Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Ελληνική Επανάσταση του 1821

 Epanastasi.jpg

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της επανάστασης, ενώ οι Έλληνες επαναστάτες ορκίζονται στο Θεό για αυτήν. Θεόδωρος Βρυζάκης, 1865.[1]
Απεικόνιση του θρύλου της Αγίας Λαύρας.[2][3][4]


Χρονολογία21 Φεβρουαρίου 1821 – 22 Ιανουαρίου 1830[4]
ΤόποςΠελοπόνησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Κρήτη, Αιγαίο Πέλαγος, Μολδοβλαχία
Έκβαση
  • Στρατιωτική νίκη των Ελλήνων επαναστατών στην Κρήτη η οποία όμως στην συνέχεια επιστράφηκε στο Οθωμανικό κράτος
  • Βίαιη καταστολή της επανάστασης στις υπόλοιπες περιοχές και σημαντικά πλήγματα/αντίποινα στον Ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Αντιμαχόμενοι

 Έλληνες επαναστάτες (1821)
 Πρώτη Ελληνική Δημοκρατία (1822–1830)


Υποστηριζόμενοι από:

 Ρωσική Αυτοκρατορία (μετά το 1827)
 Γαλλία (μετά το 1825)
 Ηνωμένο Βασίλειο (μετά το 1823)
 Αϊτή[5][6]

 Οθωμανική Αυτοκρατορία

Ηγετικά πρόσωπα
 Αλέξανδρος Υψηλάντης
 Δημήτριος Υψηλάντης
 Ιωάννης Καποδίστριας
 Παλαιών Πατρών Γερμανός
 Πέτρος Μαυρομιχάλης
 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
 Γεώργιος Καραϊσκάκης 
 Αθανάσιος Διάκος 
 Γρηγόριος Παπαφλέσσας 
 Μάρκος Μπότσαρης 
 Νικήτας Σταματελόπουλος
 Οδυσσέας Ανδρούτσος
 Εμμανουήλ Παπάς
 Ιωάννης Μακρυγιάννης
 Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
 Ανδρέας Μιαούλης
 Κωνσταντίνος Κανάρης
 Αδαμαντία Μαυρογένους
 Μαχμούτ Β΄
 Ομέρ Βρυώνης
 Δράμαλης
 Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς
 Ιμπραήμ Πασάς
 Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς
 Μουσταφά Πασάς Μπουσάτλι

Η Ελληνική Επανάσταση ή Επανάσταση του 1821 ήταν η ένοπλη εξέγερση την οποία διεξήγαγαν επαναστατημένοι Έλληνες εναντίον του οθωμανικού στρατού με σκοπό την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.

Η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων εντοπίζεται κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, περί τον 13ο έως 15ο αιώνα,[7][8][9] αλλά οι απαρχές του ελληνικού εθνικού κινήματος που οδήγησε στην Επανάσταση εμφανίζονται πολλούς αιώνες αργότερα, στην ώριμη φάση του νεοελληνικού Διαφωτισμού το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.[10] Την περίοδο αυτή, η διάδοση της παιδείας συνοδεύτηκε με τη διάδοση -αρχικά μεταξύ των Ελλήνων που ζούσαν στις παροικίες της Δυτικής Ευρώπης και είχαν φιλοδυτικό προσανατολισμό[11]- της ιδέας της ύπαρξης ενός ελληνικού έθνους που συνδεόταν με την αρχαία Ελλάδα και δικαιούταν χωριστή πολιτική ύπαρξη. Μία από τις οργανώσεις που δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτό το ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα ήταν η Φιλική Εταιρεία, μια μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τρεις Έλληνες εμπόρους με σκοπό την προετοιμασία μιας ελληνικής επανάστασης. Οι Φιλικοί είχαν αρχικά περιορισμένη επιτυχία, οικειοποιούμενοι, όμως, μια παράδοση ορθόδοξων προφητειών για την ανασύσταση της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αφήνοντας να εννοηθεί ότι είχαν τη στήριξη της τσαρικής Ρωσίας, κατάφεραν εν μέσω μιας κρίσης της εμπορικής ναυτιλίας, από το 1815 και εξής, να προσεταιρισθούν τα παραδοσιακά ελληνορθόδοξα στρώματα.[12]

Τον Φεβρουάριο του 1821 ο αρχηγός της Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, εισέβαλε στη Μολδοβλαχία, ενώ τον επόμενο μήνα οι Φιλικοί δημιούργησαν επαναστατικές εστίες από τη Μακεδονία ως την Κρήτη. Οι επαναστάτες αφορίστηκαν από τη σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά οι οθωμανικές αρχές προχώρησαν σε σφαγές αμάχων και εκτελέσεις προυχόντων, συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε'. Η εκστρατεία του Υψηλάντη απέτυχε και σε σύντομο χρονικό διάστημα τα οθωμανικά στρατεύματα έσβησαν τις περισσότερες από τις επαναστατικές εστίες της ηπειρωτικής Ελλάδας, όμως οι επαναστάτες κατάφεραν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου.

Ο επαναστατικός αναβρασμός εκείνων των ημερών ήταν τόσο μεγάλος που καθιστούσε πια επικίνδυνη την αναβολή της εξέγερσης ενώ από τις 14 έως τις 20 Μαρτίου έλαβαν χώρα σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου επιθέσεις εναντίον Μουσουλμάνων.

Κατά τον θρύλο και ορισμένες πηγές στις 17 Μαρτίου οι Μανιάτες οπλαρχηγοί συνεννοήθηκαν να κινηθούν ενωμένοι κατά των Τούρκων, σε τελετή που έγινε στην Αρεόπολη Λακωνίας με Δοξολογία στον ιερό ναό "ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ". Στις 23 Μαρτίου Μανιάτες και άλλοι οπλαρχηγοί κατέλαβαν αναίμακτα την Καλαμάτα τελέστηκε δοξολογία στο ναό των Αγίων Αποστόλων και μετά τη δοξολογία, συγκροτήθηκε επαναστατική επιτροπή, η «Μεσσηνιακή Γερουσία ή Σύγκλητος » με επικεφαλής τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και εξεδόθη η 1η Επιστολή προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές υπογράφοντας ως Αρχιστράτηγος των Σπαρτιατικών Δυνάμεων.[13][14]

Τα επόμενα δύο χρόνια οι Έλληνες εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των Οθωμανών να επικεντρωθούν στην επανάσταση λόγω των πολλαπλών ανοιχτών μετώπων που είχαν (με το κυριότερο μέρος του στρατού να πολεμάει τους Πέρσες στα βάθη της Μικράς Ασίας)[εκκρεμεί παραπομπή] νίκησαν τις στρατιές που έστειλε εναντίον τους ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, οργανώθηκαν πολιτικά και συνέστησαν προσωρινή κεντρική διοίκηση, η οποία επέβαλε την εξουσία της στους επαναστατημένους μετά από δύο εμφυλίους πολέμους. Οι οθωμανικές δυνάμεις με τη συνδρομή του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά την επανάσταση, αλλά η πτώση του Μεσολογγίου, το 1826, σε συνδυασμό με το κίνημα του Φιλελληνισμού, συνέβαλαν στη μεταβολή της διπλωματικής στάσης των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν αντιμετωπίσει με δυσαρέσκεια το ξέσπασμα της επανάστασης. Η διπλωματική ανάμιξη της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και η ένοπλη παρέμβασή τους με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, τη γαλλική εκστρατεία του Μοριά και το ρωσοτουρκικό πόλεμο συνέβαλαν στην επιτυχή έκβαση του αγώνα των Ελλήνων, αναγκάζοντας την Πύλη να αποσύρει τις δυνάμεις της αρχικά από την Πελοπόννησο και έπειτα από τη Στερεά Ελλάδα.

Το 1827 επιλέχτηκε ως πρώτος Κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας ο Ιωάννης Καποδίστριας, που ως τη δολοφονία του το 1831 ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση στο εσωτερικό και την προώθηση των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό. Από το 1827 και εξής συνομολογήθηκε μια σειρά συνθηκών και τελικά η ελληνική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Τα σύνορα του νέου κράτους οριστικοποιήθηκαν το 1832 στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και αναγνωρίστηκαν τον ίδιο χρόνο με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης.[15] Μετά από χίλιες μάχες[16] και μεγάλες ανθρώπινες απώλειες, το κράτος που προέκυψε ήταν περιορισμένο εδαφικά δίχως να περιλαμβάνει όλα τα εδάφη που κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς. Ως πολίτευμα καθορίστηκε η μοναρχία, και μετά την άρνηση τού Σάξονα πρίγκιπα του Οίκου της Σαξονίας-Κόμπουρκ Λεοπόλδου, βασιλιάς διορίστηκε ο Βαυαρός πρίγκηπας Όθωνας, που έφτασε στην Ελλάδα το 1833. Το σύνθημα της επανάστασης, «Ελευθερία ή θάνατος», έγινε το εθνικό σύνθημα της Ελλάδας και από το 1838 η 25η Μαρτίου, επέτειος εορτασμού της έναρξής της επανάστασης, καθιερώθηκε ως ημέρα εθνικής εορτής και αργίας.

Το ελληνικό εθνικό κίνημα

Ἡ Γαλλικὴ ἐπανάστασις καὶ ὁ Ναπολέων ἔκαμε, κατὰ τὴν γνώμην μου, νὰ ἀνοίξῃ τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Προτήτερα τὰ ἔθνη δὲν ἐγνωρήζοντο, τοὺς βασιλεῖς τοὺς ἐνόμιζαν ὡς θεοὺς τῆς γῆς, καὶ ὅτι καὶ ἄν ἔκαμναν, τὸ ἔλεγαν καλὰ καμωμένο.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα[17]
Προσωποποίηση της Ελλάδας στο Σάλπισμα Πολεμιστήριον του Κοραή (1801).

Κατά την κυρίαρχη ιστοριογραφική άποψη, η αφετηρία του ελληνικού εθνικού κινήματος χρονολογείται στην τελευταία δεκαετία του 18ου και την πρώτη του 19ου αιώνα, όταν υπό την επίδραση των ιδεολογικών και πολιτικών μηνυμάτων της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων πολέμων εμφανίστηκε το αίτημα για ίδρυση ανεξάρτητου αλλά και ευνομούμενου, κατά τα σύγχρονα πρότυπα, ελληνικού εθνικού κράτους.[18] Πρόκειται για το πρώτο εθνικό κίνημα που εμφανίστηκε στην ανατολική Ευρώπη και σε μη χριστιανικό περιβάλλον, εκείνο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η ισχύς της οποίας την περίοδο αυτή μειωνόταν, καθώς δεν κατάφερνε να συμβαδίσει με τον εκσυγχρονισμό άλλων κρατών.[19]

Κατά άλλη άποψη, σύμφωνα με την αρχεγονική σχολή σκέψης περί εθνικισμού και εθνογένεσης, η Επανάσταση δεν διέφερε πολύ από άλλες προ-μοντέρνες εθνικές λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον μιας ξένης εξουσίας, των οποίων η επιτυχία ή αποτυχία εξαρτήθηκε από τη σχέση ισχύος μεταξύ επαναστατών και αυτοκρατορίας. Η Επανάσταση πέτυχε εκεί όπου οι προηγούμενες ελληνικές εξεγέρσεις απέτυχαν, όχι επειδή ο μοντερνισμός εγκαινίασε τον ελληνικό εθνικισμό, αλλά επειδή η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σε παρακμή.[20]

Οι σύγχρονοι Έλληνες προβλήθηκαν, αρχικά από έναν περιορισμένο κύκλο διανοουμένων του Διαφωτισμού, ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων.[21] Σε αυτό συνέτεινε ο θαυμασμός των Δυτικών για την αρχαία Ελλάδα και η εμφάνιση τον καιρό εκείνο ανάμεσα σε λόγιους και περιηγητές της Δύσης του πολιτισμικού και λογοτεχνικού κινήματος του Φιλελληνισμού, οι κλασικιστές και ρομαντικοί εκπρόσωποι του οποίου προσδοκούσαν την αναγέννηση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού με την απελευθέρωση των συγχρόνων Ελλήνων.[22] Οι εκπρόσωποι του ελληνικού εθνικού κινήματος διαχώριζαν τους σύγχρονους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τους αλλόθρησκους και αλλόγλωσσους κυριάρχους τους, την εξουσία των οποίων κατήγγελαν ως αυθαίρετη και παράνομη, και ταυτίζονταν με τους ετερόδοξους Χριστιανούς της Ευρώπης.[23] Αυτή η ταύτιση συνάντησε τη σφοδρή αντίθεση της Εκκλησίας.[24] Η Εκκλησία μεριμνούσε για την προστασία της Ορθόδοξης κοινότητας από τις πολιτισμικές και ιδεολογικές αλλαγές που επέφερε ο Διαφωτισμός και την ενότητά της, που έθεταν σε κίνδυνο οι ριζοσπαστικές ιδέες περί αυτοδιάθεσης των λαών. Υπερασπιζόμενη οικουμενικά και θεοκρατικά ιδεώδη, είχε αντιταχθεί στην κοσμική και τοπικά περιορισμένη εθνική ιδεολογία και ακολουθούσε πολιτική νομιμοφροσύνης στην κοσμική εξουσία του Σουλτάνου, την οποία θεωρούσε μέρος του σχεδίου της θείας πρόνοιας για την προστασία των Ορθοδόξων από την αιρετική Δύση.[25] Τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης, ο απόηχος της οποίας έφτασε μέχρι τη Βαλκανική θορύβησαν τους Οθωμανούς, που θεώρησαν ότι ήταν πιθανή μία επιρροή τους προς τους μη μουσουλμανικούς λαούς που κατοικούσαν στην Οθωμανική επικράτεια. Είναι γνωστό ότι υπεύθυνος για την υπακοή των πιστών οποιουδήποτε δόγματος της Αυτοκρατίας, ήταν ο πνευματικός ηγέτης τους[26]. Έτσι, από το Πατριαρχείο εξεδόθησαν το έτος 1798 δύο εγκύκλιοι, κατόπιν εντολής της Πύλης (από τον Σελίμ Γ΄, ένα έτος πριν, προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο Ε’) που έφεραν τους τίτλους «Διδασκαλία Πατρική» και «Απολογία Χριστιανική» και απευθύνονταν προς τους ορθόδοξους χριστιανούς υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ενέργεια αυτή αποσκοπούσε στο να νουθετηθούν οι συγκεκριμένοι πληθυσμοί, έτσι ώστε αυτοί να σέβονται το υφιστάμενο -και κυρίαρχο- πολιτικό πλαίσιο και να μην εξεγείρονται κατά της Σουλτανικής εξουσίας[27]. Ακολούθησαν κι άλλοι εγκύκλιοι αυτού του είδους, όπως εκείνη του 1807[28] και του 1819, η οποία στρεφόταν εναντίον της διδασκαλίας φυσικών επιστημών, ενώ απαγόρευε την υιοθέτηση νέων γλωσσικών θεωριών[29].

Κατ' άλλη άποψη, η σύνδεση της Ελληνικής Επανάστασης με τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό είναι μηχανιστική και λανθασμένη.[30] Τη σχέση της Γαλλικής με την Ελληνική Επανάσταση έχουν αμφισβητήσει ή υποβαθμίσει στο παρελθόν και άλλοι ιστορικοί ή μελετητές της Επανάστασης, όπως ο καθηγητής ιστορίας Νικόλαος Βλάχος (ο οποίος αμφισβητεί ότι η Γαλλική υπήρξε στην κυριολεξία "επανάσταση"[31]), οι Ιωάννης ΘεοδωρακόπουλοςΔιονύσιος Κόκκινος, Ε. Πρωτοψάλτης, Κωνστ. Δεσποτόπουλος, Παναγιώτης Βοκοτόπουλος, Μενέλαος Τουρτόγλου, Σπ. Μελάς κ.ά.[32]

Η συμπάθεια των Ελλήνων λογίων προς τη Γαλλική Επανάσταση δεν επιβεβαιώνεται από τις εκδόσεις της «Εφημερίδας» στη Βιέννη μέχρι το 1797. Αντίθετα, οι Έλληνες είχαν μείνει εχθρικοί προς τη Γαλλία λόγω της φιλοτουρκικής πολιτικής της, ακόμα και μετά την επανάσταση του 1789. [33] Από τους Έλληνες λογίους μόνο ο Ρήγας θα επιχειρήσει να συνδυάσει τον «φωτισμό του γένους» με την επανάσταση, συγκροτώντας μια «επανασταστική πρωτοπορία» από διανοούμενους και εμπόρους. Η λοιπή ελληνική διανόηση περέμεινε διαχωρισμένη από το λαό και δεν κατόρθωσε σχεδόν ποτέ να μεταβληθεί σε «οργανική διανόηση» και ακόμα περισσότερο σε «επαναστατική διανόηση», είτε με τα πρότυπα της Γαλλικής Επανάστασης είτε με αυτά των επαναστάσεων του 20ου αιώνα.[34] Τη συνάφεια της Ελληνικής με τη Γαλλική Επανάσταση και το Διαφωτισμό αμφισβητεί και ο Αντώνης Λιάκος, ο οποίος θεωρεί ότι πρόκειται για έναν "αντι-μύθο".[35]

Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ' όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ...
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης[36]

Ενώ οι περισσότεροι Έλληνες έμοιαζαν με τις άλλες ξεχασμένες αγροτικές ομάδες των Βαλκανίων, μια μερίδα τους αποτελούσε την εμπορική και διοικητική τάξη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η γλώσσα της ορθόδοξης Εκκλησίας, στην οποία ανήκαν άλλοι λαοί ήταν η ελληνική και Έλληνες επάνδρωναν τα υψηλότερα κλιμάκια της Πατριαρχίας στην Κωνσταντινούπολη. Με αυτή την έννοια, οι μορφωμένες και εμπορικές τάξεις των Βαλκανίων, είχαν εξελληνιστεί πλήρως. Κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα, ο εξελληνισμός προχώρησε πιο ορμητικά. Οι πρώτες εφημερίδες στην ελληνική γλώσσα, τυπώθηκαν στην Βιέννη (1784)[37]

Η Φιλική Εταιρεία

Κύριο λήμμα: Φιλική Εταιρεία
Κρυπτογραφημένο έγγραφο με το έμβλημα της Φιλικής Εταιρείας και τα αρχικά "Η Ε[λευθερί]Α Η [θάνατ]ΟΣ".

Ακολουθώντας την τακτική των εθνικών κινημάτων της εποχής, αρχικά ιδρύθηκαν ανάμεσα στους Έλληνες της διασποράς, αλλά και στα ελληνικά εδάφη εταιρείες, συνωμοτικές οργανώσεις, με σκοπούς εθνικούς, κυρίως πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς, τη διάδοση, δηλαδή, της παιδείας στους υπόδουλους Έλληνες, όπως το Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο το 1809 στο Παρίσι και η Φιλόμουσος Εταιρεία των Αθηνών το 1813 και της Βιέννης το 1814[5]. Οι οργανώσεις αυτές αποτέλεσαν τον προθάλαμο για τη δημιουργία φιλελεύθερης πολιτικής οργάνωσης.[38]

Το 1814 τρεις ριζοσπάστες έμποροι μεσαίας οικονομικής εμβέλειας, ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ίδρυσαν στην Οδησσό της Ρωσίας τη Φιλική Εταιρεία, μια μυστική και παράνομη οργάνωση στα πρότυπα των μασονικών στοών[39], που είχε ως στόχο τη συγκέντρωση πόρων και τη δημιουργία δομών για την κήρυξη επανάστασης για την ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Σε αντίθεση με τις πολλές εξεγέρσεις που είχαν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στον κατακτημένο ελληνικό χώρο, οι οποίες συνδέονταν με πολιτικά σχέδια μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, η επανάσταση που σχεδίαζαν οι Φιλικοί επρόκειτο να είναι αυτοδύναμη επανάσταση των Ελλήνων.[40] Το εθνικοαπελευθερωτικό εγχείρημα είχε να αντιμετωπίσει το ότι η Εκκλησία και οι τοπικές ηγετικές ομάδες του ελληνικού κόσμου, οι Φαναριώτες, οι αρματολοί και οι προεστοί, ήταν ενταγμένες στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας, ενώ οι μη εγγράμματες μάζες δε συμμερίζονταν τις εθνικές ιδέες των διανοούμενων της διασποράς.[41] Τα πρώτα δύο χρόνια από την ίδρυσή της το έργο της Εταιρείας ήταν στάσιμο και λίγα μόνο μέλη προστέθηκαν στην οργάνωση, όπως ο λόγιος Άνθιμος Γαζής, που έγινε μέλος της Αόρατης Αρχής, δεκαμελούς οργάνου που διηύθυνε την οργάνωση.[42]

Ελληνική μαρτιγάνα (1807).

Μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων, ωστόσο, και την ειρήνευση της Μεσογείου οι ευρωπαϊκοί στόλοι ανέκτησαν τη θέση τους στο εμπόριο και η κρίση της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, που είχε ξεκινήσει το 1812, προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις.[43] Η διακοπή των εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων που είχαν ανθίσει το προηγούμενο διάστημα επηρέασε τόσο τους Έλληνες των παροικιών όσο και της αυτοκρατορίας, καθώς η κρίση επεκτάθηκε στις οικονομικές δραστηριότητες που ήταν συνδεδεμένες με την εμπορική ναυτιλία, οδηγώντας ολόκληρες κοινωνικές ομάδες σε αδιέξοδο: συσσωρευμένα εφοπλιστικά κεφάλαια παρέμειναν ανενεργά, ενώ ναυτικοί, τεχνίτες και βιοτέχνες έμειναν άνεργοι ή αναγκάστηκαν να αναζητήσουν εργασία στην αγροτική παραγωγή ως κολίγοι.[44]

Ο όρκος, ελαιογραφία του Δ. Τσόκου (1849).

Από το 1818, πρώτη χρονιά της μεγάλης κρίσης στην εμπορική ναυτιλία, τα μέλη της Εταιρείας αυξήθηκαν αλματωδώς. Τη χρονιά εκείνη τα μέλη της Αρχής συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και ανέθεσαν σε απεσταλμένους τους, τους «Αποστόλους», περιοδείες για τη συλλογή πληροφοριών και τη μύηση νέων μελών.[45] Εκμεταλλευόμενοι μια μακραίωνη παράδοση χρησμολογιών και τη διάδοση των μεσσιανικών αντιλήψεων στις παραδοσιακές ορθόδοξες κοινότητες των ελληνικών χωρών, οι Φιλικοί άφηναν να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι διέθεταν τη στήριξη της Ρωσίας· οικειοποιήθηκαν το μεσσιανικό λόγο και χρησιμοποίησαν εκκοσμικευμένη την έννοια της Ανάστασης. Έτσι, διευκολύνθηκε η ανάπτυξη ενός απελευθερωτικού ήθους ανάμεσα στα παραδοσιακά ορθόδοξα στρώματα, όπως οι προεστοί, οι κλεφταρματολοί, οι κληρικοί και οι χωρικοί, και η υιοθέτηση από μέρους τους του κλασικιστικού μύθου περί καταγωγής από τους αρχαίους Έλληνες και του νεωτερικού επαναστατικού προγράμματος.[46] Προσβλέποντας στη ρωσική βοήθεια, ανταποκρίθηκαν θετικά οι προεστοί της Πελοποννήσου και ο μπέης της ΜάνηςΠετρόμπεης Μαυρομιχάλης.[47] Η Φιλική Εταιρεία γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία στους κλεφταρματολούς που βρίσκονταν στα Επτάνησα και τη Ρωσία. Εκεί είχαν βρει καταφύγιο την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα κλέφτες κυνηγημένοι από την Πελοπόννησο, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, και αρματολοί εκδιωγμένοι από τον Αλή Πασά.[48] Μη γνωρίζοντας άλλα επαγγέλματα απο αυτά του πολεμιστή και του ποιμένα, είχαν στρατολογηθεί σε ευρωπαϊκούς στρατούς, απασχόληση που, ωστόσο, εξέλιπε με το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων.[49] Την περίοδο αυτή ήλθαν σε επαφή με τους Φιλικούς, που προωθούσαν επαναστατικές ιδέες, οργανώθηκαν στην Εταιρεία και συνεισέφεραν σημαντικά στην παρασκευή της Επανάστασης, κάποιοι από αυτούς και ως «Απόστολοι».[50]

Το Σεπτέμβριο του 1818 η ηγεσία της Εταιρείας αποφάσισε να προτείνει στον Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργό εξωτερικών του τσάρου της Ρωσίας Αλέξανδρου, να αναλάβει την αρχηγία της οργάνωσης και στάλθηκε γι' αυτό το λόγο στην Πετρούπολη ο Ξάνθος. Μετά την άρνηση του Καποδίστρια τον Ιανουάριο του 1820, ο Ξάνθος στράφηκε στο Φαναριώτη πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, ανώτατο αξιωματικό του Ρωσικού στρατού, που τον Απρίλιο του 1820 δέχτηκε την πρόταση των Φιλικών και με τη συνθηματική ονομασία «Καλός» ανέλαβε «Γενικός Έφορος» (ή «Επίτροπος») της Αρχής.[51] Μέλος της Φιλικής Εταιρείας υπήρξε και ο επιφανής γιατρός του Αλέξανδρου Υψηλάντη Πέτρος Ηπίτης, άτομο με σημαντικές διασυνδέσεις στο εξωτερικό που κλήθηκε να περιοδεύσει σε σημαντικές ευρωπαϊκές πόλεις, προκειμένου να καλλιεργήσει τη συμπάθεια της των λογίων και των φιλελεύθερων Ευρωπαίων υπέρ του ελληνικού Αγώνα. Παρά την επιφυλακτικότητα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, ο Ηπίτης κατόρθωσε να τυπωθούν ενημερωτικά φυλλάδια υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης και να συναντηθεί με εξέχοντα πρόσωπα, όπως τον Γάλλο πρωθυπουργό Ρισελιέ.[52]

Η προετοιμασία της επανάστασης

Ο Αλή πασάς. Λεπτομέρεια πίνακα του Λουί Ντυπρέ (1825).

Μετά την ανάληψη της αρχηγίας της Εταιρείας ο Υψηλάντης πήρε διετή άδεια και αναχώρησε από την Πετρούπολη αρχικά για τη Μόσχα και έπειτα την Οδησσό, συγκεντρώνοντας μεγάλα χρηματικά ποσά από πλούσιους εμπόρους και οργανώνοντας την επικείμενη εξέγερση.[53] Τον Οκτώβριο του 1820 βρέθηκε στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας, όπου μετά από διαβουλεύσεις της Αρχής, καταστρώθηκε το σχέδιο της εξέγερσης, κέντρο της οποίας θα ήταν η Πελοπόννησος. Το «Σχέδιον Γενικόν» των Φιλικών πρόβλεπε λαϊκή εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη και πυρπόληση του οθωμανικού στόλου, μετάβαση του Υψηλάντη στη Μάνη και εξέγερση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, για λόγους αντιπερισπασμού. Υπήρχε ακόμη πρόβλεψη για συμμαχία με Σέρβους και Βουλγάρους.[54] Για την εφαρμογή της απόφασης και την προετοιμασία της καθόδου του Υψηλάντη στάλθηκε στην Πελοπόννησο ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος, γνωστός και ως Παπαφλέσσας,[55] και υπεύθυνος[56] μαζί με τον Αναγνωσταρά για την Μεσσηνία.

Στις 24 Δεκεμβρίου 1820 εκστράτευσε από την Τριπολιτσά εναντίον του Αλή πασά στα Ιωάννινα, ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς του Μοριά και μειώθηκαν σημαντικά οι αξιόμαχες τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή. Στις 6 Ιανουαρίου πέρασε στο Μοριά από την Ζάκυνθο, ειδοποιημένος από τους Φιλικούς ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Παπαφλέσσας όργωσε τον Μοριά μιλώντας για την επανάσταση σε πόλεις και χωριά. Ο Κολοκοτρώνης έκανε συγκεντρώσεις καπεταναίων από όλη την Πελοπόννησο και τους ενημέρωσε να πάρουν τα όπλα μόλις δοθεί το σύνθημα. Άλλοι Φιλικοί προετοίμαζαν την επανάσταση στην τότε Ρούμελη (Στερεά ΕλλάδαΘεσσαλία και Μακεδονία).

Στις 26 Ιανουαρίου έγινε στη Βοστίτσα (Αίγιο) η Συνέλευση της Βοστίτσας, στην οποία συμμετείχαν επίσημοι αντιπρόσωποι των προεστών της Πάτρας και των Καλαβρύτων, τρεις ιεράρχες (δεσπότες) μεταξύ των οποίων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, διάφοροι προεστοί, αρχιερείς και καπεταναίοι από όλη την Πελοπόννησο και ο Παπαφλέσσας. Ο Παπαφλέσσας και οι καπεταναίοι δήλωσαν έτοιμοι για εξέγερση, οι προεστοί ήταν διστακτικοί και ζήτησαν εγγυήσεις για την υποστήριξη της Ρωσίας, τελικά συμφώνησαν όλοι να περιμένουν την άφιξη του Υψηλάντη για να ξεκινήσει η εξέγερση.

Ενώ στην Πελοπόννησο περίμεναν τον ερχομό του Υψηλάντη, είχαν εμφανιστεί διαφωνίες μεταξύ των ηγετικών στελεχών της Επανάστασης για το πότε αυτή θα έπρεπε να ξεκινήσει. Ο Υψηλάντης ήταν της άποψης ότι πρέπει να κηρυχθεί η Επανάσταση την άνοιξη του 1821. Υπέρ της επίσπευσης της έναρξης ήταν και οι Πατζιμάδης και Αντ. Κομιζόπουλος οι οποίοι από τη Μόσχα έγραφαν στον Ξάνθο την 14 Δεκ. 1820 ότι "... καιρός να αρχίση η θεώρησις του μπιλάντζου (Επανάστασης) καθ' όλα τα φαινόμενα ...". Ομοίως οι Γ. Ολύμπιος και Ι. Φαρμάκης με επιστολές τους της 9 Ιαν. 1821 από το Βουκουρέστι προς τον Υψηλάντη τόνιζαν την ανάγκη της γρήγορης έναρξης. Ο Δικαίος επίσης τόνιζε ότι "... ο καιρός δεν περιμένει την εδικήν σου και την εδικήν μου αργοπορίαν...". Αντίθετα, οι Αθ. Τσακάλωφ, Παν. Αναγνωστόπουλος, ο επίσκοπος Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος και ο Αλ. Μαυροκορδάτος που βρίσκονταν στην Πίζα ήταν της άποψης ότι οι προπαρασκευές δεν ήταν επαρκείς και δεν μπορούσε να αρχίσει σύντομα η Επανάσταση. Ο Αναγνωστόπουλος περί τα μέσα Φεβρουαρίου 1821 πήγε στη Ρουμανία όπου πρότεινε πεντάμηνη αναβολή της εξέγερσης. Όμως ο Υψηλάντης, επωφελούμενος της κατάστασης που δημιουργήθηκε στα μέσα Φεβρουαρίου από τον θάνατο του ηγεμόνα Αλέξανδρου Ν. Σούτσου, άρχισε τις προκαταρκτικές επαναστατικές ενέργειες. Εν τω μεταξύ έφτασαν οι πληροφορίες για την προδοσία του μυστικού από τον φιλικό Ασημάκη Θεοδώρου και δημιουργήθηκαν φόβοι ότι θα ακολουθούσαν βαριά αντίποινα των Τούρκων κατά των Ελλήνων. Ταυτόχρονα, το μυστικό διέρρευσε και στο Ιάσιο όπου ακόμα και μικρά παιδιά το εγνώριζαν. Έτσι αποφασίστηκε η κήρυξη της Επανάστασης χωρίς αναβολή. Ο ιστορικός Αλ. Ι. Δεσποτόπουλος θεωρεί ότι η τελική απόφαση για την Επανάσταση ελήφθη στο Κισνόβιο, πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας, την 16 Φεβρουαρίου 1821, όπως προκύπτει από συγκαλυμμένο μήνυμα που στάλθηκε στον Ξάνθο την ίδια ημέρα.[57] Το Φεβρουάριο του 1821, όμως, φόβοι ότι οι οθωμανικές αρχές είχαν έλθει σε γνώση των επαναστατικών σχεδίων, υποχρέωσαν τον Υψηλάντη να μη μεταβεί στη Μάνη, αλλά να αλλάξει το αρχικό σχέδιο και να ξεκινήσει ο ίδιος την επανάσταση στη Μολδοβλαχία.[58]

Η έναρξη της Επανάστασης - 1821

Η κατάσταση στην Οθωμανική αυτοκρατορία πριν την ελληνική επανάσταση

Την εποχή που ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, το Οθωμανικό κράτος είχε εμπλακεί ήδη, σε δύο συγκρούσεις. Η πρώτη αφορούσε στην εκστρατεία εναντίον του Αλή πασά Τεπενενλή της Ηπείρου, ο οποίος απειλούσε με απόσχιση ενός εκτεταμένου τμήματος της αυτοκρατορίας. Η δεύτερη περιπλοκή είχε σχέση με την κήρυξη του πολέμου κατά της περσικής δυναστείας του Κατζάρ. Κατά συνέπεια, οι Οθωμανοί δεν ήταν σε θέση να κινητοποιήσουν το σύνολο των στρατιωτικών τους δυνάμεων για να συγκρουστούν με τους Έλληνες επαναστάτες.

Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέρχεται τον Προύθο. Έργο του Πέτερ φον Ες.

Η επανάσταση κηρύχτηκε την 21η Φεβρουαρίου 1821 στο Γκαλάτσι από το Δημήτριο Αργυρόπουλο (τότε πρόξενο της Ρωσίας), όπου ο Βασίλειος Καραβίας εξουδετέρωσε την Οθωμανική φρουρά. Πρώτη επίσημη πολεμική πράξη της επανάστασης ήταν η διάβαση του ποταμού Προύθου, στη Μολδαβία από τον Υψηλάντη στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και η είσοδός του στο Ιάσιο. Στις 24 Φεβρουαρίου ο Υψηλάντης εξέδωσε την προκήρυξη με τον τίτλο "Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος", το ιδεολογικό μανιφέστο της επανάστασης, με την οποία βεβαίωνε τους Έλληνες ότι "μια κραταιά δύναμις" ήταν έτοιμη να βοηθήσει τον αγώνα τους και τους καλούσε να πάρουν τα όπλα υπέρ των Δικαιωμάτων και της ελευθερίας τους, μιμούμενοι τους άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς.[59] Ο Υψηλάντης, με την προκήρυξή του, στόχευε εξ' αρχής στο να προκαλέσει ανταγωνισμό μεταξύ των τότε μεγάλων δυνάμεων με αφορμή το ελληνικό ζήτημα, έτσι ώστε, τελικά, να ωφεληθεί η ίδια η επανάσταση[60]. Την 1 Μαρτίου ξεκίνησε την πορεία του προς τη Βλαχία, αφού ενώθηκε με τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Ιωάννη Φαρμάκη και πολλών Ελλήνων εθελοντών. Μαζί με τον Ιερό Λόχο που είχε συγκροτηθεί από 500 περίπου σπουδαστές των σχολών των πριγκιπάτων, η στρατιωτική δύναμη του Υψηλάντη έφτανε τους 7.000, μεταξύ των οποίων ήταν Βαλκάνιοι γείτονες (Σέρβοι, Βούλγαροι, Αρβανίτες).

Στα πριγκιπάτα η επανάσταση εξαπλώθηκε με επιτυχία. Οι Ρουμάνοι σύμμαχοι ήταν συσπειρωμένοι γύρω από τον εθνικό τους ηγέτη, συνεργάτη των Φιλικών Τούντορ (Θεόδωρος) Βλαντιμιρέσκου, που είχε κηρύξει επανάσταση ένα μήνα πριν ο Υψηλάντης περάσει τον Προύθο. Στις 21 Μαρτίου ο Βλαντιμιρέσκου με 6.000 πεζούς και 2.500 ιππείς κατέλαβε το Βουκουρέστι μέσα σ' ένα κλίμα γενικού ενθουσιασμού του πληθυσμού και ακολούθησε ο Υψηλάντης που μπήκε στην πόλη με τον στρατό του στις 27 Μαρτίου. Όλα έδειχναν ότι τα δύο κινήματα, θα συνεργάζονταν για την επιτυχία της εξέγερσης όμως για ποικίλους λόγους αυτό δεν έγινε[εκκρεμεί παραπομπή].

Επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´ στην οποία αποκηρύσσεται η επανάσταση και αφορίζεται ο Αλέξανδρος Υψηλάντης

Σε διεθνές (ευρωπαϊκό) επίπεδο η είδηση για εξέγερση στα πριγκιπάτα από τον Υψηλάντη δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή από τις ισχυρές δυνάμεις της εποχής και μετά από μια σειρά διπλωματικών διεργασιών (Αγγλία, Αυστρία) και πιέσεων ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος αποκήρυξε τελικά την εξέγερση και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' της Κωνσταντινούπολης αφόρισε τον Υψηλάντη και κάλεσε τον πληθυσμό να μείνει υπάκουος στο καθεστώς. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν το κίνημα στις ηγεμονίες και από το σημείο αυτό και μετά λανθασμένες επιλογές από το ελληνικό και ρουμανικό στρατόπεδο έφεραν την τελική αποτυχία της εξέγερσης στα πριγκιπάτα.

Στα πριγκιπάτα η επανάσταση δεν είχε καλή εξέλιξη. Πρώτα ήρθε η διάσπαση των επαναστατών και η σύλληψη και εκτέλεση του Βλαντιμιρέσκου από τους Έλληνες, την νύχτα της 27 Μαΐου με τη βοήθεια των αξιωματικών του, Χατζή Πρόνταν και τους αδελφούς Δημήτριο και Παύλο Μακεντόνσκι.[61] Οι Οθωμανοί εισήλθαν με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στο Βουκουρέστι και ο Υψηλάντης, σε απελπιστική θέση υποχωρεί αμαχητί προς τα Καρπάθια. Στις 7 Ιουνίου δόθηκε από τους μαχητές του Ιερού Λόχου , η πολυαίμακτη μάχη στο Δραγατσάνι, όπου έπεσαν νεκροί διακόσιοι νέοι σπουδαστές και σαράντα πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Οθωμανούς. Ο Υψηλάντης υποχωρώντας έφτασε στα αυστριακά σύνορα, παραδόθηκε ύστερα από διαβεβαιώσεις ότι δε θα συλληφθεί αλλά θα του επιτραπεί να αποχωρήσει για την Ελλάδα, όμως τελικά φυλακίστηκε από τους αυστριακούς στο φρούριο του Μούνκατς. Λίγο μετά την αποφυλάκισή του επτά χρόνια αργότερα, πέθανε από καρδιά.

Στη Μολδαβία τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Φαρμάκη και του Καρπενησιώτη συνέχισαν τον άνισο αγώνα με τις οθωμανικές δυνάμεις. Ο Καρπενησιώτης συγκρούεται με τους Οθωμανούς στο Γαλάτσι και τον Προύθο με σοβαρές απώλειες. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, μετά από πολλές συγκρούσεις, καταφεύγει με έντεκα μαχητές στη Μονή Σέκου, αντιστέκεται ηρωικά και στις 23 Οκτωβρίου βάζουν φωτιά στη μπαρουταποθήκη του μοναστηριού και τινάζονται στον αέρα μαζί με τους εχθρούς. Ο Φαρμάκης προδόθηκε στους Οθωμανούς από Άγγλους και Αυστριακούς και θανατώθηκε με φρικτά βασανιστήρια. Στις αρχές του 1822 το κίνημα στα ρουμανικά πριγκιπάτα είχε κατασταλεί εντελώς. Η απασχόληση στα πριγκιπάτα σοβαρών στρατιωτικών οθωμανικών δυνάμεων βοήθησε να ανάψει και να διατηρηθεί η επαναστατική φλόγα στην Ελλάδα.

Το ξέσπασμα της επανάστασης στην Πελοπόννησο

Στην Πελοπόννησο γίνονταν προετοιμασίες για την Επανάσταση από το 1818 με την κατήχηση στη Φιλική Εταιρεία ηγετικών προσωπικοτήτων όπως ο επίσκοπος Π.Πατρών Γερμανός, ο Ι. Παπαδιαμαντόπουλος, ο Π. Αρβάλης και άλλοι. Οι δραστηριότητες για την οργάνωση πολιτικής Επιτροπής και τη συγκέντρωση χρημάτων γινόταν υπό το πρόσχημα της ίδρυσης κάποιας «επιστημονικής σχολής». Το ίδιο πρόσχημα χρησιμοποιήθηκε και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στη Βλαχία. Μυημένος στο εγχείρημα ήταν και ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ ο οποίος σε επιστολές του προς τον Πετρόμπεη και τους καπετάνους της Μάνης επαινεί τη συγκρότηση «ελληνομουσείου». Σώζεται ιδιόγραφος κατάλογος του Γερμανού με τα ονόματα των προεστών και τις συνεισφορές τους υπέρ της «κοινής επιστημονικής σχολής». Ο Γερμανός και ο Γ. Σισίνης συνεισφέρουν το ετήσιο εισόδημα δύο ακινήτων. Το θέμα της δημιουργίας κοινού ταμείου συζητήθηκε και στην μυστική συνέλευση της Βοστίτσας στα τέλη Ιανουαρίου 1821. Λόγω αυτών των ενεργειών, ο ερευνητής της ιστορίας της Πελοποννήσου Τάσος Γριτσόπουλος θεωρεί μύθο τη λεγόμενη διστακτικότητα των προκρίτων για συμμετοχή στην Επανάσταση.[62] Και νεώτερες μελέτες (αρχές 21ου αιώνα) δείχνουν ότι παρά τις διαφωνίες, στη Βοστίτσα έγινε αποδεκτό το σχέδιο που είχε εκπονηθεί στη Βλαχία, δηλαδή έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο με την άφιξη του Αλ. Υψηλάντη στη Μάνη.[63]

Την 1 Μαρτίου ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό τη Μάνη, μετά από ενέργειες του Φιλικού Ξάνθου, ένα πλοίο φορτωμένο με όπλα και προκηρύξεις για την εξέγερση. Το πλοίο αυτό κατέπλευσε περί τα μέσα Μαρτίου κρυφά στο Λιμένι Οιτύλου, ή κατ΄ άλλους στις Κιτριές Μεσσηνίας απ΄ όπου και παρελήφθη ασφαλώς το φορτίο του. Η δε είδηση της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία είχε ήδη προηγηθεί. Από το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου όλη η ανατολική Μάνη είχε τεθεί σε εμπόλεμη κατάσταση, όπως αυτό μαρτυρείται από σχετικό έγγραφο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1821. αναφερόμενος στα ορδία (στρατόπεδα) που είχαν συγκροτηθεί στο Μαραθονήσι (Γύθειο), υπό τους Γρηγοράκηδες.[64][65][66] Αυτή είναι και η πρώτη επιστράτευση Ελλήνων του κυρίως ελλαδικού χώρου στον Αγώνα του 1821. Ο Φωτάκος αναφέρει ότι οι Έλληνες που κατέρχονταν στην Ελλάδα από τη Ρωσία και την Κωνσταντινούπολη διέδιδαν ως ημέρα έναρξης της επανάστασης την 25 Μαρτίου [67].

Ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας.

Η Πύλη θεωρούσε πρωταρχικό θέμα την αντιμετώπιση της ανταρσίας του Αλή πασά, αλλά ανησυχούσε σοβαρά από τις φήμες και τις καταγγελίες των Άγγλων για εξέγερση στο Μοριά. Λίγο μετά την εξέγερση στις ρουμανικές ηγεμονίες, αλλά όχι εξαιτίας της, οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς κάλεσαν τους προεστούς του Μοριά με πρόσχημα την συνηθισμένη κοινή ετήσια σύσκεψη, με στόχο όμως να τους κρατήσουν ομήρους. Οι περισσότεροι προεστοί ήταν διστακτικοί και δεν πήγαν. Ὀσοι πήγαν εκτελέστηκαν αργότερα, άλλοι με το ξέσπασμα της επανάστασης, άλλοι λίγες μέρες πριν την Άλωση της Τριπολιτσάς και άλλοι πέθαναν από τις κακουχίες στις φυλακές.

Στα μέσα Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας είχε ολοκληρώσει τον κύκλο των περιοδειών του στην Πελοπόννησο και βρισκόταν μαζί με τον Αναγνωσταρά στη Μεσσηνία, περιοχή για την οποία είχε ταχθεί υπεύθυνος από την Φιλική Εταιρεία. Ο Κολοκοτρώνης ήταν επίσης στο χώρο ευθύνης του, τη Μάνη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν κρυμμένος στην Πάτρα, έτοιμος να αναλάβει δράση. Άλλοι Φιλικοί ήταν σε διάφορους χώρους ευθύνης ο καθένας. Παρά τις αμφιβολίες των προεστών, το κλίμα στην Πελοπόννησο ήταν έντονα επαναστατικό και ένας σπινθήρας έλειπε για την μεγάλη έκρηξη.

Σύμφωνα με το θρύλο της Αγίας Λαύρας η επανάσταση κηρύχθηκε στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων όταν στις 25 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της Αγίας Λαύρας και όρκισε σε αυτό τους αγωνιστές.[2][68] Καταγράφηκε ως γεγονός από ορισμένους σύγχρονους της Επανάστασης καθώς και σε μεταγενέστερες μελέτες και σχολικά εγχειρίδια, απεικονίστηκε σε διάσημο πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη[69] και απέκτησε σημαντική θέση στην επίσημη ελληνική εθνική αφήγηση, καθώς συσχέτιζε τη θρησκεία με την επανάσταση και ταύτισε την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα.[70] Η αλήθειά του αμφισβητήθηκε από το 19ο αιώνα[71] και πολλοί ιστορικοί το θεωρούν φανταστικό γεγονός.[2][68] Ο ίδιος ο Γερμανός δεν αναφέρει τη σκηνή στα απομνημονεύματά του, που συνέγραφε σχεδόν συγχρόνως με τα γεγονότα ή το αργότερο μέχρι το θανατό του το 1826.[72][73] Ωστόσο, στα απομνημονεύματα αυτά, που έμειναν ημιτελή[74], παρατηρείται μια ξηρότητα και πολλές παραλείψεις, όπως π.χ. δεν γράφει τίποτε και για την ύψωση της επαναστατικής σημαίας από τον ίδιο στην Πάτρα, ίσως για να μη θεωρηθεί δοξομανής ή ίσως γιατί δεν το θεώρησε σημαντικό.[75] Από τους απομνημονευματογράφους της Επανάστασης το αναφέρει μόνο ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που συνέγραψε τα απομνημονεύματά του πολύ αργότερα και φέρεται ότι προσπάθησε να συνδέσει με την Αγία Λαύρα την ιδιαίτερη πατρίδα του,[2] ενώ ο Μιχαήλ Οικονόμου αναφέρει γενικά ότι σε όλες τις επαρχίες της Πελοποννήσου η ύψωση της σημαίας τους Σταυρού έγινε την 25 Μαρτίου.[76] Η άποψη περί θρύλου υποστηρίζει ότι η δημιουργία του οφείλεται στον Γάλλο πρόξενο Φρανσουά Πουκεβίλ, που το 1824 συνέθεσε μια φανταστική λεπτομερή εξιστόρηση του περιστατικού στη γεμάτη υπερβολές και ακούσια ή εκούσια λάθη Ιστορία του,[2][3] και, σύμφωνα με τον ιστορικό Βασίλη Κρεμμυδά, διοχέτευε στο γαλλικό τύπο ό,τι του έστελνε ο Γερμανός.[77] Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας του θρύλου διασώζει κάποια ιστορική αλήθεια, βασιζόμενοι σε προσωπικά αρχεία αγωνιστών και ιεραρχών του 1821, που ισχυρίζονται ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τέλεσε δοξολογία στις 17 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα και όρκισε κοτζαμπάσηδες και επισκόπους του Μωριά, που βρίσκονταν εκεί για τον εορτασμό του Αγίου Αλεξίου. Στα απομνημονεύματα του Παλαιού Πατρών Γερμανού αναφέρεται ότι "οι [...] συσκεφθέντες αποφάσισαν να μην δώσουν αιτίαν τινά, αλλά ως πεφοβισμένοι να παραμερίσωσι εις ασφαλή μέρη". Είναι σίγουρο ότι οι συγκεντρωμένοι έφυγαν από την Αγία Λαύρα στις 17 Μαρτίου έχοντας γνώση της επικείμενης έναρξης της επανάστασης.[78]

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει τη σημαία της Ανεξαρτησίας

Το 1820 είχε οριστεί ως ημέρα έναρξης της επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη η 25η Μαρτίου.[79][80][81] Είχε μάλιστα επιλεγεί ακριβώς επειδή είναι η ημέρα του Ευαγγελισμού.[82] Παρ' ότι για διάφορους λόγους η επανάσταση είχε ήδη αρχίσει στη Μολδοβλαχία και ξέσπασε νωρίτερα σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, σε ορισμένες περιοχές άρχισε ακριβώς την προκαθορισμένη ημερομηνία με τις πολιορκίες των κάστρων, με εξέγερση ή τελετουργικά.[83][84] [85] [86] Την έναρξη της εκστρατείας από την Καλαμάτα προς την Τριπολιτσά την 25 Μαρτίου αναφέρει ο Νικηταράς στην πολύ περιληπτική διήγησή του.[87] και ο Φραντζής με περισσότερες λεπτομέρειες.[88]

Στην Πελοπόννησο ορισμένοι προεστοί και αρχηγοί μεγάλων οικογενειών πρότειναν να μετατεθεί η κήρυξη της Επανάστασης για μετά το Πάσχα (10 Απριλίου 1821) διότι έβλεπαν ότι ήταν ανέτοιμοι ενώ ταυτόχρονα οι Τούρκοι κρατούσαν δικούς τους ανθρώπους ομήρους στην Τριπολιτσά. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης έγραψε στους ευρισκόμενους στην Αγία Λαύρα "να μήν κάμουν κίνημα διότι απόλλυνται οι εισελθόντες εις Τριπολιτσάν. Και ούτος δε και άλλοι από τους συγγενείς και οικειους των δεν ήθελον να γενή επανάστασις, διότι εφοβούντο μη σφάξωσι οι Τούρκοι και εκείνους και όλους τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς".[89] Ο Φραντζής προσθέτει ότι λόγος αναβολής ήταν και η παντελής έλλειψη πολεμοφοδίων.[90] Ο Δεληγιάννης αναφέρει ότι εν όψει αυτής της κατάστασης "οι συναχθέντες εις την Αγίαν Λαύραν, βλέποντες το μέγεθος του κινδύνου και των εκτάκτων εκείνων περιστατικών ... απεφάσισαν να διαλυθούν και να απέλθουν", ελπίζοντας ότι το Πάσχα οι Τούρκοι θα απελευθέρωναν τους ομήρους.[91]

Ενώ κάποιοι πρόκριτοι δίσταζαν αρχικά να εξεγερθούν, σε περιοχές της Πελοποννήσου και της Στερεάς διάφορες ένοπλες ομάδες, ενίοτε με τις οδηγίες άλλων προκρίτων, πραγματοποίησαν επιθέσεις εναντίον των Οθωμανών, συνήθως με ενέδρες. Κατά ορισμένες απόψεις αυτό έγινε για να εκβιάσουν την έναρξη της επανάστασης.[50] Κατ' άλλους αυτές ήταν κοινές ληστρικές ενέργειες επειδή κάποιοι ανέμεναν ότι σε λίγο θα γινόταν πόλεμος και δεν θα υπήρχε εξουσία να τους τιμωρήσει, και δεν θεωρούνται κήρυξη επανάστασης. Ο Τρικούπης χαρακτηρίζει αυτά τα περιστατικά "μη επαναστατικά" και ο Οικονόμου "μεμονωμένα και άσχετα". Ως τέτοια τα αντελήφθησαν και οι Τούρκοι.[92]

Επιθέσεις εναντίον Τούρκων έγιναν το δεκαήμερο μεταξύ 14-25 Μαρτίου σε διαφορετικά σημεία στο Μωριά. Πρώτος ο Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης, αγνοώντας τις ατέρμονες συνελεύσεις των προεστών στην Αγία Λαύρα, μαζί με τον Αναγνώστη Κορδή και άλλους κλέφτες, στις 14 Μαρτίου 1821 έστησαν ενέδρα και χτύπησαν στην τοποθεσία «Πόρτες» κοντά στο χωριό Αγρίδι τρεις "γυφτοχαρατσήδες" (εισπράκτορες του χαρατσιού) και τρεις ταχυδρόμους που μετέφεραν επιστολές του Καϊμακάμη της Τριπολιτσάς Μεχμέτ Σαλίχ στον Χουρσίτ πασά στα Ιωάννινα, κατόπιν παροτρύνσεως του Σωτήρη Χαραλάμπη. Στις 16 Μαρτίου 1821, με τις οδηγίες του Ασημάκη Ζαΐμη, προεστού των Καλαβρύτων, του Ασημάκη Φωτήλα και του επισκόπου Καλαβρύτων Προκοπίου[93], δύο κλέφτες τους οποίος ο πρώτος είχε κατηχήσει στην υπόθεση της Επανάστασης, ο Γιάννης Χοντρογιάννης και ο Πετιώτης, επιτέθηκαν στην τοποθεσία «Χελωνοσπηλιά» της Λυκούριας εναντίον του φοροεισπράκτορα Λαλαίου Τουρκαλβανού Σεϊδή, που μετέφερε μαζί με τον καταγόμενο από τη Βυτίνα «σαράφη» (τραπεζίτη) Νικόλαο Ταμπακόπουλο, χρεόγραφα από την Κερπινή Καλαβρύτων στην Τριπολιτσά.[94] Από ορισμένους αυτό θεωρείται τυπική περίπτωση ληστείας. Μετά την Επανάσταση οι Χονδρογιανναίοι που έκαναν την επίθεση καταδικάστηκαν για ληστεία. Ο Τρικούπης ισχυρίζεται ότι τα χρήματα της ληστείας προορίζονταν για τον Αγώνα, αλλά πιστεύεται ότι αν ίσχυε αυτό δεν θα καταδικάζονταν.[95] Ο Φραντζής πιστεύει ότι η επίθεση έγινε "διότι ο ανόητος ενθουσιασμός ήτον εξηπλωμένος και εκεί",[96] ενώ ο Σπηλιάδης αναφέρει ως εκδοχή ότι έγινε για να ωφεληθούν οι προεστοί οφειλέτες του Ταμπακόπουλου οι οποίοι είχαν πάρει δάνεια από αυτόν.[97]

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας σημειώθηκε επίθεση εναντίον ανθρώπων του Τούρκου διοικητή (Βοεβόδα) των Καλαβρύτων Ιμπραήμ πασά Αρναούτογλου, που ανήσυχος εξαιτίας των γεγονότων που προηγήθηκαν ξεκίνησε με ολόκληρη τη φρουρά του για την Τριπολιτσά. Αυτά τα μεμονωμένα περιστατικά θα θεωρούνταν απλώς ληστρικές και όχι επαναστατικές ενέργειες αν δεν είχαν συνέχεια.[98]
Την ίδια άποψη εκφράζει και ο Απ. Δασκαλάκης που αναφέρει ότι τέτοιες ενέργειες ήταν συνηθισμένες κατά την τουρκοκρατία. [99]

Ο Αρναούτογλου, όταν πληροφορήθηκε όσα συνέβησαν, έντρομος έσπευσε να κλειστεί μαζί με τους υπόλοιπους Τούρκους στους τρεις οχυρούς πύργους των Καλαβρύτων. Στις 21 Μαρτίου 1821, 650 ένοπλοι αγωνιστές με αρχηγούς τον Σωτήρη Χαραλάμπη, τον Α. Φωτήλα, τον Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, τον Ιωάννη Παπαδόπουλο, τον Νικόλαο Σολιώτη και τους Πετιμεζαίους επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων που είχαν καταφύγει στους πύργους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν.[100] Παρά το γεγονός ότι η παράδοση έγινε με τον όρο της ασφάλειας των Τούρκων, οι περισσότεροι άνδρες σφαγιάστηκαν, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά δόθηκαν ως σκλάβοι ή έγιναν υπηρέτες σε σπίτια Ελλήνων.[101]  Αυτή ήταν η πρώτη πολεμική επιτυχία της επανάστασης. Παράλληλα, ξεσηκώθηκε η Πάτρα από τους Φιλικούς Παναγιώτη Καρατζά, Βαγγέλη Λειβαδά και Ν. Γερακάρη αναγκάζοντας τους Μουσουλμάνους να κλειστούν στο φρούριό της. Οι εξεγερμένοι Πατρινοί ζήτησαν βοήθεια από τους προκρίτους που από την Αγία Λαύρα είχαν καταφύγει σε «ασφαλή μέρη» και αυτοί προέβησαν σε στρατολόγηση και κατέβηκαν να συμβάλλουν στην πολιορκία.[102]

Στην έναρξη του αγώνα το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων προερχόταν από τους κλέφτες και τους αρματολούς της προεπαναστατικής περιόδου· αυτοί θα αποτελούσαν το κυριότερο τμήμα των επαναστατικών δυνάμεων σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης.[103]

Το πρώτο επαναστατικό στρατόπεδο συγκροτήθηκε στη Βέρβαινα στις 25 Μαρτίου, από τον Αναγνώστη Κοντάκη με πολεμιστές από τον Άγιο Πέτρο, τα Δολιανά, καμπίσιους Τριπολιτσιώτες, και από τους επ. Βρεσθένης Θεοδώρητο και τον Π. Βαρβιτσιώτη.[104] Εκεί σταδιακά συγκεντρώθηκαν οπλαρχηγοί και πολεμιστές από διάφορα μέρη και εκεί οργανώθηκε και η πρώτη μονάδα εφοδιασμού ("φροντιστήριο" κατά τον Φωτάκο).

Στη Μάνη[6] η επανάσταση κινητοποιήθηκε από τους Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά και Κεφάλα. Ο Κολοκοτρώνης έφτασε εκεί τις 6 Ιανουαρίου και ετοίμαζε τον ξεσηκωμό της Μάνης, πρώτης απ' όλες τις περιοχές της Πελοποννήσου ώστε να δώσει το παράδειγμα, για την 25 Μαρτίου. Φιλοξενήθηκε από τον πατρικό του φίλο Παναγιώτη Μούρτζινο και μέχρι στις 22 Μαρτίου φρόντιζε για κατάπαυση των αντιζηλιών που υπήρχαν ανάμεσα στις οικογένειες τοπικών προυχόντων. Μετά έστειλε ανθρώπους σε διάφορες επαρχίες της Πελοποννήσου με την ειδοποίηση "την ημέρα του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθεί εναντίον των Τούρκων των τοπικών, και να τους πολιορκήσουν εις τα διάφορα φρούρια".[105][106][107] Εξοπλίστηκαν 2.000 Μανιάτες και Μεσσήνιοι με πολεμοφόδια που είχαν σταλεί από τους Φιλικούς της Σμύρνης και είχαν φτάσει εκεί με καράβια. Αυτές οι κινήσεις προκαλούσαν τις υποψίες των Τούρκων κάνοντας τους Μανιάτες να κινηθούν ενωρίτερα. Στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα.[108] Στις 24 Μαρτίου μαζεύτηκαν στα περίχωρα της Καλαμάτας γύρω στους 5.000 Έλληνες για να πάρουν την ευλογία της Εκκλησίας και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Φωκίδα στη Ρούμελη.

Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελλούς. Ἡμεῖς, ἂν δὲν εἴμεθα τρελλοί, δὲν ἐκάναμεν τὴν ἐπανάστασιν [...].
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα[109]

Στην Καλαμάτα συστάθηκε η Μεσσηνιακή γερουσία και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τοποθετήθηκε επικεφαλής της. Πρώτη πράξη της νέας εξουσίας ήταν να στείλει έγγραφο προς τα χριστιανικά έθνη ζητώντας τη βοήθειά τους και αυτό το έγγραφο ήταν και η πρώτη πράξη διεθνούς δικαίου της επανάστασης. Στην Πάτρα ιδρύθηκε το Αχαϊκό διευθυντήριο, από τους προεστούς Ανδρέα Λόντο και Χαραλάμπη, τον Παπαδιαμαντόπουλο και το δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό, που στις 26 Μαρτίου επέδωσε στους ξένους διπλωμάτες που βρίσκονταν στην Πάτρα επαναστατική διακήρυξη.[110]

Η μελέτη των πρώτων γεγονότων της Επανάστασης δείχνει ότι οι προεστοί είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Μαζί με τους παλιούς κλέφτες και τους οπλαρχηγούς των περιοχών τους έκαναν τις πρώτες επιθέσεις κατά των Τούρκων και έδωσαν το έναυσμα για την Επανάσταση.[111]

Εξάπλωση της επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα

Η Φιλική Εταιρεία είχε μικρή παρουσία στους αρματολούς της κεντρικής Ελλάδας.[112] Η θέση, ωστόσο, των αρματολών στα εδάφη που ήλεγχε ο Αλή Πασάς ήταν αβέβαιη μετά την αναμενόμενη ήττα του από τις δυνάμεις του Σουλτάνου. Μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης στην Πελοπόννησο, η διάδοση της επαναστατικής δραστηριότητας κινδύνευε να τους στερήσει την εξουσία στις περιοχές τους, αλλά και να τους εκθέσει στις Οθωμανικές αρχές. Έτσι, οι αρματολοί της Στερεάς ξεπέρασαν τις επιφυλάξεις τους και τέθηκαν οι ίδιοι επικεφαλής των επαναστατικών δυνάμεων στα αρματολίκια τους.[113]

Στην Στερεά Ελλάδα κηρύχθηκε επίσημα η έναρξη της επανάστασης στις 27 Μαρτίου, στη Μονή Οσίου Λουκά κοντά στη Λιβαδειά, με παρόντες τους οπλαρχηγούς Αθανάσιο Διάκο και Βασίλη Μπούσγο και προκρίτους της περιοχής.

Στο συμβούλιο των οπλαρχηγών στη Μεσσηνία ο Κολοκοτρώνης πρότεινε σαν βασικό στόχο την Τρίπολη, που ήταν το στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου και μετά από τη διαφωνία του Μαυρομιχάλη, που είχε οριστεί αρχιστράτηγος, άρχισε πορεία στρατολόγησης στην Αρκαδία. Ανάλογες πορείες έκαναν άλλοι οπλαρχηγοί σε διάφορες περιοχές. Στις 29 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης είχε μαζέψει 6.000 άνδρες και προσπάθησε να πολιορκήσει την Καρύταινα, όμως στην πρώτη έξοδο των Τούρκων, το στράτευμα διαλύθηκε. Δεν απογοητεύτηκε και μεθοδικά εγκατέστησε φρουρές σε επίκαιρα σημεία γύρω από την Τρίπολη (ΛεβίδιΠιάναΧρυσοβίτσιΒέρβαιναΒαλτέτσιΤρίκορφα), για να μπορούν να ελεγχθούν οι δρόμοι που οδηγούσαν προς τα εκεί.

"Η κατάληψη του κάστρου των Σαλώνων 1821", Louis Dupré (1825)

Η επανάσταση επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη την Πελοπόννησο και Ανατολική Στερεά και είχε μεγάλη επιτυχία αφού πέρασαν στον έλεγχο των επαναστατών πολύ σύντομα, Καλάβρυτα (21 Μαρτίου), Καλαμάτα (23 Μαρτίου), Αίγιο (23 Μαρτίου), Πάτρα (25 Μαρτίου), Γαλαξίδι (26 Μαρτίου),[114] Άργος, Καρύταινα, Μεθώνη, Νεόκαστρο, Φανάρι, ΓαστούνηΝαύπλιο στην Πελοπόννησο και Σάλωνα (Πανουργιάς27 Μαρτίου),[115] Λιδωρίκι (Σκαλτσάς,[116] 28 Μαρτίου), Μαλανδρίνο (Σκαλτσάς, 30 Μαρτίου), Λιβαδειά (Διάκος31 Μαρτίου), Θήβα (Μπούσγος3 Απριλίου), Αταλάντη στη Στερεά Ελλάδα.

Οι Οθωμανοί περιορίστηκαν στα κάστρα όπου είχαν αρχίσει πολιορκίες. Τα σπουδαιότερα από αυτά τα κάστρα ήταν τα κάστρα στο Ρίο και στο Αντίρριο, της Πάτρας, του Ακροκορίνθου πάνω από την Κόρινθο, τα δύο κάστρα του Ναυπλίου, το Παλαμήδι και το Μπούρτζι, της Μονεμβασιάς, της Μεθώνης, της Κορώνης, το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο του Ναυαρίνου (Πύλος) και το κάστρο της Τριπολιτσάς. Στο κάστρο του Άργους που ήταν παραμελημένο δεν κλείστηκαν Οθωμανοί. Τα κάστρα ήταν επί το πλείστον κτισμένα παράλια σε δύσβατα σημεία και είχαν το πλεονέκτημα της δυνατότητας τροφοδοσίας από τον οθωμανικό στόλο, εκτός από το κάστρο της Τρίπολης. Μέχρι το τέλος Μαρτίου οι μουσουλμάνοι της Πελοποννήσου, εκτός από τους Λαλαίους Αλβανούς, είχαν απωθηθεί ή εγκαταλείψει τα πεδινά της Πελοποννήσου και είχαν περιοριστεί στα κάστρα, μερικά από τα οποία (αν άντεχαν στην πολιορκία) θεωρούνταν ικανά για ανάκτηση ολόκληρης της Πελοποννήσου. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν συγκεντρωθεί στην Τρίπολη.

Τα κάστρα πολιορκούσαν ομάδες ατάκτων υπό τη διοίκηση ντόπιων καπεταναίων, προεστών ή ιεραρχών που είχαν ξεσηκωθεί. Ο αριθμός των πολιορκητών δεν ήταν σταθερός αλλά αυξομειώνονταν ανάλογα με τις περιστάσεις. Η πιο οργανωμένη πολιορκία ήταν της Τρίπολης από τον Κολοκοτρώνη και το Νικηταρά, η οποία δεν ήταν ασφυκτική αλλά επιτελική με κατοχή και οχύρωση καίριων υψωμάτων γύρω από την πόλη, που έλεγχαν της προσβάσεις προς αυτή. Το οθωμανικό ιππικό όμως έλεγχε το οροπέδιο της πόλης, επιτρέποντας τον ανεφοδιασμό της με τα απαραίτητα.

Αρχές Απριλίου άρχισαν να κινούνται και τα νησιά. Παρόλο που η Φιλική Εταιρεία είχε διείσδυση σε αυτά παρατηρείται σχετική καθυστέρηση στον ξεσηκωμό, που οφείλεται σε τοπικές οργανωτικές αλλά και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, και σε κάποια από αυτά λαϊκές εξεγέρσεις προηγούνται και επισπεύδουν την κήρυξη της επανάστασης. Στις 27 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε κίνημα στην Ύδρα από τον πλοίαρχο Αντώνη Οικονόμου, με σκοπό να πιέσει τους πρόκριτους του νησιού, να στηρίξουν την επανάσταση. Οι νοικοκυραίοι (πλοιοκτήτες) ήταν διστακτικοί και ο Οικονόμου ίδρυσε στις 31 Μαρτίου τη Διοίκηση, σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα Καγκελαρία. Υπό την πίεση του κινήματος του Οικονόμου, άλλα και λόγω της απόφασης των γειτονικών Σπετσών να συμμετάσχουν στην επανάσταση οι Υδραίοι πρόκριτοι άλλαξαν στάση και τάχτηκαν υπέρ της επανάστασης, η οποία κηρύχθηκε επισήμως στο νησί στις 15 Απριλίου.[117][118] Ήδη από τις 3 Απριλίου είχαν ξεσηκωθεί από ντόπιους φιλικούς οι Σπέτσες[119] και ακολούθησαν ο Πόρος, η Σαλαμίνα και η Αίγινα και στις 10 Απριλίου τα Ψαρά.[120] Την ίδια μέρα ο αρματολός Γιάννης Δυοβουνιώτης μπήκε στην Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα) της Ρούμελης. Στην Αττική ο Φιλικός Μελέτης Βασιλείου και άλλοι ντόπιοι μικροκαπετάνιοι αφού στρατολόγησαν αγρότες και χωρικούς για αρκετές μέρες, μπήκαν αιφνιδιαστικά στην Αθήνα στις 15 Απριλίου, περιορίζοντας τους ντόπιους μουσουλμάνους στο κάστρο της Ακρόπολης και την ίδια μέρα η Ύδρα κήρυξε επισήμως την επανάσταση. Στις 18 Απριλίου οι Ρουμελιώτες αρματολοί Διάκος, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς μπήκαν στο Πατρατζίκι (Υπάτη) και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Σάμος με τον καπετάν Κωνσταντή Λαχανά, να σηκώνει τη σημαία της επανάστασης στο Βαθύ. Από τις 8 Μαΐου ανέλαβε την ηγεσία της επανάστασης στο νησί ο Φιλικός Λυκούργος Λογοθέτης.[121][122][123]

Ιδέες και ταυτότητα

Ενώ οι λόγιοι πρωτεργάτες του εθνικού κινήματος των Ελλήνων εμπνέονταν από την αρχαία Ελλάδα και χρησιμοποιούσαν μία αρχαΐζουσα μορφή της ελληνικής, την καθαρεύουσα, oι ίδιοι οι εξεγερμένοι ήταν ομιλητές της δημοτικής. O E. Hobsbawm ισχυρίζεται πως η αναδρομή στην αρχαιότητα δεν έπαιξε κανένα ρόλο στους απλούς αγωνιστές και ότι αυτοί πολεμούσαν περισσότερο για τη Ρώμη παρά για την Ελλάδα.[124] Κατά τον Παύλο Τζερμιά ο Hobsbawm έχει άγνοια των πηγών, υποβαθμίζει την ιστορική συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και παρερμηνεύει την έννοια της Ρωμιοσύνης. Κατά τον ίδιο, η Επανάσταση ήταν ένα πολύπλοκο φαινόμενο όπου συνυπάρχουν τόσο το εθνικό όσο και το κοινωνικο-οικονομικό στοιχείο και δεν μπορεί να αναλυθεί με μονοδιάστατα σχήματα όπως του B. Anderson (φαντασιακή κοινότητα) ή του Hobsbawm.[125]

Για τους πολεμιστές η επανάσταση είχε έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα: τα γεγονότα της επανάστασης αποδίδονταν στο Θεό, την κήρυξη της και τη διεξαγωγή των πολεμικών συγκρούσεων πλαισίωναν θρησκευτικές ακολουθίες και τελετουργίες (δοξολογίεςλειτουργίες, ορκωμοσίες και αγιασμοί) και τα επαναστατικά λάβαρα έφεραν θρησκευτικά σύμβολα, κυρίως το σταυρό.[126] Επικρατέστερος ως τότε όρος αυτοπροσδιορισμού ήταν το «Ρωμιοί» ή «Ρωμαίοι», ενώ περιορισμένη διάδοση είχε γνωρίσει τα χρόνια εκείνα ο προβαλλόμενος από δυτικού προσανατολισμού λογίους, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, όρος «Γραικοί»,[127] αλλά μέσα στους πρώτους μήνες της Επανάστασης γενικεύτηκε ακόμη και ανάμεσα στους μη εγγράμματους η χρήση της ονομασίας «Έλληνες» αποκλειστικά για τους επαναστατημένους.[128] Η ονομασία αυτή υποδήλωνε ανδρεία και μεγαλείο και εμψύχωνε τους πολεμιστές, καθώς τους ταύτιζε με τους Έλληνες της λαϊκής φαντασίας, θρυλικά όντα του απώτατου παρελθόντος με γιγαντιαίες διαστάσεις και υπερφυσική δύναμη.[129]
Από την αρχή της Επανάστασης έγινε αντιληπτό ότι πρόκειται για μια Ελληνο-Οθωμανική σύγκρουση με θρησκευτικό και εθνικό χαρακτήρα καθώς η κάθε πλευρά προέβαινε σε ακρότητες και αντίποινα. Κατά τον ιστορικό L. Stavrianos oι σφαγές ήταν απαραίτητο συνοδευτικό ενός αγώνα που ταυτόχρονα έφερνε αντιμέτωπους Έλληνες υπηκόους εναντίον Τούρκων αφεντάδων, Έλληνες χωρικούς εναντίον Τούρκων γεωκτημόνων και Έλληνες χριστιανούς εναντίον Τούρκων μουσουλμάνων. Οι αμοιβαίες επιθέσεις των πρώτων μηνών όχι μόνο ενέτειναν την θρησκευτική έχθρα αλλά έκαναν την επανάσταση έναν αγώνα για ιερή αντεκδίκηση, έναν αγώνα όπου η εθνική ταυτότητα βάθαινε τη θρησκευτική διαφορά.[130]

Αντίδραση των Οθωμανικών αρχών

«Ο Πατριάρχης Γρηγορίος Ε΄ συρόμενος στην αγχόνη», Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα

Η αντιμετώπιση της επανάστασης από την οθωμανική διοίκηση έγινε μέσα στο νομικό πλαίσιο του ισλαμικού νόμου, της σαρίας.[131] Για τους Οθωμανούς, τα γεγονότα συνιστούσαν "κακόπιστη αποστασία":[132] οι επαναστάτες είχαν παραβιάσει τη συμφωνία τους (dhimma/zimmet) με την ισλαμική διοίκηση, χάνοντας έτσι τη θέση τους ως ζιμμήδες, προστατευόμενοι, δηλαδή, μη μουσουλμάνοι υπήκοοι του Σουλτάνου, και μεταβάλλονταν σε χαρμπίς, εχθρούς σε εμπόλεμη κατάσταση. Ενώ αρχικά η οθωμανική διοίκηση προσπάθησε να διακρίνει ανάμεσα σε Έλληνες του Ρουμ μιλλέτ και μη και σε επαναστατημένους και μη, καθώς η επανάσταση εξαπλωνόταν εξέλιπαν τα μέσα και η βούληση των οθωμανικών αρχών για την τήρηση της διάκρισης και έλαβαν χώρα προληπτικές ενέργειες.[133] Η νομική βάση των μέτρων καταστολής της επανάστασης περιγράφεται σε φετφά (ιεροδικαστική γνωμοδότηση) που περιλαμβάνεται σε σουλτανικό φιρμάνι. Εκεί αναφέρεται ότι σε κάθε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου εκδηλώνεται επανάσταση επιτρέπεται η σφαγή των Χριστιανών, η απαγωγή των γυναικών, ο εξισλαμισμός των παιδιών και η αρπαγή της περιουσίας τους. Σε μέρη όπου δεν εκδηλώνεται επανάσταση οι Ρωμιοί δεν καταδιώκονται εφ' όσον εγγυώνται την υποταγή οι πνευματικοί τους αρχηγοί και οι πρόκριτοι με υποθήκη της προσωπικής τους περιουσίας.[134]

Αντίποινα κατά αμάχων

Η είδηση για την Επανάσταση στη Βλαχία είχε φτάσει στην Κων/πολη την 1 Μαρτίου και τότε είχαν αρχίσει τα πρώτα αντίποινα κατά των Ελλήνων. Η είδηση για την Πελοπόννησο έφτασε στον Βρετανό διπλωμάτη Λόρδο Strangford στην Κωνσταντινούπολη το απόγευμα της 2ας Απριλίου, σταλμένη από τον Βρετανό πρόξενο στην Πάτρα. Αυτός με τη σειρά του ενημέρωσε την Πύλη. Τότε ο Μέγας Βεζίρης κάλεσε επειγόντως τον Πατριάρχη και τον Δραγουμάνο Κ. Μουρούζη, κατηγορώντας τους ότι γνώριζαν για την εξέγερση και συνεργάζονταν με τον Π. Μαυρομιχάλη. Ο Σουλτάνος ζήτησε "φετφά" από τον Σεΐχ-ουλ-Ισλάμ ανακοινώνοντας Ιερό Πόλεμο εναντίον των Ελλήνων απίστων. Αυτός αρνήθηκε την έκδοση φετφά, λόγος για τον οποίο εκτελέστηκε και αντικαταστάθηκε από περισσότερο συνεργάσιμο ιερωμένο. Ο Πατριάρχης αφού συνάντησε το Σουλτάνο κάλεσε τους ηγέτες και άλλους λαϊκούς εκ των Ελλήνων για να συζητήσουν για την κατάσταση. Ο Σουλτάνος Μαχμούντ είχε απαιτήσει τον αφορισμό όσων είχαν ξεσηκωθεί και είχαν σκοτώσει αθώους Τούρκους. Ο Πατριάρχης προέτρεψε τους Έλληνες να φύγουν από την Πόλη, λέγοντας ότι ο ίδιος θα παραμείνει: "Πιστεύω ότι το τέλος μου πλησιάζει αλλά πρέπει να παραμείνω στη θέση μου για να πεθάνω. Αν μείνω, οι Τούρκοι δεν θα βρουν πρόσχημα για να σφαγιάσουν τους Χριστιανούς της πρωτεύουσας". Η επιστολή αφορισμού εμφανίστηκε την Κυριακή των Βαΐων 4 Απριλίου σε όλες τις εκκλησίες της Πόλης, υπογεγραμμένη από τον Πατριάρχη, τον Πολύκαρπο Ιεροσολύμων και 21 άλλους επισκόπους. Αυτό όμως δεν έπεισε τον Σουλτάνο για την νομιμοφροσύνη των Ελλήνων ηγετών. Την ίδια Κυριακή διέταξε την εκτέλεση του Κων. Μουρούζη. Ανήμερα το Πάσχα (10 Απριλίου 1821), μετά τη θεία λειτουργία, καθαιρέθηκε και απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (πάνω από 70 ετών τότε) και άλλοι επίσκοποι. Το σώμα του Πατριάρχη, αφού έμεινε κρεμασμένο για τρεις μέρες, περιφέρθηκε στην πόλη από τον όχλο, μεταφέρθηκε με ακάτιο και ρίχτηκε στην μέση του Κεράτιου κόλπου[7]. Η εκτέλεση του Πατριάρχη έδωσε το έναυσμα για διωγμούς κατά των Χριστιανών κατά τις επόμενες εβδομάδες. Μουσουλμανικός όχλος περιφερόμενος στους δρόμους μπήκε στις εκκλησίες και τις λεηλάτησε. Περίπου 14 ναοί υπέστησαν βαριές καταστροφές, ενώ εισβολή και καταστροφές έγιναν και στο Πατριαρχείο. Έλληνες καταδιώκονταν και εκτελούνταν στους δρόμους, γεγονότα που περιγράφονται και από ξένους που βρίσκονταν στην Πόλη. Αρχικά φονεύονταν μεμονωμένα άτομα, κυρίως ηγέτες της κοινότητας. Κατά τον Μάιο έγιναν και ομαδικοί φόνοι. Εκατοντάδες άτομα αναγκάζονταν να επιβιβαστούν σε πλοία με τη δικαιολογία ότι δήθεν θα εξοριστούν, αλλά πνίγονταν στη θάλασσα. Παρά τους φοβερούς διωγμούς, δεν αναφέρεται καμιά περίπτωση αρνησιθρησκείας, αν και σχεδόν πάντοτε, πριν από τη θανάτωση, στα θύματα προτεινόταν η αλλαξοπιστία για να σώσουν τη ζωή τους.[135] Τα αντίποινα κατά των αμάχων περιγράφει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων σε ομιλία του τον Οκτώβριο του 1821 στην Οδησσό. Μεταξύ άλλων εξηγεί ότι πολλοί χριστιανοί θανατώνονταν με πνιγμό στη θάλασσα γιατί ήταν εποχή ραμαζανίου όπου απαγορεύεται να χύνεται αίμα δημοσίως.[136]

Διωγμοί έγιναν και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας που το ελληνικό στοιχείο ήταν σημαντικό, όπως η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη, οι Κυδωνίες (Αϊβαλί), η Ρόδος και η Κύπρος. Δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί η έκταση και ο αριθμός των θυμάτων των σφαγών σε αυτές τις περιοχές. Εκτελέστηκαν Έλληνες που είχαν αξιώματα και συγγενείς τους, κληρικοί μεταξύ των οποίων ο μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, αλλά και ανώνυμοι που συλλαμβάνονταν σε επαρχίες ως ύποπτοι και αποστέλλονταν στην Κωνσταντινούπολη.[137]

Μια από τις συνέπειες που είχε η Επανάσταση ήταν η σύλληψη αμάχων (κυρίως γυναικοπαίδων) και η πώλησή τους ως δούλων. Μεγάλος αριθμός δούλων προήλθε από τη Χία μετά την καταστροφή του 1822, και από την Πελοπόννησο κατά την εκστρατεία του Ιμπραήμ. Οι Έλληνες δούλοι που μεταφέρθηκαν στην Άιγυπτο κατά την Επανάσταση και μέχρι το 1827 εκτιμώνται σε 8.000 - 15.000. Με βάση τους εισπραχθέντες φόρους (ένα τάλληρο για κάθε δούλο), υπολογίζονται σε 8.000-9.000, ενώ ο πατριάρχης Αλεξανδρείας τους εκτιμά έως 15.000.[138]


Στρατιωτικές αντιδράσεις

Η πρώτη στρατιωτική αντίδραση από τους Οθωμανούς στις ειδήσεις για εξέγερση των Ελλήνων ήρθε από τον Γιουσούφ πασά Σέρεζλη (από τις Σέρρες). Βρισκόταν με στρατό στο Βραχώρι (Αγρίνιο) καθ' οδόν προς την Εύβοια όταν έμαθε για την πολιορκία της Πάτρας. Διεκπεραιώθηκε μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο στις 3 Απριλίου, έκαψε την Πάτρα, αιφνιδίασε και διάλυσε τους πολιορκητές του φρουρίου της και εγκαταστάθηκε εκεί. Το φρούριο (ακρόπολη) της Πάτρας και τα γειτονικά φρούρια του Μοριά (Ρίο) και της Ρούμελης (Αντίρριο) θα μείνουν στα χέρια των Οθωμανών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, δίνοντας στα τουρκικά στρατεύματα μια σημαντική δίοδο πρόσβασης προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου.

Η μάχη της Αλαμάνας

Στις 3 Μαΐου 1821 εκδόθηκε φιρμάνι από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β' προς το στρατάρχη της Ρούμελης Αχμέτ Χουρσίτ πασά, τους ιεροδικαστές όλων των καζάδων (επαρχιών) και τους προκρίτους των Μουσουλμάνων που διέτασσε γενική σφαγή των επαναστατών, καταστροφή των περιουσιών τους και εξανδραποδισμό των γυναικόπαιδων.[139]

Η στρατιωτική απάντηση του Χουρσίτ πασά της Πελοποννήσου, που βρισκόταν[8] στα Γιάννενα διευθύνοντας τις επιχειρήσεις εναντίον του Αλή πασά, προέβλεπε την προσβολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο με τακτικό στρατό, πεζικό και ιππικό, από δύο μεριές: Από τη μια απευθείας διεκπεραίωση στρατευμάτων μέσω Ρίου-Αντιρρίου και από την άλλη κάθοδο διαμέσου της ανατολικής Στερεάς με καταστολή της εξέγερσης που είχε ήδη αρχίσει εκεί. Το πρώτο σκέλος των στρατευμάτων υπό τη διοίκηση του Μουστάμπεη, πέρασε στην Πελοπόννησο πολύ νωρίς (6 Απριλίου) και επιδόθηκε σε συστηματικές καταστροφές πόλεων που είχαν περιέλθει στους εξεγερμένους. Το δεύτερο σκέλος των στρατευμάτων υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ βρισκόταν στη Φθιώτιδα στις 19 Απριλίου με εντολή τη διενέργεια τακτικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από βορά προς νότο.

Τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα που (μια μέρα πριν) είχαν καταλάβει την Υπάτη, αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν και να αντιμετωπίσουν την οθωμανική στρατιά στην Φθιώτιδα σε τρία σημεία: Ο Πανουργιάς στη Χαλκωμάτα, ο Δυοβουνιώτης στο Γοργοπόταμο και ο Διάκος στην Αλαμάνα. Στις 23 Απριλίου, ο Ομέρ Βρυώνης επιτέθηκε και στα τρία σημεία ταυτόχρονα. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης αναγκάστηκαν σε υποχώρηση, όμως το τμήμα του Διάκου (500 άντρες) που αντιστάθηκε πεισματικά στη γέφυρα της Αλαμάνας σφαγιάστηκε και ο ίδιος συνελήφθη επιτόπου[9] και πέθανε με φρικτά βασανιστήρια[140]. Λίγες μέρες αργότερα τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα ηττήθηκαν στο Ελευθεροχώρι της Λαμίας. Στις 8 Μαΐου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάφερε πλήγμα στον Ομέρ Βρυώνη στο χάνι της Γραβιάς. Με 120 μαχητές αντιμετώπισε επιτυχημένα όλη την ημέρα τις οθωμανικές επιθέσεις προξενώντας τους σημαντικές απώλειες και αποσύρθηκε τη νύχτα προς τα βουνά, με ελάχιστες δικές του απώλειες. Λίγες μέρες αργότερα οθωμανικό στρατιωτικό σώμα απέτυχε να καταλάβει τα Βλαχοχώρια της Γκιώνας, που υπερασπίζονταν ο Γιάννης Γκούρας. Οι τελευταίες αυτές επιτυχίες αναπτέρωσαν το ηθικό των επαναστατημένων και προβλημάτισαν τους Τούρκους, που αποσύρθηκαν προσωρινά στην Μενδενίτσα.

Ναυτικό κανόνι του 1821

Στις 6 Απριλίου είχε περάσει μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο ο Μουστάμπεης, κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ πασά, με εντολή την καταστολή της εξέγερσης. Έκαψε τη Βοστίτσα (Αίγιο), διάλυσε την πολιορκία του Ακροκόρινθου, έκαψε το Άργος, σύντριψε την αντίσταση που βρήκε στον ποταμό Ξεριά[10], διάλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και μπήκε πανηγυρικά στην Τρίπολη στις 6 Μαΐου. Στις 12 Μαΐου επιχείρησε μια πρώτη απόπειρα διάσπασης της πολιορκίας της Τρίπολης και επιτέθηκε με ισχυρές δυνάμεις εναντίον των πολιορκητών, στο Βαλτέτσι από βορά και νότο. Τη θέση υπερασπίσθηκαν στρατιωτικά σώματα των Μαυρομιχαλαίων (Κυριακούλης, Ηλίας και Γιάννης), του Κολοκοτρώνη, των Πλαπουταίων και άλλων καπεταναίων. Την επόμενη ο Μουστάμπεης άρχισε υποχώρηση που η ελληνική αντεπίθεση μετέτρεψε σε άτακτη φυγή με σημαντικές απώλειες. Επιζητώντας με κάθε τρόπο την διάνοιξη δρόμου προς τη Μεσσηνία ο Μουστάμπεης επιτέθηκε στις 18 Μαΐου στα Δολιανά και στα Βέρβαινα, όπου ηττήθηκε από τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα και επέστρεψε άπρακτος στην Τρίπολη. Οι νίκες αυτές, που οφείλουν πολλά στην επιμονή, την μεθοδικότητα αλλά και τις στρατηγικές ικανότητες του Κολοκοτρώνη (αρχιστράτηγος από τις αρχές Μαΐου), επέτρεψαν την στενότερη πολιορκία των φρουρίων, στα οποία άρχισαν να σημειώνονται ελλείψεις των αναγκαίων αφού ο ελληνικός στόλος είχε ήδη περιορίσει με τη δραστηριότητά του, την από θάλασσα τροφοδοσία τους.

Οι πολιορκημένοι της Μονεμβασιάς και του Νεόκαστρου παραδόθηκαν στους επαναστάτες τον Ιούνιο και τον Αύγουστο αντίστοιχα, ενώ στις 23 Σεπτεμβρίου έπεσε η Τριπολιτσά. Την άλωση ακολούθησε γενική σφαγή ενόπλων και αμάχων,[141] Μουσουλμάνων και Εβραίων.

Στις πρώτες του εξόδους και περιπολίες τον Απρίλιο, ο ελληνικός στόλος κυρίευσε αρκετά πλοία και μαζεύτηκαν μεγάλες ποσότητες από λάφυρα. Η θέα του ελληνικού στόλου με την επαναστατική σημαία, βοηθούσε να ξεσηκωθούν νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές που δεν είχαν μέχρι τότε ξεσηκωθεί και τα πληρώματα του στόλου δεν δίσταζαν να βγουν οπλισμένα στη στεριά και να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις. Σημαντική ήταν η συμβολή του στόλου και στον από θαλάσσης αποκλεισμό και κανονιοβολισμό των φρουρίων που πολιορκούνταν (Ναύπλιο, Μονεμβασία).

Η επανάσταση στην υπόλοιπη Ελλάδα

Μακεδόνας ανάπηρος του Αγώνα κατά την έξοδο του Μεσολογγίου, Θεόδωρος Βρυζάκης

Στις 7 Μαΐου επαναστάτησαν με πρώτο τις Μηλιές, τα Εικοσιτέσσερα (τα χωριά του Πηλίου) της Θεσσαλίας, όπου ο υπεύθυνος για την περιοχή Φιλικός Άνθιμος Γαζής είχε προετοιμάσει το έδαφος από νωρίς με σημαντική εθνεγερτική δράση και επαφές με τους ντόπιους αρματολούς Μπασδέκηδες (Κυριάκο και Παναγιώτη). Οι ισχυροί προεστοί (κοτζαμπάσηδες) ήταν πολύ αρνητικοί στην ιδέα της επανάστασης, όμως όταν εμφανίστηκαν από το Τρίκερι τρία πλοία του ελληνικού στόλου, ο λαός δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί. Στις 9 Μαΐου οι επαναστάτες από όλα τα χωριά μαζεύτηκαν έξω από το Βόλο και πολιόρκησαν τους Οθωμανούς που κλείστηκαν στο φρούριο της πόλης. Στην πολιορκία βοήθησαν και τα ελληνικά πλοία και πληρώματα. Στις 11 Μαΐου οι επαναστάτες μπήκαν στο Βελεστίνο (οι Οθωμανοί κλείστηκαν στους 4 ισχυρότερους πύργους) και εκεί μαζεύτηκαν την ίδια μέρα αντιπρόσωποι από τα επαναστατημένα χωριά, κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση και συστάθηκε η Βουλή της Θετταλομαγνησίας, με πρόεδρο τον Άνθιμο Γαζή και γραμματέα τον Φίλιππο Ιωάννου. Οι επαναστάτες στη Θεσσαλία ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία άτακτοι χωρικοί, χωρίς κανενός είδους στρατιωτική εμπειρία, αλλά και χωρίς τα απαραίτητα όπλα και πολεμοφόδια και όταν λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκε πολυπληθής οθωμανική στρατιά από τη Λάρισα υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ πασά Δράμαλη (από τη Δράμα), διαλύθηκαν αμέσως προς τα χωριά τους. Ο Δράμαλης έκαψε την Κάπουρνα και τα Κανάλια, ανέβηκε μέχρι τη Μακρυνίτσα και ζήτησε από όλα τα χωριά να πληρώσουν μεγάλα πρόστιμα. Οι περισσότεροι επαναστάτες φοβισμένοι υπέκυψαν και οι κοτζαμπάσηδες προσκύνησαν φέρνοντας στον Δράμαλη πλούσια δώρα. Αυτός προωθήθηκε προς το Λαύκο επιδιώκοντας να μπει στις Μηλιές, που ήταν το στρατηγείο της επανάστασης, όμως στις 25 Μαΐου συνάντησε αντίσταση στα Λεχώνια και δεν προχώρησε. Στις Μηλιές η κατάσταση ήταν αντιφατική, με τους κοτζαμπάσηδες να θέλουν να προσκυνήσουν και τους επαναστάτες με τον Γαζή να θέλουν να αντισταθούν. Τελικά ο Γαζής αναγκάστηκε να φύγει στη Σκιάθο και οι Μηλιές προσκύνησαν στα μέσα Ιουνίου τον Δράμαλη που έφτασε μέχρι τη Μηλίνα και δεν προχώρησε άλλο. Όσοι επαναστάτες απέμειναν προωθήθηκαν προς το Τρίκερι και πολλά γυναικόπαιδα πέρασαν σε Σκιάθο και Σκόπελο. Όταν αποχώρησε ο Δράμαλης η επανάσταση έμεινε ζωντανή στο Λαύκο, την Αργαλαστή, το Προμμύρι και το Τρίκερι.

Την ίδια μέρα που γίνονταν η μάχη στη Γραβιά (8 Μαΐου) και μια μέρα μετά την έναρξη της επανάστασης στη Θεσσαλία, επαναστάτησε και το γειτονικό Ξεροχώρι (Ιστιαία) στην βόρεια Εύβοια. Από εκεί η επανάσταση διαδόθηκε στην Λίμνη και στην Κύμη της Εύβοιας, που ανήκε στο ισχυρό πασαλίκι του Εγρίπου (Ευρίπου) με πρωτεύουσα τη Χαλκίδα και είχε σημαντικές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Τέλη Μαΐου οι επαναστάτες προσπάθησαν δύο φορές να πολιορκήσουν την Χαλκίδα χωρίς όμως επιτυχία και στη συνέχεια κυνηγήθηκαν από το οθωμανικό ιππικό, που τους προκάλεσε μεγάλες απώλειες.

Το λάβαρο της επανάστασης των Μακεδόνων υπό τον Εμμανουήλ Παππά.

Στις 23 Μαρτίου ο Φιλικός Εμμανουήλ Παππάς, αφού φόρτωσε σε ένα καράβι όπλα και πυρομαχικά, που είχε αγοράσει με δικά του χρήματα, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη για το Άγιο Όρος, με εντολή να οργανώσει την επανάσταση στην Μακεδονία.[142] Πολλοί καλόγεροι ξεσηκώθηκαν έτοιμοι να τον ακολουθήσουν και έγιναν επαφές με Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε μια προσπάθεια να προετοιμαστεί μια συντονισμένη εξέγερση.

Μετά από την αποτυχία των επίμονων προσπαθειών συντονισμού ταυτόχρονης έκρηξης της επανάστασης στον Όλυμπο και την Χαλκιδική ο Εμμανουήλ Παπάς στα τέλη Μαΐου κήρυξε στο Άγιο Όρος την επανάσταση στη Μακεδονία.[143] Οι επαναστάτες κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα να απελευθερώσουν ολόκληρη τη Χαλκιδική, τα Βασιλικά Θεσσαλονίκης, καθώς και την περιοχή της Βόλβης. Η οθωμανική απάντηση ήταν εδώ άμεση με συλλήψεις ομήρων και καταλήψεις πόλεων. Ιδιαίτερα δεινοπάθησε η Θεσσαλονίκη, όπου εξοντώθηκαν τουλάχιστον είκοσι πέντε χιλιάδες Έλληνες και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν ή καταστράφηκαν. Χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον πενήντα χρόνια για να επανέλθει ο ελληνισμός της πόλης στα πριν του 1821 επίπεδα και να συνέλθει από αυτό το συντριπτικό χτύπημα. Εξεγέρσεις σημειώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα (χωρίς όμως συντονισμό), στη Στρώμνιτσα (με τους Διακόπουλο και Διαμαντή), στη Γευγελή, τις Τίκφες,[144] στη Βόρεια Πίνδο (περιοχή Γρεβενών), το Λαγκαδά, καθώς και στη Θάσο. Οι Θασίτες μάλιστα, με τη βοήθεια Ψαριανών επιχείρησαν ανεπιτυχώς να απελευθερώσουν την Καβάλα. Οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και του Βερμίου ήταν διστακτικοί και περίμεναν ενισχύσεις σε μαχητές και πολεμοφόδια από την νότια Ελλάδα. Μόνο ο Διαμαντής Νικολάου προσφέρθηκε να εξεγερθεί άμεσα και πέρασε με το στρατιωτικό σώμα του στη Χαλκιδική τον Ιούνιο.

Στη Θράκη εξεγέρθηκε το Μάρτιο η Σωζόπολη, το Μάιο η Καλλίπολη και στη συνέχεια η περιοχή Διδυμοτείχου, καθώς και η Σαμοθράκη. Τοπικές εξεγέρσεις σημειώθηκαν και επεκτάθηκαν στις περιοχές ΦιλιππουπόλεωςΒάρναςΑγχιάλουΜεσημβρίαςΜάκρηςΜαρώνειας και Κεσσάνης. Οι εξεγέρσεις στη Θράκη καταστάλθηκαν εντός του χρόνου με την ήττα των επαναστατών στη Μάχη του Σαλτικίου και το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης.[145]

Στις 21 Μαΐου προεστοί από όλες τις επαρχίες και ντόπιοι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στο Λουτρό των Σφακιών, ίδρυσαν Καγκελαρία και κήρυξαν την επανάσταση και στην Κρήτη. Στο νησί υπήρχε ισχυρό και εμπειροπόλεμο τουρκικό στοιχείο και η επανάσταση καταπνίγηκε γρήγορα με κατάληψη και της κοιτίδας της στα Σφακιά.

Οι αρματολοί της περιοχής της Αιτωλοακαρνανίας αρχικά απέφυγαν να εμπλακούν στην εξέγερση.[146] Στις 20 Μαΐου επαναστάτησε το Μεσολόγγι με τον αρματολό του Ζυγού Δημήτρη Μακρή και την επόμενη ο Μακρής ξεσήκωσε και το Ανατολικό (Αιτωλικό). Στις 25 Μαΐου ο Γιώργος Βαρνακιώτης κήρυξε με προκήρυξη την επανάσταση στο Ξηρόμερο και στις 4 Ιουνίου επαναστάτησε και το Καρπενήσι με τους Γιολντάσηδες. Η καθυστέρηση στην κήρυξη της επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα, φαίνεται ότι οφείλεται στην ύπαρξη ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο, λόγω της στρατιωτικής αναμέτρησης της Πύλης με τον Αλή Πασά, αλλά και στην απροθυμία ισχυρών αρματολών (Γεώργος ΒαρνακιώτηςΑνδρέας Ίσκος) της περιοχής να εμπλακούν, ίσως λόγω φόβων για την απώλεια των προνομίων τους.

Ο θαλάσσιος αγώνας

Η πυρπόληση της τουρκικής φρεγάτας στον κόλπο της Ερεσού από το Δημήτριο Παπανικολή (έργο του Κωνσταντίνου Βολανάκη).

Οι Έλληνες επαναστάτες δεν διέθεταν πολεμικό στόλο, ωστόσο κατάφεραν να μετασκευάσουν σε πολεμικά τα πολλά εμπορικά τους καράβια, κυρίως των τριών ναυτικών νησιών (ΎδραΣπέτσεςΨαρά) ενώ σημαντική ναυτική δύναμη διέθετε και η Κάσος και με αυτά να πετύχουν την σχεδόν απόλυτη κυριαρχία στο Αιγαίο.Οταν άρχισε η Επανάσταση,τα τρία νησιά είχαν 176 φορτηγά πλοία ,τα οποία μετέτρεψαν σε πολεμικά γιά το καλό της πατρίδας.Τα περισσότερα(92) και μεγαλύτερα ανήκαν στην Ύδρα.Οι Σπέτσες είχαν 44 καί τα Ψαρά 40.[147] Ιδιαίτερα αποτελεσματικά ήταν επίσης τα πυρπολικά που κατασκεύασαν, τα οποία κατέστησαν, σταδιακά, τεράστια απειλή για τα βαριά και δυσκίνητα σε σχέση με τα ελαφρότερα ελληνικά, Οθωμανικά καράβια. Ένας ακόμη σημαντικός λόγος για τον οποίο οι Έλληνες υπερτερούσαν στη θάλασσα ήταν το γεγονός πως τα ελληνικά πληρώματα ήταν έμπειρα λόγω προηγούμενης προϋπηρεσίας τους για λογαριασμό των ίδιων των Τούρκων ή των Άγγλων (στα Επτάνησα). Στον αντίποδα, τα τουρκικά σκάφη δεν διέθεταν ανάλογης ποιότητας πληρώματα.[148]

Τον Μάιο πλοία του ελληνικού στόλου υπό τη διοίκηση του Γιακουμάκη Τομπάζη προσέγγισαν στη Χίο, σε μια προσπάθεια να πεισθούν οι Χιώτες να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Δεν υπήρξε ανταπόκριση ούτε από τους επώνυμους αλλά ούτε από τους χωρικούς και ο στόλος απέπλευσε. Οι Οθωμανοί συνέλαβαν ομήρους μεταξύ των επιφανών Ελλήνων και ένα σώμα ατάκτων πέρασε από τα τουρκικά παράλια στο νησί για τη "διατήρηση της τάξης". Στην πρώτη του έξοδο από τα Δαρδανέλλια ο οθωμανικός στόλος βρήκε μπροστά του τα ελληνικά πολεμικά. Στις 27 Μαΐου ο Τομπάζης κυνήγησε την οθωμανική μοίρα και κατάφερε να αποκλειστεί το μεγαλύτερο πλοίο (πλοίο της γραμμής με 76 πυροβόλα) στον κόλπο της Ερεσσού, το οποίο ανατινάχτηκε τελικά από τον Παπανικολή με πυρπολικό φτιαγμένο στα Ψαρά, με σημαντικές απώλειες των Οθωμανών.

Πολιτική οργάνωση

Το Μάιο με πρωτοβουλία της Μεσσηνιακής γερουσίας συγκλήθηκε παμπελοποννησιακή συνέλευση στην Μονή των Καλτεζών, υπό την προεδρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Συμμετείχαν ισχυροί προύχοντες ή αντιπρόσωποί τους, ιεράρχες και λίγοι στρατιωτικοί και Φιλικοί. Προσκλήσεις στάλθηκαν και στα τρία ναυτικά νησιά τα οποία όμως δεν συμμετείχαν. Με ανακοίνωσή της στις 26 Μαΐου, συστάθηκε η Πελοποννησιακή Γερουσία, στην οποία περιήλθαν όλες οι εξουσίες και η ευθύνη της διεύθυνσης των επαναστατικών πραγμάτων για όλη την Πελοπόννησο. Μέλη της Γερουσίας αυτής ήταν αντιπρόσωποι από όλα τα μεγάλα προυχοντικά τζάκια της Πελοποννήσου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και γραμματέας ο Ρήγας Παλαμήδης. Επρόκειτο για μια εσπευσμένη αλλά συντονισμένη ενέργεια των ισχυρών να αντιπαρατεθούν στην εξουσία του Δημήτριου Υψηλάντη, που αναμενόταν να φτάσει στην Πελοπόννησο. Μέχρι την άφιξή του η Γερουσία αυτή έκανε εκλογές επαρχιακών και κοινοτικών αντιπροσώπων και προκήρυξε γενική επιστράτευση.

Τον Ιανουάριο του 1822 η πρώτη εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανακήρυξη αυτή επισφραγίστηκε μετά τις αξιοσημείωτες νίκες των μαχόμενων Ελλήνων, σε στεριά και θάλασσα.

Διεθνείς αντιδράσεις

Ο Ζαν-Πιερ Μπουαγιέπρόεδρος της Αϊτής, της πρώτης χώρας που αναγνώρισε την Επανάσταση.

Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης (κυρίως Βρετανία, Αυστρία, Ρωσία, Γαλλία και Πρωσία) συναντήθηκαν στο Παρίσι το 1815 όπου συνήψαν μια συμφωνία με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη. Όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Ελλάδα, οι μεγάλες δυνάμεις ήταν ήδη απασχολημένες με τις επαναστάσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας και η ελληνική επανάσταση ήταν κάτι ανεπιθύμητο. Ο καγκελάριος της Αυστρίας Μέτερνιχ, δυσαρεστημένος από τα νέα για την επανάσταση, προσπάθησε να πείσει τον τσάρο της Ρωσίας να τηρήσει στάση εναντίον των Ελλήνων. Ο φόβος του Μέτερνιχ, όπως και των άλλων δυνάμεων, ήταν ότι εμπλοκή της Ρωσίας σε πόλεμο κατά της Τουρκίας θα άλλαζε τις ισορροπίες στην Ευρώπη καθώς θα ισχυροποιούσε τη Ρωσία και θα την έφερνε στη Μεσόγειο.

Η Βρετανία είχε την πλέον αρνητική στάση έναντι της επανάστασης κατά το πρώτο έτος της. Ήλπιζε στη γρήγορη καταστολή της προτού η Ελλάδα τεθεί υπό την προστασία του Ρώσου αυτοκράτορα Αλεξάνδρου. Ο τότε υπουργός εξωτερικών Castleragh περίπου συμμεριζόταν τις απόψεις του Μέτερνιχ, αν και έδειχνε σημεία κατανόησης της υπόθεσης των Ελλήνων. Στις πρώτες επαναστατικές κινήσεις στην Πελοπόννησο, οι Βρετανικές αρχές των Ιονίων και οι προξενικές αρχές στην Πάτρα και αλλού τήρησαν σαφώς φιλοτουρκική στάση. Η ρωσική κυβέρνηση επίσης είδε αρνητικά την επανάσταση, διότι αφ' ενός μεν έθεσε εμπόδια στις ρωσικές εξαγωγές σιτηρών προς την Ευρώπη μέσω των Δαρδανελίων, αφ' ετέρου δε δεν ήθελε να αλλάξει το status quo στην Ευρώπη και να κινδυνεύσει η μοναρχία. Έτσι ο τσάρος τήρησε ουδέτερη στάση. Εν τούτοις, οι Έλληνες επαναστάτες είχαν αρχικά την ψευδαίσθηση ότι θα βοηθηθούν από τη Ρωσία.[149]

Η ηγεσία των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων, σχεδόν ταυτόχρονα με την κήρυξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, απευθύνθηκε εγγράφως στις χριστιανικές χώρες της δύσης, αναζητώντας τη διεθνή στήριξη. Έτσι, αμέσως μετά την κατάληψη της Καλαμάτας (23 Μαρτίου 1821) και τη συνακόλουθη σύσταση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, οι ιθύνοντές της συνέταξαν σχετικό έγγραφο το οποίο αποτελεί την πρώτη διεθνούς δικαίου πράξη της επαναστατημένης χώρας[150]. Παράλληλα, επιφανείς έλληνες που διαβιούσαν στο Παρίσι (Αδαμάντιος Κοραής, Πίκκολος, Βογορίδης κ.α.) και στην Πίζα (μητροπολίτης Ιγνάτιος, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Καρατζάς) κοινοποίησαν εκκλήσεις προς την παγκόσμια πνευματική κοινότητα, ζητώντας βοήθεια και συμπαράσταση προς την επανάσταση. Το πρώτο κράτος το οποίο ανταποκρίθηκε στον ελληνικό αγώνα της ανεξαρτησίας ήταν η Δημοκρατία της Αϊτής (που είχε κατακτήσει την ελευθερία της την 1 Ιανουαρίου του 1804[151]), της οποίας ο τότε πρόεδρος, Ζαν-Πιερ Μπουαγιέ δι' επισήμου εγγράφου προς την προαναφερόμενη ελληνική επιτροπή του Παρισιού, αναγνώριζε την ελληνική προσωρινή διοίκηση και ευχόταν για την επικράτηση της επανάστασης[152] Είχε προηγηθεί επιστολή του Αδ. Κοραή προς τον Μπουαγιέ, μετά από προτροπή του πρώην επισκόπου Βλαισών (Bois Γαλλίας) Γρηγορίου και του φιλέλληνα στρατηγού Λαφαγέτ. Ο Γρηγόριος όπως και ο Λαφαγέτ είχαν επαφές με την Αμερική.[153]

Εδραίωση (1822-1824)

Τα γεγονότα του 1822

Ο Μαυροκορδάτος διευθύνει την άμυνα στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (πίνακας του Πέτερ φον Ες).

Καθοριστικό γεγονός στις αρχές του έτους ήταν η πτώση του Αλή Πασά που απελευθέρωσε τουρκικές δυνάμεις για να στραφούν κατά της Ελληνικής επανάστασης. Ο αρχηγός της εκστρατείας Χουρσίτ, κατευθύνθηκε αρχικά εναντίον του Σουλίου για να καταστρέψει την μόνιμη εστία αντίστασης στην Ήπειρο. Κυρίευσε αρχικά το Σούλι, άλλα οι Σουλιώτες οργάνωσαν νέα άμυνα στις θέσεις Κιάφα και Ναβαρίκο (ή Αβαρίκο). Λίγο αργότερα ο Χουρσίτ κλήθηκε στη Λάρισα κατηγορούμενος από τους κύκλους του Σουλτάνου για οικειοποίηση μέρους της περιουσίας του Αλή Πασά.[154] Παρέμεινε στη θέση του ο Ομέρ Βρυώνης, να συνεχίσει την πολιορκία των Σουλιωτών.

Οι Έλληνες για να βοηθήσουν τους Σουλιώτες που βρίσκονταν σε δυσμενή θέση, επιχείρησαν αντιπερισπασμό στέλνοντας στρατό στα νότια της Ηπείρου με αρχηγό τον Μαυροκορδάτο. Παράλληλα ένα στρατιωτικό σώμα με αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη αποβιβάστηκε στην περιοχή του Φαναρίου κοντά στις εκβολές του Αχέροντα άλλα απέτυχε. Το σώμα του Μαυροκορδάτου στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και ένας λόχος φιλελλήνων μετά από ορισμένες επιτυχίες στο Κομπότι, ηττήθηκε στη μάχη του Πέτα από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Τα υπολείμματα του στρατού κατέφυγαν στο Μεσολόγγι. Λίγο μετά έπεσε και το Σούλι και οι δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη συναντήθηκαν με αυτές του Κιουταχή προελαύνοντας κατά του Μεσολογγίου. Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου κατέληξε σε αποτυχία για τις τουρκικές δυνάμεις οι οποίες αποσύρθηκαν τον Δεκέμβριο του 1822.

Η μάχη στα Δερβενάκια

Στο διάστημα που μεσολάβησε από τις αρχές του 1822 μέχρι την μάχη του Πέτα οι επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα συνεχίστηκαν. Τον Ιανουάριο παραδόθηκε η Ακροκόρινθος. Το ίδιο διάστημα οι Έλληνες πολιορκούσαν την Πάτρα, ενώ στην Στερεά συνεχιζόταν η πολιορκία της Αθήνας η οποία παραδόθηκε στις 9 Ιουνίου του 1822. Οι Τούρκοι συγκεντρώνοντας μεγάλο στρατό στη Λαμία με αρχηγό τον Δράμαλη. Η στρατιά του Δράμαλη διέσχισε τη Στερεά σχεδόν χωρίς αντίσταση, κατέλαβε αμαχητί την Ακροκόρινθο και εισήλθε στην πεδιάδα του Άργους. Ο Κολοκοτρώνης εφαρμόζοντας την τακτική της καμένης γης ανάγκασε τον Δράμαλη να οπισθοχωρήσει πίσω στην Κόρινθο. Κατά την επιστροφή του δέχτηκε επίθεση στα Δερβενάκια, που είχαν καταληφθεί από τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη. Στη μάχη των Δερβενακίων η στρατιά του Δράμαλη καταστράφηκε και ο κίνδυνος για την επανάσταση στην Πελοπόννησο αποτράπηκε.[155] Λίγο αργότερα οι Έλληνες κατέλαβαν το Ναύπλιο.

Νικηφ. ΛύτραςΗ πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη (π. 1866-1870). Λάδι σε μουσαμά, 143 εκ. x 109 εκ. Πινακοθήκη Αβέρωφ, Μέτσοβο.

Στη θάλασσα ο τουρκικός στόλος κατάφερε να ανεφοδιάσει τα κάστρα της Μεθώνης και της Πάτρας που πολιορκούνταν ακόμα από Έλληνες. Τον Φεβρουάριο του 1822 όμως δέχτηκε επίθεση από Έλληνες στον Πατραϊκό κόλπο και οπισθοχώρησε καταφεύγοντας στη Ζάκυνθο. Ένας νέος στόλος συγκεντρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη με Ναύαρχο τον Καρά Αλή. Πρώτη του δουλειά ήταν να καταπνίξει την επανάσταση στη Χίο. Στις 30 Μαρτίου 1822 οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στη Χίο χωρίς ιδιαίτερη παρενόχληση από τον ελληνικό στόλο που είχε αποχωρήσει νοτιότερα και προχώρησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές άμαχου πληθυσμού. Χιλιάδες κάτοικοι του νησιού (25.000 περίπου) σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Η σφαγή της Χίου είχε μεγάλο αντίκτυπο στην κοινή γνώμη των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και μετέβαλε τη στάση της υπέρ του αγώνα των Ελλήνων. Ο τουρκικός στόλος παρέμεινε στο λιμάνι της Χίου μέχρι τον Ιούνιο του 1822. Τότε οι Έλληνες επιχείρησαν με πυρπολικά να προκαλέσουν καταστροφές στον τουρκικό στόλο. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης κατάφερε να ανατινάξει την τουρκική ναυαρχίδα προκαλώντας τεράστιο πλήγμα στον τουρκικό στόλο. Ο Καρά Αλή βρήκε τον θάνατο και ο τουρκικός στόλος απέπλευσε πίσω στον Ελλήσποντο. Ένα άλλο τμήμα τουρκικού στόλου προσπάθησε να ανεφοδιάσει το πολιορκημένο Ναύπλιο. Τον δρόμο του τον έκλεινε ο στόλος της Ύδρας και των Σπετσών. Μετά από σύγκρουση στα ανοιχτά των Σπετσών οι Τούρκοι υποχώρησαν αδυνατώντας να διασπάσουν την ελληνική άμυνα.[156] Στη συνέχεια ο στόλος κατέπλευσε στην Τένεδο. Την νύχτα, 28 του Οκτώβρη του 1822 ο Κανάρης πυρπόλησε την υποναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, αναγκάζοντας τα τουρκικά πλοία να υποχωρήσουν στα Στενά.

Χαρτονόμισμα των 1000 γροσσίων της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος τυπωμένο στην Κόρινθο το 1822

Το 1822 άναψαν και νέες εστίες επανάστασης. Στις αρχές του χρόνου επαναστάτησαν η Νάουσα, η Βέροια, η Κατράνιτσα, η Χρούπιστα και οι περιοχές του Ολύμπου. Οι Τούρκοι απάντησαν άμεσα και με μία στρατιά του Πασά της Θεσσαλονίκης, καταστρέφοντας τη Νάουσα. Οι γυναίκες της πόλης κατέφυγαν στον ποταμό Αράπιτσα και για να αποφύγουν την αιχμαλωσία προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό. Στη συνέχεια προχώρησαν σε καταστροφές πολλών Ελληνικών χωριών και κωμοπόλεων της Κεντρικής Μακεδονίας, λόγω της συμμετοχής τους στην επανάσταση, μεταξύ των οποίων, του Κιλκίς, του Καρασουλίου, του Λαγκαδά και της περιοχής γύρω από τη Νάουσα.[157] Στο μεταξύ, συστάθηκε τριμελής Επιτροπή Βορειομακεδόνων, εκπροσωπούμενη από το Μοναστήρι, το Κρούσοβο και τη Βογδάντσα (από ένα μέλος), στην πρώτη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση του 1822.[158]

Αντίθετα στην Κρήτη η επανάσταση σημείωνε επιτυχίες. Ο Πασάς του Ηρακλείου σε συνεργασία με τη στρατιά που έστειλε από την Αίγυπτο ο Μωχάμετ Άλη απέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση. Οι Έλληνες πέτυχαν σημαντική νίκη στην μάχη του Κρουσώνα. Τον Μάιο του 1822 δημιουργείται προσωρινή διοίκηση στο νησί με το όνομα προσωρινό πολίτευμα νήσου Κρήτης.

Διπλωματικές εξελίξεις

Σημαντικό από πολιτική άποψη ήταν το γεγονός ότι η Βρετανία το Μάρτιο του 1822 αναγνώρισε de facto στους Έλληνες επαναστάτες το δικαίωμα να κάνουν ναυτικό αποκλεισμό. Η προσωρινή κυβέρνηση των επαναστατών, επικαλούμενη "το Δίκαιο των Εθνών και της Ευρώπης", την 13/25 Μαρτίου 1822 ανακοίνωσε ότι θα εφαρμόσει ναυτικό αποκλεισμό των λιμανιών του εχθρού σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα μέχρι τη Θεσσαλονίκη, την Εύβοια, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Πλοία υπό διάφορες σημαίες που θα παραβίαζαν τον αποκλεισμό, θα συλλαμβάνονταν σύμφωνα με το διεθνές Δίκαιο. Σε σχέση με αυτή τη διακήρυξη, η Βρετανία δήλωσε ότι θα τηρήσει ουδέτερη στάση, κάτι που ισοδυναμούσε με αναγνώριση κατάστασης πολέμου μεταξύ των Ελληνικών αρχών και της Τουρκικής κυβέρνησης. Ακόμα και πλοία των υπό βρετανική διοίκηση Ιονίων Νήσων δεν προστατεύονταν πλέον από το Βρετανικό Ναυτικό. Η επίσημη αναγνώριση της ελληνικής πλευράς ως εμπολέμου έγινε το επόμενο έτος.[159][160]

Στα τέλη του 1822 έγινε σύνοδος των μεγάλων δυνάμεων στη Βερόνα με κύριο θέμα την κατάσταση στην Ισπανία και την Ιταλία, αλλά το "Ανατολικό ζήτημα" δεν συζητήθηκε επίσημα. Ανεπίσημα όμως γίνονταν έντονες προσπάθειες αλληλοεπηρεασμού των δυτικών δυνάμεων. Ο Castlereagh πέθανε λίγο πριν από την σύνοδο της Βερόνας και τον διαδέχτηκε ο G. Canning ο οποίος θεωρείται και ο κύριος παράγων της μεταστροφής της Βρετανικής πολιτικής υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Εν τούτοις, στους πρώτους μήνες της υπουργίας του ο Κάνινγκ τήρησε ουδέτερη πολιτική φοβούμενος την επέμβαση των άλλων δυνάμεων στην Ελλάδα και την αποσταθεροποίηση της Ευρώπης. Η πρώτη κίνηση υπέρ της Ελλάδας από τη Βρετανία έγινε τον Μάρτιο του 1823 με την αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπολέμων και του δικαιώματός τους να εφαρμόζουν ναυτικό αποκλεισμό.[149]

Σε διπλωματικό επίπεδο, οι Έλληνες έστειλαν αντιπροσώπους στο συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας στη Βερόνα, οι οποίοι δεν έγιναν δεκτοί. Στο συνέδριο της Βερόνας επικράτησαν οι θέσεις του Μέττερνιχ και η ελληνική επανάσταση καταδικάστηκε. Αν και οι μεγάλες δυνάμεις εξακολουθούσαν να κρατούν αποστάσεις από την ελληνική επανάσταση, το μικρό νεοσύστατο κράτος της Καραϊβικής, η Αϊτή, έγινε η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση και την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος.[161]

Τα γεγονότα του 1823

Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
Πίνακας από τον Ludovico Lipparini, που βρίσκεται στο μουσείο της Τεργέστης στην Ιταλία

Την ίδια περίοδο οι Οθωμανικές αρχές αδυνατούσαν να αναλάβουν αξιόλογες επιχειρήσεις για να καταπνίξουν την ελληνική επανάσταση. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας ήταν διασκορπισμένες σε διάφορα ανοικτά μέτωπα και το βάρος της αντιμετώπισης των Ελλήνων ανέλαβαν βαλκάνιοι Πασάδες, Το τουρκικό σχέδιο προέβλεπε δύο παράλληλες εκστρατείες, μία μέσω της Δυτικής Ελλάδας και μία μέσω της Ανατολικής που θα κατέληγαν και οι δύο στη Ναύπακτο. Από ‘κει διαπλέοντας το στενό Ρίου-Αντιρρίου οι ενωμένες πλέον στρατιές θα ξεχύνονταν στην Πελοπόννησο και θα κατέπνιγαν την επανάσταση. Την αρχηγία της δυτικής στρατιάς ανέλαβαν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Μουσταής Πασάς της Σκόδρας, ενώ την ανατολική ανέλαβε ο Γιουσούφ Σέρεζλης πασάς γνωστός ως Μπερκόφτσαλης. Η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη και του Μουσταή διασχίζοντας τις ορεινές περιοχές των Αγράφων για να συντρίψει τους τοπικούς οπλαρχηγούς συνάντησε ισχυρή αντίσταση από Ελληνικές δυνάμεις με αρχηγό τον Μάρκο Μπότσαρη, στη θέση Κεφαλόβρυσο κοντά στο Καρπενήσι. Αν και οι Έλληνες υπερείχαν στη μάχη ο θάνατος του Μπότσαρη τους ανάγκασε να αποσυρθούν. Οι Τούρκοι προέλασαν τότε προς το Μεσολόγγι, όμως προτίμησαν να πολιορκήσουν πρώτα το Αιτωλικό (τότε λεγόταν Ανατολικό). Η πολιορκία αποκρούστηκε και η τουρκική στρατιά αποχώρησε. Στην επιστροφή δέχτηκε επίθεση από σώμα κλεφτών και επέστρεψε στην Ήπειρο αποδεκατισμένη.

Η άλλη στρατιά του Μπερκόφτσαλη αφού πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Αθήνα πραγματοποίησε ορισμένες επιτυχημένες επιχειρήσεις στην Εύβοια και στη συνέχεια αποσύρθηκε. Η υποταγή της Βόρειας Εύβοιας απομόνωσε τους Έλληνες στο Τρίκερι της Μαγνησίας όπου είχαν καταφύγει και τα σώματα των επαναστατών από την περιοχή του Ολύμπου. Ο Αναστάσιος Καρατάσος, αρχηγός των συγκεντρωμένων Ελλήνων στο Τρίκερι, πρότεινε μία συμφωνία στους Τούρκους προκειμένου να παραδοθεί η οποία έγινε δεκτή. Η παράδοση των σωμάτων αυτών είχε ως συνέπεια τον τερματισμό της επανάστασης στη Μαγνησία.

Πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις

Στις αρχές του 1823 σημειώθηκε μεταστροφή της Αγγλικής πολιτικής σε σχέση με τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι Άγγλοι αναγνώρισαν τους Έλληνες ως εμπόλεμους και στη συνέχεια αναγνώρισαν τον ναυτικό αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Έλληνες στα τουρκικά λιμάνια. Η αλλαγή πολιτικής της Αγγλίας είχε ως συνέπεια την αποδέσμευσή της από την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Στην συνδιάσκεψη της τελευταίας στο Τσέρνοβιτς, το φθινόπωρο του 1823, προκλήθηκε η πρώτη μεγάλη ρήξη μεταξύ των δυνάμεων που την αποτελούσαν.

Από το 1823 αναμίχθηκε στην ελληνική υπόθεση μετά από επίσημη πρόταση της κυβέρνησης ο Άγγλος φιλόσοφος Ιερεμίας Μπένθαμ, μεταξύ άλλων συγγράφοντας παρατηρήσεις για τη θεσμική και διοικητική οργάνωση του νέου κράτους και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για τη μετάφραση έργων του στα ελληνικά, αλλά μετά από δύο χρόνια μάταιων προσπαθειών εγκατέλειψε απογοητευμένος.[162]

Τον Απρίλιο του 1823 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη Εθνοσυνέλευση στο Άστρος. Η Εθνοσυνέλευση κατάργησε τις τοπικές διοικήσεις Ανατολικής Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου και τις αντικατέστησε από μία κεντρική διοίκηση που την αποτελούσαν δύο σώματα το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό. Παράλληλα κατάργησε το αξίωμα της αρχιστρατηγίας που το αντικατέστησε από μία τριμελή επιτροπή στρατιωτικών. Η απόφαση αυτή στόχευε να περιορίσει την εξουσία του Κολοκοτρώνη. Στα τέλη του χρόνου τα δύο σώματα εξουσίας κατέληξαν να εκφράζουν δύο αντίπαλες πτέρυγες επαναστατών, με αποτέλεσμα τη ρήξη μεταξύ τους που οδήγησε στο ξέσπασμα του εμφυλίου, στα τέλη του 1823.

Στις 21 Ιουνίου (Νέο Ημ.) η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θεωρεί νόμιμο πόλεμο (legitimate warfare) αυτόν μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Είχε προηγηθεί μια άτυπη αναγνώριση αυτής της κατάστασης από τις 25 Μαρτίου 1822 (Νέο Ημ.) όταν η προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι έχει το δικαίωμα να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό σε λιμάνια. Η Αυστριακή κυβέρνηση του Μέτερνιχ συνέχιζε να θεωρεί τους Έλληνες όχι εμπόλεμους αλλά "αντάρτες".[163]

Κρίση (1824-1827)

Τουρκοαιγυπτιακές ναυτικές επιχειρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Μετά την καταστροφή των Ψαρών». Έργο του Νικόλαου Γύζη

Από το 1824 άρχισε η κάμψη της Επαναστάσεως, εξαιτίας κυρίως δύο εμφυλίων πολέμων και των συντονισμένων επιχειρήσεων των Τούρκων και των Αιγυπτίων. Παρά την αντίσταση ο αγώνας των Ελλήνων υποχώρησε στην Κρήτη, ενώ η Κάσος και τα Ψαρά καταστράφηκαν. Σώθηκε την τελευταία στιγμή η Σάμος, μετά τις νίκες του Σαχτούρη και του Μιαούλη.

Ο Σουλτάνος διαπιστώνοντας τη δυσκολία της κατάσβεσης της ελληνικής επανάστασης με τις δικές του δυνάμεις, κατέφυγε στη βοήθεια του σχεδόν αυτόνομου Πασά της Αιγύπτου, Μωχάμετ Άλη. Για να εξασφαλίσει την βοήθειά του του παραχώρησε το Πασαλίκι της Κρήτης και στον γιο του Ιμπραήμ παραχώρησε το πασαλίκι της Πελοποννήσου. Μετά τις παραχωρήσεις του Σουλτάνου ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατέπλευσε στο Αιγαίο για να συμπράξει στις επιχειρήσεις με τον Τουρκικό. Στόχος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που διοικούσε ο Χουσεΐν Μπέης έγινε η Κάσος που υπήρξε σημαντική ναυτική δύναμη με αξιόλογη προσφορά στην επανάσταση. Στα τέλη Μαΐου 1824 οι τουρκοαιγύπτιοι έκαναν απόβαση στο νησί και ακολούθησε μεγάλη καταστροφή. Ο Τουρκικός στόλος διοικητής του οποίου ήταν ο Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς στράφηκε κατά των Ψαρών της μίας από τις τρεις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων. Στα τέλη Ιουνίου αποβιβάστηκε στο νησί και παρά την σθεναρή αντίσταση των κατοίκων του ακολούθησε σφαγή αγωνιστών και αμάχων. Η ολοσχερής καταστροφή των Ψαρών αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για την επανάσταση. Ενωμένος πλέον ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος (με διοικητή πλέον των Αιγυπτιακών δυνάμεων τον Ιμπραήμ) κατέπλευσε προς τη Σάμο. Μπροστά στον κίνδυνο να επαναληφθεί η τραγωδία στην Κάσο και στα Ψαρά ο ελληνικός στόλος με ναύαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη ανέλαβε δράση. Στα τέλη Αυγούστου 1824 συγκρούστηκε με τους ενωμένους εχθρικούς στόλους μεταξύ Λέρου και του κόλπου του Γέροντα. Στη ναυμαχία του Γέροντα όπως έγινε γνωστή, οι Έλληνες επικράτησαν και ο αγώνας στη θάλασσα επιβίωσε.[156] Στη συνέχεια ο ελληνικός στόλος κατάφερε επιτυχώς να εμποδίσει τον στόλο του Ιμπραήμ να αποβιβάσει στρατό στην Κρήτη. Ο Ιμπραήμ κατάφερε να αποβιβαστεί στη Σούδα μόλις το Φθινόπωρο του 1824, όπου προτίμησε να ξεχειμωνιάσει πριν εισβάλλει στην Πελοπόννησο. Η επανάσταση στο νησί είχε υποχωρήσει σημαντικά και παρέμενε ζωντανή σχεδόν μόνο στην περιοχή των Σφακίων.

Οι Τούρκοι δεν ανέλαβαν σημαντικές επιχειρήσεις στη στεριά κατά τη διάρκεια του 1824. Οργάνωσαν μία επιχείρηση στην ανατολική Στερεά, άλλα ηττήθηκαν στην μάχη της Άμπλιανης από δυνάμεις ρουμελιωτών και Σουλιωτών.

Εμφύλιος πόλεμος

Στην Πελοπόννησο βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των υποστηριχτών των δύο κυβερνήσεων. Η μία με αρχηγό τον Γεώργιο Κουντουριώτη είχε μεταφέρει την έδρα της στο Κρανίδι, στα νότια της Αργολίδας και υποστηριζόταν από τους νησιώτες, τους στερεοελλαδίτες, τους ετερόχθονες πολιτικούς και ορισμένους πελοποννήσιους προκρίτους όπως ο Λόντος και ο Ζαΐμης. Η άλλη με αρχηγό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη είχε μεταφέρει την έδρα της στην Τριπολιτσά και υποστηριζόταν από τον Κολοκοτρώνη και άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. Η σύναψη του πρώτου δανείου από αγγλικές τράπεζες έκανε ακόμα εντονότερη την προσπάθεια επικράτησης της μίας ή της άλλης πλευράς ώστε να περιέλθει στη διαχείρισή της το δάνειο. Τελικά η υπεροχή των δυνάμεων της κυβέρνησης του Κουντουριώτη ανάγκασε την πλευρά του Κολοκοτρώνη να εγκαταλείψει τον αγώνα ζητώντας συνθηκολόγηση. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη που απέμεινε μοναδική κυβέρνηση των Ελλήνων προσέφερε αμνηστία στους αντιπάλους της και η πρώτη φάση του εμφυλίου ολοκληρώθηκε. Σύντομα όμως ξέσπασε νέα κρίση.

Η συγκρότηση νέου βουλευτικού σώματος στο οποίο δεν υπήρχε εκπροσώπηση Πελοποννησίων προκρίτων οδήγησε τους τελευταίους σε συμμαχία με τον Κολοκοτρώνη και σύγκρουση με την κυβέρνηση. Οι νέες παρατάξεις, οι κυβερνητικοί και οι αντικυβερνητικοί επιδόθηκαν σε νέο γύρο εχθροπραξιών. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη ανέθεσε στον Κωλέττη την αντιμετώπιση των αντιπάλων της. Αυτός κατασπαταλώντας το δάνειο της Ελλάδας συγκρότησε στρατό από την Στερεά Ελλάδα και κατάφερε να επικρατήσει. Ο Κολοκοτρώνης παραδόθηκε και φυλακίστηκε στην Ύδρα.

Στη Στερεά επήλθε πλήρης ρήξη του Οδυσσέα Ανδρούτσου με την κυβέρνηση. Τον Μάρτιο του 1825, έχοντας και τουρκική βοήθεια, συγκρούστηκε στις Λιβανάτες με στρατιωτικό σώμα διοικητής του οποίου ήταν ο Γκούρας. Ο Ανδρούτσος που ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε στην Ακρόπολη της Αθήνας. Λίγο αργότερα δολοφονήθηκε.

Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1825)

Ο Ιμπραήμ Πασάς (Πορτραίτο του Τζοβάνι Μπότζι).

Στις αρχές του 1825 ο Ιμπραήμ μετέφερε στρατό από την Κρήτη στην Πελοπόννησο. Αποβίβασε στην περιοχή της Μεθώνης, που βρισκόταν ακόμα σε τουρκικά χέρια, περίπου 11.000 στρατιώτες και 1.000 ιππείς. Οι Έλληνες απασχολημένοι με τον εμφύλιο δεν αντιμετώπισαν έγκαιρα τον Ιμπραήμ επιτρέποντας στις δυνάμεις του να αναπτυχθούν. Η πρώτη αποστολή των Ελλήνων για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ στάλθηκε στη Μεσσηνία τον Απρίλιο του 1825. Στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Κρεμμύδι οι Έλληνες ηττήθηκαν. Ακολούθησε νίκη του Ιμπραήμ στη Σφακτηρία και κατάληψη του Νεόκαστρου (σημερινής Πύλου). Η κυβέρνηση Κουντουριώτη μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο αναγκάστηκε να παραμερίσει τις διαφορές της με την αντίπαλή της πτέρυγα. Με απαίτηση του λαού αποφυλάκισε τον Κολοκοτρώνη και του επέδωσε ξανά τον τίτλο του αρχιστράτηγου. Την περίοδο που αποφυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης ο Παπαφλέσσας εγκατέλειψε την κυβερνητική θέση που κατείχε και ηγήθηκε σώματος που επιχείρησε να σταματήσει τον Ιμπραήμ. Στη μάχη στο Μανιάκι οι Έλληνες ηττήθηκαν και ο Παπαφλέσσας σκοτώθηκε (20 Μαΐου 1825).[164] Ο Ιμπραήμ συνέχισε την προέλασή του καταλαμβάνοντας την Τριπολιτσά στα μέσα Ιουνίου του 1825 και το Άργος λίγες μέρες αργότερα. Τότε συγκροτήθηκε ελληνικό σώμα με αρχηγό τον Ιωάννη Μακρυγιάννη στους Μύλους της Λέρνας. Επίκουροι έφτασαν ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης καθώς και εκατό Κρητικοί. Στις 13 Ιουνίου οι Τούρκοι εξαπέλυσαν επίθεση αλλά οι Έλληνες με καταιγιστικό πυρ τους ανάγκασαν να γυρίσουν στην Τρίπολη. Προς το τέλος του χρόνου ο Ιμπραήμ αποφάσισε να ενισχύσει την πολιορκία του Μεσολογγίου όπου βρισκόταν καθηλωμένος ο στρατός του Κιουταχή από τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς. Μεταβαίνοντας στο Μεσολόγγι κατέστρεψε τη δυτική Πελοπόννησο στα τέλη του 1825.

Στην Κρήτη η επανάσταση αναζωπυρώθηκε μετά την κατάληψη του φρουρίου της Γραμβούσας από Έλληνες, τον Αύγουστο του 1825.

Η "Αίτηση Προστασίας" ή "Πράξη Υποταγής"

Οι Ζακυνθινοί πατριώτες Διονύσιος ΡώμαςΠαναγιώτης Στεφάνου και Κωνσταντίνος Δραγώνας, είχαν δημιουργήσει στα Επτάνησα, με την ανοχή του Άγγλου Αρμοστή Φρέντερικ Άνταμ, μια Επιτροπή Βοήθειας των επαναστατημένων Ελλήνων. Στο πλαίσιο αυτής της επιτροπής είχαν συντάξει και κυκλοφορήσει ευρέως στον ελληνικό χώρο, ένα κείμενο που ζητούσε επίσημα την μετατροπή της Ελλάδας σε βρετανικό προτεκτοράτο[165] To κείμενο της "Αιτήσεως του Ελληνικού Έθνους προς το Βρετανικόν" συνέταξε ο Δ. Ρώμας στις 18 Ιουνίου 1825. Το αίτημα βασιζόνταν στα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της κυριότητας, στις επικρατούσες αρχές της θρησκείας και της ελευθερίας, και στο φυσικό δίκαιο της προσωπικής ασφάλειας.[166] Tο πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύθηκε από τον Σπ. Τρικούπη, από τον Ν. Σπηλιάδη[167], Ι.Θ. Κολοκοτρώνη και άλλους. Με αφορμή αυτό το έγγραφο, και λόγω των επιτυχιών που είχε ο Αιγυπτιακός και Οθωμανικός στρατός, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος προώθησε και την ιδέα της υπαγωγής στην Αγγλική προστασία.
Σε έκτακτη συνεδρίαση της κυβέρνησης στο Ναύπλιο τον Ιούλιο του 1825 πέτυχε την συγκατάθεση όλων στο διάβημα που σχεδίαζε: «...να καταθέση επισήμως η Ελλάς τον αγώνα αυτής ενώπιον της Αγγλίας και να ζητήσει την αναγνώριση της πολιτικής προστασίας της Μεγάλης Βρετανίας.(...)» [168]. Το κείμενο που έμεινε γνωστό και σαν «Πράξη Υποταγής», ("Act of Submission") εγκρίθηκε από το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό Σώμα την 1η Αυγούστου του 1825. Κατόπιν προωθήθηκε ( και αφού το είχαν υπογράψει περίπου 2.000 προύχοντες και οπλαρχηγοί, εξαιρουμένων των ΚουντουριώτηΤομπάζηΚωλέττηΓκούρα και Υψηλάντη), στον Άγγλο Υπουργό των Εξωτερικών Τζωρτζ Κάνινγκ αλλά και στον Άγγλο Αρμοστή Φρέντερικ Άνταμ.
Ο Κάνινγκ αρνήθηκε την πρόταση και ούτε καν δέχτηκε τον κομιστή του κειμένου, Δημήτριο Μιαούλη, ωστόσο συνέχιζε να υποστηρίζει υπογείως τις προσπάθειες των επαναστατημένων Ελλήνων. Η ελληνική κοινή γνώμη, εν τω μεταξύ, ενθαρρυμένη από κάποιες στρατιωτικές και διπλωματικές επιτυχίες, άλλαξε γνώμη για την αναγκαιότητα αυτής της χειρονομίας και στράφηκε κατά του Μαυροκορδάτου.

Επιχειρήσεις στη Στερεά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολιορκία του Μεσολογγίου

Από τις αρχές του έτους οι ενωμένες στρατιές του Ιμπραήμ και του Κιουταχή πολιορκούσαν το Μεσολόγγι. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου απέρριψαν τις προτάσεις του Ιμπραήμ για παράδοση και επέλεξαν να συνεχίσουν να αντιστέκονται. Όμως η συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου σε στρατιωτικές δυνάμεις καθιστούσε την προσπάθεια εξαιρετικά δύσκολη. Κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου του 1826 οι Έλληνες κατάφερναν να αποκρούουν με επιτυχία τις επιθέσεις του Ιμπραήμ, προκαλώντας συνεχείς απώλειες στον στρατό του. Όμως από τον Μάρτιο η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Η κατάληψη σημαντικών νησίδων της λιμνοθάλασσας από τους Τούρκους και η αποτυχία του Μιαούλη να ανεφοδιάσει την πόλη στις αρχές Απριλίου, έφερε σε δυσχερέστατη θέση τους αμυνομένους. Η κατάσταση στην πόλη ήταν πλέον δραματική. Τα τρόφιμα είχαν σχεδόν τελειώσει και τα πολεμοφόδια είχαν λιγοστέψει σημαντικά. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της πόλης πήρε την απόφαση για την έξοδο των κατοίκων από το Μεσολόγγι. Η έξοδος ορίστηκε για την νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου (10 Απριλίου) με ξημερώματα Κυριακής των Βαΐων (11 Απριλίου). Το σχέδιο της εξόδου πιθανότατα προδόθηκε, με αποτέλεσμα οι τουρκοαιγύπτιοι να απαντήσουν με σφοδρή επίθεση που συνοδεύτηκε από σφαγή. Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν και μόνο 1.500 περίπου κατάφεραν να διασωθούν. Η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου συγκλόνισε την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και συνέβαλε καθοριστικά, στην αλλαγή στάσης των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, υπέρ της Ελλάδας. Η πτώση του Μεσολογγίου οδήγησε σε παραίτηση την Κυβέρνηση Κουντουριώτη και την διαδέχτηκε η κυβέρνηση Ζαΐμη. Η τρίτη εθνοσυνέλευση που είχε ξεκινήσει τις διεργασίες της στην Επίδαυρο διαλύθηκε.

Ανατολική Στερεά

Ο Κιουταχής (σχέδιο του Τζοβάνι Μπότζι).

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Κιουταχής στράφηκε προς την Αθήνα για να αναλάβει την πολιορκία της πόλης και ο Ιμπραήμ πέρασε ξανά στην Πελοπόννησο. Την παρενόχληση του Κιουταχή ανέλαβε ο Καραϊσκάκης που με μία σειρά επιχειρήσεων κατέστρεφε τις προσπάθειες ανεφοδιασμού των Τούρκων. Τον Νοέμβριο του 1826 πέτυχε καθοριστικής σημασίας νίκη στην μάχη της Αράχωβας απέναντι σε τουρκικό σώμα υπό τη διοίκηση του Μουσταφάμπεη. Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο στράφηκε κατά της Μάνης που συνέχιζε να παραμένει ελεύθερη και να διαθέτει ακέραιο το στρατιωτικό της δυναμικό καθώς δεν είχε εμπλακεί στον Ελληνικό εμφύλιο, όμως απέτυχε τρεις φορές να υποτάξει τους Μανιάτες γνωρίζοντας απανωτές ήττες, στον Διρό, στη Βέργα και στον Πολυάραβο και στη συνέχεια αδράνησε περιμένοντας νέες ενισχύσεις από την Αίγυπτο.

Σε διπλωματικό επίπεδο υπογράφηκε το πρωτόκολλο της Πετρούπολης, μεταξύ Άγγλων και Ρώσων με το οποίο τα δύο κράτη δέχονταν ως λύση την αυτονομία της Ελλάδας και δεσμεύτηκαν να μεσολαβήσουν ώστε να τερματιστούν οι συγκρούσεις.[169][170]

Το 1827 υπήρξε το πλέον κρίσιμο έτος για την εξέλιξη της υπόθεσης του ελληνικού αγώνα, κατά το οποίο σημαντικά γεγονότα έλαβαν χώρα, τα οποία επιτάχυναν τις εξελίξεις προς την τελική λύση του ελληνικού αιτήματος για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους[171]. Στις αρχές του 1827 οι Έλληνες αγωνίζονταν να διατηρήσουν την Ακρόπολη, την οποία πολιορκούσε στενά ο Κιουταχής. Για την σωτηρία της Ακρόπολης συγκεντρώθηκε ελληνικός στρατός στην Αττική υπό τις διαταγές του Γεώργιου Καραϊσκάκη και του Κάρολου Φαβιέρου. Ταυτόχρονα ο Φρανκ Άστιγξ με τον στόλο του εμπόδιζε τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή από τη θάλασσα. Ο Καραϊσκάκης πέτυχε μεγάλη νίκη στην μάχη του Κερατσινίου άλλα στο Φάληρο τραυματίστηκε θανάσιμα και υπέκυψε. Μία μέρα μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, οι Έλληνες ηττήθηκαν στη μάχη του Ανάλατου και λίγο αργότερα η φρουρά της Ακρόπολης αποφάσισε να διαπραγματευτεί τους όρους παράδοσής της.

Ανασύνταξη και ευρωπαϊκή επέμβαση (1827-1832)

Την ίδια περίοδο που βρίσκονταν σε εξέλιξη οι μάχες στην Αττική, ξεκίνησαν οι εργασίες της τρίτης εθνοσυνέλευσης. Η εθνοσυνέλευση δεν ξεκίνησε ομαλά αφού οι δύο αντίπαλες παρατάξεις εκείνης της περιόδου απεύθυναν κάλεσμα για συγκέντρωση σε διαφορετικό τόπο. Η μία πλευρά συγκεντρώθηκε στην Ερμιόνη της Αργολίδας και ξεκίνησε της εργασίες της εθνοσυνέλευσης ενώ η άλλη πλευρά επέλεξε ως τόπο συγκέντρωσης την Αίγινα. Τελικά επήλθε συμβιβασμός μεταξύ τους και η εθνοσυνέλευση μεταφέρθηκε στην Τροιζήνα. Η τρίτη εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια κυβερνήτη της Ελλάδας και όρισε μία τριμελή αντικυβερνητική επιτροπή που θα τον αντικαθιστούσε μέχρι την άφιξή του. Την ηγεσία του στρατού την ανέθεσε στον Ρίτσαρντ Τσωρτς και την ηγεσία του στόλου στον Τόμας Κόχραν. Η εθνοσυνέλευση ψήφισε ένα νέο σύνταγμα που υπήρξε περισσότερο φιλελεύθερο από το προηγούμενο.

Η ναυμαχία του Ναυαρίνου

Λίγο μετά την πτώση της Αθήνας η κατάσταση στο στρατόπεδο των Ελλήνων ήταν δραματική. Οι Έλληνες ήταν περιορισμένοι στη Μάνη, στην ανατολική Πελοπόννησο (Ναύπλιο) και στα νησιά του Αργοσαρωνικού και απειλούνταν ταυτόχρονα από τον στρατό του Κιουταχή και του Ιμπραήμ. Στο Ναύπλιο είχε ξεσπάσει νέος εμφύλιος με εκπροσώπους των δύο πλευρών τον Γρίβα και τον Φωτομάρα. Η μία πλευρά είχε οχυρωθεί στο Παλαμήδι και η άλλη στην Ακροναυπλία και αντάλλασσαν πυρά. Η λύση για τους Έλληνες δόθηκε από μία νέα συνθήκη που υπέγραψαν οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Ρωσία και Γαλλία, τον Ιούλιο του 1827. Με την Ιουλιανή συμφωνία, όπως είναι γνωστή, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις δεσμεύονταν να τηρήσουν τη συμφωνία της Πετρούπολης και επιπλέον αποκτούσαν τη δυνατότητα να παρέμβουν και στρατιωτικά εφόσον χρειαστεί.[172] Σύντομα οι στόλοι των τριών δυνάμεων κατέπλευσαν στο Ιόνιο για να επιτηρήσουν τη συμφωνία. Ο Ιμπραήμ δεν έδειξε προθυμία να συμμορφωθεί με αποτέλεσμα σύντομα να προκληθεί σύγκρουση. Οι αντίπαλοι στόλοι συγκρούστηκαν στο Ναυαρίνο. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου προκάλεσε την συντριβή του στόλου του Ιμπραήμ και άνοιξε τον δρόμο για την δημιουργία ελληνικού κράτους

Τα γεγονότα του 1828

Ο Ιωάννης Καποδίστριας

Στις αρχές Ιανουαρίου του 1828 κατέφθασε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας, εκλεγμένος κυβερνήτης της χώρας από την τρίτη εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Ο Καποδίστριας αναλάμβανε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας, σε μία περίοδο που η επανάσταση βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή και η οικονομία ήταν κατεστραμμένη από τον μακροχρόνιο πόλεμο.

Μετά από σύντομη παραμονή στο Ναύπλιο, ακολούθησε μετάβασή του στην Αίγινα όπου βρισκόταν εγκατεστημένη η Αντικυβερνητική Επιτροπή. Παράλληλα με το υπόλοιπο μεταρρυθμιστικό του έργο προχώρησε άμεσα στην αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου, με σκοπό την επιτυχή συνέχιση της επανάστασης. Για τον σκοπό αυτό συγκέντρωσε στην Τροιζηνία τα στρατεύματα των ατάκτων και έδωσε εντολή στον Δημήτριο Υψηλάντη να οργανώσει τακτικό στρατό. Βασική μονάδα του τακτικού στρατού ορίστηκε η χιλιαρχία. Επίσης προχώρησε στην αναδιοργάνωση του στόλου. Από τις πρώτες αποστολές που ανέλαβε ο στόλος υπό την ηγεσία του Μιαούλη και του Κανάρη ήταν να πατάξει την πειρατεία στο Αιγαίο. Κυριότερα κέντρα της πειρατείας στο Αιγαίο ήταν οι Βόρειες Σποράδες, η Θάσος, η Γραμβούσα, το Καστελόριζο κ.α.. Με τη δράση του ελληνικού στόλου και την παράλληλη υποστήριξη του αγγλικού και γαλλικού στόλου τα ορμητήρια των πειρατών καταστράφηκαν. Οι επιχειρήσεις αυτές κατά τις πειρατείας, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό υποκινήθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενα σημεία της Ελληνικής επανάστασης καθώς εκτός από τους πειρατές τέθηκαν στο στόχαστρο και πολλοί Έλληνες επαναστάτες σε περιοχές οι οποίες οι Δυτικοί ήθελαν να επιστραφούν στους Οθωμανούς. [173]

Κατά την περίοδο που ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις για την πάταξη της πειρατείας βρισκόταν σε εξέλιξη η εκστρατεία στη Χίο, η οποία είχε ξεκινήσει λίγο μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου με χρηματοδότηση Χίων εμπόρων. Παρά τις αρχικές επιτυχίες της, η εκστρατεία ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1828, χωρίς να έχει τελικά αίσια κατάληξη.[174] Η εκστρατεία αυτή δεν στηρίχτηκε επαρκώς από την κυβέρνηση Καποδίστρια καθώς κρίθηκε ασύμφορο να δαπανηθούν σημαντικές δυνάμεις, τη στιγμή που τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων δεν συμπεριλάμβαναν τη Χίο στο νέο ελληνικό κράτος.

Στο Ιόνιο και στον Κορινθιακό κόλπο η μοίρα του ελληνικού στόλου με διοικητή τον Φρανκ Άστιγξ, είχε έντονη δραστηριότητα. Τον Σεπτέμβρη του 1827 ο Άστιγξ είχε εμπλακεί σε ναυμαχία στον κόλπο της Ιτέας και με το πλεονέκτημα που του παρείχε το ατμόπλοιο Καρτερία, το πρώτο ατμόπλοιο που χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε πολεμικές επιχειρήσεις, βύθισε τουρκική ναυαρχίδα και άλλα εχθρικά πλοία. Τον Νοέμβριο του 1827 άρχισε επιχειρήσεις στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού υποστηρίζοντας τις χερσαίες επιχειρήσεις που πραγματοποιούσε ο Ρίτσαρντ Τσωρτς. Αφού κατέλαβε τις νησίδες Βασιλάδι και Ντολμά προχώρησε σε αποκλεισμό του Αιτωλικού, άλλα σε μία απόπειρα προσέγγισης του οικισμού, τον Μάιο του 1828, τραυματίστηκε θανάσιμα.[175]

Ενώ στη θάλασσα υπήρξε έντονη δραστηριότητα στις αρχές του 1828, στη στεριά επικρατούσε στασιμότητα. Στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ εξακολουθούσε να ελέγχει το δυτικό τμήμα της χερσονήσου. Τον Φεβρουάριο του 1828 πραγματοποίησε εκστρατεία κατά της Τριπολιτσάς καταστρέφοντας ολοσχερώς την πόλη. Στη διάσκεψη του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1828 αποφασίστηκε να αποσταλεί γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οι Άγγλοι ήρθαν σε συμφωνία με τον Μωχάμετ Άλη στην Αλεξάνδρεια για την αποχώρηση του αιγυπτιακού στρατού από την Πελοπόννησο. Η γαλλική εκστρατευτική αποστολή υπό την αρχηγία του Νικολάου - Ιωσήφ Μαιζώνος αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο στα τέλη Αυγούστου και λίγες ημέρες αργότερα άρχισε η αποχώρηση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Οι Αιγύπτιοι που είχαν έρθει αρχικά στην Ελλάδα υπολογίζονταν σε 40.000, ο στρατηγός Μαιζών υπολόγισε 21.000 αυτούς που αποχώρησαν. Οι Γάλλοι στη συνέχεια κατέλαβαν αμαχητί τα κάστρα της Μεθώνης, της Κορώνης, του Νεοκάστρου και της Πάτρας και μόνο στο κάστρο του Ρίου συνάντησαν κάποια αντίσταση που τους στοίχισε 25 άντρες. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου δεν απέμενε κανένα κάστρο της Πελοποννήσου στην κυριαρχία των Οθωμανών.

Το 1828 ο Πατριάρχης συνέταξε ένα σχέδιο για την επιστροφή στην κατάσταση όπως είχε πριν την επανάσταση: οι επαναστάτες θα ζητούσαν συγχώρεση από το Σουλτάνο και σε αντάλλαγμα θα τους δινόταν χάρη για τις πράξεις τους και θα εξαιρούνταν από την καταβολή του οφειλόμενου φόρου για τα προηγούμενα χρόνια, ενώ αφηνόταν να εννοηθεί ότι θα διατηρούσαν τις περιουσίες τους. Οι επαναστάτες, ωστόσο, δεν επιθυμούσαν να υπαχθούν και πάλι στην οθωμανική εξουσία, ενώ οι Οθωμανοί δε δέχτηκαν εξωτερική διαμεσολάβηση.[176]

Ο Δημήτριος Υψηλάντης

Στη Στερεά οι κυριότερες επιχειρήσεις ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1828. Τις προσπάθειες ανακατάληψης της περιοχής ευνοούσε το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού πολέμου, τον Απρίλιο του 1828. Στις 11 Αυγούστου 1828 οι δυνάμεις στις οποίες ήταν επικεφαλής ο Κίτσος Τζαβέλας μεταφέρθηκαν από το Λουτράκι στην παραλία της Σεργούλας, ανατολικότερα της Ναυπάκτου. Από εκεί στράφηκαν προς το Μαλανδρίνο και το Λιδωρίκι, αναγκάζοντας τους Τούρκους της περιοχής να αποσυρθούν στην Λομποτινά. Τα τουρκικά σώματα που στάλθηκαν να τους ενισχύσουν αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς στο Μερμηγκάρι, στο Καστέλλι και κυρίως στην Γραμμένη Οξυά και στην Τέρνοβα. Απομονωμένες πλέον οι Οθωμανικές δυνάμεις στην Λομποτινά αποφάσισαν να διαφύγουν προς τη Ναύπακτο στις 22 Οκτωβρίου. Κατά την έξοδό τους έγιναν αντιληπτοί από τους Έλληνες και στην μάχη που ξέσπασε σχεδόν αποδεκατίστηκαν. Την ίδια περίοδο είχε ξεκινήσει επιχειρήσεις στην Ανατολική Στερεά ο Δημήτριος Υψηλάντης. Κατέλαβε αρχικά την Δομβραίνα, στη συνέχεια το Δίστομο και ακολούθησε η κατάληψη της Αράχωβας.[174] Οι Οθωμανικές δυνάμεις της περιοχής φοβούμενες μην εγκλωβιστούν αποχώρησαν με αποτέλεσμα να καταληφθούν εύκολα από τον Δημήτριο Υψηλάντη, η Λιβαδειά, τα στενά της Πέτρας και το κάστρο της Βουδουνίτσας. Στη συνέχεια ο Δημήτριος Υψηλάντης αφού ενισχύθηκε και με νέες δυνάμεις κατέλαβε την στρατηγική περιοχή της Άμπλιανης στον δρόμο Γραβιάς-Άμφισσας, η οποία του επέτρεψε την κατάληψη της Άμφισσας στις 17 Νοεμβρίου του 1828. Λίγες ημέρες μετά, στις 23 Νοεμβρίου 1828, οι δυνάμεις του Κίτσου Τζαβέλα εισήλθαν στο Καρπενήσι απελευθερώνοντας την πόλη.[177] Στη δυτική Ελλάδα το βάρος των επιχειρήσεων είχε μεταφερθεί στην περιοχή του Αμβρακικού. Τον Δεκέμβριο του 1828 σημειώθηκε η πρώτη σημαντική επιτυχία με την κατάληψη της Βόνιτσας (15 Δεκεμβρίου).

Στην Κρήτη η επανάσταση αναζωπυρώθηκε την άνοιξη του 1828 με την άφιξη στο νησί του οπλαρχηγού Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Ο Νταλιάνης οχυρώθηκε στο Φραγκοκάστελλο στην περιοχή των Σφακίων, άλλα στη μάχη που δόθηκε στην περιοχή τον Μάιο, το στρατιωτικό του σώμα ηττήθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε. Κατά την αποχώρησή του το τουρκικό σώμα αντιμετώπισε ενέδρες Σφακιανών που εκμεταλλεύονταν το δύσβατο έδαφος της περιοχής με τα συνεχή φαράγγια, ενώ κατά τη διέλευσή του από την κοιλάδα του Κόρακα δέχτηκε επίθεση που του προξένησε μεγάλες απώλειες. Τον Ιούνιο ο Καποδίστριας διόρισε αρμοστή της Κρήτης τον Βαρώνο Ράινεκ. [178] Η επανάσταση άρχισε να εξαπλώνεται. Κυριότερη επιχείρηση των επαναστατών ήταν η κατάληψη της Σητείας τον Δεκέμβριο του 1828.

Η αναζωπύρωση της επανάστασης και οι επιτυχίες στη Στερεά Ελλάδα προσέφεραν στον Ιωάννη Καποδίστρια τη διαπραγματευτική δυνατότητα να επιδιώξει στη συνδιάσκεψη του Πόρου, ευνοϊκότερη συνοριακή γραμμή για το νέο ελληνικό κράτος. Παρά τις ενέργειες του Καποδίστρια, το πρωτόκολλο του Λονδίνου του Νοεμβρίου 1828 περιόριζε το ελληνικό κράτος μόνο στην Πελοπόννησο και τα κοντινά της νησιά.[169][179]

Τα γεγονότα του 1829

Χάρτης με τις διαδοχικές επεκτάσεις του ελληνικού κράτους. Με σκούρο μπλε το αρχικό ελληνικό κράτος που όριζε το πρωτόκολλο του Λονδίνου του Αυγούστου 1832

Στις αρχές του 1829 τουρκικό εκστρατευτικό σώμα 6.000 στρατιωτών ξεκίνησε από τη Λαμία με αρχηγό τον Μαχμούτ Πασά και προέλασε προς τη Λιβαδειά. Χωρίς να συναντήσει αντίσταση ανακατέλαβε την πόλη. Οι Έλληνες όμως οχύρωσαν τα ορεινά περάσματα γύρω της και ο Μαχμούτ φοβούμενος μην αποκοπούν οι δρόμοι ανεφοδιασμού του έστειλε ισχυρό στρατιωτικό σώμα να ανοίξει δρόμο προς τον Ευβοϊκό κόλπο. Κατά την πορεία του βρέθηκε αντιμέτωπο στο Μαρτίνο με την 6η χιλιαρχία του ελληνικού στρατού, αρχηγός της οποίας ήταν ο Βάσος Μαυροβουνιώτης. Στη μάχη που πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιανουαρίου, επικράτησαν οι ελληνικές δυνάμεις. Τις επόμενες ημέρες η άφιξη νέων ελληνικών σωμάτων στη Βοιωτία ανάγκασε τις τουρκικές δυνάμεις να αποσυρθούν ξανά στη Λαμία.

Στις 23 Ιανουαρίου 1829 ο Καποδίστριας όρισε πληρεξούσιο κυβερνήτη της επαρχίας Στερεάς Ελλάδας τον αδερφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια. Στο επόμενο διάστημα εντάθηκαν οι επιχειρήσεις στη Δυτική Ελλάδα για την ανακατάληψη του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Αρχικά έπεσε το κάστρο του Αντιρρίου και ακολούθησε η πτώση της Ναυπάκτου. Οι επιτυχίες του ελληνικού στόλου που είχε εισέλθει στον Αμβρακικό με την κατάληψη του κάστρου της Βόνιτσας και του Καρβασαρά, απομόνωσαν το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό, οι φρουρές των οποίων παραδόθηκαν λίγες ημέρες αργότερα. Μέχρι τα τέλη Μαΐου το σύνολο σχεδόν της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας βρισκόταν στον έλεγχο των Ελλήνων.

Οι μόνες περιοχές νότια της Λαμίας που παρέμεναν ακόμα στον έλεγχο των Οθωμανών ήταν η Εύβοια και η Αθήνα. Για τον ανεφοδιασμό τους ξεκίνησε από την Λάρισα τον Αύγουστο του 1829 εκστρατευτικό σώμα με αρχηγό τον Ασλάνμπεη. Το σώμα του Ασλάνμπεη είχε επιπλέον αποστολή να συγκεντρώσει 3.000 στρατιώτες και να τους μεταφέρει στα ανοικτά μέτωπα του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Επιστρέφοντας η στρατιά του Ασλάνμεη από την Αττική βρέθηκε αντιμέτωπη στα στενά της Πέτρας με τον ελληνικό στρατό του Υψηλάντη που είχε οχυρώσει το πέρασμα. Στην μάχη που δόθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 οι Τούρκοι είχαν σημαντικές απώλειες. Επειδή κύρια αποστολή της εκστρατείας των Τούρκων ήταν η μεταφορά στρατιωτών στα μέτωπα του Ρωσοτουρκικού πολέμου και η διέλευση από το πέρασμα χωρίς μεγάλες απώλειες φαινόταν αδύνατη, ο Τούρκος διοικητής πρότεινε στον Υψηλάντη συνθηκολόγηση. Με την συνθήκη που υπογράφτηκε μεταξύ των δύο πλευρών οι Τούρκοι δέχτηκαν να εκκενώσουν ολόκληρη την Ανατολική Ελλάδα νότια της Λαμίας, εξαιρούμενης της Ακρόπολης των Αθηνών και του φρουρίου Καράμπαμπα.[180][181] Η μάχη της Πέτρας υπήρξε η τελευταία μάχη της επανάστασης, καθώς με αυτή ολοκληρώθηκαν οι επιχειρήσεις ανακατάληψης της Στερεάς Ελλάδας.

Στο διπλωματικό πεδίο, ένα νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 10 Μαρτίου του 1829 (παλιό ημερολόγιο) ανέτρεπε το δυσμενές για την ελληνική πλευρά πρωτόκολλο του Νοεμβρίου του 1828. Με το νέο πρωτόκολλο τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους ορίζονταν στη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού. Παράλληλα, η Ελλάδα αποκτούσε καθεστώς αυτονομίας υπό Οθωμανική επικυριαρχία, έχοντας την υποχρέωση να καταβάλλει σ’ αυτή ετήσιο φόρο 1.500.000 γρόσια. Η νέα συμφωνία εξακολουθούσε να αφήνει ανικανοποίητη την ελληνική πλευρά που στόχευε στην ανεξαρτησία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία από την πλευρά της απέρριψε αρχικά το πρωτόκολλο, όμως μετά την ήττα της από τη Ρωσία στον μεταξύ τους πόλεμο, υποχρεώθηκε στις 15 Αυγούστου 1829 να το δεχτεί, καθώς συμπεριλαμβανόταν στους όρους της Συνθήκης της Αδριανούπολης.[182]

Το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας του 1830 και τα σύνορα του 1832

Οι Έλληνες - Τίτλος σελίδας της συλλογής προσωπογραφιών των ηγετών της ελληνικής επανάστασης του 1821, Άνταμ Φρίντελ

Η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1830 μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αναφέρει ότι «Η Ελλάδα θα αποτελέσει ανεξάρτητο Κράτος και θα απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα οποία συνδέονται με πλήρη ανεξαρτησία.»[183]

Τα πρώτα σύνορα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, όπως τα καθόριζε το Πρωτόκολλο, το οποίο έγινε γνωστό ως «Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας», ήταν οι ποταμοί Ασπροπόταμος (Αχελώος) στα δυτικά και Σπερχειός στα βόρεια.[183][169][179]

Η επαναφορά των συνόρων στη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού έγινε με μεταγενέστερο πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφτηκε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1832.[184]

Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του 1832, έξω από τα όρια της ελληνικής επικράτειας παρέμενε η Κρήτη στην οποία η επανάσταση βρισκόταν σε εξέλιξη σε όλη τη διάρκεια του 1829. Μετά την συμφωνία για ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας, στόλος των μεγάλων δυνάμεων επέβαλε την ειρήνευση στο νησί.[185] Πολλοί Κρήτες τότε από επαναστατημένες περιοχές του νησιού κατέφυγαν σε περιοχές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, αποτελώντας ένα από τα πρώτα μεγάλα κύματα προσφύγων.[εκκρεμεί παραπομπή]

Έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους παρέμενε και η Σάμος. Με το πρωτόκολλο όμως του Λονδίνου του 1832, το νησί αποτέλεσε αυτόνομη περιοχή, γνωστή ως Ηγεμονία της Σάμου. Η Σάμος διατήρησε αυτό το καθεστώς για ογδόντα χρόνια, μέχρι την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα το 1912.[186]

Η συμμετοχή των γυναικών στην Ελληνική Επανάσταση

Λιθογραφία του Άνταμ Φρίντελ που δείχνει τη Μαντώ Μαυρογένους.

Η συμμετοχή των γυναικών στη Ελληνική Επανάσταση παρέμεινε άγνωστη επί πολλά χρόνια καθώς οι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με την περίοδο αυτή της ελληνικής ιστορίας παραγνώρισαν ή αγνόησαν εντελώς τη συμβολή των γυναικών ενώ προτίμησαν να επικεντρωθούν κυρίως στην εικόνα και τη μυθολογία του Έλληνα ήρωα οπλαρχηγού.[187] Για παράδειγμα ο Νικόλαος Δραγούμης αναφερόμενος στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας δεν κάνει λόγο καθόλου για τη Μαντώ Μαυρογένους ενώ ο Παπαρρηγόπουλος δεν αναφέρεται σε καμία γυναίκα της Επανάστασης.[188] Μόνο ο Περραιβός κάνει λόγο για εκείνες.[188] Οι σημαντικότερες πηγές πληροφοριών για τις γυναίκες που έδρασαν την εποχή εκείνη είναι τα δημοτικά τραγούδια και οι αναφορές των διάφορων ξένων περιηγητών ενώ σημαντική για την ανακάλυψη του έργου των γυναικών αυτών ήταν και η συμβολή της φεμινίστριας εκπαιδευτικού Σωτηρίας Αλιμπέρτη και της φεμινίστριας δημοσιογράφου Καλλιρρόης Παρρέν και των συνεργατριών της που συγκέντρωσαν πολλές διάσπαρτες πληροφορίες και τις δημοσίευσαν στην «Εφημερίδα των Κυριών».[187]

Οι γυναίκες συμμετείχαν ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση, όχι μόνο υποστηρίζοντας ηθικά και υλικά τους αγωνιστές άντρες των οικογενειών τους, αλλά συμμετέχοντας και οι ίδιες συχνά στις μάχες, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Αν και οι γυναίκες που ζούσαν στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας γνώριζαν να χειρίζονται όπλα, ήταν ιδιαίτερα στη Μάνη, το Σούλι και το Μεσολόγγι που πήραν τα όπλα και σμμετείχαν στον ένοπλο αγώνα.[189] Στο Σούλι τα κατορθώματα της Μόσχως Τζαβέλα, της Δέσπως Μπότση, της Ελένης Μπότσαρη, της Χρυσούλας Μπότσαρη, της Χάιδως Γιαννάκη Σέχου, αλλά και εκείνα που πραγματοποίησαν οι κόρες τους και οι εγγονές τους, αποτέλεσαν αντικείμενο πολλών δημοτικών τραγουδιών και έγιναν πηγή έμπνευσης για όλες τις επαναστατημένες γυναίκες κατά την διάρκεια του ελληνικού αγώνα για την ανεξαρτησία.[190] Στη Μάνη από τους 1.500 αμυνώμενους στη μάχη του 1826 ενάντια στις Τουρκικές και Αιγυπτιακές δυνάμεις, οι 1.000 ήταν γυναίκες.[189] Άλλες γυναίκες επίσης, λιγότερο γνωστές, όπως η Δόμνα Βισβίζη από τον Αίνο, η Κωνσταντία Ζαχαριά από τον Μωριά, η Σταυριάνα Σάββαινα και η Πανωραία Βοζίκη[191] από τη Μάνη ήταν μερικές από εκείνες που πολέμησαν ενεργά στο πεδίο της μάχης συχνά χρησιμοποιώντας αυτοσχέδια όπλα ή ρίχνοντας πέτρες και βράχια στον εχθρό.[192] Όμως και στις μη ορεινές περιοχές οι γυναίκες επέδειξαν έντονη αγωνιστικότητα και συνέβαλλαν έμπρακτα στον αγώνα όπως διαφαίνεται και από τα παραδείγματα των νησιώτισσων Μαντώ ΜαυρογένουςΛασκαρίνα Μπουμπουλίνα και Άννα Λαούπη-Τριτζοπούλου.[193] Ειδικά η Μπουμπουλίνα, εκτός από την συμμετοχή της ως επαναστατική ηγέτιδα, υποστήριξε τον αγώνα και οικονομικά.[189] Στην Κρήτη η Χαρίκλεια Δασκαλάκη διακρίθηκε στη μάχη της Μονής Αρκαδίου[191] ενώ οι Λακκιώτισσες Κατερίνα Σταματάκη και η σημαιοφόρος της Ειρήνη Δρακουλέ έδωσαν τη δική τους μάχη[εκκρεμεί παραπομπή].

Εκτός από τις γυναίκες τα ονόματα των οποίων γνωρίζουμε, υπήρξαν και χιλιάδες άλλες ανώνυμες που συμμετείχαν με διάφορους τρόπους στην Επανάσταση. Ως άμαχος πληθυσμός ήρθαν αντιμέτωπες με την πείνα, την αιχμαλωσία, την σκλαβιά, τον βιασμό και τον θάνατο[192]. Ο Μακρυγιάννης μεταφέρει τη μαρτυρία μίας γυναίκας από το χωριό Μεγάλο Σπήλαιο: «Όταν ήρθαν οι Τούρκοι εμείς είμαστε μέσα στο Βάλτο, στο νερό, τόσες ψυχές να γλιτώσωμεν˙ κι’ ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε κι’ ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλλες – μας φάγαν και τα παιδιά πεταμένα μέσα – γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν˙ κι’ άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οκτώ και με αφάνισαν κι’ εμένα και τις άλλες. Διατί τα τραβήξαμε αυτά; Δι’ αυτήνη την Πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν˙ όλο δόλο και απάτη».[194]

Αλλά και κατά την διάρκεια των μαχών οι Ελληνίδες υποστήριξαν τον αγώνα των αντρών χτίζοντας οχυρώματα, μεταφέροντας όπλα, πολεμοφόδια, φαγητό και νερό, περιθάλποντας τους τραυματίες, συχνά ακόμα και παίρνοντας τα όπλα των νεκρών συζύγων, αδελφών ή γιων τους προκειμένου να εκδικηθούν τον θάνατό τους[189] όπως η Μανώλαινα Μπινιάρη, η Λέκκαινα η Μενιδιάτισσα (μητέρα του οπλαρχηγού Μητρομάρα), η Ακριβή Τσαρλαμπά και η Ελένη Καρέλη (μητέρα και σύζυγος αντίστοιχα του Οδυσσέα Ανδρούτσου), η Αδαμαντία Γρηγοριάδου (μητέρα του Αθανάσιου Γηγοριάδη),[193] η Μαρούλα Κλαδά, η Ζαμπέτα Κωλοκοτρώνη (μητέρα του Αθανάσιου Κωλοκοτρώνη), η Ραλλού Μαυρομιχάλη (σύζυγος του Πιέρρου Μαυρομιχάλη).[195] Πολλές νεαρές κοπέλες φόρεσαν αντρικά ρούχα και πολέμησαν στο πεδίο της μάχης δίπλα στα αδέρφια τους ή τους αγαπημένους τους[192], όπως η ερωμένη του Γεώργιου Καραϊσκάκη που με το θάρρος της και τη λεβεντιά της κέρδισε το δικαίωμα να συμμετέχει στα πολεμικά συμβούλια.[189] Το ντύσιμο με αντρικά ρούχα ήταν κοινός τόπος για πολλές γυναίκες εκείνη την εποχή και όχι απλά δεν προκαλούσε αντιδράσεις αλλά ήταν και πηγή περηφάνιας για εκείνες.[192] Χαρακτηριστικό είναι ότι η Μαντώ Μαυρογένους θάφτηκε τιμητικά με τη στολή του αντιστράτηγου παρά το γεγονός πως στη ζωή της δε φορούσε αντρικά ρούχα, αλλά προτιμούσε τα γυναικεία ευρωπαϊκά.[192] Όμως, ανεξάρτητα από τη συμβολή τους στον απελευθερωτικό αγώνα, οι γυναίκες δεν γίνονταν πάντα αποδεκτές από τους άντρες χωρίς προβλήματα όπως έγινε και στην περίπτωση των οπλαρχηγών ΜαυρομιχάληΓιατράκου και Νικηταρά που αρνήθηκαν να δεχτούν στο στράτευμα την Άννα Τριτζοπούλου-Λαούπη που παρουσιάστηκε με άλλους 23 εθελοντές για να πολεμήσει.[187] Ο Θεόδωρος Κωλοκοτρώνης επίσης αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη συμβολή της γυναίκας του Αικατερίνης στον αγώνα καθώς δεν αναφέρθηκε καθόλου στην αγωνιστική της δράση στο μνημόσυνό της και αργότερα στην συγκομιδή των οστών της.[187]

Γυναίκες εύπορων οικογενειών Φαναριωτών χρησιμοποίησαν την επιρροή τους και τον πλούτο τους για να προωθήσουν μυστικά και παρασκηνιακά τους σκοπούς των Ελλήνων και επηρέασαν την δράση αλλά και την τύχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.[192]Άλλες πλούσιες γυναίκες επηρέσαν παρασκηνιακά τις ιστορικές εξελίξεις χρησιμοποιώντας την επιρροή τους και την πρόσβαση που είχαν στους άντρες που βρίσκονταν σε θέσεις λήψης αποφάσεων, όπως για παράδειγμα η σύζυγος του στρατηγού Γκούρα και κόρη πλούσιου προύχοντα, Ασημίνα Λιδωρίκη «Γκούραινα»,[193] που ανακηρύχθηκε σε «καπετάνισσα» μετά την ηρωική της συμβολή στη μάχη της Ακροπολης[49] και έπεισε τον σύζυγό της να ζητήσει τη βοήθεια των Βρετανών παρα το γεγονός ότι εκείνος άνηκε στο Γαλλικό Κόμμα.[192] Η σύζυγος του ΝικηταράΝικήταινα Αγγελίνα, λειτούργησε ως διαμεσολαβήτρια ανάμεσα στις αντιμαχόμενες φατρίες κατά την διάρκεια του δεύτερου εμφυλίου πολέμου.[192][193][196] Υπάρχουν επίσης φήμες πως η σύζυγος του στρατηγού Βάσου, Ελένη, λειτούργησε ως έμπιστη σύμβουλός του και γραμματέας του και χειρίστηκε όλη την αλληλογραφία του με τον Κιουταχή Πασά.[192]

Η Μπουμπουλίνα σε πίνακα του Πέτερ φον Ες

Οι γυναίκες επίσης οργάνωσαν επιτροπές που περιέθαλπταν τα ορφανά και τους μετανάστες και συγκέντρωναν χρηματικούς και υλικούς πόρους για την Επανάσταση[189] όπως η Ρηγούλα Μπενιζέλου γνωστή και ως Αγία Φιλοθέη η Αθηναία.[195] Πολλές πλούσιες γυναίκες οπως η Μαντώ Μαυρογένους αφιέρωσαν τις περιουσίες τους στον αγώνα της ανεξαρτησίας ενώ όσες δεν διέθεταν τους ανάλογους πόρους χάριζαν ακόμα και τα κοσμήματά τους.[192] Χαρακτηριστική είναι η περίτωση της Ψωροκώσταινας, μίας άπορης γυναίκας που δώρισε στον αγώνα τη μοναδική δραχμή που διέθετε, το όνομα της οποίας ταυτίστηκε με την ίδια την Ελλάδα και έγινε σύμβολο του Έλληνα που παρά την ανέχεια και τις προσωπικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει εμφανίζεται πάντα πρόθυμος να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη.[189]

Οι γυναίκες όμως βοήθησαν και με άλλους, λιγότερο ορατούς, αλλά εξίσου σημαντικούς τρόπους όπως για παράδειγμα με την σύναψη συμμαχιών μέσω στρατηγικών γάμων στους οποίους πάντα κατείχαν κεντρική θέση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του γάμου της κόρης της Μπουμπουλίνας, Ελένη, με τον γιο του Κωλοκοτρώνη, Πάνο, που χάρισε σημαντικούς πόρους μέσω προίκας στην οικογένεια Κωλοκοτρώνη και εξασφάλισε την υποστήριξη των επαναστατημένων Σπετσών στις οικογένειες του Μωριά ενώ επέτρεψε και στην Μπουμπούλινα να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της και στην Πελοπόννησο.[192] Ο Κωλοκοτρώνης επίσης κανόνισε τον γάμο του άλλου του γιου, του Γενναίου, με την κόρη του Κίτσου Τζαβέλα, Ειρήνη, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να τερματίσει ο Τζαβέλας τη συμμαχία του με τον Ζαΐμη και να συνταχθεί με τον Κωλοκοτρώνη.[192] Πολλές άλλες από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της Επανάστασης φρόντισαν να συνάψουν στρατηγικούς γάμους με ισχυρές οικογένειες, όπως ο Παπαφλέσσας που αρραβώνιασε την ανιψιά του με τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη ή ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος που πάντρεψε την αδελφή του, Αικατερίνη, με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη.[192]

Πολλές γυναίκες επίσης ήταν μέλη ή υποστηρίκτριες της Φιλικής Εταιρείας όπως η Μαντώ Μαυρογένους.[197] η Ελισάβετ Υψηλάντη,[193][195] η Φαίδρα Παππά,[193] η Ασημίνα Γκούρα (το γένος Λιδωρίκη),[187][193] αλλά και η πριγκίπισσα, ηθοποιός, σκηνοθέτιδα και μεταφράστρια Ραλλού Καρατζά[197] αν και τα ονόματά τους δεν περιλαμβάνονται στις διασωθείσες λίστες μελών[192]. Πολλές γυναίκες δεν ήταν απαραίτητα μέλη της εταιρείας αλλά εργάστηκαν ως κατάσκοποι και αγγελιοφόροι για τους σκοπούς της, όπως για παράδειγμα η Μαριγώ Ζαραφοπούλου, ενώ την ενίσχυσαν και οικονομικά.[192] Όλες αυτές οι γυναίκες φρόντισαν να διαδώσουν και να προωθήσουν την ιδέα της ελληνικής ανεξαρτησίας στην Ευρώπη και να ενισχύσουν το περιρρέον φιλελληνικό κλίμα της εποχής που συνέβαλλε αποφασιστικά στην εξέλιξη της Επανάστασης. Όσες ήταν εγγράμματες, όπως η Ευανθία Καΐρη, έγραφαν επιστολές προς άλλες γυναίκες στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. ζητώντας τη βοήθειά τους ή έγραφαν ποιήματα υπέρ της Επανάστασης που δημοσιεύονταν σε φυλλάδια που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα και το εξωτερικό.[192] Ειδικά η Ραλλού Καρατζά φρόντιζε να ανεβάζει προπαγανδιστικά θεατρικά έργα στο Βουκουρέστι κερδίζοντας έτσι συμπαραστάτες στον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία.[197]

«Η Σφαγή της Χίου». Έργο του Ευγένιου Ντελακρουά του 19ου αι.

Ο αγώνας και τα ηρωικά κατορθώματα όλων των γυναικών που πολέμησαν ένοπλα ή συνέβαλλαν με αμέτρητους άλλους τρόπους στην Ελληνική Επανάσταση έγιναν αντικείμενο πολλών δημοτικών τραγουδιών και αποτέλεσαν έμπνευση για όλες τις επαναστατημένες γυναίκες ενώ συγκίνησαν την Ευρώπη και συνέβαλλαν στην διαμόρφωση ενός φιλελληνικού κλίματος που αποδείχθηκε κρίσιμης σημασίας για την έκβαση του αγώνα. Ανάμεσα στους Ευρωπαίους φιλέλληνες επίσης που υποστήριξαν την Ελληνική Επανάσταση ήταν και πολλές γυναίκες όπως για παράδειγμα η πρώτη σύζυγος του Βρετανού ποιητή Πέρσι ΣέλλεϋΧάριετ Γουέστμπροουκ, η νύφη του φιλέλληνα Γερμανού συγγραφέα Γιόχαν Βόλφγκανγκ ΓκαίτεΟθέλεια φον Γκαίτε,[189] η Ρουμάνα συγγραφέας Ντόρα Ντ΄΄Ιστρια, η δούκισσα της Πλακεντίας Σοφία ντε Μαρμπουά, η Ρωξάνδρα Στούρτζα, η Γαλλίδα συγγραφέας Ιουλιέτα Αδάμ-Λαμπέρ αλλά και οι Μαντάμ Νταμάς και Κλαίρη ντε Κερσέν, δούκισσα του Ντιρά, που επηρρέασαν υπέρ της Ελλάδας αντίστοιχα τον Γάλλο πρωθυπουργό Ρισελιέ και τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΗ΄ κατά την κρίσιμη εποχή της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης.[198] Οι γυναίκες αυτές, καλλιεργημένες, δραστήριες, χειραφετημένες και προοδευτικές, γαλουχημένες με τα πρότυπα και τα ιδεώδη του γυναικείου κινήματος που αναπτύχθηκε από τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη και την Αμερική, φροντίζουν για την ανακούφιση των προσφύγων και των ορφανών, ιδρύουν φιλελληνικούς συλλόγους σε διάφορες πόλεις της Δύσης, συγκεντρώνουν χρηματικούς πόρους, επηρρεάζουν την διεθνή κοινή γνώμη, εκδίδουν και κυκλοφορούν διακηρύξεις υπέρ του αγώνα των Ελλήνων αλλά και υπέρ τη χειραφέτησης των Ελληνίδων και οργανώνουν τη μόρφωσή τους στην Ελλάδα ιδρύοντας σχολεία θηλέων και γυναικεία κολλέγια.[198]

Στην εικονογραφία της Ελληνικής Επανάστασης η ίδια η Ελλάδα εμφανίζεται ως μία γυναίκα που είτε ηγείται του αγώνα με θάρρος ντυμένη στα λευκά είτε θρηνεί τις απώλειες και τις αδικίες που έχει υποστεί ντυμένη στα μαύρα και πάντα μόνη.[199] Στον «Ύμνο για την Ελευθερία» ο Σολωμός ταυτίζει την Ελλάδα-γυναίκα, μία χώρα ιστορικά απομονωμένη ανάμεσα σε κράτη που συχνά αποδείχθηκαν εχθρικά, με γλώσσα, αλφάβητο και ιστορική προέλευση που διαφέρει σημαντικά από εκείνα των γειτόνων της, με την ίδια την Ελευθερία και την παρουσιάζει να ζητά ολομόναχη βοήθεια από τις Μεγάλες Δυνάμεις χωρίς ανταπόκριση.[199] Στην «Κόρη της Λίμνου» ο Κωστής Παλαμάς συνδέει την επαναστατική θηλυκή εικονογραφία της Ελλάδας με την ελληνική αρχαιότητα καθώς γράφει πως δεν είναι ντροπή να ηγείται της μάχης μία γυναίκα αφού και στους αρχαίους χρόνους υπήρχαν πολεμικές θηλυκές θεότητες όπως η Νίκη.[199] Στη «Σφαγή της Χίου» ο Ντελακρουά εμφανίζει τρεις γυναίκες ως σύμβολα των παθών των Ελλήνων: η μία είναι νεκρή, η άλλη, μία νεαρή γυναίκα, γέρνει στον ώμο ενός άντρα αποκαρδιωμένη και η τρίτη, μία ηλικιωμένη γυναίκα, δείχνει τρομαγμένη.[199] Σε άλλους πίνακες της εποχής εμφανίζονται ως σύμβολα και παραδείγματα των παθών του Ελληνικού έθνους γυναίκες που κρατούν στην αγκαλιά τους προστατευτικά τα παιδιά τους ενώ οι Τούρκοι τις κατασφάζουν.[199]

Μετά το πέρας της Επανάστασης η συμβολή των γυναικών σε αυτήν ξεχάστηκε και στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος οι γυναίκες αποκλείστηκαν από τα πολιτικά και νομικά δικαιώματα που αναγνωρίσθηκαν στους άνδρες ενώ δεν λάμβαναν ούτε την ίδια εκπαίδευση με αυτούς ούτε είχαν τις ίδιες δυνατότητες επαγγελματικής δραστηριοποίησης.[187] Ακόμα και η Μπουμπουλίνα δεν έλαβε τη σύνταξη που είχε αιτηθεί γιατί κρίθηκε πως μόνο ως «χήρα αγωνιστή» θα την δικαιούνταν.[188] Με τη λήξη του εθνικοαπελευρωτικού αγώνα οι γυναίκες στην Ελλάδα βρέθηκαν αναγκασμένες να συνεχίζουν να παλεύουν σε έναν δικό τους αγώνα για την αναγνώριση των πολιτικών, κοινωνικών και νομικών δικαιωμάτων τους.[187]

Αποτίμηση

Εορτασμός της 25ης Μαρτίου στην Πάτρα το 1930 για την συμπλήρωση 100 ετών του νέου ελληνικού κράτους

Η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε ιδιαίτερος σταθμός της ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού, καθώς οδήγησε στην ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Ενέπνευσε τις επόμενες γενεές των Ελλήνων για διαδοχικές απελευθερωτικές εξορμήσεις και σε καιρούς δοκιμασίας τις εμψύχωσε για υπομονή και αντίσταση.

Τον επόμενο αιώνα, καθώς μικρό μόνο τμήμα των ιστορικών ελληνικών χωρών περιλαμβανόταν στο νέο κράτος, η προσπάθεια υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας, της διεύρυνσης δηλαδή των ελληνικών συνόρων ώστε να περιλάβουν το σύνολο των περιοχών αυτών, αποτέλεσε βασικό άξονα της ελληνικής πολιτικής.

Η κοινή επιδίωξη των υποστηρικτών τόσο της μοναρχίας όσο και αβασίλευτων πολιτευμάτων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η δημιουργία πολιτεύματος "παραστατικού", δηλαδή κοινοβουλευτικού και συνταγματικού,[200] επιτεύχθηκε με την Επανάσταση του 1843, ως αποτέλεσμα της συμμαχίας φιλελεύθερων επικριτών της απόλυτης οθωνικής μοναρχίας και των παραγκωνισμένων προεστών [201]

Η Ελληνική Επανάσταση ήταν η μόνη από τις φιλελεύθερες επαναστάσεις των ετών 1820-1822 που ευοδώθηκε. Έτσι, τη δεκαετία του 1820 η Ελλάδα έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού[202] και προκάλεσε το κίνημα του Φιλελληνισμού ενώ το ελληνικό ζήτημα απασχόλησε την ευρωπαϊκή διπλωματία επί δώδεκα χρόνια. Παρέσυρε τις κυβερνήσεις Μεγάλων Δυνάμεων να ενδιαφερθούν θετικά για την τύχη της, να συνεργαστούν και να υπογράψουν Πρωτόκολλα και Συνθήκες για την αίσια έκβασή της, σε αντίθεση με την τότε πολιτική τους. Απετέλεσε, έτσι, ισχυρό πλήγμα για το καθεστώς της Ιεράς Συμμαχίας και σήμανε το θρίαμβο της αρχής των εθνοτήτων.[203] Καθώς ο γλωσσικός εξελληνισμός των αλλόφωνων εγγράμματων ορθοδόξων άρχισε να ταυτίζεται με την πολιτική υποστήριξη του νέου κράτους, εντάθηκε η άνοδος των εθνικισμών των υπόλοιπων βαλκανικών λαών.[204] Όσον αφορά στις επιπτώσεις που προκάλεσε η δημιουργία του ελληνικού ανεξάρτητου κράτους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η σημαντικότερη συνοψίζεται στην πραγματοποίηση εκ μέρους των σουλτανικών αρχών, προκειμένου να διατηρήσουν την πίστη και την υποταγή των υπηκόων τους, διαφόρων διοικητικών και άλλων μεταρρυθμίσεων, έτσι ώστε και να αποδείξουν προς τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ότι η αυτοκρατορία είχε τη δυνατότητα να ενσωματώσει στοιχεία του νεωτερικού συμβολισμού. Παράλληλα, ο σουλτάνος Μαχμούτ επεδίωκε με τον τρόπο αυτό να εμφανιστεί ως ένας δίκαιος, σοφός και αξιόπιστος ηγέτης που απαιτούσε το σεβασμό όλων των υποτελών πληθυσμών της επικράτειάς του, ανεξάρτητα με τη θρησκεία και την εθνική τους ταυτότητα[205].

Η 25η Μαρτίου είναι εθνική εορτή, όπως ορίστηκε με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα στις 15 Μαρτίου του 1838 ως επέτειος της έναρξης της Επανάστασης.

Φιλελληνισμός

Κύριο λήμμα: Φιλελληνισμός

Δημόσια ιστορία

Διαπιστώνεται ότι στη σύγχρονη (αρχές 21ου αι.) εποχή υπάρχει μια αύξηση του ενδιαφέροντος για την ιστορία, ακαδημαϊκή και μη ("δημόσια"). Στη δημόσια σφαίρα το ενδιαφέρον για την ιστορία, περιλαμβανομένης της Επανάστασης του '21, παίρνει συχνά τη μορφή αντιπαραθέσεων με τη συμμετοχή συγγραφέων, αρθρογράφων και πολιτικών.[206]

Κινηματογράφος

Μουσική

Το 1971 ο Δήμος Θεσσαλονίκης ανέθεσε στον Νίκο Αστρινίδη τη σύνθεση συμφωνικού έργου για τον εορτασμό της εκατονπεντακονταετίας από την Ελληνική Επανάσταση. Η χορωδιακή Συμφωνία "1821" εκτελέστηκε στις 27 Οκτωβρίου 1971 στα "ΣΤ' Δημήτρια".[207]

Ιστοριογραφία

Τις εξελίξεις της ιστοριογραφίας της Επανάστασης (και της Τουρκοκρατίας) στον 19ο και 20ό αιώνα συνοψίζει ο Αντώνης Λιάκος, σημειώνοντας την πολιτική αντιπαράθεση που προέκυψε στον 20ό αι. από τα σχετικά έργα των μαρξιστών Γ. Σκληρού και Γ. Κορδάτου. Αργότερα ο Κ.Θ. Δημαράς εισήγαγε την έννοια του "νεοελληνικού διαφωτισμού" το 1945 και του Ν. Σβορώνου που έδωσε έμφαση στην άνοδο μιας κοινωνικής τάξης με σύγχρονη δραστηριότητα. Η περίοδος της αντίστασης κατά την Κατοχή αναβίωσε τις αναφορές στην Επανάσταση παράγοντας ιστορικές αναλογίες. Η λαϊκή ανάγνωση της ιστορίας είχε τη μορφή ενός σεναρίου όπου οι Έλληνες ήταν θύματα ξένης επέμβασης η οποία παρεμπόδισε την προσπάθεια του λαού για πρόοδο. Το μαρξιστικό και αντι-ιμπεριαλιστικό πνεύμα είναι εμφανές σ' αυτή την ανάγνωση. O Λιάκος παρατηρεί ότι πέρα από ό,τι συμβαίνει στο εσωτερικό της κοινότητας των ιστορικών, η λαϊκή χρήση της ιστορίας παραμένει στη δομή του εθνικού χρόνου όπως αυτή διαμορφώθηκε στους προηγούμενους δύο αιώνες.[208]

Τη μεταπολεμική περίοδο, στο κλίμα που όριζε ο παραλληλισμός της δεκαετίας του ΄40 με την Επανάσταση και η θεώρηση της επανάστασης διαζευκτικά ως γεγονότος εθνικού ή κοινωνικού, προς την προεπαναστατική περίοδο και την Επανάσταση στράφηκαν τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των ιστορικών Σπύρου Ασδραχά και Βασίλη Κρεμμυδά, που ασχολήθηκαν ο πρώτος με τον αρματολισμό και έπειτα την αγροτική οικονομία, εισηγούμενος το σχήμα «παράδοση»-«νεωτερικότητα», και ο δεύτερος με την εμπορική και ναυτιλιακή οικονομία, ερευνώντας την οικονομική κρίση που προηγήθηκε της επανάστασης.[209]


Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%95%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%BF%CF%85_1821

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου