Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024
Η Μάχη του Μαντζικέρτ
Στις 26 Αυγούστου 1071 οι Έλληνες υφίστανται δεινή ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Μαντζικέρτ, πλησίον της λίμνης Βαν, με αποτέλεσμα να κλονισθεί ο έλεγχός τους στη Μικρά Ασία. Πολλοί διακεκριμένοι ιστορικοί (Άννα Κομνηνή, Στίβεν Ράνσιμαν, Τζούλιους Νόργουιτς) υποστηρίζουν ότι με την ήττα αυτή σημειώνεται η αρχή του τέλους της ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολή και η βαθμιαία τουρκοποίηση της Μικράς Ασίας.
Η πόλη του Ματζικέρτ (σημερινό Μαλαζγκίρτ Τουρκίας) υπήρξε σταθερός στόχος των κατακτητικών βλέψεων των ποικίλων εχθρών της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα των Σελτζούκων Τούρκων κατά τον 11ο αιώνα. Η στρατηγική θέση της για την άμυνα τής αυτοκρατορίας ενισχύθηκε με την εξαίρετη οχύρωση και την αξιόμαχη φρουρά της.
Η προσπάθειά τους να καταλάβουν την πόλη κατά την περίοδο της βασιλείας τού Κωνσταντίνου Γ’ του Μονομάχου (1042-1054) αποκρούστηκε από τη σθεναρή αντίσταση της φρουράς. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία με μεγάλες απώλειες, αλλά δεν παραιτήθηκαν από το στόχο. Ο σουλτάνος τους Αλπ-Αρσλάν, μετά από αλλεπάλληλες στρατιωτικές επιτυχίες, πέτυχε να καταλάβει τα ισχυρά φρούρια του Ανίου κι έπειτα από συνεχείς προσπάθειες το φρούριο του Μαντζικέρτ (1070), αποκτώντας έτσι τον έλεγχο στην ευρύτερη περιοχή.
Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης (1068-1071) ανέλαβε οργανωμένη εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων, την τρίτη κατά σειρά, το 1071. Επικεφαλής ενός πολυεθνικού μισθοφορικού στρατού, που αποτελείτο από Έλληνες, Φράγκους, Ίβηρες, Βάραγγους, Ρώσους, Βούλγαρους, Τούρκους, Αρμενίους κ.ά, επανακατέλαβε το Μαντζικέρτ, κατά τη διάρκεια της απουσίας του Αλπ-Αρσλάν, που πολιορκούσε την Έδεσσα της Μεσοποταμίας (σημερινή Ούρφα Τουρκίας). Όταν έμαθε ότι οι Έλληνες είχαν ξαναπάρει το Μαντζικέρτ, απέρριψε τις προτάσεις ειρήνης του αυτοκράτορα και βάδισε εναντίον του. Πλησιάζοντας τη βυζαντινή στρατιά παρουσίασε τις δικές του προτάσεις ειρήνης, οι οποίες απορρίφθηκαν από τον Ρωμανό.
Ο Ρωμανός οδηγήθηκε τραυματισμένος ενώπιον του Αλπ - Αρσλάν, ο οποίος του συμπεριφέρθηκε καλά, και αναγκάσθηκε να δεχτεί τους όρους της συνθήκης που του υπαγόρευσε: παροχή ετήσιων φόρων και στρατιωτικής βοήθειας, απελευθέρωση όλων των μουσουλμάνων αιχμαλώτων και συνοριακοί διακανονισμοί.
Οι συνέπειες της μάχης του Μαντζικέρτ ήταν τεράστιες, όπως προαναφέρθηκε. Δεν οφείλονται, όμως, αποκλειστικά στην ήττα των Ελλήνων στο πεδίο της μάχης, αλλά και στην εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε στην αυτοκρατορία. Ο Αλπ-Αρσλάν ενδιαφερόταν κυρίως για την ενοποίηση των μουσουλμάνων και ετοιμαζόταν να πολεμήσει εναντίον της Αιγύπτου. Δεν επιδίωξε σοβαρά εδαφικά κέρδη εις βάρος της νικημένης αυτοκρατορίας, για την όποια έτρεφε, όπως όλοι οι σύγχρονοί του, σεβασμό και κάποιο δέος.
Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στη Μικρά Ασία, όταν ο Ρωμανός απελευθερώθηκε και προσπάθησε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε το τελικό χτύπημα σε ό,τι είχε περισωθεί από την οργανωμένη ελληνική άμυνα. Η σύλληψη και η τύφλωση του Ρωμανού από τους αντιπάλους του, έδωσε στους Τούρκους την αφορμή να θεωρήσουν άκυρη τη συνθήκη του 1071 και να αρχίσουν πάλι με μεγαλύτερη ένταση τις επιδρομές στα ελληνικά εδάφη.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/972
Η Μάχη των Βασιλικών
Αποφασιστικής σημασίας μάχη για την εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης, με μεγάλες απώλειες για του Τούρκους, κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου του Αγώνα.
Η Μάχη των Βασιλικών υπήρξε αποφασιστικής σημασίας μάχη για την εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου του Αγώνα. Η νίκη των Στερεοελλαδιτών οπλαρχηγών κατά των Τούρκων στα Βασιλικά της Λοκρίδας στις 26 Αυγούστου 1821, εμπόδισε το πολυάριθμο ασκέρι του Μπεϊράν Πασά να εισβάλει στην Πελοπόννησο κι επέτρεψε στους Πελοποννήσιους επαναστάτες να συνεχίσουν απρόσκοπτα την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Μετά τις αποτυχίες του Ομέρ Βρυώνη στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, ο Σουλτάνος οργάνωσε νέα εκστρατεία, με σκοπό την καταστολή της επανάστασης, όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και στην Πελοπόννησο. Η αρχηγία ανατέθηκε στον Μπεϊράν Πασά, ο οποίος προερχόταν από τη Μακεδονία, όπου είχε καταπνίξει τις τοπικές επαναστατικές εστίες.
Με το στράτευμά του, αποτελούμενο από 8.000 άνδρες, ιππικό και πυροβολικό, στρατοπέδευσε στο Ζητούνι (Λαμία) για τις τελικές προετοιμασίες της εκστρατείας. Υπό τις διαταγές του είχε τους στρατηγούς - πασάδες Χατζή Μπεκίρ, Μεμίς και Σαχίν Αλί.
Στα μέσα Αυγούστου ο γηραιός οπλαρχηγός Γιάννης Ξύκης, γνωστότερος με το προσωνύμιο Δυοβουνιώτης, πληροφορήθηκε τις κινήσεις των Τούρκων κι έσπευσε να το ανακοινώσει τάχιστα στους άλλους οπλαρχηγούς της περιοχής. Το πολεμικό συμβούλιο έγινε στο Εργίνι (Ρεγγίνι) της Μενδενίτσας, ένα χωριό που βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Καλλίδρομο. Στη σύναξη συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Γιάννης Δυοβουνιώτης, ο Γιάννης Γκούρας, ο Κομνάς Τράκας, ο Αντώνης Κοντοσόπουλος, ο Κώστας Καλύβας, ο Κώστας Μπίτης, ο Νάκος Πανουργιάς, ο Βασίλης Μπούσγος και ο Παπαντρέας. Από το πολεμικό συμβούλιο απουσίαζε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο οποίος βρισκόταν Αττική.
Μη γνωρίζοντας την πορεία που θα ακολουθούσε το τουρκικό ασκέρι, ο Γκούρας με τους Πανουργιά και Παπαντρέα πρότειναν να πιάσουν την ορεινή διάβαση της Φοντάνας, ένα στενό και κακοτράχαλο πέρασμα. Αντίθετα, ο Δυοβουνιώτης έχοντας μεγαλύτερη πολεμική πείρα υποστήριξε ότι έπρεπε να πιάσουν τον δρόμο των Βασιλικών (δυτικά των Καμένων Βούρλων), που ήταν πλατύτερος μέσα σε κοιλάδα, γιατί, όπως εκτίμησε, οι πασάδες θα προτιμήσουν να περάσουν από αυτό το σημείο, όχι μόνο σε μια επίδειξη δύναμης, αλλά και για πρακτικούς λόγους, καθώς από τη στενωπό της Φοντάνας ήταν αδύνατον να περάσουν το πυροβολικό και οι άμαξες της εφοδιοπομπής.
Στις 26 Αυγούστου δόθηκε η αποφασιστική μάχη. Ο Μπεϊράν Πασάς έριξε όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του, αλλά ο Γιάννης Γκούρας που είχε το γενικό πρόσταγμα κατόρθωσε με μία κυκλωτική κίνηση να περάσει άνδρες του στα νώτα του εχθρού, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να βρεθούν ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Η μάχη διάρκεσε όλη την ημέρα και κατά το απόγευμα άρχισε να γέρνει υπέρ των Ελλήνων. Ο Μπεϊράν σχεδόν περικυκλωμένος διέταξε υποχώρηση κι επέστρεψε ταπεινωμένος στο Ζητούνι.
Οι απώλειες των Τούρκων στη Μάχη των Βασιλικών ήταν σημαντικές. 700 άνδρες σκοτώθηκαν, 1.500 τραυματίστηκαν και κάπου 400 αιχμαλωτίστηκαν. Συνολικά, το ένα τρίτο της τουρκικής στρατιάς τέθηκε εκτός μάχης. Ανάμεσα στους σκοτωμένους ήταν ο γιος του Μπεϊράν Πασά, ο Μεμίς Πασάς (τον σκότωσε με το σπαθί του ο Γκούρας, ο οποίος έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε στο τέλος της μάχης το χέρι του να έχει πρηστεί), αρκετοί αγάδες και μπέηδες. Ο έτερος των στρατηγών Σαχίν Αλή τραυματίστηκε σοβαρά. Οι ελληνικές απώλειες ήταν μικρές – 10 νεκροί και 30 τραυματίες. Πολλά ήταν και τα λάφυρα που αποκόμισαν οι επαναστάτες: 400 άλογα, 8 κανόνια και 400 άμαξες με τροφές και πολεμοφόδια.
Την επομένη της μάχης έφτασε στην περιοχή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Στην
έκθεση που έστειλε στον Δημήτριο Υψηλάντη, ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Οι Έλληνες από την ορμήν τους με τα δόντια έτρωγαν τους Τούρκους, όπου τέλος πάντων έτρεχε το αίμα ποταμηδόν, από την ώραν όπου ήρχισεν ο πόλεμος έως το πουρνό, και ανίσως οι Έλληνες δεν έπιπτον εις τα λάφυρα και δεν ενύκτωνε, δεν ήθελε μείνει βέβαια ούτε ρουθούνι από τους Τούρκους και ήθελε πιάσωμεν τον ίδιον Μπαΐράμ πασάν ζωντανόν. Μόλο τούτο δεν είναι μικρά πράγματα εκείνα που έπαθον. Με μέτρον εσκοτώθηκαν 700 και αιχμάλωτοι επιάσθησαν ζωντανοί 221. Αμάξια είχαν 1.000 με παξιμάδια, κριθάρι και άλλα είδη. Έκαψαν από αυτά οι Τούρκοι 600. Τα δε 400 τα επήραμε και όλων των αμαξών τα βόδια και βουβάλια. Τους επήραμε και οκτώ κανόνια, το μπουγασή μπαϊράκι. Τους επήραμε και όλα τα επίλοιπα. Ομοίως τους επήραμε και τα τουμπελέκια. Δεν δύναται χέρι να περιγράψη όσα τους εκάμαμε. Τούτο μόνον σου λέγω όπου τέτοιος πόλεμος δεν είχε γένει από εμάς.»
Ο μεγάλος ηττημένος της Μάχης των Βασιλικών, Μπεϊράν Πασάς, εξαφανίστηκε από το προσκήνιο των πολεμικών επιχειρήσεων κι έκτοτε δεν ακούστηκε κάτι γι’ αυτόν. Ενδέχεται να αυτοκτόνησε ή, κατά μία άποψη, να θανατώθηκε ύστερα από διαταγή του σουλτάνου.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/1431
Άγιοι Αδριανός και Ναταλία
Eις τον Aδριανόν.
Ἀδριανοῦ τέμνουσι χεῖρας καὶ πόδας
Χεῖρες πονηρῶν, ὧν φονοδρόμοι πόδες.
Eις την Nαταλίαν.
Ἐν τῷ βίῳ σύνευνος, ἐν δὲ τῷ πόλῳ
Ἀδριανῷ σύσκηνος ἡ Ναταλία.
Ἀδριανὸς τμήθη χεῖρας πόδας εἰκάδι ἕκτῃ.
Ο Άγιος Αδριανός, από τη Νικομήδεια, έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Μαξιμιανού και ήταν παντρεμένος με την Ναταλία. Μια μέρα λοιπόν είδε 23 χριστιανούς, να είναι έτοιμοι να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Ο 28χρονος Αδριανός, εντυπωσιάστηκε από αυτά πού άκουσε και δήλωσε στους ειδωλολάτρες ότι είναι κι' αυτός χριστιανός. Αμέσως τον έπιασαν και τον έκλεισαν στην φυλακή. Εκεί πήγε η Ναταλία να του συμπαρασταθεί και να του πει να μην λυγίσει. Στην συνέχεια, αφού υπέμεινε πολλά και φρικτά βασανιστήρια παρέδωσε το πνεύμα του. Αξιοσημείωτο είναι, ότι όταν οι ειδωλολάτρες επιχείρησαν να του κάψουν το σώμα, ξέσπασε μία δυνατή νεροποντή η οποία έσβησε τη φωτιά. Το σώμα του ενταφιάστηκε από την γυναίκα του την Ναταλία, η οποία μετά από λίγο καιρό θάφτηκε δίπλα του, αφού μαρτύρησε και αυτή για τον Χριστό.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ἀναφαίρετον ὄλβον ἠγήσω, τὴν σωτήριον, πίστιν τρισμάκαρ, καταλιπῶν τὴν πατρῴαν ἀσέβειαν καὶ τῷ Δεσπότῃ κατ' ἴχνος ἑπόμενος, κατεπλουτίσθης ἐνθέοις χαρίσμασιν Ἀδριανὲ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, ὁμοὺ σὺν Ναταλία τὴ θεόφρονι.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Γυναικὸς θεόφρονος τοὺς θείους λόγους, ἐν Καρδίᾳ θέμενος, Ἀδριανέ μάρτυς Χριστοῦ, ἐν τοῖς βασάνοις προσέδραμες, σὺν τῇ συζύγῳ τὸ στέφος δεξάμενος.
Ὁ Οἶκος
Καιρὸς ἐπέστη τοῖς πιστοῖς, χαρμόσυνος ἡμέρα, Ἀδριανοῦ τοῦ θείου ἐνθέως εὐφρανθῶμεν, ἀναβοῶντες πρὸς αὐτόν· Μάρτυς τοῦ Κυρίου, ὁ τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν σαφῶς ἀγωνισάμενος, καὶ στέφος οὐρανόθεν δεξάμενος τῆς δικαιοσύνης, ἀπὸ πάσης ἐπηρείας τοῦ ἀλλοτρίου ἡμᾶς ῥῦσαι πάντας, ἴασίν τε ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἐξαπόστειλον ἡμῖν, καὶ τὴν κηλῖδα πᾶσαν τοῦ νοὸς ἐκκάθαρον οὐρανόθεν, σὺν τῇ συζύγῳ τὸ στέφος δεξάμενος.