Λίγα λόγια για τον τραγουδιστή
Ο Γιώργος Νταλάρας (Πειραιάς, 29 Σεπτεμβρίου 1949) είναι Έλληνας τραγουδιστής και μουσικός. Τον Οκτώβριο του 2006 ανακηρύχθηκε Πρεσβευτής Καλής Θέλησης της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1949 στον Πειραιά. Κατάγεται από οικογένεια μουσικών και είναι γιος του Λουκά Νταράλα. Οι πρώτες του μνήμες είναι στενά δεμένες με τις βασικές μορφές της ελληνικής μουσικής, δημοτικό, σμυρναίικο, ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι. Τα είδη αυτά τον επηρέασαν κι ως καλλιτέχνη (δισκογραφικά και συναυλιακά). Παράλληλα, έχει ερμηνεύσει και πολλά άλλα είδη, όπως βυζαντινούς ύμνους, λυρικά, σύγχρονα έντεχνα, ποπ, ροκ, λάτιν, όπερα, συμφωνικά έργα, κ.α. Έχει εμφανιστεί στα σημαντικότερα θέατρα και μεγαλύτερους συναυλιακούς χώρους παγκοσμίως, ενώ συνεργάστηκε με πολλές από τις σημαντικότερες συμφωνικές ορχήστρες του κόσμου. Έχει πραγματοποιήσει συνεργασίες με τους περισσότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες και εκπροσώπους της ελληνικής μουσικής. Έχει λάβει τιμητικά την κυπριακή υπηκοότητα.
Ο Γιώργος Νταλάρας ξεκίνησε το 1965 σε ηλικία 16 χρονών, παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας στο πάλκο "Στου Στελλάκη", με τον βετεράνο Στέλιο Περπινιάδη και τον γιο του Βαγγέλη στο Χαϊδάρι.
Ο Βαγγέλης Περπινιάδης, φίλος του πατέρα του Λουκά Νταράλα, βλέποντας τα φωνητικά χαρίσματα του έφηβου ακόμα Γιώργου, προσπάθησε να τον βοηθήσει να μπει στην δισκογραφία. Του έγραψε μάλιστα και δύο τραγούδια και του πρότεινε να τα ηχογραφήσουν σ΄ ένα στούντιο στα Εξάρχεια. Ο 17χρονος Γ. Νταλάρας καθώς πηγαίνει στο στούντιο την ημέρα που θα ηχογραφούσαν τα τραγούδια, δύο άρματα μάχης είχαν σταθμεύσει προς το μέρος της Στουρνάρη. Προς την άλλη κατεύθυνση επικρατούσε η ίδια εικόνα. Ήταν Παρασκευή 21 Απριλίου 1967, η ημέρα που η στρατιωτική χούντα κατέλαβε την εξουσία, γεμίζοντας το κέντρο της Αθήνας με τανκς. Έτσι λοιπόν δεν κατάφερε να πάει στο στούντιο. Η ηχογράφηση ματαιώθηκε και δεν γράφτηκαν ποτέ αυτά τα τραγούδια.[2][3] Από την αυτοβιογραφία του Βαγγέλη Περπινιάδη [4] μαθαίνουμε ότι αυτά τα δύο τραγούδια ήταν το "Μπροστά στα σκαλοπάτια σου" ένα κανταδορίστικο χασάπικο και το "Πάντα σε φίλους πίστευα" ένα ζεϊμπέκικο.
Πέντε μήνες αργότερα ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι από την εταιρία "Αυλός" του Γ. Περγαντή. Η "Προσμονή" σε μουσική του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη και σε στίχους Παναγιώτη Καλαποθαράκου ηχογραφήθηκε το 1967 σε ένα μικρό στούντιο στην οδό Μασσαλίας, που είναι πάροδος της Σόλωνος. Το τραγούδι αυτό κυκλοφόρησε σε δίσκο 45 στροφών, αλλά κόπηκε αμέσως και όχι τυχαία από την λογοκρισία των συνταγματαρχών.[5] Οι στίχοι ήταν καθαρά πολιτικοί:
"Πότε η καμπάνα του λαού / του γερο-Μακρυγιάννη / λεύτερο χώμα κι ουρανό / για όλους θα σημάνει"
Όπως έχει παραδεχτεί και ο ίδιος,[6] το όνομα του πατέρα του διευκόλυνε σημαντικά τα πρώτα του βήματα και του άνοιξε πόρτες. Άρχισε να εμφανίζεται σε διάφορα λαϊκά μαγαζιά παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας με ονόματα όπως την Καίτη Γκρέυ, τον Νίκο Καλλέργη και άλλους. Λίγο αργότερα, ο Σπύρος Ζαγοραίος, αδελφικός φίλος του πατέρα του, καλεί το Μάκη Μάτσα στο μαγαζί του στην Πλάκα για να ακούσει τον Νταλάρα. Ο Μάτσας ενθουσιάζεται και ο Γιώργος υπογράφει την ίδια εβδομάδα το πρώτο του συμβόλαιο συνεργασίας στην "ΜΙΝΟΣ".[3] Ένα συμβόλαιο και μία συνεργασία που κράτησε από το 1968 έως το 2005.
Το 1969, μετά από κάποιες συμμετοχές σε δίσκους με τραγούδια των Λοΐζου, Μητσάκη κ.α., ηχογραφεί τον πρώτο προσωπικό του δίσκο με τραγούδια των Σταύρου Κουγιουμτζή, Λουκιανού Κηλαηδόνη, Γρηγόρη Φούντα, Γιώργου Μητσάκη σε στίχους Κουγιουμτζή, Άκου Δασκαλόπουλου, Δημήτρη Ιατρόπουλου και Κώστα Βίρβου.
Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του πρώτου δίσκου, τον οποίο ηχογράφησε σε ηλικία 20 χρόνων, ήταν το "Πού ΄ναι τα χρόνια" και το "Ο ουρανός φεύγει βαρύς" τα οποία ακούγονται μέχρι σήμερα. Αμέσως μετά την κυκλοφορία του πρώτου αυτού δίσκου συνεργάστηκε με την ήδη καταξιωμένη τότε Μαρινέλλα στο "Στορκ" για 3 χρόνια. Με αυτό τον τρόπο η Μαρινέλλα σύστησε στο κοινό τον Γ. Νταλάρα.[7]
Το 1970 κυκλοφόρησε ο δίσκος "Να ΄τανε το 21", εξ ολοκλήρου με τραγούδια του Σταύρου Κουγιουμτζή. Από αυτόν το δίσκο ξεχώρισαν κομμάτια όπως το "Νά ΄τανε το 21", "Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά", "Μ΄ έκοψαν, με χώρισαν στα δυο" και "Κάπου νυχτώνει".
Ακολούθησε η συνεργασία με τον Μάνο Λοΐζο, που μεταξύ άλλων απέδωσε τραγούδια όπως το "Αχ χελιδόνι μου", το "Έχω ένα καφενέ", το "Πάνε να πεις", το "Μάνα δεν φυτέψαμε", το "Δέκα παλικάρια", όλα σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Μακρά υπήρξε επίσης και η συνεργασία του με τον Απόστολο Καλδάρα. Χαρακτηριστικά δείγματα της δουλειάς τους είναι οι δίσκοι "Μικρά Ασία", που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1972 και ο "Βυζαντινός Εσπερινός" το 1973, στους οποίους συμμετείχε και η Χάρις Αλεξίου, αλλά και μερικά σκόρπια λαϊκά τραγούδια όπως η "Φαντασία" και το "Αχ ο μπαγλαμάς". Η κυκλοφορία του δίσκου "Μικρά Ασία" συνέπεσε με την επέτειο των 50 χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή.
Η ηχογράφηση των "Λιανοτράγουδων της πικρής πατρίδας" του Μίκη Θεοδωράκη και του Γιάννη Ρίτσου με λαϊκή ενορχήστρωση σφραγίζουν την επιστροφή στη Δημοκρατία 1974. Δημιουργούνται τραγούδια σταθμοί όπως "Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις", "Εδώ το φως", "Κουβέντα με ένα λουλούδι", "Το κυκλάμινο", "Καρτέρεμα" κ.α. Τα "Λιανοτράγουδα" ηχογραφήθηκαν για πρώτη φορά στο Παρίσι από τη Μαρία Φαραντούρη το 1972 και δεύτερη φορά στην Αθήνα κρυφά (λόγω της δικτατορίας) με τον Γιώργο Νταλάρα και την Άννα Βίσση, που τότε έκανε την πρώτη της εμφάνιση. Δύο χρόνια μετά, το 1976, ηχογραφούν δύο τραγούδια ("Κόκκινο τριαντάφυλλο" και "Εκείνος ήταν μόνος") στην μνήμη του Αλέκου Παναγούλη. Τα τραγούδια αυτά κυκλοφόρησαν σε δισκάκι 45 στροφών, αλλά αργότερα συμπεριληφθήκαν και σε μεγάλους δίσκους.
Η Ρωμιοσύνη είναι μεγάλη ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου, χωρισμένη σε επτά μέρη, γραμμένη περί το 1945-47 και τυπωμένη το 1954. Κυκλοφόρησε στην ποιητική συλλογή Αγρυπνία, από την Πυξίδα.[1] Η ποιητική αυτή συλλογή εμπεριέχει έργα του ποιητή από το 1941 έως και το 1953, στα οποία αποτυπώνεται η περιπέτεια που έζησε η Ελλάδα την εποχή εκείνη (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος). Τα δύο μείζονα ποιήματα της συλλογής είναι η Ρωμιοσύνη και Η Κυρά των Αμπελιών, στα οποία ο ποιητής ανασυνθέτει την εποποιία της Αντίστασης.[2]
Το ποίημα είναι ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Ρίτσου, γεγονός στο οποίο πιθανόν συνεισέφερε ο Μίκης Θεοδωράκης με τη μελοποίησή του. Ο συνθέτης αφιέρωσε ολόκληρο δίσκο στο ποίημα του Ρίτσου, ονομάζοντάς τον Ρωμιοσύνη, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1966.[3] Μερικά από αυτά τα τραγούδια του δίσκου τραγουδήθηκαν από το κοινό και ερμηνεύθηκαν από πολλούς καλλιτέχνες, ενώ έως και σήμερα, μερικά εξ αυτών, είναι από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια του συνθέτη, όπως για παράδειγμα το Αυτά τα δέντρα, το Όταν σφίγγουν το χέρι και το Θα σημάνουν οι καμπάνες.
εκεί που πάει να σκύψει
Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο
με το λουρί στο σβέρκο
Να τη πετιέται
Να τη πετιέται
Να τη
Να τη
Να τη πετιέται
κι αντριεύει και θεριεύει
Να τη πετιέται από 'ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου