Διά τὴν Πόλῐν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά
Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024
Η Άλωση της Ρόδου
Ήταν η δεύτερη προσπάθεια των Οθωμανών το 1522 να εκδιώξουν τους Ιωαννίτες Ιππότες από τη Ρόδο και να διασφαλίσουν με την κατάληψη του νησιού την κυριαρχία τους στο νοτιοανατολικό Αιγαίο...
Ήταν η δεύτερη προσπάθεια των Οθωμανών το 1522 να εκδιώξουν τους Ιωαννίτες Ιππότες από τη Ρόδο και να διασφαλίσουν με την κατάληψη του νησιού την κυριαρχία τους στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Αυτή τη φορά στέφθηκε από επιτυχία, σε αντίθεση με την πρώτη το 1480.
Ο 16ος αιώνας ήταν η περίοδος της μεγίστης ακμής για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπό την ηγεσία του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α' του Μεγαλοπρεπή. Τη Ρόδο κατείχαν από το 1309 οι Ιωαννίτες Ιππότες (Τάγμα του Αγίου Ιωάννη), απομεινάρια των Σταυροφόρων, που είχαν χάσει και τα τελευταία τους ερείσματα στους Αγίους Τόπους το 1291. Αγόρασαν την πόλη της Ρόδου από τους Γενουάτες και κατόρθωσαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε όλο το νησί, εκδιώκοντας τους Τούρκους. Με την πάροδο των ετών δημιούργησαν ένα ισχυρό προπύργιο στην περιοχή και κατέστησαν αρκετά ενοχλητικοί για τους Οθωμανούς, αφού παρεμπόδιζαν με τις επιδρομές τους τη ναυσιπλοΐα από τη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία προς τα λιμάνια της Συρίας και της Αιγύπτου.
Μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Ρόδου από τους Οθωμανούς το 1480, ήταν θέμα χρόνου η επάνοδός τους στο νησί. Για αυτό, το κύριο μέλημα του Μέγα Μάγιστρου Φιλίπ Βιλιέ ντε Λιλ Αντάμ ήταν να βελτιώσει και να επεκτείνει τα οχυρωματικά έργα της πόλης και να κλείσει το λιμάνι με την τοποθέτηση μιας τεράστιας σιδερένιας αλυσίδας στην είσοδό του. Ο Σουλειμάν, από την πλευρά του, αποφάσισε ότι το καλοκαίρι του 1522 ήταν ο καλύτερος χρόνος για να επιχειρήσει την κατάληψη της Ρόδου.
Στις 26 Ιουνίου, ο στόλος του, αποτελούμενος από περίπου 280 πλοία, αποβίβασε τα πρώτα στρατεύματα στη Ρόδο. Μέχρι τις 28 Ιουλίου, οπότε κατέφθασε αυτοπροσώπως ο Σουλτάνος για να εποπτεύσει την επιχείρηση, ο αριθμός τους έφθανε τις 100.000 άνδρες. Επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων τέθηκε ο μπατζανάκης του Σουλτάνου, Μουσταφά Πασά. Την καλά οχυρωμένη πόλη της Ρόδου υπερασπίζονταν περίπου 5.000 άνδρες, από τους οποίους οι 600 ήταν του Τάγματος (200 Ιππότες), 400 Κρητικοί (Έλληνες και Βενετοί, ανάμεσά τους και ο μεγάλος τειχιστής Γαβριήλ Μαρτινέγκο) και οι υπόλοιποι ξένοι ναυτικοί και ντόπιοι Ροδίτες.
Η πολιορκία της Ρόδου βάστηξε πέντε μήνες και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις του είδους. Στην αρχή, ο Μουσταφά Πασάς μπλόκαρε το λιμάνι και βομβάρδισε την πόλη με το πεδινό πυροβολικό του. Στη συνέχεια, οι επιθέσεις του πεζικού ήταν καθημερινό φαινόμενο, αλλά απέβαιναν άκαρπες. Το φρούριο της Ρόδου κρατούσε γερά και δεν ήταν εύκολη υπόθεση η κατάληψή του, όπως πίστευαν αρχικά οι σύμβουλοι του Σουλτάνου. Στις 24 Σεπτεμβρίου ο Μουσταφά πραγματοποίησε μια συνδυασμένη μαζική επίθεση με πυροβολικό και πεζικό. Πάνω στα τείχη της Ρόδου διεξήχθησαν ομηρικές μάχες και πολλές φορές άλλαξαν χέρια. Μία μέρα αργότερα και αυτή η επίθεση κατέληξε σε αποτυχία, με σημαντικές απώλειες για τους επιτιθέμενους.
Εξοργισμένος ο Σουλεϊμάν από την ανικανότητα του στρατηγού του διέταξε να τον θανατώσουν και ανέθεσε την επιχείρηση στον Αχμέτ Πασά, έμπειρο πολιορκητή και με γνώσεις μηχανικής. Μόνο με την παρέμβαση των συμβούλων του η οργή του Σουλτάνου καταλάγιασε και χαρίστηκε στον συγγενή του. Ο Αχμέτ με τα διαρκή πυρά του πυροβολικού του προξένησε σημαντικές ζημιές στις οχυρώσεις, ενώ προσπάθησε να σκάψει λαγούμια κάτω από τα τείχη και να αιφνιδιάσει τους αμυνόμενους. Μια νέα επίθεση τον Νοέμβριο κατέληξε σε αποτυχία.
Και οι δύο πλευρές, μετά από πέντε μήνες άγριων μαχών, είχαν φθάσει στα όριά τους. Σε πιο δεινή θέση ήταν οι πολιορκούμενοι, που αντιμετώπιζαν έλλειψη τροφών και πολεμοφοδίων, αφού η βοήθεια από τη Δύση δεν έφθασε ποτέ. Οι οχυρώσεις καταστρέφονταν, χωρίς δυνατότητα επισκευής. Ο αποδεκατισμός της φρουράς δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθεί, ενώ αντίθετα στο τουρκικό στρατόπεδο οι τρομακτικές απώλειες αναπληρώνονταν με αφίξεις νέων στρατευμάτων.
Υπό την πίεση του λαού, ο Μέγας Μάγιστρος ζήτησε ανακωχή από τον Σουλτάνο στις 20 Δεκεμβρίου 1522. Δύο μέρες αργότερα, ο Σουλεϊμάν δέχθηκε και ανακοίνωσε τους όρους του, οι οποίοι ήταν αρκούντως γενναιόδωροι και εξέπληξαν τους αμυνόμενους. Ο Σουλεϊμάν απαίτησε από τους Ιππότες να εγκαταλείψουν τη Ρόδο εντός 12 ημερών με την περιουσία και τον οπλισμό τους. Στους ντόπιους, Έλληνες και Λατίνους, έδωσε φορολογική απαλλαγή για πέντε χρόνια και παρείχε τη διαβεβαίωση ότι δεν θα μετέτρεπε τους χριστιανικούς ναούς σε τζαμιά. Αν ήθελαν να εγκαταλείψουν το νησί όφειλαν να το πράξουν εντός τριών ετών.
Την 1η Ιανουαρίου 1523 οι Ιππότες και αρκετοί Έλληνες εγκατέλειψαν τη Ρόδο με προορισμό τη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Στη συνέχεια, οι Ιππότες διεκπεραιώθηκαν στη Σικελία και κατέληξαν στη Μάλτα, όπου θα μετονομαστούν σε Ιππότες της Μάλτας και θα τεθούν εκ νέου αντιμέτωποι των Οθωμανών το 1565.
Εν τω μεταξύ, στη Ρόδο ξέσπασαν οι πρώτες ταραχές, όταν οι νικητές έδιωξαν Λατίνους και Έλληνες από το φρούριο, στο οποίο εγκαταστάθηκαν Τούρκοι και Εβραίοι. Η πολιορκία και η άλωση της Ρόδου επιτεύχθηκε με μεγάλο ανθρώπινο κόστος για τους Οθωμανούς (περίπου 50.000 οι νεκροί και οι τραυματίες), αλλά τους διασφάλισε την κυριαρχία τους στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/367
Η Απελευθέρωση της Καβάλας
Στις 26 Ιουνίου 1913 τρία πλοία του ελληνικού στόλου αποβίβασαν αγήματα στην Καβάλα και την κατέλαβαν από τους Βουλγάρους δια περιπάτου...
Στις 26 Ιουνίου 1913 τρία πλοία του ελληνικού στόλου αποβίβασαν αγήματα στην Καβάλα και την κατέλαβαν από τους Βουλγάρους δια περιπάτου. Ήταν η πρώτη επιχείρηση του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου, που «έπαιζε» άνευ αντιπάλου στο Αιγαίο, καθώς οι Βούλγαροι δεν είχαν πλοία στο Αιγαίο και ο Οθωμανικός στόλος ήταν κλεισμένος στα Στενά.
Η Καβάλα είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους τον Οκτώβριο του 1912, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Οι Βούλγαροι ήθελαν να την κρατήσουν πάση θυσία υπό την κυριαρχία τους για να διασφαλίσουν την πολυπόθητη έξοδό τους στο Αιγαίο. Η Καβάλα ήταν ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά λιμάνια του μακεδονικού χώρου, με το ελληνικό στοιχείο, που αποτελούσε το 45% του πληθυσμού της, να παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της πόλης. Το ελληνικό στρατηγείο από την πλευρά του επιζητούσε την κατάληψη της Καβάλας για να εκδιώξει από την ευρύτερη περιοχή του Παγγαίου τους Βουλγάρους και να διευκολύνει έτσι τις επιχειρήσεις στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη.
Με την έναρξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου (16 Ιουνίου 1913), ο ελληνικός στόλος απέκλεισε τις ακτές της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, από τις εκβολές του Στρυμόνα, δυτικά, έως τον Αίνο (περιοχή πέρα από τον Έβρο), ανατολικά. Στις 18 Ιουνίου τα ελληνικά πολεμικά πλοία ήταν αγκυροβολημένα στην περιοχή της Ασπροβάλτας για να παρέχουν υποστήριξη στην 7η Μεραρχία, που επιχειρούσε στην ευρύτερη περιοχή των Σερρών. Η προς τα βορειανατολικά προέλαση της 7ης Μεραρχίας κατέστησε άσκοπη την παραμονή του στόλου εκεί και στις 22 Ιουνίου κατέπλευσε στον Λιμένα της Θάσου.
Την επομένη ημέρα, 23 Ιουνίου, τμήμα του ελληνικού στόλου έλαβε διαταγή να κάνει παραπλανητικές διελεύσεις μπροστά από το λιμάνι της Καβάλας. Το θωρηκτό «Ύδρα» και μεταγωγικά πλοία, τα οποία ήταν κενά, διέρχονταν επανειλημμένα μπροστά από το λιμάνι της Καβάλας και έδιναν την εντύπωση στους Βουλγάρους ότι οι Έλληνες θα πραγματοποιήσουν απόβαση στην Κεραμωτή, απέναντι από την Θάσο. Φοβούμενοι το ενδεχόμενο αυτό, οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την πόλη στις 25 Ιουνίου και κατευθύνθηκαν προς τα βόρεια. Στις 26 Ιουνίου 1913, τα αντιτορπιλικά «Δόξα», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ» αποβίβασαν αγήματα και απελευθέρωσαν την Καβάλα χωρίς αντίσταση, «εν μέσω εξάλλου ενθουσιασμού των κατοίκων», όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής.
Η ενσωμάτωση της Καβάλας στο ελληνικό κράτος θα κριθεί οριστικά στο διπλωματικό πεδίο, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (17 - 28 Ιουλίου 1913). Οι Βούλγαροι έδωσαν σκληρή μάχη για να ανακτήσουν την Καβάλα, έχοντας την υποστήριξη της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας. «Η Ελλάδα διαθέτει τόσα λιμάνια, ώστε να μην γνωρίζει πώς θα τα χρησιμοποιήσει. Θα λάβει τη Θεσσαλονίκη. Ανατολικά της Θεσσαλονίκης, μόνο η Καβάλα είναι δυνατόν να αποτελέσει ένα αξιόλογο λιμάνι. Το Ντεντέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη) δεν αξίζει τίποτε. Είναι δίκαιο η Βουλγαρία να έχει ένα λιμάνι στη θάλασσα του Αιγαίου» τόνιζε o υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Σαζόνοφ προς τον Γάλλο πρεσβευτή στη Ρωσία Τεοφίλ Ντελκασέ. Την πλάστιγγα υπέρ των ελληνικών θέσεων θα γείρει τελικά ο Γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος, η αδελφή του οποίου Σοφία είχε παντρευτεί τον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/636
Όσιος Δαβίδ από τη Θεσσαλονίκη
Δαυῒδ συνήφθης τῷ πάλαι Δαυῒδ νέε,
Ἄλλον Γολιὰθ σαρκικά κτείνας πάθη.
Ἕκτῃ ἐξεπέρησε πύλας βίου εἰκάδι Δαυΐδ.
Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη βόρεια Μεσοποταμία, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο, και γεννήθηκε περί το 450 μ.Χ. Για λόγους που δεν αναφέρονται ήλθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με το μοναχό Αδολά. Κατά το βιογράφο τους ο Όσιος εισήλθε αρχικά στη μονή των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου, επιλεγομένη Κουκουλλιατών, της οποίας η τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων». Το προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ή «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τους μοναχούς που έφεραν κουκούλιο, ίσως κατά ιδιάζοντα τρόπο, αν κρίνει κανείς από τις σωζόμενες απεικονίσεις του Οσίου, δηλαδή ριγμένο στους ώμους. Η θέση της μονής πρέπει να αναζητηθεί βορειοανατολικά της Ακροπόλεως, εκεί όπου αναγνωρίζεται το τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».
Τα παραδείγματα των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαιτέρως του Προφήτου και βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ώθησαν τον Όσιο Δαβίδ να αποφασίσει να καθίσει σε δένδρο αμυγδαλέας μέχρι ο Κύριος να του αποκαλύψει το θέλημά Του και να του χαρίσει σύνεση και ταπείνωση. Στο τέλος της τριετίας εμφανίσθηκε στον Όσιο Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι εισακούσθηκε η παράκλησή του και η δοκιμασία του ως δενδρίτου ασκητού έληξε. Ο Άγγελος του είπε να κατέλθει από το δένδρο και να συνεχίσει τον ασκητικό του βίο σε κελί αινών και ευλογών τον Θεό. Ο Όσιος κοινοποίησε την οπτασία αυτή στους μαθητές του, ζητώντας τη βοήθειά τους για την κατασκευή του κελιού. Η είδηση γρήγορα έφθασε στον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο και σε όλη την πόλη.
Όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη Νεαρά 11, του 535 μ.Χ., απέσπασε από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τις βόρειες περιοχές του Ιλλυρικού και ανύψωσε την ιδιαίτερή του πατρίδα σε Αρχιεπισκοπή, υπό τον τίτλο της Νέας Ιουστινιανής, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος αν και αποδέχθηκε τη μεταβολή, προσπάθησε όμως να περισώσει την πολιτική σημασία της πόλεως, με την επαναφορά της έδρας του υπάρχου του Ιλλυρικού από την Πρώτη Ιουστινιανή στη Θεσσαλονίκη. Ενώ η διάσπαση της εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν μείωνε την αξία της Θεσσαλονίκης, η μετάθεση της έδρας της υπαρχίας συνιστούσε σοβαρό υποβιβασμό της πόλεως. Το αίτημα λοιπόν των Θεσσαλονικέων, καθώς και η επιθυμία του υπάρχου Δομνίκου, ήταν η επαναφορά της έδρας στη Θεσσαλονίκη, ιδέα που ενστερνίσθηκε με ενθουσιασμό ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης. Στο σημείο αυτό ζητήθηκε η βοήθεια του Οσίου Δαβίδ για τη μεταφορά του αιτήματος στον Ιουστινιανό, διότι ο Αρχιεπίσκοπος, όπως ο Βίος εξηγεί, δεν μπορούσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» και να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός των άλλων όμως, η προτίμηση του Οσίου Δαβίδ δείχνει τη βαρύτητα, αλλά και τις δυσχέρειες που προβλεπόταν ότι θα συναντούσε ένα παρόμοιο αίτημα στον Ιουστινιανό, ο οποίος προσφάτως είχε τιμήσει την ιδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη Ιουστινιανή, με τις έδρες της νέας Αρχιεπισκοπής και της υπαρχίας. Μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού ο Όσιος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στο φως του ήλιου. Η μορφή του είχε αλλάξει. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει μέχρι την οσφύ αυτού και τα γένια του μέχρι τους πόδες του, το δε άγιο πρόσωπό του έλαμπε σαν τις ακτίνες του ήλιου. Συνοδευόμενος από δύο μαθητές του, τον Θεόδωρο και τον Δημήτριο, απέπλευσε προς τη Βασιλεύουσα. Η φήμη όμως του Οσίου είχε προτρέξει. Έτσι, όταν έφθασε εκεί, όλη η Πόλη τον υποδέχθηκε. Η υποδοχή του από τη Θεοδώρα, σύζυγο του Ιουστινιανού, καθώς και οι τιμές και ο σεβασμός της προς το πρόσωπο του Οσίου, προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων των παρισταμένων. Η Θεοδώρα κινήθηκε δραστήρια• έτσι, όταν επέστρεψε ο Ιουστινιανός, ο οποίος απουσίαζε σε επίσημες υποχρεώσεις, φρόντισε να προκαταλάβει τη γνώμη του θετικά υπέρ του Οσίου Δαβίδ, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να προσκαλέσει τον Όσιο ενώπιον της συγκλήτου. Ο Όσιος παρουσιάσθηκε στη σύγκλητο κατά τρόπο θεαματικό κρατώντας στα χέρια του φωτιά με θυμίαμα που δεν κατέκαιγε τη σάρκα του. Το παράστημα του Οσίου καθώς και το προφανές θαύμα επέβαλε σε όλους κλίμα δέους και κατανύξεως, ώστε ο βασιλέας πρόθυμα ικανοποίησε το αίτημά του με σπουδή.
Κομίζοντας τα αγαθά νέα ο Όσιος απέπλευσε για τη Θεσσαλονίκη, την οποία όμως έμελλε μόνο από μακριά να ξαναδεί, διότι μόλις το πλοίο παρέκαμψε το ακρωτήριο εκείνος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Το γεγονός συνέβη μεταξύ των ετών 535 – 541 μ.Χ.
Η είδηση της αφίξεως του ιερού λειψάνου του Οσίου κάτω από τις συνθήκες αυτές συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το σκήνωμα του Οσίου Δαβίδ αρχικά κατατέθηκε στον τόπο, όπου είχαν αποτεθεί παλαιότερα τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων Θεοδούλου και Αγαθόποδος, στα δυτικά του λιμανιού. Ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης με πολλή θλίψη όρισε πάνδημη κηδεία. Το λείψανο του Οσίου ενταφιάσθηκε στη μονή του, των Απροΐτων, σύμφωνα με την επιθυμία του.
Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου, περί το 685 – 690 μ.Χ., έγινε μία προσπάθεια για τη διάνοιξη του τάφου, όταν ο ηγούμενος της μονής των Απροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις όμως ξεκίνησε η εργασία αυτή, η πλάκα που κάλυπτε τον τάφο έσπασε και αυτό θεωρήθηκε ως φανέρωση του θελήματος του Οσίου να μη θιγεί. Το ιερό λείψανο παρέμεινε στην αρχική του θέση μέχρι την εποχή των σταυροφοριών. Κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας του μομφερρατικού οίκου στη Θεσσαλονίκη (1204 – 1222 μ.Χ.), το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Ιταλία και το 1236 μ.Χ. απαντάται στην Παβία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στο Μιλάνο, το 1967 μ.Χ.
Τελικά, το σεπτό λείψανο του Οσίου Δαβίδ μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και κατατέθηκε στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1978 μ.Χ.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς, ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ, Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοὶς ὀσίοις σου πόνοις, χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη, γεραίρει ὡς μεσίτην σέ, θερμὸν πρὸς τὸν Κύριον.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Δαυῒδ τὸ πνεῦμά σου.
Έτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀγάπῃ τοῦ Λόγου Πάτερ πτερούμενος, ἐπὶ τοῦ δένδρου διῆλθες ἀγγελικὴν βιοτήν, καὶ ἐξήνεγκας ἡμῖν καρποὺς τῆς χάριτος· ἐξ ὧν τρυφῶντες νοητῶς, ἐκβοῶμέν σοι πιστῶς, Δαβὶδ Ὁσίων ἀκρότης· μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψηχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς μιμητήν, τῶν οὐρανίων τάξεων, καὶ ἀγαθῶν, τῶν ἐπιγείων πάροικον, ἀπαξίως μακαρίζομεν, σὲ ὦ Δαβὶδ θεομακάριστε· τὸν βίον γὰρ ὡς ἄγγελος ἐτέλεσας, καὶ θείων δωρημάτων κατετρύφησας, ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν μετάδος Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον
Ἤνεγκας ὡς κλῆμα ἐν τῇ Ἐδέμ, ἑστὼς ὑπὲρ φύσιν, ἐπὶ δένδρου πάτερ Δαβίδ, βότρυας ἡδίστους, ἠθῶν δικαιοσύνης, δι΄ὧν ἀεὶ εὐφραίνεις τοὺς σὲ γεραίροντας.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκός, τῇ ψυχῇ ὑποτάξας Πάτερ σοφέ, ὡράθης μακάριε, μετὰ σώματος Ἄγγελος, καλιὰν δὲ πήξας, ὡς ὄρνις εὐκέλαδος, ἐν φυτῷ εἰς ὕψος, τὸν νοῦν ἀνεπτέρωσας· ὅθεν τῶν θαυμάτων, ἐνεργείας πλουτήσας, μετῆλθες πρὸς Κύριον, ὃν ἐκ βρέφους ἐπόθησας· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
-
Εν αρχή ην ο πόνος, τούτες τις τρομερές μέρες του φετινού Αυγούστου. Ναι, ο πόνος. Γιατί πριν από κάθε ανάλυση, ακόμα και την εμβριθέστερη...
-
Τίτλοι αρχής (το παρακάτω βίντεο ανέβηκε από το κανάλι bellllllochannel στο Youtube) Μοιάζει...
-
Πηγή εικόνας: i-diadromi.gr Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη Θεία γέννηση, να πω στ’ αρχοντικό σας. Χριστός γεννάται...