Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Γιατί επιμένει το ΚΚΕ στον «αστικό χαρακτήρα» της Επανάστασης του 1821

 Η συζήτηση που έγινε αυτές τις μέρες με αφορμή τη θέση του ΚΚΕ για το 1821 στο ThePressProject, δεν σχετίζεται με κάποιες λεπτομέρειες και λεπτές γραμμές της Ιστορίας, δεν είναι μια επιστημονική συζήτηση που αφορά τους ιστορικούς. Πρωτίστως αναδεικνύει πολιτικά θέματα, αφορά στο πώς στέκεται κανείς απέναντι στην ιστορία αλλά και στα σύγχρονα ζητήματα της χώρας και του λαού. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται και η παρούσα παρέμβαση.


του Γιώργου Παπαϊωάννου*

Η συζήτηση που έγινε αυτές τις μέρες με αφορμή τη θέση του ΚΚΕ για το 1821 (διακήρυξη Τμ. Ιστορίας του ΚΚΕάρθρο Λαμπρινής Θωμάαπάντηση του Τμ. Ιστορίας στο ThePressProjectάρθρο Δημήτρη Μπελαντή κ.λπ.) δεν σχετίζεται με κάποιες λεπτομέρειες και λεπτές γραμμές της Ιστορίας, δεν είναι μια επιστημονική συζήτηση που αφορά τους ιστορικούς. Πρωτίστως αναδεικνύει πολιτικά θέματα, αφορά στο πώς στέκεται κανείς απέναντι στην ιστορία αλλά και στα σύγχρονα ζητήματα της χώρας και του λαού. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται και η παρούσα παρέμβαση.

Εξαρχής, πάντως, θα πρέπει κανείς να παρατηρήσει ότι ο χαρακτήρας των απαντήσεων που δίνει το ΚΚΕ δείχνει ότι το «φάλτσο» της διακήρυξης ήχησε δυνατά σε αρκετό κόσμο. Τόσο το περιεχόμενο όσο και το ύφος της, σε πλήρη διάσταση με ριζωμένες αντιλήψεις του ελληνικού λαού και του κοινωνικού ριζοσπαστισμού για την Επανάσταση του 1821, οδήγησαν σε μια όχι και τόσο «θερμή» υποδοχή της διακήρυξης.

  1. Το βασικό στίγμα της τοποθέτησης του ΚΚΕ

Καταρχήν μια μεθοδολογική παρατήρηση: παραπέμποντας κανείς σε μακροσκελείς τοποθετήσεις, αναλύσεις και τόμους εκατοντάδων σελίδων, μπορεί να ανακαλύψει και να τεκμηριώσει σχεδόν τα πάντα. Δεν απαντάει όμως, ούτε παρακάμπτει έτσι το κύριο ερώτημα, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ποιο βασικό στίγμα έδωσε το ΚΚΕ με την πρόσφατη τοποθέτησή του για την Επανάσταση του 1821.

Η τοποθέτηση αυτή, η οποία δεν αποτυπώνεται μόνο στην διακήρυξη του Τμήματος Ιστορίας αλλά και στις τοποθετήσεις του Γ.Γ. του κόμματος και στα πρωτοσέλιδα του Ριζοσπάστη, έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

Πρώτον, η Επανάσταση του 1821 αντιμετωπίζεται μέσα από το πρίσμα μιας δογματικής, οικονομίστικης και απλοϊκής ανάλυσης σχετικά με τις παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις της εποχής. Η αστική τάξη ασφυκτιούσε εντός του πλαισίου των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής και επαναστάτησε για να κυριαρχήσουν οι καπιταλιστικές σχέσεις. Δεν χρειάζεται να αναλωθεί κανείς στην παράθεση όλων των σχετικών αποσπασμάτων αλλά αυτή, σχεδόν κατά γράμμα, είναι η βασική θέση.

Δεύτερον, ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας της Επανάστασης τίθεται μόνο σαν μια δευτερεύουσα πλευρά, η οποία κατά κύριο λόγο καθορίζεται αποκλειστικά από την πρώτη. Δηλαδή, η Οθωμανική Αυτοκρατορία στεκόταν εμπόδιο στην έλευση των καπιταλιστικών σχέσεων και γι’ αυτό η αστική τάξη οδηγήθηκε αναγκαστικά σε σύγκρουση μαζί της.

Τρίτον, ως προέκταση των προηγούμενων, υποτιμάται εντελώς ο πρωταγωνιστικός ρόλος του λαού, των αγροτών, των φτωχών στρωμάτων στην Επανάσταση του 1821. Φυσικά και θα βρεθούν σελίδες του τάδε τόμου με αναφορές στη συμμετοχή αυτή, αλλά ο λαός επί της ουσίας αντιμετωπίζεται απλώς σαν μάζα που χρησιμοποιήθηκε από την αστική τάξη της εποχής για να πετύχει εκείνη τις επιδιώξεις της.

Τέταρτον, η δημοκρατία, ο δημοκρατισμός, η δημοκρατική επανάσταση, είτε δεν αναφέρονται ούτε καν ως έννοιες, είτε υποτιμούνται πλήρως ως αίτημα και προοπτική, και η σημασία τους (νομίζεται πως) ακυρώνεται με την απλή προσθήκη του επίθετου «αστική».

Δεν πρόκειται για επιστημονικά λάθη και ανεπάρκειες των ιστορικών του κόμματος. Οι βαθύτερες αιτίες και η «χρησιμότητα» αυτής της ανάγνωσης θα αναφερθούν στο τρίτο μέρος, αφού ακολουθήσουν ορισμένες παρατηρήσεις επί αυτών των αντιλήψεων.

  1. Αντιλήψεις για την ιστορική εξέλιξη

Βασική πηγή της ανάγνωσης του ΚΚΕ είναι μια σχηματική αντίληψη «τακτοποίησης» της ιστορίας. Από ’δώ τα αστικά, δίπλα τους τα εθνικά, από ’κεί τα καθαρά εργατικά και σοσιαλιστικά. Βάζοντας την ιστορία σε αυτά τα κουτάκια, καμιά ουσιαστική ερμηνεία της πραγματικής εξέλιξης και κίνησης των «μαζών» δεν μπορεί να υπάρξει.

Πρόκειται για έναν καθαρό «ταξικισμό», πλήρως διαστρεβλωτικό της πραγματικότητας, ο οποίος δεν αντανακλά τίποτα από την πραγματική ιστορική εξέλιξη. Ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας της Επανάστασης, όχι μόνο δεν αναδεικνύεται στην πλήρη του διάσταση, αλλά και αποσιωπάται ως χαρακτηριστικό που διατήρησε την αξία του στους δύο αιώνες που μεσολάβησαν.

Ακόμα και στην απαντητική επιστολή του Τμήματος Ιστορίας, γράφεται ότι η Επανάσταση οδήγησε στη «συγκρότηση ενός σύγχρονου για την εποχή του, ανεξάρτητου και συγκεντρωτικού αστικού έθνους κράτους». Μεμιάς δηλαδή λύθηκε το ζήτημα της ανεξαρτησίας.

Κι όμως: ο απελευθερωτικός αγώνας, το «Ελευθερία ή Θάνατος» (και όχι «Αστικό κράτος ή τουρκικός φεουδαλισμός»…), ξαναζωντανεύει και παραμένει επίκαιρος και μετά το 1821. Όχι μόνο επειδή το κράτος που προέκυψε ήταν αρχικά σκόπιμα κουτσουρεμένο από τις Μεγάλες Δυνάμεις και περιορισμένο στην Πελοπόννησο και τη Στερεά, αλλά και λόγω της συνέχειας. Βαυαροί, Αγγλογάλλοι, Τούρκοι μέχρι το 1913, εξακολούθησαν να κάνουν κουμάντο σε όλη την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια. Αλλά και από το 1941 Ιταλοί, Γερμανοί και Βούλγαροι φασίστες με την τριπλή κατοχή. Το μεγαλειώδες ΕΑΜ και η σύνδεση του αγώνα με την Επανάσταση του 1821 δεν ήταν «κόλπο», αλλά εξέφραζε έναν βαθύ πόθο του λαού, και την ιστορική του συνείδηση. Και η ιστορία βέβαια δεν σταματά εκεί. Άγγλοι το 1944 και αλλαγή φρουράς με τις ΗΠΑ, Δεκέμβρης, Εμφύλιος, παρέμβαση ξένου παράγοντα μετεμφυλιακά, χούντα, για να μην αναφερθούμε στη συνέχεια μέχρι τις μέρες μας. Τίποτα από αυτά δεν περιγράφεται από την εκτίμηση για το «ανεξάρτητο αστικό κράτος» που δήθεν κατοχυρώθηκε από το 1821.

Για το ΚΚΕ, το έθνος είναι κατηγορία αστική, ο στόχος της Επανάστασης ήταν η δημιουργία αστικού κράτους, ο στόχος του προλεταριάτου και της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι η δημιουργία ενός εργατικού κράτους, και ξεμπερδέψαμε. Όταν μπερδευτούν τα εθνικά, τα κοινωνικά, τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα που δεν έχουν επιλυθεί κ.λπ., τότε χαλάει η «ταξικότητα», αλλοιώνεται η στρατηγική και αναπτύσσεται ο αναθεωρητισμός…

Η Ελληνική Επανάσταση έλαβε χώρα σε μια περίοδο αστικών γενικά επαναστάσεων σε όλο τον κόσμο, περίοδο που πράγματι σημαδεύτηκε από το πέρασμα σε ένα άλλο σύστημα κοινωνικών σχέσεων και ραγδαίων αλλαγών στο εποικοδόμημα, αλλά και περίοδο διαμόρφωσης εθνικών κρατών. Ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας της, όμως, υπήρξε καίρια πτυχή και ειδικός όρος-χαρακτηριστικό της σε σχέση με άλλες που έγιναν την ίδια περίοδο στην Ευρώπη. Η Γαλλική αστική επανάσταση, για παράδειγμα, δεν είχε εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα (παρόλο που ενεπλάκη με το εθνικό ζήτημα), οι λατινοαμερικάνικες είχαν. Στην ελληνική περίπτωση, η επανάσταση μπλέκεται με ένα κορυφαίο ζήτημα της εποχής, το Ανατολικό Ζήτημα, αλλά και αντιμετωπίζει τις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων σε μια κρίσιμη περιοχή του κόσμου.

Οι αντιλήψεις σαν αυτή του ΚΚΕ αντιμετωπίζουν τις δημοκρατικές επαναστάσεις, τα «δημοκρατικά καθήκοντα» σαν να ανήκουν στην ιδιοκτησία της αστικής τάξης και παρεμπιπτόντως να «παρασέρνουν» τις λαϊκές μάζες να αγωνιστούν για ξένα προς αυτές κατ’ ουσίαν συμφέροντα. Η κατάληξη των επαναστάσεων αυτών ήταν νομοτελειακά απλώς η επικράτηση της αστικής τάξης και του αστικού κράτους, και έτσι δεν «παίζονταν» περισσότερα πράγματα και διαφορετικές εκδοχές ιστορικής εξέλιξης.

Τι ακριβώς σημαίνει ότι «οι πολιτικά ανώριμες ακόμα λαϊκές δυνάμεις άργησαν να αντιληφθούν ότι η αστική εξουσία ήταν το αντικειμενικό αποτέλεσμα της επανάστασης και όχι της προδοσίας της» όπως μας τονίζει η διακήρυξη του ΚΚΕ; Αν οι λαϊκές δυνάμεις υποθετικά αντιλαμβάνονταν το «αντικειμενικό αποτέλεσμα της επανάστασης» (που ήταν σκέτα η αστική εξουσία!) τι θα έπρεπε να κάνουν; Μάλλον να αποσυρθούν από τον πολιτικό στίβο μέχρι να πάρουν μέρος στη σοσιαλιστική επανάσταση μερικούς αιώνες αργότερα…

Η αντιπαράθεση με «τσιτάτα» των κλασικών του μαρξισμού που έχουν διατυπωθεί 100 χρόνια πριν δεν θα πρέπει να θεωρείται καθόλου γόνιμη. Αλλά δεν μπορεί κανείς να μην αναλογιστεί το χάος που χωρίζει αυτές τις τοποθετήσεις ειδικά από τις αναλύσεις και τη λογική του Λένιν για την δημοκρατική επανάσταση.

Στο γνωστό έργο του «Δύο τακτικές», αναλύοντας διεξοδικά το ζήτημα, καταλήγει στις διαπιστώσεις ότι η δημοκρατική επανάσταση μπορεί να γίνει και με τη μορφή που συμφέρει κατεξοχήν την αστική τάξη, και με τη μορφή που «συμφέρει στον αγρότη και τον εργάτη», ότι «οι μαρξιστές είναι απόλυτα πεπεισμένοι για τον αστικό χαρακτήρα της ρώσικης επανάστασης» αλλά και ότι «η αστική επανάσταση συμφέρει στον ανώτατο βαθμό στο προλεταριάτο», και μάλιστα ότι «από μιαν ορισμένη άποψη, η αστική επανάσταση συμφέρει περισσότερο στο προλεταριάτο παρά στην αστική τάξη». Ειρωνεύεται μάλιστα «τον μαρξιστή εκείνο που στην εποχή της δημοκρατικής επανάστασης θα παρέβλεπε τη διαφορά ανάμεσα στους βαθμούς του δημοκρατισμού και ανάμεσα στον διαφορετικό χαρακτήρα της μιας ή της άλλης μορφής του και θα περιοριζόταν “να κάνει τον έξυπνο”, λέγοντας πως όλα αυτά είναι ωστόσο “αστική επανάσταση”».

[Να διευκρινίσουμε βέβαια ότι αυτά αναφέρονταν πρώτον σε συνθήκες (Ρωσία) που δεν έθεταν το εθνικό ζήτημα προς επίλυση, και δεύτερον σε συνθήκες ύπαρξης ισχυρής αστικής τάξης, χρηματιστικών μερίδων της κ.λπ. και όχι στρωμάτων όπως αυτά που είχαν διαμορφωθεί κουτσά-στραβά στον ελληνικό χώρο τον 19ο αιώνα. Δηλαδή στις συνθήκες μιας «κλασικής» αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Πόσο μάλλον ισχύουν αν μιλάμε για μια επανάσταση με ξεκάθαρα λαϊκό και εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα.]

Χαρακτηριστική είναι η σιωπή της διακήρυξης του ΚΚΕ για τον δημοκρατισμό των Συνταγμάτων της Επανάστασης. Ακόμα χειρότερα γίνονται τα πράγματα όταν η σιωπή διαρρηγνύεται: Στην απαντητική επιστολή του Τμήματος Ιστορίας επισημάνεται «ο αστικός χαρακτήρας των επαναστατικών συνταγμάτων (που η κυρία Θωμά τα θεωρεί γενικά και αόριστα δημοκρατικά) που φανερώνεται κυρίως στην αναγνώριση της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά και στην κατοχύρωση της διάκρισης των εξουσιών, της ανεξιθρησκίας». Εδώ η υποτίμηση των επιτευγμάτων της Επανάστασης και της έκφρασης των λαϊκών πόθων της εποχής πραγματικά «χτυπάει κόκκινο» με την «αποκάλυψη» ότι αναγνώριζαν την ατομική ιδιοκτησία. Τι άλλο έχουμε δηλαδή εκτός από «μαρξιστές που κάνουν τον έξυπνο λέγοντας πως όλα αυτά είναι ωστόσο αστική επανάσταση»; Δεν είναι πρώτη φορά που αναφέρεται το συγκεκριμένο «επιχείρημα». Σε σημείο του τόμου ιστορίας του ΚΚΕ για τη δεκαετία του 1940, ανάλογη αναφορά υπήρχε για την εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα σαν απόδειξη του «όχι και τόσο προχωρημένου» χαρακτήρα της…

Σε άλλο σημείο της απάντησης αναφέρεται ότι «το σύγχρονο πρόταγμα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών δυνάμεων δεν μπορεί να αναζητηθεί στα τότε συνθήματα των αστικών επαναστάσεων που επέβαλαν την καπιταλιστική εξουσία». Και μετά παραπονιέται το ΚΚΕ ότι το διαστρεβλώνονται οι απόψεις του κόμματος. Προσέξτε τι ήταν το Εικοσιένα: Μια «αστική επανάσταση που επέβαλε την καπιταλιστική εξουσία»! Και στης οποίας τα συνθήματα δεν βρίσκεται τίποτα που να μπορεί να εμπνεύσει σήμερα. Δεν τρίζουν μόνο τα κόκαλα των αγωνιστών του ’21. Προσβάλλεται βάναυσα το αίσθημα του λαού για την ιστορία του, η πραγματική αγάπη του για την Επανάσταση και τους αγωνιστές της. Ας μην διαμαρτύρεται το ΚΚΕ, όπως το κάνει το απαντητικό κείμενο αναφερόμενο σε παρατηρήσεις της Λ. Θωμά, όταν οι θέσεις του συγκρίνονται με αυτές των σύγχρονων αποδομητών της παγκοσμιοποίησης.

  1. Η πολιτική ουσία της τοποθέτησης του ΚΚΕ

Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην προσπάθειά του να απαντήσει στις αιτιάσεις της Λ. Θωμά ότι αναθεωρεί παλιότερες θέσεις του κόμματος, το ΚΚΕ προτάσσεται μια διπλή αντιμετώπιση. Από τη μια αναφέρεται ότι πράγματι το ΚΚΕ έχει αλλάξει την οπτική του, η οποία υποτίθεται έχει ωριμάσει σε σχέση με παλιότερες αναλύσεις, από την άλλη επισείεται η κατηγορία της «διαστρέβλωσης» παλιότερων θέσεων οι οποίες υποτίθεται ότι έπεσαν θύμα «κοπτοραπτικής». 

Ποια είναι όμως αυτή η ωρίμανση; Η επιστροφή σε θέσεις της δεκαετίας του 1920, όταν κατά γενική ομολογία το ΚΚΕ στερούνταν μιας εντοπισμένης στην ελλαδική πραγματικότητα μαρξιστικής ανάλυσης; Και παράλληλα η εγκατάλειψη θέσεων που παράχθηκαν την εποχή που το αριστερό κίνημα αγκάλιασε την πλειονότητα του λαού προσπαθώντας να συμβάλει στην αποτίναξη των κατακτητών και την επίλυση των νεοελληνικών αδιεξόδων;

Εδώ όμως μπαίνουμε κάπως και στην ουσία του πράγματος. Όχι, το θέμα δεν είναι ότι το ΚΚΕ επιστρέφει σε έναν μαρξισμό όπως αυτός του Κορδάτου. Ο Γ. Κορδάτος υπήρξε ένας τίμιος διανοούμενος, ιδιαίτερα σημαντικός για την εποχή του, που όμως χαρακτηρίστηκε σε έναν βαθμό από την τάση μιας μηχανιστικής μεταφοράς σχημάτων της ταξικής πάλης σε όλες τις ιστορικές εποχές.

Το βασικό πρόβλημα με το ΚΚΕ όμως δεν είναι ότι επιστρέφει σε κάποιον «πρωτόγονο» μαρξισμό ή «αριστερισμό». Αντιθέτως, είναι ότι δεν είναι διατεθειμένο να συγκρουστεί επί της ουσίας με την αστική τάξη, γι’ αυτό και θέλει να «χωρίσει τα τσανάκια του» μαζί της. Δεν είναι τυχαία η έλλειψη οποιασδήποτε κριτικής στον επίσημο εορτασμό του 1821, ούτε οι δύο συναντήσεις σε πολιτισμένο κλίμα του Γενικού Γραμματέα με την επικεφαλής της επιτροπής κα Αγγελοπούλου.

Χωρίζοντας σε κουτάκια τα δημοκρατικά, τα εθνικά και τα δήθεν «ταξικά» ζητήματα, το ΚΚΕ ουσιαστικά αποσύρεται από το πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης για την προοπτική της χώρας. Φαίνεται παράδοξο αλλά όσο αυξάνονται οι αναφορές στην «αστική τάξη», τόσο λιγότερο ενοχλητικό γίνεται το κόμμα, και όλοι είναι ευχαριστημένοι μαζί του.

Η εγκατάλειψη κάθε αναφοράς στην εξάρτηση της χώρας και η θεώρηση της Ελλάδας σαν «μικροϊμπεριαλιστικής» δύναμης που συναγωνίζεται για τη λεία στην περιοχή οδηγεί στην απόσυρση από την αντιπαράθεση απέναντι στα βασικά χαρακτηριστικά της αστικής τάξης, τα οποία δεν είναι παρά ο ραγιαδισμός, η ξενοδουλεία και το ξεπούλημα της χώρας. Το επιχείρημα ότι το κόμμα αναδεικνύει θέματα όπως οι βάσεις ή το ΝΑΤΟ δεν ακυρώνει καθόλου τη διαπίστωση αυτή.

Αντίστοιχα, και η υποτίμηση του ζητήματος της Δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής δεν περιορίζεται στην οπτική για τα ιστορικά ζητήματα, αλλά ισχύει και για σήμερα.

Έτσι αποφεύγονται τα μεγάλα μπερδέματα. Και τι μένει τελικά; Η καθαρή πάλη «της εργατικής τάξης για τον σοσιαλισμό». Τόσο καθαρή που δεν υπάρχει, αφού δεν συναρθρώνεται με κανένα σύγχρονο ζήτημα που αφορά στη συνολική διέξοδο και προοπτική της χώρας.

Η λογική αυτή απομακρύνει συνειδητά το ΚΚΕ από τη συμμετοχή στους πραγματικούς μαζικούς αγώνες που διεξάγονται στη χώρα (με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους σημαντικότατους αγώνες της περιόδου 2010-2012), οι οποίοι καταγγέλθηκαν ως «αποπροσανατολισμένοι» από το ΚΚΕ. Μένει η εκλογική, πολιτική και οργανωτική ενίσχυση του κόμματος και οι ελεγχόμενοι «αγώνες» με αποκλειστικό φορέα τις στενά κομματικές παρατάξεις στους εργατικούς, φοιτητικούς κ.λπ. χώρους.

Συμπερασματικά, η απόσταση του ΚΚΕ από την Επανάσταση του 1821 και τον τρόπο με τον οποίο την αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο λαός, σχετίζεται με την περιχαράκωσή του και την αντίληψη που θέλει αποκλειστικά το κόμμα, και όχι τον λαό, πρωταγωνιστή κάθε προοδευτικής εξέλιξης.

  1. Ιστορία και κόμμα

Η ιστορία πρώτα βιώνεται και μετά γράφεται. Δηλαδή «γράφεται», γίνεται, από πραγματικούς ανθρώπους μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. Η ιστορία των λαών δεν ανήκει σε ένα κόμμα. Δεν μπορεί να μονοπωλείται, ειδικά σαν δική του «αυστηρή» και «επιστημονική» εκ των υστέρων κατασκευή. Η ταύτιση του κινήματος και της ιδεολογίας με ένα κόμμα οδηγεί σε μια ιδιοκτησιακή αντίληψη και είναι απεχθής στους απλούς ανθρώπους. Η σημερινή ηγετική ομάδα του ΚΚΕ δεν είναι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος ούτε φυσικά των αγώνων του ελληνικού λαού διαχρονικά, ούτε καν του κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας.

Δεν δικαιούται πολιτικά το ΚΚΕ ούτε να σβήνει οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός έχει συμβεί χωρίς την καθοδηγητική σφραγίδα του κόμματος, ούτε να βαθμολογεί τα ιστορικά κινήματα, τις επαναστάσεις και τους πρωταγωνιστές τους ή να εκδίδει φετφάδες και συγχωροχάρτια, νουθετώντας παράλληλα όσους εκφράζουν μια διαφορετική άποψη και καταγγέλλοντας ότι «διαστρεβλώνουν τις θέσεις του κόμματος».

Ειδικά τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατεδαφιστική, αλλά και αμετροεπή, αντιμετώπιση της ιστορίας. Η αντιμετώπιση του ΕΑΜικού κινήματος είναι άνευ προηγουμένου. Δεν αρέσει στις ηγετικές ομάδες του ΚΚΕ ο εθνικοαπελευθερωτικός και παλλαϊκός χαρακτήρας του. Δεν είναι αυτό παρά αποτέλεσμα μιας στρεβλής, δήθεν «ταξικής» και στην ουσία οικονομίστικης αντίληψης, η οποία βλέπει την ταξική πάλη με έναν εντελώς στενό χαρακτήρα που την καταντάει καρικατούρα. Οτιδήποτε ανυψώνει την ταξική πάλη στο επίπεδο των συνολικών ζητημάτων της χώρας και του έθνους αντιμετωπίζεται σαν «υποχώρηση», ενώ στην πραγματικότητα οι στιγμές που αυτό συμβαίνει αποτελούν κορύφωση και ολοκλήρωση της πάλης αυτής.

Δεν έχει καμιά δικαιοδοσία, για παράδειγμα, το ΚΚΕ να «αποκαταστήσει» τον Άρη Βελουχιώτη. Και μάλιστα «μόνο πολιτικά και όχι κομματικά»… Η θέση του αρχηγού του ΕΛΑΣ είναι συγκεκριμένη στη συνείδηση του λαού και θα λέγαμε, χωρίς να υπερβάλλουμε πολύ, ότι είναι ίσως η μόνη μεταγενέστερη προσωπικότητα την οποία ο λαός τοποθέτησε δίπλα στους ήρωες του 1821. Κανένα κόμμα, καμιά επιτροπή, καμιά γραφειοκρατία δεν έχει το ανάστημα ούτε να τον αποκαταστήσει ούτε να μην τον αποκαταστήσει.

Η Επανάσταση του Εικοσιένα είναι ριζωμένη πολύ βαθιά στην καρδιά του λαού. Ο λαός αγαπάει την ιστορία του και ειδικά τις πιο φωτεινές και ηρωικές στιγμές του. Ούτε οι φιλελεύθεροι αναθεωρητές που απεχθάνονται τις «μεγάλες αφηγήσεις», ούτε οι πολιτικώς «ορθόδοξες» πρωτοπορίες που εγκαλούν τον «ανώριμο» λαό, μπορούν να την αποκαθηλώσουν.

 

* Ο Γιώργος Παπαϊωάννου είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής της εβδομαδιαίας εφημερίδας Δρόμος της Αριστεράς.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου