Δέκα χρόνια μετρούν τις πληγές τους. Η Συρία παραμένει η μεγαλύτερη προσφυγική κρίση ανά την παγκόσμια ιστορία. Πάνω από 6.6 εκατομμύρια Σύροι έχουν εκδιωχθεί από το 2011 με τη βία από τα σπίτια τους και άλλα 6.7 εκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν εκτοπισμένοι μέσα στην ίδια τους τη πατρίδα, σύμφωνα με στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.

Ο εμφύλιος πόλεμος ουσιαστικά ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2011 με τις διαδηλώσεις στη Δαμασκό και την Ντέρα για την αποφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων. Ο θάνατος διαδηλωτών από τις σφαίρες των δυνάμεων ασφαλείας πυροδότησε τη βία, η οποία μέσα στους επόμενους μήνες εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα. Οι αντίπαλοι ήταν η κυβέρνηση Άσαντ εναντίον της οργανωμένης αντιπολίτευσης-επαναστατών. Ωστόσο, για την ιστορία να αναφέρουμε πως από το 1946 όταν ο γαλλικός στρατός υποχρεώθηκε να φύγει από τα συριακά εδάφη, η Συρία μαστίζεται από ταραχές.

Από τη μια πλευρά οι αντάρτες και από την άλλη ο πρόεδρος Ασάντ. Οι κάτοικοι πονούν, εκατομμύρια ζωές χάνονται και τα σπίτια γκρεμίζονται σαν χάρτινοι πύργοι. Σε πολλές περιοχές, κυρίως στην ύπαιθρο δεν υπάρχουν πια υποδομές. Ο πόλεμος συνεχίζεται με πολλούς διεθνείς παράγοντες να εμπλέκονται και να σκοτώνουν στον βωμό της εξουσίας και του χρήματος.

Εκτός από τα πετρέλαια  και τον ορυκτό πλούτο της περιοχής, που αποτελούν σταθερό διακύβευμα της Δύσης στην Μέση Ανατολή, ένας συνεχιζόμενος πόλεμος φέρνει κέρδη στις πολεμικές βιομηχανίες. Ένα από τα μεγαλύτερα δίκτυα εμπορίου λευκής σαρκός αναπτύσσεται στη ζώνη αυτού του πολέμου καθώς ανθεί και κύκλωμα που εφοδιάζει τις συλλογές αρχαιοκάπηλων με φορητά αντικείμενα αλλά και μια από τις πιο κερδοφόρες «επιχειρήσεις» είναι η εκμετάλλευση των ξεριζωμένων από τους διακινητές.

Η χώρα έχει διαιρεθεί σε 4 ζώνες επιρροής. Το νοτιοανατολικό τμήμα ελέγχει ομάδα Κούρδων ανταρτών που υποστηρίζουν οι ΗΠΑ. Νοτιοδυτικά η περιοχή βρίσκεται στα χέρια φιλοτουρκικών ανταρτών. Στην περιοχή του Ιντλίμπ έχουν σταθμεύσει πάνω από 100.000 Τούρκοι στρατιώτες και ελέγχουν μια ζώνη ασφαλείας ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τους εξεγερθέντες. Η πλειοψηφία των Σύρων ζει σε μεγάλες πόλεις που ελέγχει η κυβέρνηση. Η οικονομία βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, με το 60% των Σύρων να δυσκολεύεται να σιτιστεί επαρκώς.

Τουλάχιστον 388.652 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, σύμφωνα με τον νεότερο απολογισμό που έδωσε στη δημοσιότητα τον Μάρτιο του 2021 το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με βάση τα στοιχεία αυτά, από το 2011 έχουν σκοτωθεί 117.388 πολίτες, εκ των οποίων περισσότεροι από 22.000 ήταν παιδιά. Για την πλειονότητα αυτών των θανάτων ευθύνονται οι επιθέσεις του συριακού καθεστώτος και των παραστρατιωτικών συμμάχων του.

Οι μάχες μειώθηκαν το 2020, χάρη στην κατάπαυση του πυρός στη βορειοδυτική Συρία αλλά και εξαιτίας της πανδημίας, αφού όλες οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στον έλεγχό της. Το Παρατηρητήριο ανέφερε ότι έχει καταγράψει επίσης τουλάχιστον 16.000 θανάτους σε κυβερνητικές φυλακές και κέντρα κράτησης. Ο απολογισμός αυτός ωστόσο πιστεύεται ότι είναι πολύ μικρότερος του πραγματικού, αφού δεν περιλαμβάνει τους περίπου 88.000 ανθρώπους που πέθαναν μετά από βασανιστήρια στις φυλακές του καθεστώτος.

For Sama

Η Γουαάντ Αλ-Κατέμπ συνυπογράφει, μαζί με τον Εντουαρντ Γουοτς, το ντοκιμαντέρ «For Sama». Η ταινία είναι, στην ουσία, η ιστορία της ίδιας της Γουαάντ: το πώς βίωσε τις σημαντικές στιγμές της ζωής της στη Συρία, στο εμπόλεμο Χαλέπι. Μια «επιστολή αγάπης» από μια μητέρα στην κόρη της, ένα επικό ταξίδι στη γυναικεία αντίληψη του πολέμου.

«Έπρεπε να φύγουμε»

Οι Σύροι πρόσφυγες έχουν αναζητήσει άσυλο σε περισσότερες από 130 χώρες κατά τα ίδια στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία – περίπου 5,5 εκατομμύρια πρόσφυγες – ζουν σε γειτονικές χώρες της περιοχής όπως είναι η Τουρκία, ο Λίβανος, η Ιορδανία, το Ιράκ και η Αίγυπτος. Πάνω από το 70% των Σύριων προσφύγων διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας, με την Ύπατη Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες να υπολογίζει ότι ένα ακόμη εκατομμύριο Σύροι πρόσφυγες, μαζί με 4.4 εκατομμύρια κατοίκους των κοινοτήτων που τους φιλοξενούν στην Ιορδανία, Λίβανο και Ιράκ, έχουν οδηγηθεί στη φτώχεια  αμέσως μετά την πανδημία.  Εκατομμύρια έχουν χάσει τις δουλειές τους, και αδυνατούν ολοένα και περισσότερο να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες , ενώ και οι συνθήκες στους καταυλισμούς είναι άθλιες.

Οι Ευρωπαϊκές χώρες φιλοξενούν πάνω από 1 εκατομμύριο Σύριους αιτητές ασύλου και πρόσφυγες, με ποσοστό 70% να φιλοξενείται από τη Γερμανία και τη Σουηδία. Αυτό καθιστά τη Γερμανία την πέμπτη μεγαλύτερη σε αριθμούς χώρα υποδοχής σε παγκόσμιο επίπεδο, που φιλοξενεί ένα εκατομμύριο σε σύνολο, με περισσότερους από τους μισούς (560,000) να είναι Σύροι. Η Αυστρία, η Ελλάδα, η Ολλανδία και η Γαλλία φιλοξενούν μεταξύ 2 και 5%, ενώ οι άλλες χώρες φιλοξενούν ποσοστό κάτω από το 2%.

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, στους Σύρους χορηγείται σταθερά ένα διεθνές καθεστώς προστασίας. Από την έναρξη της Συριακής κρίσης το 2011, έχουν ληφθεί περισσότερες από ένα εκατομμύριο αποφάσεις από τις αρμόδιες αρχές χορήγησης καθεστώτος ασύλου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αιτήσεις διεθνούς προστασίας  από Σύρους. Στην Κύπρο έχουν αναζητήσει προστασία πάνω από 12,000 Σύριοι από το 2011, και σε 8,500 από αυτούς έχει χορηγηθεί διεθνής προστασία, κυρίως καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (96.4%) με τους υπόλοιπους να έχουν εξασφαλίσει καθεστώς πρόσφυγα. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες μας φέρνει σε επαφή μερικές ιστορίες προσφύγων.

Η Lama ήταν φοιτήτρια βιοτεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο του Aleppo, την πόλη καταγωγής της, όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Συρία. Όταν κινδύνευσε να χάσει τη ζωή της από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή, αποφάσισε ότι η μόνη της επιλογή ήταν να φύγει και να αφήσει τα πάντα πίσω της. «Μετά από δύο χρόνια συνεχών βομβαρδισμών, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή νερό και κάθε μέρα η μετάβαση στο πανεπιστήμιο να γίνεται δυσκολότερη και πιο επικίνδυνη, αποφάσισα να φύγω», λέει η Lama. Κατόπιν συμβουλή ενός φίλου της, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές της στην Κύπρο, σε ένα πανεπιστήμιο στο βόρειο τμήμα. «Είχα έναν φίλο που σπούδαζε εκεί και μου είπε ότι θα μπορούσα να συνεχίσω τις σπουδές μου από το σημείο που τις διέκοψα, χωρίς να πρέπει να αρχίσω από την αρχή. Δεν υπήρχε τέτοια ευκαιρία αλλού – οι περισσότερες χώρες απαιτούσαν θεώρηση για να ταξιδέψω, διάφορα έγγραφα και ασύμφορα δίδακτρα – έτσι η επιλογή πανεπιστημίου στη βόρεια Κύπρο, η οποία τότε δεν απαιτούσε θεώρηση από τους Σύρους, ήταν η μοναδική μου ευκαιρία για να συμπληρώσω τις σπουδές μου».

Με την οικονομική βοήθεια της οικογένειάς της, η Lama ολοκλήρωσε τις σπουδές της και πήρε πτυχίο στη Μοριακή Βιολογία και Γενετική. Ύστερα από ένα χρόνο διαμονής στο Κέντρο Υποδοχής Κοφίνου και αφού εξασφάλισε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας,  η Lama ξεκινούσε το καλοκαίρι του 2018 μία νέα ζωή στη Λευκωσία. Έκανε αίτηση και κέρδισε μια θέση σε πρόγραμμα mentoring για ενδυνάμωση γυναικών. Μέσα από το πρόγραμμα αυτό, κέρδισε υποτροφία για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα MSc στο Ψηφιακό Μάρκετινγκ του Cyprus Institute of Marketing.

«Μου λείπει πολύ η οικογένειά μου, έχω να τους δω τόσα πολλά χρόνια. Ο πατέρας μου – ο μόνος που παρέμεινε στη Συρία – η μητέρα μου και η αδερφή μου είναι στην Τουρκία, ο ένας μου αδερφός είναι στην Ισπανία και σε λίγο θα αποκτήσει μωρό ενώ ο άλλος μου αδερφός είναι στη Γερμανία» σημειώνει.

UNHCR Cyprus/Sebastian Rich

Η Najaa Bazaraa, 33 ετών, έφυγε από το Χαλέπι της Συρίας το 2013 με τον σύζυγό της και την οικογένειά της και ήρθε στην Κύπρο προς αναζήτηση ασφάλειας και ειρήνης. «Το σπίτι μας είχε ήδη βομβαρδιστεί, δεν είχαμε νερό ούτε ηλεκτρικό ρεύμα… όταν ο σύζυγός μου κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του δύο φορές από ελεύθερους σκοπευτές στην περιοχή, αποφάσισα ότι έπρεπε να σώσουμε τις ζωές και το μέλλον των παιδιών μας» λέει.

Ζουν στην Τάλα, ένα χωριό κοντά στην Πάφο, και πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα οικονομικά. «Το Τμήμα Εργασίας με παρέπεμψε σε αρκετές δουλειές αλλά οι εργοδότες δεν με δέχονται εάν δεν αφαιρέσω τη μαντίλα μου. Κυρίως πρόκειται για δουλειές σε εστιατόρια για καθάρισμα και πλύσιμο πιάτων,»αναφέρει. Της λείπει η ζωή της όπως ήταν πριν από τον πόλεμο. «Σίγουρα θα επέστρεφα στη Συρία αν αποκατασταθεί η ασφάλεια στη χώρα» τονίζει.

UNHCR Cyprus/Sebastian Rich

Η Rema Beshtawy, 29 χρονών, είναι Παλαιστίνια από τη Συρία, και τα τελευταία δύο χρόνια ζει στην Κύπρο ως αιτήτρια ασύλου. Απόφοιτος Αγγλικής Λογοτεχνίας, η Rema εργαζόταν σε νηπιαγωγείο καθώς σε φροντιστήριο ως δασκάλα Αγγλικών στη Λατάκια, όμως ο πόλεμος στη Συρία την ανάγκασε ν’ αναζητήσει μια ασφαλή ζωή στην Κύπρο μαζί με το γιο της, Atif και τους γονείς της. «Ζούσαμε σε συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας στη Συρία. Οι γονείς μου είχαν  εστιατόριο. Είχαμε μια καλή ζωή. Αλλά μετά τον πόλεμο κανείς δεν ένιωθε ασφαλής. Απαγωγές, κλοπές και δολοφονίες ήταν μέρος της καθημερινότητας. Ο πληθωρισμός και η έλλειψη βασικών αγαθών, όπως το νερό και ο ηλεκτρισμός, καθιστούσαν τη ζωή ακόμα πιο δύσκολη,» λέει η Rema.

Όταν ο Atif είναι στο σχολείο, η Rema παρακολουθεί μαθήματα Ελληνικών και εργάζεται ως εθελόντρια σε διάφορα προγράμματα για την ένταξη προσφύγων και μεταναστών. «Μαθαίνω τη γλώσσα και ίσως αυτό να με βοηθήσει να βρω δουλειά, να βοηθώ καλύτερα τον γιο μου στην κατ’ οίκον εργασία του, τους γονείς μου… και ίσως στο μέλλον να καταφέρω ν’ αγοράσω ένα σπίτι» τονίζει.

UNHCR Cyprus/Sebastian Rich

Ο Waled και η Hana ζούσαν μια ειρηνική κι ευημερούσα οικογενειακή ζωή στο Iντλίπ. Όταν έχασαν το σπίτι τους και αγαπημένα τους πρόσωπα από τους βομβαρδισμούς, αποφάσισαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από το ν’αναζητήσουν ασφάλεια σε άλλη χώρα. Ζουν τώρα στην Πάφο με τα οκτώ παιδιά τους. «Το σπίτι μας καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς στο Iντλίπ. Όταν έχασα τον πατέρα και τον αδελφό μου από τη βία του πολέμου, αποφασίσαμε ότι δεν θα μπορούσαμε πλέον να το διακινδυνεύσουμε περισσότερο. Ο πόλεμος δεν φαινόταν να τελειώνει. Έπρεπε να φύγουμε και να βρούμε ένα ασφαλές μέρος για εμάς και την οικογένειά μας», αναφέρει η Hana.

Ο Waled νοσταλγεί την ειρηνική ζωή που είχαν κάποτε στη Συρία: «Είχαμε μια καλή ζωή και δεν χρειαζόμασταν καμία βοήθεια από κανέναν. Είχαμε το σπίτι μας, το αυτοκίνητό μας, είχα το δικό μου εστιατόριο που μας επέτρεπε να ζούμε μια αξιοπρεπή ζωή. Αλλά χάσαμε τα πάντα». Και προσθέτει: «Αισθανόμαστε ασφαλείς στην Κύπρο. Είναι σημαντικό να μην ζούμε καθημερινά με το φόβο…. Είμαι ευτυχής που τα παιδιά μου μπορούν να πάνε στο σχολείο, να αποκτήσουν εκπαίδευση και να μπορούν να ελπίζουν σ’ ένα μέλλον» .

UNHCR Cyprus/Sebastian Rich






Πηγή