Μητροπολίτης της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και αγωνιστής του ’21. Είναι το πρόσωπο που συμβολίζει κατά παράδοση την επίσημη έναρξη της Επανάστασης του 1821.
Μητροπολίτης της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και αγωνιστής του ‘21. Είναι το πρόσωπο που συμβολίζει κατά παράδοση την επίσημη έναρξη της Επανάστασης του 1821.
Ο κατά κόσμον Γεώργιος Κόζης ή Κόζιας ή Γκόζιας ή Κοντζιάς ή Γκοζάς ή Κοτζάς ή Γκοζιόπουλος (υπάρχει ασυμφωνία για την ακριβή αναγραφή του επιθέτου του) γεννήθηκε στη Δημητσάνα της Γορτυνίας στις 25 Μαρτίου 1771, την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο πατέρας του Ιωάννης (συχνά υπέγραφε ως Ιωάννης Δημητρίου) ήταν χρυσοχόος και η μητέρα του Κανέλλα Κουκουζή ή Κουκουζοπούλου ασχολείτο με τα του οίκου, αφού είχε να αναθρέψει και πέντε παιδιά (δύο αγόρια και τρία κορίτσια).
Αρχικά φοίτησε στην ονομαστή σχολή της ιδιαίτερης πατρίδας του με δάσκαλο τον Αγάπιο Παπαντωνόπουλο και κατόπιν στο Άργος με δάσκαλο τον συμπατριώτη του Αγάπιο Λεονάρδο. Και οι δυο τους ήταν ονομαστοί δάσκαλοι εκείνης της εποχής. Ο μητροπολίτης Άργους και Ναυπλίου Ιάκωβος εκτίμησε τις ικανότητες του νεαρού Γεωργίου και αφού τον προσέλαβε πρώτα ως γραμματέα του, στη συνέχεια τον χειροτόνησε διάκονο με το όνομα Γερμανός.
Στις αρχές του 1797 μετέβη στη Σμύρνη κι έγινε διάκονος του συμπατριώτη του μητροπολίτη Γρηγορίου, του μετέπειτα εθνομάρτυρα πατριάρχη Γρηγορίου Ε’. Όταν ο Γρηγόριος έγινε Πατριάρχης τον Μάιο του 1797, τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Κυζίκου Ιωακείμ.
Τον Μάρτιο του 1806 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Παλαιών Πατρών (ως Νέαι Πάτραι λογιζόταν το Πατρατζίκι, σημερινή Υπάτη) και τον Μάιο του ίδιου χρόνου γύρισε στην Πελοπόννησο, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Στα προεπαναστατικά χρόνια ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την παιδεία της πατρίδας του και κυρίως για τη σχολή της Δημητσάνας.
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αντώνιο Πελοπίδα (Αντώνιος Πρωτόπαππας το πραγματικό του όνομα), καταγόμενο από τη γειτονική Στεμνίτσα, και από τότε αφοσιώθηκε στην προετοιμασία της Επανάστασης. Με τη σειρά του, ο Γερμανός μύησε στη Φιλική Εταιρεία αρκετούς μητροπολίτες, κληρικούς και οπλαρχηγούς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μετέπειτα ζωής του διατηρούσε στενές σχέσεις με τους επίσης Φιλικούς Ιωάννη Βλασόπουλο και Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, που εκπροσωπούσαν τα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή, ο πρώτος ως πρόξενος στην Πάτρα και ο δεύτερος ως γραμματέας του.
Στη μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (26-30 Ιανουαρίου 1821) για την έναρξη της επανάστασης, ο Γερμανός διατύπωσε επιφυλάξεις για τη δυνατότητα άμεσης επαναστατικής δράσης και ήλθε σε ευθεία σύγκρουση με τον Παπαφλέσσα, που επιδίωκε την άμεση έναρξη του αγώνα. Μάλιστα, σε μία σπάνια έκρηξη οργής, τον αποκάλεσε «επιπόλαιον και εξωλέστατον». Από τα «Απομνημονεύματά» του προκύπτει ότι, μεταξύ των άλλων, είχε προτείνει «να αποσταλώσιν άνθρωποι εις την Ρωσσίαν και εις άλλα μέρη, δια να πληροφορηθώσιν αν τω όντι η Ρωσσία έχη απόφασιν τοιαύτην περί τής ελευθερίας των Ελλήνων, και ποία η διάθεσις των άλλων δυνάμεων της Ευρώπης και ούτως οδηγηθέντες (οι Έλληνες) να επιχειρισθώσι το πράγμα ασφαλέστερον και τακτικώτερον».
Στα μέσα Μαρτίου βρισκόταν στα Νεζερά (ονομασία ορεινών χωριών, που βρίσκονται στις πλαγιές του Ερύμανθου και στους νότιους πρόποδες του Παναχαϊκού), όταν έλαβε γράμμα από τον Νικόλαο Λόντο και τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο να σπεύσει στην Πάτρα, επειδή «κινδυνεύει όλη η πόλις», από τους Τούρκους. Στις 22 Μαρτίου 1821 βρέθηκε στην Πάτρα, όπου στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου ευλόγησε τα όπλα των αγωνιστών. Ενώ συνεχιζόταν η πολιορκία του φρουρίου των Πατρών, όπου είχαν κλειστεί οι Τούρκοι, ο Γερμανός απηύθυνε έγγραφο προς τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων που βρίσκονταν στην πόλη, στο οποίο, αφού τόνιζε ότι «απεφασίσαμεν σταθερώς ή ν’ αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν», ζητούσε «την εύνοιαν και την προστασίαν» του κράτους τους.
Λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1821, βρέθηκε στη Ζαράκοβα (σημερινό Μαίναλο Αρκαδίας), όπου προσπάθησε να συμφιλιώσει τους προκρίτους με τον Δημήτριο Υψηλάντη, όταν δημιουργήθηκε κρίση στις σχέσεις τους εξαιτίας διαφωνιών για την πολιτική οργάνωση του Αγώνα. Έλαβε ενεργό μέρος στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821 - 16 Ιανουαρίου 1822) και με εντολή της έφυγε για την Ιταλία στις 26 Οκτωβρίου 1822 με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, με σκοπό του να επιτύχουν την ηθική και υλική συνδρομή του Πάπα στην ελληνική υπόθεση.
Στην Ιταλία έμεινε ως τον Ιούνιο του 1824, δεν μπόρεσε όμως να συναντήσει τον Πάπα, διότι από την Αγκώνα (Ανκόνα), όπου είχε φθάσει, δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει το ταξίδι του στη Ρώμη, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Επισκέφθηκε, πάντως, σημαντικές πόλεις της Ιταλίας, όπως τη Βολωνία (Μπολόνια) και τη Φαέντσα, όπου συναντήθηκε με επιφανείς Έλληνες της διασποράς για τους σκοπούς της Επανάστασης, ενώ κατέβαλε προσπάθειες για τη σύναψη δανείου.
Αποκαρδιωμένος από την αποτυχία των επαφών του στην Ιταλία, επέστρεψε στην Πελοπόννησο τον Ιούλιο του 1824, σε μία περίοδο που οι εμφύλιες συγκρούσεις βρίσκονταν στην οξύτερη φάση τους και διαγραφόταν η απειλή ένοπλης σύγκρουσης. Με γράμμα του προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού (πρωθυπουργό) Γεώργιο Κουντουριώτη προσπάθησε και πάλι να συμφιλιώσει τις αντίπαλες παρατάξεις, παρά την απογοήτευσή του για την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και την πικρία του για τις ταπεινώσεις που είχε υποστεί από τον Γιάννη Γκούρα. Tο 1826, όμως, εκλέχθηκε μέλος της Γ’ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο και διηύθυνε ως πρόεδρος τις εργασίες της (6-16 Απριλίου), που διαλύθηκαν πρόωρα, λόγω της πτώσης του Μεσολογγίου.
Ο Γερμανός, μητροπολίτης Παλαιών Πατρών, απεδήμησεν εις Κύριον στις 30 Μαΐου 1826, στο Ναύπλιο, ύστερα από ολιγοήμερη λοιμώδη ασθένεια. Τα «Απομνημονεύματα», που κατέλιπε, πολύτιμα για τα πρώτα χρόνια του Αγώνα, αναφέρονται στα γεγονότα ως το τέλος του 1822 και διακρίνονται για τη νηφαλιότητα του συντάκτη τους, που σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις τον εγκαταλείπει.
Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η αεραποβατική επιχείρηση, που επιχείρησε η Ναζιστική Γερμανία κατά της Κρήτης στις 20 Μαΐου 1941 και η οποία έληξε δώδεκα μέρες μετά, με την κατάληψη της μεγαλονήσου.
Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η αεραποβατική επιχείρηση, που επιχείρησε η Ναζιστική Γερμανία κατά της Κρήτης στις 20 Μαΐου 1941 και η οποία έληξε δώδεκα μέρες μετά, την 1η Ιουνίου, με την κατάληψη της Μεγαλονήσου. Ήταν μία από τις σημαντικότερες μάχες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με πολλές πρωτιές σε επιχειρησιακό επίπεδο.
Η απόφαση για την επίθεση στην Κρήτη ελήφθη από το Χίτλερ στις 25 Απριλίου 1941, λίγες μέρες μετά την παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας στις δυνάμεις του Άξονα, και έλαβε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ερμής» («Unternehmen Merkur»). Ήταν αμυντική και όχι επιθετική επιχείρηση, όπως αποδείχθηκε αργότερα. Οι Γερμανοί είχαν ως στόχο να εξασφαλίσουν τα νοτιοανατολικά τους νώτα, ενόψει της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα (Εκστρατεία στη Ρωσία) και να εξορμήσουν στη Βόρεια Αφρική, με εφαλτήριο την Κρήτη, όπως πίστευαν οι Σύμμαχοι.
Τις παραμονές της επίθεσης, οι Σύμμαχοι είχαν τακτικό πλεονέκτημα σε ξηρά και θάλασσα, ενώ οι Γερμανοί στον αέρα. Έτσι, το γερμανικό επιτελείο αποφάσισε να διεξαγάγει την επιχείρηση από αέρος με τη χρησιμοποίηση δυνάμεων αλεξιπτωτιστών σε ευρεία κλίμακα, για πρώτη φορά στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων τέθηκε ο πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, 51 ετών, βετεράνος πιλότος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε στη διάθεσή του 1190 αεροπλάνα (πολεμικά και μεταγωγικά) και 29.000 άνδρες (αλεξιπτωτιστές και πεζικάριους), ενώ οι Ιταλοί θα συνεισέφεραν 3.000 στρατιώτες.
Την Κρήτη υπερασπίζονταν όσοι έλληνες στρατιώτες είχαν παραμείνει στο νησί και δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιωτικοί), που είχαν διεκπεραιωθεί από την κατεχόμενη Ελλάδα. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, 52 ετών, βετεράνος και αυτός του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι υπερασπιστές της Μεγαλονήσου ανήρχοντο σε περίπου 40.000, αλλά είχαν ανεπαρκή και απαρχαιωμένο οπλισμό, ιδίως οι Έλληνες.
Στην περιοχή των Χανίων είχε εγκατασταθεί ο Βασιλιάς Γεώργιος Β' και η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Οι Σύμμαχοι γνώριζαν με μεγάλες λεπτομέρειες το γερμανικό σχέδιο επίθεσης, αφού είχαν κατορθώσει για πρώτη φορά να σπάσουν του γερμανικό κώδικα επικοινωνιών («Επιχείρηση Αίνιγμα»). Όμως, το πλεονέκτημα αυτό δεν το εκμεταλλεύτηκαν, εξαιτίας των διαφωνιών του Φράιμπεργκ με τους ανωτέρους του στο Λονδίνο. Οι Αμερικανοί δεν είχαν εισέλθει ακόμη στον Πόλεμο.
Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 8 το πρωί της 20ης Μαΐου 1941, με τη ρίψη αλεξιπτωτιστών σε δύο μέτωπα: στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων. Τα πρώτα κύματα των αλεξιπτωτιστών ήταν εύκολη λεία για τους Νεοζηλανδούς και τους Έλληνες που υπεράσπιζαν το Μάλεμε. Στις μάχες έλαβε μέρος και μεγάλος αριθμός αμάχων με ό,τι όπλο είχε στη διάθεσή του, από μαχαίρια ως όπλα από την εποχή της Κρητικής Επανάστασης.
Η συμμετοχή χιλιάδων αμάχων στις επιχειρήσεις ήταν ένας παράγων που δεν είχαν υπολογίσει οι γερμανοί σχεδιαστές της επιχείρησης. Πίστευαν ότι οι Κρητικοί, γνωστοί για τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα, θα υποδέχονταν τους Γερμανούς ως ελευθερωτές. Μία ακόμη λανθασμένη εκτίμηση της γερμανικής αντικατασκοπείας υπό τον ναύαρχο Βίλχελμ φον Κανάρις ήταν ο αριθμός των μαχητών στην Κρήτη, τους οποίους υπολόγιζαν σε μόνο 5.000 άνδρες.
Στις 4 το απόγευμα της 20ης Μαΐου ένα νέο κύμα αλεξιπτωτιστών έπεσε στο Ρέθυμνο και μία ώρα αργότερα στο Ηράκλειο. Τώρα, οι μάχες διεξάγονταν σε τέσσερα μέτωπα: Χανιά, Μάλεμε, Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Η πρώτη μέρα της Μάχης της Κρήτης έληξε με μεγάλες απώλειες για τους Γερμανούς και αβέβαια έκβαση. Ο διοικητής των γερμανικών δυνάμεων, πτέραρχος Κουρτ Στούτεντ, απογοητευμένος από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, σκέφθηκε ακόμη και την αυτοκτονία, αναλογιζόμενος την υπόσχεση που είχε δώσει στον Φύρερ για μια εύκολη νίκη. Το βράδυ της ίδιας μέρας, μετά από μεγάλες περιπέτειες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση μεταφέρθηκαν με βρετανικό πολεμικό στην Αίγυπτο.
Από τα ξημερώματα της 21ης Μαΐου οι μάχες συνεχίσθηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα και στα τέσσερα μέτωπα. Οι Γερμανοί επικεντρώθηκαν στην κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε, όπως ήταν ο πρωταρχικός τους στόχος και τα κατάφεραν προς το τέλος της ημέρας. Επωφελήθηκαν από την ασυνεννοησία στις τάξεις των Συμμάχων, αλλά υπέστησαν και πάλι μεγάλες απώλειες. Ανάμεσα στους γερμανούς αλεξιπτωτιστές που κατέλαβαν το Μέλεμε ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα του αθλητισμού και της πυγμαχίας, ο πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών Μαξ Σμέλινγκ, 36 ετών, που έφερε το βαθμό του δεκανέα.
Η κατάληψη του αεροδρομίου ήταν στρατηγικής σημασίας για την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Οι Γερμανοί άρχισαν να μεταφέρουν μεγάλες δυνάμεις από την Ελλάδα και με τον σύγχρονο οπλισμό που διέθεταν ήταν θέμα χρόνου η κυριαρχία τους στη Μεγαλόνησο. Στις 28 Μαΐου οι Γερμανοί είχαν απωθήσει τις συμμαχικές δυνάμεις προς τα νότια, καθιστώντας τον αγώνα τους μάταιο. Έτσι, το Λονδίνο αποφάσισε την απόσυρση των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας από την Κρήτη και τη μεταφορά τους στην Αίγυπτο. Όσες μονάδες δεν τα κατάφεραν, παραδόθηκαν στους Γερμανούς. Πολλοί Έλληνες μαχητές και μαζί τους 500 Βρετανοί ανέβηκαν στα απρόσιτα βουνά της Κρήτης για να συνεχίσουν τον αγώνα. Την 1η Ιουνίου, με την παράδοση 5.000 μαχητών στα Σφακιά, έπεσε η αυλαία της Μάχης της Κρήτης.
Οι απώλειες για τους Συμμάχους ήταν: 3.500 νεκροί, 1.900 τραυματίες και 17.500 αιχμάλωτοι. Οι Γερμανοί, σύμφωνα με δικά τους στοιχεία, είχαν 3.986 νεκρούς και αγνοούμενους, 2.594 τραυματίες, ενώ έχασαν 370 αεροπλάνα. Σύμφωνα, όμως, με συμμαχικούς υπολογισμούς, οι γερμανικές απώλειες ξεπέρασαν τις 16.000.
Η Μάχη στην Κρήτη ονομάστηκε και «Νεκροταφείο των γερμανών αλεξιπτωτιστών», εξαιτίας των μεγάλων απωλειών τους, γεγονός που ανάγκασε τον Χίτλερ να διατάξει τον τερματισμό κάθε αεραποβατικής επιχείρησης στο μέλλον. Από την πλευρά τους, οι Σύμμαχοι εντυπωσιάστηκαν από τις μεγάλες δυνατότητες των αλεξιπτωτιστών στη μάχη και δημιούργησαν τις δικές τους αεραποβατικές δυνάμεις.
Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας ήταν δύο νεαροί φοιτητές, που δάκρυζαν, όπως και χιλιάδες Αθηναίοι, βλέποντας τη γερμανική σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη. Έπρεπε, λοιπόν, να κατέβει…
Στα τέλη Μαΐου του 1941 είχε συμπληρωθεί ένας μήνας από την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς, που ολοκλήρωναν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα με την κατάληψη της Κρήτης. Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας ήταν δύο νεαροί φοιτητές, που δάκρυζαν, όπως και χιλιάδες Αθηναίοι, βλέποντας τη γερμανική σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη. Το χιτλερικό σύμβολο προκαλούσε την ελληνική υπερηφάνεια. Έπρεπε, λοιπόν, να κατέβει…
Το παράτολμο σχέδιο γεννήθηκε στο μυαλό τους ένα ανοιξιάτικο σούρουπο στο Ζάππειο, καθώς αντίκριζαν την Ακρόπολη και στρώθηκαν στη δουλειά για να το υλοποιήσουν. Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβασαν ό,τι σχετικό με τον Ιερό Βράχο. Στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης. Γρήγορα, αντιλήφθηκαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.
Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ. Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι κι ένα μαχαίρι. Η ώρα είχε φθάσει 9:30 το βράδυ. Η μικρή φρουρά της Ακρόπολης ήταν μαζεμένη στην είσοδο των Προπυλαίων και διασκέδαζε με νεαρές Ελληνίδες, που πουλούσαν τον ερωτά τους, πίνοντας μπύρες και μεθοκοπώντας.
Με άγνοια κινδύνου, πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές, που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση ολίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του ναζισμού. Ήταν μία τεράστια σημαία, διαστάσεων 4x2 μ. Είχαν φθάσει πια μεσάνυχτα. Οι δύο «κομάντος» δίπλωσαν και πήραν μαζί τους τη σημαία και ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο απομακρύνθηκαν από την Ακρόπολη, χωρίς και πάλι να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, που συνέχιζαν τη διασκέδασή τους.
Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε νωρίς το πρωί ότι η σβάστικα έλειπε από τον ιστό. Οι γερμανικές αρχές πανικοβλημένες διέταξαν ανακρίσεις. Μόλις στις 11 το πρωί ανάρτησαν μια νέα σημαία στον κενό ιστό.
Γλέζος και Σάντας καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.
Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μία ενέργεια με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά τεράστια απήχηση στο ηθικό των δοκιμαζόμενων Ελλήνων. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκαν οι δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.
Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης,
είναι αναμφίβολα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας.
Η Ρωμανία, η παρακμή και η αντίστροφη πορεία της οποίοας είχαν αρχίσει, όπως
συμφωνούν όλοι οι σύγχρονοι ιστορικοί από τα μέσα του 11ου αιώνα, με κομβικό
σημείο την ήττα του Μαντζικέρτ (1071) και πρώτο ισχυρό πλήγμα την άλωση της
Πόλης από τους Λατίνους (1204), δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους
Οθωμανούς.
Η ηρωική αντίσταση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και μερικών χιλιάδων
πολεμιστών δεν ήταν ικανή να σώσει την Βασιλεύουσα, για μια ακόμη φορά από μια
εχθρική πολιορκία.
Με την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς που
συνέβη πριν από 571 χρόνια (29 Μαίου 1453), θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας
άρθρο, ελπίζοντας να φωτίσουμε κάποιες άγνωστες πτυχές τους.
Πριν την πολιορκία
Στις 31 Οκτωβρίου 1448, πέθανε ο Έλληνας αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄
Παλαιολόγος και καθώς δεν είχε παιδιά, τον διαδέχθηκε ο αδελφός του
Κωνσταντίνος ΙΑ΄
Παλαιολόγος ο Δραγάτζης (το οικογενειακό επώνυμο της μητέρας του), ο οποίος ως
τότε ήταν δεσπότης στην Πελοπόννησο.
Η στέψη του νέου αυτοκράτορα έγινε στον Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου 1449 και
δυο μήνες αργότερα έγινε η υποδοχή του στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ είχε πολλά προσόντα. Στο διάστημα της ηγεμονίας του στον
Μοριά, είχε αναπτύξει σημαντική δράση. Βασικό μέλημά του ήταν ο προσεταιρισμός
των βαλκανικών δυνάμεων. Ήδη είχε αποκαταστήσει καλές σχέσεις με τη Δημοκρατία
της Ραγούζας (σημ. Ντουμπρόβνικ) και είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τη
Βενετία.
Πίστευε ότι οι Οθωμανοί μπορούν να αντιμετωπιστούν. Ωστόσο, η εποχή που ανέβηκε
στον θρόνο του Βυζαντίου, ήταν δύσκολη και κρίσιμη.
Παράλληλα, τον Φεβρουάριο του 1451, πέθανε ο σουλτάνος Μουράτ Β΄ και τον
διαδέχθηκε ο γιος του Μωάμεθ Β΄ που ήταν
μόλις 19 ετών.
Ο Μωάμεθ Β΄, είχε ανέβει στον σουλτανικό θρόνο σε ηλικία 13 ετών, το 1444,
όταν παραιτήθηκε ο πατέρας του μετά τη νίκη του στη μάχη της Βάρνας το 1444, η
οποία ουσιαστικά έπεισε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο ότι δεν θα μπορούσε να
ανακόψει την προέλαση των Οθωμανών στην Ευρώπη.
Από τις αρχές του 1445 ο Μωάμεθ μαζί με ορισμένους επιτελείς του, άρχισε να
προγραμματίζει μεγάλη επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Τότε όμως ο
μεγάλος βεζίρης Χαλίλ τον ανέτρεψε με πραξικόπημα και επανέφερε τον Μουράτ στον
θρόνο.
Στη δεύτερη “θητεία” του Μωάμεθ Β΄, υπήρχαν κάποια σημεία αστάθειας στο
οθωμανικό κράτος. Ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα του, όπου ο εμίρης της
Καραμανίας Karaman-oglu(Καραμάνογλου), έδειχνε αποσχιστικές τάσεις.
Αρχικά ο Μωάμεθ έδειξε σημάδια υποχωρητικότητας και διαλλακτικότητας με
την Ρωμανία και τις χριστιανικές χώρες. Την άνοιξη του 1451 κινήθηκε
εναντίον του Καραμάνογλου ο οποίος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη.
Τότε οι Έλληνες έκαναν ένα μοιραίο λάθος. Έστειλαν πρεσβεία στον Μωάμεθ,
ζητώντας περισσότερα χρήματα, διπλάσια συγκεκριμένα, για τις δαπάνες “φύλαξης”
του Οθωμανού πρίγκιπα Ορχάν, ο οποίος ήταν μέλος της οθωμανικής δυναστείας που
ζούσε στην Κωνσταντινούπολη και αποτελούσε κίνδυνο για τον Μωάμεθ Β΄, καθώς θα
μπορούσε να διεκδικήσει τον θρόνο με τη βοήθεια των Βυζαντινών, όπως είχε γίνει
και 30 χρόνια πριν με τον Μουσταφά, γιο του Βαγιαζήτ Α΄.
Ο Χαλίλ, “φίλος των Ρωμαίων”, εξοργίστηκε. Αντίθετα ο σουλτάνος, δέχτηκε την ελληνική πρεσβεία με προσποιητή κατανόηση και απάντησε ότι θα αποφασίσει για
το αίτημα των Ελλήνων αργότερα.
Αφού πήγε στην Προὐσα, όπου αντιμετώπισε με επιτυχία μια ανταρσία των
γενίτσαρων, επέστρεψε στην, τότε, πρωτεύουσά του, την Αδριανούπολη.
Η άστοχη ενέργεια των Ελλήνων που αναφέραμε, αποτέλεσε την αφορμή για να
πάρει ο Μωάμεθ τις τελικές του αποφάσεις. Διέταξε να σταματήσει η χορηγία για
τον Ορχάν και άρχισε νυχθημερόν να καταστρώνει σχέδια για την κατάκτηση της
Κωνσταντινούπολης. Ως πρώτο βήμα αποφάσισε την οικοδόμηση μεγάλου κάστρου στο
Βόσπορο.
Η οικοδόμηση του κάστρου άρχισε τον Μάρτιο του 1452 και είχε για τους Οθωμανούς
πανηγυρικό χαρακτήρα. Χτίστηκε στο στενότερο σημείο του Βόσπορου, στην
τοποθεσία Ασώματος, εκεί όπου παλαιότερα υπήρχε η εκκλησία του Αρχάγγελου
Μιχαήλ. Εκεί συγκεντρώθηκαν χιλιάδες χτίστες και υλικά που μεταφέρθηκαν από την
Ανατολή.
Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης κατάλαβαν ότι είχε αρχίσει και έσφιγγε ο κλοιός
απελπιστικά γύρω απ’ αυτούς. Κάποιοι προσπάθησαν να εμποδίσουν την οικοδόμηση
του κάστρου, αλλά σκοτώθηκαν από τους Οθωμανούς. Πρεσβεία που έστειλε ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, επέστρεψε άπρακτη. Άλλοι Τούρκοι, έκαναν επιθέσεις
στους Έλληνες αγρότες της Σηλυβρίας. Ο αυτοκράτορας έκλεισε τις πύλες της
πόλης. Στο τέλος Αυγούστου το χτίσιμο του κάστρου είχε ολοκληρωθεί. Bogaz-Kesen
το ονόμασε ο Μωάμεθ. Bogaz σημαίνει πορθμός (πβ. μπουγάζι = στενό θαλάσσιο
πέρασμα, πορθμός) αλλά και λαιμός. Kesen, σημαίνει κοπτήρας, συνεπώς
Bogaz-Kesen θα μπορούσε να αποδοθεί ως “λαιμοκοπίη”. Το κάστρο αυτό, γνωστό
σήμερα ως Rumili-hisar (“Κάστρο της Δύσης”), οι Έλληνες το ονόμασαν
Νεόκαστρο.
Ο Μωάμεθ τοποθέτησε σ’ αυτό φρουρά από 400 άνδρες και κανόνια (“πετροβόλους
μηχανάς”) και διέταξε ότι κάθε πλοίο που θα περνούσε τον Βόσπορο, όφειλε να
σταματά εκεί και να πληρώνει δασμό (“κομμέρκιον”). Διαφορετικά θα βυθιζόταν.
Έτσι εξασφάλισε τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας και απομόνωσε την Κωνσταντινούπολη
από τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, απ’ όπου προμηθευόταν τα απαραίτητα για
τον επισιτισμό των κατοίκων της.
Επίσης ο Μωάμεθ, υπέγραψε συνθήκη με τον Ούγγρο ηγεμόνα Ουννάδη, ο οποίος παρά
τις ήττες που είχε υποστεί ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος.
Παράλληλα για να εμποδίσει τα αδέλφια του Κωνσταντίνου, Δημήτριο και Θωμά,
δεσπότες της Πελοποννήσου, να στείλουν βοήθεια στην Πόλη, έστειλε εναντίον τους
τον ικανό στρατηγό Τουραχάν με χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι έφτασαν ως τη
Μεσσηνία καταστρέφοντας και λεηλατώντας τα εδάφη του Δεσποτάτου.
Στις αρχές Νοεμβρίου 1452, δυο βενετικά πλοία που κατέπλεαν από τον Εύξεινο
Πόντο αρνήθηκαν να σταματήσουν στο Νεόκαστρο για επιθεώρηση. Παρά τις βολές των
κανονιών εναντίον τους κατάφεραν να ξεφύγουν χωρίς ζημιές. Δεκαπέντε μέρες
αργότερα ένα τρίτο προσπάθησε να κάνει το ίδιο, αλλά βυθίστηκε από ένα
κανονιοβολισμό. Ο πλοίαρχος Αντόνιο Ρίτζο και το πλήρωμα αιχμαλωτίστηκαν και
οδηγήθηκαν στο Διδυμότειχο όπου βρισκόταν ο Μωάμεθ. Αυτός διέταξε τον
αποκεφαλισμό των μελών του πληρώματος. Ο Ρίτζο καταδικάστηκε σε ανασκολοπισμό
και το σώμα του “εκτέθηκε” δίπλα στον δρόμο (Δούκας, Νικολό Μπάρμπαρο).
Στο μεταξύ, στην Κωνσταντινούπολη η κατάσταση ήταν αποκαρδιωτική. Διάφοροι
πρόσφυγες από τα περίχωρα είχαν καταφύγει σ’ αυτήν επιτείνοντας το πρόβλημα του
επισιτισμού. Τα ταμεία του κράτους ήταν σχεδόν άδεια. Η συμφωνία με τον
Ουννάδη, αποτελούσε τεράστιο πλήγμα, ενώ στο εσωτερικό της Βασιλεύουσας
επικρατούσε πολιτικοϊδεολογική διαμάχη. Η μόνη ελπίδα πλέον, ήταν η βοήθεια της
Καθολικής Ευρώπης. Ο Κωνσταντίνος έστειλε πρεσβεία στον Πάπα Νικόλαο Ε΄, ο
οποίος έθεσε ως όρο την ένωση των δυο Εκκλησιών. Ο αυτοκράτορας φαινόταν διαλλακτικός,
αλλά συναντούσε σφοδρή αντίδραση από τον λαό και τον κλήρο. Έτσι ζήτησε από τον
Πάπα να στείλει ιερείς ικανούς και πειστικούς, οι οποίοι θα βοηθούσαν να
πραγματοποιήσει την ένωση. Έτσι τον Νοέμβριο του 1452 έφτασαν στην
Κωνσταντινούπολη ο καρδινάλιος Ισίδωρος (του Κιέβου), γεννημένος το 1385 στην
Ελλάδα (πιθανότατα στη Μονεμβασία), κάτοχος σημαντικής παιδείας και ο Λατίνος
αρχιεπίσκοπος Λέσβου Λεονάρδος (γνωστός ως ο Λεονάρδος ο Χίος, ελληνικής
καταγωγής κι αυτός). Μαζί τους είχαν και 200 πολεμιστές.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1452 ο καρδινάλιος λειτούργησε στην Αγιά Σοφιά και κατόπιν
κηρύχθηκε η ένωση που είχε ψηφίσει η Σύνοδος της Φλωρεντίας. Ο λαός ωστόσο, στη
μεγάλη του πλειοψηφία, συγκεντρώθηκε στις εκκλησίες που λειτουργούσαν
ανθενωτικοί ιερείς και κυρίως στη Μονή του Παντοκράτορα, όπου ζούσε ο Γεώργιος
Σχολάριος, ο πρώτος Πατριάρχης μετά την άλωση…
Το μίσος για τους Λατίνους, οφειλόταν στην κατοχή της Κωνσταντινούπολης από
αυτούς (1204-1261) και όσα δεινά είχαν υποστεί τότε, αλλά και αργότερα οι
Έλληνες. Επίσης, οι ανεκτικότερες, σε κάποια σημεία, αρχές του Ισλάμ και του
οθωμανικού κράτους από εκείνους που επέβαλε η Καθολική Δύση και η καταπίεση των
Ορθόδοξων Ελλήνων στις γενουατικές και βενετικές αποικίες, μεγάλωναν ακόμα
περισσότερο την αντιπάθεια των Βυζαντινών προς τους Δυτικούς.
Από την πλευρά τους οι Δυτικοί, αν και φαίνεται ότι ήθελαν να βοηθήσουν τους
Βυζαντινούς, αντιμετώπιζαν τα δικά τους προβλήματα.
Οι Βενετοί με τους Γενουάτες είχαν μεγάλη έχθρα. Οι σχέσεις τους με τον Πάπα
δεν ήταν πολύ καλές, γιατί ο ποντίφικας δεν πλήρωσε ποτέ για κάποιες
βενετσιάνικες γαλέρες που χρησιμοποίησε το 1444…
Ο στόλος τους, σε μεγάλο βαθμό, ήταν επιφορτισμένος με την προστασία των
αποικιών της Γαληνοτάτης. Οι Γενοβέζοι, που είχαν στην κατοχή τους το Πέραν της
Κωνσταντινούπολης και ορισμένες αποικίες, όπως και τη Χίο, αρκέστηκαν να
δημοσιεύσει μια-δυο προτροπές προς τους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης, να
κινηθούν εναντίον των Τούρκων.
Η Ραγούζα (σημ. Ντουμπρόβνικ), αν και είχε επικυρώσει πρόσφατα τα προνόμια της
Κωνσταντινούπολης, εμπορευόταν και σε οθωμανικά λιμάνια. Έτσι δεν διακινδύνευε
κανένα τμήμα του μικρού της στόλου, παρά μόνο αν αυτός αποτελούσε τμήμα
ευρύτερου χριστιανικού συνασπισμού.
Μόνο ο Αλφόνσος, βασιλιάς της Νεάπολης, με συμφέροντα και διεκδικήσεις στην
Ελλάδα και τους Καταλανούς υπηκόους του να εμπορεύονται στην Κωνσταντινούπολη
κινήθηκε έμπρακτα. Έστειλε, με βασικό χρηματοδότη τον Πάπα, ένα στολίσκο στο
Αιγαίο, τον οποίο όμως απέσυρε αργότερα.
Στις αρχές Ιανουαρίου 1453, ο Μωάμεθ Β΄, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να κινηθεί
εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Ο Χαλίλ, που ίσως χρηματιζόταν από τους
Έλληνες, ήταν αντίθετος στο σχέδιο αυτό.
Όμως οι στρατιωτικοί, ο εξωμότης Ζαγανός, ο Τουραχάν αλλά και ο ευνούχος
Σεχαμπεντίν ήταν θερμοί θιασώτες της απόφασης του Μωάμεθ για επίθεση εναντίον
της Κωνσταντινούπολης.
Το καλοκαίρι του 1452, ένας Ούγγρος (κατ’ άλλους Σάξονας) μηχανικός, πήγε στην
Κωνσταντινούπολη και προσέφερε τις υπηρεσίες του στους Έλληνες. Ο
Κωνσταντίνος όμως, δεν μπορούσε να του δώσει τα χρήματα που ζητούσε. Έτσι πήγε
στον Μωάμεθ και συμφώνησε, εισπράττοντας τετραπλάσια χρήματα απ’ όσα ήθελε, να
φτιάξει ένα τεράστιο κανόνι. Σε τρεις μήνες, έχοντας και τεχνική υποστήριξη
έφτιαξε το πρώτο κανόνι. Ήταν αυτό που τοποθέτησε στο Ρούμελι Χισάρ ο Μωάμεθ
και βύθισε το βενετσιάνικο πλοίο του Ρίτζο.
Έπειτα ο σουλτάνος, διέταξε τον Ουρβανό να φτιάξει ένα κανόνι διπλάσιο από το
πρώτο. Αυτό, χυτεύθηκε στην Αδριανούπολη και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο. Η
κάννη του είχε μήκος περίπου 8 μέτρα. Το πάχος του μπρούντζου από το οποίο ήταν
φτιαγμένο, ήταν 2 μέτρα και η περιφέρειά του, ένα μέτρο στο πίσω μέρος και 2,5
μέτρα στο μπροστινό.
Τον Μάρτιο, το κανόνι άρχισε το ταξίδι του για την Κωνσταντινούπολη. Το έσερναν
60 βόδια και διακόσιοι άνδρες βάδιζαν πλάι του για να κρατούν σταθερό το κάρο
του κανονιού. Στο μεταξύ, υπό τις οδηγίες του Ουρβανού τα χυτήρια παρήγαγαν και
άλλα κανόνια, μικρότερα όμως από το “θηρίο” που περιγράψαμε.
Στις 26 Ιανουαρίου 1453, έφτασαν στην Πόλη δυο γενουατικά πλοία με 700
πολεμιστές. Επικεφαλής τους ήταν ο (Γενουάτης) Giovanni Giustiniani Longo
(Ιουστινιάνης). Γεννημένος το 1418, εξαιρετικός στρατιωτικός και ειδικός στην
αντιμετώπιση των πολιορκιών, έλαβε τον τίτλο του πρωτοστράτορα και την υπόσχεση
ότι θα του παραχωρηθεί η Λήμνος, αν η Πόλη δεν πέσει.
Παράλληλα, από τις αρχές του 1453, οι Οθωμανοί επιτέθηκαν στις πόλεις της
Προποντίδας (Άγιος Στέφανος, Επιβάτες και Ηράκλειας) και του Εύξεινου Πόντου
(Βιζύη, Αγχίαλος, Μεσημβρία) που βρισκόταν υπό ελληνική κυριαρχία και τις
κατέλαβαν. Μόνο η Σηλυβρία φαίνεται ότι αντιστάθηκε αποτελεσματικά. Κατά μία
εκδοχή, έπεσε στα χέρια των Τούρκων μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Το χρονικό της πολιορκίας
Ακολουθεί ένα χρονολόγιο όλων όσων έγιναν από την αρχή της πολιορκίας ως την
άλωση, αναφέροντας τα σημαντικότερα γεγονότα. Στις παρενθέσεις υπάρχουν οι συγγραφείς
που αποτελούν την πρωτογενή πηγή των πληροφοριών.
2 Απριλίου 1453: Γίνεται ορατό το πρώτο εχθρικό απόσπασμα. Καταστρέφονται οι
γέφυρες της τάφρου και κλείνουν οι πύλες της Πόλης (Κριτόβουλος, Κάλλιστος).
Παράλληλα, με μια τεράστια αλυσίδα την οποία εγκατέστησε ο Γενοβέζος μηχανικός
Μπαρτολομέο Σαλίνγκο κλείνει η είσοδος του Κεράτιου Κόλπου (Μπάρμπαρο,
Λεονάρδος Χίου, Φραντζής, Δούκας).
5 Απριλίου 1453: Οι δυνάμεις των Οθωμανών με επικεφαλής του Μωάμεθ φτάνουν έξω
απ' τη Βασιλεύουσα. Οι υπερασπιστές καταλαμβάνουν τις θέσεις τους στα τείχη
της.
6 Απριλίου 1453: Το σούρουπο της μέρας αυτής ξεκινούν οι κανονιοβολισμοί
εναντίον της Πόλης. Ο οθωμανικός στόλος (6 τριήρεις, 10 διήρεις, 15 γαλέρες με
κουπιά, 75 "φούστες", πλοία πιο ελαφριά απ' τις διήρεις και 20
παραντάρια, βαριές μεταφορικές μαούνες με πανιά), με επικεφαλής τον Βούλγαρο
εξωμότη Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου, επιχειρούν να σπάσουν χωρίς αποτέλεσμα την
αλυσίδα του Βοσπόρου (η επίθεση αυτή, ίσως έγινε στις 9 Απριλίου).
12 Απριλίου 1453: Ξεκινά μαζικός βομβαρδισμός των τειχών της Πόλης. Τα κανόνια
αποδεικνύοντας δύσχρηστα. Γλιστρούν μέσα στη λάσπη από τις βροχές τ' Απρίλη
ωστόσο οι βολές τους προξενούν ζημιές στα τείχη. Οι υπερασπιστές της Πόλης με
επικεφαλής τον Ιουστινιάνη, τις επιδιορθώνουν με αξιοθαύμαστη ταχύτητα. Νέα
προσπάθεια του οθωμανικού στόλου να σπάσει την αλυσίδα του Κεράτιου,
αποτυγχάνει. Ο Μωάμεθ νιώθει ταπεινωμένος και διατάζει να βελτιωθούν οι
βλητικές ικανότητες των κανονιών.
18 Απριλίου 1453: Μαζική επίθεση εναντίον της Πόλης αποτυγχάνει. Μετά από
τετράωρη μάχη, οι πολιορκητές αποχωρούν αφήνοντας πίσω τους 200 νεκρούς.
Κανένας Χριστιανός δεν έπαθε τίποτα. (Μπάρμπαρο, Κριτόβουλος)
20 Απριλίου 1453: Τρεις γενοβέζικες γαλέρες, με όπλα και προμήθειες, σταλμένες
από τον Πάπα πλησιάζουν την Προποντίδα. Μαζί τους ενώνεται και αυτοκρατορικό
πλοίο με επικεφαλής τον Φλαντανελά. Οι Τούρκοι τα αντιλαμβάνονται και κινούνται
εναντίον τους. Μετά από μια συγκλονιστική ναυμαχία, τα πλοία φτάνουν ασφαλή στο
αγκυροβόλιο του Κεράτιου. Ο Μπαλτόγλου τραυματισμένος σοβαρά στο μάτι,
καθαιρείται, ραβδίζεται και περνά στη φτώχεια και την αφάνεια την υπόλοιπη ζωή
του (Μπάρμπαρο, Κριτόβουλος, Δούκας).
21 Απριλίου 1453: Νέος βομβαρδισμός των τειχών της Πόλης. Με οδηγίες κάποιου
Γενοβέζου, εμπνευσμένου προφανώς από το ανάλογο κατόρθωμα του Κρητικού ναύαρχου
Νικόλαου Σόρβολου (ή Καραβίτη), ο οποίος το 1439 πέρασε βενετικά πλοία από τον
ποταμό Αδίγη, στη λίμνη Γκάρντα, μια διαδρομή 17 χλμ. σε χιονισμένο ορεινό
αυχένα, ο Μωάμεθ διατάσσει την κατασκευή δρόμου στην ξηρά (μιμούμενος τον
Δίολκο στην αρχαία Κόρινθο), για να οδηγηθούν τα πλοία του στον Κεράτιο. Ο
δρόμος φτιάχνεται αυθημερόν και τα ξημερώματα της 22ας Απριλίου, περίπου 70
τουρκικά πλοία φτάνουν στον Κεράτιο, κοντά στην Κοιλάδα των Πηγών. Οι
εμβρόντητοι πολιορκημένοι συνεδριάζουν για το πώς θ’ αντιμετωπίσουν τη νέα
κατάσταση .
28 Απριλίου 1453: Ελληνικά πλοία ξεκινούν για να πυρπολήσουν τον οθωμανικό
στόλο. Επικεφαλής τους ήταν ο Τζιάκομο Κόκο, ο Βενετός πλοίαρχος Τρεβιζάνο και
ο υπαρχηγός του Ζαχαρία Γκριόνι. Η ολιγοήμερη καθυστέρηση της επιχείρησης,
οδηγεί στην προδοσία της από κάποιον Γενοβέζο. Η προσπάθεια αποτυγχάνει .40
Χριστιανοί ναύτες συλλαμβάνονται από τους Οθωμανούς και σφαγιάζονται. Σε
αντίποινα, 260 Τούρκοι αιχμάλωτοι, αποκεφαλίζονται πάνω στα τείχη.
Αρχές Μαΐου 1453: Απογοήτευση επικρατεί στους υπερασπιστές της Πόλης, αλλά και
διαμάχες, κυρίως μεταξύ Βενετών και Γενοβέζων.
3 Μαΐου 1453: Ένα μπριγκαντίνι, με πλήρωμα 12 άνδρες μεταμφιεσμένους σε
Οθωμανούς εθελοντές, φεύγει από την Πόλη προς το Αιγαίο, ελπίζοντας ότι θα
συναντήσει βενετικά πλοία που θα έσπευδαν σε βοήθεια
6-7 Μαΐου 1453: Νέες τουρκικές επιθέσεις, αποκρούονται. Διαπρέπει ο Έλληνας
Ραγκαβής που έκοψε στα δύο τον σημαιοφόρο του σουλτάνου Αμίρ μπέη. Σύντομα όμως
περικυκλώθηκε και σκοτώθηκε (Μπάρμπαρο, Σλαβικό Χρονικό).
Μέσα Μαΐου 1453: Ξεκινούν προσπάθειες εκσκαφής ορυγμάτων κάτω από τα
τείχη. Ο Ζαγανός πασάς, χρησιμοποίησε επαγγελματίες υπονομευτές από τα ορυχεία
ασημιού του Νόβο Μπρόντο στη Σερβία. Οι Έλληνες, με επικεφαλής τον Γερμανό
(;) Γιοχάνες Γκραντ και τον Λουκά Νοταρά, εξουδετερώνουν όλες τις υπόγειες
επιθέσεις (16 – 23 Μαΐου).
(Μπάρμπαρο, Φραντζής, Λεονάρδος Χίου)
18 Μαΐου 1453: Ένας πύργος που προσπαθούν οι Οθωμανοί να "κολλήσουν"
στα τείχη της Πόλης, καταστρέφεται από βαρελάκια με δυναμίτιδα που τοποθέτησαν
κοντά του μερικοί Έλληνες. Μαζί με τον πύργο, σκοτώνονται και όσοι
βρίσκονταν σ' αυτόν.
Την ίδια μέρα επιστρέφει το μπριγκαντίνι που είχε σταλεί στο Αιγαίο και
αναφέρει στον αυτοκράτορα ότι δεν έρχεται καμία βοήθεια για την Πόλη
(Μπάρμπαρο).
24 Μαΐου 1453: Σε λιτανεία στην Πόλη, γλιστρά η εικόνα της Θεοτόκου από το
βάθρο όπου βρισκόταν.
Μόνο με πολύ μεγάλες προσπάθειες ξαναμπαίνει στη θέση της. Καταρρακτώδης βροχή,
χαλάζι και ομίχλη οδηγούν στη διακοπή της λιτανείας. Κάποια περίεργα φώτα που
εμφανίστηκαν γύρω από τον τρούλο της Αγίας Σοφίας και σε απόσταση, πίσω από τα
οθωμανικά στρατεύματα (Μπάρμπαρο), δεν εξηγήθηκε ποτέ από πού προέρχονταν.
25 Μαΐου 1453: Ο Μωάμεθ συγκαλεί το μυστικοσυμβούλιο του. Προηγήθηκε μία
αποτυχημένη προσπάθεια, μέσω του νεαρού αρνησίθρησκου Ισμαήλ, να πείσει τον
Παλαιολόγο να παραδοθεί. Ο Χαλίλ, σχεδόν πείθει τον σουλτάνο να σταματήσει την
πολιορκία, αλλά ο Ζαγανός πασάς και άλλοι στρατιωτικοί, επιμένουν. Ο Μωάμεθ
συμφωνεί μαζί τους και ετοιμάζεται για την τελική επίθεση.
Σάββατο 26 – Κυριακή 27 Μαΐου 1453: Σφοδροί βομβαρδισμοί των τειχών. Οι
υπερασπιστές της πόλης ωστόσο, στη διάρκεια της νύχτας, βοηθούμενοι κι από
αμάχους επιδιορθώνουν τις ζημιές. Ελαφρύς τραυματισμός του Ιουστινιάνη, από ένα
θραύσμα. Η πληγή του δένεται και επιστρέφει στα τείχη, όπου είχε διαπρέψει
(Σλαβικό Χρονικό).
Δευτέρα 28 Μαΐου: Ημέρα ξεκούρασης για τους πολιορκητές. Ο Μωάμεθ ήθελε να
είναι πανέτοιμοι για την επόμενη ημέρα.
Τρίτη 29 Μαΐου 1453: 1.30 π.μ. Ξεκινά η φοβερή επίθεση των Οθωμανών. Οι
γενναίοι υπερασπιστές αντιστέκονταν με κάθε τρόπο. Ο Μωάμεθ έβλεπε ότι για μια
ακόμη φορά δεν μπορούσε να επιβληθεί.
Λίγο πριν την ανατολή του ήλιου, μια βολίδα μπομπάρδας (κανονιού), χτύπησε τον
Ιουστινιάνη διαπερνώντας τον θώρακά του. Αιμορραγώντας ασταμάτητα, μέσα σε
αφόρητους πόνους, ο Γενοβέζος ζήτησε από τον Παλαιολόγο να φύγει. Παρά τις
προσπάθειες του αυτοκράτορα δεν μεταπείστηκε. Τον ακολούθησαν οι άντρες του.
Ο Ιουστινιάνης κατέφυγε στη Χίο όπου πέθανε την 1η Ιουνίου 1453.
Παράλληλα, από την Κερκόπορτα (Δούκας, Σαντεντίν) οι πρώτοι Οθωμανοί μπήκαν
στην Πόλη. Σύντομα ακολούθησαν και άλλοι. Ο αυτοκράτορας, έδειξε ότι δεν ήθελε
να ζήσει περισσότερο από την Πόλη. Πετώντας τα αυτοκρατορικά εμβλήματα, με τον
ξάδελφό του Θεόφιλο, τον γενναίο Ισπανό απ' το Τολέδο δον Φρανσίσκο και τον
ηρωικό συμπολεμιστή Ιωάννη Δαλμάτη, όρμησαν προς τους εχθρούς. Κανείς δεν τον
ξαναείδε από τότε.
Ως το απόγευμα όλα είχαν τελειώσει. Απέμενε μια μικρή εστία αντίστασης.
Κρητικοί ναύτες στους τρεις πύργους κοντά στην είσοδο του Κεράτιου Κόλπου,
εξακολουθούσαν να αντιστέκονται, χωρίς να μπορούν να εκτοπιστούν. Βλέποντας
ωστόσο ότι ήταν πλέον απελπιστικά μόνοι και απομονωμένοι, παραδόθηκαν με
δυσφορία στους αξιωματικούς του Μωάμεθ, υπό τον όρο ότι η ζωή και η περιουσία
τους θα παρέμειναν άθικτες. Τα δύο πλοία τους ήταν αραγμένα κάτω απ' τους
πύργους. Ανενόχλητοι από τους Τούρκους, που τους κοιτούσαν με θαυμασμό, τα
καθέλκυσαν και έφυγαν για την Κρήτη (Φραντζής).
Ο απολογισμός της άλωσης και
όσων την ακολούθησαν ήταν τραγικός. Ο Κριτόβουλος αναφέρει 4.000 νεκρούς και
50.000 αιχμαλώτους. Ο Λεονάρδος της Χίου, κάνει μνεία για 60.000 αιχμαλώτους.
Ίσως οι αριθμοί είναι υπερβολικοί, καθώς ο πληθυσμός της Κων/πολης το 1453,
ήταν μικρότερος των 50.000. Η αναφορά των Φραγκισκανών μοναχών εκτιμά τους
νεκρούς υπερασπιστές και κατοίκους της Πόλης, σε 3.000.
Επίλογος
Στα τέλη Μαρτίου 1453, ο Κωνσταντίνος ΙΑ' κάλεσε τον γραμματέα του Φραντζή και του ζήτησε να καταγράψει όλους τους άνδρες της Πόλης που μπορούσαν να φέρουν όπλα. Το αποτέλεσμα, ήταν τραγικό: 4.983 Έλληνες και γύρω στους 2.000 ξένους. Αυτοί αντιμετώπισαν περισσότερους από 100.000 αντιπάλους (κάποιοι ανεβάζουν τον αριθμό τους στους 250.000).
Όπως γράφει ο Στίβεν Ράνσιμαν:
"Εάν ο σουλτάνος Μωάμεθ ήταν λιγότερο αποφασιστικός ή ο Χαλίλ πασάς περισσότερο πειστικός ή εάν η βενετσιάνικη αρμάδα είχε αποπλεύσει δεκαπέντε ημέρες νωρίτερα ή εάν κατά την τελευταία κρίση ο Τζουσινιάνι δεν είχε τραυματιστεί στα τείχη και η παράπλευρη πύλη της Κερκόπορτας δεν είχε μείνει μισάνοιχτη, μακροπρόθεσμα λίγα θα είχαν αλλάξει. Η Ρωμανία ίσως θα είχε εξακολουθήσει να υφίσταται για μια ακόμα δεκαετία και η τουρκική εξάπλωση θα είχε καθυστερήσει".
Η 29η Μαΐου σηματοδοτεί ένα σημείο-καμπή στην παγκόσμια ιστορία, το τέλος της ιστορίας του Ρωμαίικου πολιτισμού. Η ιστορία των Ελλήνων κάτω από τον οθωμανικό ζυγό είναι "μη εποικοδομητική και μελαγχολική" γράφει ο Σ. Ράνσιμαν.
Ωστόσο, ο Ελληνισμός επιβίωσε και δεν πέθανε. Και όσο κι αν θέλουν και προσπαθούν μερικοί για το αντίθετο, ελπίζουμε κι ευχόμαστε να μην πεθάνει ποτέ…
Πηγές: "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ", τόμος Θ, Εκδοτική Αθηνών.
STEVEN RUNCIMAN, "Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ. 1453", Δ' Έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ.
Ψήφω Θεού προς θείον ήρθη χωρίον, Γης Iσάκιος εκλιπών το χωρίον. Γην λίπεν Iσακίου τριακοστή κυδάλιμον κηρ.
Ο Όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Συρία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ουάλη (364 μ. Χ.), που ήταν υποστηρικτής των Αρειανών. Κάποτε οι Οστρογότθοι, παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης, κατασκήνωσαν στη Θράκη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Ουάλης αναγκάσθηκε να βαδίσει εναντίον τους. Ο Ισαάκιος, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Δαλμάτων, βγήκε και συνάντησε τον πολέμιο των ορθοδόξων Ουάλη, και αφού έπιασε από τα χαλινάρια το άλογο του, του είπε: «Άπόδος ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας και λήψη την νίκην άπονητί ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα ότι σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν ούτε γαρ έπανήξεις και προσαπολέσεις την στρατιάν» (Πράξεις των Αποστόλων, κστ' 14). Δηλαδή, δώσε στά ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν, όμως, δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις μαζί τους, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Διότι ούτε εσύ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο, και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα. Ο Ουάλης όχι μόνο δεν πείσθηκε από τα λόγια του ηγουμένου, αλλά αφού τον ειρωνεύθηκε, τον έριξε μέσα σε ένα κρημνώδες φαράγγι. Ο Ισαάκιος από θαύμα δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ο δε Ουάλης έπαθε αυτά που προφήτευσε ο Άγιος ηγούμενος.
Στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη σφοδρή μάχη, κατά την οποία ο αυτοκρατορικός στρατός κατατροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί από τους άριστους στρατηγούς του. Ο Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε ζωντανός, μαζί με τον αρχιστράτηγό του.
Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής.
Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο (τιμάται 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 396 μ.Χ.
Η μνήμη του Οσίου Ισαάκιου επαναλαμβάνεται και στις 3 Αυγούστου.