Σύνταξη:Εύη Τσιριγωτάκη
Σίγουρα έχετε γνωρίσει στη ζωή σας έναν ναρκισσιστή. Κάποιον που νομίζει ότι είναι καλύτερος από όλους τους άλλους, κυριαρχεί στη συζήτηση και λατρεύει τα φώτα της δημοσιότητας. Αλλά οι ψυχολόγοι συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο, ότι δεν είναι όλοι οι ναρκισσιστές ίδιοι και ότι μερικοί είναι εξαιρετικά ανασφαλείς.
Σε μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Personality and Social Psychology Bulletin», η Νικίλα Μαχαντέβαν, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Essex, περιγράφει τους δυο τύπους ναρκισσιστών και τι πυροδοτεί τον καθένα τους.
Ο μύθος του Νάρκισσου μας προειδοποιεί για τους κινδύνους της υπερβολικής αυτο-αγάπης, της αυτοαπορρόφησης και της έλλειψης ενσυναίσθησης για τους άλλους. Είχε βαθιά επιρροή στον δυτικό πολιτισμό, την τέχνη και τη λογοτεχνία.
Ο ναρκισσισμός είναι επίσης ένα δημοφιλές θέμα στην ψυχολογία. Ο Βρετανός γιατρός Χάβελοκ Έλλις αναγνώρισε για πρώτη φορά τον ναρκισσισμό ως ψυχική διαταραχή, στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Σίγκμουντ Φρόιντ θεώρησε ότι ο ναρκισσισμός είναι φυσιολογικό μέρος της ανάπτυξης ενός παιδιού, αλλά υποστήριξε ότι μπορεί να γίνει διαταραχή αν επιμένει μετά την εφηβεία και στην ενήλικη ζωή.
Στη σύγχρονη ψυχολογία, ο ναρκισσισμός συνήθως εννοιολογείται ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, το οποίο βρίσκεται σε ένα φάσμα. Ορισμένοι άνθρωποι είναι περισσότερο ναρκισσιστές, άλλοι λιγότερο. Ο νάρκισσος συνήθως έχει μια διογκωμένη άποψη για τον εαυτό του, μια αίσθηση ανωτερότητας και δικαιώματος και μια έλλειψη ενδιαφέροντος για τους άλλους. Το παραπάνω πορτρέτο ενός ναρκισσιστή είναι οικείο, αλλά δεν είναι το μοναδικό.
Μεγαλοπρέπεια έναντι ευαλωτότητας
Στην έρευνά της, η ερευνήτρια και η ομάδα της, διερεύνησαν δύο τύπους ναρκισσισμού που είχαν εντοπιστεί προηγουμένως από άλλους ψυχολόφους: τον μεγαλοπρεπή και τον ευάλωτο. Οι μεγαλοπρεπείς ναρκισσιστές είναι αλαζόνες, κυρίαρχοι και εξωστρεφείς. Τείνουν να έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση, να είναι τολμηροί και διεκδικητικοί και να αισθάνονται ευτυχισμένοι και σίγουροι για τη ζωή τους.
Οι ευάλωτοι ναρκισσιστές, από την άλλη πλευρά, είναι εσωστρεφείς, νευρωτικοί και ανασφαλείς. Τείνουν να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, να είναι υπερευαίσθητοι, αγχωμένοι και καταθλιπτικοί. Ωστόσο, αυτοί οι δύο τύποι ναρκισσιστών έχουν κάτι κοινό. Και οι δύο είναι εγωιστές, αισθάνονται ότι δικαιούνται ειδική μεταχείριση και προνόμια και σχετίζονται με τους άλλους με ανταγωνιστικούς τρόπους.
Μπορεί να είστε σε θέση να αναγνωρίσετε τους δύο τύπους ναρκισσιστών από τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται σε κοινωνικές καταστάσεις. Οι μεγαλοπρεπείς ναρκισσιστές είναι κοινωνικά ικανοί. Είναι πιθανό να είναι κυρίαρχοι και γοητευτικοί. Οι ευάλωτοι ναρκισσιστές όμως, δεν είναι τόσο ικανοί κοινωνικά. Είναι πιθανό να είναι ντροπαλοί και αγχωμένοι σε κοινωνικές καταστάσεις. Επιπλέον, ενώ οι μεγαλοπρεπείς ναρκισσιστές είναι ευθύβολοι και διεκδικητικοί στην επιδίωξη των στόχων τους, οι ευάλωτοι ναρκισσιστές είναι δειλοί και αμυντικοί, και επιδιώκουν να ελαχιστοποιήσουν την αποτυχία τους.
«Στην έρευνά μας», γράφει η επιστήμονας, «εξετάσαμε τα κοινωνικά κίνητρα και τις αντιλήψεις τόσο των μεγαλοπρεπών όσο και των ευάλωτων ναρκισσιστών. Συγκεκριμένα, διερευνήσαμε τις επιθυμίες τους να αποκτήσουν κοινωνικό κύρος και κοινωνική ένταξη. Εξετάσαμε επίσης κατά πόσον θεωρούσαν ότι είχαν επιτύχει ως προς την κοινωνική τους θέση και ένταξη».
Το κοινωνικό κύρος έχει να κάνει με το αν είναι κάποιος σεβαστός και αν τον θαυμάζουν οι άλλοι. Έχει να κάνει με το αν κάποιος ξεχωρίζει και θεωρείται σημαντικό πρόσωπο στην κοινωνική ιεραρχία. Αντίθετα, η κοινωνική ένταξη έχει να κάνει με το αν κάποιος είναι αρεστός και αποδεκτός από τους άλλους. Περιλαμβάνει την καλή προσαρμογή με τους άλλους ως μέρος της κοινωνικής κοινότητας.
Κάθε άτομο μπορεί να έχει ή να επιθυμεί τόσο το κύρος όσο και την ένταξη, μόνο το ένα από τα δύο ή κανένα από τα δύο. Για παράδειγμα, στην τηλεοπτική σειρά «The Simpsons», ο χαρακτήρας του Μπερνς έχει υψηλό κύρος αλλά δεν είναι ιδιαίτερα αρεστός και αποδεκτός, ενώ ο χαρακτήρας του Χόμερ Σίμπσον είναι αρεστός και αποδεκτός αλλά δεν έχει υψηλό κύρος.
«Πραγματοποιήσαμε δύο μελέτες, προσλαμβάνοντας 676 ενήλικες με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αξιολογήσαμε τα επίπεδα τόσο του μεγαλοπρεπούς όσο και του ευάλωτου ναρκισσισμού τους. Αξιολογήσαμε επίσης τον βαθμό στον οποίο επιθυμούσαν το κύρος και την ένταξη, καθώς και τον βαθμό στον οποίο αισθάνονταν ότι είχαν επιτύχει τους στόχους τους», γράφει η επιστήμονας.
Η ερευνήτρια και η ομάδα της διαπιστώσαν ότι τόσο οι μεγαλοπρεπείς όσο και οι ευάλωτοι ναρκισσιστές επιθυμούσαν έντονα την κοινωνική θέση. Είναι ενδιαφέρον ότι, ενώ οι μεγαλοπρεπείς ναρκισσιστές θεωρούσαν ότι πέτυχαν να αποκτήσουν αυτό το κύρος, οι ευάλωτοι ναρκισσιστές θεωρούσαν ότι δεν απέκτησαν το κύρος που τους άξιζε.
Επιπλέον, οι μεγαλοπρεπείς ναρκισσιστές δεν αισθάνονταν ότι είχαν επιτύχει την κοινωνική ένταξη, αλλά ούτε και την επιθυμούσαν ιδιαίτερα. Οι ευάλωτοι ναρκισσιστές επίσης δεν αισθάνονταν ότι είχαν επιτύχει την κοινωνική ένταξημ παρόλο που την επιθυμούσαν έντονα. Οι μεγαλοπρεπείς ναρκισσιστές αισθάνονταν επομένως ότι είχαν επιτύχει τους κοινωνικούς τους στόχους, αλλά οι ευάλωτοι ναρκισσιστές, όχι.
Και οι δύο τύποι ναρκισσιστών αποζητούν τον σεβασμό και τον θαυμασμό των άλλων. Αλλά ενώ οι μεγαλοπρεπείς ναρκισσιστές μπορεί να αναδεικνύονται στη διαπροσωπική σκηνή κατακτώντας θριαμβευτικά τα φώτα της δημοσιότητας, ο ευάλωτος ομόλογός τους μπορεί να είναι ένας παίκτης που παραμονεύει στο περιθώριο, αγανακτισμένος αναζητώντας, αλλά αποτυγχάνοντας να λάβει το χειροκρότημα που λαχταρά.
Πηγή