Τo τελευταίο πολεμικό συμβούλιο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου


Πολύ πριν το ξεψύχισμα της Πόλης (1453) το κακό είχε συντελεστεί λόγω εξασθένησης της αμυντικής της θωράκισης (το κανόνι του Ουρβανού προκάλεσε ήδη θανάσιμα ρήγματα στα τείχη) και λόγω του θρησκευτικού διχασμού μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών.

   Του διχασμού που κυριαρχούσε από δεκαετίας (1443) στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, με αποτέλεσμα η κατάσταση να ξεφύγει από κάθε έλεγχο στο θέμα της κοινωνικής συνοχής. Οι ελπίδες για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης είχαν εξανεμιστεί, δυστυχώς, και σε αμυντικό επίπεδο διαλύοντας την εθνική συνοχή.   Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι είχε σπεύσει την τελευταία στιγμή να υπερασπιστεί τη Βασιλεύουσα με μικρό στολίσκο από τη Βενετία ο Γενουάτης (”Μαύρος Αρχάγγελος”*) Ιωάννης Ιουστινιάνης, μετά την έκκληση για βοήθεια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στη χριστιανική Δύση.      Με τον λαό χωρισμένο στα δύο και διαφαινόμενη την πτώση της Ρωμανίας, το μίσος των ανθενωτικών απέναντι στον αυτοκράτορα προσέλαβε και θρησκευτικές διαστάσεις όταν επανέφερε στον πατριαρχικό θρόνο τον ενωτικό Γρηγόριο Μάμμα**(1443-1450), αν και είχε καθαιρεθεί αυτός από τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1450.      Σύνοδο που αποκήρυξε την παπική  Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-9) στην οποία συμμετείχε ο Μάμμας μαζί με τον Γεννάδιο-Σχολάριο (κατά κόσμον Γεώργιο Κουρτέσιο, πρώτο Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης μετά την Άλωση).

Ο καιρός εντωμεταξύ περνούσε και ο αυτοκράτορας, κάτω απ’ το βάρος των καταστάσεων, είχε οδηγηθεί σε αναγκαστική απομόνωση μη αντέχοντας να ακούει τις κατάρες των ανθενωτικών. Το ίδιο απομονωμένοι ήταν και πολλοί λόγιοι της Πόλης, αφού με τη στάση τους είχαν γίνει το κόκκινο πανί για τον κατώτερο κλήρο και τις λαϊκές μάζες που δεν ήθελαν την ένωση καθολικής-ορθόδοξης Εκκλησίας.

   Τους τελευταίους Χαιρετισμούς,  λίγο πριν το έσχατο Πάσχα, τους παρακολούθησαν στην Αγία Σοφία ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και οι πιστοί ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο με την ψυχή τους πλημμυρισμένη από αγωνία και τη δυσάρεστη αίσθηση ότι θρηνούσαν βουβά κάποιον ετοιμοθάνατο αγαπημένο.

   Λίγες μέρες μετά, Κυριακή των Βαΐων, τα ”τετρακόσια σήμαντρα” της Μεγάλης Εκκλησίας χτυπούσαν ξετρελαμένα καλώντας τον λαό να ενώσει τη φωνή του στη δέηση που θα γινόταν για τη σωτηρία του. Κι εκείνος έτρεχε αλαφιασμένος να λειτουργηθεί προαισθανόμενος το τέλος που πλησίαζε.

  Στα ανοιχτά παράθυρα τούφες καπνού από το λιβάνι ξεχύνονταν στον αέρα παίρνοντας μαζί του ψηλά, στον ουρανό, τον παρακλητικό κανόνα του Πατριάρχη που έψαλλε με το πλήρωμα το ”Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου…”, για να καταλήξει στην τελευταία προσευχή με χέρια υψωμένα στον Παντοκράτορα του θόλου: ”Βασιλεύ, Βασιλέων, βοήθει την Βασιλεύουσα”…

  Μέσα στο Πάσχα η κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη έγινε απελπιστική. Το στέμμα στο κεφάλι του Παλαιολόγου είχε μετατραπεί σε ακάνθινο, γιατί έσφιγγε ο κλοιός γύρω απ’ την Πόλη. Τα τείχη της δέχονταν ομοβροντίες απ’ τις πολιορκητικές μηχανές του Μωάμεθ ο οποίος είχε στο πλευρό του (αναγκαστικά ή όχι) Σέρβους, Βούλγαρους, Πολωνούς, Βοημούς και Λατίνους.

   Κι αυτά κλιμακώνονταν με το χρόνο επιδεινώνοντας την κατάσταση του πληθυσμού κυρίως στα περίχωρα και τα σύνορα. Ήδη ο Βούλγαρος εξωμότης ναύαρχος του Μωάμεθ Σουλεϊμάν μπέης Μπαλτόγλου είχε κατακάψει τα Πριγκηπονήσια κι ένα γυναικείο μοναστήρι, ενώ ο Χαρατί πασάς – αφού πάτησε το φρούριο της Θεραπειάς και παλούκωσε σαράντα γενναίους υπερασπιστές του – ρήμαζε τα ξεμοναχισμένα ελληνικά κάστρα (προς τη μεριά της Προποντίδας), τα φρούρια και τα μοναστήρια έξω απ’ τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Λίγες ώρες μετά την εσπερινή περιφορά του Επιταφίου της Μεγάλης Παρασκευής, ο ήχος απ’ τις καμπάνες της Αγίας Σοφίας πνίγονταν απ’ τις μπομπάρδες του Μωάμεθ, τους κανονιοβολισμούς (με  πιο τρομακτικούς αυτούς του ”θηρίου” του Ουρβανού) και τα τύμπανα των Τούρκων που χτυπούσαν ασταμάτητα και δαιμονισμένα τρομοκρατώντας τον κόσμο ο οποίος έτρεχε να κρυφτεί ξεφωνίζοντας πανικόβλητος με την εντύπωση ότι οι Τούρκοι είχαν γκρεμίσει τα θαλάσσια τείχη της Βασιλεύουσας.

   Μια μέρα μετά, το βράδυ της τελευταίας Ανάστασης του 1453 όπου ήταν παρούσα σύσσωμη η ρωμαίικη Αυλή, όλοι είχαν βγει απ’ τα σπίτια τους  στην ετοιμοθάνατη Πόλη λαχταρώντας ν’ ανάψουν για τελευταία φορά τις αναστάσιμες λαμπάδες τους από το ιερό και ανέσπερο φως των ασημένιων πολυκάντηλων της Αγίας Σοφίας ή το χέρι του Πατριάρχη ψάλλοντας μαζί του το αναστάσιμο δοξαστικό.

   Η συγκίνηση ήταν διάχυτη, καθώς κατάπιναν μικροί και μεγάλοι το πικρό ποτήρι της μοίρας τους, σαν να ήταν προδιαγεγραμμένο να ”τουρκέψει” η Πόλη. Γι’ αυτό και έψαλλαν το ”Χριστός Ανέστη” με πρόσωπα χαρακωμένα από τα δάκρυα…

   Μέσα σ’ αυτήν τη βαριά ατμόσφαιρα που έπνιγε τη χαρά της Ανάστασης του Κυρίου, δεν πήρε είδηση κανείς τη βασιλική άμαξα στην Μέση οδό που κατευθυνόταν καλπάζοντας με κατεύθυνση τα θαλάσσια τείχη προς την μεριά του Κεράτιου κόλπου, όπου βρισκόταν το παλάτι των Βλαχερνών.

  Όταν έφτασαν στον προορισμό τους οι επιβάτες και οι συνοδοί τους (ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο αρχιγραμματέας του Γεώργιος Σφραντζής, ο Ιουστινιάνης, ο δον Φραγκίσκος από το Τολέδο [απόγονος του Αλέξιου Κομνηνού], ο αρχιναύαρχος Λουκάς Νοταράς και  οι οφφικιάλιοι του θρόνου οι οποίοι συνόδευαν την αυτοκρατορική άμαξα), βρήκαν να τους περιμένουν στην αίθουσα συνεδριάσεων ο αρχηγός του Στόλου Λουκάς Νοταράς και 18 διοικητές του αυτοκράτορα από τους οποίους οι 8 ήταν Έλληνες. Οι υπόλοιποι ήταν Γενοβέζοι, Βενετοί και Έλληνες Κρητικοί.

   Στο τελευταίο εκείνο πολεμικό συμβούλιο πάρθηκαν οι εξής αποφάσεις απ’ τον Παλαιολόγο για τους συμμετέχοντες:

  1. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας με τους συμβούλους του Σφραντζή και δον Φραγκίσκο θα έστηνε το στρατηγείο του στον οκτάγωνο πύργο της Πύλης του Πέμπτου (Αγίου Ρωμανού), αν ο Μωάμεθ έστηνε τη σκηνή του και στρατοπέδευε με τους 12.000 επίλεκτους γενίτσαρους του στην κοιλάδα του Λύκου που ήταν απέναντι.
  2. Ο στρατηγός Ιουστινιάνης με 700 μισθοφόρους του θα έκανε το ίδιο στη Χαρσία Πύλη (ή Πύλη της Αδριανούπολης).
  3. Ο Βενετός πρέσβης Τζιρόλαμο Μινόττο θα έκανε το ίδιο στο παλάτι των Βλαχερνών με βάση τον πύργο του Πέμπτου (του Αγίου Ρωμανού)
  4. Οι αδελφοί Λαγκάσκο με ορμητήρια τα μονά και ευάλωτα θαλάσσια τείχη.
  5. Άλλοι θα είχαν το στρατηγείο τους δίπλα στο Ιερό Παλάτι, στην Κερκόπορτα.
  6. Άλλοι στην Πύλη της Καλλιγαρίας (ή Πύλη του Εβδόμου) ως την Ξυλόπορτα (γωνία του χερσαίου τείχους με εκείνο του Κεράτιου, κοντά στη γέφυρα του Αγίου Καλλινίκου που οδηγούσε στις συνοικίες της Πόλης Πέραν, Γαλατά και Συκιές)  και
  7. Οι αδελφοί Μποκιάρντι και οι Κρητικοί θα είχαν το στρατηγείο τους στη Ρουσία Πύλη (ή Πύλη Πολυανδρίου).

   Σημειωτέον ότι εκείνο το βράδυ ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον αρχιναύαρχο Νοταρά να αφήσει την Αρχηγία του Στόλου και να υπερασπιστεί το χερσαίο τείχος αναλαμβάνοντας το πρώτο εφεδρικό απόσπασμα με βάση τη συνοικία της Πέτρας, η οποία είχε ενισχυθεί στρατιωτικά από πυροβολητές και 100 ιππείς.

 Σημειωτέον, επίσης, ότι η διανομή ρόλων συνεχίστηκε ομαλά μέχρι τα ξημερώματα της επόμενης μέρας. Στη δεύτερη φάση ο ξάδελφος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Νικηφόρος (δούκας της Μεσοποταμίας) ανέλαβε τη βάση των Αγίων Αναργύρων στα νώτα της Πόλης και ο άλλος ξάδερφός του Θεόφιλος Παλαιολόγος την Πύλη της Σηλυβρίας (ή Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής).

  Ο Μιχαήλ Καντακουζηνός (από τους πιο ισχυρούς και πλούσιους Έλληνες των Βαλκανίων) ανέλαβε να υπερασπιστεί τον Μαρμάρινο Πύργο • οι Γενοβέζοι του Κατανέο την Πύλη του Ρηγίου  • ο Βενετός Φίλιππος Κονταρίνι τη Χρυσή Πύλη • ο Τζάκομο την Πύλη του Στουδίου • οι Καταλανοί υπό τον Περέ Χούλια την ακτή του Βοσπόρου (κάτω από τον Ιππόδρομο και το παλάτι του Βουκολέοντα) και ο καρδινάλιος Ισίδωρος με 200 παπικούς στρατιώτες ανέλαβαν να υπερασπιστούν τα τείχη του ακρωτηρίου της Ακρόπολης (κοντά στα ερείπια της αρχαίας Ακρόπολης των Μεγαρέων).

  Λίγο πριν διαλυθούν οι συμμετέχοντες στην πολεμική σύσκεψη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (με ωχρή και βασανισμένη όψη) τους ζήτησε να ελέγξουν τις στρατιωτικές και αστικές Πύλες και να κλείσουν την αλυσίδα του Κεράτιου, για να αποτρέψουν την είσοδο των οθωμανικών πλοίων στον Κεράτιο Κόλπο. Ο κλοιός στένευε γύρω απ’ τα τείχη της Πόλης και δεν υπήρχε περιθώριο για λάθος…

 

Ερμηνευτικά

*Ο Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης (1418-1453), Γενουάτης πατρίκιος και στρατιωτικός (στεφθείς Πρωτοστράτωρ [πρώτος στρατηγός] της Ρωμανίας από τον Έλληνα τελευταίο αυτοκράτορα, ως τελευταίος δυτικός υπερασπιστής της), έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ντυμένος στα μαύρα. Έτσι όπως ήταν ψηλός και ωραίος, ξεχώριζε ανάμεσα στους άντρες του και φάνταζε στο συγκεντρωμένο πλήθος σαν τον αρχάγγελο με τη ρομφαία που σπέρνει τον θάνατο. Γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν έκτοτε οι Έλληνες ”Μαύρο Αρχάγγελο”.

 ** Πρόκειται για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Γ΄ Μαμμή ή Μάμμα Μελισσηνό (1443-1450)


Ενδεικτική βιβλιογραφία
Φραντζή-Δούκα: ”Το χρονικό της Αλώσεως”
Κ. Τσοπάνης: ”Κωνσταντίνος Παλαιολόγος” και ”Άλωση 1453”

Β. Ηλιάδου: ”Καλπάζοντας στον άνεμο”

Πηγή

Οσία Υπομονή




Λειτουργικά κείμενα



                    Πηγή

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Η Ρωμανία μόνο κατ' όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.

Η Ρωμανία σ' εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας της με την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών της, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούλης. Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Έλληνες. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μία απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε' για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.

Η τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (γαλλική μινιατούρα, 15ος αιώνας)
Η τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (γαλλική μινιατούρα, 15ος αιώνας)
Οι απεσταλμένοι του Πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος και ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγία Σοφία, προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις εκκλησίες, όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ' ημών η των αζύμων λατρεία».

Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί.

Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. Πολλοί χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη είχε σχηματισθεί μία μερίδα που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς. Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς με τη φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».

Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.

Η είσοδος του Μωάμεθ Β’ στην Κωνσταντινούπολη (Ζαν-Ζοζέφ Μπενζαμέν Κονστάντ, 19ος αιώνας)
Η είσοδος του Μωάμεθ Β’ στην Κωνσταντινούπολη (Ζαν-Ζοζέφ Μπενζαμέν Κονστάντ, 19ος αιώνας)
Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Έλληνες, που είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2.000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού.

Η Βασιλεύουσα περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος και τάφρο. Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα ήταν έρμαιο του πυροβολικού του σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίου άρχισε καθημερινούς κανονιοβολισμούς.

Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο και προστάτευε την ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Στις 20 Απριλίου ένας στολίσκος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά κατορθώνει να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή ναυμαχία και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.

Ο Μωάμεθ κατάλαβε αμέσως ότι μόνο το πυροβολικό του δεν έφθανε για την εκπόρθηση της Πόλης, εφόσον παρέμεινε απρόσβλητος ο Κεράτιος. Με τη βοήθεια ενός ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο και τη νύχτα της 21ης προς την 22α Απριλίου, περίπου 70 πλοία σύρθηκαν από τον Βόσπορο προς τον Κεράτιο. Η κατάσταση για τους πολιορκούμενους έγινε πλέον απελπιστική, καθώς έπρεπε να αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.

Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου 1453. Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ, έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Αφού έσφαξαν τους υπερασπιστές της Πόλης, οι Οθωμανοί Τούρκοι προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Το βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/145

Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος

 Ο τελευταίος αυτοκράτορας της Ρωμανίας, που έπεσε ηρωικά μαχόμενος τις ορδές του σουλτάνου Μωάμεθ Β’ στις 29 Μαΐου 1453. Με τον θάνατό του έγραψε την τελευταία σελίδα της χιλιόχρονης ιστορίας της Ρωμανίας και πέρασε στη σφαίρα του θρύλου...

Άγαλμα του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου στο Μυστρά Λακωνίας
Άγαλμα του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου στο Μυστρά Λακωνίας

Ο τελευταίος αυτοκράτορας της Ρωμανίας, που έπεσε ηρωικά μαχόμενος τις ορδές του σουλτάνου Μωάμεθ Β’ στις 29 Μαΐου 1453. Με τον θάνατό του έγραψε την τελευταία σελίδα της χιλιόχρονης ιστορίας της Ρωμανίας και πέρασε στη σφαίρα του θρύλου.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1405 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν το όγδοο από τα δέκα παιδιά του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου και της Σέρβας συζύγου του Έλενας Δραγάση (Γελένα Ντράγκας στα σλαβικά).

Όταν μεγάλωσε παρέμεινε για μικρό διάστημα στην Ταυρική (σημερινή Κριμαία) και στη συνέχεια πήγε στην Πελοπόννησο, όπου με τους αδελφούς του Θωμά και Θεόδωρο ανέλαβαν τη διοίκηση του Δεσποτάτου του Μωρέος ή Μυστρά και ολοκλήρωσαν την ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών. Η σύγκρουση με τους δύο αδελφούς του τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη και να τεθεί στη διάθεση του αδελφού του Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου, που βρισκόταν στο θρόνο της Ρωμανίας μετά τον θάνατο του πατέρα τους το 1425.

Αντικατέστησε για λίγο τον αδελφό του στο θρόνο, όταν ο Ιωάννης μετέβη στην Ιταλία για να λάβει μέρος στη Σύνοδο Φεράρας - Φλωρεντίας, που αποσκοπούσε στην επανένωση των εκκλησιών, μετά το Σχίσμα του 1054. Μετά την αποτυχία της Συνόδου, λόγω του ανθενωτικού κλίματος που επικρατούσε στον ορθόδοξο κόσμο, και την άφιξη του αυτοκράτορα στην Πόλη (1 Φεβρουαρίου 1440), ο Κωνσταντίνος επέστρεψε και πάλι στην Πελοπόννησο και αφιέρωσε τις προσπάθειές του στην αναδιοργάνωση του δεσποτάτου.

Μετά τον θάνατο του Ιωάννη, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τις τύχες της αυτοκρατορίας στις 6 Ιανουαρίου 1449, έχοντας επίγνωση της απελπιστικής πολιτικής και στρατιωτικής κατάστασης που βρισκόταν η αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί Τούρκοι περιέσφιγγαν όλο και περισσότερο τον κλοιό γύρω από τη Βασιλεύουσα και ο νέος σουλτάνος Μωάμεθ Β’ είχε βάλει σκοπό της ζωής του την κατάληψη της Πόλης.

Έτσι, στις 15 Απριλίου 1453 άρχισε η τρίτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, που κατέληξε στην άλωσή της το πρωί της 29ης Μαΐου 1453. Ό Κωνσταντίνος προαισθανόμενος το τέλος του πήγε στην Αγία Σοφία και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Κατόπιν αποχαιρέτησε τους δικούς του κι έλαβε θέση μάχης με τους λιγοστούς στρατιώτες του. Αλλά από μία πύλη, την Κερκόπορτα, που λησμονήθηκε ανοιχτή, μπήκαν μέσα οι Τούρκοι και άρχισαν μια τρομερή σφαγή. Ο αυτοκράτορας πολέμησε γενναία ως απλός στρατιώτης, αλλά οι Οθωμανοί υπερείχαν συντριπτικά και ο Κωνσταντίνος έπεσε νεκρός, αφού προηγουμένως ζήτησε από κάποιο χριστιανό να τον θανατώσει.

Μετά την άλωση της Πόλης, οι κατακτητές με εντολή του Μωάμεθ αναζήτησαν το πτώμα του Κωνσταντίνου και το έθαψαν με βασιλικές τιμές, χωρίς όμως να γίνει γνωστός ο τόπος της ταφής του. Οι υπόδουλοι πια Έλληνες δεν θέλησαν να πιστέψουν τον χαμό του Κωνσταντίνου. Τον φαντάζονταν όχι νεκρό, αλλά μαρμαρωμένο, έτοιμο να ξυπνήσει και «να κυνηγήσει πάλι τούς Τούρκους, ως την Κόκκινη Μηλιά».

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν άφησε απογόνους, παρά τους δύο γάμους του. Την 1η Ιουλίου 1428 νυμφεύτηκε τη Μανταλένα Τόκο, κόρη του άρχοντα της Ζακύνθου Λεονάρντο Τόκο, η οποία πέθανε πάνω στη γέννα, όπως και η δεύτερη σύζυγός του Κατερίνα Γκατιλούζιο, κόρη του άρχοντα της Μυτιλήνης Ντορίνο Γκατιλούζιο, την οποία παντρεύτηκε στις 27 Ιουλίου 1441.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1632

Ανάμνησης της θλιβεράς αλώσεως της Βασιλίδος των πόλεων





Βασιλεύς Βασιλέων Βασιλεύων Βασιλεύσιν

Τρίτη 29 Μαΐου 1453 μ.Χ.

Της Αγια-Σοφιάς

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει και η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά, εσειόνταν οι κολώνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγη ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ' ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα.

Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και 'σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη.

Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρθουνε τρία καράβια
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την ΄Αγια Τράπεζά μας
μη μας την πάρουν τα σκυλιά, μη μας την μαγαρίσουν.

Η Δέσποινα ταράχθηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες
«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι».

(δημοτικό)




Πάρθεν η Ρωμανία

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην·
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης·
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
«Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!»
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.

(Δημοτικό τραγούδι του Πόντου)


Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης

Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
-Έρκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην·
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.

δημοτικό, απόσπασμα)


                                                 Πηγή

Αγία Θεοδοσία η Οσιομάρτυς η Κωνσταντινουπολίτισσα



Κέρας κριοῦ κτεῖνάν σε, Θεοδοσία,
Ὤφθη νέον σοι τῆς Ἀμαλθείας κέρας.

                       Πηγή

Αγία Θεοδοσία η Παρθένος

Μεσοπεντηκοστή



Ἑστὼς διδάσκει τῆς ἑορτῆς ἐν μέσῳ,
Χριστὸς Μεσσίας τῶν διδασκάλων μέσον.



Λειτουργικά κείμενα