Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025
Άγιος Σιλουανός ο Αγιορείτης
Ο Άγιος Σιλουανός ο Αγιορείτης έγινε γνωστός πριν ακόμα αγιοκαταχτεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία με το βιογραφικό έργο «Ο γέροντας Σιλουανός του Άθω», που το συνέγραψε με ωραίο τρόπο ο Ηγούμενος της Μονής Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, που έζησε κοντά στον Άγιο για πολύ καιρό στον Άθω.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Σωφρόνιο, ο Άγιος Σιλουανός ασκήθηκε στο Άγιον Όρος για 46 ολόκληρα χρόνια και συγκεκριμένα στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα. Γεννήθηκε το 1866 μ.Χ. στο χωριό Σόβοκ της επαρχίας Λεμπεντιάσκ της Ρωσίας και το κοσμικό του όνομα ήταν Συμεών Ιβάνοβιτς Αντόνωφ. Στη Ρωσία έκανε το επάγγελμα του ξυλουργού. Στο Άγιο Όρος ήλθε το 1892 μ.Χ. και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην άσκηση και την προσευχή. Το 1911 μ.Χ. έγινε μεγαλόσχημος και στολίστηκε με πολλές άγιες αρετές και γέμισε όλος από θείο φως. Το 1915 μ.Χ. βγήκε για λίγο από το Άγιον Όρος και επισκέφθηκε τα μοναστήρια της πατρίδας του. Απεβίωσε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1938 μ.Χ. και η Ορθόδοξη Εκκλησία πρόσφατα τον αγιοποίησε.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Κανόνα πίστεως.
Χριστὸν διδάσκαλον ἐν ὀδῷ ταπεινώσεως προσευξάμενος ἔλαβες, μαρτυροῦντος τοῦ Πνεύματος, ἐν σῇ καρδία τὴν λύτρωσιν, διὰ τοῦτο ἀσκήσεως ἀνεδείχθης σὺ ὁδηγός, ὡς φωτὸς θείου ἔμπλεως. Ὅσιε πάτερ Σιλουανέ, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἐφάμιλλος, καὶ κοινωνὸς ἀληθῶς, ἐσχάτοις ἐν ἔτεσι, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, ἐδείχθης μακάριε. Ὅθεν Σιλουανέ σε, ἡ οὐράνιος δόξα, δέδεκται μετὰ τέλος, σὺν Ὁσίοις Πατράσι· μεθ’ ὧν καὶ καθικέτευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Κήρυξ δέδοσαι, τῇ οἰκουμένῃ, σὺ γλυκύτατος, ἐν θεολόγοις, τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης τρισόλβιε· τὸν Ταπεινὸν γὰρ καὶ Πρᾷον ἑώρακας, καὶ τὴν Ἐκείνου καρδίαν κατέμαθες. Ὅθεν ἅπαντες, Σιλουανὲ ἐλλαμπόμενοι, τοῖς θεογλώσσοις ῥήμασι, δοξάζομεν τὸ Πνεῦμα τὸ δοξάσαν σε.
(Ποίημα Παύλου Ἱερομόναχου).
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α'. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Κατηγλάϊσας Πάτερ Ὄρος τοῦ Ἄθωνος, ὑπὲρ φύσιν βιώσας καὶ τὴν τοῦ Πνεύματος, ἐπίδειξάμενος ἡμῖν θείαν ἐνέργειαν, ὅθεν τιμῶντές σου σεπτῶς, τὴν μνήμην ὦ Σιλουανέ, δοξάζομεν ἐκ καρδίας, τὸν παρασχόντα σε μέγαν, τῇ Ἐκκλησίᾳ χριστοκήρυκα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Ὁσίων σύσκηνος τῶν πάλαι ὤφθης, ἐναρέτοις πράξεσι, Χριστὸν δοξάσας ἐπὶ γῆς, Σιλουανὲ παναοίδιμε, καὶ ἐκομίσω τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις θεοφόρε Σιλουανέ, ὁ ἐσχάτοις χρόνοις, διαλάμψας ἀσκητικῶς· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ὑπόδειγμα Πατέρων, καὶ πρὸς Χριστὸν μεσίτης, ἡμῶν θερμότατος.
Οπτικοακουστικό Υλικό
Σύναξη της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας στα Κύθηρα και ανάμνηση της ιάσεως του παραλύτου
Τέρας νεουργόν εὐλογῶ τῆς Παρθένου.
Ἔσφιγξε καί γάρ νῦν μέλη παρειμένα.
Εἰκάδι ἀμφί τετάρτῃ ἔῤῥωται παράλυτος.
Σύμφωνα με την παράδοση η αυθεντική εικόνα της Θεοτόκου με το Χριστό βρέθηκε από ένα βοσκό σε μια κοιλάδα νοτιοδυτικά του νησιού γεμάτη από μυρτιές, που ονομάζονται «Μυρτίδια», τον 13ο αιώνα μ.Χ. Στην εικόνα αυτή αρχικά «διεκρίνοντο καθαρά τα χαρακτηριστικά μέχρι στέρνων» της Θεομήτορος και του Χριστού, «με την πάροδο του χρόνου όμως απέκτησε σταδιακά το σκούρο χρώμα».
Το πιθανότερο είναι η ιστόρηση της εικόνας αυτής να έγινε από τον Ευαγγελιστή Λουκά (1ος αιώνας μ.Χ.). Στη θέση της «εύρεσης» ο πτωχός βοσκός έκανε ένα μικρό εκκλησάκι και στην περιποίηση του αφιέρωσε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Μετά το θάνατο του ευσεβούς βοσκού, την περιποίηση του μικρού Ναού της Μυρτιδιώτισσας ανέλαβε ο Μοναχός Λεόντιος, ο οποίος με χρηματική βοήθεια Κυθηρίων μεγάλωσε λίγο το αρχικό εκκλησάκι και έκτισε γύρω του μερικά κελιά για τη φιλοξενία των προσκυνητών.
Όμως το πλήθος των προσκυνητών που κατέφθαναν από διάφορα μέρη δημιούργησε την ανάγκη ενός μεγάλου Ναού. Το δύσκολο αυτό έργο της ανέγερσης ξεκίνησε με πολύ ζήλο, προσπάθειες και εράνους ο δραστήριος Ιερομόναχος Αγαθάγγελος Καλλίγερος το 1841 μ.Χ. και σε δεκαέξι χρόνια έγινε ένα υπέροχο συγκρότημα που αποτελείται από μεγαλοπρεπή Ναό, ένα αριστουργηματικό πανύψηλο καμπαναριό και πολλά κελιά φιλοξενίας.
Ο μικρός Ναός της «εύρεσης», το Καθολικό, όπως λέγεται, παρέμεινε κάτω από το μεγάλο Ναό, διατηρείται σε άριστη κατάσταση και εκεί φυλάσσεται κατά τους χειμέριους μήνες η εικόνα της Παναγίας που η αγάπη των Κυθηρίων τη φύλαξε μέσα σε μια ολόχρυση επένδυση, αληθινό αριστούργημα φτιαγμένο από τον Κρητικό καλλιτέχνη Νικόλαο Σπιθάκη το 1827 μ.Χ.
Στο κάτω μέρος της χρυσής επένδυσης απεικονίζονται τρία θαύματα: το θαύμα της εύρεσης της εικόνας από το βοσκό, το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου στις 24 Σεπτεμβρίου (αρχές του 17ου αιώνα) και το θαύμα της διάσωσης του φρουρίου των Κυθήρων από τους κεραυνούς (22 Ιανουαρίου 1829) κατά τη διάρκεια της φύλαξης της εικόνας της Παναγίας εντός του φρουρίου για το φόβο των πειρατών που μάστιζαν τη Μεσόγειο.
Ο Ιερός Ναός εορτάζει στις 24 Σεπτεμβρίου, ημέρα εορτασμού του θαύματος της θεραπείας του παραλύτου. Στον Ιερό Ναό υπάρχουν δύο παρεκκλήσια, το ένα αριστερά του Τέμπλου, αφιερωμένο στην Οσιοπαρθενομάρτυρα Ελέσα (βλέπε 1 Αυγούστου) και το άλλο δεξιά στον Όσιο Θεόδωρο (βλέπε 12 Μαΐου).
Αξίζει να επισημάνουμε ότι στο στέμμα της Πανσέπτου Εικόνας της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, υπάρχει προσαρμοσμένο «Πολυτιμότατον αδαμαντοκόλλητον εν σχήματι ημισελήνου χρυσούν κόσμημα». Ας θυμηθούμε την ιστορία του:
Σύμφωνα με όσα ο αείμνηστος Σοφοκλής Καλόυτσης, ο υμνογράφος της Μυρτιδιώτισσας διέσωσε (ακολουθία Μυρτιδιωτίσσης, έκδοσις 5η, σελ. 149), βρισκόταν κάποτε στα Κύθηρα, κάποιος Τούρκος πλούσιος και επιφανής, εγκατεστημένος στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, ο οποίος ήταν Μωαμεθανός.
Κάποια ημέρα παρατήρησε ασυνήθη συγκέντρωση κόσμου, στην πλατεία του Μητροπολιτικού Ναού του Εστευρωμένου στη Χώρα.
Ρώτησε τι συμβαίνει και του είπαν ότι το Νησί μαστίζεται από πολύμηνη ανομβρία και για αυτό θα πραγματοποιηθεί Λιτανεία της Αγίας Εικόνας της Μυρτιδιώτισσας, η οποία είχε ήδη κατέβει από το κάστρο που φυλασσόταν τότε και βρισκότανε μέσα στον Εσταυρωμένο.
Όμως ο ουρανός ήταν καταγάλανος και δεν φαινόταν ούτε ίχνος νέφους στον ορίζοντα.
Ο Τούρκος εχλεύασε αυτή την ενέργεια γιατί η λογική έλεγε ότι δεν θα φέρει αποτελέσματα. Και ήταν τόσο σίγουρος για αυτό, που δήλωσε ότι εάν μετά την Λιτανεία επακολουθήσει βροχή, θα αφιέρωνε το χρυσό κόσμημα της ημισελήνου που είχε μαζί του, στην Ιερή Εικόνα.
Η Λιτανεία έγινε με κατάνυξη και οι Κυθήριοι γονυκλινείς παρακάλεσαν για την λύση της ανομβρίας. Και το θαύμα έγινε. Μόλις η Ιερά Πομπή επέστρεψε στον Ναό, άρχισε να πέφτει ραγδαία βροχή.
Ο αλλόθρησκος τήρησε την υπόσχεση του και αφιέρωσε το κόσμημα στην Παναγία.
Πότε έγινε αυτό δεν αναφέρεται. Ίσως έγινε πριν το 1837 μ.Χ. Τότε έγινε η χρυσή επένδυση της Εικόνας από τον Καλλίτέχνη Νικόλαο Σπιθάκη και μάλλον αυτός έκανε την προσαρμογή της ημισελήνου στο στέμα της Παναγίας «Εις αιωνίαν ανάμνησιν του τελεσθέντος θαύματος της λύσεως της ανομβρίας».
Πιθανόν λοιπόν η αφιέρωση να είχε προηγηθεί του 1837 μ.Χ.
Αυτό το θαύμα της Παναγίας μας, ενέπνευσε τον Υμνογράφο αείμνηστο Σοφοκλή Καλούτση και αφιέρωσε ολόκληρον οικον στους χαιρετισμούς της Μυρτιδιώτισσας, για να εξυμνήσει.
«Χαίρε η λήξις της ανομβρίας
Χαίρε η παύσις της λειψυδρίας
Χαίρε υετόν δαψιλή καταπέμπουσα
Χαίρε ουρανόθεν την γην η δροσίζουσα...»
Ὕμνοι Δοξολογικοί καί Παρακλητικοί εἰς τήν Μυρτιδιώτισσαν, εἰς τύπον τῶν μεγαλυναρίων,* ὧν ἡ ἀκροστιχίς˙ Μητρόθεε διάσωσον
Μητρόθεε Ἄνασσα Οὐρανοῦ,
ὄντως Πλατυτέρα, καί Ἀγγέλων
φωτοειδῶν, τῶν ἀκαταπαύστως,
ὑμνούντων τήν σήν δόξαν,
Δέσποινα καί Κυρία, Θεομακάριστε.
Ηλίου τῆς δόξης τοῦ νοητοῦ, τῆς
Δικαιοσύνης ἀπαστράψαντος τοῖς
ἐν γῇ, τοῦ πάντων Δεσπότου, Κυρίου
καί Σωτῆρος, Μήτηρ ὑπάρχεις ὄντως,
ἡ Παμμακάριστος.
Τεκοῦσα ἀφράστως τόν σόν
Υἱόν, τόν Παντευεργέτην καί Σωτῆρα
καί Λυτρωτήν τόν κόσμον λυτροῦσαι,
παθῶν καί καχεξίας, ὡς πάντων
ὑπερτέρα, Μυρτιδιώτισσα.
Ρᾶνον θείοις μύροις τόν
σόν λαόν, ἡ ἐν μυρτιδίοις ἀνατείλασα θαυμαστῶς,
ἁγίᾳ Εἰκόνι, θαυματουργῷ καί θείᾳ, καί
δίδου τήν σήν χάριν,
Μυρτιδιώτισσα.
Οἱ ἔχοντες σκέπην σήν κραταιάν,
σεμνύνονται πάντες καί καυχῶνται
κατά Θεόν, σέ ἔχοντες τεῖχος, καί
θείαν προστασίαν, σεισμῶν πυρός
καί βλάβης, διαφυλάττουσαν.
Θεράπευσον Κόρη σούς ὑμνητάς,
ψυχῶν τε τάς νόσους, καί σωμάτων
τάς χαλεπάς, καί ἴασαι Μῆτερ, κακῶν
καί ἀσθενείας, δεινῶν ἀρρωστημάτων,
Μυρτιδιώτισσα.
Εκ πάσης ἀνάγκης καί πειρασμῶν,
χαλεπῶν κινδύνων ἐπῃρείας τοῦ πονηροῦ,
ρῦσαι νεολαίαν δεινῶς κλονιζομένην,
καί δοκιμαζομένην,
Μυρτιδιώτισσα.
Εξελε τούς νέους Μῆτερ Θεοῦ,
παθῶν καί κινδύνων πολυτρόπων
παντοδαπῶν, κράτυνον τήν πίστιν
τά ἤθη καί τό σέβας, θείᾳ κληρονομίᾳ,
Μυρτιδιώτισσα.
Δεσμῶν ἁμαρτίας φθοροποιῶν,
καί πάσης κακίας καταχρήσεων
συμφορῶν, καί λευκοῦ θανάτου,
ἐκλύτρωσαι Παρθένε, φιλτάτην νεολαίαν,
Μυρτιδιώτισσα.
Ιλέῳ σου ὄμματι στοργικῷ,
καί σῇ εὐσπλαγχνίᾳ διαφύλαττε
μητρικῇ, τάς νήσους Κυθήρων
καί τῶν Ἀντικυθήρων, σεισμῶν
πυρός μαχαίρας, Μυρτιδιώτισσα.
Αγάπην ὁμόνοιαν καί στοργήν,
παράσχου συζύγοις καί γονεῦσι
Μῆτερ Θεοῦ, καί δίδου πλουσίως,
χαράν καί εὐφροσύνην, πιστότητα εἰρήνην,
Μυρτιδιώτισσα.
Σεισμοῦ διασῴζουσα φυσικοῦ,
σεισμικάς δονήσεις σύ ἀπότρεψον
ἠθικάς, καί ἐκ ναυαγίων, οἰκογενείας σῷζε, φρίκης διαζυγίων,
Μυρτιδιώτισσα.
Ω Μῆτερ τοῦ Λόγου καί Λυτρωτοῦ,
σήν χάριν αἰτοῦμεν
ἐκκαρδίας τε καί ψυχῆς, μετάνοιαν
δοῦναι, σοῖς δούλοις ἀναξίοις,
οἰνοποσίας πάθους, σύ ἀπαλλάττουσα.
Σωτῆρα ἡ τέξασα καί Θεόν,
παντοίων κινδύνων διασῴζεις
καί συμφορῶν, αἱρέσεως πλάνης,
σχίσματος τῆς μανίας,
ἐν τάχει ἀπαλλάττεις,
Μυρτιδιώτισσα.
Ο πάντων ἁγίων τάς ἀρετάς,
ἀεί ὑπερβαίνων ὡς ὁ Κύριος καί
Θεός, Μητέρα σου θείαν, σεμνήν
Ὑπεραγίαν, πρόσδεξαι δυσωποῦσαν,
Μυρτιδιώτισσαν.
Νεότητα σῴζουσα ὦ Ἁγνή,
ἀνθρώπους ὡρίμους, οἴκους
νέους θεοσεβεῖς, καί τίμιον
γῆρας, διαφυλάττειν σπεύδεις,
Κυρία τῶν Ἀγγέλων,
Μυρτιδιώτισσα.
*Οἱ ὕμνοι οὗτοι, συντεθέντες χάριτι Θείᾳ καί εὐδοκίᾳ τῆς Παναχράντου διά τήν προστασίαν τοῦ λαοῦ ἐκ τῆς φοβερᾶς τοῦ σεισμοῦ ἀπειλῆς καί λοιπῶν κινδύνων, ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ (Ἰούνιος 2006), ψάλλονται μετά τά Μεγαλυνάρια τῆς Ἱερᾶς Παρακλήσεως καί κατά τάς ἱεράς λιτανεύσεις τῆς ἁγίας Εἰκόνος τῆς Μυρτιδιωτίσσης.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Λαοί νῦν κροτήσωμεν, δεῦτε τάς χεῖρας πιστῶς καί ἄσωμεν ἄσμασι τῇ Θεομήτορι ἐν πόθῳ κραυγάζοντες˙ Χαῖρε ἡ προστασία πάντων τῶν δεομένων Χαῖρε ἡ σωτηρία τῶν τιμώντων σε πόθῳ, Χαῖρε ἡ τῷ παραλύτῳ τήν ἴασιν βραβεύσασα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς κρήνη ἀκένωτος, τῶν παρὰ σοῖ ἀγαθῶν, Εἰκών σου ἡ πάνσεπτος, τοὶς Κυθηρίοις Ἁγνή, ἐδόθη κραυγάζουσι, χαῖρε ἡ προστασία, πάντων τῶν δεομένων χαῖρε ἡ σωτηρία, τῶν τιμώντων σὲ πόθω, χαῖρε ἡ τῷ παραλύτῳ, τὴν ἴασιν βραβεύουσα.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ Θεοτόκῳ οἱ πιστοὶ νῦν προσπελάσωμεν Ὡς χορηγούσῃ δαψιλῶς πᾶσιν ἰάματα, Ἀναμέλποντες ἐφύμνια μετὰ πόθου. Ἀλλ’ ὡς ἤγειρας παράλυτον, Θεόνυμφε, Ἀπὸ πάσης ἡμᾶς ῥῦσαι περιστάσεως Τοὺς σοὶ κράζοντας· χαῖρε δόξα παγκόσμιος.
Μεγαλυνάριον
Ὤφθης τῶν Κυθήρων καταφυγή, ἐξαιρέτῳ τρόπῳ, ἀναβλύζουσα ἐν αὐτοῖς, ἐκ τῆς σῆς Εἰκόνος, προνοίας σου τὰ ῥεῖθρα, ὦ Κεχαριτωμένη· διὸ ὑμνοῦμέν σε.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις, τῶν Κυθήρων ἡ ἀρωγός καί καύχημα μέγα καί γλυκεῖα καταφυγή. Χαίροις, Ὀρθοδόξων ταχεῖα προστασία, εὐλογημένη Κόρη Μυρτιδιώτισσα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Πάλαι ὡς ἀνεῦρε τῆ Σῆ ὀμφῆ, ἐν κλάδοις μυρσίνης τήν Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν ὁ ποιμήν, Παρθένε, ἐν εὐφροσύνῃ θείᾳ, αὐτήν Μυρτιδιώτισσαν ἐπωνόμασε.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Νόσους θεραπεύεις τάς χαλεπάς, κεραυνούς διώκεις, ἀνομβρίαν λύεις δεινήν, ὡς ὄντως μεγίστη ἡ δόξα καί ἡ χάρις καί ἡ σεπτή Σου κλῆσις, Μυρτιδιώτισσα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ὤφθη ἰατρεῖον πνευματικόν, ὁ ἐν Μυρτιδίοις θεῖος οἶκός Σου καί σεπτός, ψυχῶν γάρ ἰᾶται καί τῶν σωμάτων πάθη, τῆ Σῆ ἐπιστασίᾳ, Μυρτιδιώτισσα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ἅπαντας προφθάνεις ὡς συμπαθής, τούς ἐν τοῖς κινδύνοις καί τούς πέλας καί τούς μακράν καί τούτοις παρέχεις βοήθειαν ταχεῖαν, ὑμνοῦντας Σου τήν χάριν, Μυρτιδιώτισσα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τούς ἐξαιτουμένους ἀπό ψυχῆς, τῆς Σῆς Θεοτόκε, ἀντιλήψεως τήν ἰσχύν, σῶζε πάσης βλάβης καί πάσης δυσχερείας, ὡς Μήτηρ τοῦ ἐλέους, Μυρτιδιώτισσα.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι ἀοράτως, καί βροτῶν πᾶσα φύσις, συμφώνως ἀνυμνήσωμεν πάντες, τήν πανθαύμαστον Θεοτόκον ἁγνήν· πολλῶν γάρ θαυμάτων αὐτουργός πέφηνε, καί ταύτην χαρμοσύνως εὐφημήσωμεν, πιστῶς βοῶντες.
Χαῖρε Παρθένε Μῆτερ Κυρίου.
Χαῖρε ἀρχή Μυστηρίου θείου.
Χαῖρε ἀνομβρίας αὐχμόν καταπαύουσα.
Χαῖρε ἐναντίους ἐχθρούς καταθραύουσα.
Χαῖρε ὅτι τόν παράλυτον καθυγείωσας λαμπρῶς.
Χαῖρε ὅτι τῶν προσφύγων σου προστατεύεις ἐναργῶς.
Χαῖρε ὅτι τῶν Κυθηραίων πέλεις καύχημα πάντων.
Χαῖρε παντός τοῦ κόσμου ὑπερμέγιστον θάμβος.
Χαῖρε δι’ ἧς ἡ χαρά ἐπέλαμψε.
Χαῖρε δι’ ἧς ἡ λύπη κατέπαυσε.
Χαῖρε ἁγνή ἀσθενῶν ἰατρεία.
Χαῖρε πάντων τῶν πιστῶν σωτηρία.
Χαῖρε δόξα παγκόσμιος.
Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Τῆς α΄ Στιχολογίας,
Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί, δεῦτε θεάσασθε θερμῶς θαῦμα παράδοξον καί γάρ, σήμερον ἔλαμψεν ἡμῖν, ἐν τῇ πανσέπτῳ καί τεσσαρακονθημέρῳ ἡμέρᾳ τῆς ἁγνῆς θείας κοιμήσεως, ἐν ᾗ λαμπρῶς τελοῦμεν τήν πανήγυριν, πᾶς ὁ λαός καί παῖδες τῶν Κυθηραίων· καί γάρ Παράλυτον ἤγειρεν ἡ Θεοτόκος, ἐν τῷ ἁγίῳ τῶν Μυρτιδίων Ναῷ αὐτῆς.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τό προσταχθέν.
Τῆς β΄ Στιχολογίας
Τῶν Ὀρθοδόξων ὁ πιστός σύλλογος θεῖος ἐν τῷ πανσέπτῳ σου Ναῷ, Κόρη πανάχραντε, μετά πόθου προθύμως νῦν προσπελάζων, Παρθένε Μήτηρ Κυρίου κράζει θερμῶς. Ἐν ὥρᾳ τῆς καταδίκης τε καί ὀργῆς, τῆς μελλούσης Κολάσεως, λύτρωσαι πάντας τούς πιστούς, καί σωτηρίαν δώρησαι τοῖς πιστῶς προσκυνοῦσί σε.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Κατεπλάγη εὐλαβῶς, τῶν Κυθηραίων ὁ λαός καί ἐλάμβανεν εἰς νοῦν, τῶν ἀκενώτων δωρεῶν, πηγήν σε εἶναι, Θεόνυμφε καί Παρθένε, ἄνανδρον, Παρθένον καί πανέντιμον, πύλην κεκλεισμένην Θεοῦ ἡμῶν καί ἱερόν παλάτιον τοῦ Λόγου καί πλάστου Πατρός τοῦ ὑψίστου, τοῦ γεννηθέντος σπέρματος δίχα, ἐκ τῆς νηδύος σοῦ τῆς θεόπαιδος.
Αγία Θέκλα η Ισαπόστολος
Αὐτὸς σε σῴζει Θέκλα ῥήξας τὴν πέτραν,
Οὗ τῷ πάθει πρὶν ἐρράγησαν αἱ πέτραι.
Πέτρη ἀμφὶ τετάρτην εἰκάδα δέξατο Θέκλην.
Η ισαπόστολος Θέκλα καταγόταν από το Ικόνιο και ήταν θυγατέρα εθνικής οικογένειας, την δε μητέρα της την έλεγαν Θεόκλεια. Μετεστράφη στην χριστιανική πίστη χάρη στα κηρύγματα του ίδιου του Αποστόλου Παύλου (βλέπε 29 Ιουνίου) που τα έκανε στην γειτονική οικία του Ονησιφόρου (βλέπε 7 Σεπτεμβρίου). Είχε ήδη μνηστευθεί κάποιον εθνικό ονόματι Θάμυρη. Όταν αυτός και η μητέρα της Θεοκλεία αντιλήφθηκαν ότι είχε μεταστραφεί στην χριστιανική πίστη, προσπάθησαν να την κάνουν να πάρει πίσω την απόφασή της. Όταν είδαν ότι αυτό ήταν ανώφελο, κατέδωσαν τον Απόστολο Παύλο στον ηγεμόνα Καστίλιο, ο οποίος τελικά αφού τον φυλάκισε, τον απέλασε. Τότε η Θέκλα εγκατέλειψε τον μνηστήρα της και ακολούθησε τον Απόστολο στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Πολλές φορές υπέστη μαρτύρια αλλά η πίστη της την έσωσε. Από την Αντιόχεια μετέβη στα Μύρα της Λυκίας για να συναντήσει τον Απόστολο Παύλο και από εκεί στη Σελεύκεια, όπου κατέφυγε στο όρος Καλαμών, όπου και εκοιμήθη εν ειρήνη σε ηλικία ενενήντα ετών.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου συνέκδημος, ὡς καθαρα τὴν ψυχήν, καὶ πρώταθλος πέφηνας, ἐν γυναιξὶν εὐκλεῶς, Χριστὸν ἀγαπήσασα, σὺ γὰρ τῆς εὐσέβειας, πτερωθεῖσα τῷ πόθῳ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, Ἰσαπόστελε Θέκλα διὸ σὲ ὁ Πανοικτίρμων νύμφην ἠγάγετο.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείου κήρυκος διδασκαλίας, πόθῳ κτίστου σου ἀναφλεχθεῖσα, τῶν γεηρῶν ὡς ῥεόντων ἠλόγησας· καί σεαυτήν ἱερόν καλλιέργημα, τῷ Θεῷ δοῦσα ποινῶν κατετόλμησας. Θέκλα ἔνδοξε, Παύλου τοῦ θείου συνέκδημε, τόν σόν Νυμφίον Χριστόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς
Τῆς παρθενίας τῷ κάλλει ἐξέλαμψας, μαρτυρίου στεφάνῳ κεκόσμησαι, ἀποστολὴν πιστεύῃ Παρθένε ὡς ἔνδοξος, καὶ τοῦ πυρὸς μὲν τὴν φλόγα, εἰς δρόσον μετέβαλες, τοῦ ταύρου δὲ τὸν θυμόν, προσευχῇ σου ἡμέρωσας ὦ Πρωτόαθλε.





