Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024
Μάνος Κατράκης
Ο Μάνος Κατράκης, κορυφαίος πρωταγωνιστής και θιασάρχης, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου 1908 στο Καστέλι Κισσάμου της Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.
Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Μάνος, που από μικρός είχε δείξει το υποκριτικό ταλέντο του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή. Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το θίασο Οι Νέοι στο έργο Για την αγάπη της. Το μπρίο και η δυναμικότητά του ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928, έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία Το λάβαρο του '21.
Η πρόσληψη στο Εθνικό Θέατρο
Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα όπως Η λύρα του γερο-Νικόλα, Οι άθλιοι και Στέλλα Βιολάντη. Το 1930 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.
Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο. Το 1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από τη θέση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό. Εκδιώχθηκε, όμως, ένα χρόνο αργότερα, λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του. Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1952, διοργανώνοντας «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Ξανανέβηκε στη σκηνή με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως μετά με τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή (Προμηθεύς Δεσμώτης). Στη συνέχεια και μέχρι το 1955 εμφανίστηκε με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκρότησε δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου (Ευγενία Γκραντέ, Βαθιές είναι οι ρίζες, Το κορίτσι με το κορδελάκι κ.ά).
Το “Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο”
Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Σ' αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο (Ο μονοσάνδαλος, Το κορίτσι με το κορδελάκι, Η Αντιγόνη της Κατοχής, Ο Πατούχας και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη όπως Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο Καπετάν Μιχάλης). Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο (Ιούλιος Καίσαρ, Φουέντε Οβεχούνα). Τους χειμώνες, το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.
Καθώς το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον Οθέλλο και τον Δον Κιχώτη, και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα Τύραννο (1973) και στον Προμηθέα Δεσμώτη (1974).
Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι), Μπρεχτ (Συντροφιά με τον Μπρεχτ, με τη Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα), Μασάρι (Ταμπού) και τη Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη του Νικηφόρου Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου Προμήθεια.
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.
Οι ταινίες
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο Μαρίνο Κοντάρα του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.
VIDEOS
Ανδρέας Εμπειρίκος: Ο «πατέρας» του ελληνικού υπερρεαλισμού
Έλληνας λογοτέχνης, ο εισηγητής και κύριος εκπρόσωπος της υπερρεαλιστικής (σουρεαλιστικής) ποίησης στην Ελλάδα και από τους πρωτοπόρους της ψυχανάλυσης στη χώρα μας.
Ο ποιητής και πεζογράφος Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ο εισηγητής και κύριος εκπρόσωπος της υπερρεαλιστικής (σουρεαλιστικής) ποίησης στην Ελλάδα και από τους πρωτοπόρους της ψυχανάλυσης στη χώρα μας. Λογοτέχνης κατά βάση ερωτικός, διακρίνεται για το παιγνιώδες ύφος, την ειρωνική διάθεση και τον περίτεχνο λόγο του.
Μεγαλοαστικής καταγωγής, ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε στη Βράιλα της Ρουμανίας στις 2 Σεπτεμβρίου 1901 και ήταν γιος του εφοπλιστή και πολιτικού Λεωνίδα Εμπειρίκου (1869-1948) από την Άνδρο και της ρωσικής καταγωγής συζύγου του Στεφανίας Κυδωνιέως. Το 1902 η οικογένειά του μετακόμισε στην Ερμούπολη της Σύρου και το 1908 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του ίδρυσε την Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος.
Τα πρώτα ποιήματα
Η πρώτη επαφή με τη σουρεαλιστική ποίηση
Το 1921 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου πραγματοποίησε σπουδές φιλοσοφίας και φιλολογίας στο King’s College, παράλληλα με την εργασία του στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του πατέρα του. Το 1926, ύστερα από σύγκρουση με τον πατέρα του, εγκατέλειψε το Λονδίνο για το Παρίσι. Εκεί μυήθηκε στην ψυχανάλυση κοντά στον Ρενέ Λαφόργκ, ήρθε σε επαφή με τις θεωρίες του Χέγκελ, του Μαρξ και του Ένγκελς. Γύρω στο 1929 γνώρισε τον κύκλο των υπερρεαλιστών και μυήθηκε στην τεχνική της αυτόματης γραφής, που χαρακτηρίζει τη σουρεαλιστική ποίηση.
Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα κι εργάστηκε ως διευθυντικό στέλεχος στα Ναυπηγεία Βασιλειάδη που ανήκαν στην οικογένειά του. Το 1935 παραιτήθηκε για ιδεολογικούς λόγους και αποφάσισε ν’ αφοσιωθεί οριστικά στη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση. Στην Αθήνα σχετίστηκε στενά με τους επίσης προσανατολισμένους προς τον υπερρεαλισμό ποιητές Οδυσσέα Ελύτη, Νικόλαο Καλαμάρη (γνωστό με τα ψευδώνυμα Νικόλας Κάλας και Νικήτας Ράντος) και Νίκο Εγγονόπουλο.
«Υψικάμινος»
Στις 25 Ιανουαρίου 1935 πραγματοποίησε την πρώτη διάλεξη για τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα στην αίθουσα «Ατελιέ» της Λέσχης Καλλιτεχνών με τον τίτλο «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική Σχολή», ενώ οργάνωσε επίσης έκθεση με έργα υπερρεαλιστών ζωγράφων στο σπίτι του. Δύο μήνες αργότερα κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Υψικάμινος», έργο ορόσημο για τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα.
Από το 1935 έως το 1951 ασχολήθηκε επαγγελματικά με την ψυχανάλυση και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της πρώτης ελληνικής ψυχαναλυτικής ομάδας, η οποία έγινε δεκτή από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία. Το 1940 παντρεύτηκε την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου (1914-1987), από την οποία πήρε διαζύγιο το 1946.
Το 1941, δύο μήνες πριν από το τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου και τη γερμανική κατοχή, επιστρατεύτηκε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής διοργάνωνε στο σπίτι του τακτικές συναντήσεις με φίλους του. Εκεί πρωτοδιαβάστηκαν τα ποιήματα «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου, «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου, «Ursa Minor» του Τάκη Παπατσώνη και πολλά άλλα.
Στις 30 Δεκεμβρίου 1944, στη διάρκεια των «Δεκεμβριανών», συνελήφθη από τη διαβόητη ΟΠΛΑ, την πολιτοφυλακή του ΚΚΕ, πέρασε από Λαϊκό Δικαστήριο στο Περιστέρι και οδηγήθηκε ως όμηρος στην Κρώρα (σήμερα Στεφάνη) Βοιωτίας, απ’ όπου κατάφερε τελικά να δραπετεύσει και να επιστρέψει στην Αθήνα «ξιπόλητος με πληγές και κρυοπαγήματα στα πόδια».
Η αγάπη του για τη φωτογραφία
Το 1945 εξέδωσε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Ενδοχώρα», πολλά ποιήματα της οποίας είχαν δημοσιευτεί προηγουμένως σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1947 παντρεύτηκε τη Βιβίκα Ζήση, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Λεωνίδα Εμπειρίκο (1957).
Μανιώδης φωτογράφος, εξέθεσε για πρώτη φορά έργα του το 1955 στην Αθήνα. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος συγκαταλέγεται στους ελάχιστους λογοτέχνες που αντιμετώπισαν τη φωτογραφία όχι μόνο ως τεκμήριο μνήμης, αλλά και ως δημιουργική ανάπλαση και προέκταση της πραγματικότητας.«Ο Μεγάλος Ανατολικός»
Η Άνδρος έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλά ποιήματά του, στην οποία επιστρέφει κάθε φορά που θέλει να αναγεννηθεί και να αποστάξει τις εμπειρίες του. Πέρασε τον περισσότερο καιρό στο νησί κατά τη περίοδο 1951-1957, όπου ολοκλήρωσε το πολυσέλιδο έργο του «Ο Μεγάλος Ανατολικός», το ερωτικό μυθιστόρημα-ποταμό, το πιο τολμηρό νεοελληνικό έργο, που ξεκίνησε να γράφει το 1946 κι εκδόθηκε τελικά το 1990 από την ΑΓΡΑ σε οκτώ τομίδια.
Το 1962 ταξίδεψε στη Ρωσία μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιώργο Θεοτοκά και τον γιατρό Σπηλιόπουλο, ύστερα από πρόσκληση του συνδέσμου Ε.Σ.Σ.Δ. - Ελλάς. Από την επίσκεψή του αυτή προέκυψε το ποίημά του «Ες Ες Εσ Ερ Ρωσσία».
Το 1964 η δισκογραφική εταιρεία «Διόνυσος» κυκλοφόρησε στη σειρά «Ελληνικά ποιήματα», τον δίσκο «Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο», γεγονός που αποτελεί, όπως και στις ανάλογες περιπτώσεις δίσκων άλλων ποιητών, μία νέα προσέγγιση της ποίησής του, μέσα από την εκδοχή μιας «αυθεντικής» ερμηνευτικής ανάγνωσης. Ακούγονται ποιήματα από τις συλλογές «Υψικάμινος», «Ενδοχώρα» και «Οκτάνα».
Τα τελευταία χρόνια και ο θάνατός του
Στις 15 Φεβρουαρίου 1965 διαβάζει ποιήματά του στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, ενώπιον ενός πολυπληθούς νεανικού κοινού, που τον αποθεώνει. Η ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου αρχίζει να αναγνωρίζεται ευρύτερα.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πέθανε στις 3 Αυγούστου 1975 στην Κηφισιά από καρκίνο του πνεύμονα. Ένα μεγάλο μέρος του έργου του (ποιητικό και πεζό) παρέμεινε ανέκδοτο ως το θάνατό του και άρχισε να εκδίδεται μεταθανάτια με τη φροντίδα του γιου του Λεωνίδα και των εκδόσεων ΑΓΡΑ.
Η Ναυμαχία του Ακτίου
Από τις σημαντικότερες πολεμικές συγκρούσεις της αρχαιότητας, που έκρινε την εξουσία στη Ρώμη και την τύχη του τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου. Έλαβε χώρα στις 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ. στο Άκτιο, στην είσοδο του Αμβρακικού Κόλπου, ανάμεσα στον Μάρκο Αντώνιο και τον Οκταβιανό.
Μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα από τον Κάσσιο και τον Βρούτο το 44 π.Χ, δημιουργήθηκε κενό εξουσίας στη Ρώμη. Σταδιακά, η εξουσία πέρασε στα χέρια του Μάρκου Αντώνιου, του Οκταβιανού και του Λέπιδου, οι οποίοι το 43 π.Χ. συγκρότησαν τη Β’ Τριανδρία για να καταδιώξουν τους δολοφόνους του Καίσαρα στην Ανατολή. Στη μάχη που έγινε στους Φιλίππους της Μακεδονίας το 42 π.Χ, οι δυνάμεις της τριανδρίας νίκησαν και οι δολοφόνοι του Καίσαρα αυτοκτόνησαν.
Οι ενέργειες αυτές του Μάρκου Αντωνίου έστρεψαν εναντίον του το ρωμαϊκό λαό και τη Σύγκλητο. Ο Οκταβιανός εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία κι έπεισε τη Σύγκλητο να κηρύξει τον πόλεμο στην Κλεοπάτρα το 32 π.Χ, ένα «πόλεμο της Ρώμης κατά της ανατολικής βαρβαρότητας», όπως έλεγε. Φυσικά, κύριος στόχος του ήταν ο Μάρκος Αντώνιος και όχι η Κλεοπάτρα. Ο πόλεμος έμελλε να κριθεί στη θάλασσα και συγκεκριμένα στο Άκτιο, στην είσοδο του Αμβρακικού Κόλπου.
Τον Οκτώβριο του 32 π.Χ, ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα περιέπλευσαν τις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου με το στόλο τους και τελικά αγκυροβόλησαν τα πλοία τους στο Άκτιο. Νοτιότερα, στην Ακαρνανία, είχε συγκεντρωθεί στρατιωτική δύναμη 100.000 πεζών και 12.000 ιππέων. Ο Οκταβιανός, μόλις πληροφορήθηκε τις κινήσεις του αντιπάλου του, συγκρότησε δύναμη 80.000 πεζών και 10.000 ιππέων και από τα λιμάνια του Βρινδησίου (Μπρίντιζι) και Τάραντα (Τάραντο) τη διεκπεραίωσε απέναντι από το Άκτιο, κοντά στη σημερινή Πρέβεζα.
Ο ίδιος με το στόλο του και ναύαρχο τον ικανότατο Μάρκο Βιψάνιο Αγρίππα απέκλεισε το στόμιο του Αμβρακικού, δημιουργώντας σημαντικά προβλήματα στον Αντώνιο, ο στόλος του οποίου βρέθηκε εγκλωβισμένος. Και σαν μην έφτανε αυτό, ο Αντώνιος αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα επάνδρωσης των πλοίων του, επισιτισμού και λιποταξιών.Ο Οκταβιανός, έχοντας εμπιστοσύνη στους άνδρες του, δεν βιαζόταν να επιτεθεί, αλλά προσπαθούσε να υποσκάψει το ηθικό των αντιπάλων του. Ο Αντώνιος αποφάσισε να δράσει πρώτος, με τη σύμφωνη γνώμη της Κλεοπάτρας. Το πρωί της 2ας Σεπτεμβρίου, ο στόλος του άρχισε να εξέρχεται σε σχηματισμό μάχης από τον Αμβρακικό Κόλπο. Επιτέθηκε πρώτος κατά του αντιπάλου του κι ενώ η ναυμαχία βρισκόταν σε αποφασιστικό σημείο, μεγάλο μέρος του στόλου του αποστάτησε. Ο Αντώνιος τότε αναγκάσθηκε να δώσει το σύνθημα της φυγής. Η ναυμαχία είχε κριθεί υπέρ του Οκταβιανού.
Ο Οκταβιανός τούς καταδίωξε και τον επόμενο χρόνο κατέλαβε την Αλεξάνδρεια, καταλύοντας τον τελευταίο ελληνιστικό βασίλειο, που είχε ιδρύσει ο στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου Πτολεμαίος Α’ ο Λάγου το 305 π.Χ. Ο Μάρκος Αντώνιος, εγκαταλειμμένος από το στρατό του, αυτοκτόνησε, αφήνοντας μονοκράτορα τον Οκταβιανό. Η Κλεοπάτρα προσπάθησε να ξελογιάσει και τον Οκταβιανό. Δεν τα κατάφερε όμως και αυτοκτόνησε στις 12 Αυγούστου του 30 π.Χ, για να μην κοσμήσει με την παρουσία της τον ρωμαϊκό θρίαμβο του εχθρού της.
Κωνσταντίνος Κανάρης
Ηγετική μορφή του '21, στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε το 1793 ή το 1795 στα Ψαρά, στους κόλπους μιας οικογένειας με μεγάλη ναυτική παράδοση. Ο πατέρας του Μιχαήλ ή Μικές Κανάργιος ή Κανάριος διατέλεσε επανειλημμένα δημογέροντας του νησιού και από τον γάμο του με τη Μαρία απέκτησε τρία αγόρια, τον Αναγνώστη, τον Γεώργιο και τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντής έμεινε ορφανός από μικρός και ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα με το επίθετο Κανάρης. Δούλεψε ως μούτσος στο μπρίκι του θείου του Δημήτρη Βουρέκα, που μετέφερε Σουλιώτες από την Πάργα στη Λευκάδα και έμαθε τα μυστικά της θάλασσας. Μετά τον θάνατο του θείου, ανέλαβε καπετάνιος του πλοίου του, με το οποίο πραγματοποίησε πολλά εμπορικά ταξίδια στη Μεσόγειο. Σε ηλικία 22 ετών παντρεύτηκε τη Δέσποινα Μανιάτη, κόρη γνωστής ναυτικής οικογένειας των Ψαρών, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά.
Ο Κανάρης δεν φαίνεται να είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, αλλά όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ήταν από τους πρώτους που έλαβαν μέρος στον Αγώνα. Κατατάχθηκε ως απλός ναύτης στον ψαριανό στολίσκο, που συγκρότησε ο φίλος του Νικολής Αποστόλης. Από τις πρώτες επιχειρήσεις άρχισε να εξειδικεύεται στα πυρπολικά και να γίνεται ο φόβος και ο τρόμος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα στενά όρια του ελληνικού χώρου και έγραψαν γι' αυτόν ο λόρδος Βύρων, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ενώ ο άγγλος ιστορικός Γκόρντον σημείωνε «είναι ο πιο έξοχος εκπρόσωπος του ηρωισμού, που η Ελλάδα όλων των εποχών μπορεί να υπερηφανεύεται».
Ο Κανάρης κέρδισε την εκτίμηση και των συναγωνιστών του και για τη σωφροσύνη του χαρακτήρα του. Γι' αυτό ανήλθε και στα υψηλότερα αξιώματα της Πολιτείας μετά την απελευθέρωση. Το 1827 αντιπροσώπευσε τα Ψαρά στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και ήταν ένας από τους πιο θερμούς υποστηρικτές του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος τον χρησιμοποίησε για την καταστολή των διαφόρων ανταρσιών στη Μάνη και την Ύδρα. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση και εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου.
Κατά την Οθωνική περίοδο ανακλήθηκε στην υπηρεσία και έφθασε μέχρι τον βαθμό του υποναυάρχου. Κατόπιν διορίστηκε γερουσιαστής και αναμίχθηκε στην πολιτική με το Ρωσικό Κόμμα. Συμμετείχε στην επαναστατική κίνηση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα. Μέχρι την έξωση του Όθωνα χρημάτισε επανειλημμένα υπουργός και δύο φορές πρωθυπουργός (16 Φεβρουαρίου 1844 - 30 Μαρτίου 1844, 15 Οκτωβρίου 1848 - 12 Δεκεμβρίου 1849). Το 1862 ήταν ένας από τους βασικούς εκπροσώπους της αντιοθωνικής κίνησης. Όταν ο βασιλιάς, σε μια προσπάθειά του να τον προσεταιρισθεί, του ανέθεσε για τρίτη φορά την πρωθυπουργία, αυτός δεν δίστασε να καταθέσει την εντολή, επειδή ο Όθων δεν ενέκρινε ορισμένους από τους υπουργούς του.
Μετά την έξωση του Όθωνα, ορίστηκε μέλος της τριανδρίας Βούλγαρη, Κανάρη, Ρούφου και το 1863 πήγε στη Δανία ως ένας από τους αντιπροσώπους του Έθνους για να προσφέρει το στέμμα στον βασιλιά Γεώργιο Α'. Στη συνέχεια ανέλαβε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου και δύο φορές πρωθυπουργός (5 Μαρτίου 1864 - 16 Απριλίου 1864, 27 Ιουλίου 1864 - 2 Μαρτίου 1865). Κατόπιν αποσύρθηκε της πολιτικής και ιδιώτευσε στο σπίτι του στην Κυψέλη (Κυψέλης 56), όπου καθημερινά δεχόταν φίλους και θαυμαστές του. Στις 26 Μαΐου 1877, σε ηλικία 82 ετών, επανήλθε στην πολιτική και ανέλαβε πρωθυπουργός στην οικουμενική κυβέρνηση που σχηματίστηκε για να αντιμετωπίσει τις ενδεχόμενες συνέπειες από τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Ο «ναύαρχος», όπως τον αποκαλούσε ο λαός, πέθανε επί των επάλξεων της πολιτικής στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 και κηδεύτηκε με μεγαλοπρέπεια στο Α' Νεκροταφείο.
Οι κυριότερες πολεμικές ενέργειες του Κανάρη στην Επανάσταση του '21
- Πυρπολεί την ναυαρχίδα του καπετάν πασά Καρά Αλή στη Χίο (6 - 7 Ιουνίου 1822). 2.000 νεκροί Οθωμανοί, ανάμεσά τους και ο Καρά Αλής.
- Ανατινάζει τουρκικό δίκροτο στο στενό μεταξύ Τενέδου και Τρωάδας (28 Οκτωβρίου 1822). Επρόκειτο για την υποναυαρχίδα του νέου αρχιναυάρχου Κακλαμάν Μεχμέτ Πασά, που είχε διαδεχθεί τον Καρά Αλή. 800 νεκροί Οθωμανοί.
- Πυρπολεί τουρκική φρεγάτα κοντά στη Σάμο (5 Αυγούστου 1824), εκδικούμενος την καταστροφή της Κάσου και της πατρίδας του. 600 νεκροί Οθωμανοί.
- Πυρπολεί τουρκική κορβέτα στα ανοιχτά της Μυτιλήνης (23 - 24 Σεπτεμβρίου 1824).
- Και η τολμηρότερη ενέργεια του: αποπειράται να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας (29 Ιουλίου 1825). Το εγχείρημα απέτυχε, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών (απρόοπτος μεταβολή του ανέμου).
Τα παιδιά του Κωνσταντίνου Κανάρη
- Νικόλαος (1818-1848), σκοτώθηκε σε ειδική αποστολή στη Βηρυτό.
- Θεμιστοκλής (1819-1851), σκοτώθηκε σε ειδική αποστολή στην Αίγυπτο.
- Μιλτιάδης (1822-1899), ναύαρχος και πολιτικός.
- Λυκούργος (1826-1865), νομικός.
- Μαρία (1828-1847)
- Αριστείδης (1831-1863), αξιωματικός. Σκοτώθηκε έξω από τα ανάκτορα (Ηρώδου του Αττικού), κατά τη διάρκεια των «Ιουνιανών».
- Θρασύβουλος (1834-1898), ναύαρχος.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/341
Μίκης Θεοδωράκης: Ένα σύμβολο της νεότερης Ελλάδας
Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε σπουδαίος συνθέτης, πολιτικός και συγγραφέας· από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας.
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του (ανώτερος δημόσιος υπάλληλος) πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας: Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο (1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943).
Οι πρώτες συνθέσεις και τα πρώτα ποιήματα
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Οι πολιτικές του διώξεις δεν ανακόπτουν το δημιουργικό του έργο. Συνθέτει έργα «κλασσικής» μουσικής και στις 5 Μαρτίου 1950 παρουσιάζεται στο θέατρο «Ορφέας» της Αθήνας το πρώτο του έργο, «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946), από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με μαέστρο τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη.
Το 1953 θα νυμφευθεί τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου (το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα) και θα συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι, με δασκάλους τον Ολιβιέ Μεσιάν και τον Εζέν Μπιγκό. Συνεχίζει να συνθέτει και το 1959 του απονέμεται το βραβείο «Κόπλεϋ» για τον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη της χρονιάς.
Η μελοποίηση του “Επιτάφιου” του Γιάννη Ρίτσου
Από τα έργα του εκείνης της περιόδου ξεχωρίζουν τα: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α’ και Β’», «Επιφάνεια», «Μαουτχάουζεν», «Άξιον Εστί». Επίσης, θα γράψει μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς» (1964) και για δύο θεατρικές παραστάσεις που σημάδεψαν τη δεκαετία του '60, τη «Μαγική Πόλη» και τη «Η γειτονιά των Αγγέλων». Το 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 θα αρχίσει ένας νέος κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, που θα τελειώσει το 1970 με την αμνηστία που θα του χορηγηθεί, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ. Θα φύγει στο εξωτερικό και θα δώσει δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που θα τον κάνουν παντού γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.
Σύμβολο για τους αγωνιστές ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα
Ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Έθεσε το περίφημο δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς», εκλέχθηκε βουλευτής (2 φορές με το ΚΚΕ και δύο φορές με τη Νέα Δημοκρατία) κι έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Παράλληλα, ξεκίνησε με τον τούρκο μουσικό Ζουλφί Λιβανελί μία προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Στην εξηντάχρονη καριέρα του έγραψε πάνω από 1.000 τραγούδια, πολλά συμφωνικά έργα, καντάτες και ορατόρια, μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα και τραγωδίες, όπερες και μουσική για τον κινηματογράφο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου 2021, σε ηλικία 96 ετών.