Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Μουσική Παρασκευή - Ειρήνη Παπά ~ Σαράντα παλληκάριᾰ ἀπό τὴ Λεβαδειὰ


Η μάχη της Αλαμάνας

Εδώ και πολλά χρόνια απασχολεί τους λαογράφους και τους μελετητές της Αρκαδίας αν, το πολυτραγουδισμένο δημοτικό τραγούδι που αφορά τα Σαράντα Παλληκάρια, είναι σχετικό με την Τρίπολη, πρωτεύουσα της Αρκαδίας.

Παλιότερα, ο μακαρίτης τώρα Τάσος Τσακόπουλος, δημοδιδάσκαλος από τη Νεστάνη, είχε πετύχει παραλλαγή που παρουσίαζε τα Σαράντα Παλληκάρια ν΄ έρχονται από την Αρκαδιά ( Κυπαρισσία ), για να πατήσουν την Τριπολιτσά, φέρνοντας μάλιστα και τον γνωστό Αρκάδα από το Τουρκολέκα, τον Νικηταρά.

Μεταξύ των υποστηρικτών της σχέσεως του τραγουδιού με την Τριπολιτσά, ήταν και ο περίφημος πρωτοψάλτης του Ναού του Αγίου Βασιλείου της Τριπόλεως, μακαρίτης κι’ αυτός Γιάννης Παναγιωτόπουλος η’ Κούρος. Σε συνέντευξη του παρεδέχθη με πικρία , ότι ο θησαυρός αυτός της Εθνικής μας Μουσικής και Λαικής ποιήσεως, έχει υποστεί τρομερή παραποίηση γεγονότων και νοημάτων, ώστε να δημιουργείται σήμερα επιβλαβής σύγχυση... (Πηγή)


Ενα από τα δημοτικά τραγούδια τα οποία δημιουργούν προβλήματα στους μελετητές λαογράφους και ιστορικούς, αφού είναι αμφίβολη η προέλευση (αρχική), οι στίχοι, οι αναφορές κλπ., είναι ασφαλώς το τραγούδι των σαράντα παλικαριών.

Το τραγούδι αυτό υπήρξε ο Θούριος της Επαναστάσεως του 1821. Δομήθηκε οπωσδήποτε στα προεπαναστατικά χρόνια και ίσως στα 1805-1806. Παραλλαγές του τραγουδιού υπάρχουν στο Μοριά, στη Ρούμελη, στην Κρήτη, στη Λέσβο, ακόμη και στην Κύπρο. Η κυρίαρχη παραλλαγή, που ίσως δεν είναι σύστοιχη με την πρωτότυπη, είναι αυτή της Αρκαδίας και αναφέρεται πιο πάνω (αρχή). Επειδή η απόσταση Λιβαδειάς-Τρίπολης για εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη, κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι η Λιβαδειά είναι περιοχής του χωριού Λεονταρίου Αρκαδίας. Όχι! απαντούν οι μελετητές της Ρούμελης και ιδίως της Φωκίδας. Τα παλικάρια έφυγαν από τη Λιβαδειά και πήγαιναν στην Τοπολιτσά (το σημερινό Κάστρο, στο 110 χιλ. της Εθνικής οδού Αθήνας-Λαμίας). Η διαμάχη αναβαθμίζεται και στο πρόσωπο του γέρου.

Οι Ρουμελιώτες «βλέπουν» στο πρόσωπο του γέρου τον Καπετάν Ανδρίτσο και στον γιο τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Οι Μοραΐτες «βλέπουν» στο πρόσωπο του γέρου τον Σταματέλο Τουρκολέκα από το Λεοντάρι, που σκοτώθηκε το 1805, και στον γιο τον Νικηταρά (1782-1849). Άλλοι, πλανηθέντες από παραλλαγή του κλέφτικου αυτού τραγουδιού της Λέσβου, ομιλούν για τον Φώτο Τζαβέλλα και τον γιο του Κίτσο.

Αλλά η άποψη αυτή αιωρείται εντελώς εις το κενόν, δεδομένου ότι ο Κίτσος Τζαβέλλας από 2 ετών έζησε στην Κέρκυρα και γύρισε 19 ετών, ο δε πατέρας του Φώτος από της παραδόσεως του Σουλίου (1803) ήταν στην Κέρκυρα μέχρι την δολοφονία του (1809).

Μια παραλλαγή του τραγουδιού από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας καταργεί εντελώς την Τριπολιτσά και περιορίζει τα δρώμενα μόνο στη Λιβαδειά: «Από την Κουδουνίτσα ως τη Λειβαδιά / σαράντα παλληκάρια πάνε για κλεψιά. / Στο δρόμο που πηγαίναν, κει στη Λειβαδιά / πανταίνουν ένα γέρο, γεροντόκλεφτα. / Χάιντε να πάμε γέρο, γέρο για κλεψιά / δεν ημπορώ παιδιά μου, γιατ’ εγέρασα / Μόν’ πάρτε τον υγιό μου τον τρανύτερο / που ξέρει μονοπάτια και στενώματα».

Η Κυπριακή παραλλαγή ακολουθεί μάλλον την Αρκαδική και ομιλεί ανοιχτά για τον Νικηταρά, ως τον γιο του τραγουδιού:

«Σαράντα παλληκάρια τζ’ απού την Λιβαδκιάν / Καράβιν αρματώσασιν να παν εις την κλεψάν. / Στοδ δρόμομ που πααίναν, γέρον ανταμώσασιν. / Ώρα καλή σου γέρο, καλώς τα τα παιδκιά. / Πού πάτε βρε κοπέλλια, πού πάτε βρε παιδκιά; / Πάμεν για να πατήσουμεν την Τριπολιτζάν.
Μέμ πάτε βρε κοπέλλια, μέμ πάτε βρε παιδκιά, εις την Τριπολιτζάν. / Τζ’ ‘εσ’ει γλυτζ’υγ κρασάτσ’ιν, κουμανταρκάμ πολλήν / Θα πκήτε θα μεθύσετε και τζ’αι θα σας πκιάσουσιν / Στην φυλακήν σας βάλλουν τζ’αί να σας κρεμμάσουσιν.. .

Αφήσαμε τελευταία την παραλλαγή, την οποία δημοσίευσε ο πατέρας της Λοαγραφίας Νικόλαος Πολίτης το 1914 (Εκλογή από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού). Εδώ απολείπεται η Τριπολιτσά και εμφανίζεται το Καλό Χωριό. Ο ίδιος ο Πολίτης σημειώνει ότι Καλό Χωριό δεν υπάρχει και είναι πεπλασμένο. Ας δούμε την παραλλαγή αυτή:

«Σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδιά / Βγήκαν αρματωμένα, πάνε για κλεψιά. / Πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό, / Πάνε για να κάψουν χώρες και νησιά. / Κάνα δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο, / γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνιά. / Επήγαν και τον βρήκαν σε βαθιά σπηλιά / όπ’ έλιωνε τ’ ασήμι κι έφτιανε κουμπιά. / «Γεια σου, χαρά σου, γέρο». «Καλώς τα παιδιά, / καλώς τα παλικάρια, τα κλεφτόπουλα». / «Σήκου να βγούμε, γέρο, κλέφτες στα βουνά». / «Δεν ημπορώ, παιδιά μου, γιατ’ εγέρασα. / Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα / και πάρτε τον υγιό μου τον μικρότερο / πο’ ’χει λαγού ποδάρι, δράκου δύναμη. / Ξέρει τα μονοπάτια και τα σύρματα, / ξέρει και τα λημέρια που λημέριαζα, / ξέρει τις κρύες βρύσες πο’ ’πινα νερό, / ξέρει τα μοναστήρια πο’ ’παιρνα ψωμί / και ξέρει και τις τρύπες όπου κρύβομουν. ..

Ποια ήταν η σχέση του Κλέφτη (κι αργότερα του Ληστή) με τις γυναίκες, την αγάπη και τον έρωτα; Εδώ έχουμε διάσταση της πραγματικότητας και της λαϊκής δοξασίας. Ο Καπετάνιος και τα παλικάρια του ήταν υποχρεωμένοι να ζουν σε καταφύγια, σε λημέρια, σε κοιλάδες και στις έρημες κορυφές των ορέων. Έπρεπε να γνωρίζουν όλα τα μονοπάτια και να μετακινούνται διαρκώς.

Ο Κλέφτης «εκεί που κοιμήθηκε τη νύχτα, δεν πρέπει να βρεθεί την αυγή». Άρα δεν είχε και δεν έπρεπε να έχει ερωτική ζωή, νόμιμη ή παράνομη και επίσης έπρεπε να μην ρέπει προς την οινοποσία. Άλλωστε, αν συνέβαινε αυτό θα έπρεπε να κάνει γάμο και να μεταπέσει στον ειρηνικό βίο. Οι γυναίκες, ακόμη και οι αιχμάλωτες (ελληνίδες, μουσουλμάνες, γνωστές, άγνωστες), ήταν ιερές.

Σε μία περίπτωση, κατά την οποία ένας Καπετάνιος δεν σεβάστηκε την γυναίκα ενός Τούρκου, εφονεύθη από τα ίδια τα παλικάρια του. «Σκοτώστε τον τον κερατά, σκοτώστε τον τον πούστη!». Τη θέση αυτή την γνώριζαν οι γυναίκες, γι’ αυτό δεν δέχονταν να τους υπηρετούν. Όταν ο καπετάνιος διατάσσει την αιχμάλωτη να τον κεράσει, παίρνει την απάντηση: «Δήμο, δεν είμαι δούλα σου κρασί να σε κεράσω. Εγώ είμαι νύφη προεστών κι αρχόντων θυγατέρα…». Η λαϊκή, όμως, δοξασία είναι διάφορη. Αχαλίνωτη η φαντασία του απλού ανθρώπου και ασύνορη στιχουργεί τραγούδια αγάπης κι έρωτα Κλεφτών, εκεί που δεν υπήρχαν.

Μετά από τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το δημοτικό αυτό τραγούδι, εδομήθη τους προεπαναστατικούς χρόνους στη Ρούμελη ή τον Μοριά και εκφράζει τον πόθο του λαού μας για ελευθερία, ο οποίος θρόνιαζε στις ψυχές των παλικαριών, αλλά και τον γεροντότερων.

                             Πηγή




 

Πηγή εικόνας (πάνω)

                                                                                            


Το  τραγούδι περιλαμβάνεται στον δίσκο «Ωδές» της Ειρήνης Παπά και του Βαγγέλη Παπαθανασίου, για τους οποίους θα βρείτε περισσότερες πληροφορίες εδώ κι  εδώ, ενώ έχουν δημοσιευτεί και οι παρακάτω σχετικές αναρτήσεις:



Πάμε να το ακούσουμε...



Σαράντα παλληκάριᾰ 

ἀπό τὴ Λε- μωρέ ἀπ' τὴ Λεβαδειὰ

Σαράντα παλληκάριᾰ 

ἀπό τὴ Λε-μωρέ ἀπ' τὴ Λεβαδειὰ


Πᾶνε γιὰ νὰ πατήσουνε τήν Τροπο-

μωρ’ τήν Τροπολιτσά

Πᾶνε γιὰ νὰ πατήσουνε τήν Τροπο-

μωρ’ τήν Τροπολιτσά


Στὸ δρόμο ποὺ πηγαῖνανε γέροντᾰ

βρέ γέροντ' ἀπαντοῦν

Στὸ δρόμο ποὺ πηγαῖνανε γέροντᾰ

βρέ γέροντ' ἀπαντοῦν

Ὥρα καλή σοῦ γέρο

καλῶς τα τὰ, καλῶς τα τὰ παιδιά


Ποῦ πᾶτε παλληκάρια

ποῦ πᾶτε  ρέ σ'

ποῦ πᾶτε  ρέ σ' παιδιά

Ποῦ πᾶτε παλληκάρια

ποῦ πᾶτε  ρέ σ'

ποῦ πᾶτε  ρέ σ' παιδιά


Πᾶμε γιὰ νὰ πατήσουμε τήν Τροπο-

μωρ’ τήν Τροπολιτσά

Πᾶμε γιὰ νὰ πατήσουμε τήν Τροπο-

μωρ’ τήν Τροπολιτσά

Πᾶμε γιὰ νὰ πατήσουμε τήν Τροπο-

μωρ’ τήν Τροπολιτσά

Πᾶμε γιὰ νὰ πατήσουμε τήν Τροπο-

μωρ’ τήν Τροπολιτσά


Ποῦ πᾶτε παλληκάρια

ποῦ πᾶτε  ρέ σ'

ποῦ πᾶτε  ρέ σ' παιδιά...









Άγιοι Κλαύδιος, Διόδωρος, Ουΐκτωρ, Ουϊκτωρίνος, Παππίος, Σεραπίων και Νικηφόρος


Σπεύδεις ὀκλάζων, Κλαύδιε, πρὸς σὸν γόνυ,
Τομῇ κεφαλῆς, πρὸς Θεοῦ δραμεῖν γόνυ.
Πέμπτῃ Κλαυδίου κεφαλὴν τάμε χεὶρ φονόεσσα.



Λειτουργικά κείμενα

Γ' Χαιρετισμοί


Πληροφορίες για τον Ακάθιστο Ύμνο βλέπε εδώ.

Ακάθιστος Ύμνος - Γ' Στάσις

Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.

λως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.