Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Ο Έλληνας ΘΑ ΧΑΣΕΙ για ΝΑ ΜΑΘΕΙ


Σώστε το για τις επόμενες γενιές

Δεν φαντάζεσαι ποιον έχουν έτοιμο για Πρόεδρο


Αλέξιος Β’ Κομνηνός

Αλέξιος Β’ Κομνηνός (1169 – 1183)

Αυτοκράτορας της Ρωμανίας, που βασίλεψε για τρία χρόνια (1180 – 1183), αλλά δεν κυβέρνησε ποτέ. Ανήκε στη δυναστεία των Κομνηνών.

Ο Αλέξιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Σεπτεμβρίου 1169 και ήταν γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού και της δεύτερης συζύγου του Μαρίας, κόρης του γάλλου πρίγκηπα της Αντιοχείας Ραϊμούνδου του Πουατιέ. Στις 2 Μαρτίου 1180 και για λόγους πολιτικής του πατέρα του, ο δεκαετής Αλέξιος παντρεύτηκε την οκταετή πριγκίπισσα Αγνή, κόρη του φράγκου βασιλιά Λουδοβίκου του 7ου, η οποία έλαβε το όνομα Άννα.

Λίγους μήνες αργότερα, στις 24 Σεπτεμβρίου 1180, ο Μανουήλ Α' πέθανε και τον διαδέχθηκε ο εντεκάχρονος γιος του, Αλέξιος. Επειδή ήταν ανήλικος τον κηδεμόνευε η βασιλομήτωρ Μαρία, η οποία γρήγορα τον παραγκώνισε, αναθέτοντας την εξουσία στον εραστή της Αλέξιο Πρωτοσέβαστο, εξάδελφο του αυτοκράτορα Αλέξιου Β'. Η απροκάλυπτα φιλοδυτική στάση της Μαρίας και του ευνοούμενού της, καθώς και η ασυδοσία των λατίνων εμπόρων (Γενουατών και Πισατών) που κυριαρχούσαν στο θαλάσσιο εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες στην αυτοκρατορία, προκάλεσαν την έξαρση των αντιδυτικών αισθημάτων του λαού και την αντίδραση της οικογένειας των Κομνηνών. Η ετεροθαλής αδελφή του ανήλικου αυτοκράτορα Μαρία Κομνηνή ή Πορφυρογέννητη και ο φράγκος σύζυγός της Καίσαρ Ιωάννης (Ρενιέ ντε Μονφερά, το γαλλικό όνομά του), προσπάθησαν να ξεσηκώσουν τον λαό της Κωνσταντινούπολης κατά του μισητού ζεύγους της Μαρίας και του Αλέξιου, αλλά απέτυχαν.

Τότε φάνηκε δυναμικά στο προσκήνιο ο Ανδρόνικος Κομνηνός, εξάδελφος του αποθανόντος αυτοκράτορα, που είχε πέσει σε δυσμένεια επί Μανουήλ Α', ως σφετεριστής του θρόνου και είχε απομακρυνθεί στον Πόντο. Με την προτροπή της Μαρίας Κομνηνής, την άνοιξη του 1182 στρατοπέδευσε στη Χαλκηδόνα (σημερινό Καντίκιοϊ), στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, προκαλώντας στάση μέσα στη Βασιλεύουσα.

Ο Αλέξιος Πρωτοσέβαστος εγκαταλείφθηκε από τους υποστηρικτές του, αιχμαλωτίστηκε από τους στασιαστές και τυφλώθηκε. Παράλληλα, ξεκίνησε ένα πογκρόμ κατά των ρωμαιοκαθολικών ή λατίνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, που ανέρχονταν σε περίπου 60.000 και αποτελούνταν από εμπόρους και τις οικογένειές τους. Ανεξακρίβωτος αριθμός λατίνων κατεσφάγη από το μαινόμενο πλήθος, ενώ τουλάχιστον 4.000 πουλήθηκαν ως σκλάβοι στους Σελτζούκους Τούρκους. Οι διασωθέντες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.

Στις 3 Μαΐου 1182 ο Ανδρόνικος Κομνηνός εισήλθε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη ως προστάτης του ανήλικου ανιψιού του. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να δηλητηριάσει τη Μαρία Κομνηνή και τον σύζυγό της Καίσαρα Ιωάννη. Ακολούθως, συνέλαβε τη βασιλομήτορα Μαρία, την οποία υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και ανέθεσε τον στραγγαλισμό της στον σωματοφύλακά του Κωνσταντίνο Τρίψυχο.

Ο Ανδρόνικος στέφθηκε συναυτοκράτορας και στις 24 Σεπτεμβρίου 1183 με διαταγή του δολοφονήθηκε ο 14χρονος αυτοκράτορας Αλέξιος Β' Κομνηνός. Τον στραγγάλισαν με τη χορδή ενός τόξου. Ο Ανδρόνικος αναγορεύθηκε σε αυτοκράτορα του Βυζαντίου ως Ανδρόνικος Α' Κομνηνός και για να νομιμοποιήσει την εξουσία του παντρεύτηκε τη χήρα του Αλέξιου Β', παρότι αυτός ήταν 65 ετών και η Άννα μόλις 13.

Τη δυναστική διαμάχη στη Ρωμανία επί Αλεξίου Β' εκμεταλλεύτηκαν οι γείτονες της αυτοκρατορίας. Ο βασιλιάς των Ούγγρων Μπέλα ο 3ος, κατέλαβε περιοχές της Κάτω Πανονίας (σημερινή Βόρεια Σερβία και Βοσνία), η Βενετία τη Δαλματία και ο σουλτάνος των Σελτζούκων Τούρκων Κιλίτζ Αρσλάν ο 2ος προωθήθηκε δυτικότερα στη Μικρά Ασία, καταλαμβάνοντας το Κοτύαιον (σημερινή Κιουτάχεια) και τη Σωζόπολη της Πισιδίας.

Σχετικά...

«Αγνή η Φράγκα», ιστορικό μυθιστόρημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα Κώστα Κυριαζή (1920-1991). Πρωτοκυκλοφόρησε το 1980 από τις εκδόσεις της ΕΣΤΙΑΣ.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/528

Η Σφαγή του Λάτιμερ


Αιματηρό επεισόδιο από την ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1897, οι άνδρες του τοπικού σερίφη άνοιξαν πυρ και σκότωσαν 19 απεργούς ανθρακωρύχους στα ορυχεία του Κάλβιν Παρντί στο Λάτιμερ της Πενσυλβάνιας.

Στα τέλη του 19ου αιώνα η κατάσταση στα αμερικανικά ορυχεία ήταν άθλια. Η οικονομική ύφεση και η αθρόα εισροή μεταναστών από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (Πολωνών, Τσεχοσλοβάκων, Λιθουανών και Γερμανών) είχαν προκαλέσει σημαντική πτώση στο βιοτικό επίπεδο των αμερικανών εργατών, ενώ τα μέτρα ασφαλείας στα ανθρακωρυχεία ήταν ανύπαρκτα, με αποτέλεσμα τα θανατηφόρα εργατικά δυστυχήματα να αποτελούν καθημερινή υπόθεση. Συν τοις άλλοις, η χρησιμοποίηση των μεταναστών από την εργοδοσία ως απεργοσπαστικού μηχανισμού ενέτεινε την εχθρότητα με τους ντόπιους ανθρακωρύχους, που ήταν βρετανικής καταγωγής.

Στις αρχές Αυγούστου του 1897, ένα ορυχείο στην κομητεία Λαζέρν της Πενσυλβάνιας προχώρησε σε απολύσεις, μειώσεις μισθών και αυξήσεις ενοικίων στα οικήματα της εταιρείας. Οι εργαζόμενοι απάντησαν με απεργία, η οποία αστραπιαία επεκτάθηκε και στα γειτονικά ανθρακωρυχεία. Τις κινητοποιήσεις συντόνιζε η συνδικαλιστική οργάνωση United Mine Workers (Ενωμένοι Μιναδόροι), με επικεφαλής τον δραστήριο ιρλανδό ακτιβιστή Τζον Μίτσελ (1870-1919), μία από τις σημαντικές προσωπικότητες του αμερικανικού συνδικαλιστικού κινήματος. Στόχος του Μίτσελ ήταν να αποσπάσει τους σλαβόφωνους και γερμανόφωνους μετανάστες ανθρακωρύχους από την επιρροή της εργοδοσίας και να τους εντάξει ομαλά στο σωματείο, όπου κυριαρχούσαν οι βρετανικής καταγωγής εργάτες.

Η πολιτική του Μίτσελ άρχισε σύντομα να αποδίδει καρπούς. Οι εργοδότες υποχώρησαν και δέχθηκαν πολλά από τα αιτήματα των απεργών. Οι απεργίες μέχρι το τέλος Αυγούστου είχαν λυθεί. Όμως, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1897 οι ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων υπαναχώρησαν και οι απεργίες ξανάρχισαν με μεγαλύτερη ένταση. Οι μπράβοι της εργοδοσίας δεν μπόρεσαν αυτή τη φορά να κάμψουν το ηθικό των απεργών κι έτσι ζητήθηκε η συνδρομή της τοπικής αστυνομίας. Ο σερίφης της κομητείας Λαζέρν, Φρανκ Μάρτιν (πρώην εργοδηγός ανθρακωρυχείων) ανταποκρίθηκε πρόθυμα και συγκρότησε τάχιστα ένα απόσπασμα με 100 βοηθούς, ιρλανδικής και αγγλικής καταγωγής.

Στις 11 το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου 1897, μια ομάδα σλαβογερμανών απεργών πορεύθηκε προς το ορυχείο του Κάλβιν Παρντί, κοντά στην πόλη Λάτιμερ, για να παραστεί στα εγκαίνια του τοπικού παρατήματος των «Ενωμένων Μιναδόρων». Καθ’ οδόν οι διαδηλωτές ήλθαν αντιμέτωποι με τους άνδρες του σερίφη Μάρτιν, ο οποίος τους ζήτησε να διαλυθούν. Αυτοί, όμως, παράκουσαν την εντολή του και συνέχισαν την πορεία τους προς το ορυχείο. Ήταν η πρώτη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο πλευρές. Στις 3.45 μ.μ. κι ενώ οι διαδηλωτές πλησίαζαν στο ορυχείο Παρντί, διατάχθηκαν και πάλι να διαλυθούν από τον σερίφη.

Η αρπαγή μιας αμερικάνικης σημαίας που κρατούσε ένας διαδηλωτής από ένα βοηθό του σερίφη, προκάλεσε λεκτική αντιπαράθεση, η οποία σχεδόν αμέσως εξελίχθηκε σε μικροσυμπλοκή. Τότε, από την πλευρά των βοηθών του σερίφη ακούστηκαν πυροβολισμοί. 19 ανθρακωρύχοι έπεσαν νεκροί και πάνω από πενήντα τραυματίστηκαν. Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Απεργοί κατευθύνθηκαν στο σπίτι του επιστάτη του ανθρακωρυχείου, το οποίο λεηλάτησαν. Ο σερίφης Μάρτιν πανικόβλητος ζήτησε τη συνδρομή του στρατού. Το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου, 2.500 άνδρες της 3ης Ταξιαρχίας της Εθνικής Φρουράς της Πενσυλβάνιας, υποστηριζόμενοι από πυροβολικό, αναπτύχθηκαν στην περιοχή και κατόρθωσαν να επιβάλουν την τάξη με τη βοήθεια των ηγετών της σλαβόφωνης κοινότητας της περιοχής, που ζήτησαν ηρεμία από τους ομοεθνείς τους.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της περιοχής δεν θέλησε να αφήσει το τραγικό γεγονός ατιμώρητο. Συγκέντρωσε χρήματα από εράνους και έφερε ενώπιον της δικαιοσύνης τον σερίφη Μάρτιν και 73 από τους βοηθούς του, τον Φεβρουάριο του 1898. Αν και υπήρχαν συντριπτικά στοιχεία εις βάρος τους, αφού όλα τα θύματα πυροβολήθηκαν πισώπλατα, ο σερίφης Μάρτιν και οι βοηθοί του αθωώθηκαν. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, οι κατηγορούμενοι υποστήριξαν ότι οι διαδηλωτές αρνήθηκαν να διαλυθούν παρακούοντας νόμιμη ενέργειά τους και ότι οι απεργοί επιτέθηκαν πρώτοι στους εκπροσώπους του νόμου και άρα αυτοί βρίσκονταν σε νόμιμη άμυνα.

Η Σφαγή του Λάτιμερ, όπως έμεινε στην ιστορία το αιματηρό περιστατικό, υπήρξε σημείο καμπής για το συνδικαλιστικό κίνημα των ανθρακωρύχων στις ΗΠΑ. Το σωματείο τους United Mine Workers γιγαντώθηκε και τα επόμενα χρόνια ήταν σε θέση να επιβάλει τους όρους του στην εργοδοσία. Οι μισθοί των ανθρακωρύχων αυξήθηκαν σημαντικά και οι συνθήκες εργασίας βελτιώθηκαν θεαματικά.



Ούγος Φώσκολος

Ούγος Φώσκολος (1778 – 1827)

Ιταλός ποιητής και μυθιστοριογράφος, ελληνικής καταγωγής. Με το έργο του εξέφρασε τα πατριωτικά εθνικά συναισθήματα των Ιταλών κατά την ταραγμένη περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, των Ναπολεόντειων Πολέμων και της επανόδου των Αυστριακών στη βόρεια Ιταλία. Τα ποιήματά του συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα της ιταλικής λογοτεχνίας.

Ο Ούγος Φώσκολος (Ugo Foscolo) γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1778 στη Ζάκυνθο, που τότε ήταν κτήση της Βενετίας. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος (Niccolò), το οποίο αργότερα άλλαξε σε Ούγος (Ugo). Πατέρας του ήταν ο βενετός γιατρός Ανδρέας Φώσκολος (Andrea Foscolo), ο οποίος είχε γεννηθεί στην Κέρκυρα. Μητέρα του ήταν η Ζακυνθινή Διαμαντίνα Σπαθή.

Έζησε για ένα διάστημα, κατά τα παιδικά του χρόνια, στο Σπαλάτο (σημερινό Σπλιτ Κροατίας), όπου υπηρέτησε ο πατέρας του ως διευθυντής νοσοκομείου. Μετά τον θάνατο του πατέρα το 1788, η οικογένεια επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου παρέμενε ως το 1794, οπότε εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Δάσκαλός του στη Ζάκυνθο ήταν ο ποιητής Αντώνιος Μαρτελάος, ο οποίος του εμφύσησε την αγάπη για την Ελλάδα, την οποία ο Φώσκολος διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Στη Βενετία, φοίτησε σε σχολείο Ιησουϊτών κι επιδόθηκε στη μελέτη των κλασικών γραμμάτων και της ρητορικής. Εκεί γνωρίστηκε με τους λογοτεχνικούς κύκλους, στους οποίους πρωταγωνιστούσε η κόμισσα Ιζαμπέλα Θεοτόκη Αλμπρίτσι, με την οποία συνδέθηκε ερωτικά. Σε ηλικία 19 ετών παρουσίασε την τραγωδία «Θυέστης», η οποία ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία σε θέατρο της Βενετίας.

Στην αρχή αισθανόταν μεγάλο θαυμασμό για τον Ναπολέοντα και όταν ο τελευταίος ανέτρεψε τη βενετική ολιγαρχία, ο Φώσκολος έγραψε την ωδή «Στον Ελευθερωτή Βοναπάρτη» («A Bonaparte liberatore», 1797). Γρήγορα, όμως, απογοητεύθηκε, όταν ο Ναπολέων παραχώρησε τη Βενετία στους Αυστριακούς με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (17 Οκτωβρίου 1797). Κατήγγειλε με θάρρος αυτή τη συναλλαγή στο μυθιστόρημά του «Οι τελευταίες επιστολές του Ιάκωβου Όρτις («Le ultime lettere di Jacopo Ortis», 1798).

Πάντως, όταν οι Αυστριακοί και οι Ρώσοι εισέβαλαν στην Ιταλία το 1799, ο Φώσκολος και άλλοι ιταλοί πατριώτες πολέμησαν στο πλευρό των Γάλλων. Έπειτα από τη μάχη του Μαρένγκο (14 Ιουνίου 1800), ονομάστηκε λοχαγός της ιταλικής μεραρχίας του γαλλικού στρατού.

Μετά την αφυπηρέτησή του, απασχολήθηκε για ένα διάστημα σε διάφορες θέσεις στο Μιλάνο, στη Μπολόνια και στη Φλωρεντία, όπου παράλληλα ζούσε έντονη και κάπως έκλυτη ζωή. Η συγκίνησή του από τη Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ (21 Οκτωβρίου 1805) εκφράστηκε με ένα εγκώμιο του Νέλσωνα, το οποίο περιέλαβε στο αριστουργηματικό ποίημά του «Οι τάφοι» («I sepolcri», 1807), το οποίο ενέπνευσε το κίνημα του Ριζορτζιμέντο (το κίνημα για την ιταλική ενοποίηση, 1815-1871) και εξακολουθεί να είναι πολύ αγαπητό στο ιταλικό κοινό.

Το 1807, μετά από σύντομη παραμονή στη Γαλλία, επέστρεψε στην Ιταλία και το 1808 τοποθετήθηκε καθηγητής της Ρητορικής στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, αλλά στο τέλος του χρόνου η έδρα καταργήθηκε και ο Φώσκολος μετέβη στο Μιλάνο. Θεωρήθηκε ξανά ύποπτος, λόγω κάποιων σατιρικών αναφορών του στον Ναπολέοντα στην τραγωδία του «Αίας» («Ajace», 1811) και το 1812 εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, όπου έγραψε το μεγάλο μέρος του περίφημου ποιήματός του «Οι Χάριτες» («Le Grazie»), το οποίο έμεινε ημιτελές. Το 1813 επανήλθε στο Μιλάνο.

Έπειτα από την πτώση του Ναπολέοντα, ο Φώσκολος αρνήθηκε να υπηρετήσει τους Αυστριακούς. Kατέφυγε εξόριστος στην Ελβετία και το 1816 στην Αγγλία, μαζί με τον φίλο του Ανδρέα Κάλβο. Ως ιταλός πατριώτης, έτυχε θερμής υποδοχής από τους φιλελεύθερους κύκλους του Λονδίνου. Τελικά, όμως, ο δύσκολος χαρακτήρας του και η άσωτη ζωή του τον αποξένωσαν από πολλούς άγγλους φίλους του. Για να κερδίζει τα προς το ζην, παρέδιδε μαθήματα και συνεργαζόταν με περιοδικά, όπου δημοσίευσε σημαντικά άρθρα για την ιταλική λογοτεχνία.

Το 1824, με επιστολή του στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, γραμμένη στα ελληνικά, εξέφρασε την επιθυμία να κατέλθει στην επαναστατημένη Ελλάδα. Πλην, όμως, η κατάσταση της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε από τις στερήσεις και τις κακουχίες και δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιήσει την επιθυμία του.

Ο Ούγος Φώσκολος πέθανε στο Λονδίνο στις 10 Σεπτεμβρίου 1827, σε ηλικία 49 ετών. Το 1871 η σορός του μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία και τάφηκε στη Βασιλική του Τιμίου Σταυρού, πλάι στους τάφους επιφανών Ιταλών, όπως του Μιχαήλ Άγγελου, του Μακιαβέλι και του Γαλιλαίου. Το 1927 γιορτάσθηκε στη Ζάκυνθο η εκατονταετηρίδα του ποιητή, με τα αποκαλυπτήρια της προτομής του και την έκδοση αναμνηστικού λευκώματος.



Αγίες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα


Ἡγοῦντο Μηνοδώρα καὶ Μητροδώρα,
Καὶ Νυμφοδώρα δῶρα σαρκὸς αἰκίας.
Θεινόμεναι δεκάτῃ δωρώνυμοι ἔκθανον αἱ τρεῖς.

Λειτουργικά κείμενα


Οπτικοακουστικό Υλικό

                          Πηγή


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ