Όπως αναφέρεται, την προηγούμενη εβδομάδα η Γαλλία εξέδωσε ανακοίνωση που περιορίζει τις επισκέψεις μη εμβολιασμένων αμερικανών στην χώρα. Η απόφαση της Γαλλίας «μπορεί να προκάλεσε ορισμένες εξοργισμένες αντιδράσεις» από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά «για τους Ευρωπαίους η κίνηση είναι το αμερικάνικο επιδόρπιο».

Οι Ευρωπαίοι δεν ανησυχούν μόνο λόγω του μεγάλου αριθμού ανεμβολίαστων, και κρουσμάτων και θυμάτων της πανδημίας στις ΗΠΑ αλλά αντιδρούν και στυην αμερικάνικη απαγόρευση, που ξεκίνησε στις 14 Μαρτίου του 2020 και μετρά πάνω από 550 μέρες. Με την εξαίρεση κάποιων προνομιούχων, σαν τον έλληνα Πρωθυπουργό, οι ευρωπαίοι πολύ δύσκολα μπορούν να μπουν στις ΗΠΑ. Εικασίες περί του ότι ο σημερινός Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, θα άρει τους περιορισμούς είχαν δεν το φως της δημοσιότητας κατά καιρούς, και είχαν πολλαπλασιαστεί και καταγραφεί από τον διεθνή Τύπο την περίοδο της επίσκεψής του στις Βρυξέλλες και κατά την επίσκεψη Μέρκελ στην Ουάσιγκτον. Τίποτε τέτοιο δεν έγινε. Και παρά τις πολλές φορές έντονες κριτικές που έχει δεχθεί ο πρόεδρος Μπάιντεν για το συγκεκριμένο θέμα – οι Τάιμς του Λονδίνου χαρακτήρισαν μόλις προ εβδομάδας «καφκική» και «πολιτική δειλία» την πολιτική του-, παρότι ευρωπαιοι επίσημοι – μεταξύ των οποίων και ο Μαργαρίτης Σχοινάς – ακυρώνουν τις επισκέψεις τους εις ένδειξιν διαμαρτυρίας, ο Μπάιντεν παραμένει αμετακίνητος.

Οι επικρίσεις που δέχεται για το συγκεκριμένο θέμα ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ δεν αφορούν μόνο στην μονομέρεια των μέτρων, αλλά προστίθενται σε ένα διαρκώς αυξανόμενο κλίμα δυσαρέσκειας των Ευρωπαίων συμμάχων των ΗΠΑ για την κατάσταση που όλα τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί στις σχέσεις των δύο πλευρών. Ειδικά μάλιστα μετά την έξοδο από το Αφγανιστάν, τον τρόπο που έγινε, και την πλήρη αδιαφορία Μπάιντεν όχι μόνο για την άποψη των ΝΑΤΟικών συμμάχων – που δεν ενημερώθηκαν- αλλά και για τις συνέπειες και το κόστος που αυτοί επιφορτίστηκαν χωρίς, εν τέλει, κέρδος και μόνον με τα ..κέρατα.

Έτσι, δηλώσεις σαν αυτές που έκανε παλαιότερα ο γάλλος Πρόεδρος, Εμμανουήλ Μακρόν, και θεωρούνταν «μειονότητα μες στην κοινότητα» έχουν μετατραπεί σήμερα σε κυρίαρχες, καθώς οι Ευρωπαίοι αισθάνονται «ριγμένοι» και μάλιστα πολύ. Δηλώσεις όπως αυτές του Χοσέπ Μπορέλ μετά την αποχώρηση από το Αφγανιστάν και τον τρόπο που οι ΗΠΑ αγνόησαν τις ευρωπαϊκές εκκλήσεις και νοιάστηκαν μόνο για τους δικούς τους πολίτες, δείχνει πόσο μεγάλο γίνεται το χάσμα.

Ας τις θυμίσουμε: λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Καμπούλ, ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, είχε πει πως «η πτώση της Καμπουλ δείχνει ότι η ΕΕ οφείλει να αναπτύξει την δική της στρατιωτική δύναμη, ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ.. Λυπάμαι για όσα έγιναν, αλλά πρέπει να πω ότι κανείς δε ζήτησε τη γνώμη της Ευρώπης. Πολλές είναι οι χώρες που θα αναρωτηθούν για τον αμερικάνο σύμμαχο που, όπως είπε ο Τζο Μπάιντεν, δεν προτίθεται να εμπλακεί σε πολέμους που τους θεωρεί αλλωνών. Η Ευρώπη, λοιπόν, δεν έχει άλλη επιλογή παρά να οργανωθεί και να δράσει στον κόσμοι που ζουμε κι όχι στον κόσμο που ονειρευόμαστε», ανέφερε.

Παράλληλα τότε, άνθρωποι κοντά στο Μπορέλ διέρρεαν ότι «η Καμπούλ δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό» και ότι «η Ευρώπη δεν πρέπει πια να προσβλέπει σε αμερικανική υποστήριξη σε κανένα διεθνές πεδίο».

Κανείς δεν μας ρώτησε: Από το Μπορέλ ως το σύμμαχο της Μέρκελ Γιοχαν Βαντεπουλ, και από την πρώην πρωθυπουργό της Βρετανίας Τερέσα Μέυ ως την επικεφαλής του Κέντρου για τη Διεθνή Ασφάλεια, Καταρίνα Εμσερμαν, όλοι επανέλαβαν αυτό το – βαθιά πολιτικό και, εν τέλει, ενδεικτικό πολλών- ευρωπαϊκό «παράπονο».

Η Ευρώπη άργησε αλλά φαίνεται ότι κατανόησε πως αυτά που θεωρούσε «απόνερα» της προεδρίας Τραμπ είναι πια η κεντρική πολιτική των ΗΠΑ. Έτσι, οι ίδιοι άνθρωποι που καταδίκαζαν ή έκριναν αυστηρά τις δηλώσεις Μακρόν το 2020, περί ανάγκης ύπαρξης στρατιωτικής αυτονομίας, σήμερα συμπλέουν μαζί του. Και, μπορεί οι προσπάθειες Μακρόν να «ξυπνήσει» το όραμα μιας πολιτικά ανεξάρτητης Ευρώπης, σε διεθνές επίπεδο να είχε ως στόχο να ενισχύσει και τη γαλλική οικονομία και τη γαλλική βιομηχανία όπλων, αλλά γεγονός παραμένει ό,τι από την Αφρική ως το Λίβανο ο Γάλλος πρόεδρος είχε αρχίσει να εμφανίζεται ως απευθείας και ανεξάρτητος συνομιλητής (το «ανεξάρτητος» στην αρχή κάποιοι δυσκολευτήκαμε να το πιστέψουμε, και όπως φαίνεται ήταν λάθος μας).

«Εμείς, και κάποιες χώρες περισσότερο από άλλες, ξεχάσαμε την στρατιωτική μας ανεξαρτησία και παραεξαρτηθήκαμε από τα αμερικάνικα οπλικά συστήματα», είχε πει χαρακτηριστικά ο Γάλλος πρόεδρος στις 29 Σεπτεμβρίου του 2020, λίγο μετά τις επισκέψεις του στις παλιές αποικίες της Γαλλίας, από το Λίβανο ως τη Δυτική Αφρική. Ήταν η εποχή που η Ευρώπη βρισκόταν αντιμέτωποι με τους οικονομικούς και πολιτικούς εκβιασμούς του Τραμπ και σε κρατικό και σε ΝΑΤΟικό επίιπεδο, αλλά ήλπιζε στην μεγάλη αλλαγή που θα έφερναν οι εκλογές του Νοεμβρίου και στον «δημοκρατικό Μπάιντεν». Αλλαγή που δεν υπήρξε σε κανένα επίπεδο.

Ακόμη παραπέρα, οι ΗΠΑ εμφανίζονται όλο και πιο ασταθείς. Το Αφγανιστάν δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο λόγω του χάους της αποχώρησης, αλλά και λόγω της υπογραφής, από τον Τραμπ, της συμφωνίας με τους Ταλεμπάν, χωρίς να ερωτηθεί, έστω για το τυπικόν του πράγματος, καν το ΝΑΤΟ. Αυτό όμως που τότε είχε ειδωθεί ως «πράξη ενός εγωκεντρικού», σήμερα ερμηνευεται ως «πράξη ενός συμμάχου κράτους που δρα τελείως εγωκεντρικά».

Ένα από τα βασικά γεγονότα που σηματοδότησαν αυτή την γενικευμένη αλλαγή της ΕΕ, είναι η σύνοδος των υπουργών αμύνης των κρατών – μελών στη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας, αρχές του μήνα. Ανακεφαλαιώνοντας όσα ειπώθηκαν στην σύνοδο, ο Χοσέπ Μπορέλ και πάλι, ανέφερε πως «Η ΕΕ πρέπει να ενδυναμώσει την στρατιωτική της αυτονομία, δημιουργώντας μιαν δύναμη άμεσης δράσης που θα είναι ικανή να επιβάλει τη σταθερότητα στη γειτονιά της ΕΕ». Και μπορεί σε δεύτερες δηλώσεις, και ερωτήσεις, να διαβεβαίωνε ό,τι αυτή δύναμη «δεν θα είναι ανταγωνιστική αλλά συμπληρωματική» του ΝΑΤΟ, αλλά οι περισσότεροι αναλυτές θεώρησαν ότι πρόκειται για θέμα χρόνου πριν η ΕΕ αποχωρήσει και ανεξαρτητοποιηθεί από την διπλωματική και πολιτική ατζέντα των ΗΠΑ.

Περί της διπλωματίας, τα πρώτα δειλά βήματα έχουν γίνει από καιρό. Η Ευρωστρατιωτική ατζέντα ήταν σταθερή από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Η ευρατλαντική συμμαχία ήταν η αποφασιστική και κρίσιμη συνθήκη σε κάθε ευρωπαϊκή πολιτική μέχρι πρόσφατα. Μόνο που σήμερα η Ευρώπη όχι μόνο δεν εμπιστεύεται τον πάλαι ποτέ πανίσχυρο σύμμαχό της, αλλά ήδη κοιτά και δημιουργεί συμμαχίες, σιγά σιγά, με τις δυνάμεις που αναδύονται στον νέο πολυπολικό κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι πέρισυ οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των Ευρωπαίων. Σήμερα το ρόλο έχει πάρει και φαίνεται ότι θα κρατήσει η Κίνα. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Οικονομία έχει «βουλιάξει» και λόγω της εξάρτησης της ηπείρου από τις ΗΠΑ. Το 1960 οι χώρες που σήμερα αποτελούν την ΕΕ είχαν στα χέρια τους το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας, και οι προβλέψεις είναι ότι περί το 2050 δεν θα έχουν καν το 10%.

Είναι όλα στοιχεία που δεν επηρεάζουν μόνο τις ευρωαμερικανικές σχέσεις, αλλά και τις ευρωκινεζικές και ευρωρωσικές. Και είναι στοιχεία που τη «σούμα» τους εξέφρασε και πάλι πρόσφατα ο Μακρόν: «Δεν πρόκειται να αποδεχθούμε να ζούμε σε έναν διπολικό κόσμο, που τον φτάχνουν μόνο οι ΗΠΑ με την Κίνα», είπε, διεκδικώντας τον ρόλο του τρίτου πόλου για την Ευρώπη και μη αναφερόμενος χωριστά στη Ρωσία.



Πηγή