Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Μεγαλειώδης πορεία για την 48η Επέτειο Εξέγερσης του Πολυτεχνείου

Χιλιάδες πολίτες κατέβηκαν μαζικά στο κέντρο της Αθήνας τιμώντας τους αγωνιστές και τα θύματα του Πολυτεχνείου. Στην κεφαλή της μαζικής πορείας για τα 48 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου βρέθηκε το πανό του Συνδέσμου Φυλακισθέντων & Εξορισθέντων Αντιστασιακών, ενώ φορείς, κόμματα κι οργανώσεις της Αριστεράς, εργατικά σωματεία και συλλογικότητες συγκεντρώθηκαν και ξεκίνησαν από την Πλατεία Κλαυθμώνος. Αίσθηση προκάλεσε η καταγγελία της δικηγόρου Αντωνίας Λεγάκη πως αστυνομικοί κατέγραφαν με κάμερες διαδηλωτές.

Μαζική ήταν η πορεία και στη φετινή Επέτειο Εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Φόρο τιμής στους αγωνιστές και τα θύματα του Πολυτεχνείου αποτίουν για τρίτη συνεχόμενη μέρα πλήθος πολιτών και συλλογικοτήτων. Η καθιερωμένη πορεία ολοκληρώθηκε στην πρεσβεία των ΗΠΑ . Πλήθος κόσμου έδωσε βροντερό παρών σε μια Αθήνα «αστακό» με περίπου 6.000 αστυνομικούς στους δρόμους. Πάνω από 20.000 υπολογίζονται οι διαδηλωτές στην Αθήνα, ενώ μεγάλη ήταν και η συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες μεγάλες πόλεις.

Με θύματα της αστυνομικής βίας, του bullying, των γυναικοκτονιών και του φασισμού , διαδήλωσαν οι νέοι, φωνάζοντας συνθήματα.

SOOC

       

Καταγγελία: Αστυνομικοί καταγράφουν τα πρόσωπα των διαδηλωτών

Η δικηγόρος Αντωνία Λεγάκη καταγγέλλει πως αστυνομικοί καταγράφουν πρόσωπα διαδηλωτών κατά τη διάρκεια της πορείας. Σε δηλώσεις της καταδίκασε την καταγραφή κάνοντας λόγο για «φακέλωμα» και τονίζοντας ότι παραβιάζεται «ολόκληρο το νομοθετικό οικοδόμημα της Ελλάδας».









Καμπανάκι από το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: Οι ποινικές κυρώσεις απειλούν την ελευθερία λόγου στην Ελλάδα

«Στην Ελλάδα, κινδυνεύετε τώρα με φυλακή επειδή μιλάτε ανοιχτά για σημαντικά ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, εάν η κυβέρνηση ισχυριστεί ότι είναι ψευδές», δήλωσε η Εύα Κοσέ, ερευνήτρια στην Ελλάδα στο Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. «Οι ποινικές κυρώσεις κινδυνεύουν να κάνουν τους δημοσιογράφους και σχεδόν οποιονδήποτε άλλον να φοβούνται να αναφέρουν ή να συζητήσουν σημαντικά ζητήματα όπως ο χειρισμός του Covid-19 , η μετανάστευση ή η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης».

«Στην Ελλάδα, κινδυνεύετε τώρα με φυλακή επειδή μιλάτε ανοιχτά για σημαντικά ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, εάν η κυβέρνηση ισχυριστεί ότι είναι ψευδές» σημειώνει το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW), έπειτα από τη διάταξη του νέου ποινικού κώδικα που ψηφίστηκε στις 11 Νοεμβρίου από την Βουλή και καθιστά ποινικό αδίκημα τη διάδοση «ψευδών ειδήσεων». Το Παρατηρητήριο καλεί την ελληνική κυβέρνηση να ανακαλέσει την διάταξη σημειώνοντας ότι είναι ασύμβατη με την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του Τύπου.

Σύμφωνα με όσα σχολιάζει δεικτικά το Παρατηρητήριο, η διάταξη αυτή δεν ορίζει τι είναι ψεύτικες ειδήσεις, ποια πρότυπα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστεί εάν κάτι είναι ψευδείς ειδήσεις, ούτε ότι τυχόν ψευδείς πληροφορίες που κοινοποιούνται προκαλούν πραγματική βλάβη. «Επίσης, δεν αναφέρεται στην ανάγκη σεβασμού του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου ή άλλων υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα» προσθέτει, τονίζοντας πως αυτή η ασάφεια θα φέρει κυρώσεις και θα υπονομεύσει την ελευθερία του Τύπου.

Στις 10 Νοεμβρίου η Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) ζήτησε την απόσυρση του νόμου χαρακτηριζόταν τον «υπερβολικά ασαφή». Το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου ανέφερε τον Οκτώβριο του 2020 ότι 17 χώρες σε όλο τον κόσμο είχαν προωθήσει κανονισμούς για τις «ψευδείς ειδήσεις» κατά τη διάρκεια της επιδημίας του Covid-19. Η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που το είχε κάνει είναι η Ουγγαρία, η οποία τον Μάρτιο του 2020 ποινικοποίησε τη διάδοση «ψεύτικων ειδήσεων» ή την εμπλοκή σε «διακίνηση φόβου» που θεωρείται ότι υπονομεύει τον αγώνα των αρχών κατά του Covid-19 με πρόστιμα και ποινές φυλάκισης.

Μεταξύ άλλων αναφέρει σε σημερινό άρθρο του:

Ο τροποποιημένος ποινικός κώδικας καθιστά ποινικό αδίκημα τη διάδοση ψευδών ειδήσεων που «μπορούν να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στο κοινό ή να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, την αμυντική ικανότητα της χώρας ή τη δημόσια υγεία», τιμωρείται με έως και πέντε χρόνια φυλακή. Ο νόμος δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12 Νοεμβρίου και τέθηκε σε ισχύ. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η διάταξη να χρησιμοποιηθεί για την τιμωρία των επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης, της κοινωνίας των πολιτών και οποιουδήποτε ασκεί κριτική ή αμφισβητεί τις κυβερνητικές πολιτικές, δημιουργώντας ένα ανατριχιαστικό αποτέλεσμα στην ελευθερία του λόγου και στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης.

«Στην Ελλάδα, κινδυνεύετε τώρα με φυλακή επειδή μιλάτε ανοιχτά για σημαντικά ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, εάν η κυβέρνηση ισχυριστεί ότι είναι ψευδές», δήλωσε η Εύα Κοσέ, ερευνήτρια στην Ελλάδα στο Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. «Οι ποινικές κυρώσεις κινδυνεύουν να κάνουν τους δημοσιογράφους και σχεδόν οποιονδήποτε άλλον να φοβούνται να αναφέρουν ή να συζητήσουν σημαντικά ζητήματα όπως ο χειρισμός του Covid-19 , η μετανάστευση ή η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης».

Το νέο ποινικό μέτρο έρχεται σε μια περίοδο αυξανόμενης ανησυχίας για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και το κράτος δικαίου στην Ελλάδα. Τον Απρίλιο, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) εξέφρασαν ανησυχίες ότι η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης επιδεινώνεται ραγδαία στη χώρα, συμπεριλαμβανομένου του αποκλεισμού της κυβερνητικής διαφήμισης από επικριτικά μέσα, των κατηγοριών για κυβερνητική λογοκρισία και της βίας και παρενόχλησης δημοσιογράφων από την αστυνομία κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Η Ελλάδα έπεσε πέντε θέσεις στον παγκόσμιο δείκτη Ελευθερίας του Τύπου, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση από την τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τι ορίζει το άρθρο
Το άρθρο 191 του τροποποιημένου ποινικού κώδικα ορίζει ποινές για «όποιον δημοσίως ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διαδίδει, με οποιονδήποτε τρόπο, ψευδείς ειδήσεις που μπορούν να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στο κοινό ή να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, αμυντική ικανότητα της χώρας ή δημόσια υγεία». Το άρθρο αναφέρει ότι οι παραβάτες «τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή» και προσθέτει ότι «[εάν] η πράξη διαπράχθηκε επανειλημμένα μέσω του Τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μήνες και πρόστιμο».

Ο εκδότης ή ο ιδιοκτήτης ενός μέσου ενημέρωσης θα μπορούσε επίσης να αντιμετωπίσει έως και πέντε χρόνια φυλάκιση και οικονομικές κυρώσεις. Το αδίκημα χαρακτηρίζεται ως πλημμέλημα, το οποίο σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία τιμωρείται με μέγιστη φυλάκιση πέντε ετών, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το νέο άρθρο 191 βασίζεται σε ανάλογο αδίκημα που περιλαμβανόταν στον ποινικό κώδικα πριν από το 2019.

Το άρθρο 191 αντικαθιστά διάταξη που εισήχθη το 2019 για τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων για «όποιον, δημόσια ή μέσω του διαδικτύου, διαδίδει ψευδείς ειδήσεις με οποιονδήποτε τρόπο, προκαλώντας φόβο σε αόριστο αριθμό ατόμων ή σε συγκεκριμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που εξαναγκάζονται έτσι να προβούν σε απρογραμμάτιστες πράξεις ή να τις ακυρώσουν, με κίνδυνο πρόκλησης βλάβης στην οικονομία, τον τουρισμό ή την αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταράξουν τις διεθνείς της σχέσεις», τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών ετών ή χρηματική ποινή.




Πηγή

Γιούχαραν Γεωργιάδη για την εστίαση: «Μας λέει και αχάριστους»

«Αφού μας κλείσατε, δεν πρέπει να μας δώσετε κάτι και εμάς;» ακούγεται να άνδρας ο οποίος είχε πλησιάσει τον Άδωνι Γεωργιάδη κατά την παρουσία του στο Σύνταγμα στις 16 Νοεμβρίου, ενώ αρκετοί φώναξαν «μας λέτε και αχάριστους;». Την ίδια στιγμή, θυμίζουμε πως ο υπουργός Ανάπτυξης κι Επενδύσεων λέει αχάριστους τους επαγγελματίες της εστίασης που έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από τα μέτρα λόγω πανδημίας και ζητούν επιπλέον ενίσχυση.

«Αφού μας κλείσατε, δεν πρέπει να μας δώσετε κάτι και εμάς;» ακούγεται να λέει έξαλλος ένας άνδρας ο οποίος είχε πλησιάσει τον Άδωνη Γεωργιάδη, ενώ αρκετοί φώναξαν «μας λέτε και αχάριστους;».
Στη συνέχεια, υπό τον ήχο του συνθήματος «Οι επαγγελματίες έχουμε φωνή, δεν θα μας φιμώσετε μες στο μαγαζί», ο κ. Γεωργιάδης άρχισε να κατευθύνεται προς την κάτω πλευρά της πλατείας Συντάγματος. «Δείρτε τον» φωνάζει κάποιος, ενώ ένας άλλος αναρωτιέται «είμαστε χωροφύλακες;» για το γεγονός ότι οι υπάλληλοι στην εστίαση πρέπει να ελέγχουν τα πιστοποιητικά εμβολιασμού των πελατών.

Τελικά, εν μέσω γιουχαϊσμάτων, ο υπουργός συνέχισε την πορεία του, ενώ κάποιος τον αποκάλεσε «γελοίο».

«Προς το παρόν είναι πολύ νωρίς για να αξιολογηθεί η οικονομική επίπτωση των μέτρων, δεύτερον το κράτος δεν έχει για να δώσει. Άρα, κάνουν απεργία χωρίς κανένα απολύτως λόγο. Λεφτά αυτή τη στιγμή για να δοθούν δεν υπάρχουν» σημείωσε πρόσφατα, προσθέτοντας πως «η εικόνα στην αγορά είναι ότι η εστίαση πήρε τη μερίδα του λέοντος και πράγματι είναι αλήθεια αυτό». «Όταν οι υπόλοιποι κλάδοι λένε επισήμως στον πρωθυπουργό “έχεις ευνοήσει την εστίαση” και η εστίαση στο πρώτο μέτρο … ως πρώτη αντίδραση κλείνει τα μαγαζιά, ε τι να πω ρε παιδιά; Κλείστε τα!» προσέθεσε, φέρνοντας στο νου την παραίτηση της κυβέρνησης από τις ευθύνες της, που είχε αποτυπωθεί από την πρόσφατη αποστροφή του “μην σώσουν” προς τους ανεμβολίαστους.

Πάντως, Άδωνις Γεωργιάδης επέλεξε να επικεντρωθεί στα θετικά της παρουσίας του στο Σύνταγμα. 
«Όταν υπάρχει καλή διάθεση και καλοπιστία, όλα λύνονται» έγραψε στην ανάρτησή του, την οποία συνόδεψε με φωτογραφίες και βίντεο όπου απαντάει σε κάποια ερωτήματα των επικεφαλής των συνδικάτων του κλάδου.
Μεταξύ άλλων, ο υπουργός Ανάπτυξης τους διαβεβαίωσε ότι τα μέτρα στην εστίαση στη χώρα μας είναι από τα πιο ήπια της Ευρώπης και πως αν δεν υπήρχαν πρόστιμα και έλεγχοι, θα αυξάνονταν οι παραβάτες και άρα και τα κρούσματα.

Στο στόχαστρο της διοίκησης Νοσοκομείου Βόλου συνδικαλιστής γιατρός επειδή αποκάλυψε απαράδεκτες ελλείψεις

Ο Νίκος Χαυτούρας, πρόεδρος της Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών Μαγνησίας που έχει πολλές φορές επισημάνει την επικινδυνότητα για την κατάσταση που επικρατεί στο Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο και έχει περιγράψει με ευθύ τρόπο τις τραγικές στιγμές που ζουν οι ελάχιστοι γιατροί, νοσηλευτές και λοιπό προσωπικό, διάβασε στον τοπικό Τύπο πως έχει διαταχθεί σε βάρος του πειθαρχική διαδικασία από τη διοίκηση του νοσοκομείου, με εντολή του διοικητή της 5ης ΥΠΕ.

Πειθαρχική δίωξη ασκήθηκε σε βάρος του Νίκου Χαυτούρα, προέδρου της Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών Μαγνησίας. Εμφανώς ενοχλημένη από τις αποκαλύψεις του γιατρού για την εγκατάλειψη του νοσοκομείου Βόλου, που έχει μεν 4 κλινικές covid-19 αλλά χωρίς πνευμονολόγο και ένας ειδικευμένος γιατρός αντιστοιχεί για 120 ασθενείς, η διοίκηση του Νοσοκομείου Βόλου στρέφεται εναντίον του για διασπορά ψευδών ειδήσεων.

Το τελευταίο διάστημα ο Ν. Χαυτούρας  έχει πολλές φορές επισημάνει την επικινδυνότητα για την κατάσταση που επικρατεί στο Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο. «Δεν υπάρχουν φάρμακα να δώσουμε στους ασθενείς. Η διοίκηση του νοσοκομείου Βόλου κρύβει το πρόβλημα για να φανεί καλή στο Υπουργείο» δήλωσε στις 26 Οκτωβρίου στο «105.5 Στο Κόκκινο».

Παράλληλα, είχε περιγράψει με ευθύ τρόπο τις τραγικές στιγμές ζουν οι ελάχιστοι γιατροί, νοσηλευτές και λοιπό προσωπικό και στο νοσοκομείο. Μάλιστα, τα είχε καταγγείλει όλα στην ίδια την αναπληρώτρια υπουργό Υγείας Μίνα Γκάγκα, η οποία κατόπιν εορτής επισκέφθηκε το Αχιλλοπούλειο.

Την Τρίτη ο Ν. Χαυτούρας διάβασε στον τοπικό Τύπο πως έχει διαταχθεί σε βάρος του πειθαρχική διαδικασία από τη διοίκηση του νοσοκομείου, με εντολή του διοικητή της 5ης ΥΠΕ. Όπως αναφέρει το magnesianews.gr, ο Ν. Χαυτούρας χαρακτήρισε την κίνηση αυτή της διοίκησης ως προσπάθεια φίμωσης, τρομοκρατίας και εκφοβισμού. «Δεν μας φοβίζουν οι πρακτικές αυτές που μας θυμίζουν άλλες εποχές. Θα καταδικαστούν από την κοινωνία», είπε χαρακτηριστικά και κάλεσε τον διοικητή και τον υποδιοικητή του Νοσοκομείου Βόλου να παραιτηθούν καθώς – όπως είπε – τους ενοχλεί η αλήθεια.

Οργή από την ΟΕΝΓΕ

Σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους, η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος (ΟΕΝΓΕ) κάνει λόγο για αθλιότητα και καλεί την ηγεσία του υπουργείου Υγείας να τη σταματήσει.

«Με έκπληξη και οργή διαβάζουμε σήμερα 17/11/21 σε τοπικές εφημερίδες της Θεσσαλίας πως η διοίκηση του Νοσοκομείου Βόλου ασκεί πειθαρχική δίωξη ενάντια στον πρόεδρο της Ένωσης Γιατρών Νοσοκομείου και Κέντρων Υγείας Μαγνησίας, επειδή αποκαλύπτει (όπως έχει όχι μόνο δικαίωμα αλλά καθήκον να κάνει) τις απαράδεκτες συνθήκες λόγω ελλείψεων με τη νοσηλεία ασθενών στο νοσοκομείο Βόλου που επικρατούν όλες τις τελευταίες εβδομάδες» αναφέρει η ΟΕΝΓΕ.

«Καλούμε τον διοικητή της 5ης ΥΠΕ και τους Υπουργούς Υγείας κ.κ. Πλεύρη και Γκάγκα να σταματήσουν αμέσως ΣΗΜΕΡΑ αυτή την αθλιότητα, αλλιώς θα είναι προσωπικά υπεύθυνοι για τη χυδαία απόπειρα της διοίκησης του νοσοκομείου Βόλου να ασκήσει συνδικαλιστικές διώξεις, ώστε να συγκαλύψει τις δικές της σοβαρότατες ευθύνες απέναντι στους ασθενείς» τονίζει.

«Προειδοποιούμε πως ακριβώς 48 χρόνια μετά την ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου, τέτοιου είδους χουντικής έμπνευσης πρακτικές θα πέσουν στο κενό» καταλήγει η ΟΕΝΓΕ.



Πηγή

Καταγγελία για εμπλοκή ιδιωτικών εταιρειών στη μεταφορά ασθενών

 Ασθενής που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης με κορονοϊό, αν και δεν αποθεραπεύτηκε πλήρως και συνέχιζε να είναι θετικός, μεταφέρθηκε μέσω ιδιωτικής εταιρείας ενοικίασης αυτοκινήτων για λογαριασμό του ΕΚΑΒ και χωρίς τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης. Από τη στιγμή που το περιστατικό έγινε γνωστό, ο διευθυντής του ΕΚΑΒ Θράκης, μιλώντας στον ραδιοσταθμό Status, αποκάλυψε πως «η Πολιτική Προστασία -και όχι το ΕΚΑΒ- υπέγραψε προ καιρού σύμβαση με ιδιωτική εταιρεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων για τη μεταφορά ασθενών που έχουν αποθεραπευτεί και δεν αφορά ασθενείς Covid».


Όταν όμως κατέβηκε στο δρόμο, είδε τον σύζυγό της πεσμένο στο πεζοδρόμιο, μπροστά από ένα μαύρο όχημα, εξαντλημένο σε τέτοιο σημείο ώστε να μην μπορεί καν να αποβιβαστεί ασφαλώς. Και ο οδηγός του οχήματος που τον μετέφερε «παρακολουθούσε εκ του μακρόθεν, την προσπάθεια του ασθενή να σηκωθεί, δηλώνοντας ότι ο ίδιος είναι μόνον οδηγός και δεν έχει καμία υποχρέωση να αγγίζει ή ακόμη περισσότερο να βοηθά τον ασθενή κατά την επιβίβαση ή αποβίβαση» όπως καταγγέλλεται. Ο ίδιος ανέφερε ότι εργάζεται σε ιδιώτη υπεργολάβο που υπέγραψε μια σύμβαση με το κράτος για μεταφορά ασθενών. Τελικά, η γυναίκα ανέβασε η ίδια από τις σκάλες τον σύζυγό της στο σπίτι τους.

Όπως αναφέρεται στην καταγγελία, ο διοικητής του νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης Βαγγέλης Ρούφος δήλωσε ότι οι διακομιδές ασθενών αφορούν το ΕΚΑΒ και όχι το νοσοκομείο, χωρίς να διευκρινίσει αν από το νοσοκομείο κλήθηκε το ΕΚΑΒ ή η ιδιωτική εταιρεία. «Εγώ διοικώ το νοσοκομείο και όχι το ΕΚΑΒ». Σε αντίστοιχη επικοινωνία, ο διευθυντής του ΕΚΑΒ 9 Θράκης Χαρίλαος Λώτης προσπάθησε αρχικά να ρίξει και αυτός την ευθύνη αλλού, λέγοντας ότι ήταν η Πολιτική Προστασία που υπέγραψε την σύμβαση με την ιδιωτική εταιρεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων. Αλλά ενώ όπως θα έπρεπε και υποστήριξε αρχικά «τα περιστατικά covid, τα μεταφέρει μόνο το ΕΚΑΒ με ειδικά ασθενοφόρα, εξειδικευμένο προσωπικό και ειδικά μέτρα προστασίας», στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι «καμιά φορά, αναθέτουμε και περιστατικά covid στον ιδιώτη».

Για το θέμα μίλησαν και εργαζόμενοι του νοσοκομείου στην Εφ.Συν. που επιβεβαίωσαν «την ύπαρξη ιδιωτικού οχήματος συμβεβλημένης με το κράτος εταιρείας, για την αποκλειστική μεταφορά ασθενών με Covid-19 που μπορούν να περπατήσουν».


Πηγή

Η 12η επέτειος του «Πολυτεχνείου» και η δολοφονία Καλτεζά

Ανήμερα της 12ης επετείου από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο 15χρονος μαθητής Μιχάλης Καλτεζάς, πέφτει νεκρός από σφαίρα αστυνομικού στα Εξάρχεια.

Ο 15χρονος Μιχάλης Καλτεζάς, νεκρός από τα αστυνομικά πυρά στα Εξάρχεια


Την Κυριακή 17 Νοεμβρίου 1985, ανήμερα της δωδέκατης επετείου από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ένας 15χρονος διαδηλωτής, ο Μιχάλης Καλτεζάς, έπεσε νεκρός από σφαίρα αστυνομικού στα Εξάρχεια. Την εποχή εκείνη, η Ελλάδα βρισκόταν στις αρχές της δεύτερης κυβερνητικής θητείας του ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Μετά το τέλος της καθιερωμένης πορείας προς την Αμερικάνικη Πρεσβεία, που σημαδεύτηκε από τις λεκτικές αντεγκλήσεις μεταξύ των μπλοκ του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ για την σκληρή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης (υποτίμηση της δραχμής κατά 15% , απαγόρευση αυξήσεων), άρχισαν οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ αστυνομικών και νεαρών διαδηλωτών του αναρχικού και αντιεξουσιαστικού χώρου. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, μία ομάδα διαδηλωτών επιτέθηκε κατά μιας κλούβας των ΜΑΤ στην οδό Στουρνάρη στα Εξάρχεια.

Ένας από τους διαδηλωτές, ο 15χρονος μαθητής Μιχάλης Καλτεζάς, εκσφενδόνισε μια βόμβα Μολότοφ κατά του αστυνομικού αυτοκινήτου, το οποίο άρχισε να λαμπαδιάζει. Τότε, ένας αστυφύλακας, ο 26χρονος Αθανάσιος Μελίστας, πυροβόλησε με το υπηρεσιακό του περίστροφο κατά των διαδηλωτών, που βρίσκονταν σε φάση υποχώρησης στην οδό Σολωμού. Μία σφαίρα βρήκε τον νεαρό μαθητή Καλτεζά κάτω από το αριστερό αυτί, σωριάζοντάς τον νεκρό.

Μόλις μαθεύτηκε η δολοφονία Καλτεζά, ο Υπουργός Υγείας και Πρόνοιας, Γιώργος Γεννηματάς, κατέφθασε στον «Ευαγγελισμό», όπου διακομίστηκε η σορός του, και εξέφρασε τη συντριβή του για το συμβάν. Φίλοι και συμμαθητές, μιλώντας σε δημοσιογράφους, χαρακτήρισαν τον Μιχάλη «ένα σκληρό παιδί, ένα ροκά, που συμπαθούσε τους οργισμένους και αμφισβητίες νέους».

Σχεδόν αμέσως, οι αναρχικοί κατέλαβαν το Φυσικείο (Παλαιό Χημείο) στην οδό Σόλωνος και το Πολυτεχνείο. Την επομένη δόθηκε η άδεια από την Επιτροπή Πανεπιστημιακού Ασύλου για την εκκένωση του κτιρίου από την αστυνομία. Τα ΜΑΤ επενέβησαν και με τη χρήση δακρυγόνων συνέλαβαν 37 άτομα. Η κατάληψη του Πολυτεχνείο έληξε μετά από διαπραγματεύσεις, χωρίς επεισόδια.

Η εκδίκηση της 17Ν εναντίον κλούβας των ΜΑΤ

Επεισόδια έγιναν και σε άλλα σημεία της πρωτεύουσας, μεταξύ αναρχικών και αστυνομίας. Ο απολογισμός του διημέρου μετά τη δολοφονία του νεαρού μαθητή ήταν 58 τραυματίες, ζημιές δισεκατομμυρίων δραχμών και 45 συλλήψεις.

 

Σε πολιτικό επίπεδο, ο αρμόδιος υπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, Μένιος Κουτσόγιωργας, και ο αναπληρωτής του, Αθανάσιος Τσούρας, υπέβαλλαν τις παραιτήσεις τους για λόγους ευθιξίας στον πρωθυπουργό, Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος δεν τις έκανε δεκτές. Έθεσε όμως σε διαθεσιμότητα την ηγεσία της νεοσύστατης τότε Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛΑΣ).

Εννέα ημέρες αργότερα, στις 26 Νοεμβρίου, η τρομοκρατική οργάνωση «17Ν» εκδικείται τον θάνατο Μελίστα, όπως ανέφερε σε προκήρυξή της. Πυροδοτεί παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο δίπλα σε λεωφορείο των ΜΑΤ στην Καισαριανή, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ο 24χρονος αστυφύλακας Νίκος Γεωργακόπουλος και να τραυματιστούν 14 αστυνομικοί. Ιθύνων νους της επίθεσης ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας.

Στο δικαστικό σκέλος της δολοφονίας Καλτεζά, ο δράστης αστυνομικός θα κατηγορηθεί για ανθρωποκτονία από πρόθεση εν βρασμώ ψυχικής ορμής και καθ’ υπέρβαση των ορίων της άμυνας. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1988 θα καταδικασθεί σε δυόμισι χρόνια φυλάκιση, ενώ στην κατ’ έφεση δίκη θα αθωωθεί (25 Ιανουαρίου 1990), επειδή το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό ότι υπερέβη τα όρια της άμυνας, εξαιτίας του φόβου και της ταραχής που του προκάλεσε η ενέργεια του θύματος.

Συνήγορος υπεράσπισης του Μελίστα ήταν ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, ενώ ως συνήγοροι πολιτικής αγωγής παρέστησαν ο Νίκος Κωνσταντόπουλος και ο Φώτης Κουβέλης.



Πηγή

Το ζήτημα των νεκρών του Πολυτεχνείου

Δύο ημέρες μετά την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, o υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ της κυβέρνησης Μαρκεζίνη ανακοίνωσε ότι οι νεκροί ανέρχονταν σε 11. Οι επώνυμοι νεκροί των γεγονότων του Νοεμβρίου 1973.


Δύο ημέρες μετά την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, o υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ της κυβέρνησης Μαρκεζίνη, Σπυρίδων Ζουρνατζής ανακοίνωσε σε συνέντευξη τύπου ότι οι νεκροί ανέρχονταν σε 11 και οι τραυματίες σε 138. Οι φήμες, όμως, έκαναν λόγο για 100, 200, ακόμη και 500 νεκρούς, ομαδικούς τάφους στο νεκροταφείο Ζωγράφου και αλλού, ενώ αναφέρονταν και σε συγκεκριμένα περιστατικά, όπως το θάνατο τουλάχιστον τριών ατόμων που συνεθλίβησαν από το άρμα μάχης που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, την εκτέλεση των εκφωνητών του ραδιοσταθμού και των τραυματιών που νοσηλεύονταν στο πρόχειρο ιατρείο.

Μετά τη Μεταπολίτευση και υπό την πίεση της κοινής γνώμης, ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Αθηνών ανέθεσε στον εισαγγελέα πρωτοδικών Δημήτριο Τσεβά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης «προς διακρίβωσιν τυχόν τελέσεως, αξιοποίνων πράξεων εξ αφορμής των περί το Πολυτεχνείον γνωστών αιματηρών εκδηλώσεων του Νοεμβρίου 1973» (5 Σεπτεμβρίου 1974).

Ενώπιόν του παρέλασαν δεκάδες μάρτυρες, οι οποίοι έδωσαν τη δική τους εκδοχή για τα γεγονότα. Για το ζήτημα των νεκρών, ο δημοσιογράφος Γρηγόριος Παπαδάτος τού παρέδωσε στις 17 Νοεμβρίου 1974 ένα κατάλογο με 59 ονόματα, που ισχυριζόταν ότι αντιστοιχούσαν στον κατάλογο των ημερών εκείνων.

Ένας άλλος μάρτυρας, ο Παντελής Τσαγκουρνής, που υπηρετούσε στο Πεντάγωνο κατά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, κατέθεσε ότι άκουσε τον Ντερτιλή να λέει «ο μέχρι τότε αριθμός των νεκρών ήταν 423». Αργότερα και κατά τη διάρκεια της δίκης του Πολυτεχνείου ανασκεύασε την κατάθεσή του, λέγοντας ότι ο αριθμός 423 αναφερόταν σωρευτικά σε νεκρούς και τραυματίες.

Ένας τρίτος μάρτυρας, ο πρώην πράκτορας της ΚΥΠ Δημήτριος Πίμπας, αναφέρθηκε σε «450 νεκρούς και ομαδικούς τάφους». Η αναφορά του για ομαδικούς τάφους έδωσε την αφορμή στον τότε δήμαρχο Ζωγράφου, Δημήτρη Μπέη, να προτείνει την ανασκαφή της βορειοανατολικής πλευράς του νεκροταφείου, προκειμένου να ανακαλυφθούν οι νεκροί του Πολυτεχνείου. Δεν υπάρχουν πληροφορίες αν έγινε όντως ανασκαφή. Ο μάρτυρας αυτός, πάντως, βρέθηκε αργότερα κατηγορούμενος για εμπλοκή του στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Στο πόρισμα της προκαταρκτικής εξέτασης, που κατέθεσε στις 14 Οκτωβρίου 1974 στον προϊστάμενό του, ο εισαγγελέας Τσεβάς εκτιμούσε ότι ο αριθμός των νεκρών μπορεί να φθάνει τους 34 (18 επώνυμους και 16 ανώνυμους) και οι τραυματίες τους 1.103. Κατά τη διάρκεια της δίκης για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου (16 Οκτωβρίου - 31 Δεκεμβρίου 1975) τεκμηριώθηκαν 24 θάνατοι.

Χρόνια αργότερα (2002-2003), ο ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης (που συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου ως φοιτητής της Φιλοσοφικής), πραγματοποίησε τη δική του έρευνα, υπό την αιγίδα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών όπου εργάζεται, και συνέταξε ένα κατάλογο, στον οποίο περιλαμβάνονται 24 επώνυμοι νεκροί, ενώ για 16 ανώνυμους νεκρούς η έρευνα συνεχίζεται για την ταυτοποίησή τους.


Περισσότερα εδώ

Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου

Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών.



Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία από τις 21 Απριλίου 1967 είχε επιβάλλει καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα.

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές της Αθήνας και συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο. Ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Η αστυνομία, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, εισήλθε στο χώρο του ιδρύματος, συνέλαβε 11 φοιτητές και τους παρέπεμψε σε δίκη με την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής». Οι 8 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, ενώ περίπου 100 άλλοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές τους και να ντυθούν στο χακί.

Κατάληψη στο κτίριο της Νομικής

Επτά ημέρες μετά τα πρώτα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις 21 Φεβρουαρίου οι φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής σχολής στην Αθήνα, προβάλλοντας τα συνθήματα «Δημοκρατία», «Κάτω η Χούντα» και «Ζήτω η Ελευθερία». Η αστυνομία επενέβη και πάλι για να καταστείλει την εξέγερση, αλλά η βίαιη εκδίωξη των φοιτητών από το κτίριο της Νομικής ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αγωνιστικότητά τους.

Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.

Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.

Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου. Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.

Ο ραδιοφωνικός σταθμός

Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτίριο του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστου. Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων. Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι. Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.

Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτίρια. Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή της εξέγερσης.

Τα άρματα μάχης

Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.

Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία. Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ.

 

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού. Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.

Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα. Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.

Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.

Ποιήματα εμπνευσμένα από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου