεται χίλια τεχνάσματα για να τα βολέψει στη ζωή και τα καταφέρνει περίφημα, μ’ όλο που φορτώνεται καρπαζιές κάθε τόσο. Σύμφωνα με το συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου «το σπουδαιότερο μήνυμά του μπροστά στην απελπισία της νεοελληνικής ζωής είναι ο αντιστασιακός αμοραλισμός του και το αιώνιο κέφι του».
  • Κολλητήρης και Κοπρίτης: Γιοι του Καραγκιόζη, «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του πατέρα τους.
  • Μπαρμπαγιώργος: Θείος του Καραγκιόζη, που εκφράζει τον πρωτόγονο, απλοϊκό, αλλά αχάλαστο Έλληνα. Ζει σε κάποιο χωριό της Ρούμελης και έρχεται στην πόλη για δουλειές ή για να βοηθήσει τον ανιψιό του.
  • Χατζηαβάτης: Φοράει τουρκική φορεσιά και σκούφια. Είναι τίμιος και σοβαρός, αλλά συχνά ενδίδει στους πειρασμούς του Καραγκιόζη και διαπράττει μαζί του διάφορες μικροαπάτες. Του αρέσει να κολακεύει τους ισχυρούς και στη νεοελληνική ζωή έχει ταυτιστεί με τον δουλοπρεπή τύπο, «τον αιώνια συμβιβαστικό και συνεργαζόμενο πάντα με τις δυνάμεις κατοχής της εξουσίας.» (Ιωάννου)
  • Σιορ-Διονύσιος ή Νιόνιος: Είναι κατά φαντασία αριστοκράτης, που δυτικοφέρνει και μιλάει με το ζακυνθινό ιδίωμα.
  • Σταύρακας: Μάγκας και ψευτοπαλληκαράς, φίλος του Καραγκιόζη, που συχνά πυκνά τον χλευάζει.
  • Βεληγκέκας: Τουρκαλβανός, εκτελεστικό όργανο του Πασά.
  • Μορφονιός: Υπερβολικά άσχημος, με μεγάλο κεφάλι και τεράστια μύτη, που θεωρεί τον εαυτό του μέγα εραστή.
  • Εβραίος: Κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη και μιλάει κακά ελληνικά.
  • Μπέης: Πλούσιος αστός, που αναθέτει δουλειές στο Καραγκιόζη μέσω του Χατζηαβάτη.
  • Βεζύρης ή Πασάς: Αντιπροσωπεύει την τουρκική εξουσία.


Ζωή Λάσκαρη: Η Σταρ Ελλάς που έγινε σταρ του σινεμά

 Ελληνίδα ηθοποιός, ένα από τα πιο λαμπρά αστέρια της «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου την δεκαετία του εξήντα και σύμβολο του σεξ στην εποχή της.

Ζωή Λάσκαρη (1942 – 2017)

Η Ζωή Λάσκαρη υπήρξε ένα από τα πιο λαμπρά αστέρια της «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου την δεκαετία του εξήντα, ενώ τα επόμενα χρόνια διέγραψε μια σημαντική πορεία στο θέατρο. Μέσα από τους ρόλους της στην μεγάλη οθόνη, διαμόρφωσε την εικόνα της δυναμικής αλλά και μοιραίας γυναίκας, όντας το σύμβολο του σεξ της εποχής της και το κρυφό απωθημένο πολλών ανδρών.

Η Ζωή Κουρούκλη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 12 Δεκεμβρίου 1942 (κατ’ άλλους το 1940, το 1941 ή το 1944, σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό της) και μεγάλωσε υπό την σκέπη των παππούδων της. Ήταν η μοναχοκόρη του βασιλόφρονα στρατιωτικού Δημητρίου Κουρούκλη, ο οποίος σκοτώθηκε από άνδρες του ΕΛΑΣ το 1943, κατά την διάρκεια της Κατοχής, ενώ και η μητέρα της υπήρξε θύμα των κομμουνιστών, κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.

Φοίτησε στο εκπαιδευτήριο θηλέων Βαλαγιάννη και στην ελληνογαλλική σχολή καλογραιών Καλαμαρί στην Θεσσαλονίκη, καθώς και στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη στην Αθήνα. Στις 20 Ιουνίου 1959, πήρε μέρος στα καλλιστεία, που διοργάνωσε η εφημερίδα «Απογευματινή» και στέφθηκε σταρ Ελλάς και στις 26 Ιουλίου του ίδιου χρόνου εκπροσώπησε την Ελλάδα στον διαγωνισμό της «Μις Υφήλιος», που έγινε στο Λονγκ Mπιτς των ΗΠΑ.

Το 1961, ο Φιλοποίμην Φίνος την επέλεξε για πρωταγωνίστρια στην δραματική ταινία «Κατήφορος» σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και υπέγραψε μαζί της αποκλειστικό συμβόλαιο συνεργασίας. Η ταινία ήταν η πιο επιτυχημένη εμπορικά τη σεζόν 1961-1962, καθιερώνοντας τη Ζωή Λάσκαρη ως πρωταγωνίστρια και ως μια από τις πιο λαμπρές σταρ της «χρυσής εποχής» του κινηματογράφου. Για να μην γίνεται σύγχυση με την εξαδέλφη της Ζωή Κουρούκλη, η οποία ήταν ήδη γνωστή τραγουδίστρια, ο Φίνος την «βάφτισε» Λάσκαρη εμπνευσμένος από το όνομα ενός Ιταλού.

Τα επόμενα χρόνια θα πρωταγωνιστήσει σε πολλές από τις μεγάλες επιτυχίες της Φίνος Φιλμ και θα συνεργαστεί με όλους τους σταρ της εποχής της (Αλέκος ΑλεξανδράκηςΝίκος Κούρκουλος, Φαίδων Γεωργίτσης, Ρένα ΒλαχοπούλουΝτίνος Ηλιόπουλος, Κώστας Βουτσάς, Μάρθα Καραγιάννη, Μαίρη Χρονοπούλου, κ. ά). Στις μεγάλες της επιτυχίες συγκαταλέγονται οι ταινίες: «Νόμος 4000» (1962), «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Στεφανία» (1966), «Οι Θαλασσιές οι χάντρες» (1967) και «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1968), όλες σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη.

Η «Στεφανία» και ο «Κατήφορος» έκαναν διεθνή καριέρα, διευρύνοντας την φήμη της Λάσκαρη στο εξωτερικό, ενώ «Οι θαλασσιές οι χάντρες» έκλεψαν, εκτός συναγωνισμού, τις εντυπώσεις στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών το 1967, την ώρα που ο γαλλικός Τύπος έπλεκε το εγκώμιο της Ελληνίδας πρωταγωνίστριας.

Στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Τζένη Καρέζη, θεωρούνταν οι μεγαλύτερες ντίβες και πιο εμπορικές σταρ στην Ελλάδα. Η Ζωή Λάσκαρη είχε διαμορφώσει με τους ρόλους της την εικόνα της δυναμικής αλλά και μοιραίας γυναίκας και ήταν το νούμερο ένα σύμβολο του σεξ της εποχής της.

Η δύση του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου θα σηματοδοτήσει τη ενασχόλησή της Ζωής Λάσκαρη με το θέατρο. Το 1966, σε συνεργασία με τον Αντρέα Ντούζο, περιόδευσε στην Κύπρο με τα έργα «Μιας πεντάρας νιάτα» των Γιαλαμά - Πρετεντέρη, την «Παγίδα» του Ρόμπερτ Τόμας και την «Βαθιά γαλάζια θάλασσα» του Τέρενς Ράτιγκαν.

Το 1970, κάνει την πρώτη της θεατρική εμφάνιση στην Αθήνα με το μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη «Μαριχουάνα Στοπ», το οποίο μεταφέρθηκε ένα χρόνο αργότερα στον κινηματογράφο με συμπρωταγωνιστή της τον Τόλη Βοσκόπουλο. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, δημιουργήθηκε και το μεταξύ τους φλογερό ειδύλλιο, που αποτυπώθηκε στο τραγούδι του Βοσκόπουλου «Ξανθή Αγαπημένη Παναγιά», με το οποίο συμμετείχε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης το 1972.

Στην συνέχεια η Ζωή Λάσκαρη, πρωταγωνίστησε στις μεγάλες θεατρικές επιτυχίες «Ξυπόλητη στο πάρκο» του Νιλ Σάιμον, «Η κυρία του Μαξίμ» του Ζορζ Φεϊντό και «Μις Πέπσι» της Πιερέτ Μπρινό. Η υποδοχή που την επιφύλαξαν οι θεατρικοί κριτικοί ήταν ενθουσιώδης.

Το 1982, πρωταγωνίστησε στην ταινία του Γιώργου Καρυπίδη «Αναμέτρηση» και το 1985 προκάλεσε σκάνδαλο, όταν έγινε η πρώτη ελληνίδα πρωταγωνίστρια που εμφανίσθηκε γυμνή σε φωτογράφηση της ελληνικής έκδοσης του περιοδικού «Playboy» (τεύχος Οκτωβρίου).

Το 1987, πρωταγωνίστησε σε δύο ποιοτικές βιντεοταινίες. Η πρώτη με τίτλο «H γυναίκα της πρώτης σελίδας», σε σκηνοθεσία Νίκου Φώσκολου, κυκλοφόρησε σε τρία μέρη και το 1990 προβλήθηκε από το Mega, ως σειρά 12 επεισοδίων. Στην δεύτερη με τίτλο «Αντίστροφη Πορεία» σε σκηνοθεσία Mανούσου Mανουσάκη, υποδυόταν μια εκδότρια μεγάλης εφημερίδας, με συμπρωταγωνιστή τον Aλέκο Aλεξανδράκη.

Πιστή λάτρης του θεάτρου συνεχίζει, αρχές δεκαετίας του ενενήντα, να παρουσιάζει μεγάλα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, σε συνεργασία με σπουδαίους Έλληνες σκηνοθέτες. Το 1990 ο Μίνως Βολανάκης την σκηνοθετεί στην «Καινούρια σελίδα» του Νιλ Σάιμον και την επόμενη σεζόν στο «Τρελοί για έρωτα» του Σαμ Σέπαρντ.

Την ίδια περίοδο ξεχωρίζουν οι εμφανίσεις της στα έργα: «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ» του Έντουαρντ Άλμπι (1992) , «Ορφέας στον Άδη» του Τένεσι Ουίλιαμς (1993), «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Έντουαρντ Άλμπι (1995), και τα τρία σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, καθώς και το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ευγένιου Ο' Νηλ (1997), σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη. Η συνεργασία της με τον Μιχάλη Κακογιάννη στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη (1997) έτυχε θερμής υποδοχής από τον Τύπο. Η θεατρική συνεργασία της με τον Ανδρέα Βουτσινά και τον Σταύρο Τσακίρη συνεχίζεται και στις αρχές του 2000 με τα έργα «Συνάντηση» του Πέτερ Νάντας, όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Απόστολο Γκλέτσο και «Σκηνές Γάμου» του Έντουαρντ Άλμπι. Αποτίοντας ωστόσο έναν ιδιαίτερο φόρο τιμής στον Άλμπι θα ανεβάσει για δύο συνεχόμενες σεζόν την «Ευαίσθητη Ισορροπία» σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Ήταν η τέταρτη φορά στην θεατρική της καριέρα που ανέβασε έργο του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα.

Tο 2003 ίδρυσε την δική της θεατρική σκηνή στον πολυχώρο «Αθηναΐδα» στην Αθήνα. Το 2005 ανέβασε το «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά. Οι κριτικοί συμφωνούν για τον πρωτοποριακό τρόπο με τον οποίο «φώτισε» η ερμηνεία της αυτό το σπουδαίο έργο. Ακολούθησε, για δύο θεατρικές σεζόν, το έργο «Άλμα Μάλερ» του Ρον Χάρτ, σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Τις σεζόν 2011-2013 παρουσίασε το έργο του Μάρτιν Σέρμαν «Ρόουζ» σε σκηνοθεσία του διεθνούς φήμης Ρώσου σκηνοθέτη Άντολφ Σαπίρο.

Το 2013, τιμήθηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, για τη συνολική προσφορά της στον κινηματογράφο. Το 2015, εμφανίστηκε για τελευταία φορά στην μεγάλη οθόνη στην ταινία του Δημήτρη Τζέτζα «The Republic» και τον επόμενο χρόνο στο θέατρο, στην παράσταση «Νύφη κουράγιο», σε κείμενο και σκηνοθεσία του Νίκου Μουτσινά, όπου μοιραζόταν τη σκηνή με την κόρη της Μαρία - Ελένη Λυκουρέζου.

Η Ζωή Λάσκαρη είχε ασχοληθεί και με την πολιτική ως δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων,επί δημαρχίας Δημήτρη Αβραμόπουλου.

Στην προσωπική της ζωή, εκτός από την πολυθρύλητη σχέση της με τον Τόλη Βοσκόπουλο, παντρεύτηκε δύο φορές. Την πρώτη, το 1967, με τον καλαματιανό επιχειρηματία Πέτρο Κουτουμάνο (1935-2013), με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, την Μάρθα Κουτουμάνου, Το ζευγάρι χώρισε οριστικά την άνοιξη του 1971. Το 1976 παντρεύτηκε τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο, με τον οποίο απέκτησε μια ακόμη κόρη, την Μαρία – Ελένη Λυκουρέζου, πρώην σύζυγο του ηθοποιού και πολιτικού Απόστολου Γκλέτσου. Το 1997 έγινε γιαγιά της Ζένιας από τον γάμο της Μάρθας με τον Βλάση Μπονάτσο.

Η Ζωή Λάσκαρη πέθανε αιφνιδίως στις 18 Αυγούστου 2017 στο εξοχικό της στο Πόρτο Ράφτη.




Χαλέντ Αλ Άσαντ

 Διακεκριμένο σύρος αρχαιολόγος, που δολοφονήθηκε από το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL). Είχε αποκληθεί ο «Χάουαρντ Κάρτερ της Παλμύρας» για το σημαντικό ανασκαφικό έργο του στην αρχαία πόλη της Παλμύρας.

Χαλέντ Αλ Άσαντ (1932 – 2015)

Διακεκριμένο σύρος αρχαιολόγος, που δολοφονήθηκε από το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL). Είχε αποκληθεί ο «Χάουαρντ Κάρτερ της Παλμύρας» για το σημαντικό ανασκαφικό έργο του στην αρχαία πόλη της Παλμύρας.

Ο Χαλέντ Αλ Άσαντ (Khaled al-Asad) γεννήθηκε στην Ταντμούρ της Συρίας, γνωστή και ως νέα πόλη της Παλμύρας, το 1932. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού και στη συνέχεια συμμετείχε σε ανασκαφές στην Παλμύρα. Από το 1963 έως τη συνταξιοδότησή του το 2003 ήταν επικεφαλής των αρχαιολογικών ερευνών στην Παλμύρα.

Το 2001 ανακάλυψε 700 ασημένια νομίσματα που έφεραν τα πρόσωπα των Περσών βασιλιάδων Χοσρόη Α’ και Χοσρόη Β’, οι οποίοι είχαν εισβάλλει στη Συρία τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Το 2003 ήταν επικεφαλής ομάδας Σύρων και Πολωνών αρχαιολόγων που έφεραν στην επιφάνεια ένα εξαιρετικής αρχαιολογικής σημασίας μωσαϊκό του 3ου μ.Χ. αιώνα στην Παλμύρα.

Όταν τον Μάιο του 2015 το Ισλαμικό Κράτος κατέλαβε την περιοχή της Παλμύρας, ο Αλ Άσαντ είχε προλάβει να απομακρύνει σημαντικούς αρχαιολογικούς θησαυρούς. Ο ίδιος συνελήφθη και στις 18 Αυγούστου 2015 αποκεφαλίστηκε δημοσίως στην Παλμύρα, με τις κατηγορίες ότι υπήρξε «αποστάτης του Ισλάμ», «διευθυντής ειδώλων», «εκπρόσωπος της Συρίας σε συνέδρια απίστων» και «επισκέπτης του σιιτικού Ιράν». Σύμφωνα με μαρτυρίες από την περιοχή, η σορός του κρεμάστηκε από ένα ρωμαϊκό κίονα.

Ο Αλ Άσαντ ήταν παντρεμένος και πατέρας 11 παιδιών. Ήταν μέλος του κυβερνώντος κόμματος Μπάαθ του σύρου προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ και ίσως αυτή του η ιδιότητα να έπαιξε ρόλο στη δολοφονία του.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1433

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

 Κορυφαίος ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ηγετική προσωπικότητα της λεγόμενης «Γενιάς του ‘27», που εκτελέστηκε από τους Εθνικιστές του Φράνκο.

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898 – 1936)

Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (Federico García Lorca) είναι ο κορυφαίος ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας του 20ου αιώνα. Είναι γνωστός παγκοσμίως για τα ποιήματά του «Ρομανθέρο Χιτάνο» και «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας», καθώς και για τη δραματική του τριλογία «Ματωμένος γάμος», «Γέρμα» και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Η κεντρική θεματική των έργων του, που ισορροπούν μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού, περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα, την υπερηφάνεια, το πάθος και τον βίαιο θάνατο. Βίαιος ήταν και ο δικός του θάνατος, όταν εκτελέστηκε από τους Εθνικιστές του Φράνκο, λίγο μετά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, σε μία ιδιαίτερα δημιουργική περίοδο της σύντομης ζωής του.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Φεδερίκο δελ Σαγράδο Κοραθόν ντε Χεσούς Γκαρθία Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 στην κωμόπολη Φουέντε Βακέρος της Ανδαλουσίας. Ο πατέρας του Φεδερίκο Γκαρθία Ροδρίγκεθ ήταν μεγαλοαγρότης της περιοχής και η μητέρα του Βιθέντα Λόρκα Ρομέρο δασκάλα. Και οι δυο γονείς του αγαπούσαν τη μουσική, που την εμφύσησαν και στο μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά τους. Ο πατέρας του έπαιζε κιθάρα και η μητέρα του πιάνο.

Σε ηλικία 10 ετών, η οικογένειά του μετοίκησε στην κοντινή πόλη της Γρανάδας, όπου ο Λόρκα παρακολούθησε μαθήματα σ’ ένα σχολείο Ιησουιτών. Με την πίεση του πατέρα του γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, την οποία τελείωσε ύστερα από εννέα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, καθώς τα ενδιαφέροντά του εστιάζονταν στη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη μουσική.

O Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα σε ηλικία 20 ετών (1919)
O Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα σε ηλικία 20 ετών (1919)
Το 1919 εγκαταστάθηκε στη «Φοιτητική Κατοικία» του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, που είχε γίνει το πολιτιστικό κέντρο της ισπανικής πρωτεύουσας. Εκεί δημιούργησε φιλίες με καλλιτέχνες και συγγραφείς της γενιάς του, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί, ο κινηματογραφιστής Λουίς Μπουνιουέλ και ο ποιητής Ραφαέλ Αλμπέρτι. Εκεί συνάντησε καθιερωμένες από παλαιότερα χρόνια προσωπικότητες, όπως τον ποιητή Χουάν Ραμόν Χιμένεθ.

Στα δύο πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Φοιτητική Κατοικία, η ποίησή του έγινε γνωστή σε όλους τους λογοτεχνικούς κύκλους της Ισπανίας. Δύσκολα δεχόταν τη δημοσίευση κάθε έργου του. «Η ποίηση δημιουργείται για ν’ απαγγέλλεται», έλεγε, «σ’ ένα βιβλίο είναι νεκρή». Έτσι απήγγειλε την ποίηση και διάβαζε τα θεατρικά του έργα σαν μεσαιωνικός τροβαδούρος.

Καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του ήταν η συνεργασία του με τον διακεκριμένο συνθέτη Μανουέλ ντε Φάγια (ή Φάλια, όπως είναι γνωστός στην Ελλάδα) στο φεστιβάλ λαϊκής μουσικής της Γρανάδας το 1922. Στις παραδόσεις της λαϊκής και τσιγγάνικης μουσικής ο Λόρκα θεώρησε ότι βρήκε λύση στις μουσικές, ποιητικές και πνευματικές αναζητήσεις του. Το ποίημα «Romancero Gitano» («Τσιγγάνικο Ρομανθέρο» ή «Τσιγγάνικο Τραγουδιστάρι»), που γράφτηκε μεταξύ 1924 και 1927 και δημοσιεύτηκε το 1928, έμελλε να είναι η λυρική έκφραση αυτής της λύσης. Ο Λόρκα ήταν τώρα ο σπουδαιότερος ισπανός ποιητής και ηγετική προσωπικότητα της λεγόμενης «Γενιάς του ‘27».

Το ταξίδι στη Νέα Υόρκη

Τη διετία 1929-1930, ο Λόρκα έζησε στη Νέα Υόρκη στη φοιτητική εστία του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Μη μπορώντας να μιλήσει αγγλικά, υπέστη ένα πολιτιστικό σοκ, την κατάρρευση του προσωπικού του κόσμου, ενώ ήταν μάρτυρας του οικονομικού κραχ της Γουόλ Στριτ. Οι εμπειρίες του αυτές μετουσιώθηκαν στο ποιητικό του έργο «Ένας ποιητής στη Νέα Υόρκη» («Poeta en Nueva York»), που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, το 1940. Η φρίκη του ποιητή για ό,τι θεωρούσε ως θάνατο της ζωής ενός μηχανοποιημένου πολιτισμού μεταφέρεται με τον αντιστικτικό συνδυασμό βάναυσων και βασανιστικών εικόνων.

O Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα με τον νεαρό ζωγράφο Σαλβαδόρ Νταλί το 1927
O Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα με τον νεαρό ζωγράφο Σαλβαδόρ Νταλί το 1927
Το 1931 ο Λόρκα επέστρεψε δια μέσου Κούβας στην Ισπανία, όπου συνέχισε να γράφει ποιήματα, αλλά και θεατρικά έργα. Εκφράζοντας το ενδιαφέρον του για το κουκλοθέατρο, που τον είχε συνεπάρει από τα παιδικά του χρόνια, έγραψε τα έργα «Οι Φασουλήδες του Κατσιπόρα» («Los titeres de cachiporra», 1931), μία τραγικωμωδία γεμάτη φαρσικές καταστάσεις, και «Η μικρή παράσταση του Δον Κριστόμπαλ» («Retabillo de Don Christobal», 1931).

Η έλευση της Δημοκρατίας στην Ισπανία έστρεψε τον Λόρκα ολοκληρωτικά στο θέατρο. Ο υπουργός Παιδείας υποστήριξε τον σπουδαστικό θίασο «La Baracca» («Η Παράγκα»), που έδινε παραστάσεις, από το 1932 έως το 1935, παρουσιάζοντας αριστουργήματα του κλασικού θεάτρου σε εργάτες και χωρικούς. Ιδρυτής και καθοδηγητής του θιάσου ήταν ο Λόρκα, που ανέβασε έργα των Λόπε ντε Βέγα, Καλντερόν ντε λα Μπάρκα, ακόμη και Θερβάντες.

Τα τρία σπουδαιότερα θεατρικά έργα του Λόρκα

Το 1933 άρχισε να παρουσιάζει τα τρία σπουδαιότερα και δημοφιλέστερα θεατρικά του έργα, μία τριλογία σύγχρονων τραγουδιών, με θέματα παρμένα από την καθημερινή ζωή. Το 1933 ανέβηκε ο «Ματωμένος Γάμος» («Bodas de sangre»), τον επόμενο χρόνο η «Γέρμα» («Yerma»), ενώ το 1936 έγραψε «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα («La casa de Bernarda Alba»), που ανέβηκε μετά το θάνατό του στο Μπουένος Άιρες. Το 1935 έγραψε το ποίημα «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» («Llanto por Ignacio Sanchez Mejias»), στη μνήμη του φίλου του ταυρομάχου και διανοούμενου που σκοτώθηκε σε μια ταυρομαχία.

Οι θεωρίες για τα κίνητρα των εκτελεστών του

Τον Ιούλιο του 1936 εκδηλώθηκε η ανταρσία του στρατηγού Φράνκο κατά της δημοκρατικής κυβέρνησης της Μαδρίτης, η οποία πυροδότησε τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Ο Λόρκα πήγε στη Γρανάδα για να βρει τους δικούς του. Στις 17 Αυγούστου 1936 συνελήφθη από τους οπαδούς (φαλαγγίτες) του Φράνκο και την επομένη εκτελέστηκε.

Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα τον Μάιο του 1935
Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα τον Μάιο του 1935
Ο τάφος του Λόρκα δεν βρέθηκε ποτέ και αποτελεί ένα μυστήριο μέχρι σήμερα. Πολλοί ερευνητές υποθέτουν ότι πρέπει να είναι θαμμένος στον τόπο της εκτέλεσής του στα περίχωρα της Γρανάδας. Οι μέχρι τώρα ανασκαφές δεν έχουν αποδώσει. Στα τέλη του 2008 ο γνωστός ισπανός δικαστής Μπαλτάθαρ Γκαρθόν άνοιξε το φάκελο Λόρκα και προχώρησε στις αναγκαίες ανακριτικές πράξεις για τη διαλεύκανση της δολοφονίας.

Άλλωστε έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς διάφορες θεωρίες για τα κίνητρα που όπλισαν το χέρι των εκτελεστών του. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι ο Λόρκα δολοφονήθηκε από φαλαγγίτες του Φράνκο, που δεν του συγχώρησαν τη συμπόρευσή του με το κυβερνών Λαϊκό Μέτωπο (σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αναρχικοί).

Στον αντίποδα, έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι τα κίνητρα της εκτέλεσής του μπορεί να μην ήταν αμιγώς πολιτικά. Η δεδηλωμένη ομοφυλοφιλία του είχε ενοχλήσει πολλούς στη συντηρητική Ανδαλουσία και περισσότερο κάποιους συγγενείς του, που επιζητούσαν ένα τρόπο να ξεπλύνουν το οικογενειακό όνειδος. Όσοι ακολουθούν αυτή τη θεωρία στηρίζουν την άποψή τους και στο γεγονός ότι ο Λόρκα δεν είχε κομματικές συμπάθειες και διατηρούσε φιλίες με πρόσωπα και από τις δύο παρατάξεις, όπως με τον αρχηγό των φαλαγγιτών Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, με τον οποίο συνήθιζε να γευματίζει κάθε Παρασκευή.

Το έργο του Λόρκα έχει μεγάλη απήχηση στη χώρα μας. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί από σπουδαίους ποιητές, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Νίκος Γκάτσος και μελοποιηθεί από συνθέτες, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης («Ρομανθέρο Χιτάνο»), Σταύρος Ξαρχάκος («Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας»), Μάνος Χατζιδάκις, Γιάννης Γλέζος, Χρήστος Λεοντής, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιώργος Κουρουπός, Δημήτρης Μαραμής, Νίκος Κυπουργός, Τάσος Καρακατσάνης, Νότης Μαυρουδής και Γιάννης Αγγελάκας.



Άγιοι Φλώρος και Λαύρος


Δίψει τελευτῆς τῆς ὑπὲρ Θεοῦ Λόγου,
Χωροῦσι Φλῶρος καὶ Λαῦρος πρὸς τὸ φρέαρ
Φλώρῳ ἀμφ' ὀγδοάτῃ δεκάτῃ φρέαρ εἰσέδυ Λαῦρος.


Λειτουργικά κείμενα


Οπτικοακουστικό Υλικό

                  Πηγή