του Γιώργου Ρήγα

Για πολλούς η ρωσική επιχείρηση στην Ουκρανία μαζί με την διπλωματική κινητικότητα που σημειώθηκε αμέσως πριν την εισβολή ήταν κεραυνός εν αιθρία. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ όμως τα τελευταία γεγονότα κάθε άλλο παρά έκπληξη αποτελούν. Και αυτό γιατί όποιος παρακολουθεί τα μεγάλα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία θα έχει παρατηρήσει ότι, για τουλάχιστον τρεις μήνες, η συζήτηση για το ουκρανικό έπαιζε σταθερά στην «πρώτη σελίδα». Παρ’ όλ’ αυτά τις τελευταίες εβδομάδες, και ενώ η κρίση σοβούσε, είδαμε πολλούς αναλυτές να εξηγούν με ενίοτε, η αλήθεια είναι, λογικά επιχειρήματα γιατί η εισβολή δεν θα γινόταν ποτέ. Σε μεγάλο βαθμό οι παραπάνω θύμισαν τον πρώην υπουργό Ανδριανόπουλο που μέχρι και λίγες ώρες πριν οι Αμερικανοί εισβάλλουν στο Ιράκ το 2003 έβγαινε στα κανάλια για να αποδείξει ότι τα στρατεύματα που είχαν συγκεντρωθεί στο Κουβέιτ ήταν αδιανόητο να διαταχθούν να προελάσουν. Ένα πρώιμο συμπέρασμα λοιπόν είναι πως όταν έχουμε έκτακτη συγκέντρωση μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων δίπλα σε εχθρική χώρα τότε, ακόμα και στον 21ο αιώνα, αυτές οι δυνάμεις σπανίως διεξάγουν απλά και μόνο στρατιωτικά γυμνάσια.

Αυτό που όμως έχει μεγαλύτερη αξία να συμπεράνουμε και να καταγράψουμε είναι ο τρόπος που επέλεξε η Δύση να αποτρέψει την εισβολή. Μια μέθοδο που εισάγει καινά δαιμόνια στις Διεθνείς Σχέσεις και την επίλυση κρίσεων γενικότερα. Όταν ο Πούτιν αποφάσισε να σχεδιάσει την εισβολή στη Ουκρανία ήξερε πως αργά ή γρήγορα οι υπηρεσίες πληροφοριών της Δύσης θα το αντιλαμβάνονταν. Με τους δορυφόρους και τα άλλα υφιστάμενα τεχνικά μέσα σήμερα απόπειρες απόκρυψης της στρατιωτικής κινητοποίησης θα ήταν απλά χάσιμο χρόνου. Αυτό που δεν περίμενε όμως είναι ο τρόπος που θα διαχειριζόταν η Δύση τις σχετικές πληροφορίες. Αν μη τι άλλο το διπλωματικό σώμα της ρωσικής ομοσπονδίας ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει νύξεις και κακόβουλα υπονοούμενα σε επίσημες συναντήσεις, συνέδρια, δείπνα κ.ο.κ. Η άρνηση, η αμφισημία, η προσποίηση άγνοιας είναι η πεμπτουσία της διπλωματικής γλώσσας από την εποχή του Ταλεϋράνδου.

Κόντρα λοιπόν στη μέχρι τώρα πεπατημένη Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Βερολίνο και Παρίσι επέλεξαν να διαρρεύσουν μεγάλο όγκο της εμπιστευτικής πληροφόρησης για τις κινήσεις του ρωσικού στρατού στον Τύπο. Σύντομα μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης θα αφορούσε την επικείμενη εισβολή με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την άβολη θέση της ρωσικής ηγεσίας στα διάφορα διεθνή φόρα. Ο στόχος ήταν προφανής, να αναγκάζονται οι Ρώσοι να διαψεύσουν το προφανές με ό,τι αυτό θα σήμαινε για την αξιοπιστία τους στον απόηχο μιας πιθανής εισβολής. Και από τη στιγμή που οι πράξεις μιλάνε πάντα δυνατότερα από τις λέξεις, το μόνο που χρειάζονταν να κάνουν ήταν να διαψεύσουν και να γελοιοποιήσουν τη Δύση αλλάζοντας τα αρχικά τους σχέδια. Ειδικά όταν η καινούργια τακτική κορυφώθηκε με διαγγέλματα απευθείας από το Λευκό Οίκο σχετικά με τη φύση και την ημερομηνία της εισβολής. Και πράγματι κάποια στιγμή ο Πούτιν έμοιαζε να εγκλωβίζεται στο πρωτόγνωρο επικοινωνιακό παιχνίδι και να αναγκάζεται να αναβάλει την ρωσική επέλαση κάνοντας μάλιστα πολλούς να πιστέψουν ότι αυτή δε θα γίνει ποτέ.
Το δεύτερο βασικό συμπέρασμα έχει να κάνει με τον αποδέκτη της πρωτότυπης αυτής τακτικής αποτροπής. Αν κάτι έδινε πιθανότητες επιτυχίες στη μέθοδο να μαρτυρηθεί ο επίδοξος εισβολέας, είναι το γεγονός ότι η απόφαση η μη της Ρωσίας να εμπλακεί στην ουκρανική περιπέτεια ήταν του προέδρου της και μόνο. Στη Ρωσία του 2022 δεν υπάρχουν ισχυροί θεσμοί, οργανωμένες ομάδες πίεσης (lobbying), ή δεξαμενές σκέψης που να καθορίζουν την πολιτική της χώρας. Κανένα συλλογικό όργανο, καμία Δούμα, κανένα κυβερνητικό συμβούλιο δεν αποφάσισε για την προετοιμασία ή εκτέλεση των επιχειρήσεων στην Ουκρανία ανεξάρτητα από τα συμφέροντα που έχουν εκεί διαχρονικά οι Ρώσοι. Ήταν ο Βλαδίμηρος Πούτιν και μόνο. Σε ένα σκηνικό που θυμίζει λίγο την μετεπαναστατική Γαλλία του Βοναπάρτη τα πάντα μοιάζουν να είναι σε εξάρτηση από τη βούληση ενός ανθρώπου. Εν τέλει, και στο βαθμό που δεν του προσφέρθηκαν ικανοποιητικά ανταλλάγματα ή απειλές για τις εν μέρει δικαιολογημένες αιτιάσεις του, ο Πούτιν δεν ενέδωσε στο πρωτότυπο διπλωματικό τέχνασμα και διέταξε τις δυνάμεις του να κάνουν αυτό για το οποίο είχαν συγκεντρωθεί πέριξ της Ουκρανίας.

Το κρίσιμο ερώτημα έχει να κάνει με το μετά. Η Δύση ήταν ξεκάθαρη ότι δεν θα στείλει στρατό αλλά ότι θα ενισχύσει την Ουκρανία με πολεμικό υλικό. Μια ματιά στη δυναμικότητα των δύο εμπολέμων δε αφήνει δεύτερες σκέψεις για το αποτέλεσμα της σύρραξης. Το πρόβλημα είναι ότι η Ρωσία δεν μπορεί να ξεδιπλώσει την υπεροπλία της και να καταφέρει συντριπτικά πλήγματα στις ουκρανικές δυνάμεις. Και αυτό γιατί πρέπει να αποφύγει εκατόμβες νεκρών που θα πλήξουν ανεπανόρθωτα τη νομιμοποίηση της παρουσίας της στο ουκρανικό έδαφος. Τα πάντα λοιπόν εξαρτώνται από την αντίσταση που θα επιδείξουν οι Ουκρανοί. Το ιδανικό σενάριο για τον Πούτιν θα ήταν ο Ζελένσκι να κηρύξει το Κίεβο ανοχύρωτη πόλη και να την παραδώσει αμαχητί. Ό,τι δηλαδή έκανε η αφγανική κυβέρνηση μόλις οι Τάλιμπαν φάνηκαν στα περίχωρα της Καμπούλ.

Το ευκταίο για τους Ουκρανούς και τη Δύση είναι ο Πούτιν να φοβηθεί τις συνέπειες που θα έχει για την εικόνα του μια μακρά και αιματηρή πολιορκία και άρα να σταματήσει τις δυνάμεις του έξω από το Κίεβο μέσω ανακωχής για διαπραγματεύσεις που νομοτελειακά θα κρατήσουν μήνες. Σε αυτή την περίπτωση κάθε πλευρά θα μπορεί να διεκδικήσει δάφνες νίκης καίτοι αμφιλεγόμενης.

Το τρίτο πιο επίφοβο, αν και κατά την προσωπική μου εκτίμηση λιγότερο πιθανό, σενάριο είναι ο Πούτιν να μη συμβιβαστεί με τίποτα λιγότερο από μια καθαρή νίκη και ο Ζελένσκι και οι ουκρανικές δυνάμεις να κάνουν αυτό που διατείνονται, να προβάλουν δηλαδή σθεναρή αντίσταση στο Κίεβο. Αν επικρατήσει αυτή η λογική τότε θα έχουμε δυσανάλογες ανθρώπινες απώλειες σε σχέση με ό,τι έχουν συνηθίσει οι μεταπολεμικές γενιές στην Ευρώπη. Δύσκολα το Κίεβο θα γίνει Στάλινγκραντ ή Μοσούλη αλλά ένα φάντασμα οπωσδήποτε πλανιέται πάνω από την ουκρανική πρωτεύουσα, αυτό του Σεράγεβο.


Πηγή