108 μέρες έμεινε στη φυλακή η κακοποιημένη επί χρόνια από τον σύζυγό της, Μελέκ Ιπέκ, η οποία αφέθηκε επιτέλους ελεύθερη. Η 31χρονη Τουρκάλα είχε πυροβολήσει και σκοτώσει τον σύζυγο της στις 7 Ιανουαρίου όταν και κατάφερε να πάρει στα χέρια της την καραμπίνα του την ώρα που εκείνος κινήθηκε απειλητικά εις βάρος της. Οι διωκτικές Αρχές της Τουρκίας έκριναν πως η δολοφονία δεν έγινε στο πλαίσιο της αυτοάμυνας και αποφάσισαν τη φυλάκισή της. Πλέον είναι ελεύθερη, καθώς ο δικαστής απεφάνθη αυτοάμυνα σε μία ιστορική απόφαση για την ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών στην Τουρκία.
Ελευθερία και δικαίωση για τη Μελέκ Ιπέκ μετά από 3 και πλέον μήνες στη φυλακή. Η Μελέκ φυλακίστηκε τον περασμένο Ιανουάριο όταν, βρισκόμενη σε αυτοάμυνα, πυροβόλησε και σκότωσε τον βασανιστή και βιαστή σύζυγό της. Η 31χρονη γυναίκα βίωνε την ενδοοικογενειακή βία εδώ και 12 χρόνια, τόσο η ίδια όσο και τα παιδιά της.
Η Μελέκ Ιπέκ εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστή στο Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο της Αττάλειας, ενώ την ακρόαση παρακολούθησαν και οι συγγενείς του συζύγου-βασανιστή της, Ραμαζάν Ιπέκ, καθώς και πολλά μέλη οργανώσεων που όλο αυτό το διάστημα ζητούσαν την απελευθέρωσή της.
Μόλις ο δικαστής ανακοίνωσε την απελευθέρωσή της λόγω αυτοάμυνας, η γυναίκα ξέσπασε σε κλάματα και τους ευχαρίστησε πριν «λυγίσει» εκ νέου όταν αντίκρισε τις δύο κόρες της.
Η ιστορία της Μελέκ
H ιστορία της Μελέκ έχει γραφτεί από πολλά διεθνή μέσα όλες αυτές τις μέρες που ήταν φυλακισμένη. Όπως ανέδειξαν, μεταξύ άλλων, και οι New York Times, η Μελέκ από την αρχή του γάμου της, γινόταν έρμαιο του βίαιου Ραμαζάν, ο οποίος την έδενε, τη βασάνιζε, τη βίαζε, την ξυλοκοπούσε και την υπέβαλλε σε σαδιστικές δοκιμασίες, συχνά μπροστά στα δύο ανήλικα παιδιά τους. Μετά από ένα ακόμη πολύωρο μαρτυρικό βασανιστήριο, έχοντας ικετέψει τον άντρα της μπροστά στα παιδιά τους να μη τη σκοτώσει, ενώ εκείνος τη σημάδευε με καραμπίνα, κι αφού αναγκάστηκε να μείνει για για ένα ολόκληρο βράδυ γυμνή και δεμένη στο πάτωμα ενός δωματίου, πήρε την απόφαση να σώσει τον εαυτό της, μα πρωτίστως τα δύο της παιδιά.
«Όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε απότομα, εγώ στεκόμουν στην άκρη, τρόμαξα και το όπλο εκπυρσοκρότησε», είχε περιγράψει η ίδια. Η 31χρονη είχε τηλεφωνήσει η ίδια στην αστυνομία για να ειδοποιήσει ότι μόλις είχε σκοτώσει τον άντρα της. Οι αρχές έσπευσαν στο σημείο, όπου τη βρήκαν χτυπημένη και με χέρια δεμένα.
Παρά το γεγονός ότι η Μελέκ Ιπέκ βρισκόταν σε αυτοάμυνα, έμεινε στη φυλακή για πάνω από 3 μήνες, με οργανώσεις για την ισότητα των φύλων, αλλά και απλών χρηστών των social media να ζητούν την άμεση αποφυλάκισή της, από τη στιγμή που η γυναίκα αναγκάστηκε να αμυνθεί σε ένα ακόμη περιστατικό κακοποίησης, καλώντας τους δικαστές να της αναγνωρίσουν το δικαίωμα στην αυτοάμυνα.
Σύμφωνα με δηλώσεις του δικηγόρου της σε τηλεοπτική εκπομπή, όταν την επισκέφθηκε στη φυλακή και τη ρώτησε πώς είναι, εκείνη του απάντησε: «Τουλάχιστον εδώ δεν θα με δείρει κάποιος απόψε». Επίσης, ο ίδιος ανέφερε ότι οι δύο κόρες της Μελέκ, ηλικίας 6 και 8 ετών, διαμένουν προσωρινά με τη γιαγιά τους, ενώ η μία φέρεται να είπε: «Ο πατέρας μου δεν θα έρθει ποτέ ξανά, σωστά; Δεν θα με κακοποιεί κανείς πια».
Η κατάθεση της Μελέκ Ιπέκ στην αστυνομία
«Κατά τις 10:30, την ώρα που κοιμούνται τα παιδιά, ετοιμαζόμασταν να πάμε για ύπνο. Μπήκε στο δωμάτιο με την καραμπίνα η οποία είναι καταχωρημένη στο όνομά μου και συνήθως κρέμεται στον τοίχο του σαλονιού. Μου είπε «πρόκειται να σε σκοτώσω».
«Πες την τελευταία σου προσευχή», μου είπε και με σημάδεψε με το τουφέκι. Τον παρακαλούσα να μην μας σκοτώσει, να πάψει πια. Όταν συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο να πυροβολήσει στ’ αλήθεια, πήγα μπροστά από τα παιδιά μου. Οι δύο κόρες μου έκλαιγαν αγκαλιασμένες.
Έσπρωξα το τουφέκι από τα χέρια του, στόχος μου ήταν να διώξω τα παιδιά μου από το δωμάτιο. Εν τω μεταξύ, αυτός πυροβόλησε κιόλας, η σφαίρα ευτυχώς βγήκε έξω από το παράθυρο. Ο άντρας μου μού έδειξε ξανά το τουφέκι και τον παρακάλεσα να μην πυροβολήσει ξανά. Αυτή τη φορά κατεύθυνε με το τουφέκι προς τα παιδιά μας. Με απείλησε ότι πρώτα θα με κάνει να δω τις κόρες μου νεκρές κι ύστερα θα σκότωνε κι εμένα.
Φοβόμουν πολύ, έτρεμα. Με χτύπησε στο κεφάλι και στο πρόσωπο με τη λαβή του όπλου. Με έσυρε από τα μαλλιά στο άλλο δωμάτιο και με χτύπησε με τα πόδια του και τα χέρια του κι εκεί, καθώς ήμουν πεσμένη κάτω. Πήρε το τηλέφωνο από την τσέπη μου και συνέχιζε να με βαράει στο πρόσωπο.
Μου είπε να κάνω ησυχία, αλλά εγώ ούρλιαζα μέχρι που με έσφιξε τόσο πολύ στον λαιμό που υποθέτω ότι έχασα τις αισθήσεις μου. Κατάλαβα πως με είχε βιάσει ενώ ήμουν αναίσθητη. Ο άντρας μου έκανε μπάνιο και καθάριζε τους τοίχους από ίχνη αίματος σαν να μην είχε συμβεί τίποτα απολύτως. Ύστερα, άρχισε πάλι τις απειλές, αυτή τη φορά με ένα μαχαίρι με ακουμπούσε κάτω από το στήθος μου, μια κάτω από τον αριστερό μαστό, μια κάτω από τον δεξιό. Μου είπε ότι αν με τρυπήσει σε αυτό το σημείο θα μου τρυπήσει την καρδιά, αλλά αν με χτυπήσει λίγο πιο χαμηλά θα υποφέρω περισσότερο.
Διέταξε τα παιδιά να μην φύγουν από το δωμάτιο. Δεν μπορούσα να δω τα κορίτσια ή να ακούσω τις φωνές τους. Μου έλυσε τα χέρια και μου είπε να κάνω μπάνιο. Άφησε την πόρτα ανοιχτή για να με παρακολουθεί. Έκανα μπάνιο, τυλίχτηκα με την πετσέτα και πήγα στο υπνοδωμάτιο. Ένιωσα ανακουφισμένη, γιατί πίστεψα ότι είχε βαρεθεί και ότι δεν θα με σκότωνε αυτή τη φορά. Όμως έβγαλε πάλι τις χειροπέδες. Προσπάθησα να αντισταθώ, όμως δεν τα κατάφερα. Με έπιασε και μου έβαλε ξανά τις χειροπέδες πολύ σφιχτά με τα χέρια πίσω. Ήθελε να ξαπλώσω και να κοιμηθώ γυμνή.
Μου είπε ότι θα με σκοτώσει το πρωί που έχει φως, όχι μες στο σκοτάδι της νύχτας. Μπορούσα να μυρίσω τον εμετό της κόρης μου από το δίπλα δωμάτιο και να ακούσω τα κλάματά τους. Ο πατέρας τους τους φώναζε να σταματήσουν για να μην τις σκοτώσει.
Του ζήτησα να αφαιρέσει τις χειροπέδες, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να μου τις βάλει με τα χέρια μπροστά. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, γιατί φοβόμουν και κρύωνα. Το πρωί αυτός έφυγε για την πρωινή προσευχή και μου είπε να τον περιμένω γιατί όταν γύριζε θα τελείωνε την δουλειά που είχε αρχίσει. Η καραμπίνα βρισκόταν ακουμπισμένη στον τοίχο. Με δυσκολία σύρθηκα και την πήρα. Κατάφερα να το κρατήσω στα χέρια μου και τον περίμενα να γυρίσει με σκοπό να τον φοβίσω και να τον κάνω να σταματήσει. Όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε απότομα, εγώ στεκόμουν στην άκρη, τρόμαξα και το όπλο εκπυρσοκρότησε. Πρώτα, σκέφτηκα ότι μόλις είχα σκοτωθεί μόνη μου. Ύστερα, τον είδα νεκρό, πεσμένο κάτω, να αιμορραγεί.
Πήρα αμέσως τηλέφωνο για να ενημερώσω την αστυνομία ότι είχα μόλις πυροβολήσει τον άντρα μου. Η πόρτα χτύπησε, οι αστυνομικοί και το ασθενοφόρο ήρθε. Ο αστυνομικός έβγαλε τις χειροπέδες μου και ντύθηκα. Έχω μετανιώσει που αφαίρεσα μια ζωή, αλλά αν δεν το έκανα θα είχαν χαθεί τρεις: η δική μου και, κυρίως, των δύο μου παιδιών».
Η ενδοοικογενειακή βία στην Τουρκία
Τα στοιχεία για την ενδοοικογενειακή βία στην Τουρκία σοκάρουν. Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με την ομοσπονδία των τουρκικών συλλόγων αρωγής γυναικών, από τις αρχές του 2020 έως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, δολοφονήθηκαν τουλάχιστον 312 γυναίκες, αν και το υπουργείο Εσωτερικών, αντιθέτως, ανακοίνωσε τον Νοέμβριο ότι κατά τους πρώτους 10 μήνες του χρόνου οι γυναικοκτονίες μειώθηκαν κατά 27%. Παράλληλα, υπολογίζεται ότι το 2018, 440 γυναίκες έχασαν τη ζωή τους από τους ίδιους τους τους συζύγους.
Το φαινόμενο έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις με ανυπολόγιστες συνέπειες (κυριολεκτικά, αφού η Τουρκία δεν δημοσιοποιεί επίσημα στοιχεία σχετικά με την ενδοοικογενειακή και έμφυλη βία) οι κακοποιητές χαίρουν ατιμωρησίας.
Και την ίδια στιγμή που ο Ερντογάν απέσυρε την Τουρκία από τη διεθνή σύμβαση για την αποτροπή και την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, τέσσερις γυναίκες δολοφονήθηκαν από τους συντρόφους τους, με χιλιάδες γυναίκες να διαδηλώνουν στους δρόμους κατά της απόφασης αυτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου