Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

Μουσική Παρασκευή - Μαρίζα Κωχ ~ Φάτα Μοργκάνα



Λίγα λόγια για τη Μαρίζα Κωχ

Μαρίζα Κωχ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση14  Μαρτίου 1944
Αθήνα
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΝέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητατραγουδίστρια
Περίοδος ακμής1965
Ιστότοπος
www.marizakoch.gr

Η Μαρίζα Κωχ (γερμανικάMariza Koch14 Μαρτίου 1944) είναι Ελληνογερμανίδα συνθέτιςτραγουδίστρια και μουσικοπαιδαγωγός, μία από τις πιο καταξιωμένες Ελληνίδες τραγουδίστριες, γνωστή παράλληλα και για τη συνθετική και στιχουργική της δουλειά, που περιέχεται μέσα σε 23 προσωπικούς της δίσκους.

Βιογραφικό

Γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου του 1944 στην Αθήνα από Ελληνίδα μητέρα και Γερμανό πατέρα. Τα πρώτα της χρόνια τα πέρασε στα Αναφιώτικα της Πλάκας. Τα πρώτα της ακούσματα ήταν η βυζαντινή μουσική και τα νησιώτικα τραγούδια στη Σαντορίνη όπου έζησε μέχρι τα εφηβικά της χρόνια. Υπηρέτησε την ελληνική παραδοσιακή μουσική με το πολύ ιδιαίτερο προσωπικό της ύφος, εισάγοντας τον ηλεκτρικό ήχο στις διασκευές της. Η μουσική της γραφή στα λαϊκά της τραγούδια φέρει επιρροές από το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη, και ως ερμηνεύτρια εντάσσει συχνά στα ρεσιτάλ της τραγούδια του. Μελοποίησε ποίηση ΣαπφούςΚώστα Βάρναλη, του Έλληνα ποιητή των θαλασσών Νίκου Καββαδία και του Γιώργου Σαραντάρη. Το 2020 μελοποίησε και ανάρτησε κύκλο πέντε ποιημάτων της Κικής Δημουλά. Στα περισσότερα τραγούδια της γράφει η ίδια τους στίχους και τη μουσική. Το 1976, με «παραγγελία» του Μάνου Χατζιδάκι, η Μαρίζα Κωχ συνέθεσε μια μπαλάντα διαμαρτυρίας για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο με τίτλο «Παναγιά μου – Παναγιά μου» και συμμετείχε με το τραγούδι αυτό στο διαγωνισμό της Eurovision στη Χάγη. Από τη δεκαετία του 1970 άρχισε να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο τραγουδώντας στα μεγαλύτερα θέατρα και σε αναγνωρισμένα μουσικά φεστιβάλ στη Δυτική Ευρώπη, στη Ρωσία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ, τη Λατινική Αμερική, την Αυστραλία, την Ινδία, τη Μέση Ανατολή, και την Αφρική ως πρέσβειρα της ελληνικής μουσικής. Το 1980 υπήρξε η πρώτη τραγουδίστρια της Δύσης που εμφανίστηκε στην Κίνα και στο πλαίσιο διεθνών πολιτιστικών ανταλλαγών εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Πεκίνο με αντίστοιχη εμφάνιση της Όπερας του Πεκίνου στην Αθήνα. Το 2009 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο φεστιβάλ International Country Music Week που διεξάγεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του Μάο: εκεί διακρίθηκε ανάμεσα σε συμμετοχές 32 χωρών από τις πέντε ηπείρους, και της απονεμήθη το βραβείο «Best Singer». Το καλοκαίρι του 2010 ταξίδεψε και πάλι στην Κίνα ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Ένωσης για την Μουσική Εκπαίδευση (της οποίας είναι επίτιμο μέλος), προκειμένου να παρευρεθεί στις εργασίες του 29ου Παγκόσμιου Συνεδρίου της ISME για την μουσική εκπαίδευση. Με το πέρας του Συνεδρίου παρέλαβε, με όλη την Ελληνική αποστολή, την σημαία του 30ου Συνεδρίου, το οποίο διεξάχθηκε το 2012 στην Ελλάδα.

Για τις περιοδείες της η Μαρίζα Κωχ λέει:

«Αξιώθηκα να τραγουδήσω σε πολλά από τα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, αλλά και σε αμέτρητα σχολεία, καφενεία, αγροτικές αποθήκες και των πιο μικρών χωριών της πατρίδας μας. Καμαρώνω το ίδιο και για το ένα και για το άλλο. Με τα τραγούδια μου θέλω να ομολογήσω όσα νιώθω ταξιδεύοντας στην πατρίδα μας. Στα δικά μου μάτια μοιάζει να είναι η πιο πλούσια χώρα του κόσμου σε φυσική ομορφιά, σε χαρακτήρες ανθρώπων, σε ιστορία, σε μουσική, σε τέχνες, σε θρησκευτικό μεγαλείο, σε βάθος ανθρωπίνων συναισθημάτων».

Το 2011, σε συνεργασία με το συνθέτη Filtig, δημιούργησε το έργο ηλεκτρονικής μουσικής Platonia, στο οποίο και ερμήνευσε τα φωνητικά μέρη.

Το 1996 ίδρυσε δική της δισκογραφική εταιρία, τη VERSO MUSIC, με σκοπό την καταγραφή παραδοσιακών τραγουδιών από όλη την Ελλάδα και την έκδοση παιδικής δισκογραφίας.

Από τη δεκαετία του 1990 και πέρα η Μαρίζα Κωχ επικέντρωσε μεγάλο μέρος της ενέργειάς της στη μουσική εκπαίδευση των παιδιών, σε θεωρητικό αλλά και πρακτικό επίπεδο. Το 1996 ξεκίνησε να δίνει μαθήματα σε παιδιά. Στη συνέχεια, το 1999 δημιούργησε τη μέθοδο βιωματικής μουσικής εκπαίδευσης (που δίδασκε σε σχολεία). Το 2004 ιδρύθηκε και εξακολουθεί να λειτουργεί το "Κέντρο Βιωματικής Μουσικής, Κίνησης και Λόγου Μαρίζα Κωχ" για τη βιωματική διδασκαλία της μουσικής σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας. Το 2008, σε συνεργασία με το Ωδείο Αθηνών δημιούργησε την "Παιδική χορωδία παραδοσιακού τραγουδιού Μαρίζα Κωχ"

Εξέδωσε παιδικούς δίσκους με παραδοσιακά παιχνιδοτράγουδα και έδωσε παραστάσεις για παιδιά με τα έργα «Η Γοργόνα ταξιδεύει τον μικρό Αλέξανδρο» και ""Το Πάπλωμα με τα Χρυσά Κουδούνια".

Με τα βιβλία της «Η Γοργόνα ταξιδεύει τον μικρό Αλέξανδρο» (Εκδόσεις Κέδρος,1996), «Με τη Μαρίζα τραγουδώ, Ελληνικά μαθαίνω» (Εκδόσεις Σταμούλης 2010) και «Το Πάπλωμα με τα Χρυσά Κουδούνια» (Εκδόσεις Σταμούλης 2011) – που συνοδεύονται από cds- απευθύνονται σε παιδιά που ασκούνται στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής μουσικής παράδοσης.

Το 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο "Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης", μια βιογραφία των παιδικών της χρόνων.

Τιμήθηκε για τη μουσική της προσφορά από τον Σύνδεσμο Ελληνίδων Επιστημόνων και από το Πανεπιστήμιο Cornell της Νέας Υόρκης ως «γυναίκα δημιουργός».

Είναι επίτιμο μέλος της Θηραϊκής Εταιρείας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών και της Ελληνικής Ένωσης για την Μουσική Εκπαίδευση. Είναι επίσης μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής για τα Μουσικά Σχολεία του Υπουργείου Παιδείας, δια βίου μάθησης και Θρησκευμάτων.

Τον Οκτώβριο του 2015, το Πανεπιστήμιο Πατρών πραγματοποίησε ένα αφιέρωμα για την Μαρίζα Κωχ, για τη συμπλήρωση 50 χρόνων ανελλιπούς παρουσίας στο χώρο της μουσικής, που της απενεμήθη τιμητικό δίπλωμα και εκείνη τραγούδησε μια εκτενή επιλογή από το ρεπερτόριό της.

Η Ελληνική Ένωση για τη Μουσική Εκπαίδευση (Ε.Ε.Μ.Ε.), στα πλαίσια του 7ου Συνεδρίου της με θέμα: «Μουσικός Γραμματισμός: Τυπικές και Άτυπες Μορφές Μουσικής Διδασκαλίας-Μάθησης», που πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2015 στη Θεσσαλονίκη, απένειμε στη Μαρίζα Κωχ τιμητική διάκριση «για την πολυετή και ευδόκιμη προσφορά της στη μουσική εκπαίδευση και το ανεκτίμητο πολιτιστικό έργο της».

Σήμερα, το εκπαιδευτικό της έργο "στεγάζεται" στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου.


Περισσότερα εδώ



Λίγα λόγια για τον Νίκο Καββαδία

Νίκος Καββαδίας
Προτομή του Καββαδία στο Αργοστόλι
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Νίκος Καββαδίας (Ελληνικά)
Γέννηση11ιουλ. / 24  Ιανουαρίου 1910γρηγ.
Χαρμπίν
Θάνατος10  Φεβρουαρίου 1975
Αθήνα
Αιτία θανάτουεγκεφαλικό επεισόδιο
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςΠρώτο Νεκροταφείο Αθηνών
ΕθνικότηταΈλληνες
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Ιδιότητασυγγραφέας και ποιητής
Υπογραφή
 Σχετικά πολυμέσα

Ο Νίκος Καββαδίας (11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και ναυτικός.

Βιογραφία

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκ Ουσουρίσκι (Nikolsk-Ussuriysky), μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Βλαδιβοστόκ στη Ρωσία, από γονείς Κεφαλονίτες, τον Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς. Στην ίδια πόλη γεννήθηκαν και τα αδέλφια του Τζένια (Ευγενία) και ο Μήτιας (Δημήτρης). Ο πατέρας του Καββαδία διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.

Το 1914, με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.

Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Παπά-Γιώργη Πυρουνάκη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με τον συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας και εκδίδει ο ίδιος το σατυρικό φυλλάδιο Σχολικός Σάτυρος, γράφοντας ποιήματα για τους συμμαθητές του. Το πρώτο ποίημά του δημοσιεύεται στην εφημερίδα Σημαία με τίτλο "Ο Θάνατος της Παιδούλας". Κατά τον Δ. Νικορέτζο (στο έργο του "Νίκος Καββαδίας, ο τελευταίος αμαρτωλός"), πρώτο του ποίημα ήταν άλλο ("Ο Πόθος") στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του (Οκτώβριος 1929) και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά, όπως Ο Διανοούμενος. Τον Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως "ναυτόπαις" τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος", μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Αργύρη, που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα το 1915. Το 1931 το περιοδικό Ναυτική Ελλάς δημοσιεύει το έργο του Ν. Καββαδία, "Τραγούδια". Την επόμενη χρονιά ο ποιητής ξεκινά να δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στην εφημερίδα Πειραϊκόν Βήμα, μαζί με το μυθιστόρημά του (σε συνέχειες) Η Απίστευτη Περιπέτεια του Λοστρόμου Νακαχαναμόκο, όμως η εφημερίδα διακόπτει την έκδοσή της και το πόνημά του μένει ημιτελές.

Το 1933, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μαραμπού (από τις εκδόσεις Κύκλος σε 245 αντίτυπα) που του χαρίζει το προσωνύμιο που θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του. Γίνεται δεκτή (η ποιητική του συλλογή) με πολύ ευνοϊκές κριτικές, πιο χαρακτηριστική εκ των οποίων ήταν εκείνη του Φώτου Πολίτη στην εφημερίδα Πρωία. Το 1938 η "Νέα Εστία" δημοσιεύει τα ποιήματά του, ενώ ο ίδιος στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στον σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Στο περιοδικό Λόγχη δημοσιεύει το πεζογράφημά του Στο Άλογό μου. Με τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού επιστρέφει πεζός στην Αθήνα.

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ αυτών αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη και Αθήνα 1943, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός, στο περιοδικό "Πρωτοπόροι". Το 1944 μεταφράζει μαζί με τον Βασίλη Νικολόπουλο, το έργο του Ευγενίου Ονήλ "Το Ταξίδι του Γυρισμού". Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο "Κορινθία". Η ασφάλεια τού έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής. Το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύει τα ποιήματά του "Αντίσταση" και "Federico Garcia Lorca", ενώ κυκλοφορεί και η μετάφραση του έργου του Αμερικανού ποιητή Φορντ Μάντοξ με τίτλο Τα Παλιά Σπίτια της Φλάντρας. Τον Ιανουάριο του 1947 οι εκδόσεις Θ. Καραβία κυκλοφορούν τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Ν. Καββαδία, με τίτλο Πούσι, ενώ επανεκδίδεται και το Μαραμπού.

Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν τον θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της Βάρδιας στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του Μαραμπού και του Πούσι το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, τον θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φιλίππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.

Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε "ποστάλι" (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό), ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία. Το γεγονός πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του '30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.

Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.


Περισσότερα εδώ


Τι σημαίνει «Φάτα Μοργκάνα»;


Το φαινόμενο Φάτα Μοργκάνα στην Καλιφόρνια, όπου διπλό είδωλο φέρεται ενωμένο "κατά κορυφή".

 Η ονομασία Φάτα Μοργκάνα αποτελεί εξιταλισμένη απόδοση του μεσαιωνικού αγγλικού ονόματος Μόργκαν ή Μοργκάνα λε Φέι, της μάγισσας και ετεροθαλούς αδελφής του Βασιλιά Αρθούρου, των θρύλων του κύκλου του Αρθούρου και χρησιμοποιείται στη σικελική παράδοση για να υποδηλώσει ένα ιδιαίτερο είδος διπλού αντικατοπτρισμού, ένα οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται σε θερμοκρασιακή αναστροφή, όπου εκεί βρίσκεται το φανταστικό παλάτι της Φάτα Μοργκάνα. Τα αντικείμενα στον ορίζοντα, όπως νησιά, κρημνοί, πλοία ή παγόβουνα, εμφανίζονται σύνθετα, δηλαδή δύο είδωλα ίδιου αντικειμένου ενωμένα αντίστροφα κατά κορυφή.

Όταν ο καιρός είναι ήπιος, η απρόσκοπτη αλληλεπίδραση μεταξύ του ζεστού υπερκείμενου αέρα και του πυκνότερου ψυχρού αέρα κοντά στην επιφάνεια του εδάφους μπορεί να δράσει ως διαθλαστικός φακός, δημιουργώντας ένα κατακόρυφα αντεστραμμένο είδωλο, επί του οποίου φαίνεται να αιωρείται το απομακρυσμένο ευθύ είδωλο. Η Φάτα Μοργκάνα παρατηρείται συνήθως τις πρωινές ώρες μετά από μια ψυχρή νύχτα που έχει ως αποτέλεσμα τη διαφυγή θερμότητας δι' ακτινοβολίας στο διάστημα. Η πρώτη αναφορά σε "Φάτα μοργκάνα" στα αγγλικά, το 1818, αφορούσε έναν παρόμοιο αντικατοπτρισμό που παρατηρήθηκε στο Στενό της Μεσσίνας, ανάμεσα στην Καλαβρία και τη Σικελία. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο στις κοιλάδες των ψηλών βουνών, όπως η κοιλάδα Σαν Λούις του Κολοράντο όπου το φαινόμενο μεγεθύνεται εξαιτίας της καμπύλωσης του πυθμένα της κοιλάδας που αντισταθμίζει την καμπυλότητα της Γης. Παρόμοιο είδος αντικατοπτρισμού έχει παρατηρηθεί επίσης στο Κόλπο Τογιάμα στη δυτική ακτή της Ιαπωνίας καθώς και στις Μεγάλες Λίμνες της Βόρειας Αμερικής. Είναι πιθανό να παρατηρηθεί στις Αρκτικές θάλασσες σε πολύ γαλήνια πρωινά, ή συχνά στις καλυμμένες με πάγο κρηπίδες της Ανταρκτικής.

Η "Φάτα Μοργκάνα" υπάγεται στους ανώτερους αντικατοπτρισμούς (superior mirage), που διακρίνονται από τους πιο συνηθισμένους κατώτερους αντικατοπτρισμούς (inferior mirage), οι οποίοι δημιουργούν την οφθαλμαπάτη μακρινών νερόλακκων στην έρημο και "υγρού οδοστρώματος" στους πολύ ζεστούς δρόμους.

Το φαινόμενο Φάτα Μοργκάνα ανήκει στα Μετεωρολογικά φαινόμενα.

Διάσημοι Μύθοι και παρατηρήσεις

Ιπτάμενος Ολλανδός

Ο Ιπτάμενος Ολλανδός, σύμφωνα με λαογραφίες, είναι ένα πλοίο φάντασμα, καταδικασμένο να περιπλανιέται στη θάλασσα για πάντα. Συνήθως παρατηρούνταν από μακριά και κάποιες φορές έλαμπε με υπερφυσικό φώς. Μία από τις πιθανές εξηγήσεις για την πηγή του μύθου του Ιπτάμενου Ολλανδού είναι το φαινόμενο της οφθαλμαπάτης Φάτα Μοργκάνα που παρατηρείται στη θάλασσα.

Τα νέα σύντομα διαδόθηκαν μέσα στο πλοίο, ότι ένα πλοίο φάντασμα, με πλήρωμα από φαντάσματα ταξίδευε στον αέρα πάνω από μια θάλασσα φάντασμα και ήταν ένας κακός οιωνός που σήμαινε ότι κανείς τους δεν θα ξαναδεί τη στεριά. Έχοντας ακούσει αυτή τη φανταστική ιστορία, ο καπετάνιος βγήκε στο κατάστρωμα και εξήγησε στους ναύτες ότι αυτή η παράξενη εμφάνιση προκλήθηκε από την αντανάκλαση ενός πλοίου που σεργιάνιζε στο νερό κάτω από την οπτασία αυτή, αλλά σε τόσο μακρινή απόσταση που δεν μπορούσε να παρατηρηθεί. Υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες, είπε, που οι ακτίνες του ήλιου δημιουργούν στον αέρα τέλειες εικόνες αντικειμένων που βρίσκοντα στη γη, όπως τις εικόνες που βλέπει κάποιος σε ένα ποτήρι νερό, αλλά δεν ήταν γενικά όρθιο, όπως σε αυτή τη περίπτωση του πλοίου, που αντιστράφηκα από πάνω, κάτω. Αυτή η εμφάνιση στον αέρα ονομάζεται αντικατοπτρισμός. Ο καπετάνιος είπε σε ένα ναύτη να πάει στη πρόσοψη του πλοίου και να κοιτάξει πέρα από το πλοίο-φάντασμα. Ο ναύτης υπάκουσε και ανέφερε ότι μπορούσε να δεί κάτω από το πλοίο στο αέρα, ένα ακριβώς το ίδιο πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Μόλις τότε εμφανίστηκε ακόμα ένα πλοίο στον αέρα, αλλά αυτή τη φορά ήταν ένα βαπόρι με την κάτω πλευρά του προς τα πάνω. Ο καπετάνιος είπε πως αυτό το φαινόμενο εμφανίζεται συνέχεια. Αμέσως μετά εμφανίστηκε το βαπόρι και από τότε οι ναύτες δεν πίστεψαν ποτέ ξανά σε πλοία-φαντάσματα.


Πηγή 


Το ποίημα...



Η Φάτα Μοργκάνα, ευρέως γνωστή από τη μελοποίηση της Μαρίζας Κωχ, είναι ένα από τα κορυφαία ποιήματα του ποιητή που γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας και πέθανε, απροειδοποίητα, στις 10 Φεβρουαρίου 1975, πριν προλάβει να μπαρκάρει για το τελευταίο του ταξίδι.

Ο Κόλλιας, όπως τον φώναζαν,  ασυρματιστής, ποιητής, ταξιδιώτης, μας έδωσε 3 ποιητικές συλλογές και ένα πεζογράφημα, τη Βάρδια, και χάρισε σε γενιές ολόκληρες τον επίμονο νόστο για ταξίδια που δεν πραγματοποίησαν ποτέ. 

Λέει, για τη Φάτα Μοργκάνα, η εκπομπή «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ:

«Φάτα Μοργκάνα: οπτικό φαινόμενο, ένα είδος αντικατοπτρισμού.

Η «Φάτα Μοργκάνα», ποίημα ερωτικό και αισθησιακό, είναι μια σύνθεση τρίπτυχη, ένα σύμπαν: εισαγωγή, ο κυκλώνας, η αντινομία. (σ.σ. εννοεί το ποίημα «αντινομία» που ακολουθεί τη Fata Morgana στην ίδια ποιητική συλλογή, το Τραβέρσο, που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του).

Ή αλλιώς: η συνάντηση, η αναστάτωση, η εγκατάλειψη. Γράφτηκε τους τελευταίους μήνες της ζωής του, πάνω στο καράβι Aquarius, και αφιερώνεται στη Θεανώ Σουνά.

Τελειώνει με το σπαρακτικό, εξομολογητικό τετράστιχο:

Ὅταν θὰ σμίξεις μὲ τὸ φῶς ποὺ σὲ βολεῖ                                                        καὶ θὰ χαθεῖς μέσα σὲ διάφανη ἀμφιλύκη                                                   πάνω σὲ πράσινο πετούμενο χαλί,                                                             θὰ μείνει ὁ ναύτης νὰ μετρᾶ τὸ ἄσπρο χαλίκι.»

Νίκος Καββαδίας

Όμως και ο ίδιος ο ποιητής έχει μιλήσει για τη Φάτα Μοργκάνα, όπως τον κατέγραψε ο Μήτσος Κασόλας στο μαγνητοφωνάκι του, μόλις 47 μέρες πριν πεθάνει. Το απόσπασμα περιέχεται στο βιβλίο του τελευταίου Νίκος Καββαδίας : Γυναίκα, θάλασσα, ζωή. Αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο. 

[...] 

Η εκπομπή της ΕΡΤ: 


Πηγή

Άλλα...

Frederick Sandys, "Morgan le Fay" (1864)

Frederick Sandys, “Morgan le Fay” (1864)

[...] Η Γυναίκα για τον Καββαδία, λοιπόν, είναι φάτα μοργκάνα (οφθαλμαπάτη σώματος ζεστού και ονειρικού, που σβήνει και χάνεται στον άνεμο), αλλά και Φάτα Μοργκάνα, Μοργκάνα λε Φέυ: η ραδιούργα, δαιμονική μάγισσα των αρθούρειων μύθων, που θέλγει, παρασύρει και σκοτώνει. Αυτή η πολυδύναμη μορφή, κάτι ανάμεσα σε στοιχείο της φύσης και στοιχειό του θρύλου, ανάγεται στο κορυφαίο ίσως σύμβολο της καββαδιακής ποίησης· και το ποίημα που σχολιάζουμε εδώ, σε συνάρτηση με τα άλλα τρία που το συμπληρώνουν θεματικά στο «Τραβέρσο» (τη «Γυναίκα», την «Αντινομία» και την «Πικρία») και που όλα γράφτηκαν στο τελευταίο έτος της ζωής του Κόλια, συνιστά τη συνοπτική στιγμή μιας ολόκληρης ποιητικής διαδρομής.

Η θεματική συνάφεια των τεσσάρων αυτών ποιημάτων προκύπτει από το γεγονός ότι συναπαρτίζουν ενότητα την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «Κύκλο της Θεανώς Σουνά». Η «Φάτα Μοργκάνα» αφιερώνεται μάλιστα ρητώς στη Θεανώ Σουνά, μια νεαρή απόφοιτο της φιλολογίας, την οποία ο ποιητής γνώρισε και ερωτεύτηκε παράφορα, αν και σαράντα χρόνια νεώτερή του (για τη σχέση τους δείτε περισσότερα στην εισαγωγή του υπομνήματος στην «Πικρία»). Η Σουνά, το «κοριτσάκι του», όπως συνήθιζε να την αποκαλεί, υπήρξε για τον Καββαδία η επιτομή της μοιραίας στεριανής, που απειλεί να αποκόψει τον ναυτικό από τη θάλασσα, να τον ωθήσει δηλαδή στην οντολογική αυτοακύρωση και την προδοσία. Τα τελευταία του ποιήματα, με αποκορύφωμα τη χαρακτηριστική «Πικρία», που ολοκληρώνεται μόλις τρεις μέρες πριν ο ποιητής πεθάνει, ξεχειλίζουν από την τραγική συναίσθηση ότι η ερωτική ευτυχία για τον ναυτικό δεν μπορεί παρά να είναι άπιαστη — ένας φευγαλέος αντικατοπτρισμός, ακριβώς σαν το φαινόμενο που ανατριχιάζοντας ο Καββαδίας βίωσε δυο φορές στα στενά της Μεσσήνης.

Στο Πασαλιμάνι με τη Θεανώ Σουνά (στα δεξιά του)

Στο Πασαλιμάνι με τη Θεανώ Σουνά (στα δεξιά του)

Το ποίημα, συνολικής έκτασης 52 στίχων, το εκτενέστερο στο «Τραβέρσο», διαιρείται σε δύο ευδιάκριτες ενότητες. Και στις δύο περιπτώσεις ο ποιητής απευθύνεται σε ένα Εσύ. Στην πρώτη ενότητα, έκτασης εφτά τετράστιχων 12-σύλλαβων και 13-σύλλαβων ιαμβικών στροφών, το Εσύ είναι η προαιώνια, απροσδιόριστη ακόμη εδώ, Γυναίκα. Στη δεύτερη, ελαφρώς συντομότερη ενότητα, η γυναίκα αυτή συγκεκριμενοποιείται, κατονομάζεται ως Φάτα Μοργκάνα, αλλά παραδόξως το Εσύ δεν είναι πλέον αυτή: το δεύτερο μέρος του ποιήματος απευθύνεται από τον ποιητή εις Εαυτόν.

Τη μοναδική μελοποίηση του ποιήματος υπογράφει η Μαρίζα Κωχ. Το τραγούδι, στο οποίο μελοποιούνται ελάχιστοι μόνο στίχοι από το ποίημα, συμπεριλήφθηκε στον ομώνυμο δίσκο («Νίκος Καββαδίας – Φάτα Μοργκάνα») του 1977 (Sony Music). [...]

Πηγή


Ακολουθεί η ερμηνεία της Μαρίζας Κωχ.



Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.


Καλό Σαββατοκύριακο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ