- Περισσότερα για τους «Έρως Ελλάς» εδώ
Διά τὴν Πόλῐν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά
Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024
Μουσική Παρασκευή - Έρως Ελλάς ~ Κάνε ότι κοιμάσαι
Ναυπλιακή Επανάσταση ή Ναυπλιακά
Στασιαστικό κίνημα, που εκδηλώθηκε στο Ναύπλιο την 1η Φεβρουαρίου 1862 κατά του βασιλιά Όθωνα. Παρά την αποτυχία του, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έξωση του δυνάστη λίγους μήνες αργότερα.
Στασιαστικό κίνημα, που εκδηλώθηκε στο Ναύπλιο την 1η Φεβρουαρίου 1862 κατά του βασιλιά Όθωνα. Παρά την αποτυχία του, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έξωση του δυνάστη λίγους μήνες αργότερα. Η εξέγερση αυτή θα μείνει στην ιστορία ως «Ναυπλιακή Επανάσταση» ή «Ναυπλιακά».
Την αυγή του 1862 το αντιδυναστικό κίνημα είχε φουντώσει στο μικρό ελληνικό κράτος. Η αντιπολίτευση είχε περάσει από την πρωτεύουσα Αθήνα στην επαρχία, όπου η κεντρική εξουσία δεν ήταν σε θέση να ελέγξει στην κατάσταση. Το γενικό αίτημα ήταν να μεταβληθεί το «σύστημα», όρος ασαφής, που σήμαινε το σύστημα της διακυβέρνησης, αλλά και ευρύτερα το υπάρχον καθεστώς της Βαυαροκρατίας. Ο Όθωνας προσπάθησε να αλλάξει το πολιτικό κλίμα στις 10 Ιανουαρίου, αναθέτοντας την πρωθυπουργία στον δημοφιλή ναυμάχο του ‘21 Κωνσταντίνο Κανάρη, αλλά ο γηραιός ναύαρχος έθεσε όρους για τον εκδημοκρατισμό του καθεστώτος, τους οποίους ο βασιλιάς δεν δέχθηκε.
Το Ναύπλιο είχε εξελιχθεί σε σημαντικό κέντρο του αντιδυναστικού αγώνα, εξαιτίας της φυλάκισης και της εκτόπισης εκεί πολλών αξιωματικών που ήταν αντίθετοι στη Βαυαροκρατία. Ψυχή της αντιδυναστικής κίνησης ήταν ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμιος Μίχος, που υπηρετούσε στη φρουρά της πόλης, ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος και ο υπολοχαγός Δημήτριος Θ. Γρίβας, που ήταν κρατούμενοι στο Παλαμήδι. Μαζί τους σημαίνοντα πρόσωπα της πόλης, όπως η δήμαρχος Ναυπλίου Πολυχρόνης Ζαφειρόπουλος, ο υποπρόξενος του Βελγίου Σπυρίδων Ζαβιτσάνος, ο εφέτης Γεώργιος Πετμεζάς, ο πρωτοδίκης Πέτρος Μαυρομιχάλης και πολλοί δικηγόροι.
Καθημερινές ήταν οι συγκεντρώσεις και οι συζητήσεις ανάμεσα σε πολίτες και στρατιωτικούς στο σπίτι μιας δυναμικής γυναίκας από την Πάτρα, της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, το γένος Καλαμογδάρτη, χήρας του δημάρχου Ναυπλίου και γερουσιαστή, Σπύρου Παπαλεξόπουλου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Επαμεινώνδα Κυριακίδη, η Παπαλεξοπούλου ήταν «προσόμοιος των γυναικών των πολιτευθεισών κατά την γαλλική επανάστασιν, μετέδιδε δια της φλεγούσης ευγλωττίας της τας ανατρεπτικάς αυτής ιδέας, παρέσυρε πάντας εις την στάσιν, προέτρεπε και ενεθάρρυνε την νεολαίαν… και εγένετο μία των κυριωτέρων αφορμών της επισπεύσεως της στάσεως».Η εκδήλωση του κινήματος ορίσθηκε για τις 3 Φεβρουαρίου 1862 . Όμως, αποφασίστηκε η επίσπευσή του κατά δύο μέρες, επειδή κρίσιμα έγγραφα των επαναστατών βρέθηκαν στην κατοχή των αρχών. Έτσι, θα εκδηλωθεί τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου προς την 1η Φεβρουαρίου 1862 και γρήγορα θα λάβει μεγάλες διαστάσεις. Οι αρχές θα καταλυθούν και θα συσταθεί Προσωρινή Κυβερνητική Επιτροπή, ενώ στρατιωτικά σώματα θα αναπτυχθούν σε στρατηγικά σημεία της ευρύτερης περιοχής. Το δημοτικό συμβούλιο της πόλης θα ενωθεί με τους επαναστάτες και θα εκδώσει προκήρυξη προς τον λαό, στην οποία, ανάμεσα σε άλλα, αναφέρονταν τα βασικά αιτήματα της επαναστάσεως:
- «Κατάπτωσις του συστήματος, πιστώς υπηρετουμένου υπό της μέχρι τούδε κυβερνήσεως και αναγόρευσις νέου εγγυωμένου τας ελευθερίας του λαού…»
- «Διάλυσις της δια βιαίων μέσων συστηθείσης και μέχρι τούδε υπαρχούσης Βουλής»
- «Συγκρότησις Εθνοσυνελεύσεως…»
Στρατιωτικός αρχηγός της εξέγερσης ορίσθηκε ο αντισυνταγματάρχης Μίχος, ως ο αρχαιότερος από τους αξιωματικούς, ο Κορωναίος ανέλαβε επικεφαλής του επιτελείου και ο Γρίβας αστυνόμος Ναυπλίου. Από την αρχή ο Κορωναίος ήταν υπέρ της εκστρατείας στην Αθήνα, αλλά ο Μίχος θεώρησε την πρότασή του παράτολμη. Πίστευε ότι ανάλογη επανάσταση θα ξεσπούσε και στην Αθήνα, κάτι που τελικά δεν συνέβη, επειδή οι αρχές προχώρησαν σε προληπτικές συλλήψεις και έκλεισαν το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εάν είχε γίνει δεκτό το σχέδιο του Κορωναίου, το αποτέλεσμα της εξέγερσης πιθανόν να ήταν διαφορετικό.
Τα νέα έφθασαν γρήγορα στην Αθήνα και κατατάραξαν τον Όθωνα και την κυβέρνηση του πιστού του πρωθυπουργού Αθανασίου Μιαούλη (γιου του μπουρλοτιέρη Ανδρέα Μιαούλη). Η αντίδρασή τους υπήρξε ακαριαία. Κυβερνητικός στρατός υπό τον φιλέλληνα ελβετό στρατηγό Χαν στάλθηκε στην Κόρινθο, που θα αποτελέσει το ορμητήριο για τη συντριβή της εξέγερσης. Το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου ο βασιλιάς Όθωνας επιθεώρησε τα συγκεντρωθέντα στην Κόρινθο στρατεύματα, αποτελούμενα από 2.000 άνδρες και τους είπε:
Από την επομένη θα αρχίσει μία ακόμη εμφύλια σύρραξη. Ο βασιλικός στρατός θα προελάσει ταχύτατα και στις 6 Φεβρουαρίου θα καταλάβει το Άργος, το οποίο υπερασπιζόταν ο στρατηγός Τσόκρης. Στις 8 Φεβρουαρίου οι δυνάμεις του Χαν θα προσπαθήσουν να καταλάβουν το Ναύπλιο εξ εφόδου, αλλά θα αποκρουστούν από τους επαναστάτες και θα υποχωρήσουν. Την ίδια ημέρα, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος θα εκδώσει εγκύκλιο κατά των επαναστατών, απειλούσα την κατάρα του Θεού εναντίον «των αφρόνων, λυμεώνων της κοινωνίας και αισχρών προδοτών της πατρίδας».
Ο στρατηγός Χαν ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων και προσπάθησε να κάμψει το ηθικό των επαναστατών, με πολιορκία μακράς διαρκείας, αποφεύγοντας τον βομβαρδισμό της πόλης. Όμως το ηθικό των επαναστατών παρέμεινε ακμαίο. Στις 26 Φεβρουαρίου προσπάθησαν να περάσουν στην αντεπίθεση, αλλά αποκρούστηκαν.
Η αποφασιστική μάχη, που έκρινε την τύχη της Ναυπλιακής Επανάστασης, δόθηκε την 1η Μαρτίου. Ο στρατηγός Χαν επιτέθηκε από τρία σημεία εναντίον της πόλης και μετά από πεισματώδη αγώνα έκαμψε την άμυνα των επαναστατών αργά το βράδυ. Οι μάχες στοίχισαν τη ζωή σε πολλούς Έλληνες και από τις δύο πλευρές. Ο αντισυνταγματάρχης Κορωναίος, που υπερασπιζόταν το Παλαμήδι, τραυματίσθηκε και συνελήφθη, όπως και ο Εμμανουήλ Παπαδάκης, αρχηγός των Κρητικών, που είχαν λάβει μέρος στις μάχες στο πλευρό των εξεγερμένων.
Την επομένη ο στρατηγός Χαν ζήτησε την παράδοση των επαναστατών εντός 24 ωρών. Οι επαναστάτες διχάσθηκαν. Ο Μίχος, βλέποντας το μάταιο του αγώνα, ζήτησε να δοθεί γενική αμνηστία. Αντίθετα, ο Γρίβας μαζί με άλλους αξιωματικούς κλείσθηκαν στο Παλαμήδι αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι τέλους. Στις 16 Μαρτίου οι δύο πλευρές τα ξαναβρήκαν, έπειτα από δήλωση του Χαν ότι θα δοθεί μερική και όχι γενική αμνηστία και ετοιμάστηκαν για την ύστατη άμυνα. Οι μάχες ξανάρχισαν με σφοδρούς κανονιοβολισμούς εκατέρωθεν.Στις 24 Μαρτίου, οι μάχες διακόπηκαν οριστικά, όταν έφθασε από την Αθήνα το διάταγμα για γενική αμνηστία, από την οποία εξαιρούνταν 19 άτομα, 12 στρατιωτικοί (Δημήτριος Τσόκρης, Αρτέμιος Μίχος, Λουδοβίκος Στέλβαχ, Δημήτριος Μπότσαρης, Χαράλαμπος Ζυμβρακάκης, Δημήτριος Γρίβας, Θρασύβουλος Μάνος, Αλέξανδος Πραίδης, Ν. Σμόλεντς, Διονύσιος Τριτάκης, Χρήστος Γρίβας, Χρήστος Κατσικογιάννης) και 7 πολίτες (Γεώργιος Πετμεζάς, Πέτρος Μαυρομιχάλης, Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, Σπύρος Ζαβιτσάνος, Γεώργιος Φραγγιάς, Γρηγόριος Δημητριάδης, Ιωάννης Παπαζαφειρόπουλος).
Οι 19 πρωταίτιοι της επανάστασης, ύστερα από διαπραγματεύσεις, αναχώρησαν από την Ελλάδα με δύο ξένα πλοία με κατεύθυνση τη Σμύρνη, όπου έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό από το ντόπιο ελληνικό στοιχείο. Πριν από την αναχώρησή τους είχαν συντάξει πρωτόκολλο που απευθυνόταν στις τρεις μεγάλες δυνάμεις, στο οποίο, ανάμεσα σε άλλα, αναφερόταν: «…Επειδή το αίσθημα ημών υπέρ πατρίδος, αγνόν και καθαρόν εκίνησεν ημάς εις την επανάστασιν, ουχί προς ανατροπήν των καθεστώτων, αλλά προς εφαρμογήν και θρησκευτικήν τήρησιν του Συντάγματος…υποβάλλομεν ημάς αυτούς εις την εγκατάλειψιν του πατρώου εδάφους, αναχωρούντες εις την αλλοδαπήν…». Διαχωρίζοντας την θέση του από τους υπολοίπους, ο Δημήτριος Γρίβας συμπλήρωνε στο τέλος του πρωτοκόλλου: «Εγκαταλειφθείς παρά πάντων των συναδέλφων μου, αναγκάζομαι να καταδικάσω εμαυτόν εις αειφυγίαν, και, αισχυνόμενος του λοιπού ν’ αποκαλώμαι Έλλην, από τούδε παραιτούμαι της Ελληνικής εθνικότητας».
Στις 8 Απριλίου 1862 ο κυβερνητικός στρατός εισήλθε στο Ναύπλιο, περνώντας μπροστά από τη φρουρά των επαναστατών που είχε παραταχθεί στην είσοδο της πόλεως. «Αλλ’ εάν η Ναυπλιακή στάσις κατεστάλη το χυθέν αδελφικόν αίμα βαθυτέραν την διαίρεσιν κατέστησεν» συνόψισε το 1894 ο ιστορικός Επαμεινώνδας Κυριακίδης.
Αγία Ευδοκία η από Σαμαρειτών η Οσιομάρτυς
Ἡ Σαμαρεῖτις οὐχ ὕδωρ Εὐδοκία,
Ἀλλ' αἷμα, Σῶτερ, ἐκ τραχήλου σοι φέρει.
Μαρτίου ἀμφὶ πρώτῃ ἡ Εὐδοκία ξίφος ἔτλη.
Η Αγία Ευδοκία γεννήθηκε στη Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας, της Φοινίκης, την εποχή του Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.). Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην αμαρτία και την ακολασία, παρασύροντας με την εκτυφλωτική της ομορφιά πολλούς άνδρες στη αμαρτωλή ζωή, ενώ συγχρόνως συγκέντρωσε πολλά χρήματα.
Η χάρη όμως του Θεού ευδόκησε, ώστε να συμβεί η θαυμαστή αλλοίωση και στην ψυχή της Ευδοκίας. Μετά από μία σοβαρή ασθένεια, εγκατέλειψε την πόλη και την αμαρτία της, για να επιστρέψει εκεί ένα χρόνο αργότερα. Επιθυμώντας όμως να παραμείνει άγνωστη, εγκαταστάθηκε στην άκρη της πόλης. Εκεί γνωρίζει κάποιον μοναχό ονόματι Γερμανό και με τις νουθεσίες του μετανοεί.
Στην συνέχεια, αφού είδε οπτασία, προσήλθε στον Επίσκοπο Θεόδοτο και βαπτίσθηκε. Η οπτασία ήταν η εξής: Παρατηρούσε Άγγελο Θεού να οδηγεί αυτήν προς τον ουρανό και άλλους Αγγέλους να τη συγχαίρουν, ενώ την ίδια στιγμή κάποιος μαύρος ούρλιαζε και έλεγε ότι αδικείται πάρα πολύ, επειδή η Ευδοκία έγινε Χριστιανή.
Από τότε αλλάζει η ζωή της, χαρίζει όλη της τη περιουσία στο φιλανθρωπικό έργο της τοπικής εκκλησίας και πηγαίνει σε κάποιο μοναστήρι, όπου ζει βίο ασκητικό ως τη στιγμή που τη άρπαξαν οι πρώην εραστές της και την οδήγησαν στο Αυριλιανό για να δικαστεί.
Η Αγία όμως με την προσευχή της, κατόρθωσε να αναστήσει το νεκρό παιδί του βασιλιά και να προσελκύσει και τον ίδιο στο Χριστιανισμό. Αργότερα οδηγήθηκε μπροστά στον ηγεμόνα Διογένη, ο οποίος την άφησε ελεύθερη, αφού η Αγία και πάλι θαυματούργησε. Τελικά αποκεφαλίσθηκε από το Βικέντιο και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Φόβον ἔνθεον, ἀναλαβοῦσα, κόσμου ἔλιπες, τὴν εὐδοξίαν, καὶ τῷ Λόγῳ Εὐδοκία προαέδραμες, οὐ τὸν ζυγὸν τὴ σαρκί σου βαστάσασα, ὑπερφυῶς ἠγωνίσω δι' αἵματος. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐδοκία τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.
Ὁ εὐδοκήσας ἐκ βυθοῦ ἀπωλείας, πρός εὐσεβείας τόν ἀκρότατον ὅρον, ἀναγαγεῖν σε ἔνδοξε ὡς λίθον ἐκλεκτόν, οὗτος καί τόν βίον σου, τῇ ἀθλήσει λαμπρύνας, χάριν ἰαμάτων σοι, Εὐδοκία παρέχει· ὃν ἐκδυσώπει σῴζεσθαι ἡμᾶς, Ὁσιομάρτυς, Ἀγγέλων ἐφάμιλλε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.
Φωτισθεῖσα τῇ αἴγλῃ τῇ θεϊκῇ, τὸν τῆς πλάνης κατέλιπες σκοτασμόν, καὶ βίον ἀνέλαβες, μετὰ σώματος ἄϋλον, χαρισμάτων δὲ θείων, πλησθεῖσα τοῦ Πνεύματος, ἐκ ψιλῆς προσρήσεως, νεκροὺς ἐξανέστησας· ὅθεν ἐπὶ τέλει, μαρτυρίου στεφάνῳ, ἐνθέως κεκόσμησαι, καὶ τὸν δόλιον ᾔσχυνας, Εὐδοκία Ἰσάγγελε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Οπτικοακουστικό Υλικό
-
Εν αρχή ην ο πόνος, τούτες τις τρομερές μέρες του φετινού Αυγούστου. Ναι, ο πόνος. Γιατί πριν από κάθε ανάλυση, ακόμα και την εμβριθέστερη...
-
Τίτλοι αρχής (το παρακάτω βίντεο ανέβηκε από το κανάλι bellllllochannel στο Youtube) Μοιάζει...
-
Πηγή εικόνας: i-diadromi.gr Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη Θεία γέννηση, να πω στ’ αρχοντικό σας. Χριστός γεννάται...