Πτολεμαίος ΙΕ’

Πτολεμαίος ΙΕ’ (47 π.Χ. – 30 π.Χ.)

Ο τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Πτολεμαίων, που κυβέρνησε την Αίγυπτο για περίπου 300 χρόνια (328 π.Χ. - 30 π.Χ.). Ήταν περισσότερο γνωστός ως Καισαρίων (μικρός Καίσαρας). Ο πρόγονός του και ιδρυτής της δυναστείας Πτολεμαίος Α' Σωτήρ ήταν στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ Φιλομήτωρ Καίσαρ, όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του ονόματός του, γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου του 47 π.Χ. και ήταν καρπός του έρωτα του Ιουλίου Καίσαρα με τη βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα Ζ'. Το 48 π.Χ, ο Ρωμαίος στρατηλάτης βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια για να μεσολαβήσει ως επιδιαιτητής στη δυναστική διαμάχη που είχε ξεσπάσει στην Αίγυπτο μεταξύ της Κλεοπάτρας και του αδελφού της Πτολεμαίου ΙΓ'.

Δύο χρόνια αργότερα, το 46 π.Χ, η Κλεοπάτρα επισκέφθηκε τη Ρώμη και ο Ιούλιος Καίσαρ αναγνώρισε επίσημα τον Καισαρίωνα ως γιο του. Ο ίδιος ήταν νυμφευμένος με την Καλπουρνία (την τρίτη σύζυγό του), αλλά δεν είχαν παιδιά. Στόχος της Κλεοπάτρας ήταν να καταστήσει τον Καισαρίωνα διάδοχο του Ιουλίου Καίσαρα, σε μια περίοδο που η Ρώμη μετασχηματιζόταν σε αυτοκρατορία.

Το 44 π.Χ, ο Ιούλιος Καίσαρ δολοφονείται από τον Κάσσιο και τον Βρούτο και η Κλεοπάτρα αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Ρώμη. Λίγο αργότερα πεθαίνει και ο συμβασιλέας αδελφός της Πτολεμαίος ΙΔ' και ο τρίχρονος Καισαρίων τον διαδέχεται στο αξίωμα.

Το 41 π.Χ. η Κλεοπάτρα ενώνει τις τύχες της με τον Μάρκο Αντώνιο, εταίρο της τριανδρίας που κυβερνούσε τη Ρώμη. Μετά τις εμφύλιες διαμάχες και τη συντριπτική ήττα του Αντωνίου στο Άκτιο το 31 π.Χ. από τον εταίρο του στην τριανδρία Οκταβιανό (τον μετέπειτα Αύγουστο), η Κλεοπάτρα για να προφυλάξει τον Καισαρίωνα, τον έστειλε στην Ινδία μέσω Αιθιοπίας, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος.

Το 30 π.Χ. ο Οκταβιανός καταλαμβάνει χωρίς δυσκολία την Αίγυπτο και οι δύο εραστές, Αντώνιος και Κλεοπάτρα, αυτοκτονούν. Θέλοντας να διασφαλίσει τη μελλοντική του εξουσία, ο Οκταβιανός πείθει τον έφηβο πλέον Καισαρίωνα να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια και στις 30 Αυγούστου του 30 π.Χ. δίνει εντολή να τον δολοφονήσουν. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι στην απόφασή του αυτή τον επηρέασε ο μυστικοσύμβουλός του Άρειος Δίδυμος, που του είπε «ουκ αγαθόν πολυκαισαρίη», εννοώντας ότι δύο Καίσαρες δεν χωράνε στη Ρώμη. Έτσι, εκλείπει και ο τελευταίος γόνος της δυναστείας των Πτολεμαίων και η Αίγυπτος γίνεται ρωμαϊκή επαρχία.



Η δολοφονική απόπειρα κατά του Λένιν

Σε μια περίοδο κατά την οποία η Οκτωβριανή Επανάσταση προσπαθούσε να παγιώσει την εξουσία της στη νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση, ο ηγέτης της Βλαντιμίρ Ουλιάνωφ, γνωστότερος ως Λένιν, έπεφτε θύμα δολοφονικής επίθεσης στη Μόσχα.

Στις 30 Αυγούστου του 1918 ο Λένιν ολοκλήρωσε μια ομιλία του σε εργοστάσιο της σοβιετικής πρωτεύουσας. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο που θα τον μετέφερε πίσω στο Κρεμλίνο, μια μικροκαμωμένη γυναίκα τον πλησίασε και του ζήτησε το λόγο για τη διακυβέρνηση της χώρας. Προτού ο Λένιν της απαντήσει, αυτή τον πυροβόλησε τρεις φορές.

Δύο από τις σφαίρες βρήκαν τον στόχο, η μία σφηνώθηκε στον πνεύμονα του Λένιν και η άλλη στον ώμο του. Η τρίτη τρύπησε το κασκέτο του χωρίς να αγγίξει κάποιο ζωτικό όργανο. Ο βαριά τραυματισμένος Λένιν μεταφέρθηκε αμέσως στο Κρεμλίνο. Για λόγους ασφαλείας, οι γιατροί πραγματοποίησαν επί τόπου την επέμβαση για την αφαίρεση των βολίδων και όχι σε κάποιο νοσοκομείο.

Δράστης της απόπειρας ήταν η Φάνια Καπλάν, μία 35χρονη εβραία από φτωχή πολυμελή οικογένεια. Συνελήφθη αμέσως και οδηγήθηκε στα κρατητήρια της ΤσεΚά, της πανίσχυρης μυστικής αστυνομίας των Μπολσεβίκων, προδρόμου της γνωστής μας Κα-Γκε-Μπε.

Φάνια Καπλάν
Στους πράκτορες που την ανέκριναν δήλωσε αβίαστα ότι προσπάθησε να σκοτώσει τον Λένιν, επειδή τον θεωρούσε «προδότη της επανάστασης», όταν έκλεισε την Καταστατική Συνέλευση, στην οποία πλειοψηφούσαν οι Σοσιαλεπαναστάτες (Εσέρους), τους οποίους υποστήριζε. Το Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα, μεγάλος αντίπαλος των Μπολσεβίκων, ήταν μια μη μαρξιστική σοσιαλδημοκρατική παράταξη με σημαντική απήχηση στην αγροτιά της Ρωσίας.

Η Φάνια Καπλάν δεν ήταν μια τυχαία γυναίκα. Από μικρή στον αντιτσαρικό αγώνα κατηγορήθηκε το 1906 ως συνεργός στη δολοφονία ενός αξιωματούχου του καθεστώτος και καταδικάσθηκε σε ισόβια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Εξέτισε 12 χρόνια από την ποινή της και αποφυλακίστηκε μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917, που κατέλυσε την τσαρική εξουσία και έφερε στην εξουσία τον ομοϊδεάτη της Αλεξάντρ Κερένσκι.

Η Καπλάν καταδικάσθηκε σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες και εκτελέστηκε από τον ναύτη Πάβελ Μάλκοφ στις 3 Σεπτεμβρίου 1918. Ο Λένιν, παρά τη σοβαρότητα των τραυμάτων του, επέζησε. Η υγεία του, όμως, κλονίστηκε σημαντικά και έξι χρόνια μετά, μια σειρά αλλεπάλληλων εγκεφαλικών επεισοδίων τον οδήγησαν στον θάνατο.

Η απόπειρα δολοφονίας του Λένιν και η δολοφονία του Μοϊζέι Ουρίτσκυ, ενός εξέχοντος στελέχους της ΤσεΚα, σηματοδότησε την έναρξη μιας περιόδου της σοβιετικής ιστορίας, που αποκλήθηκε «Ερυθρά Τρομοκρατία». Υπολογίζεται ότι μέσα σε ένα χρόνο πάνω από 6.000 αντίπαλοι του κομμουνιστικού καθεστώτος συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν χωρίς δίκη, ανάμεσά τους και 800 σοσιαλιστές.



Άννα Πολιτκόφσκαγια

 Ρωσίδα δημοσιογράφος, σφοδρή επικρίτρια του προέδρου Πούτιν και του πολέμου στην Τσετσενία. Δολοφονήθηκε το 2007 και ο ιθύνων νους ακόμη αναζητείται.

Άννα Πολιτκόφσκαγια (1958 – 2006)

Η Άννα Πολιτκόφσκαγια ήταν ρωσίδα δημοσιογράφος και πολεμική ανταποκρίτρια, σφοδρή επικρίτρια του προέδρου Πούτιν και του πολέμου στην Τσετσενία. Βρέθηκε δολοφονημένη στη Μόσχα το 2006 και παρότι ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας της καταδικάστηκε σε ισόβια, ακόμη εγείρονται ερωτήματα για τον άνθρωπο που όπλισε το χέρι του.

Η Άννα Πολιτκόφσκαγια (Μαζέπα το πατρικό της επώνυμο) γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου 1958 στη Νέα Υόρκη, όπου ο ουκρανικής καταγωγής πατέρας της υπηρετούσε ως διπλωμάτης της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και αρχικά δούλεψε ως ρεπόρτερ στην «Ιζβέστια», την εφημερίδα που απηχούσε τις απόψεις της σοβιετικής κυβέρνησης.

Η σύλληψη και τα βασανιστήρια

Το 1999 εντάχθηκε στη δημοσιογραφική ομάδα της μικρής αντιπολιτευόμενης εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζέτα» και αμέσως μετά κάλυψε δημοσιογραφικά τον αποσχιστικό πόλεμο στη μουσουλμανική ρωσική δημοκρατία της Τσετσενίας (1999-2006), με θάρρος και χωρίς συναισθηματισμούς, καταγγέλλοντας τις ωμότητες των στρατευμάτων και των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας (ιδιαίτερα της FSB, διαδόχου της KGB). To 2001 συνελήφθη στην Τσετσενία από τις ρωσικές αρχές και υπέστη βασανιστήρια, ακόμη και εικονική εκτέλεση. Επίσης, με την αρθρογραφία της στηλίτευε τη διαφθορά και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Βλαντιμίρ Πούτιν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Το 2002 μεσολάβησε ως διαπραγματεύτρια στους Τσετσένους αντάρτες, που είχαν καταλάβει ένα θέατρο της Μόσχας. Τον Σεπτέμβριο του 2004, όταν επιχείρησε να μεταβεί από τη Μόσχα στο βόρειο Καύκασο για να καλύψει τη δραματική κατάληψη του σχολείου στο Μπεσλάν, υπέστη δηλητηρίαση, όταν ήπιε στο αεροπλάνο ένα φλιτζάνι τσάι και μεταφέρθηκε σε σοβαρή κατάσταση στο νοσοκομείο. Η ίδια είχε αποδώσει τότε τη δηλητηρίασή της στις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες.

Τα επικριτικά βιβλία για τον Πούτιν και η δολοφονία της

Έγραψε δύο βιβλία επικριτικά για τον Πούτιν «Ένας βρόμικος πόλεμος: Μια ρωσίδα ρεπόρτερ στην Τσετσενία» (2001) και «Η Ρωσία του Πούτιν» (2004). Το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο της Διεθνούς Αμνηστίας για την αποκαλυπτική της δημοσιογραφία και το 2004 με το βραβείο «Όλαφ Πάλμε» «για το κουράγιο και τη δύναμη που επέδειξε στη δουλειά της κάτω από δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες».

Η Άννα Πολιτκόφσκαγια είχε δεχθεί πολλές απειλές για τη ζωή της και στις 7 Οκτωβρίου 2006, ανήμερα των γενεθλίων του προέδρου Πούτιν, βρέθηκε δολοφονημένη μέσα στο ασανσέρ της πολυκατοικίας όπου διέμενε στο κέντρο της Μόσχας. Ήταν παντρεμένη με τον συνάδελφό της Αλεξάντερ Πολιτκόφσκι, με τον οποίο είχε αποκτήσει δύο παιδιά.

Η δολοφονία της Άννας Πολιτκόφσκαγια προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον. Οργανώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κυβερνήσεις δυτικών χωρών ζήτησαν την άμεση διαλεύκανση της δολοφονίας της ηρωικής και μαχητικής δημοσιογράφου. Τον Μάρτιο του 2008 οι ρωσικές αρχές, με τη βοήθεια της βελγικής αστυνομίας, ανακοίνωσαν τη σύλληψη τριών Τσετσένων. Στη δίκη κατατέθηκε ότι ένας από αυτούς ήταν πράκτορας της FSB και ότι πίσω από τη δολοφονία βρισκόταν ο ισχυρός άνδρας της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ, σύμμαχος του Πούτιν.

Οι κατηγορούμενοι αρχικά αθωώθηκαν, αλλά η δίκη τους επαναλήφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ρωσίας και το 2014 ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας Ρουστάμ Μαχμούντοφ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Ωστόσο, ακόμη αναζητείται ο ιθύνων νους της δολοφονίας της Άννας Πολιτκόφσκαγια.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2415

Μιχαήλ Γκορμπατσόφ: Ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης

 Σοβιετικός κομμουνιστής ηγέτης, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειές του οποίου οδήγησαν στην κατάρρευση του κομμουνισμού και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (1931 – 2022)

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπήρξε σοβιετικός (ρώσος) κομμουνιστής ηγέτης, οι προσπάθειές του οποίου για τον εκδημοκρατισμό του αρτηριοσκληρωτικού κομμουνιστικού συστήματος της χώρας του και την αποκέντρωση της οικονομίας της, οδήγησαν στην κατάρρευση του κομμουνισμού και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Διετέλεσε γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ, 1985-1991), πρόεδρος του Προεδρείου του Ανωτάτου Σοβιέτ (1989-1990) και πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ, 1990-1991). Το 1990 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης «για τον ηγετικό του ρόλο στις ριζικές αλλαγές των σχέσεων Ανατολής-Δύσης».

Η γέννηση, οι σπουδές και η ένταξη στο ΚΚΣΕ

O Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσόφ γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1931 στο χωριό Πριβόλνογιε της περιοχής Κρασνογκβαρντέισκ, στην περιφέρεια Σταυρούπολης (Σταβροπόλ), από αγροτική οικογένεια. Το 1946 άρχισε να εργάζεται ως οδηγός γεωργικών μηχανημάτων και την ίδια χρονιά έγινε μέλος της Κομσομόλ (της νεολαίας του ΚΚΣΕ).

Το 1952, φοιτητής στη Μόσχα, έγινε μέλος του ΚΚΣΕ και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Ραΐσα Τιταρένκο (1932-1999), που σπούδαζε φιλοσοφία. Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη, την Ιρίνα Μιχαίλοβνα (γ. 1957). Το 1955 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ και το 1957 από το Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας της Σταυρούπολης με την ειδικότητα του γεωπόνου - οικονομολόγου.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ανατολική Γερμανία το 1966
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ανατολική Γερμανία το 1966
Παράλληλα, ο Γκορμπατσόφ ανέπτυσσε έντονη κομματική δράση. Το 1955 έγινε πρώτος γραμματέας της Επιτροπής Πόλης της Κομσομόλ στη Σταυρούπολη, ύστερα δεύτερος και στη συνέχεια πρώτος γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της Κομσομόλ. Τον Σεπτέμβριο του 1966 εκλέχθηκε πρώτος γραμματέας της Επιτροπής Πόλης του ΚΚΣΕ στη Σταυρούπολη, τον Αύγουστο του 1968 δεύτερος γραμματέας και τον Απρίλιο του 1970 εκλέχτηκε πρώτος γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής Σταυρούπολης του ΚΚΣΕ.

Από τότε η εξέλιξή του στην κομματική ιεραρχία ήταν ραγδαία. Το 1971 εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, το 1978 γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής και το 1979 αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Τον Οκτώβριο του 1980 έγινε τακτικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου και τον Μάρτιο του 1985, μετά το θάνατο του Κονσταντίν Τσερνιένκο, εκλέχθηκε γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, στις 11 Μαρτίου 1985. Έως την εκλογή του στο ύπατο αξίωμα του κόμματος, που σήμαινε και την ανάληψη της εξουσίας στην αχανή Σοβιετική Ένωση, ήταν το νεώτερο μέλος του Πολιτικού Γραφείου.

Στην ηγεσία του ΚΚΣΕ

Ο Γκορμπατσόφ, έχοντας διακριθεί για τις οργανωτικές του ικανότητες και τις ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες του, ήδη από τους πρώτους μήνες της εξουσίας του άρχισε την ευρεία αναδιοργάνωση του κρατικού και κομματικού μηχανισμού με σκοπό την αύξηση της αποδοτικότητάς του. Στο εσωτερικό εγκαινίασε την πολιτική της «περεστρόικα» (αναδόμηση ή ανασυγκρότηση) στον οικονομικό και δημοσιοοικονομικό τομέα, στη διοίκηση και στις κοινωνικές υπηρεσίες, με προέκταση στην ιδεολογική σφαίρα και διακήρυξε την αρχή της «γκλάσνοστ» (διαφάνεια) σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες. Η πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986 φανέρωσε στον έξω κόσμο τις χτυπητές αδυναμίες του κομμουνιστικού συστήματος της χώρας του και ήταν το έναυσμα για να επιταχύνει το μεταρρυθμιστικό του έργο.

Στην εξωτερική πολιτική, ο Γκορμπατσόφ ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα για την αποκατάσταση καλών σχέσεων της Σοβιετικής Ένωσης προς όλες τις κατευθύνσεις, αρχίζοντας με τις σχέσεις ΕΣΣΔ - ΗΠΑ, για τη δημιουργία κλίματος διεθνούς ύφεσης, ειρήνης και συνεργασίας, με άμεσο στόχο, σε πρώτο στάδιο, τον περιορισμό του πυρηνικού οπλοστασίου των δύο υπερδυνάμεων. Έκανε σημαντικές παραχωρήσεις σε ζητήματα αιχμής (έλεγχος και εγγυήσεις, δείγματα καλής θέλησης με μονομερείς πρωτοβουλίες και μορατόριουμ) και τολμηρές προτάσεις και ανοίγματα, για την αποκατάσταση του πνεύματος εμπιστοσύνης.

Συναντήσεις κορυφής με Θάτσερ και Ρίγκαν

Η πρώτη συνάντηση Γκορμπατσόφ - Ρέιγκαν (Γενεύη, 1985)
Η πρώτη συνάντηση Γκορμπατσόφ - Ρέιγκαν (1985)
Ήδη από τις πρώτες επίσημες διπλωματικές αποστολές του, στον Καναδά (1983) και κυρίως στο Λονδίνο (Δεκέμβριος 1984), με την ιδιότητα του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ανώτατου Σοβιέτ, είχε κερδίσει διεθνώς τις πρώτες καλές εντυπώσεις, ως ένας νέου τύπου σοβιετικός πολιτικός, και την προσωπική εκτίμηση της βρετανίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, παρουσιάζοντας την εικόνα καλλιεργημένου και αξιόπιστου συνομιλητή και ικανότατου διπλωμάτη. Στις 19 Νοεμβρίου 1985, ως ηγέτης πλέον της ΕΣΣΔ, είχε την πρώτη συνάντηση κορυφής, στη Γενεύη, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν.

Τον Οκτώβριο του 1986 πραγματοποιήθηκε στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας η άτυπη συνάντηση κορυφής ΕΣΣΔ - ΗΠΑ, η οποία, μολονότι δεν κατέληξε σε κανένα άμεσο θετικό αποτέλεσμα, άνοιξε το δρόμο για τις επόμενες συναντήσεις σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, που οδήγησαν στην ιστορική συνάντηση και συμφωνία Ρέιγκαν - Γκορμπατσόφ στην Ουάσινγκτον (8 Δεκεμβρίου 1987) για την αμοιβαία απομάκρυνση και καταστροφή των εγκατεστημένων στην Ευρώπη αμερικανικών και σοβιετικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς. Τα επίσημα έγγραφα της συμφωνίας, επικυρωμένα από το Κογκρέσο και από το Ανώτατο Σοβιέτ, ανταλλάχθηκαν στη νέα, τέταρτη, συνάντηση Ρέιγκαν - Γκορμπατσόφ στη Μόσχα στις 2 Ιουνίου 1988.

Ακολούθησαν η συμφωνία της Γενεύης (14 Απριλίου 1988) για την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και τον Σεπτέμβριο η πρόταση Γκορμπατσόφ για την αμοιβαία κατάργηση των σοβιετικών και των αμερικανικών πυρηνικών βάσεων στο Κρασνογιάρσκ της Σιβηρίας και στο Βιετνάμ, από την πλευρά της ΕΣΣΔ, και στις Φιλιππίνες από την πλευρά των ΗΠΑ, με σκοπό την ύφεση στην Ασία και τον Ειρηνικό. Παράλληλα, ο Γκορμπατσόφ προώθησε τις προσπάθειές του για τον περιορισμό κατά 50% και τον έλεγχο των στρατηγικών όπλων, για τον έλεγχο των διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων και τον περιορισμό των πυρηνικών δοκιμών και για τη μείωση των συμβατικών εξοπλισμών και στρατευμάτων των δύο στρατιωτικών συνασπισμών στην Ευρώπη, δίνοντας επίσης δείγματα καλής θέλησης στο ζήτημα υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Στο μεταξύ, στις 28 Ιουνίου 1988, συνήλθε η 19η Πανενωσιακή Συνδιάσκεψη του ΚΚΣΕ, στην οποία η πολιτική Γκορμπατσόφ υποβλήθηκε σε μία πρώτη κρίσιμη, σε πανενωσιακό επίπεδο, δοκιμασία, από την οποία ο Γκορμπατσόφ εξήλθε νικητής, εξασφαλίζοντας την έγκριση της συνδιάσκεψης για όλες τις ενέργειες της ηγεσίας του. Την 1η Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ύστερα από την τακτική σύνοδο της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ (τέλη Σεπτεμβρίου), συνήλθε το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, το οποίο εξέλεξε ομόφωνα τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πρόεδρο του Προεδρείου του (του οποίου ήταν ήδη αντιπρόεδρος), αντί του Αντρέι Γκρομίκο. Έτσι, ο Γκορμπατσόφ, αναλαμβάνοντας και το ανώτατο αυτό κρατικό λειτούργημα της ΕΣΣΔ (αντίστοιχο προς εκείνο του Προέδρου της Δημοκρατίας), εδραίωσε αποφασιστικά τη θέση του στην κορυφή της κομματικής και κρατικής ιεραρχίας της χώρας.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπήρξε ο καταλυτικός παράγοντας σε μία σειρά γεγονότων στα τέλη του 1989 και του 1990 που αναδιαμόρφωσαν τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης και σηματοδότησαν την αρχή του τέλους του Ψυχρού Πολέμου. Καθ 'όλη τη διάρκεια του 1989 εκμεταλλεύτηκε κάθε ευκαιρία για να εκφράσει την υποστήριξή του προς τους ρεφορμιστές κομμουνιστές στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, και, όταν τα κομμουνιστικά καθεστώτα σ’ αυτές τις χώρες κατέρρευσαν σαν ντόμινο στα τέλη του έτους, ο Γκορμπατσόφ αποδέχθηκε την πτώση τους.

Όταν οι δημοκρατικά εκλεγμένες, μη κομμουνιστικές κυβερνήσεις, ήρθαν στην εξουσία στην Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, ο Γκορμπατσόφ συμφώνησε στη σταδιακή απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων από αυτές τις χώρες. Μέχρι το καλοκαίρι του 1990 είχε συμφωνήσει για την επανένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Γερμανία και μάλιστα συμφώνησε στην ένταξη της ενωμένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, τον μακροχρόνιο εχθρό της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1990 ο Γκορμπατσόφ τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης για τα εντυπωσιακά του επιτεύγματα στις διεθνείς σχέσεις.

Η πολιτική αποκαθήλωσή του και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης

Ο σταδιακός εκδημοκρατισμός και η αποκέντρωση του πολιτικού συστήματος της χώρας οδήγησαν σε αναταραχές σε πολλές από τις συνιστώσες Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης (π.χ. Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία και Ουζμπεκιστάν) και σε προσπάθειες για την επίτευξη ανεξαρτησίας από άλλες (π.χ. Λιθουανία). Σε απάντηση, ο Γκορμπατσόφ χρησιμοποίησε το στρατό για να καταστείλει τις αιματηρές διεθνικές διαμάχες σε αρκετές από τις Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας το 1989 - 1990, ενώ επινοήθηκαν συνταγματικοί μηχανισμοί που θα μπορούσαν να προβλέψουν τη νόμιμη αποχώρηση μιας Δημοκρατίας από την ΕΣΣΔ.

Με το ΚΚΣΕ να χάνει σταθερά το κύρος του, ο Γκορμπατσόφ επιτάχυνε τη μεταφορά εξουσιών από το κόμμα σε εκλεγμένους κυβερνητικούς θεσμούς. Τον Μάρτιο του 1990, το Συνέδριο των Αντιπροσώπων του Λαού τον εξέλεξε στη νεοσύστατη θέση του Προέδρου της ΕΣΣΔ, με εκτεταμένες εκτελεστικές εξουσίες. Ταυτόχρονα κατάργησε το συνταγματικά καθορισμένο μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας του ΚΚΣΕ και άνοιξε το δρόμο για τη νομιμοποίηση άλλων πολιτικών κομμάτων.

Ο Γκορμπατσόφ παρότι πέτυχε να διαλύσει τις ολοκληρωτικές δομές του σοβιετικού κράτους και να οδηγήσει τη χώρα του σε πορεία προς μία πραγματική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εν τούτοις αποδείχθηκε λιγότερο πρόθυμος να απελευθερώσει τη σοβιετική οικονομία από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους και αντιστάθηκε σε οποιαδήποτε αποφασιστική μετατόπιση προς την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Επιδίωξε μάταια ένα συμβιβασμό μεταξύ αυτών των δύο διαμετρικά αντίθετων εναλλακτικών λύσεων κι έτσι η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία συνέχισε να καταρρέει.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Μπόρις Γέλτσιν, στο Κογκρέσο των Αντιπροσώπων του Λαού (1991)
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Μπόρις Γέλτσιν, στο Κογκρέσο των Αντιπροσώπων του Λαού (1991)
Ο Γκορμπατσόφ μπορεί να παρέμενε ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του προβληματικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά η αναποτελεσματικότητα της διακυβέρνησής του ήταν πλέον εμφανής. Αντιμέτωπος με την κατάρρευση της οικονομίας, την αυξανόμενη απογοήτευση των πολιτών και τη συνεχιζόμενη μετατόπιση της εξουσίας στις Δημοκρατίες, αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τους συντηρητικούς του κόμματος και τους μηχανισμούς ασφαλείας του κράτους στα τέλη του 1990.

Όμως, οι σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές αποδείχθηκαν αναξιόπιστοι σύμμαχοι. Ο Γκορμπατσόφ και η οικογένειά του κρατήθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό από τις 19 έως τις 21 Αυγούστου 1991, κατά τη διάρκεια ενός σύντομου πραξικοπήματος, που ενορχηστρώθηκε από τους σκληροπυρηνικούς του κόμματος. Το πραξικόπημα κατέρρευσε από τη σκληρή αντίσταση του Προέδρου της Ρωσίας Μπόρις Γέλτσιν και άλλων μεταρρυθμιστών που είχαν αναδειχθεί μέσα από την «γκλάσνοστ» και την «περεστρόικα».

Ο Γκορμπατσόφ ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντά του ως πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά η θέση του είχε πλέον αποδυναμωθεί. Συμμαχώντας με τον Γέλτσιν, εγκατέλειψε το Κομμουνιστικό Κόμμα, διέλυσε την Κεντρική Επιτροπή του και υποστήριξε μέτρα για την απαγκίστρωση της KGB και των ενόπλων δυνάμεων από τον έλεγχο του ΚΚΣΕ. Επίσης, μετέφερε θεμελιώδεις εξουσίες στις Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης.

Τα γεγονότα όμως τον είχαν ξεπεράσει και η ρωσική κυβέρνηση υπό τον Μπόρις Γέλτσιν ανέλαβε την εξουσία από την καταρρέουσα Σοβιετική Ένωση και συμφώνησε με τις άλλες Δημοκρατίες να δημιουργήσουν μία νέα χαλαρή ένωση κρατών, την Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών. Στις 25 Δεκεμβρίου 1991, ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε από την προεδρία της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία έπαψε να υπάρχει την ίδια μέρα.

Η δράση του στη Ρωσική Ομοσπονδία

Το 1996 ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διεκδίκησε ως ανεξάρτητος την Προεδρία της Ρωσίας, αλλά συγκέντρωσε το πενιχρό 0,5% των ψήφων. Ωστόσο, παρέμεινε ενεργός στη δημόσια ζωή, ως ομιλητής και ως μέλος διαφόρων παγκόσμιων και ρωσικών δεξαμενών σκέψης. Το 2003 κέρδισε Γκράμι μαζί με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, για τη συμμετοχή τους σ’ ένα δίσκο για παιδιά.

Το 2006 συνεργάστηκε με τον ρώσο ολιγάρχη και πολιτικό Αλεξάντρ Λέμπεντεφ στην εξαγορά της εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζέτα», που αντιπολιτεύεται το Κρεμλίνο. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2008, ανακοινώθηκε ότι ο Γκορμπατσόφ και ο Λέμπεντεφ θα ίδρυαν ένα νέο πολιτικό κόμμα, το οποίο τελικά έμεινε στα χαρτιά. Αν και ο Γκορμπατσόφ είναι ενίοτε επικριτικός για τον ρώσο ηγέτη Βλαντιμίρ Πούτιν, υποστήριξε την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία το 2014.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πέθανε στις 30 Αυγούστου 2022 στη Μόσχα, σε ηλικία 91 ετών.



Από σήμερα ΑΓΙΟΣ επίσημα ο Ομολογητής Παπουλάκης που τα έβαλε με τον Όθωνα και τους Γερμανοβαυαρούς

Μόλις λάβαμε την ευχάριστη είδηση
της Αγιοκατάταξης
του πατρός Χριστοφόρου (Παπουλάκου)
με επίσημη ανακήρυξη
της Αγιοποίησης
από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Όπως είχε αποκαλύψει το kalavrytanews.com,
τον Μάΐο του 2023, 
η Συνοδική Επιτροπή Νομοκανονικών 
και Δογματικών Ζητημάτων σε συνεδρίασή της, 
έδωσε θετική εισήγηση
στην αγιοκατάταξη του Παπουλάκου
από τον Άρμπουνα Καλαβρύτων, 
κατά κόσμον Χριστόφορου Παναγιωτόπουλου.
 
Η εισήγηση πήγε
στα χέρια της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου
και ανέγραψε τον Άγιο Παπουλάκου
στις Αγιολογικές Δέλτους της Εκκλησίας 
και πριν από λίγη ώρα
εγκρίθηκε από το Πατριαρχείο.

Χριστόφορος (Παπουλάκος) 




Ο Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, 
γνωστός ως Παπουλάκος 
(Άρμπουνας Αχαΐας, 1770 - Άνδρος, 18 Ιανουαρίου 1861) 
ήταν Έλληνας Ορθόδοξος μοναχός και κήρυκας.

Γεννήθηκε το 1770 στο χωριό Άρμπουνας της επαρχίας Καλαβρύτων 
ως Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος και 
αρχικά εργαζόταν ως κρεοπώλης. 
Ήταν τελείως αγράμματος, όταν πήρε την απόφαση 
να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. 

Αρχικά μόνασε στην Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, 
ενώ αργότερα ασκήτεψε σε καλύβι κοντά στο χωριό του. 
Έμεινε στην απομόνωση για περίπου 20 χρόνια 
κατά τη διάρκεια των οποίων έμαθε γραφή και ανάγνωση. 

Σε ηλικία 80 ετών πήρε την απόφαση να κηρύξει. 
Η φήμη του διαδόθηκε γρήγορα, αφού είχε τον δικό του τρόπο 
να συνεπαίρνει το κοινό του. 

Κυρίως κήρυττε εναντίον της μοιχείας και της κλοπής, 
και υπέρ της προσευχής. Μέσα από τα κηρύγματα του 
καυτηρίαζε την πολιτική της Βαυαρικής διακυβέρνησης 
και την συγκατάβαση σε αυτήν της Συνόδου της Εκκλησίας. 
Παραπέμφθηκε ενώπιον του Επισκόπου Καλαβρύτων, 
ο οποίος τον επέπληξε και του ζήτησε να περιορίσει τα κηρύγματα του.

Έξι μήνες αργότερα ο Παπουλάκος ξεκίνησε περιοδεία 
στην νότια Πελοπόννησο συγκεντρώνοντας χιλιάδες 
κόσμο στο πέρασμα του. 

Ύστερα από πιέσεις, ο Όθων υπέγραψε διάταγμα 
για τον περιορισμό του Παπουλάκου σε μοναστήρι. 
Ο Παπουλάκος κατέφυγε στην Μάνη για να σωθεί. 

Στις 21 Ιουνίου 1852 συνελήφθη από τον στρατό, 
ύστερα από προδοσία, και μεταφέρθηκε 
στις φυλακές του Ρίου 
όπου έμεινε δύο χρόνια στην απομόνωση. 

Επρόκειτο να δικαστεί από το κακουργιοδικείο Αθηνών 
ως στασιαστής, αλλά τα γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου 
υποχρέωσαν τον Όθωνα να του δώσει αμνηστία. 

Το 1854 εξορίστηκε στη Μονή Παναχράντου της Άνδρου, 
όπου απεβίωσε στις 18 Ιανουαρίου 1861 και ετάφη. 

Κατά τη διάρκεια της παραμονή του στο μαναστήρι, 
δεχόταν πλήθος επισκεπτών.

Η σκέψη του επηρεάστηκε πολύ
από τον πνευματικό του δάσκαλο Κοσμά Φλαμιάτο, 
των οποίων η δράση υπήρξε παράλληλη και η διδασκαλία παρόμοια..




                     Πηγή

Μουσική Παρασκευή - Ἔρως Ἑλλὰς ~ Λευτεριά


Η λέξη "ἐλευθερία" προκύπτει "παρά τό ἐλεύθειν ὅπου ἐρᾶ τίς", δηλαδή "από το να πηγαίνει κάποιος εκεί όπου αγαπάει/επιθυμεί".
(ἐλεύθω= ἐρχομαι, πορεύομαι +  ἐρῶ= αγαπώ -> ἔρως).


"Ελευθερία" λοιπόν δεν είναι, σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξεως, το να μην είσαι σκλάβος ή δούλος, αλλά το να πράττεις εν γένει σύμφωνα με ό,τι σου γεννά έρωτα στην ψυχή σου...


Δεν αρκεί επομένως να μην είσαι υπόδουλος για να είσαι ελεύθερος. Πρέπει να βαδίζεις σύμφωνα με ό,τι έρωτα σου προκαλεί, δηλαδή σε ενθουσιάζει, ταράζει την ψυχή σου, σε οδηγεί στην δημιουργία και στην υπέρβαση, σε συγκλονίζει... Ζώντας μία ζωή ρουτίνας και ημιμέτρων, ελεύθερος δεν είσαι...


Πόρισμα: η ελληνική γλώσσα κρύβει νοήματα και έχει και φιλοσοφικό υπόβαθρο...


                             Πηγή


----------------------------------------------------------------------------------

Οι Έρως Ελλάς ερμηνεύουν το τραγούδι «Λευτεριά» σε μουσική Φώτη Μήλιου και στίχους Αρτ Κυδωνάκη. Το τραγούδι μιλάει για το νόημα της πραγματικής Ελευθερίας και για το Οραμα μιας Περήφανης Ελλάδας! Η Λευτεριά είναι κοντά!!!!



Περισσότερα για τους «Έρως Ελλάς» εδώ 
----------------------------------------------------------------------------------


(Ἐκεῖ μέσα ἑκατοικοῦσες
Πικραμένη, ἐντροπαλή.. Κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες Ἔλα πάλι, νὰ σοῦ πεῖ!) Λευτεριὰ στὴν καρδιά μας χτισμένη Δὲν εἶσαι δούλη ἀφεντικῶν Ἀπ' τὰ ὀστᾶ τῶν Ἑλλήνων βγαλμένη Καὶ Αἰωνίων Ἰδανικῶν! Σήκω Πατρίδα, στὸ χῶμα πεσμένη! Ἀπὸ τὶς στάχτες σου πάλι τρανή Σαράντα χρόνια λεηλατημένη Ἐλευθερία εἶναι αὐτὴ ποὺ θά 'ρθει! Ὅραμα γιὰ μᾶς - Περήφανη Ἑλλάς! Λευτεριά! Λευτεριά! Ὅραμα φωτιᾶς - Ἀνάσταση Ἑλλάς! Λευτεριά! Λευτεριά! Ὄνειρο γιὰ μᾶς - Περήφανη Ἑλλάς! Λευτεριά! Λευτεριά! Θὰ ἀνατείλεις ξανά... (Ἄργιε νά 'ρθει ἐκείνη ἡ μέρα Κι ἦταν ὅλα σιωπηλά) Λευτεριά - Λευτεριά! (Γιατί τά 'σκιαζε ἡ φοβέρα Καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά) Λευτεριά - Λευτεριά! Τοῦ Ἥλιου μήτρα καὶ τοῦ Ἀκρίτα Μὲς στὰ ὑπόγεια μένεις βουβή Τῶν Ἀθανάτων γενναίων φύτρα Θὰ σ' ἀναστήσουμε ἀπ' τὴν ἀρχή! Λευτεριὰ δὲν ὑπάρχει καμμία Μέσα στὴν σήψη καὶ τὴν παρακμή! Σὲ κοινωνία δίχως Ἀξία Χωρὶς Παιδεία, Θυσία, Τιμή... Ὅραμα γιὰ μᾶς - Περήφανη Ἑλλάς! Λευτεριά! Λευτεριά! Ὅραμα φωτιᾶς - Ἀνάσταση Ἑλλάς! Λευτεριά! Λευτεριά! Ὄνειρο γιὰ μᾶς - Περήφανη Ἑλλάς! Λευτεριά! Λευτεριά! Θὰ ἀνατείλεις ξανά... Λευτεριά - Λευτεριά! Τὸ ὅραμά μας! Λευτεριά - Λευτεριά! Τὰ ὄνειρά μας!



Άγιοι Αλέξανδρος, Ιωάννης και Παύλος ο νέος, Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης


Eις τον Aλέξανδρον.
Σχοίνους διαδρὰς Ἀλέξανδρε σαρκίου,
Σχοίνισμα κλήρου χρηματίζεις Κυρίου.

Eις τον Iωάννην.
Σκυθρωπὰ τὰ πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας,
Στέρησιν οὐ φέροντα τὴν Ἰωάννου.

Eις τον Παύλον.
Δρόμους ὁ Παῦλος ἐκλιπὼν τοὺς τοῦ βίου,
Εὕρηκε παῦλαν τῶν πόνον τῶν τοῦ βίου.

Τριττὺς τῇ Τριάδι τριακοστῇ νῦν πάρα ἔστη.


Λειτουργικά κείμενα


Οπτικοακουστικό Υλικό

                          Πηγή