Κάθε δημοκράτης, και βέβαια κάθε αριστερός, δεν μπορεί παρά να διαφωνεί έντονα και να αποδοκιμάζει τον αυταρχισμό και δεσποτισμό της διακυβέρνησης Ερντογάν. Τις βάναυσες διώξεις διαφωνούντων, την ουσιαστική φίμωση του Τύπου, την αποκλειστικά κατασταλτική αντιμετώπιση του κουρδικού προβλήματος, την επιδιωκόμενη θέση εκτός νόμου του κόμματος HDP.
του Σωτήρη Βαλντέν
Θα ήθελα να αρχίσω με ορισμένες, αναγκαίες κατά τη γνώμη μου, προκαταρκτικές επισημάνσεις:
Κάθε δημοκράτης, και βέβαια κάθε αριστερός, δεν μπορεί παρά να διαφωνεί έντονα και να αποδοκιμάζει τον αυταρχισμό και δεσποτισμό της διακυβέρνησης Ερντογάν. Τις βάναυσες διώξεις διαφωνούντων, την ουσιαστική φίμωση του Τύπου, την αποκλειστικά κατασταλτική αντιμετώπιση του κουρδικού προβλήματος, την επιδιωκόμενη θέση εκτός νόμου του κόμματος HDP. Με θλίβει η υπαναχώρηση του κοσμικού κράτους προς όφελος οπισθοδρομικών πρακτικών και νοοτροπιών (Ως τέτοια βλέπω και την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, και όχι βέβαια πως το μνημείο αυτό ανήκει κατά κάποιο τρόπο στην ορθοδοξία ή τους Έλληνες). Με απωθεί τέλος ο τουρκικός εθνικισμός, όπως κάθε εθνικισμός, αυτός που καλεί τους πολίτες να ζουν με τις μνήμες μαχών και κατακτήσεων του παρελθόντος, με οράματα για ανάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Προβληματικές είναι, κατά τη γνώμη μου, και πολλές πλευρές της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, ιδιαίτερα η ευκολία με την οποία προσφεύγει στη στρατιωτική βία και στις απειλές. Έτσι, λ.χ. ενώ είναι κατανοητή η έγνοια της Άγκυρας για την εδαφική της ακεραιότητα, η συνεχιζόμενη εισβολή στη Συρία είναι απαράδεκτη. Η στρατιωτική επιχείρηση του Αζερμπαϊτζάν κατά της Αρμενίας, την οποία στήριξε καίρια η Τουρκία, αποτελεί υπόδειγμα του πώς δεν πρέπει να επιλύονται οι διαφορές, αν και ευθύνη φέρουν και η Αρμενία και η διεθνής κοινότητα που άφησαν το ζήτημα να βαλτώνει επί δεκαετίες.
Η ρητορική του Ερντογάν κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ηγετών της, όπως και η εργαλειοποίηση των μεταναστών, είναι επίσης απαράδεκτα. Όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως και οι πολιτικές της ΕΕ και ορισμένων κρατών-μελών είναι επίσης έντονα προβληματικές. Συχνά, πίσω από το ενδιαφέρον για τη δημοκρατία στην Τουρκία και την αλληλεγγύη προς εταίρους, κρύβονται πολύ λιγότερο «ευγενή» κίνητρα: ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός στη Μεσόγειο, με κράτη όπως η Γαλλία να αρνούνται να αποδεχτούν πως η Άγκυρα, ως ανερχόμενη δύναμη, εύλογα διεκδικεί έναν σημαντικό περιφερειακό ρόλο. Η ισλαμοφοβία και η αντιπροσφυγική πολιτική στην οποία διολισθαίνουν μερικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Εξάλλου, η Ευρώπη έχει «κοροϊδέψει» την Τουρκία, υποσχόμενη ένταξη στην ΕΕ, κάτι που προφανώς δεν σκοπεύει να υλοποιήσει, ανεξάρτητα από την όποια συμπεριφορά της Άγκυρας.
Τέλος, ας μη ξεχνάμε και ορισμένες θετικές πλευρές της τουρκικής πολιτικής: η Τουρκία φιλοξενεί περίπου τέσσερα εκατομμύρια Σύρους και άλλους πρόσφυγες, την ώρα που εμείς θεωρούμε μη διαχειρίσιμες μερικές δεκάδες χιλιάδων, οι Πολωνοί κανέναν και οι Δανοί ετοιμάζονται να στέλνουν στη Ρουάντα τις λίγες εκατοντάδες που ζητούν άσυλο στη χώρα τους. Η Τουρκία είναι μια από τις ελάχιστες χώρες που σηκώνει τη φωνή της ενάντια στην εγκληματική πολιτική του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων. Η μέχρι στιγμής αντίστασή της στον ωμό εκβιασμό της Ουάσιγκτον για τους S-400, είναι προς τιμήν της. Και η Δύση θα είχε ίσως να διδαχθεί κάτι από τη διαχείριση των ρωσο-τουρκικών σχέσεων, παρά τα σημαντικά αποκλίνοντα συμφέροντα των δύο πλευρών.
Ας έρθουμε όμως στα καθ’ ημάς.
Η μακρινή, και ιδίως η πιο πρόσφατη ιστορία, έχει κληρονομήσει πολλά προβλήματα στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις (ή που σχετίζονται με τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις). Πέρα από το κυπριακό, στο οποίο θα αναφερθώ στο τέλος, τα κυριότερα είναι βέβαια η οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων (χωρικά ύδατα και ο συναφής εναέριος χώρος, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, ερμηνεία διατάξεων συνθηκών Λωζάννης και Παρισίων, κλπ.), και οι μειονότητες στις δύο χώρες. Τα προβλήματα αυτά παραμένουν άλυτα επί δεκαετίες με κατά καιρούς εξάρσεις, που τουλάχιστον τέσσερεις φορές μετά το 1974 μας οδήγησαν πολύ κοντά σε πολεμική σύρραξη.
Δυστυχώς, οι θέσεις και η στάση και των δύο χωρών παρουσιάζονται κατά κανόνα άκαμπτες και δογματικές, όμηροι της εσωτερικής πολιτικής όπου βασιλεύει και καλλιεργείται ο εθνικισμός και η εμπρηστική ρητορική. Έτσι, προβλήματα που σε άλλες χώρες, και μάλιστα στην Ευρώπη και ανάμεσα σε συμμάχους, επιλύονται ειρηνικά και σχετικά εύκολα, σε μας φαντάζουν ανυπέρβλητα. Και οι δύο πλευρές θεωρούν πως έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους, μετατρέποντας τη διαπραγματευτική υπερβολή σε εθνικιστικό δόγμα που εμποδίζει κάθε συμβιβασμό και άρα λύση. Και οι δύο πλευρές επιδίδονται σε μονομερείς ενέργειες που η άλλη πλευρά θεωρεί προκλητικές και επιθετικές. Η κατάσταση αυτή ισχύει διαχρονικά και, παρά κάποιες διακυμάνσεις, με όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις.
Η τουρκική πλευρά, χρησιμοποιεί απέναντι και στην Ελλάδα απαράδεκτες μεθόδους στρατιωτικής πίεσης στις οποίες ήδη αναφέρθηκα: η περίφημη απόφαση της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης το 1995 περί casus belli, οι επί δεκαετίες στρατιωτικές υπερπτήσεις ελληνικών νησιών είναι τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα, όπως επίσης απαράδεκτη είναι και η διφορούμενη τουρκική στάση απέναντι στο διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας, με τη μη υπογραφή της σχετικής διεθνούς σύμβασης και την θέση πως τα νησιά δεν έχουν καθόλου υφαλοκρηπίδα.
Ωστόσο, οι ελληνικές θέσεις και στάσεις είναι και αυτές προβληματικές: η Αθήνα επικαλείται το διεθνές δίκαιο, το ερμηνεύει όμως συχνά αυθαίρετα ή και το παραβιάζει όταν δεν την ευνοεί (όπως λ.χ. τις αποφάσεις του δικαστηρίου του Στρασβούργου για την τουρκική μειονότητα). Αρνείται και τη συζήτηση ακόμα των περισσότερων ζητημάτων με την Άγκυρα, με το παράλογο επιχείρημα πως υπάρχει μία μόνο διαφορά, την ώρα που όλοι γνωρίζουν πως υπάρχουν πολύ περισσότερες. Συντηρεί αναχρονιστικές συνθήκες για τη μειονότητα της Θράκης, στην οποία αρνείται και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού.
Δυστυχώς, για την αυξημένη ένταση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, η ελληνική πλευρά φέρει μεγάλη ευθύνη. Ως γνωστόν, επί δεκαετίες, η κύρια αιτία των διαφορών μας ήταν ότι η Άγκυρα φοβάται τη μετατροπή του Αιγαίου σε ελληνική «λίμνη» και η Αθήνα ανησυχεί για την κυριαρχία των νησιών μας. Με την ανεύρεση όμως κοιτασμάτων αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, προστέθηκε ένα σημαντικό ζήτημα: η Ελλάδα μαζί με μια απορριπτική Κύπρο διεκδικούν το σύνολο περίπου των θαλασσίων ζωνών ανάμεσα στις δύο χώρες, αποκλείοντας στην ουσία την Τουρκία. Προς τούτο, χρησιμοποιεί το επιχείρημα πως το Καστελόριζο έχει πλήρη επήρεια (πράγμα που αντικρούεται από τη διεθνή πρακτική και νομολογία) και συνάπτει συμφωνίες που αποσκοπούν στην απομόνωση της Άγκυρας.
Έτσι όμως μπήκαμε σε ένα σπιράλ κλιμάκωσης, με προκλητικές και μονομερείς ενέργειες από τις δύο πλευρές: το EastMed έφερε την τουρκο-λιβυκή συμφωνία, η οποία έφερε την ελληνο-αιγυπτιακή. Οι αμφισβητούμενες θαλάσσιες ζώνες θεωρούνται και από τους δύο αυταπόδεικτα «δικές τους», οι Τούρκοι προχώρησαν σε έρευνες, εμείς αντιδράσαμε υπέρμετρα απειλώντας την βίαιη παρεμπόδισή τους, με αποτέλεσμα το περασμένο καλοκαίρι να αντιπαρατάσσονται επί εβδομάδες οι δύο πολεμικοί στόλοι. Η δε Ελλάδα προχώρησε σε σύναψη αντιτουρκικών στρατιωτικών συμφωνιών με αντιδραστικά και τυχοδιωκτικά κράτη και καθεστώτα της περιοχής.
Και στις δύο χώρες η εθνικιστική προπαγάνδα οργιάζει. Στην Ελλάδα όπου, όσον αφορά τα λεγόμενα «εθνικά» θέματα, τα ΜΜΕ θυμίζουν ολοκληρωτικά καθεστώτα, καλλιεργείται μια υστερία που καθιστά αδύνατη την αποδοχή από την κοινή γνώμη κάθε συμβιβαστικής λύσης.
Ευτυχώς, κατά τους τελευταίους μήνες, με την παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα, φαίνεται να έχει επιτευχθεί η ανακοπή της κλιμάκωσης και το ενδεχόμενο πολεμικής σύγκρουσης έχει απομακρυνθεί. Όμως οι υποκείμενοι παράγοντες παραμένουν.
Θα επικεντρωθώ εδώ στην ελληνική στρατηγική που δυσχεραίνει τη διέξοδο. Εννοείται βέβαια πως το ταγκό χρειάζεται δύο χορευτές, όπως λένε οι Αγγλοσάξονες. Κατά τη γνώμη μου, τρία είναι τα πλέον προβληματικά στοιχεία της ελληνικής στάσης:
- Πρώτον, η υπέρμετρη στρατιωτικοποίηση των διαφορών με την Τουρκία. Οι περισσότεροι συμφωνούμε ασφαλώς για την ανάγκη ισχυρής άμυνας, με δεδομένη την κατάσταση των σχέσεων και στην περιοχή. Όμως το πεδίο της στρατιωτικής αναμέτρησης ούτε επιθυμητό είναι, ούτε μας ευνοεί. Οι συνέπειες μιας πολεμικής σύγκρουσης θα είναι μακροπρόθεσμα καταστροφικές και για τους δύο, ανεξαρτήτως έκβασης. Η Ελλάδα πρέπει να επιδιώκει την «επαρκή άμυνα», κατά Γκορμπατσόφ, όχι την υπεροπλία. Οι υπερεξοπλισμοί, που ψηφίζονται με οιωνεί εθνική συναίνεση, κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το ίδιο και οι κινήσεις στρατιωτικής «περικύκλωσης» της Τουρκίας. Και οι κλαγγές των όπλων αποπροσανατολίζουν από το κύριο, την ανάγκη για διάλογο και για ειρηνικές λύσεις.
- Δεύτερον, η προσπάθεια χρησιμοποίησης της Ευρώπης και των ΗΠΑ του Μπάιντεν σε μια συγκρουσιακή προοπτική με την Τουρκία. Το ότι ανήκουμε στην ΕΕ μας δίνει ασφαλώς μια ισχυρή πολιτική ασπίδα απέναντι σε τουρκική επιθετικότητα. Και βέβαια, τόσο η Ευρώπη όσο και οι σημερινές ΗΠΑ μπορούν να συμβάλλουν στην εξεύρεση λύσεων. Ωστόσο, αποτελεί θεμελιώδες λάθος να επενδύουμε στην όξυνση ή ρήξη Ευρώπης και ΗΠΑ με την Τουρκία και στις δυνάμεις που την επιδιώκουν. Κατ’ αρχάς τα κίνητρα των αντιτουρκικών δυνάμεων λίγη έχουν σχέση με τα δικά μας συμφέροντα και εύκολα αλλάζουν. Η ισλαμοφοβία, η νεοαποικιακή πολιτική της Γαλλίας στη Μεσόγειο, και η αντιρωσική σταυροφορία της Ουάσιγκτον, δεν συνάδουν με τα δικά μας συμφέροντα, ούτε μπορούμε ή πρέπει να στηριζόμαστε σε αυτά. Επί πλέον δεν είναι καθόλου πιθανό να επικρατήσουν, καθότι το γεωπολιτικό και οικονομικό βάρος της Τουρκίας ενισχύει και αντίθετες τάσεις. Η επανειλημμένη και παταγώδης αποτυχία της στρατηγικής των κυρώσεων σε διαδοχικά Ευρωπαϊκά Συμβούλια το επιβεβαιώνει.
Είναι εξάλλου κάθε άλλο από προφανές πως και μια ρήξη της Τουρκίας με την Ευρώπη και τη Δύση, ή και μια -ούτως ή άλλως όχι πιθανή- κατάρρευσή της θα συνέφεραν την Ελλάδα. Η αστάθεια που θα επέφεραν στη γείτονα και στην περιοχή σίγουρα δεν θα μας συνέφερε και η πιθανότητα σπασμωδικών αντιδράσεων θα αυξάνονταν επικίνδυνα.
Με άλλα λόγια, η Ευρώπη αποτελεί πράγματι ένα «ατού» για την Ελλάδα και μπορεί να βοηθήσει στη λύση. Όμως ούτε πρέπει ούτε πρόκειται να μας βοηθήσει να συγκρουστούμε με την Τουρκία. Αντί για τον άχαρο ρόλο του μικρού μαθητή που φωνάζει «Κύριε, κύριε, ο πλαϊνός μου με πειράζει!», θα πρέπει να λύσουμε εμείς τις διαφορές μας με τον γείτονα.
- Τέλος, μείζον πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής είναι η διφορούμενη στάση απέναντι στον διάλογο και τις λύσεις μέσω διαιτησίας. Ενώ επισήμως τασσόμαστε υπέρ του διαλόγου και της προσφυγής στο δικαστήριο της Χάγης, στην πράξη θέτουμε συνεχή εμπόδια. Περιορίζουμε, μη ρεαλιστικά όπως ήδη είπα, τις διαφορές σε μία, αποφεύγουμε με διάφορα προσχήματα τον διάλογο και κυριολεκτικά συρόμαστε άκοντες σ’ αυτόν. Είναι προφανές πως η στάση αυτή οφείλεται στην ισχυρή εθνικιστική πτέρυγα μέσα στο κυβερνητικό κόμμα, που δεν επιθυμεί ούτε διάλογο, ούτε Χάγη. Όμως και η στάση της αντιπολίτευσης δεν βοηθά: Αντί να πιέζει προς το διάλογο και να καταγγέλλει την αδιαλλαξία και τον εθνικισμό, επικρίνει την κυβέρνηση για υποχωρητικότητα. Στις συνθήκες αυτές, ο πρωθυπουργός φαίνεται να έχει επιλέξει την τακτική της αποφυγής μεν επικίνδυνων εξελίξεων, της παραπομπής δε αναζήτησης λύσεων στο μακρινό μέλλον, βλέπε σε άλλες κυβερνήσεις.
Η πολιτική της συνεχούς αναβολής της συζήτησης και της επίλυσης των διαφορών μας με την Τουρκία είναι επικίνδυνη. Η σημερινή σχετική ηρεμία είναι εξαιρετικά επισφαλής. Παραμένει ένα εκρηκτικό δυναμικό που μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή, λ.χ. με μια ακόμη κρίση στην Κύπρο. Το εθνικό συμφέρον επιβάλλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να βρει το πολιτικό θάρρος που βρήκε ο Αλέξης Τσίπρας στο μακεδονικό και να επιδιώξει στα σοβαρά λύσεις.
Από ελληνικής πλευράς ο διάλογος θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να ξεκινήσει από τη διακήρυξη πως η Ελλάδα δεν αποσκοπεί να αποκλείσει την Τουρκία από το Αιγαίο ή την Ανατολική Μεσόγειο. Οι δε λύσεις θα πρέπει να αναζητηθούν πρώτιστα απ’ ευθείας με την Άγκυρα:
- Με τον άμεσο τερματισμό της επίσημης και υποκινούμενης επιθετικής ρητορικής από τις δύο πλευρές (λ.χ. το να λες πως θέλεις συνεννόηση, αλλά θα υπερασπιστείς τα συμφέροντα της χώρας σου δεν είναι «πρόκληση»).
- Με την αναγνώριση μεν πως τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, αλλά πως η έκταση της επήρειας ορισμένων από αυτά είναι διαπραγματεύσιμη, όπως έγινε και με την Ιταλία. Η επέκταση των χωρικών υδάτων είναι μεν δικαίωμά μας, αλλά θα πρέπει να γίνει με τρόπο που να μη θίγει συμφέροντα της γείτονος. Και ο εναέριος χώρος θα πρέπει να εναρμονιστεί με τον θαλάσσιο.
- Η μειονότητα της Θράκης έχει δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Η κατάσταση εκεί είναι πρώτιστα ευθύνη της Ελλάδας, αλλά η Τουρκία είναι λογικό να ενδιαφέρεται γι’ αυτήν, όπως εμείς για τους Έλληνες της Αλβανίας ή της Κωνσταντινούπολης. Και βέβαια η Ελλάδα θα πρέπει άμεσα να λάβει μέτρα βελτίωσής της, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
- Σε ένα πλαίσιο ουσιώδους βελτίωσης των σχέσεων και απαλοιφής των απειλών, μπορεί να συζητηθούν και μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και με αμοιβαία μείωση της στρατιωτικής παρουσίας σε ορισμένες περιοχές.
Αν η Ελλάδα υιοθετούσε αυτές τις, κατά τη γνώμη μου, απολύτως λογικές και σύμφωνες με το εθνικό συμφέρον θέσεις, είμαι βέβαιος πως η συνεννόηση με την Τουρκία θα διευκολυνόταν, ή, αν η Άγκυρα εμφανιζόταν αδιάλλακτη, το κόστος γι’ αυτήν θα ήταν πολλαπλάσιο από το σημερινό, όταν η αδιαλλαξία προέρχεται και από την Αθήνα. Δυστυχώς όμως δεν έχω πειστεί πως η σημερινή κυβέρνηση θα βρει το θάρρος να προχωρήσει ούτε ότι η αντιπολίτευση θα την πιέσει σ’ αυτό. Φαίνεται δε πως πολλοί δεν αντιλαμβάνονται πως η διπλωματία δεν είναι ανατολίτικο παζάρι, όπου ξεκινάς ζητώντας δέκα για να συμβιβαστείς τελικά στο ένα. Η ακραία μαξιμαλιστική τακτική δηλητηριάζει το κλίμα και υπονομεύει τη λύση.
Άφησα τελευταίο το κυπριακό. Η απώτερη ιστορία του παραγνωρίζεται συνήθως στην Ελλάδα, όπου θυμόμαστε την τουρκική εισβολή, αλλά όχι το χουντικό πραξικόπημα, ούτε την εθνικιστική πολιτική του Μακαρίου. Σε κάθε περίπτωση, η βάση για επίλυση του κυπριακού βρέθηκε δύο φορές την τελευταία εικοσαετία, με το σχέδιο Ανάν και το Κρανς Μοντανά. Και τις δύο φορές η λύση απορρίφθηκε από τους Ελληνοκυπρίους. Και τις δύο φορές η Αθήνα στήριξε τους κυπρίους «αδελφούς», ή πάντως δεν τους αποθάρρυνε. Στην Κύπρο, ενώ οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι επιθυμούσαν την επανένωση του νησιού που θα τους επέτρεπε να ενταχθούν στην Ευρώπη, οι Ελληνοκύπριοι φαίνεται να προτιμούν να μην έχουν τους Τούρκους συντοπίτες στα πόδια τους ως ισότιμη κοινότητα.
Προσωπικά, είμαι θερμός υποστηρικτής της ειρηνικής συμβίωσης των εθνοτήτων στο εσωτερικό ενιαίων και όπου προσήκει ομοσπονδιακών πολυεθνικών κρατών. Στην Κύπρο, όπως και αλλού. Η απόρριψη τέτοιων σχημάτων ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Διαπιστώνω όμως πως οι Ελληνοκύπριοι δεν την επιθυμούν και η ηγεσία τους, σήμερα με το Νίκο Αναστασιάδη, καταγγέλλει τη διχοτόμηση, στην πραγματικότητα όμως την επιθυμεί και εργάζεται γι’ αυτήν, ενώ παράλληλα ακολουθεί μια συγκρουσιακή και αδιέξοδη πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Διαπιστώνω επίσης πως οι Τουρκοκύπριοι και η Τουρκία, αντιμέτωποι με την πολιτική αυτή, μετά από 20 σχεδόν χρόνια ατελέσφορων προσπαθειών του ΟΗΕ, εγκατέλειψαν πια και αυτοί την γραμμή του ενιαίου κράτους. Λύση δεν βλέπω στον ορίζοντα καθώς βέβαια λύση δύο κρατών δεν είναι διεθνώς αποδεκτή στο ορατό μέλλον, ούτε συμβατή με το πλαίσιο της ΕΕ. Φοβάμαι πως η Κύπρος θα παραμείνει εστία επικίνδυνων εντάσεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανάφλεξη και με την Ελλάδα.
Ελπίζω και εύχομαι οι λογικές και προοδευτικές δυνάμεις στις δύο κοινότητες να κατορθώσουν να ανατρέψουν τη σημερινή πορεία. Στο μεταξύ ωστόσο το κρίσιμο ζήτημα είναι ο δρόμος που επέλεξαν οι Ελληνοκύπριοι, να μην παγιδεύσει και την Ελλάδα, η Αθήνα και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις να μην καταστούν όμηροι του κυπριακού απορριπτισμού. Είναι βέβαιο πως οι εθνικιστές σε Ελλάδα και Κύπρο θα το επιδιώξουν. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν μοιραίο. Εξάλλου, η μόνη πλέον ελπίδα να επιλυθεί κάποτε και το κυπριακό είναι να εξομαλυνθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σ’ αυτό κατά τη γνώμη μου πρέπει να επικεντρωθεί η προσπάθεια της χώρας.
—
Επιτρέψτε μου, κλείνοντας, μια πρόσθετη παρατήρηση για το ζήτημα των κυρώσεων κατά της Τουρκίας:
Πολλοί προοδευτικοί άνθρωποι και δυνάμεις (χαρακτηριστικά οι Πράσινοι της Γερμανίας) τις υποστηρίζουν, ως όπλο για την καταδίκη των αντιδημοκρατικών εκτροπών του τουρκικού καθεστώτος. Είναι άραγε σωστή αυτή η στάση, άσχετα αν συγκλίνει με αυτήν των κάθε λογής τουρκόφοβων και τουρκοφάγων;
Κατά τη γνώμη μου οι κυρώσεις είναι ένα διφορούμενο όπλο που πρέπει να το αντιμετωπίζουμε με προσοχή: κατ’ αρχάς γνωρίζουμε πως αυτό και η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας εργαλειοποούνται συχνά για εντελώς άλλους σκοπούς από τους διακηρυσσόμενους. Κραυγαλέα είναι τα παραδείγματα της ΕΕ και των ΗΠΑ που μοιράζουν απλόχερα κυρώσεις σε Ρωσία, Κίνα και στον κόσμο όλο, πάντα επιλεκτικά και παραγνωρίζοντας πως τα δικά τους δημοκρατικά ελλείμματα επιβάλλουν σεμνότητα. Δεύτερον, οι κυρώσεις σπάνια οδηγούν σε επιθυμητή αλλαγή στάσης του καθεστώτος που στοχεύεται, αντίθετα οδηγούν συχνά σε σκλήρυνση και σε συσπείρωση γύρω από αυτό, συχνά δε πλήττουν τους απλούς πολίτες περισσότερο από το καθεστώς. Τρίτον, όπως ήδη υποστήριξα, μια οικονομική ή άλλη κατάρρευση της Τουρκίας δεν μας συμφέρει και δεν νομίζω να συμφέρει τη δημοκρατία εκεί.
Υπάρχουν βέβαια καταστάσεις όπου η επιβολή κυρώσεων αποτελεί μονόδρομο από δημοκρατική σκοπιά. Και εννοείται πως ο δρόμος προς τη σύσφιξη των σχέσεων και, ακόμη περισσότερο, προς την ένταξη στην ΕΕ, είναι αλληλένδετος με το σεβασμό των δημοκρατικών κριτηρίων. Όμως, με δεδομένα τα παραπάνω, χρειάζεται μια ισορροπία ανάμεσα στην προβολή των δημοκρατικών αξιών και την επιδίωξη ειρηνικής συνύπαρξης, ακόμη και με καθεστώτα που δεν εγκρίνουμε και τα οποία αφθονούν στον κόσμο μας. Συν τοις άλλοις, η διεθνής ένταση και οι συγκρούσεις σίγουρα δεν ευνοούν τη δημοκρατία. Κατά τη γνώμη μου, αυτά ισχύουν και για τις σχέσεις μας με την Τουρκία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου