Διά τὴν Πόλῐν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά
Τετάρτη 29 Μαΐου 2024
Τo τελευταίο πολεμικό συμβούλιο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Πολύ πριν το ξεψύχισμα της Πόλης (1453) το κακό είχε συντελεστεί λόγω εξασθένησης της αμυντικής της θωράκισης (το κανόνι του Ουρβανού προκάλεσε ήδη θανάσιμα ρήγματα στα τείχη) και λόγω του θρησκευτικού διχασμού μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών.
Ο καιρός εντωμεταξύ περνούσε και ο αυτοκράτορας, κάτω απ’ το βάρος των καταστάσεων, είχε οδηγηθεί σε αναγκαστική απομόνωση μη αντέχοντας να ακούει τις κατάρες των ανθενωτικών. Το ίδιο απομονωμένοι ήταν και πολλοί λόγιοι της Πόλης, αφού με τη στάση τους είχαν γίνει το κόκκινο πανί για τον κατώτερο κλήρο και τις λαϊκές μάζες που δεν ήθελαν την ένωση καθολικής-ορθόδοξης Εκκλησίας.
Τους τελευταίους Χαιρετισμούς, λίγο πριν το έσχατο Πάσχα, τους παρακολούθησαν στην Αγία Σοφία ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και οι πιστοί ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο με την ψυχή τους πλημμυρισμένη από αγωνία και τη δυσάρεστη αίσθηση ότι θρηνούσαν βουβά κάποιον ετοιμοθάνατο αγαπημένο.
Λίγες μέρες μετά, Κυριακή των Βαΐων, τα ”τετρακόσια σήμαντρα” της Μεγάλης Εκκλησίας χτυπούσαν ξετρελαμένα καλώντας τον λαό να ενώσει τη φωνή του στη δέηση που θα γινόταν για τη σωτηρία του. Κι εκείνος έτρεχε αλαφιασμένος να λειτουργηθεί προαισθανόμενος το τέλος που πλησίαζε.
Στα ανοιχτά παράθυρα τούφες καπνού από το λιβάνι ξεχύνονταν στον αέρα παίρνοντας μαζί του ψηλά, στον ουρανό, τον παρακλητικό κανόνα του Πατριάρχη που έψαλλε με το πλήρωμα το ”Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου…”, για να καταλήξει στην τελευταία προσευχή με χέρια υψωμένα στον Παντοκράτορα του θόλου: ”Βασιλεύ, Βασιλέων, βοήθει την Βασιλεύουσα”…
Μέσα στο Πάσχα η κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη έγινε απελπιστική. Το στέμμα στο κεφάλι του Παλαιολόγου είχε μετατραπεί σε ακάνθινο, γιατί έσφιγγε ο κλοιός γύρω απ’ την Πόλη. Τα τείχη της δέχονταν ομοβροντίες απ’ τις πολιορκητικές μηχανές του Μωάμεθ ο οποίος είχε στο πλευρό του (αναγκαστικά ή όχι) Σέρβους, Βούλγαρους, Πολωνούς, Βοημούς και Λατίνους.
Κι αυτά κλιμακώνονταν με το χρόνο επιδεινώνοντας την κατάσταση του πληθυσμού κυρίως στα περίχωρα και τα σύνορα. Ήδη ο Βούλγαρος εξωμότης ναύαρχος του Μωάμεθ Σουλεϊμάν μπέης Μπαλτόγλου είχε κατακάψει τα Πριγκηπονήσια κι ένα γυναικείο μοναστήρι, ενώ ο Χαρατί πασάς – αφού πάτησε το φρούριο της Θεραπειάς και παλούκωσε σαράντα γενναίους υπερασπιστές του – ρήμαζε τα ξεμοναχισμένα ελληνικά κάστρα (προς τη μεριά της Προποντίδας), τα φρούρια και τα μοναστήρια έξω απ’ τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Λίγες ώρες μετά την εσπερινή περιφορά του Επιταφίου της Μεγάλης Παρασκευής, ο ήχος απ’ τις καμπάνες της Αγίας Σοφίας πνίγονταν απ’ τις μπομπάρδες του Μωάμεθ, τους κανονιοβολισμούς (με πιο τρομακτικούς αυτούς του ”θηρίου” του Ουρβανού) και τα τύμπανα των Τούρκων που χτυπούσαν ασταμάτητα και δαιμονισμένα τρομοκρατώντας τον κόσμο ο οποίος έτρεχε να κρυφτεί ξεφωνίζοντας πανικόβλητος με την εντύπωση ότι οι Τούρκοι είχαν γκρεμίσει τα θαλάσσια τείχη της Βασιλεύουσας.
Μια μέρα μετά, το βράδυ της τελευταίας Ανάστασης του 1453 όπου ήταν παρούσα σύσσωμη η ρωμαίικη Αυλή, όλοι είχαν βγει απ’ τα σπίτια τους στην ετοιμοθάνατη Πόλη λαχταρώντας ν’ ανάψουν για τελευταία φορά τις αναστάσιμες λαμπάδες τους από το ιερό και ανέσπερο φως των ασημένιων πολυκάντηλων της Αγίας Σοφίας ή το χέρι του Πατριάρχη ψάλλοντας μαζί του το αναστάσιμο δοξαστικό.
Η συγκίνηση ήταν διάχυτη, καθώς κατάπιναν μικροί και μεγάλοι το πικρό ποτήρι της μοίρας τους, σαν να ήταν προδιαγεγραμμένο να ”τουρκέψει” η Πόλη. Γι’ αυτό και έψαλλαν το ”Χριστός Ανέστη” με πρόσωπα χαρακωμένα από τα δάκρυα…
Μέσα σ’ αυτήν τη βαριά ατμόσφαιρα που έπνιγε τη χαρά της Ανάστασης του Κυρίου, δεν πήρε είδηση κανείς τη βασιλική άμαξα στην Μέση οδό που κατευθυνόταν καλπάζοντας με κατεύθυνση τα θαλάσσια τείχη προς την μεριά του Κεράτιου κόλπου, όπου βρισκόταν το παλάτι των Βλαχερνών.
Όταν έφτασαν στον προορισμό τους οι επιβάτες και οι συνοδοί τους (ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο αρχιγραμματέας του Γεώργιος Σφραντζής, ο Ιουστινιάνης, ο δον Φραγκίσκος από το Τολέδο [απόγονος του Αλέξιου Κομνηνού], ο αρχιναύαρχος Λουκάς Νοταράς και οι οφφικιάλιοι του θρόνου οι οποίοι συνόδευαν την αυτοκρατορική άμαξα), βρήκαν να τους περιμένουν στην αίθουσα συνεδριάσεων ο αρχηγός του Στόλου Λουκάς Νοταράς και 18 διοικητές του αυτοκράτορα από τους οποίους οι 8 ήταν Έλληνες. Οι υπόλοιποι ήταν Γενοβέζοι, Βενετοί και Έλληνες Κρητικοί.
Στο τελευταίο εκείνο πολεμικό συμβούλιο πάρθηκαν οι εξής αποφάσεις απ’ τον Παλαιολόγο για τους συμμετέχοντες:
- Ο ίδιος ο αυτοκράτορας με τους συμβούλους του Σφραντζή και δον Φραγκίσκο θα έστηνε το στρατηγείο του στον οκτάγωνο πύργο της Πύλης του Πέμπτου (Αγίου Ρωμανού), αν ο Μωάμεθ έστηνε τη σκηνή του και στρατοπέδευε με τους 12.000 επίλεκτους γενίτσαρους του στην κοιλάδα του Λύκου που ήταν απέναντι.
- Ο στρατηγός Ιουστινιάνης με 700 μισθοφόρους του θα έκανε το ίδιο στη Χαρσία Πύλη (ή Πύλη της Αδριανούπολης).
- Ο Βενετός πρέσβης Τζιρόλαμο Μινόττο θα έκανε το ίδιο στο παλάτι των Βλαχερνών με βάση τον πύργο του Πέμπτου (του Αγίου Ρωμανού)
- Οι αδελφοί Λαγκάσκο με ορμητήρια τα μονά και ευάλωτα θαλάσσια τείχη.
- Άλλοι θα είχαν το στρατηγείο τους δίπλα στο Ιερό Παλάτι, στην Κερκόπορτα.
- Άλλοι στην Πύλη της Καλλιγαρίας (ή Πύλη του Εβδόμου) ως την Ξυλόπορτα (γωνία του χερσαίου τείχους με εκείνο του Κεράτιου, κοντά στη γέφυρα του Αγίου Καλλινίκου που οδηγούσε στις συνοικίες της Πόλης Πέραν, Γαλατά και Συκιές) και
- Οι αδελφοί Μποκιάρντι και οι Κρητικοί θα είχαν το στρατηγείο τους στη Ρουσία Πύλη (ή Πύλη Πολυανδρίου).
Σημειωτέον ότι εκείνο το βράδυ ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον αρχιναύαρχο Νοταρά να αφήσει την Αρχηγία του Στόλου και να υπερασπιστεί το χερσαίο τείχος αναλαμβάνοντας το πρώτο εφεδρικό απόσπασμα με βάση τη συνοικία της Πέτρας, η οποία είχε ενισχυθεί στρατιωτικά από πυροβολητές και 100 ιππείς.
Σημειωτέον, επίσης, ότι η διανομή ρόλων συνεχίστηκε ομαλά μέχρι τα ξημερώματα της επόμενης μέρας. Στη δεύτερη φάση ο ξάδελφος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Νικηφόρος (δούκας της Μεσοποταμίας) ανέλαβε τη βάση των Αγίων Αναργύρων στα νώτα της Πόλης και ο άλλος ξάδερφός του Θεόφιλος Παλαιολόγος την Πύλη της Σηλυβρίας (ή Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής).
Ο Μιχαήλ Καντακουζηνός (από τους πιο ισχυρούς και πλούσιους Έλληνες των Βαλκανίων) ανέλαβε να υπερασπιστεί τον Μαρμάρινο Πύργο • οι Γενοβέζοι του Κατανέο την Πύλη του Ρηγίου • ο Βενετός Φίλιππος Κονταρίνι τη Χρυσή Πύλη • ο Τζάκομο την Πύλη του Στουδίου • οι Καταλανοί υπό τον Περέ Χούλια την ακτή του Βοσπόρου (κάτω από τον Ιππόδρομο και το παλάτι του Βουκολέοντα) και ο καρδινάλιος Ισίδωρος με 200 παπικούς στρατιώτες ανέλαβαν να υπερασπιστούν τα τείχη του ακρωτηρίου της Ακρόπολης (κοντά στα ερείπια της αρχαίας Ακρόπολης των Μεγαρέων).
Λίγο πριν διαλυθούν οι συμμετέχοντες στην πολεμική σύσκεψη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (με ωχρή και βασανισμένη όψη) τους ζήτησε να ελέγξουν τις στρατιωτικές και αστικές Πύλες και να κλείσουν την αλυσίδα του Κεράτιου, για να αποτρέψουν την είσοδο των οθωμανικών πλοίων στον Κεράτιο Κόλπο. Ο κλοιός στένευε γύρω απ’ τα τείχη της Πόλης και δεν υπήρχε περιθώριο για λάθος…
Ερμηνευτικά
*Ο Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης (1418-1453), Γενουάτης πατρίκιος και στρατιωτικός (στεφθείς Πρωτοστράτωρ [πρώτος στρατηγός] της Ρωμανίας από τον Έλληνα τελευταίο αυτοκράτορα, ως τελευταίος δυτικός υπερασπιστής της), έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ντυμένος στα μαύρα. Έτσι όπως ήταν ψηλός και ωραίος, ξεχώριζε ανάμεσα στους άντρες του και φάνταζε στο συγκεντρωμένο πλήθος σαν τον αρχάγγελο με τη ρομφαία που σπέρνει τον θάνατο. Γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν έκτοτε οι Έλληνες ”Μαύρο Αρχάγγελο”.
** Πρόκειται για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Γ΄ Μαμμή ή Μάμμα Μελισσηνό (1443-1450)
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Φραντζή-Δούκα: ”Το χρονικό της Αλώσεως”
Κ. Τσοπάνης: ”Κωνσταντίνος Παλαιολόγος” και ”Άλωση 1453”
Β. Ηλιάδου: ”Καλπάζοντας στον άνεμο”
Πηγή
Οσία Υπομονή
Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες - κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν όπως ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας που μόνασε με το όνομα Συμεών και ήταν κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους (βλέπε 13 Φεβρουαρίου). Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βόρειο - ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.
Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το ρωμαίικο ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Ρωμανίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρεπε μάλλον προς το Ρωμανία, της οποίας επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.
Κοντά σ' αυτά και πάνω απ' αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.
Υπολογίζεται να ήταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (τέλη του 1390 μ.Χ.), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.
Η καινούργια ζωή της Ελένης - αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ' όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.
Η Ελένη - αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.
Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάνα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»
Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».
Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η' (1425 - 1448 μ.Χ.) και ο Κωνσταντίνος ΙΑ', ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας (1448 - 29 Μαΐου 1453 μ.Χ.- μαύρη ήμερα αλώσεως της Βασιλεύουσας). Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.
Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425 μ.Χ.), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425 μ.Χ.) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο. Επίσης, η πενθερά της και η κουνιάδα της ετελείωσαν την ζωή τους ως Μοναχές. Το ίδιο και η εγγονή της, κόρη του γιου της Θωμά, Ελένη, που έγινε Μοναχή με το όνομα Υπομονή στη Λευκάδα.
Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού (βλέπε 8 Δεκεμβρίου), στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450 μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.
Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ', «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:
«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».
Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450 μ.Χ., έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:
«Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».
Σύγχρονο θαύμα της Αγίας
Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή.
«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθεί προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία.
Καθ' οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε: «Γιατί είσαι μελαγχολικός;» και εκείνος δεν δίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλει να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι' έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχτηκε απ' το κάθισμά του και φώναξε: «Αυτή ήταν».
Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ' την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».
Εικόνα της ευρίσκεται στην Ιερά Μονή οσίου Παταπίου στο Λουτράκι Κορινθίας και η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Υπομονής, επίσης, στις 13 Μαρτίου.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κλεινήν βασιλίδα έγκωμιάοωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει βοώντες' Μήτερ, λιταίς σου θραϋσον ημών της αμαρτίας δεσμούς.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Υπομονής θεοστηρίκτου την ομώνυμον και βασιλίδων θεοσόφων την υπέρτιμον, την εκλάμψασαν ως άστρον εν Βυζαντίω και χορούς μοναζουσών καταπυρσεύσασαν, ταπεινώσεως βολαίς ανευφημήσωμεν, πόθω κράζοντες. Χαίροις, Μήτερ πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις εκμαγείον υπομονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών, τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Η Ρωμανία μόνο κατ’ όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές...
Η Ρωμανία μόνο κατ' όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.
Η Ρωμανία σ' εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας της με την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών της, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούλης. Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Έλληνες. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μία απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε' για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.
Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί.
Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. Πολλοί χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη είχε σχηματισθεί μία μερίδα που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς. Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς με τη φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».
Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Έλληνες, που είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2.000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού.Η Βασιλεύουσα περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος και τάφρο. Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα ήταν έρμαιο του πυροβολικού του σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίου άρχισε καθημερινούς κανονιοβολισμούς.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο και προστάτευε την ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Στις 20 Απριλίου ένας στολίσκος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά κατορθώνει να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή ναυμαχία και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.
Ο Μωάμεθ κατάλαβε αμέσως ότι μόνο το πυροβολικό του δεν έφθανε για την εκπόρθηση της Πόλης, εφόσον παρέμεινε απρόσβλητος ο Κεράτιος. Με τη βοήθεια ενός ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο και τη νύχτα της 21ης προς την 22α Απριλίου, περίπου 70 πλοία σύρθηκαν από τον Βόσπορο προς τον Κεράτιο. Η κατάσταση για τους πολιορκούμενους έγινε πλέον απελπιστική, καθώς έπρεπε να αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.
Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου 1453. Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ, έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Αφού έσφαξαν τους υπερασπιστές της Πόλης, οι Οθωμανοί Τούρκοι προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Το βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.
Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος
Ο τελευταίος αυτοκράτορας της Ρωμανίας, που έπεσε ηρωικά μαχόμενος τις ορδές του σουλτάνου Μωάμεθ Β’ στις 29 Μαΐου 1453. Με τον θάνατό του έγραψε την τελευταία σελίδα της χιλιόχρονης ιστορίας της Ρωμανίας και πέρασε στη σφαίρα του θρύλου...
Ο τελευταίος αυτοκράτορας της Ρωμανίας, που έπεσε ηρωικά μαχόμενος τις ορδές του σουλτάνου Μωάμεθ Β’ στις 29 Μαΐου 1453. Με τον θάνατό του έγραψε την τελευταία σελίδα της χιλιόχρονης ιστορίας της Ρωμανίας και πέρασε στη σφαίρα του θρύλου.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1405 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν το όγδοο από τα δέκα παιδιά του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου και της Σέρβας συζύγου του Έλενας Δραγάση (Γελένα Ντράγκας στα σλαβικά).
Όταν μεγάλωσε παρέμεινε για μικρό διάστημα στην Ταυρική (σημερινή Κριμαία) και στη συνέχεια πήγε στην Πελοπόννησο, όπου με τους αδελφούς του Θωμά και Θεόδωρο ανέλαβαν τη διοίκηση του Δεσποτάτου του Μωρέος ή Μυστρά και ολοκλήρωσαν την ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών. Η σύγκρουση με τους δύο αδελφούς του τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη και να τεθεί στη διάθεση του αδελφού του Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου, που βρισκόταν στο θρόνο της Ρωμανίας μετά τον θάνατο του πατέρα τους το 1425.
Αντικατέστησε για λίγο τον αδελφό του στο θρόνο, όταν ο Ιωάννης μετέβη στην Ιταλία για να λάβει μέρος στη Σύνοδο Φεράρας - Φλωρεντίας, που αποσκοπούσε στην επανένωση των εκκλησιών, μετά το Σχίσμα του 1054. Μετά την αποτυχία της Συνόδου, λόγω του ανθενωτικού κλίματος που επικρατούσε στον ορθόδοξο κόσμο, και την άφιξη του αυτοκράτορα στην Πόλη (1 Φεβρουαρίου 1440), ο Κωνσταντίνος επέστρεψε και πάλι στην Πελοπόννησο και αφιέρωσε τις προσπάθειές του στην αναδιοργάνωση του δεσποτάτου.
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τις τύχες της αυτοκρατορίας στις 6 Ιανουαρίου 1449, έχοντας επίγνωση της απελπιστικής πολιτικής και στρατιωτικής κατάστασης που βρισκόταν η αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί Τούρκοι περιέσφιγγαν όλο και περισσότερο τον κλοιό γύρω από τη Βασιλεύουσα και ο νέος σουλτάνος Μωάμεθ Β’ είχε βάλει σκοπό της ζωής του την κατάληψη της Πόλης.
Έτσι, στις 15 Απριλίου 1453 άρχισε η τρίτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, που κατέληξε στην άλωσή της το πρωί της 29ης Μαΐου 1453. Ό Κωνσταντίνος προαισθανόμενος το τέλος του πήγε στην Αγία Σοφία και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Κατόπιν αποχαιρέτησε τους δικούς του κι έλαβε θέση μάχης με τους λιγοστούς στρατιώτες του. Αλλά από μία πύλη, την Κερκόπορτα, που λησμονήθηκε ανοιχτή, μπήκαν μέσα οι Τούρκοι και άρχισαν μια τρομερή σφαγή. Ο αυτοκράτορας πολέμησε γενναία ως απλός στρατιώτης, αλλά οι Οθωμανοί υπερείχαν συντριπτικά και ο Κωνσταντίνος έπεσε νεκρός, αφού προηγουμένως ζήτησε από κάποιο χριστιανό να τον θανατώσει.
Μετά την άλωση της Πόλης, οι κατακτητές με εντολή του Μωάμεθ αναζήτησαν το πτώμα του Κωνσταντίνου και το έθαψαν με βασιλικές τιμές, χωρίς όμως να γίνει γνωστός ο τόπος της ταφής του. Οι υπόδουλοι πια Έλληνες δεν θέλησαν να πιστέψουν τον χαμό του Κωνσταντίνου. Τον φαντάζονταν όχι νεκρό, αλλά μαρμαρωμένο, έτοιμο να ξυπνήσει και «να κυνηγήσει πάλι τούς Τούρκους, ως την Κόκκινη Μηλιά».
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν άφησε απογόνους, παρά τους δύο γάμους του. Την 1η Ιουλίου 1428 νυμφεύτηκε τη Μανταλένα Τόκο, κόρη του άρχοντα της Ζακύνθου Λεονάρντο Τόκο, η οποία πέθανε πάνω στη γέννα, όπως και η δεύτερη σύζυγός του Κατερίνα Γκατιλούζιο, κόρη του άρχοντα της Μυτιλήνης Ντορίνο Γκατιλούζιο, την οποία παντρεύτηκε στις 27 Ιουλίου 1441.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1632
Ανάμνησης της θλιβεράς αλώσεως της Βασιλίδος των πόλεων
Τρίτη 29 Μαΐου 1453 μ.Χ.
Της Αγια-Σοφιάς
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει και η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά, εσειόνταν οι κολώνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγη ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ' ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα.
Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και 'σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη.
Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρθουνε τρία καράβια
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την ΄Αγια Τράπεζά μας
μη μας την πάρουν τα σκυλιά, μη μας την μαγαρίσουν.
Η Δέσποινα ταράχθηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες
«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι».
(δημοτικό)
Πάρθεν η Ρωμανία
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην·
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης·
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
«Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!»
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
(Δημοτικό τραγούδι του Πόντου)
Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης
Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
-Έρκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην·
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
δημοτικό, απόσπασμα)
Αγία Θεοδοσία η Οσιομάρτυς η Κωνσταντινουπολίτισσα
Κέρας κριοῦ κτεῖνάν σε, Θεοδοσία,
Ὤφθη νέον σοι τῆς Ἀμαλθείας κέρας.
Η Αγία Οσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε από γονείς πλουσίους και ευσεβείς στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Αδραμυττηνού. Σε ηλικία επτά ετών, αφού έμεινε ορφανή από πατέρα, εισήλθε σε μοναστήρι, όπου μετά από λίγο εκάρη μοναχή. Μετά το θάνατο και της μητέρας της, αφού πούλησε και διαμοίρασε στους φτωχούς τα υπάρχοντά της και απαλλάχτηκε έτσι από τις γήινες φροντίδες, επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο στην απόκτηση της τελειότητας και των μοναχικών αρετών, ασκούμενη στη μονή που βρισκόταν κοντά στο «Σκοτεινόν φρέαρ» και ονομαζόταν «Άσπαρον στέρνην».
Όταν ανήλθε στο θρόνο ο Λέων ο Ίσαυρος (717 - 741 μ.Χ.), εξαπολύθηκε άγριος διωγμός εναντίον των εικονόφιλων και των ιερών εικόνων, ο δε πατριάρχης Γερμανός, στερεός προμαχώνας της Ορθοδοξίας, εκδιώχθηκε και αντικαταστάθηκε από τον εικονομάχο Αναστάσιο. Κατά την έναρξη του διωγμού διατάχθηκε η καθαίρεση και καταστροφή της εικόνας του Χριστού, η οποία βρισκόταν επί τής Χαλκής Πύλης.
Τότε η Θεοδοσία, επικεφαλής καλογραιών και άλλων γυναικών, όρμησαν και κατέρριψαν από την κινητή σκάλα το σπαθάριο που ανέβηκε, για να καταστρέψει την εικόνα, και με πέτρες και ξύλα επιτέθηκαν κατά τού Πατριαρχείου. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση ο Πατριάρχης Αναστάσιος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το Πατριαρχείο. Η στρατιωτική δύναμη που επενέβη, άλλες μεν από τις γυναίκες φόνευσε, άλλες δε, μεταξύ των οποίων και την Θεοδοσία, συνέλαβε. Και από τις συλληφθείσες άλλες ελευθέρωσαν, άλλες έκλεισαν στις φυλακές ή εξαπέστειλαν στην εξορία. Την δε Θεοδοσία, αφού την κακοποίησαν, την οδήγησαν στην τοποθεσία του Βοός και την κατέσφαξαν, αφού διαπέρασαν το λαιμό της με κέρατο κριού (730 μ.Χ.). Το τίμιο λείψανό της περισυνελλέγει και ενταφιάσθηκε στη μονή Δεξιοκράτους, πολλά δε θαύματα επιτελούσε στους πιστούς, που προσέρχονταν με πίστη και ευλάβεια.
Αγία Θεοδοσία η Παρθένος
Πνίγει θαλάσσης Θεοδοσίαν ὕδωρ,
Τρέφει δὲ Χριστὸς εἰς ἀναψυχῆς ὕδωρ.
Εἰκάδι Θεοδοσίην ἐνάτῃ πέφνε ῥεῦμα θαλάσσης.
Η Αγία Θεοδοσία καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης και δεν είχε μόνο παρθενικό σώμα, αλλά και παρθενική ψυχή. Από ηλικία 18 χρονών, έλαμπε για το ζήλο και τη θερμή της πίστη, ανάμεσα στις νεαρές ειδωλολάτρισσες γυναίκες. Αυτό καταγγέλθηκε στον άρχοντα Ουρβανό, που με κάθε δελεαστικό τρόπο προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό. Όμως η παρθένος Θεοδοσία έμεινε αμετακίνητη στο Ιερό της πιστεύω. Ο Ουρβανός, βλέποντας την αδάμαστη επιμονή της, εξοργίστηκε και με θηριώδη τρόπο έσπασε τα κόκκαλά της και πριόνισε τις σάρκες της. Έπειτα, την πλησίασε και της πρότεινε να αλλαξοπιστήσει, έστω και την τελευταία στιγμή, και αυτός θα θεράπευε αμέσως τις πληγές της. Η Θεοδοσία μισοπεθαμένη απάντησε: «Είμαι χριστιανή». Τότε ο τύραννος διέταξε και την έριξαν στη θάλασσα, οπού και παρέδωσε το πνεύμα της.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.
Κοντάκιον
Ἦχος ὁ αὐτὸς. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.
Οπτικοακουστικό Υλικό
Μεσοπεντηκοστή
Ἑστὼς διδάσκει τῆς ἑορτῆς ἐν μέσῳ,
Χριστὸς Μεσσίας τῶν διδασκάλων μέσον.
Την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μας μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Τα βυζαντινά χρόνια, η εορτή της Μεσοπεντηκοστής ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού. Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 μ.Χ. στον ναό του Αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτωρ το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μωκίου, όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλεύς και πατριάρχης εισήρχοντο επισήμως στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο έπαιρνε μέρος και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλεύς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» και με πολλούς ενδιαμέσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι.
Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδραση της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές και με την παράταση του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.
Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή ένας σταθμός, μία τομή. Ωραία το τοποθετεί το πρώτο τροπάριο του εσπερινού της εορτής:
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».
Χωρίς δηλαδή να έχει δικό της θέμα η ημέρα αυτή συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ’ ενός και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος αφ’ ετέρου, και «προφαίνει» την δόξα της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορτασθεί μετά από 15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσσίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάρι της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός σαν Μεσσίας - μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης καί διαλλάκτης ἡμῶν καί τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διά ταύτην τήν αἰτίαν τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζοντες καί Μεσοπεντηκοστήν ὀνομάζοντες τόν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάρι. Σ’ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που εξελέγη για την ημέρα αυτή (Ιω. 7, 14-30). Μεσούσης της εορτής του Ιουδαϊκού Πάσχα ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρά αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι Μεσσίας ο Ιησούς η δεν είναι; Είναι η διδασκαλία του Ιησού εκ Θεού ή δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού η κατασκευάσασα τον κόσμο. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει στον ναό, στο μέσον των διδασκάλων του Ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του είναι η του Θεού Σοφία. Εκλέγομε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια, το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού του πλ. δ’ ήχου:
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·
Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.
Δόξα σοι».
Λίγες σειρές πιο κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, που έλαβε χώρα μεταξύ Χριστού και των Ιουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία μεγαλήγορο φράση του Κυρίου.« Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ιω. 7, 37-38). Και σχολιάζει ο Ευαγγελιστής.« Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ιω. 7, 39). Δεν έχει σημασία ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξ’ άλλου τόσο πολύ με το θέμα της εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθεί πιο παραστατική εικόνα για να δειχθεί ο χαρακτήρας του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον, που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές.« Ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ιω. 7, 38). «Καί γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», εἶπε στήν Σαμαρείτιδα» (Ιω. 4, 14). Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτεμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίηση και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαίρετους ύμνους. Διαλέγομε τρεις, τους πιο χαρακτηριστικούς: Το κάθισμα του πλ. δ’ ήχου προς το «Τήν Σοφίαν καί Λόγον», που ψάλλεται μετά την γ’ ωδή του κανόνος στην ακολουθία του όρθρου:
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».
Το απολυτίκιο και το κοντάκιο της εορτής, το πρώτο του πλ. δ’ και το δεύτερο του δ’ ήχου:
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».
«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Και τέλος το απαράμιλλο εξαποστειλάριο της εορτής:
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».
Αυτή με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψη ιστορικού υποβάθρου της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακενώτου ύδατος. Συνέβη με αυτή κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περίφημους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανεγέρθησαν, κατήντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής η του αγίου Πνεύματος η της αγίας Τριάδος η των Εισοδίων η της Κοιμήσεως της Θεοτόκου η και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’.
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Μεσούσης ἐπέστης τῆς ἑορτῆς, Οἰκτίρμων διδάσκων, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Ἱεροῦ, δεῦτε οἱ διψῶντες, προσέλθετε καὶ ὕδωρ, ἐκ τῆς πηγῆς τῶν ὅλων, πάντες ἀρύσασθε.
-
Εν αρχή ην ο πόνος, τούτες τις τρομερές μέρες του φετινού Αυγούστου. Ναι, ο πόνος. Γιατί πριν από κάθε ανάλυση, ακόμα και την εμβριθέστερη...
-
Τίτλοι αρχής (το παρακάτω βίντεο ανέβηκε από το κανάλι bellllllochannel στο Youtube) Μοιάζει...
-
Πηγή εικόνας: i-diadromi.gr Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη Θεία γέννηση, να πω στ’ αρχοντικό σας. Χριστός γεννάται...