Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι όμως δεν πίστεψα
Όρους αντέστρεψα
Είμαι ο Έλληνας που πολεμά
Είπαν πως χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Έμεινα μόνος μου κι όμως επέζησα
Έζησα στη φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στη φωτιά (Eurovision 1995)

Αναγνώστες

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Με Λ.Αργυρόπουλο!Ανάσταση Θεανθρώπου Ιησού Χριστού και την αποκωδικοποιεί η Ελληνική γλώσσα;!


ΜΗΝΥΜΑ ΣΟΚ ΑΠΟ ΤΗΝ EUROVISION! Θα συμβεί στον τελικό. Η Ελλάδα


Τα ναζιστικά Τάγματα Εφόδου

 Παραστρατιωτικός μηχανισμός του Εθνικοσοσιαλιστικού (Ναζιστικού) Εργατικού Κόμματος της Γερμανίας, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.


Παραστρατιωτικός μηχανισμός του Εθνικοσοσιαλιστικού (Ναζιστικού) Εργατικού Κόμματος της Γερμανίας, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (Sturmabteilung, στα γερμανικά ή SA).

Τα Τάγματα Εφόδου δημιουργήθηκαν από τον Αδόλφο Χίτλερ στο Μόναχο, στις 4 Νοεμβρίου 1921, αμέσως μετά την άνοδό του στην ηγεσία του ναζιστικού κόμματος. Τα μέλη του στρατολογήθηκαν από ακροδεξιούς πρώην στρατιώτες, που μάχονταν τους αριστερούς στους δρόμους, στα πρώτα στάδια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Πρωταρχικός σκοπός των Ταγμάτων Εφόδου, που διακρίνονταν από τις χακί στολές τους, ήταν η περιφρούρηση των συγκεντρώσεων των Ναζί και η διάλυση των εκδηλώσεων των αντιπάλων κομμάτων. Ιδιαίτερη ήταν η αντιπαράθεσή τους με την παραστρατιωτική οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας «Συμμαχία των Μαχητών του Κόκκινου Μετώπου» («Roter Frontkämpferbund»). Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν για τον εκφοβισμό των μη Αρείων πολιτών της Γερμανίας (Εβραίων, Σλάβων, Τσιγγάνων), συνδικαλιστών και αντιφρονούντων πολιτών.

Τα Τάγματα Εφόδου, ως κομματικός στρατός, διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο στην κατάκτηση της εξουσίας από τον Χίτλερ (Ιούλιος 1933), ιδιαίτερα με την απορρόφηση της αντίπαλης οργάνωσης των Χαλυβδόκρανων (Der Stahlhelm), η οποία διαλύθηκε το επόμενο έτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 6.000 μέλη του 1922 έφθασαν στα 3.000.000 μέλη το 1933.

Το 1931, τη διεύθυνση των Ταγμάτων Εφόδου ανέλαβε ο έμπιστος του Χίτλερ, λοχαγός Έρνστ Ρεμ (1887-1934), ο οποίος μέχρι το 1934 έλεγχε και τα Ες-Ες, που είχαν ξεπηδήσει από τους κόλπους τους. Η διαρκώς αυξανόμενη ισχύς των Ταγμάτων Εφόδου και η έλλειψη εμπιστοσύνης του Χίτλερ προς τον Ρεμ, οδήγησαν στην εξόντωση του τελευταίου κατά το αιματηρό ενδοναζιστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών της 30ης Ιουνίου 1934, γνωστό και ως «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών».

Ένα μήνα αργότερα, τα Τάγματα Εφόδου αναδιοργανώθηκαν, υπό τη διοίκηση του απόστρατου αξιωματικού Βίκτωρ Λούτσε (1890-1943) και διαχωρίστηκαν από τα Ες-Ες, των οποίων τη διοίκηση ανέλαβε ο Χάινριχ Χίμλερ (1900-1945). Από τότε διαδραμάτισαν δευτερεύοντα ρόλο, καθώς την πρωτοκαθεδρία ανέλαβαν τα Ες-Ες. Τα περισσότερα από τα μέλη των Ταγμάτων Εφόδου ενσωματώθηκαν το 1939 στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις (Βέρμαχτ).

Τα Τάγματα Εφόδου διαλύθηκαν με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας στις 8 Μαΐου 1945.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/995

© SanSimera.gr


Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897

Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα. Έληξε με ήττα της Ελλάδας.

Η Μάχη του Βελεστίνου σε λαϊκή λιθογραφία

Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα. Η πρώτη τουφεκιά έπεσε στις 6 Απριλίου 1897 και οι πολεμικές συγκρούσεις τερματίστηκαν στις 8 Μαΐου του ίδιου χρόνου με ήττα της Ελλάδας.

Στις αρχές του 1896 την Ελλάδα κυβερνούσε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, πολιτικός με δημαγωγικές τάσεις. Εκτός από τα μεγάλα και δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα, είχε να αντιμετωπίσει και την κατάσταση στην Κρήτη, που βρισκόταν τότε υπό οθωμανικό ζυγό. Η διακυβέρνηση της μεγαλονήσου από τον ελληνικής καταγωγής Καραθεοδωρή Πασά είχε στεφθεί από αποτυχία. Τα φιλελεύθερο και φιλοδίκαιο πνεύμα του εξόργισε τους Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι αποφάσισαν να καταστήσουν αδύνατη την περαιτέρω παραμονή του στο νησί. Ταραχές εξερράγησαν και δολοφονίες χριστιανών προκρίτων σημειώθηκαν, όχι κάτι ασυνήθιστο στη μακραίωνα διαβίωση μουσουλμάνων και χριστιανών στην Κρήτη.

Τον Καραθεοδωρή Πασά διαδέχθηκε ο τουρκαλβανός Τουρχάν Πασάς, ο οποίος ούτε και αυτός έγινε αποδεκτός από τους ομοδόξους του. Με προτροπή των μεγάλων δυνάμεων, τη διοίκηση της Κρήτης ανέλαβε ο χριστιανός Γεώργιος Βέροβιτς, πρώην διοικητής της Σάμου. Η κατάσταση, όμως, παρέμεινε έκρυθμη και το αίμα έρεε άφθονο. Οι χριστιανοί Έλληνες, που αποτελούσαν το 80% των κατοίκων της Κρήτης, είχαν ξεσηκωθεί και ζητούσαν αυτονομία για το νησί τους.

Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Αυστρία και η Ιταλία έστειλαν από ένα πλοίο στην Κρήτη για την προστασία των υπηκόων τους. Το ίδιο ήθελε να πράξει και η Ελλάδα, αλλά εμποδίστηκε από τις πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα. Πάντως, βοήθεια έφθανε από την Ελλάδα στην Κρήτη, χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία και συγκεκριμένα την Εθνική Εταιρεία, μια μεγαλοϊδεατική οργάνωση, με βαθιές ρίζες στην ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας και της ελληνικής διασποράς.

Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, ενώ από την πλευρά τους οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούσαν να τον πείσουν να δώσει μεγαλύτερα προνόμια στην Κρήτη. Ο Σουλτάνος δέχθηκε ο διοικητής της Κρήτης να είναι πάντοτε χριστιανός και να διορίζεται με τη σύμφωνη γνώμη των μεγάλων Δυνάμεων, αλλά την ίδια ώρα ενθάρρυνε τους Τουρκοκρητικούς να γίνονται καθημερινά προκλητικότεροι.

Αναχώρηση ελληνικών στρατευμάτων για την Κρήτη
Στις 24 Ιανουαρίου 1897 οι μουσουλμάνοι προέβησαν σε σφαγές χριστιανών στα Χανιά. Ο Δηληγιάννης, ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση και υπό την πίεση των λαϊκών αντιδράσεων, αναγκάσθηκε να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις στην Κρήτη, γνωρίζοντας ότι αυτό θα αποτελούσε αιτία πολέμου για την Υψηλή Πύλη. Στολίσκος πολεμικών πλοίων κατευθύνθηκε στο νησί υπό τον βασιλόπαιδα Γεώργιο, ενώ ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος με χίλιους άνδρες αποβιβάσθηκε στον όρμο του Κολυμπαρίου (δυτικά των Χανίων), με εντολή να καταλάβει την Κρήτη εν ονόματι του Βασιλιά Γεωργίου Α'.

Στις 7 Φεβρουαρίου είχε την πρώτη του επιτυχία, όταν κατανίκησε τετραπλάσια δύναμη τουρκοκρητών και οθωμανικών δυνάμεων. Στρατιωτικά αγήματα είχαν αποβιβάσει στο νησί και οι Μεγάλες Δυνάμεις, που απαγόρευσαν κάθε περαιτέρω επιθετική ενέργεια στον Βάσσο και τους άνδρες του. Με την παρουσία ελληνικών δυνάμεων στην Κρήτη, ο Σουλτάνος δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Το έπραξε στις 5 Απριλίου 1897.

Την εποχή εκείνη, η ελληνοτουρκική μεθόριος διέτρεχε τη γραμμή από την Άρτα έως τις νοτιοανατολικές προσβάσεις του Ολύμπου. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 121.500 άνδρες και 1.300 ιππείς, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά και γερμανούς συμβούλους. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέταξαν 54.000 άνδρες και 500 ιππείς, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο.

Η πρώτη εβδομάδα των πολεμικών επιχειρήσεων (6-11 Απριλίου) αναλώθηκε σε μάχη χαρακωμάτων κατά μήκος των Θεσσαλικών συνόρων. Στις 11 Απριλίου, ο Ετέμ Πασάς και οι άνδρες του εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος από τα στενά της Μελούνας και διέσπασαν γρήγορα τις ελληνικές δυνάμεις στον Τύρναβο (12 Απριλίου). Οι έλληνες στρατιώτες υποχώρησαν άτακτα και συμπτύχθηκαν στα Φάρσαλα, όπου αντέταξαν νέα γραμμή άμυνας. Η Λάρισα αφέθηκε στην τύχη της και καταλήφθηκε από τους Τούρκους στις 13 Απριλίου, αφού προηγουμένως είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους της. Την ίδια μέρα, τουρκική δύναμη κατευθύνθηκε στο Βελεστίνο, όπου αντιμετωπίστηκε από τον Συνταγματάρχη Σμολένσκη και την ταξιαρχία του.

Με πεσμένο το ηθικό, οι Έλληνες υπέστησαν και νέα ήττα στα Φάρσαλα, στις 24 Απριλίου, υποχωρώντας αυτή τη φορά με τάξη. Ο Σμολένσκης διατάχθηκε να εγκαταλείψει το Βελεστίνο και να μεταβεί με τις δυνάμεις του στον Δομοκό, όπου ο Έλληνες προετοίμαζαν νέα γραμμή άμυνας. Μάταια, όμως, αφού ο υπέρτερος τουρκικός στρατός πέτυχε μια ακόμη νίκη στις 5 Μαΐου, έχοντας πλέον ανοιχτό το δρόμο για την Αθήνα. Σε μια ύστατη προσπάθεια, ο Σμολένσκης, που αποδείχθηκε ο πιο αξιόπιστος στρατιωτικός, διατάχθηκε από τον Κωνσταντίνο να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε, γιατί επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.

Μάχη στο Βελεστίνο
Ο τσάρος Νικόλαος Β', συγγενής εκ μητρός του έλληνα βασιλιά Γεωργίου Α', έπεισε τον Σουλτάνο να διατάξει κατάπαυση του πυρός. Το σχετικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε στο χωριό Ταράτσα της Λαμίας στις 8 Μαΐου 1897, με τους Οθωμανούς να έχουν ανακαταλάβει όλη τη Θεσσαλία. Στο μέτωπο της Ηπείρου η ανακωχή έγινε μία μέρα νωρίτερα (7 Μαΐου 1897). Τα πράγματα εκεί είχαν εξελιχθεί καλύτερα για τον Ελληνικό Στρατό. Οι δυνάμεις του συνταγματάρχη Μάνου όχι μόνο κράτησαν στη γραμμή Άρτας - Πέτα, αλλά προήλασαν και μέσα στο τουρκικό έδαφος. Οι απώλειες για την ελληνική πλευρά ήταν 672 νεκροί, 2.383 τραυματίες και 252 αιχμάλωτοι και για την τουρκική 1.111 νεκροί, 3.238 τραυματίες και 15 αιχμάλωτοι.

Οι βασικότερες αιτίες για την εθνική ντροπή του 1897 ήταν η έλλειψη διορατικότητας από την πολιτική τάξη και το απαράσκευο του ελληνικού στρατού. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, για να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, είχε περικόψει τις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ ο κομματισμός βασίλευε στο στρατό, με την προαγωγή στις ανώτερες θέσεις ανίκανων αξιωματικών.

Ο στρατηγός και μετέπειτα δικτάτωρ Θεόδωρος Πάγκαλος χαρακτηρίζει στα Απομνημονεύματά του «ένοπλο συρφετό» το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και αναφέρει σχετικά: «Η κατάστασις του στρατού μας ήτο οικτρά… Τα στελέχη του πεζικού, εκτός ολίγων, ήσαν τελείως αμαθή και ανίκανα. Η μεγίστη πλειοψηφία των ανωτέρων αξιωματικών απετελείτο από αγαθούς τύπους, των οποίων η στρατιωτική μόρφωσις περιωρίζετο εις την τακτικήν της καταδιώξεως, ληστών, φυγοδίκων και ζωοκλεπτών… Αυτός ήτο στρατός, διά του οποίου η ανεκδιήγητος εκείνη κυβέρνησις ενόμιζεν ότι θα νικήση την Τουρκική Αυτοκρατορία…».

Το οριστικό τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου γράφτηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη, με καταρρακωμένο το γόητρο της χώρας και την υπερηφάνεια των Ελλήνων. Ο Θεόδωρος Δηληγιάννης είχε παραιτηθεί υπό το βάρος της ήττας και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης υπέγραψε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Με τη συμφωνία, που επεξεργάστηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εδαφικές απώλειες για την Ελλάδα ήταν μικρές, αφού επανέκτησε τη Θεσσαλία, την οποία είχε χάσει στο πεδίο της μάχης.

Όμως, η Ελλάδα των τόσων οικονομικών προβλημάτων και του τρικούπειου «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!» υποχρεώθηκε να καταβάλει μια υπέρογκη αποζημίωση στην Τουρκία (4.000.000 τουρκικές λίρες), ως πολεμική επανόρθωση. Αναγκάσθηκε να λάβει ένα ακόμη δάνειο και προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος της τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Αυτό είχε ως συνέπεια να εκχωρήσει πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές της και να δημιουργηθούν έτσι τα περίφημα μονοπώλια στο τσιγαρόχαρτο, το αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, που θα διατηρηθούν μέχρι την είσοδο της χώρας μας στην ΕΟΚ το 1981.

Το θετικό για τις εθνικές διεκδικήσεις ήταν η αποχώρηση των Οθωμανών από την Κρήτη, η οποία απέκτησε την αυτονομία της (1898), πρώτο στάδιο για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα (1913). Η εθνική οργή θα απαλυνθεί με τον καιρό, η φτωχή Ελλάδα γρήγορα θα σηκώσει κεφάλι και 15 χρόνια αργότερα θα γραφτεί το έπος των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/242

Ο ματωμένος Μάης του ’36

 12 νεκροί και πάνω από 280 τραυματίες ήταν ο απολογισμός της αιματηρής καταστολής από τη Χωροφυλακή της μεγάλης διαδήλωσης των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη...

Μία μάνα μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της

Την περίοδο 1931-1936 το απεργιακό κίνημα στη χώρα μας εμφανίζει ιδιαίτερη έξαρση, εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που ακολούθησε το Κραχ του 1929 και τη στάση πληρωμών της Ελλάδας το 1932. Οι απεργιακοί αγώνες έχουν πρωτόγνωρη μαζικότητα και συχνά καταλήγουν σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία, με νεκρούς και τραυματίες. Οι εργατικές κινητοποιήσεις φθάνουν στην κορύφωσή τους τον Μάιο του 1936 στη Θεσσαλονίκη, με τη μεγάλη απεργία των καπνεργατών, που πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά (12 νεκροί και πάνω από 200 τραυματίες). Ο Γιάννης Ρίτσος εμπνεύσθηκε από μία φωτογραφία που είδε στον Ριζοσπάστη, με μία μάνα να θρηνεί τον νεκρό γιο της κι έγραψε την περίφημη ποιητική του σύνθεση Επιτάφιος, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Στις 29 Απριλίου του 1936, οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, με την κάλυψη της «Πανελληνίου Καπνεργατικής Ομοσπονδίας» και την υποστήριξη της «Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος» (ΕΓΣΕΕ), που ελεγχόταν από το ΚΚΕ, κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας, με κύριο αίτημα την αύξηση του ημερομισθίου από τις 75 στις 135 δραχμές, σε εφαρμογή της συμφωνίας του 1924 (γνωστής ως «σύμβασης Παπαναστασίου»), που όμως αθετούσαν οι καπνέμποροι, επωφελούμενοι της μεγάλης ανεργίας που μάστιζε τον κλάδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί καπνεργάτες δούλευαν χωρίς να αμείβονται, μόνο και μόνο για να τους επικολλούνται ένσημα και να μην χάνουν το δικαίωμα της περίθαλψης.

Την επομένη, 30 Απριλίου, η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της έως τις 30 Σεπτεμβρίου! Προηγουμένως, τα δύο μεγάλα κόμματα, το Λαϊκό και το Φιλελεύθερο, είχαν δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά και οι βουλευτές τους, έχοντας τη συνείδησή τους ήσυχη, αναχώρησαν για διακοπές μακράς διαρκείας. Οι μόνοι που αρνήθηκαν ψήφο στον μετέπειτα δικτάτορα (4 Αυγούστου 1936) ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου και 13 βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου (ΚΚΕ).

Ο Μεταξάς, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη διογκούμενη απεργιακή κινητοποίηση των καπνεργατών. Από την αρχή ακολούθησε παρελκυστική τακτική, δίνοντας υποσχέσεις για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, ενώ την ίδια στιγμή ενθάρρυνε στην αδιαλλαξία της εργοδοσίας. Επιδίωξή του ήταν να κερδίσει χρόνο για να τερματίσει με κάθε τρόπο την απεργία.

Το πρωί της 8ης Μαΐου, η Χωροφυλακή της Θεσσαλονίκης εμπόδισε χιλιάδες διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς το Διοικητήριο, όπου έδρευε η Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος (Υπουργείο Μακεδονίας - Θράκης σήμερα). Οι διαδηλωτές επέμειναν και στις συγκρούσεις που ακολούθησαν τραυματίσθηκαν πολλοί απεργοί. Η υπέρμετρη βία που άσκησε η Χωροφυλακή για τη διάλυση της ογκώδους διαδήλωσης ευαισθητοποίησε και άλλους κλάδους εργαζομένων και από το ίδιο βράδυ ξεκίνησαν 24ωρη απεργία οι σιδηροδρομικοί, οι αυτοκινητιστές, οι τροχιοδρομικοί και οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρισμό. Θορυβημένη η κυβέρνηση Μεταξά επιστράτευσε τους σιδηροδρομικούς και τους τροχιοδρομικούς, ενώ ανέθεσε στο Γ' Σώμα Στρατού να βρίσκεται σε ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο.

Η κυβερνητική μεθόδευση φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Την επομένη, 9 Μαΐου, το απεργιακό μέτωπο διευρύνεται, με τη συμμετοχή των αρτεργατών, των βιομηχανικών εργατών και άλλων κλάδων εργαζομένων, ενώ οι καταστηματάρχες κρατούν σε μεγάλο ποσοστό τα καταστήματά τους κλειστά. Οι κεντρικοί δρόμοι της πόλης είναι πλημμυρισμένοι από διαδηλωτές, που επιδιώκουν να κατευθυνθούν και πάλι προς το Διοικητήριο. Η Χωροφυλακή γρήγορα χάνει τον έλεγχο της κατάστασης και αρχίζει να πυροβολεί στο ψαχνό τους διαδηλωτές, με αποτέλεσμα στο τέλος της ημέρας να καταμετρηθούν 12 νεκροί και πάνω από 280 τραυματίες, όλοι από την πλευρά των διαδηλωτών!

Η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και τότε με διαταγή της κυβέρνησης αναλαμβάνει δράση ο στρατός. Ο διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος Ζέππος, διατάσσει τους χωροφύλακες, που απειλούνται με λιντσάρισμα από τους διαδηλωτές, να κλειστούν στα αστυνομικά τμήματα και να τοποθετηθεί στρατιωτική φρουρά έξω από αυτά για να τα προστατεύσει. Στη συνέχεια απαγορεύει τις διαδηλώσεις, αλλά οι απεργοί αψηφούν τη διαταγή του και συγκεντρώνονται στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου. Εκεί εγκρίνουν ψήφισμα, με το οποίο ζητούν την τιμωρία των ενόχων της Χωροφυλακής και ιδιαίτερα του διοικητή της συνταγματάρχη Ντάκου. Στη Θεσσαλονίκη το βράδυ εκείνο δεν υπήρχε άλλη εξουσία να επιβάλλει τη θέλησή της πάνω στη θέληση των χιλιάδων λαού, που έγιναν κύριοι της πόλης.

Την επομένη, 10 Μαΐου, έγινε η κηδεία των θυμάτων, μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας. Σε βοήθεια του Γ' Σώματος Στρατού, που είχε αναλάβει και την αστυνόμευση της πόλης, έσπευσε ένα σύνταγμα πεζικού και μία μονάδα πυροβολικού από τη Λάρισα, ενώ στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατέπλευσαν τα αντιτορπιλικά «Κουντουριώτης», «Ύδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά». Παρ’ όλα αυτά, πάνω από 200.000 πολίτες συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία τους 12 νεκρούς συμπολίτες τους. Και ανάμεσά τους ένα στρατιωτικό τμήμα, που γρήγορα ξέχασε τα καθήκοντά του για την τήρηση της τάξης και συμμετείχε στη νεκρική πομπή. Μάλιστα, ο επικεφαλής τους ταγματάρχης μίλησε, αποτίοντας φόρο τιμής στους νεκρούς διαδηλωτές.

Τις επόμενες ημέρες τα πνεύματα άρχισαν να ηρεμούν. Στις 12 Μαΐου η απεργία έληξε, καθώς έγιναν δεκτά σχεδόν όλα τα αιτήματα των καπνεργατών, ενώ η κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα τιμωρήσει τους υπεύθυνους της αιματοχυσίας, υπόσχεση που τελικά δεν τήρησε.

Ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς προσπάθησε από την αρχή να ρίξει την ευθύνη των αιματηρών επεισοδίων στους κομμουνιστές και τους απεργούς, που δήθεν προκάλεσαν τους χωροφύλακες! Κανείς, όμως, δεν τον πίστεψε. Σχεδόν στο σύνολό του, ο πολιτικός κόσμος θεώρησε υπεύθυνη τη Χωροφυλακή και την κυβέρνηση, αλλά δεν τόλμησε να ρίξει τον Μεταξά, όπως ζητούσε το ΚΚΕ, γεγονός που θα έχει ολέθριες συνέπειες για το κοινοβουλευτικό καθεστώς λίαν συντόμως, με την ανακήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/771

Η Μάχη της Γραβιάς

Δόθηκε στις 8 Μαΐου 1821 και έληξε με ήττα των Οθωμανικών δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη από τους Έλληνες επαναστάτες υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.


Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου

Μετά την ήττα των Ελλήνων στην Αλαμάνα (23 Απριλίου 1821), άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για τους Τούρκους πασάδες Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ προς την Ανατολική Στερεά και την Πελοπόννησο. Ο μαρτυρικός θάνατος του Αθανάσιου Διάκου είχε αφήσει χωρίς ικανό αρχηγό τους εξεγερμένους ραγιάδες. Ο φόβος κυρίευσε τα ήδη επαναστατημένα κέντρα (Λιβαδιά, Σάλωνα και Αττική), όπου είχε χυθεί αίμα ντόπιων Τούρκων. Όλοι ανέμεναν να ξεσπάσει η χωρίς οίκτο οργή των δύο πασάδων. Η Επανάσταση κινδύνευε σοβαρά ένα μήνα μετά την εκδήλωσή της και σώθηκε χάρη στις στρατιωτικές ικανότητες του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τους κακούς υπολογισμούς του Ομέρ Βρυώνη.

Ο ελληνικής καταγωγής αλβανός πασάς, αντί να προελάσει προς τις καταπτοημένες περιοχές της Ανατολικής Στερεάς και να διεκπεραιωθεί το ταχύτερο δυνατό στην Πελοπόννησο, έκρινε ότι έπρεπε να ενισχύσει τις δυνάμεις του, προτού περάσει τον Ισθμό. Θεώρησε ότι με το να προσεταιριστεί του Έλληνες οπλαρχηγούς, τους οποίους γνώριζε από την Αυλή του Αλή Πασά, θα προκαλούσε την παράλυση των Πελοποννησίων ανταρτών. Με αυτή τη λογική είχε προτείνει και στον Αθανάσιο Διάκο να ενταχθεί στις δυνάμεις του, αλλά αυτός είχε αρνηθεί. Ο Ομέρ Βρυώνης δεν είχε αντιληφθεί την έκταση και την έννοια του ελληνικού ξεσηκωμού. Πίστευε ότι επρόκειτο για μια απλή ανταρσία, που θα ήταν εύκολο να κατασταλεί και όχι για τον ξεσηκωμό ενός ολοκλήρου έθνους, που διεκδικούσε την ελευθερία και την αυτοδιάθεσή του.

Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ανατολική Στερεά ο τρομερός και φοβερός Οδυσσέας Ανδρούτσος, παλιός αρματολός της περιοχής, ο οποίος είχε πέσει σε δυσμένεια του σουλτάνου, ως άνθρωπος του Αλή Πασά. Από το 1818 ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ένθερμος υποστηρικτής του Αγώνα. Ο Ομέρ Βρυώνης βρήκε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να τον προσεταιρισθεί, επειδή γνώριζε πολύ καλά τις στρατιωτικές του ικανότητες. Του έγραψε μια επιστολή ως παλιός φίλος και του ζήτησε τη σύμπραξή του κατά των ελλήνων ανταρτών, με πλήθος υποσχέσεων και δόλωμα την οπλαρχηγία ολοκλήρου της Ανατολικής Στερεάς. Του πρότεινε, μάλιστα, να συναντηθούν στη Γραβιά και συγκεκριμένα σε ένα μικρό πλινθόκτιστο χάνι. Ο Ανδρούτσος απεδέχθη την πρόσκληση κι έσπευσε στην περιοχή με άλλο σκοπό κατά νου.

Η διαφωνία στο πολεμικό συμβούλιο στο Χάνι της Γραβιάς

Αμέσως συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στο Χάνι της Γραβιάς, με τη συμμετοχή των οπλαρχηγών Δυοβουνιώτη και Πανουργιά. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Ομέρ Βρυώνης θα κατήρχετο στην Πελοπόννησο, όχι δια του Ισθμού, αλλά δια του Γαλαξειδίου. Διαφώνησαν, όμως, ως προς το σχέδιο αντιμετώπισής του. Ο Ανδρούτσος πρότεινε να δώσουν τη μάχη στο Χάνι, ενώ οι Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς το έκριναν ακατάλληλο, επειδή ήταν πλινθόκτιστο και ευρίσκετο σε ανοικτό πεδίο. Εν τω μεταξύ, ο Ομέρ Βρυώνης με 9.000 άνδρες πλησίαζε στη Γραβιά και είχε πληροφορηθεί την παρουσία του Ανδρούτσου στο χάνι με μικρή δύναμη. Δεν ανησύχησε, όμως, πιστεύοντας ότι ο Ανδρούτσος θα έκανε αποδεκτή την πρότασή του.

Σε μια δεύτερη σύσκεψη των ελλήνων οπλαρχηγών, που δεν είχαν στη διάθεσή τους πάνω από 1200 άνδρες, λύθηκε η διαφωνία τους. Αποφάσισαν ο μεν Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά να πιάσουν τις γύρω περιοχές, ο δε Ανδρούτσος να χτυπήσει τον εχθρό από το χάνι σε μια οπωσδήποτε παράτολμη ενέργεια. Μαζί του βρέθηκαν 117 άνδρες, που μετέτρεψαν το πλινθόκτιστο κτίριο σε οχυρό με πρόχειρα έργα.

Το πρωί της 8ης Μαΐου 1821, ο Ομέρ Βρυώνης με τον στρατό του πλησίασε σε απόσταση βολής από το χάνι και αμέσως δέχτηκε καταιγισμό πυρών. Κατάλαβε ότι ο παλιός του φίλος δεν πήγε εκεί με φιλικούς σκοπούς, αλλά για να τον πολεμήσει. Πρώτα διέταξε να γίνει επίθεση κατά των ανδρών του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά, τους οποίους διασκόρπισε στα γύρω βουνά, όπως και στη Μάχη της Αλαμάνας. Στη συνέχεια, επικεντρώθηκε στο Χάνι και τον Ανδρούτσο.

Έκανε μια απόπειρα να τον μεταπείσει, στέλνοντας ένα δερβίση ως αγγελιοφόρο. Η αποστολή του ιερωμένου είχε τον λόγο της. Ο Ομέρ Βρυώνης γνώριζε ότι ο Ανδρούτσος ήταν Μουσουλμάνος Μπεκταξής. Ο δερβίσης προχώρησε έφιππος προς το Χάνι, αλλά ξαφνικά δέχθηκε μια σφαίρα στο μέτωπο κι έπεσε άπνους. Οι Οθωμανοί επιτέθηκαν κατά κύματα στο Χάνι. Ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του κρατούσαν γερά. Ο Ομέρ Βρυώνης εξεμάνη με την ανικανότητα των αξιωματικών του και διέταξε και νέα επίθεση κατά το μεσημέρι. Και αυτή απέτυχε.

Τις πρώτες ώρες του δειλινού διέταξε κατάπαυση του πυρός, συνειδητοποιώντας ότι είχε διαπράξει ένα ακόμη λάθος. Από υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και υποτιμώντας την ανδρεία των Ελλήνων είχε εκστρατεύσει χωρίς πυροβολικό. Αποφάσισε να αποσύρει προσωρινά τις δυνάμεις του και να διατάξει να του φέρουν κανόνια από τη Λαμία. Ήταν αποφασισμένος το πρωί της επόμενης ημέρας να ισοπεδώσει το Χάνι, με τους αυθάδεις υπερασπιστές του. Την κίνηση αυτή του Ομέρ Βρυώνη μάντεψε ο Ανδρούτσος και γύρω στις δύο τα ξημερώματα της 9ης Μαΐου επεχείρησε με τους 110 άνδρες του ηρωική έξοδο. Οι έξι είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της ολοήμερης μάχης. Αιφνιδίασαν τις τουρκικές φρουρές που είχαν περικυκλώσει το Χάνι και χάθηκαν μέσα στα σπαρτά.

Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στοίχισε στον Ομέρ Βρυώνη πάνω από 300 νεκρούς και 200 τραυματίες Κυρίως, όμως, προκάλεσε κλονισμό στο ηθικό του στρατού του και τον δικό του δισταγμό για το αν έπρεπε να συνεχίσει την εκστρατεία του. Για λίγο καιρό, τουλάχιστον, ένας σοβαρός κίνδυνος για την Πελοπόννησο εξέλιπε. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αναγνωρίσθηκε απ' όλους ως αναμφισβήτητος ηγέτης της Ανατολικής Στερεάς.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/258

Όσιος Αρσένιος ο Μέγας


Λαθεῖν βιώσας Ἀρσένιος ἠγάπα,
Ὃς οὐδὲ πάντως ἐκβιώσας λανθάνει.


Λειτουργικά κείμενα



Αποφθέγματα

Αγιογραφίες / Φωτογραφίες

Οπτικοακουστικό Υλικό

                         Πηγή

Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Αθανασίου


Ἀθανάσιε, ποῦ κομίζῃ; μὴ πάλιν
Καὶ νεκρὸν ἐξόριστον ἐκπέμπουσί σε;
Δευτερίῃ νέκυς Ἀθανασίου ἐξέδυ τύμβου.


Λειτουργικά κείμενα


Οπτικοακουστικό Υλικό

             Πηγή

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής (Σύναξις της αγίας κόνεως της εκπορευομένης εκ του τάφου του Ιωάννου του Θεολόγου)


Οὐ βρῶσιν, ἀλλὰ ῥῶσιν ἀνθρώποις νέμει
Τὸ τοῦ τάφου σου μάννα, μύστα Κυρίου.
Ὀγδοάτῃ τελέουσι ῥοδισμὸν βροντογόνοιο.


Λειτουργικά κείμενα


Άγαλμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην Πλατεία Μητροπόλεως, στην Αθήνα.

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ