Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Άγιοι Έρμυλος και Στρατόνικος


Ἡ σαργάνη ναῦς, Ἑρμύλῳ Στρατονίκῳ,
Κοινὸν κατάπλουν εἰς βυθὸν ποιουμένοις
Ἕρμυλον ἠδ᾿ ἑτάρον δεκάτῃ πνίξε τρίτῃ Ἴστρος.


Λειτουργικά κείμενα

Θεόφιλος Καΐρης: Ο αιρετικός διαφωτιστής

Λόγιος, ιερωμένος, φιλόσοφος και θεολόγος, από τους κορυφαίους του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ανέπτυξε ένα δικό του θρησκειοφιλοσοφικό σύστημα και διώχθηκε από την επίσημη Εκκλησία.

Θεόφιλος Καΐρης (1784 – 1853)

Ο Θεόφιλος Καΐρης ήταν λόγιος, ιερωμένος, φιλόσοφος, θεολόγος και μαθηματικός· από τους κορυφαίους του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ανέπτυξε ένα δικής του έμπνευσης θρησκειοφιλοσοφικό σύστημα, τον «Θεοσεβισμό» ή «Θεοσέβεια», που αντιστρατευόταν βασικά δόγματα του Χριστιανισμού (τριαδολογία, χριστολογία) και γι’ αυτό το λόγο καταδιώχτηκε από την επίσημη Ελλαδική Εκκλησία.

Ο Θεόφιλος Καΐρης γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1784 στην Άνδρο και ήταν ένα από τα οκτώ παιδιά του προκρίτου του νησιού Νικολάκη Τωμάζου Καΐρη και της συζύγου του Ασημίνας, το γένος Καμπανάκη. Μία από τις αδελφές του ήταν η λόγια και πρώιμη φεμινίστρια Ευανθία Καΐρη.

Αφού παρακολούθησε μαθήματα στις Κυδωνιές (Αϊβαλί), την Πάτμο και τη Χίο, χειροτονήθηκε διάκονος το 1802 και αμέσως αναχώρησε στο εξωτερικό για σπουδές φιλοσοφίας: Πρώτα στην Πίζα, όπου παρέμεινε επί τέσσερα χρόνια, και μετά στο Παρίσι, όπου έμεινε τρία έτη και συνδέθηκε στενά με τον Αδαμάντιο Κοραή.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1811, διετέλεσε επί ένα χρόνο διευθυντής της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης και στη συνέχεια δίδαξε στη σχολή των Κυδωνιών μαθηματικά και φιλοσοφία. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία κι έλαβε μέρος στην Επανάσταση του '21. Πολέμησε, τραυματίστηκε και συμμετείχε στις Εθνοσυνελεύσεις ως πληρεξούσιος της Άνδρου.

Η δημιουργία του Θεοσεβισμού

Το 1834 ίδρυσε ορφανοτροφείο στην Άνδρο για τα ορφανά του Αγώνα, το οποίο σύντομα εξελίχθηκε στο κέντρο μιας καινούριας θρησκείας, του Θεοσεβισμού. Ο Καΐρης πίστευε ότι η σχέση μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου είναι προσωπική και μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη διαμεσολάβηση κανενός άλλου παράγοντα.

Η θεοσέβεια του Καΐρη συνοψίζεται στη βασική αρχή «Θεόν σέβου» («Να σέβεσαι τον Θεό») και εντάσσεται στον ντεϊσμό της «φυσικής θρησκείας» – αποδοχή της ύπαρξης του Θεού ως λογικής αναγκαιότητας και των φυσικών καταβολών της θρησκείας στον άνθρωπο – των γάλλων διαφωτιστών και των βρετανών εμπειριστών φιλοσόφων του 17ου και 18ου αιώνα.

Συνέθεσε προς τούτο άσματα και ύμνους στη δωρική διάλεκτο και αμφισβητώντας τη χριστιανική χρονολογία, πρότεινε ένα νέο ημερολόγιο και εισηγήθηκε δικά του ονόματα για τους μήνες, στο πρότυπο των Γάλλων Διαφωτιστών (Θεοσέβιος, Σοφάρετος, Δίκαιος, Άγιος, Αγάθιος, Σθένιος, Αγάπιος, Χαρίσιος, Μακρόθυμος, Αιώνιος, Ένθεος και Σώσιος), ενώ υποστήριξε την κατάργηση των εβδομάδων, προτείνοντας τη διαίρεση κάθε μήνα σε τρεις δεκάδες.

Η καταδίωξη και φυλάκισή του

Οι ανατρεπτικές δοξασίες του προκάλεσαν την αντίδραση της Ελλαδικής Εκκλησίας. Ο Καΐρης καθαιρέθηκε από κληρικός και φυλακίστηκε. Το 1842 αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα. Περιπλανήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο Παρίσι και το Λονδίνο, όπου δίδαξε μαθήματα φιλοσοφίας σε ομογενείς. Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1844, που προστάτευε την ελευθερία της συνείδησης, επανήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Άνδρο, απολαμβάνοντας την προστασία του Γαλλικού Κόμματος και προσωπικά του ηγέτη του Ιωάννη Κωλέττη.

Οι καταγγελίες για τη διδασκαλία του δεν σταμάτησαν τα επόμενα χρόνια και τον Δεκέμβριο του 1852 καταδικάστηκε από το Πλημμελειοδικείο Σύρου σε φυλάκιση δύο ετών για προσηλυτισμό. Η φωτισμένη αγόρευση του διαπρεπούς νομικού Νικολάου Σαριπόλου, θεμελιωτή του δημοσίου δικαίου στην Ελλάδα, και η προφητική του προειδοποίηση, ότι όποια καταδίκη του Καΐρη θα σήμαινε βέβαιο θάνατο, δεν ίσχυσε για ν’ αποτρέψει τη μισαλλοδοξία των διωκτών του, αλλά και του δικαστηρίου.

Ο Θεόφιλος Καΐρης οδηγήθηκε στα Λαζαρέτα της Σύρας, όπου στις 13 Ιανουαρίου 1853 άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στο κελί του, σε ηλικία 69 ετών. Τάφηκε έξω από την Ερμούπολη χωρίς θρησκευτική τελετή και χωρίς να επιτρέψουν στον αδελφό του Δημήτριο να είναι παρών στη νεκρώσιμη ακολουθία.

Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι εννέα ημέρες μετά το θάνατό του εκδικάσθηκε στον Άρειο Πάγο αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης του δικαστηρίου της Σύρου. Τελικά, ο Άρειος Πάγος ακύρωσε την απόφαση, κηρύσσοντάς τον αθώο.

Συγγραφικό έργο

Στο συγγραφικό έργο του Καΐρη περιλαμβάνονται οι πραγματείες «Φιλοσοφικά και φιλολογικά», «Γνωστική ή των του ανθρώπου γνώσεων σύντομος έκθεσις», «Στοιχεία φιλοσοφίας των περί τα όντα γενικώτερον θεωρουμένων τα στοιχειωδέστερα», «Επιτομή της θεοσεβικής διδασκαλίας και ηθικής», «Θεοσεβών προσευχαί και ιερά άσματα», «Θεοσοφία». Εκτός απ’ αυτά, υπάρχουν σε χειρόγραφη μορφή έργα του γύρω από τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά, που δίδαξε στη διάρκεια της σχολικής του σταδιοδρομίας.




                Πηγή

Γκουλάγκ: Μία μαύρη σελίδα της ΕΣΣΔ

 Κρατική υπηρεσία της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επόπτευε τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας για τα «ανεπιθύμητα» πρόσωπα του κομμουνιστικού καθεστώτος.


Γκουλάγκ ονομαζόταν η κρατική υπηρεσία της Σοβιετικής Ένωσης που επόπτευε τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη χώρα και στα οποία εγκλείονταν τα «ανεπιθύμητα» πρόσωπα του κομμουνιστικού καθεστώτος. Πρόκειται για τη Γενική Διεύθυνση Αναμορφωτικών Στρατοπέδων Εργασίας (ГУЛАГ τα αρχικά της στα ρωσικά). Η λέξη ήταν άγνωστη στη Δύση έως το 1973, οπότε δημοσιεύτηκε το έργο του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», που με τον τίτλο αυτό παρομοίασε τα διασκορπισμένα σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση στρατόπεδα εργασίας με αλυσίδα νησιών.

Τα στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας ιδρύθηκαν με σοβιετικό διάταγμα στις 15 Απριλίου 1919, συνεχίζοντας την τσαρική παράδοση. Υπέστησαν αλλεπάλληλες διοικητικές και οργανωτικές μεταβολές στη δεκαετία του 1920 από τον Στάλιν μέχρι την ίδρυση της Γκουλάγκ στις 25 Απριλίου 1930. Δημιουργήθηκαν βάσει του άρθρου 58 του Ποινικού Κώδικα και αποτέλεσαν το βασικό εργαλείο για την πολιτική καταπίεση των διαφωνούντων του καθεστώτος. Τα στρατόπεδα αυτά βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της μυστικής αστυνομίας της Σοβιετικής Ένωσης (κατά χρονολογική σειρά GPU, OGPU, NKVD, MVD).

Οι πρώτοι «ένοικοι» των στρατοπέδων αυτών ήταν οι χωρικοί που είχαν συλληφθεί κατά την εποχή της κολεκτιβοποίησης. Ακολούθησαν οι διαφωνούντες διανοούμενοι, μέλη εθνοτικών ομάδων, ύποπτα για έλλειψη νομιμοφροσύνης στελέχη του ΚΚΣΕ, πολίτες κατηγορούμενοι για συνωμοσία με ξένες κυβερνήσεις όσο βρίσκονταν στο εξωτερικό, ύποπτοι για σαμποτάζ, κοινοί εγκληματίες και πολλοί άλλοι.

Οι κρατούμενοι γέμισαν το Γκουλάγκ σε τρία κύρια κύματα: τα πρώτα χρόνια του πρώτου Πενταετούς Προγράμματος (1929-1932), στην έξαρση των σταλινικών εκκαθαρίσεων (1936-1938) και τα πρώτα χρόνια αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον Μάρτιο του 1940 υπήρχαν τουλάχιστον 456 στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη σοβιετική επικράτεια.

Ο Σολτζενίτσιν υποστηρίζει ότι μεταξύ 1928 και 1953 «περίπου σαράντα με πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι κλείστηκαν στο Αρχιπέλαγος με βαριές ποινές». Σύμφωνα με πιο εμπεριστατωμένες εκτιμήσεις, ο αριθμός αυτός υπολογίζεται σε 6.000.000 με 15.000.000 για την περίοδο 1934-1953. Την ίδια περίοδο 1.053.829 πέθαναν στα στρατόπεδα του Γκουλάγκ, σύμφωνα με τα σοβιετικά αρχεία, που μελετήθηκαν από ερευνητές τη δεκαετία του ‘90.

Κατά τη μετασταλινική περίοδο της «φιλελευθεροποίησης», το Γκουλάγκ διαλύθηκε επίσημα στις 13 Ιανουαρίου 1960. Οι αρμοδιότητές του απορροφήθηκαν από διάφορες οικονομικές υπηρεσίες και όσα στρατόπεδα απέμειναν συγκεντρώθηκαν σ’ ένα καινούργιο οργανισμό, το GUITK (Γενική Διεύθυνση Αναμορφωτικών Κέντρων Εργασίας).

Πολλοί σοβιετικοί διανοούμενοι υπήρξαν «τρόφιμοι» στρατοπέδων συγκέντρωσης και αποτύπωσαν σε έργα τους τη φρίκη του Γκουλάγκ. Ξεχωρίζουν δύο βιβλία που κυκλοφορούν και στα ελληνικά: το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν (1918-2008) και η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες από την Κολιμά» του Βαρλάμ Σαλάμοφ (1907-1982).


Πηγή

Κωστής Παλαμάς: Ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής

 Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, από τις σπουδαιότερες πνευματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού.

Κωστής Παλαμάς (1859 – 1943)

Ο Κωστής Παλαμάς ήταν Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, από τις σπουδαιότερες πνευματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», η οποία συσπείρωνε νέους ποιητές που αντιδρούσαν στις υπερβολές του αθηναϊκού ρομαντισμού κι ενδιαφέρονταν για την καθιέρωση της δημοτικής στον ποιητικό λόγο.

Στο ποιητικό του έργο, που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές, κυριαρχεί η Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, η πορεία του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης και το πνεύμα της οικουμενικότητας του ελληνικού πολιτισμού.

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου του 1859 και καταγόταν από παλαιά μεσολογγίτικη οικογένεια, που είχε να επιδείξει εθνικούς αγωνιστές και πνευματικούς δημιουργούς. Σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και μητέρα και πήγε να ζήσει στο Μεσολόγγι με τον θείο του Δημήτριο Παλαμά.

Στο Μεσολόγγι, που τόσο αγάπησε και τραγούδησε νοσταλγικά, έζησε έως το 1875, οπότε έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Δεν άργησε να καταλάβει, πως η πραγματική του κλίση ήταν η ποίηση κι εγκαταλείποντας τις σπουδές του αφοσιώθηκε ολόψυχα στην τέχνη του λόγου και ιδιαίτερα του ποιητικού. Άλλωστε, από τα εννιά του χρόνια έγραφε στίχους και διάβαζε Έλληνες και ξένους ποιητές.

Το 1879 άρχισε να δημοσιογραφεί στις εφημερίδες και τα περιοδικά του καιρού του και το 1886 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια της Πατρίδος μου». Στο βιβλίο αυτό, όπως και στα άλλα δύο που ακολούθησαν, «Ο Ύμνος στην Αθηνά» (1889) και «Τα μάτια της ψυχής» (1992), ο Παλαμάς φανερώνει τις πρώτες νεανικές του προσπάθειες, προικισμένος με πλούσια ευγένεια και ευαισθησία. Μαζί με τον Δροσίνη, τον Πολέμη και άλλους ποιητές της Νέας Σχολής, χρησιμοποιεί τη δημοτική γλώσσα, σε αντίθεση με τους ρομαντικούς καθαρευουσιάνους ποιητές, Σούτσο, Βασιλειάδη, Παράσχο και άλλους.

Στις 27 Δεκεμβρίου του 1887 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας του Μεσολογγίου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Λέανδρο (1891-1958), τη Ναυσικά και τον Άλκη. Στις 15 Οκτωβρίου 1897, ο Παλαμάς διορίστηκε γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ένδειξη τιμής για το ποιητικό του έργο. Γι’ αυτό και οι εφημερίδες του καιρού («Εστία», «Άστυ», «Ακρόπολις»), επαίνεσαν ζωηρότατα την απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας, Ανδρέα Παναγιωτόπουλου, βρίσκοντας την ευκαιρία να εγκωμιάσουν τον ποιητή.

Λέγεται ότι, όταν ο Παλαμάς παρουσιάστηκε να αναλάβει υπηρεσία, ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου, Αλκιβιάδης Κρασσάς, του είπε: «Ελπίζω, κύριε Παλαμά, τώρα που έχετε μια αξιοπρεπή θέση, ότι θα παύσετε... να γράφετε ποιήματα». Ευτυχώς, η ελπίδα του διαπρεπούς αστικολόγου της εποχής εκείνης διαψεύστηκε και η ελληνική τέχνη κέρδισε μια κορυφαία ποιητική φυσιογνωμία.

Τον ίδιο χρόνο με τον διορισμό του εκδίδει τη συλλογή «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι», που αποτελεί σταθμό στο έργο του. Στο μικρό αυτό βιβλίο, ο ποιητής δείχνει πιο ώριμος, έχει προσωπικό τόνο, δίνει λιτά και επιγραμματικά τις συγκινήσεις που του χαρίζει ο κόσμος της ιστορίας και της ζωής, όπως επισημαίνει η ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Ο θάνατος του μικρού παιδιού του, του Άλκη, συντρίβει την πατρική του καρδιά, που ζητά τη λύτρωση στην ποίηση. Γράφει τότε τον «Τάφο» (1898), «τα λυρικά αυτά δάκρυα, που αποκρυσταλλώθηκαν σε σταλακτίτες», όπως γράφει ο κριτικός Ανδρέας Καραντώνης.

Το 1904 ο Παλαμάς κυκλοφορεί την ποιητική συλλογή «Ασάλευτη Ζωή», έργο ωριμότητας του ποιητή, όπου η αγνή συγκίνηση δένεται σφιχτά με το στοχασμό και τη γλαφυρότητα του στίχου. Ακολουθούν ποιητικές συλλογές, όπως «Οι καημοί της λιμνοθάλασσας», «Πολιτεία και Μοναξιά», «Οι Βωμοί» και οι δύο μεγάλες επικές συνθέσεις του «Ο δωδεκάλογος του γύφτου» (1907) και «Η φλογέρα του Βασιλιά» (1910), που τον ανεβάζουν στην κορυφή του ποιητικού Παρνασσού. Τελευταία του ποιητική συλλογή «Οι νύχτες του Φήμιου» (1935).

Εκτός από ποίηση, ο Παλαμάς έγραψε ένα θεατρικό έργο, την «Τρισεύγενη» (1903), που ξεχωρίζει για τη γνήσια ποιητική συγκίνηση, μια σειρά διηγημάτων με καλύτερο τον «Θάνατο του Παληκαριού» και πλήθος κριτικών δοκιμίων. Το 1926 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 πρόεδρός της. Το 1934 ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, καθώς η φήμη του είχε προ πολλού διαβεί τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Ιδιαίτερα τον απασχόλησε το Γλωσσικό Ζήτημα.

Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του, αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για τον γλωσσικό του αγώνα (προσωρινή απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο). Αξιοσημείωτη ήταν η στάση του στα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά.

Ο Κωστής Παλαμάς πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 και η κηδεία του την επομένη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών εξελίχθηκε σε αντικατοχικό συλλαλητήριο.

Η συνεισφορά του Κωστή Παλαμά στα ελληνικά γράμματα υπήρξε τεράστια. Ανανέωσε σημαντικά την ποιητική μορφή, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες της λογοτεχνικής μας παράδοσης, από τον Όμηρο και τον Ρωμανό τον Μελωδό, ως τον Κάλβο, τον οποίο καθιέρωσε, και το δημοτικό μας τραγούδι.

Παράλληλα, έκανε ένα τεράστιο λογοτεχνικό άνοιγμα προς τις λογοτεχνίες της Ευρώπης, μπολιάζοντας την ποίησή του με τα σύγχρονα ρεύματα του Παρνασσισμού, του Συμβολισμού και του Ρεαλισμού. Με αγνό πανανθρώπινο ιδεαλισμό και πηγαία λυρική πνοή, ο Παλαμάς δημιούργησε μια ολόκληρη εποχή κι έγινε δάσκαλος στις νεώτερες γενιές. Δίκαια, λοιπόν, θεωρείται, ύστερα από τον Διονύσιο Σολωμό, ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής.




            Πηγή

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ