Εποχή Τουρκοκρατίας. Μια αντροπαρέα γλεντοκοπά στο κρασοπουλιό. Η κουβέντα έρχεται στις όμορφες γυναίκες. «Όμορφη γυναίκα έχεις» λέει ο Μεχμέτ αγάς στον ομοτράπεζο Μενούση. «Πού την είδες;» «Στο πηγάδι να βγάζει νερό, και μου μίλησε». Δύσπιστος ο άλλος ρωτάει: «Κι αν την είδες, πες τι φόραγε;» «Κόκκινο φουστάνι είχε, παρδαλή ποδιά», έρχεται η απάντηση, πειστήριο μιας απιστίας. Πάνω στο μεθύσι και στη ζήλια του, ο Μενούσης πηγαίνει στο σπίτι και σκοτώνει την όμορφη γυναίκα του. Ξεμέθυστος την άλλη μέρα την κλαίει και την καλεί: «Σήκω χήνα, σήκω λυγαριά, να σε ιδούν τα παλικάρια να μαραίνονται, να σε ιδώ κι εγώ ο καημένος να σε χαίρομαι».
Αυτή την ιστορία ζήλιας, δωρική, δυνατή και τραγική, αφηγείται το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι του «Μενούση» που τραγουδιέται και χορεύεται σε όλη την Ελλάδα, από την Ήπειρο ως τη Θράκη, από το Βόρειο Αιγαίο ως το Ιόνιο και από την Πελοπόννησο ως τη Θεσσαλία. Τραγούδι τόσο δημοφιλές, που καταγράφονται διαφορετικές παραλλαγές του ακόμη και από το ίδιο χωριό, ο «Μενούσης» πέρασε στη σχολική μουσική εκπαίδευση, είναι ζωντανός στη λαϊκή παράδοση και επιβιώνει ακόμη.
Την ιστορία και την παράδοση του «Μενούση» στον χώρο και στον χρόνο αναζητεί η ιστορικός Ευτυχία Λιάτα στο βιβλίο της «Ο Μενούσης, ιστορία και παράδοση» (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, 2011, σελ. 185, τιμή 16 ευρώ).
Πού οφείλεται η δημοτικότητα και η διαχρονικότητα του τραγουδιού, η εξάπλωσή του σε όλη την Ελλάδα και οι πάμπολλες χρήσεις του σε διαφορετικές εκδηλώσεις του κοινωνικού βίου; Τραγουδιέται ως τραγούδι της τάβλας, ως τραγούδι του γάμου ακόμη και ως νανούρισμα. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες, σε αργούς και γρήγορους χορούς, ενέπνευσε διασκευές σε συνθέτες μη παραδοσιακής μουσικής (Γιώργος Κατσαρός, Βαγγέλης Παπαθανασίου κ.ά.) και επιχειρήθηκε ακόμη και κινηματογραφική μεταφορά του στη δεκαετία του ’60 («Ο Μενούσης», σκηνοθεσία Βασίλης Κονταξής, 1969).
Το μελέτημα εξετάζει 100 διαφορετικές παραλλαγές του τραγουδιού που διασπείρονται στον χώρο και στον χρόνο. Συγκρίνοντας τις παραλλαγές αυτές, η συγγραφέας εστιάζει στα δομικά στοιχεία του τραγουδιού (τους γλεντοκόπους που διασκεδάζουν, τη μοιραία συνάντηση και τα πειστήρια της προδοσίας, τον φόνο και τη μετάνοια) και επιχειρεί να ερμηνεύσει τη δημοτικότητα του τραγουδιού.
Οπωσδήποτε όσοι έχουν ειδικότερο ενδιαφέρον για τη δημοτική ποίηση θα βρουν χρήσιμο το κεφάλαιο για τα τεχνικά χαρακτηριστικά του τραγουδιού αλλά και τους συγκριτικούς πίνακες των παραλλαγών, τις αναπαραγωγές χειρογράφων, τις παρτιτούρες και το γλωσσάρι που συνοδεύουν τον τόμο. Το μελέτημα διαβάζεται όμως με πολύ ενδιαφέρον και από τους μη ειδικούς, για την ερμηνεία που προτείνει: Σαν προφορικό βραχύ χρονικό, το τραγούδι ενδέχεται να διασώζει ένα πραγματικό γεγονός που αποτυπώνει μέσα σε λίγους στίχους και με τρόπο άμεσο και παραστατικό τα ήθη μιας κοινωνίας πολύ διαφορετικής από τη δική μας και τη μετάβαση από τη συντηρητική κοινωνία του παρελθόντος στην κοινωνία της νεωτερικότητας. Η παραδοσιακή κοινωνία είναι σκληρή και η θέση της γυναίκας στην κοινωνική ζωή υπακούει σε αυστηρούς κανόνες. «Η γυναίκα του Μενούση», παρατηρεί η συγγραφέας, «τιμωρείται όχι για την απιστία της, πραγματική ή φανταστική, αλλά για τον αέρα του νέου ήθους που φαίνεται να φέρνει με τη συμπεριφορά της».
Μολονότι οι ρίζες κάποιων παραλλαγών του μπορεί να φτάνουν ως τα ακριτικά τραγούδια του ελληνικού Μεσαίωνα, οι περισσότερες παραλλαγές χρονολογούνται στα τέλη του 17ου-αρχές 18ου αιώνα – μετά τα μέσα του 19ου αιώνα η λαοφιλής ηπειρώτικη εκδοχή του τραγουδιού.
Μπορεί να αλλάζουν τα ονόματα των γλεντοκόπων, το σημείο συνάντησης του άντρα με τη γυναίκα ή τα ρούχα της αλλά η ιστορία παραμένει η ίδια: ο άδικος φόνος μιας γυναίκας που έπεσε θύμα συκοφαντίας και επιπολαιότητας. Σε αυτή τη δραματική ιστορία οφείλει το τραγούδι τη ζωντάνια και τη μακροβιότητά του, υποστηρίζει η συγγραφέας, αλλά και στον κεντρικό χαρακτήρα της αφήγησης. Ο Μενούσης ή Μανώλης ή Αντώνης, όπως και αν λέγεται ο πρωταγωνιστής στις διάφορες παραλλαγές, είναι μια τραγική φιγούρα, θύτης και θύμα μαζί, που έχει γίνει στη συλλογική συνείδηση ένας λαϊκός ήρωας στο μεταίχμιο του παλιού με τον νέο κόσμο, γι’ αυτό και «Ο Μενούσης, γλεντοκόπος, φονιάς και θύμα του πάθους του, κυνηγημένος, λες, από τις ερινύες του, περιφέρεται ασταμάτητα αιώνες τώρα ζητώντας τη δικαίωση και τη λύτρωση μέσα από τη χαρά και τον καημό των άλλων».
Το τραγούδι περιλαμβάνεται στον δίσκο «Ωδές» της Ειρήνης Παπά και του Βαγγέλη Παπαθανασίου, για τους οποίους θα βρείτε περισσότερες πληροφορίες εδώ κι εδώ, ενώ έχουν δημοσιευτεί και οι παρακάτω σχετικές αναρτήσεις:
Στο γιούτιουμπ ξεχώρισα δύο εκδοχές. Την καλοκαιρινή και την παραστατική. Λόγω εποχής, συνιστάται ανεπιφύλακτα η καλοκαιρινή, στην οποία δίνεται μια εύλογη προτεραιότητα. Διαλέγετε και παίρνετε...
καποια στιγμή δήλωσαν οι Τούρκοι ότι θα ανοιγοκλείνουν την ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ γιατί θα κάνουν εκτεταμένες εργασίες συντήρησης.. μήπως είδαν κάτι μέσα και θορυβήθηκαν;
της ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΥΨΩΣΕΩΣ του ΤΙΜΙΟΥ και ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ μια εορτή ισότιμη με την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή και επείγει να φέρουμε τον ΤΙΜΙΟ και ΖΩΟΠΟΙΟ ΣΤΑΥΡΟ του Κυρίου μας στο μέσον της Εθνικής μας ζωής, τώρα που μας προδίδουν και σταυρώνουν φίλοι και εχθροί.
Από την στιγμή όμως που υπάρχει ΣΤΑΥΡΟΣ υπάρχει και η ΑΝΑΣΤΑΣΗ του Γένους , το θέλουν δεν το θέλουν είναι αδιάφορον για τον Ουρανό.
Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας
Μαρτυρία του ΑΓΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ «Όταν ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ μπει στην ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ τελειώνουν όλα και ξεκινούν όλα» μεταφέρθηκε εδώ και πολλά χρόνια δια της αρθρογραφίας μας ( Σεπτέμβριο του 2015)
Θα τα πούμε όλα παρακάτω
Τώρα όμως τα στρατεύσιμα παιδιά μας δηλ οι βαπτισμένοι Ορθόδοξα έφεδροι, μόνιμοι μαζί με τον οπλισμό τους να φορέσουν και τον αλεξίσφαιρο πνευματικό οπλισμό του ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ.
Σε κάθε φυλάκιο, σε κάθε άρμα, σε κάθε πυροβόλο να μην λείπει ο ΣΤΑΥΡΟΣ του ΚΥΡΙΟΥ μας.
Φτιάξτε ΣΤΑΥΡΟΥΣ ευμεγέθεις σε όλα τα προκεχωρημένα σημεία της συνοριογραμμής μας και δείτε αν ξεμυτίσει ο αγαρηνός ή ο αλβανός ή οποιοσδήποτε επίβουλος .
Αλλά και εδώ μέσα το ίδιο να κάνουμε στα σπίτια μας, στις εργασίες παντού .
Αφού τους ενοχλεί και το δηλώνουν, άρα τους ακινητοποιεί ειρηνικά.
Ερώτημα πολλών και καλοπροαίρετων…
Μα εδώ η γεωπολιτική επικαιρότητα των τελευταίων 24ωρων τρέχει την Ιστορική μας μοίρα με ταχύτητα προς τα μπροστά και τα Εθνικά μας θέματα ανοίγουν το ένα μετά το άλλο, τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και εμπρός ;
Το Σχέδιο του ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΥ ξεδιπλώνεται μπροστά μας και μας θέλει πρωταγωνιστές του και όχι κομπάρσους του.
¨Κάποιος Άλλος αδερφέ, κυβερνάει το σύμπαν και όχι οι μεγάλοι του κόσμου τούτου…¨Άγιος Λουκάς Κριμαίας.
Ακριβώς, γιατί το σχέδιο του ΘΕΟΥ είναι με το μέρος των μικρών και αδικημένων και όχι των ισχυρών.
Δεν μας φτάνουν τα δικά μας βάσανα έχουμε και τα όνειρα των ταλαίπωρων γειτόνων Τούρκων.
Μπροστά σε τέτοιες συμπεριφορές η ΕΛΛΑΔΑ πρέπει να φορέσει τον ΣΤΑΥΡΟ της και να βγει απέναντι.
« Ο Σταυρός είναι αιώνιον φαινόμενον και κανείς ποτέ δεν συνεφιλιώθη με τον Θεόν χωρίς την δύναμιν του Σταύρου. Διότι ο Σταυρός του υπήρχε πάντοτε ως προτύπωσις και προαγγελία του Σταύρου του Κυρίου. Προϋπήρχεν αναμέσον των προπατόρων, ενεργών εις αυτούς το μυστήριον του Σταυρού.
Το μυστήριον του Σταυρού είναι διπλούν, σημαίνον πρώτον μεν φυγήν ημών από τον κόσμον, δεύτερον δε φυγήν των παθών από ημάς· το πρώτον είναι σταύρωσις του κόσμου δι’ ημάς, ήτοι η πραξις, το δεύτερον είναι σταύρωσις ημών δια τον κόσμον, ήτοι η θεωρία.: Ομιλία εις τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς) http://epanastasilae.blogspot.gr/
Τι πνευματική εθνική παρακαταθήκη φέρουμε με τον ΤΙΜΙΟ ΣΤΑΥΡΟ του Κυρίου μας;
H καταισχύνη της σημερινής δαιμονοκρατίας είναι ο ΤΙΜΙΟΣ και ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ.
Που να ξέρουν οι κακόμοιροι ότι οι κλειδοκράτορες- αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης Άγιος Κωνσταντίνος και η μητέρα του Αγία Ελένη ¨σφύριξαν¨ ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ για τους αγαρηνούς…
Ο αρχιτέκτονας και ο σχεδιαστής της Κωνσταντινούπολης τώρα που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου δεν μπορεί να μείνει με ¨σταυρωμένα χέριᨨ
¨Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη η μητέρα αυτού απαρτίζουν το κατεξοχήν γεωπολιτικό δίδυμο της Παγκόσμιας ιστορικής ανατροπής , όχι μόνο για την απελθούσα ιστορία αλλά κυρίως για τις δικές μας ημέρες.
Πόσες μεταγενέστερες αυτών Αυτοκρατορίες-Δυνάστες και Τύραννοι προσπάθησαν να τους μιμηθούνε ακόμη και μέχρι σήμερα, όλες όμως γκρεμίζονται στα τάρταρα της παραφροσύνης και του εωσφορικού εγωισμού τους και αυτό γίνεται κατεξοχήν γιατί δεν αναγνώρισαν το Μυστήριο του Ζωοποιού Σταυρού και το Παγκόσμιο Γεγονός της Ανάστασης και Ανάληψης του Θεανθρώπου Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Με μία απλή κίνηση και ευλογημένη πορεία μεταφοράς της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας στο μεταίχμιο δυο ηπείρων-μέχρι και σήμερα γεωπολιτικών πόλων, τίναξαν τότε στον αέρα το παγκόσμιο μυστήριο της ανομίας που ήδη ενεργούσε και θεμελίωσαν Κρατική Υπόσταση πνευματικής Αυτοκρατορίας, όπου στο διάβα των αιώνων αυτή ¨χώνεψε¨ με συναλληλία, ισοτιμία και σεβασμό λαούς, φυλές και γλώσσες δια του Μυστηρίου της ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ και ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ.
Η Αγία Ελένη παρόλο το προχωρημένο της ηλικίας της συνέχισε την Γεωπολιτική της ειρηνική εκστρατεία στην Παλαιστίνη και ΘΕΙΑ ΝΕΥΣΗ έφερε στην Παγκόσμια επιφάνεια του πλανήτη μας τα αδιάψευστα ΠΕΙΣΤΗΡΙΑ της πνευματικότητας της Νέας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ και η ΑΝΑΣΤΑΣΗ από τότε ήταν τα φυλακτήρια της τότε πρώτης πνευματικής και πραγματικής παγκοσμιοποίησης των Λαών που έφερνε το Υπέρ Πάν Όνομα του ΧΡΙΣΤΟΥ και οριοθετούσε τα σύνορα της στις πορείες που χάραξαν ¨οι ωραίοι πόδες των Ευαγγελιζόντων την ΕΙΡΗΝΗ ¨ Αποστόλων και κυρίως επί των Ιεραποστολικών διαδρομών του ΘΕΙΟΥ Παύλου.¨
Γιατί σας ζαλίζω αγαπητοί αναγνώστες μου με όλα αυτά;
Βιώνουμε αποκαλυπτικές μέρες . Από την μία η Τουρκία έχει πάρει φωτιά από άκρον σε άκρον και στρέφεται εναντίον της Ελλάδος απροκάλυπτα.
Δυο Μαρτυρίες ενδεικτικές της από εδώ και πέρα Σταυροαναστάσιμης Εθνικής πορείας μας.
Α. ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΣΦΡΑΓΙΖΟΥΝ εκ των επερχομένων γεγονότων.
Α.Μ.: «Εμείς, τι θα κάνουμε; Ο ελληνικός στρατός θα πάρει μέρος σ΄ αυτόν τον πόλεμο;
ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: «Όχι. Θα βγάλει η κυβέρνηση απόφαση να μη στείλει στρατό. Θα κρατήσει στρατό μόνο στα σύνορα. Και θα είναι μεγάλη ευλογία που δε θα πάρει μέρος. Γιατί, όποιος πάρει μέρος σ΄ αυτόν τον πόλεμο, χάθηκε… Τότε, επειδή στην Ελλάδα ο κόσμος θα φοβηθεί, πολλοί θα στραφούν προς την Εκκλησία, προς το Θεό, και θα μετανοήσουν. Γι΄ αυτό, επειδή θα υπάρξει μετάνοια, δε θα πάθουμε κακό οι Έλληνες. Ο Θεός θα λυπηθεί την Ελλάδα, επειδή ο κόσμος θα στραφεί προς την Εκκλησία, προς το μοναχισμό και θα αρχίσουν να προσεύχονται. Και θα βαπτισθούν πολλοί Τούρκοι. (Μαρτυρίες Προσκυνητών, Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης 1924 – 1994, Νικολάου Ζουρνατζόγλου, Τόμος Α΄/έκδοση β΄, σελ. 434 – 435, εκδόσεις Αγιοτόκος Καππαδοκία)
Β. Όταν ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ μπει στην ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ τελειώνουν όλα και ξεκινούν όλα.
12 Σεπτεμβρίου του 2015 αρθρογραφώντας μεταφέρουμε στο αναγνωστικό κοινό μια προσωπική μαρτυρία.
Παράξενα πράγματα συμβαίνουν σήμερα που μας φέρνουν στην θύμηση έντονα μια μαρτυρία του ΑΓΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ που μας μεταφέρθηκε με τον μακαρίτη ιστορικό , πολιτικό και συγγραφέα Νικόλαο Μάρτη με τον οποίο ο ΟΣΙΟΣ Γέροντας συνδεόταν στενά .
Μια ημέρα συνεργασίας με τον δεύτερο σε ιστορικά θέματα που αφορούσαν την πλαστογράφηση της ονομασίας της Μακεδονίας μας και στην έκδηλη αγωνία του κ. Νικόλαου Μάρτη που πάει γενικά η κατάσταση… μας επεσήμανε αυθόρμητα
« – Κώστα, γιατί μου είπε ο Γέροντας Παίσιος;»
« – Όταν ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ μπει στην ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ τελειώνουν όλα και ξεκινούν όλα.»
Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μαθηματικούς της εποχής του με διεθνή αναγνώριση.Το επιστημονικό του έργο εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων, από τα Μαθηματικά και την Φυσική ως την Αρχαιολογία. Πολυσχιδής προσωπικότητα, διέπρεψε ως καθηγητής μαθηματικών και από τα πανεπιστήμια του Βελγίου και της Γερμανίας, βρέθηκε να οργανώνει το Ιόνιο Πανεπιστήμιο στη Σμύρνη και να εργάζεται ως μηχανικός στο εργοτάξιο του φράγματος στο Ασουάν. Είχε φιλικές σχέσεις, μεταξύ άλλων, με τον Αλβέρτο Αϊνστάιν και τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1873, στο Βερολίνο, όπου ο πατέρας του Στέφανος Καραθεοδωρή υπηρετούσε ως πρεσβευτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μητέρα του Δέσποινα Πετροκόκκινου καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Χίου.
Από το 1891 έως το 1895, σπούδασε πολιτικός μηχανικός στη Στρατιωτική Σχολή των Βρυξελλών. Μετά την αποφοίτησή του αποδέχτηκε την πρόσκληση του θείου του, Αλέξανδρου Καραθεοδωρή, ο οποίος ήταν γενικός διοικητής της Κρήτης, να τον επισκεφθεί στα Χανιά. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος αργότερα ως πρωθυπουργός της Ελλάδας θα τον προσκαλέσει να οργανώσει το νεοσύστατο πανεπιστήμιο της Σμύρνης κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας,
Στην συνέχεια πήγε στη Μυτιλήνη, όπου μετείχε στην κατασκευή έργων οδοποιίας, ενώ το 1898 πήγε στην Αίγυπτο, για να εργαστεί ως μηχανικός στην βρετανική εταιρεία που κατασκεύαζε το φράγμα στο Ασουάν. Κατά την εκεί παραμονή του συνέχισε να μελετά μαθηματικά συγγράμματα, ενώ έκανε και μετρήσεις στην κεντρική είσοδο της πυραμίδας του Χέοπος, τις οποίες και δημοσίευσε.
Στην Αίγυπτο, ο Καραθεοδωρή κατάλαβε πόσο μεγάλη γοητεία και επιρροή ασκούσαν πάνω του τα Μαθηματικά και συνειδητοποίησε πως η δουλειά του μηχανικού δεν ήταν εκείνη που αναζητούσε το ανήσυχο πνεύμα του. Έτσι το 1900, ο 27χρονος πια Καραθεοδωρή, προς μεγάλη έκπληξη των δικών του, αποφάσισε να εγκαταλείψει το επάγγελμα του μηχανικού και να πάει στην Γερμανία για να σπουδάσει Μαθηματικά.
Για δύο χρόνια παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, με διαπρεπείς καθηγητές, όπως ο Λάτσαρους Φουκς και Φέρντιναντ Φρομπένιους.Το 1904 υπέβαλε την διδακτορική του διατριβή με τίτλο « Περί των Ασυνεχών Λύσεων του Λογισμού των Μεταβολών» στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης (Γκέτινγκεν), η οποία έγινε δεκτή και το 1905 αναγορεύτηκε σε διδάκτορα της Φιλοσοφίας των Μαθηματικών.
Το 1908, νυμφεύτηκε την Ευφροσύνη Καραθεοδωρή, μακρινή συγγενή του. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά: τον Στέφανο και την Δέσποινα, σύζυγο τα κατοπινά χρόνια του πολιτικού και Προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Ροδόπουλου.
Η φήμη που απέκτησε τα επόμενα χρόνια στην Γερμανία, τον έφερε σε φιλική και επαγγελματική επαφή με τον Αλβέρτο Αϊνστάιν. Οι δύο άνδρες γνωρίστηκαν το 1915 διατήρησαν μια επιστημονική σχέση, στηριγμένη στην αλληλοεκτίμηση και αλληλοσεβασμό. Οι θεωρίες που κατά καιρούς παρουσιάζουν τον Καραθεοδωρή ως καθοδηγητή του Αϊνστάιν σχετικά με τη διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας δεν έχουν επιβεβαιωθεί από τα υπάρχοντα στοιχεία (αλληλογραφία, δημοσιεύματα κ.λπ.).
Το 1913, έγινε καθηγητής στην έδρας της Μαθηματικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου του Γοττίγγης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1918. Το 1920, με πρόσκληση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ανέλαβε να οργανώσει το νεοσύστατο Ιόνιο Πανεπιστήμιο στη Σμύρνη. Η απόφαση του Καραθεοδωρή να επιστρέψει στην πατρίδα του προκειμένου να της φανεί χρήσιμος, παρόλο που μεσουρανούσε στη Γερμανία, είναι ενδεικτική της αγάπης του για την Ελλάδα.
Στην Σμύρνη, ο Καραθεοδωρή έμεινε μέχρι την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, τον Αύγουστο του 1922. Όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην πόλη, ο Καραθεοδωρή κατόρθωσε να διασώσει τη βιβλιοθήκη και πολλά από τα εργαστηριακά όργανα του Ιονίου Πανεπιστημίου και να τα μεταφέρει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παρέμεινε στην Αθήνα και το 1922 διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τον επόμενο χρόνο στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Απογοητευμένος από την κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων, εγκατέλειψε την Ελλάδα το 1924, για να αναλάβει θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, που εκείνο τον καιρό ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της Γερμανίας και δίδασκαν σ' αυτό κορυφαία ονόματα.
Το 1930, πάλι με πρόσκληση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ανέλαβε καθήκοντα κυβερνητικού επιτρόπου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, προκειμένου να βοηθήσει στην αναδιοργάνωση του πρώτου και στην οργάνωση του νεοσύστατου δεύτερου. Το 1932, επέστρεψε στην έδρα του στο Μόναχο και παρέμεινε στην πόλη αυτή, ακόμα και μέσα στα δύσκολα χρόνια του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Η συμβολή του στα μαθηματικά ήταν σημαντική ιδίως στους τομείς της πραγματικής ανάλυσης, της συναρτησιακής ανάλυσης και της θεωρίας μέτρου και ολοκλήρωσης.
Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή πέθανε στο Μόναχο στις 2 Φεβρουαρίου 1950, σε ηλικία 77 ετών και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Βαλντφρίνχοφ της πρωτεύουσας της Βαυαρίας.
Κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης και παιδαγωγός του θεάτρου. Μέσω του Θεάτρου Τέχνης που δημιούργησε, γνώρισε στο ελληνικό κοινό τους μεγάλους ξένους και σύγχρονους συγγραφείς.
Ο Κάρολος Κουν υπήρξε δημιουργός τέχνης και παιδαγωγός του θεάτρου. Γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1908 στην Προύσα. Ο πατέρας του, Ερρίκος Κοέν, πάμπλουτος έμπορος και κοσμοπολίτης, ήταν κατά το ήμισυ Έλληνας Χριστιανός και κατά το άλλο ήμισυ Γερμανοπωλονοεβραίος. Η μητέρα του, Μελπομένη Παπαδοπούλου, ήταν Ελληνίδα χριστιανή ορθόδοξη.
Οι γονείς του απουσίαζαν συχνά από το σπίτι, κάποια στιγμή χώρισαν και πολύ αργότερα η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε ένα μακρινό συγγενή της. Μοναχικό παιδί, ο Κάρολος μεγάλωσε σ' ένα αστικό σπίτι, με Πρωσογερμανίδα γκουβερνάντα, μ' έναν παπά και μια καθηγήτρια πιάνου ανάμεσα στους κατ' οίκον διδασκάλους.
Από πολύ μικρός άρχισε να ξεδιπλώνει τα καλλιτεχνικά του χαρίσματα. Σχημάτιζε μελωδίες στην πιανόλα του σαλονιού. Έκοβε τα μοντέλα από τα περιοδικά μόδας της μητέρας του κι έκανε θέατρο. Τα έπιπλα του σαλονιού ήταν το σκηνικό που έπλαθε η φαντασία του. Οι πολυθρόνες γίνονταν βράχοι και τα χαλιά θάλασσα. Πιο πολύ, όμως, του άρεσε να ζωγραφίζει με νερομπογιές.
Τα χρόνια της εφηβείας του τα πέρασε εσώκλειστος στην αμερικανική Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης, με παιδιά από τα Βαλκάνια. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ελληνική μειονότητα της Ροβερτείου Σχολής στερήθηκε τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας. Στον θεατρικό όμιλο Robert College Ρlayers Οfficers, ο Κάρολος εκτελούσε χρέη γραμματέα και συμμετείχε στις παραστάσεις, διαπρέποντας κυρίως στους γυναικείους ρόλους. Όταν αποφοίτησε το 1928, όλα είχαν αλλάξει στην Πόλης. Ακόμη και οι συγγενείς του δεν έμεναν πια εκεί.
Τον ίδιο χρόνο ο Κουν έφυγε για να σπουδάσει Αισθητική στη Σορβόννη και το 1929 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Ελλάδα. Έπιασε δουλειά ως καθηγητής Αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών, όπου άρχισε να κάνει τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις με τους μαθητές του, με μικρά σκετς που έγραφε ο ίδιος. Παράλληλα, τα βράδια παρέδιδε μαθήματα αγγλικών στο σύλλογο Εθνικής Τραπέζης για να ενισχύει τα οικονομικά του. Μετά τον πόλεμο, ο πατέρας του είχε καταστραφεί οικονομικά.
Στο μεταξύ, καθοριστική για τον Κουν υπήρξε η γνωριμία του με τον Φώτη Κόντογλου. Όπως έλεγε ο ίδιος, τον βοήθησε να γνωρίσει την Ελλάδα, να νιώσει το ξάνοιγμα προς κάθε τι το Ελληνικό...
Σε μια προσπάθεια να μεταφέρει επί σκηνής το αίτημα της επιστροφής στο ρωμαίικο, τον χειμώνα του 1933 ιδρύει, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη, τη Λαϊκή Σκηνή. Από τη δραματική σχολή που στεγάζεται σ' ένα εγκαταλελειμμένο καμαρίνι του Δημοτικού Θεάτρου, θα προκύψει ο βασικός πυρήνας του θιάσου.
Στην εναρκτήρια παράσταση της Ερωφίλης του Χορτάτση, στις 20 Απριλίου '34 στο Θέατρο Ολύμπια, ο Κουν τοποθετεί τους ηθοποιούς σύμφωνα με τις αγιογραφίες του Κόντογλου και τους φωτίζει σαν από φως καντηλιού. Στα δύο χρόνια της λειτουργίας της η «Λαϊκή Σκηνή» θα παρουσιάσει ακόμη τα έργα: «Άλκηστη», «Πλούτος», «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» και τα «Παντρολογήματα».
Το 1938 εγκαταλείπει το Κολέγιο και συνεργάζεται με τους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Όμως, το όνειρο του ήταν να δημιουργήσει τη δική του μόνιμη, αφοσιωμένη ομάδα, να φτιάξει ηθοποιούς που να βλέπουν το θέατρο ως λειτούργημα και όχι ως επαγγελματική ενασχόληση. Το όνειρό του αυτό έγινε πραγματικότητα το 1942, ιδρύοντας μέσα στο σκοτάδι της γερμανικής κατοχής το Θέατρο Τέχνης.
Στο δωμάτιο μιας αυλής της οδού Ζωοδόχου Πηγής 9 ξεκίνησε τις πρόβες στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν, με μαθητές της Σχολής το Β. Διαμαντόπουλο, το Δ. Καλλέργη, τον Π. Ζερβό, τη Β. Μεταξά, την Κ. Λαμπροπούλου και με τον ίδιο σκηνοθέτη και ηθοποιό. Τις παραστάσεις του τις έδινε σε διάφορα θέατρα, κυρίως στο θέατρο Κώστα Μουσούρη και το καλοκαίρι σε διάφορα θερινά που του παραχωρούσαν.
Οι οικονομικές δυσχέρειες τον ανάγκασαν να αναστείλει τις δραστηριότητες του Θεάτρου Τέχνης το 1950. Τότε κλήθηκε να σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο, όπου ανέβασε πέντε έργα: «Ερρίκος Δ'», «Άνθρωποι και ποντίκια», «Οι τρεις αδερφές», «Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός», «Ο θείος Βάνιας».
Το 1959 παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών τους «Όρνιθες», στο Ηρώδειο. Η παράσταση διακόπηκε από τις έξαλλες διαμαρτυρίες και τα γιουχαΐσματα του κοινού, ενώ η κυβέρνηση επενέβη δραστικά. Τρία χρόνια αργότερα, στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι, οι «Όρνιθες» του βέβηλου Κουν μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.
Παρότι κέρδισε την εκτίμηση και την αποδοχή στην Ευρώπη, ενώ στο τόπο του εισέπραττε την περιφρόνηση και το χλευασμό, αρνήθηκε όλες τις προτάσεις που του έγιναν για να σκηνοθετήσει στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης και της Αμερικής. Η μοναδική φορά που δέχτηκε ήταν το 1967, που σκηνοθέτησε στο Στράτφορντ «Ρωμαίος και Ιουλιέττα». Η πρόσκληση ήταν από το Βασιλικό Σαιξπηρικό θέατρο της Αγγλίας. Ήταν ο δεύτερος σκηνοθέτης μέσα σε τριάντα χρόνια που τον καλούσαν να σκηνοθετήσει σ' αυτό το θέατρο. Η αγγλική κριτική χαρακτήρισε την παράσταση ως την καλύτερη Σαιξπηρική της τελευταίας δεκαετίας.
Η Μεγάλη Πορεία άρχισε από το 1954, οπότε ξανάστησε το θέατρο Τέχνης, στη δική του πια μόνιμη στέγη στο κυκλικό Υπόγειο της Στοάς Ορφέως. Μέσα από το «Υπόγειο των θαυμάτων», κάτω από τη σοφή, εμπνευσμένη καθοδήγηση του, βγήκαν ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, μουσικοί, σκηνογράφοι. Το ελληνικό θέατρο είναι σπαρμένο με πνευματικά του τέκνα: Διαμαντόπουλος, Χατζηαργύρη, Καλλέργης, Ζερβός, Ζαβιτσιάνου, Λυμπεροπούλου, Φερτής, Μιχαλακόπουλος, Καρακατσάνης, Πιττακή, Κοταμανίδου, Χρυσομάλλης, Αρμένης, Μπάκας, Λαζάνης, Γκιωνάκης, Κουγιουμτζής. Παιδιά του ήταν οι στενοί του συνεργάτες, ο Πλωρίτης, ο Χατζηδάκης, ο Τσαρούχης, ο Σταματίου, ο Σεβαστικόγλου. Δικά του παιδιά είναι και οι περισσότεροι ηθοποιοί του Κυπριακού Θεάτρου.
Το ελληνικό κοινό, χάρη στον Κουν, γνώρισε τα σύγχρονα ξένα θεατρικά ρεύματα, το θέατρο του «Παραλόγου», Ιονέσκο, Μαξ Φρις, Μπέκετ, Άλμπυ, Βάις, Πίντερ, Αραμπάλ, ενώ επανήλθε συχνά στους Ουίλλιαμς, Πιραντέλλο, Τσέχωφ, Μπρεχτ, Μίλλερ, Σαίξπηρ. Πρόβαλε το ελληνικό έργο μέσα από τον Βυζάντιο, Κορομηλά, Καπετανάκη, Ξενόπουλο και δημιούργησε νέους συγγραφείς: τον Καμπανέλλη, την Αναγνωστάκη, τον Κεχαΐδη, τον Σκούρτη, τον Μουρσελλά, τον Αρμένη.
Στη δεκαετία 1974-1983 δημιούργησε για πρώτη φορά και Β' σκηνή, τη «Λαϊκή», που λειτούργησε στο Θέατρο Βεάκη.
Η ερευνά του πάνω στην αναβίωση του Αρχαίου Δράματος θεωρείται από τις εγκυρότερες. Οι παραστάσεις των «Ορνίθων» και των «Περσών» ήταν οριακά γεγονότα στην ιστορία της ερμηνείας του Αρχαίου Δράματος κι έγιναν πρότυπα για τους νεότερους σκηνοθέτες. Ο ίδιος, όμως, ο Κουν έλεγε πως δε φτάνουν δυο ζωές για να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με την ερμηνευτική προσέγγιση του Αρχαίου Δράματος.
Το 1980 το θέατρο Τέχνης μπήκε στην Επίδαυρο με τη μεγαλειώδη παράσταση της τριλογίας «Ορέστεια» του Αισχύλου. Με παραστάσεις αρχαίου δράματος όργωσε την Ευρώπη και γύριζε πάντα στην Ελλάδα θριαμβευτής. Στις αρχές του 1985 απέκτησε και δεύτερη θεατρική αίθουσα στην Πλάκα, με τη βοήθεια της Πολιτείας.
Όταν άρχισε να ανασαίνει οικονομικά και να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων 50 χρόνων, η υγεία του είχε πλέον κλονιστεί. Στις 8 Φεβρουαρίου 1987 εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία» με έντονους πόνους στο στήθος. Άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λουλας Αναγνωστάκη, που λίγο καιρό πριν είχε αρχίσει να σκηνοθετεί στο «Υπόγειο», στο Θέατρο Τέχνης.
Ο Κώστας Καζάκος είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ηθοποιούς, με μακρόχρονη θητεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ενεργός πολίτης με δημόσιο λόγο, στρατεύτηκε στις τάξεις του ΚΚΕ από την επάνοδο της Δημοκρατίας το 1974 και μετά. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής Επικρατείας.
Γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1935 στον Πύργο της Ηλείας από πατέρα μανιάτικης καταγωγής. Ο Αναστάσιος Καζάκος ήταν δημόσιος υπάλληλος, αλλά εκδιώχθηκε από την υπηρεσία του και εξορίστηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Από το 1948 ο Κώστας Καζάκος ζούσε με τη μητέρα και τα τρία αδέλφια του στην Αθήνα, όπου το 1952 τελείωσε το νυχτερινό Γυμνάσιο στο Παγκράτι εργαζόμενος. Όνειρό του ήταν να γίνει φιλόλογος, αλλά δεν μπόρεσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, επειδή δεν μπόρεσε να προσκομίσει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Έτσι, το 1953 γράφτηκε και σπούδασε στη θρυλική κινηματογραφική σχολή του Λυκούργου Σταυράκου, με δασκάλους μεταξύ άλλων τον Γρηγόρη Γρηγορίου και τον Κάρολο Κουν.
Ο Κάρολος Κουν εκτίμησε το ταλέντο και τον πήρε μαζί του στο Θέατρο Τέχνης. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1957 στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία». Έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε σπουδαία έργα συγγραφέων, όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης («Η αυλή των θαυμάτων»), ο Άρθουρ Μίλερ («Ψηλά απ’ τη γέφυρα»), ο Κάρλο Γκολντόνι («Λοκαντιέρα»), ο Ζαν-Πολ Σαρτρ («Νεκροί χωρίς τάφο»), ο Τενεσί Ουίλιαμς («Γυάλινος Κόσμος»), αλλά και σε έργα του Σοφοκλή («Αντιγόνη») και του Αριστοφάνη («Όρνιθες») στο Θέατρο Τέχνης και στους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Άννας Συνοδινού και της Έλλης Λαμπέτη.
Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1956 στη σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ακολούθησαν ταινίες, όπως «Το μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), «Το παρελθόν μιας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Η λεωφόρος του μίσους» (1968) και «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969) του Νίκου Φώσκολου, «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου, «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζήμα, «Ο δραπέτης» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου και άλλες.
Η ταινία-σταθμός στη ζωή του – και τεράστια επιτυχία της εποχής – ήταν το πολεμικό δράμα του Ντίνου Δημόπουλου σε σενάριο Νίκου Φώσκολου «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), όπου στα γυρίσματα γνώρισε, ερωτεύτηκε και τελικά παντρεύτηκε την συμπρωταγωνίστρια του Τζένη Καρέζη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον γνωστό ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο. Μέχρι το θάνατο της σπουδαίας ηθοποιού το 1992 θα είναι ένα από τα δύο καλλιτεχνικά ζευγάρια που θα δεσπόζουν στο εγχώριο σταρ-σίστεμ (το άλλο ήταν το ζευγάρι Βουγιουκλάκη - Παπαμιχαήλ).
Η πρώτη κοινή εμφάνισή τους ως θιασάρχες ήταν το 1968, με το ιστορικό έργο του Γεωργίου Ρούσσου «Θεοδώρα η μεγάλη», που απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, μαζί με τη θρυλική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» (1973). Από τις υπόλοιπες κοινές εμφανίσεις τους ξεχώρισαν οι παραστάσεις των έργων «Κυρία δεν με μέλλει» του Βικτοριέν Σαρντού (1970), «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1982) του Έντουαρντ Άλμπι σε σκηνοθεσία του Ζιλ Ντασέν και «Διαμάντια και μπλουζ» (1990) της Λούλας Αναγνωστάκη, που ήταν και η τελευταία κοινή τους εμφάνιση.
Στην τηλεόραση πρωτόπαιξε με την Τζένη Καρέζη το 1973 στη σειρά «Μαρίνα Αυγέρη», σε σενάριο της Καρέζη, το οποίο υπέγραφε με το ψευδώνυμο Παυλίνα Μπόταση, κι έπειτα στις σειρές «Η μεγάλη περιπέτεια» (1976) και «Μαύρη χρυσαλλίδα» (1990) -και οι δύο με την Τζένη Καρέζη- και «Ο μεγάλος ξεσηκωμός» (1977) στο ρόλο του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Μετά το θάνατο της Τζένης Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος πρωταγωνίστησε κυρίως σε θεατρικές παραστάσεις, όπως «Ο θάνατος του εμποράκου» (1993) του Άρθουρ Μίλερ και «Η όπερα της πεντάρας» (1993) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, «Αντιγόνη» (1995) του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Βασιλιάς Λιρ» (1996) του Σέξπιρ, «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ (1997), κ.ά. Το 2004 συμμετείχε στο σίριαλ του Mega «Βέρα στο δεξί», από τις μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες της εποχής εκείνης.
Ο Κώστας Καζάκος πολιτικά είναι ενταγμένος στο ΚΚΕ. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (ΠΑΠΟΚ), ενός καλλιτεχνικού οργανισμού που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και προσέφερε αξιόλογο πολιτιστικό έργο από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 έως και τις αρχές της δεκαετίας του’90. Στις 8 Νοεμβρίου 1999, σ’ ένα πρωτότυπο χάπενινγκ του ΚΚΕ στην πλατεία Συντάγματος, ήταν ο πρόεδρος του «Δικαστηρίου των Λαών» που δίκασε για εγκλήματα πολέμου τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, ο οποίος επρόκειτο να πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής επικρατείας του ΚΚΕ.
Από το 1997 ο Κώστας Καζάκος είναι παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Κόλλια, με την οποία έχει αποκτήσει τέσσερα παιδιά.
Ο Κώστας Καζάκος άφησε την τελευταία του πνοή από πολυοργανική ανεπάρκεια στις 13 Σεπτεμβρίου 2022 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».