Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

Αποτυχία των δυτικών κυρώσεων: Πλεόνασμα ρεκόρ για τη Ρωσία, έλλειμμα στη Γερμανία

 Πλεόνασμα ρεκόρ είκοσι ετών καταγράφει η ρωσική οικονομία, παρά τις δυτικές κυρώσεις, οι οποίες φαίνεται πως στρέφονται ενάντια στους ίδιους τους εμπνευστές τους. Ενδεικτικά, την ίδια στιγμή, η Γερμανία σημειώνει εμπορικό έλλειμμα για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, σηματοδοτώντας την αποτυχία των οικονομικών μέτρων εξαναγκασμού. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα γράφει αμερικάνικο πρακτορείο Bloomberg, επικαλούμενο τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας, το πλεόνασμα του ρωσικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο δεύτερο τρίμηνο του 2022 έφτασε σε επίπεδα-ρεκόρ των 70,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων -το μεγαλύτερο τουλάχιστον από το 1994.


του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη

Σε τι στόχευαν οι κυρώσεις κατά της Μόσχας;

Από τις 24 Φεβρουαρίου, οι δυτικές χώρες ανακοίνωσαν μια σειρά οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Από τη φύση τους τα μονομερή μέτρα εξαναγκασμού μιας χώρας, μέσω της οικονομικής πίεσης, έχουν αμφισβητηθεί ως προς τη νομιμότητά τους, καθώς στρέφονται ενάντια στο δικαίωμα κάθε λαού στην ανάπτυξη. Εκθεση του 1996, που συνέταξε ο Διεθνής Οργανισμός Προόδου, δεξαμενή σκέψη που συνδέεται με το Τμήμα Δημοσίων Πληροφοριών των Ηνωμένων Εθνών και απολαμβάνει καθεστώς συμβούλου στο Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του διεθνούς οργανισμού, επέκρινε τις κυρώσεις ως «μια παράνομη μορφή συλλογικής τιμωρίας των πιο αδύναμων και φτωχών μελών της κοινωνίας, των βρεφών, των παιδιών, των χρονίως ασθενών και των ηλικιωμένων».

Στη περίπτωση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ως υποτιθέμενος στόχος ονομάστηκε η άσκηση πίεσης στους Ρώσους ολιγάρχες, ώστε να καμφθεί η απόφαση της ρωσικής ηγεσίας να εμπλακεί στη σύγκρουση στην Ουκρανία. Ο Μιχαήλ Φρίντμαν, ιδιοκτήτης της ρωσικής Alpha Bank, έχει δηλώσει στο Bloomberg ότι η προσπάθεια να αναγκαστούν οι ολιγάρχες της Ρωσίας να ασκήσουν πίεση στον Πούτιν είναι ένας μη ρεαλιστικός στόχος. «Αν οι υπεύθυνοι στην ΕΕ πιστεύουν ότι λόγω των κυρώσεων θα μπορούσα να πλησιάσω τον κ. Πούτιν και να του πω να σταματήσει τον πόλεμο και αυτό θα λειτουργήσει, τότε φοβάμαι ότι όλοι μας έχουμε μεγάλο πρόβλημα», δήλωσε, προσθέτοντας πως «αυτό σημαίνει ότι αυτοί που παίρνουν αυτή την απόφαση δεν καταλαβαίνουν τίποτα για το πώς λειτουργεί η Ρωσία και αυτό είναι επικίνδυνο για το μέλλον».

«Η απόσταση ισχύος μεταξύ του κ. Πούτιν και οποιουδήποτε άλλου είναι σαν την απόσταση μεταξύ της Γης και του σύμπαντος», συμπλήρωσε, καταλήγοντας ότι «το να πει κανείς στον Πούτιν κάτι εναντίον του πολέμου, για οποιονδήποτε, θα ήταν κατά κάποιο τρόπο αυτοκτονία». Αντίθετα, όπως παραδέχεται ο Χάουαρντ Σατς, υψηλόβαθμος οικονομολόγος του Ινστιτούτου Ραντ, οι «αυστηρές κυρώσεις θα βλάψουν τους απλούς Ρώσους».

Η επιλογή να προκληθεί αντίκτυπος στη ρωσική κοινωνία δεν είναι τυχαία, αλλά έχει στόχο την πρόκληση αποσταθεροποίησης, όπως περιγράφει το ίδιο ινστιτούτο, που χρηματοδοτείται από το Πεντάγωνο, τον αμερικανικό στρατό και την αεροπορία, τις υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας (CIA και άλλες), ενώ καυχιέται ότι βοήθησε στη νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο αναγκάζοντας τη Σοβιετική Ένωση να καταναλώσει τους πόρους της σε μια εξαντλητική στρατιωτική αντιπαράθεση, προτείνοντας την επανάληψη της ίδιας τακτικής σε βάρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Το δίλημμα που πρακτικά τέθηκε στη Ρωσία είναι πως, είτε θα δεχθεί τη στρατιωτική περικύκλωσή της από το ΝΑΤΟ, είτε -αν αντιδράσει- θα εγκλωβιστεί σε ένα παρατεταμένο πόλεμο φθοράς και κυρώσεων, που θα ενισχύσουν τις αποσταθεροποιητικές τάσεις, με τη μορφή των λεγόμενων έγχρωμων εξεγέρσεων στο εσωτερικό της. Κάτι που αποδεικνύεται και από τη δήλωση Μπάιντεν, ότι «αυτός ο άνθρωπος [ο Πούτιν] πρέπει να πέσει» αλλά και από την απίστευτη για διπλωματικά δεδομένα διαρροή των συνομιλιών μεταξύ Μακρόν και Πούτιν, λίγες ημέρες πριν από την 24η Φεβρουαρίου. Οι συνομιλίες που κοινοποίησε η γαλλική πλευρά, αποδεικνύουν πως ο Γάλλος πρόεδρος ανέφερε κυνικά πως δεν δίνει δεκάρα για τους «αυτονομιστές» της αν. Ουκρανίας, απαντώντας στις εκκλήσεις του Ρώσου ομολόγου του, ο οποίος έθετε επιτακτικά το ζήτημα της εφαρμογής των ειρηνευτικών συμφωνιών του Μίνσκ, όπως και το ζήτημα των πυρηνικών απειλών Ζελένσκι.

Από την πλευρά του αμερικανικού κατεστημένου, η επιβολή κυρώσεων κατάφερε να βάλει φρένο στην ενεργειακή συνεργασία Ρωσίας-Ευρώπης, οδηγώντας σε κατάρρευση των συμφωνιών, με τη Γερμανία, για τον αγωγό North Stream-2 και προβλήματα με τον North Stream-1 της κρατικής εταιρείας Gazprom. Μια τέτοια εξέλιξη είναι προς όφελος των πολευθνικών εταιριών ενέργειας, γνωστών ως Big Oil, οι τρεις από τις οποίες έχουν έδρα στις Ηνωμένες Πολιτείες (ExxonMobil, Chevron, ConocoPhillips), δύο στο Ηνωμένο Βασίλειο (BP, Shell) και δύο στην ΕΕ (Total, Eni). Τα ιδιωτικά μονοπώλια ενέργειας χρηματοδότησαν αδρά τη καμπάνια των Δημοκρατικών, οι οποίοι κλιμάκωσαν την αμερικάνικη ιμπεριαλιστική επιθετικότητα κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας, «πολεμώντας μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό», όπως έχει χαρακτηριστικά ειπωθεί.

Έλλειμμα στη Γερμανία και η αποτυχία των κυρώσεων

Ως αποτέλεσμα των οικονομικών μέτρων εξαναγκασμού, η Ρωσία κατέστη το κράτος με ρεκόρ κυρώσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία της βάσης δεδομένων Castellum.AI – η πρώτη μεταξύ 37 κρατών που σήμερα υφίστανται δολοφονικές κυρώσειςΟ αποκλεισμός των μεγάλων ρωσικών τραπεζών από το σύστημα διεθνών συναλλαγών SWIFT, μέσω του οποίου επιβάλλεται το μονοπώλιο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, είναι πρωτοφανών διαστάσεων, λόγω του μεγέθους της ρωσικής αγοράς. Όμως, παρά την ελαφρά μείωση των εξαγωγών (από 166,4 δισεκατομμύρια δολάρια το πρώτο τρίμηνο σε 153,1 δισεκατομμύρια δολάρια το δεύτερο τρίμηνο), ως αποτέλεσμα των κυρώσεων, η παράλληλη μείωση των εισαγωγών (στα 72,3 δισ. δολάρια από 88,7 δισ. δολάρια) συνέβαλε στη κατακόρυφη αύξηση του πλεονάσματος.

Όπως παραδέχεται το Ινστιτούτο Ραντ, το Κρεμλίνο επεδίωξε να συσσωρεύσει σημαντικά αποθέματα σκληρού συναλλάγματος, δημιουργώντας εγχώρια παραγωγή για να αντικαταστήσει, σταδιακά, βασικά εισαγόμενα προϊόντα. Η ρωσική κυβέρνηση προχώρησε σε επιθετικό έλεγχο τιμών για την αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας και κρατική ρύθμιση, εισάγοντας ειδικά μέτρα πολεμικής οικονομίας. Παράλληλα, oι παγκόσμιες ελλείψεις σε ενεργειακά αγαθά, λόγω των δυτικών κυρώσεων, οδήγησαν σε άνοδο των τιμών και αύξησαν τα έσοδα της Ρωσίας από ορυκτά καύσιμα αγγίζοντας το ρεκόρ  των 97 δισεκατομμυρίων ευρώ από εξαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα τις πρώτες 100 ημέρες του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ η Μόσχα είχε φροντίσει προηγουμένως να οργανώσει τη στρατηγική στροφή της στη μεγάλη αγορά της Κίνας, αλλά και σε άλλες αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Ινδία. Για αυτό το λόγο, οι «ισχυροί του πλανήτη» G7 συζήτησαν το ενδεχόμενο επιβολής πλαφον στις τιμές της ενέργειας, για να περιορίσουν τα ρωσικά έσοδα, προκαλώντας την αντίδραση της Big Oil, η οποία πέτυχε τον στόχο της να αυξήσει σε 50% (από 37%) τις εξαγωγές αμερικανικού LNG προς την Ευρώπη.

Η αποτυχία της Ουάσιγκτον να αντικαταστήσει βραχυπρόθεσμα το σύνολο της ρωσικής ενέργειας, με την προσπάθεια προσέγγισης του Ιράν και της Βενεζουέλας, δύο χωρών που έχουν υποστεί τα πάνδεινα από αντίστοιχες κυρώσεις, εναντίον των οποίων είχαν επί έτη τη βοήθεια της Ρωσίας, μεταφράζεται σε ενεργειακό έλλειμμα για την Ευρώπη, η οποία πριν τη νέα φάση του πολέμου αντλούσε το 40% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου της από τη Ρωσία. Ως αποτέλεσμα, το φάντασμα της ύφεσης δεν πλανιέται μόνο πάνω από τους φτωχότερους λαούς, αλλά και στις δυτικές μητροπόλεις και τους δορυφόρους τους, με τη Γερμανία να καταγράφει εμπορικό έλλειμμα ύψους ενός δισ. ευρώ τον Μαϊο, με τις εισαγωγές της να ξεπερνούν τις εξαγωγές, καθώς η μείωση των ροών ρωσικού φυσικού αερίου, πίεσε ανοδικά τις τιμές.

Κερδισμένες από όλα αυτά βγαίνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, που επεδίωκαν, από την περίοδο Τραμπ, να στρέψουν τους πολίτες τους να αγοράζουν περισσότερα προϊόντα κατασκευασμένα στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η νίκη αυτή είναι πύρρειος, καθώς η νέα παγκόσμια νομισματική τάξη, έχει αποδυναμώσει το σημερινό σύστημα που βασίζεται στο δολάριο, και οδηγήσει σε υψηλότερο πληθωρισμό στη Δύση, όπως τόνισε ο Ζόλταν Πόζαρ, πρώην αξιωματούχος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, και τώρα στρατηγικός αναλυτής της Credit Suisse (CS), μιλώντας για την κρίση εμπορευμάτων στις ΗΠΑ, κατά τις πρώτες ημέρες της νέας φάσης του πολέμου. Ήδη για τον Ιούνιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες καταγράφουν πληθωρισμό 9,1% από 8,6% τον Μάιο. Αυτό το γνωρίζει η Ρωσία, της οποίας η ηγεσία πλέον μιλάει ανοιχτά για το «οριστικό τέλος της παγκόσμιας τάξης υπό την ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών» και την «μετάβαση από τον φιλελεύθερο-παγκοσμιοποιητικό αμερικανικό εγωκεντρισμό σε έναν πραγματικά πολυπολικό κόσμο», ενώ στην πρόσφατη σύνοδο των μεγαλύτερων αναδυόμενων οικονομιών, BRICSπρότεινε την δημιουργία και νέου αποθεματικού νομίσματος, κάτι που πολλές χώρες βλέπουν θετικά. Η Τουρκία η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία κάνουν αίτηση για να μπουν στην οικονομική συμμαχία που επανέκαμψε, κλονίζοντας μια τις βάσεις του βορειοαμερικανικού μονοπολισμού, το πετροδόλαρο και τον μονοπωλιακό του χαρακτήρα στις διεθνείς συναλλαγές.

Εκτός από ενέργεια, και άλλοι τομείς έχουν σοβαρά προβλήματα. Είναι χαρακτηριστικό πως η Γερμανία πληρώνει περισσότερα και για τρόφιμα, λόγω της επισιτιστικής κρίσης που προκαλούν οι κυρώσεις στις εισαγωγές διατροφικών αγαθών και λιπασμάτων, στα οποία η Ρωσία είναι κορυφαίος εξαγωγέας, ενώ ο πόλεμος έχει εγκλωβίσει τις εξαγωγές από Ουκρανία (επίσης σημαντικός εξαγωγέας διατροφικών προϊόντων, κυρίως δημητριακών). Τα παραπάνω έρχονται να προστεθούν στη καταστροφή καλλιεργίσιμων εδαφών, που προκαλείται από την κλιματική κρίση, αλλά και από την ανάπτυξη της βιομηχανικής κτηνοτροφίας για την (υπερ)κατανάλωση κρέατος του Παγκόσμιου Βορρά, το οποίο πετιέται μάλιστα σε σημαντικές ποσότητες, ώστε να διατηρείται ψηλά η κερδοφορία, τη στιγμή που τα φτωχότερα έθνη έρχονται αντιμέτωπα με το φάσμα της πείνας. Και εδώ οφείλουμε να θυμίσουμε πως, η κρίση στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, που προκάλεσε η πανδημία Covid-19, τόσο σε ότι αφορά τη μετακίνηση των εργατικών χεριών των μεταναστών, οι οποίοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον πρωτογενή τομέα, όσο και καθώς το «παγκόσμιο εργοστάσιο», η Κίνα, δεν υιοθετεί τις πολιτικές συμβίωσης με τον ιο, ήδη αποτελούσε μια ακόμα υποκείμενη ασθένεια της παγκόσμιας οικονομίας. Όλα τα παραπάνω αθροίζονται σε μια δομική κρίση υπερσυσσώρευσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, της οποίας ο πόλεμος δεν είναι αίτιο, αλλά αποτέλεσμα, ειδικά σε ό,τι αφορά την κούρσα των δυτικών μονοπωλίων για κατάκτηση των αγορών και των πόρων, αλλά και την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. 

Ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα…

Καθώς, οι αντιρωσικές κυρώσεις γυρίζουν μπούμερανγκ στα ευρωπαϊκά κράτη, με βαρύ τίμημα για τους ευρωπαϊκούς λαούς, οι εμπευστές τους φαίνεται να αποτυγχάνουν να προκαλέσουν τα πολιτικά αποτέλεσμα, που προσδοκούσαν. Οι προσπάθειες κοινωνικής αναταραχής έχουν αποτύχει και δυτικές εταιρείες δημοσκοπήσεων παραδέχονται ότι πάνω από το 80% των Ρώσων εγκρίνει τις πρόσφατες ενέργειες του Ρώσου προέδρου. Την ίδια στιγμή, ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε την παραίτηση του, η οποία συνδέεται με την ανικανότητα της κυβέρνησης του πρώην τραπεζίτη να λάβει μέτρα στήριξης της ιταλικής οικονομίας, λόγω της οικονομικής κρίσης που προκλήθηκε από τον πόλεμο. Είναι ο δεύτερος αρχηγός της G7, ο οποίος χάνει το αξίωμά του, μετά την υπόσχεση της συμμαχίας να ανατρέψει τη ρωσική κυβέρνηση. Προηγήθηκε ο Βρετανός πρωθυπουργός, ο οποίος δήλωσε πριν μήνες ότι «ο Πούτιν πρέπει να αποτύχει», και οδηγήθηκε, επίσης, σε παραίτηση.

Η γερμανική κυβέρνηση που αποφάσισε να δαπανήσει 100 δισεκατομμύρια ευρώ για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών της, αντιμετωπίζει κινητοποιήσεις, ενώ Γερμανοί αγρότες συμμετείχαν στα μπλόκα των συναδέλφων τους στην Ολλανδία, καθώς η τελευταία αναμένει πληθωρισμό 9,4% για φέτος. Οι διαδηλώσεις γίνονται ενάντια στο νομοσχέδιο που προβλέπει τη μείωση εκπομπών ρύπων, καθώς παραμένει αβέβαιο πως τα νεοφιλελεύθερα κράτη της Δύσης μπορούν να εφαρμόσουν την υποσχόμενη πράσινη μετάβαση, σε συνθήκες ενεργειακής και επισιτιστικής κρίσης. Στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική μητρόπολη, στην Ουάσινγκτον, η οποία τα προηγούμενα χρόνια αντιμετώπισε άνθιση του εργατικού κινήματος και την εξέγερση των Αφροαμερικανών, σήμερα επανέρχονται δυναμικά λευκές ακροδεξιές αποσχιστικές τάσεις στο Τέξας. Σύμφωνα με το Economist, ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει καταφέρει να έχει το χαμηλότερο ποσοστό αποδοχής από οποιοδήποτε άλλο κάτοχο του αξιώματος από τη δεκαετία του 1950, καθώς ακόμα και μεταξύ των Δημοκρατικών ψηφοφόρων, το 67% πιστεύει ότι η οικονομία δεν πάει καλά, το 78% πιστεύει ότι η χώρα οδεύει προς τη λάθος κατεύθυνση και το 64% θέλει έναν άλλον υποψήφιο για την προεδρία του 2024. Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, οι τιμές για την παράδοση φυσικού αερίου αυτόν τον χειμώνα, στα 182 ευρώ/mwh (184 δολάρια/mwh), είναι σχεδόν τόσο υψηλές όσο στις αρχές Μαρτίου και επτά φορές υψηλότερες από το μακροχρόνιο επίπεδό τους, με τις δυτικές κυβερνήσεις να ετοιμάζονται να διασώσουν τις κατεστραμμένες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας στη Γαλλία και τη Γερμανία και ορισμένοι επενδυτές στοιχηματίζουν για το ποιες βιομηχανικές επιχειρήσεις θα χρεοκοπήσουν φέτος, καθώς θα αρχίσει να εφαρμόζεται το δελτίο κατανάλωσης.

Οι λαϊκές αντιδράσεις στο δυτικό κόσμο δεν έχουν στο σύνολό τους προοδευτικό προσανατολισμό. Όμως φανερώνουν την κοινωνική κρίση, που επιφέρει η αποτυχία των δυτικών κυβερνήσεων, οι οποίες προσπαθούν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους, μέσω του νεομακαρθισμού, αντιρωσικού ρατσισμού και του αντικομμουνισμού, ενώ εντείνουν τα πιο πολεμοκάπηλα σχέδιά τους, όπως είναι η περικύκλωση και ο διαμελισμός της Ρωσίας, αλλά και το σενάριο ταυτόχρονου πολέμου κατά της Κίνας, όπως διακήρυξε πρόσφατα και το ΝΑΤΟ από τη Μαδρίτη.



Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου