Το ψηφιδωτό της Θεοτόκου (Βρεφοκρατούσας) στην Αγιά Σοφιά, στην Κωνσταντινούπολη.

Διά τὴν Πόλῐν

Διά τὴν Πόλῐν πολεμήσομεν
Μαρμαρωμένος βασιλεύς ἐστί ὁ δῆμος ὁ ἑλληνικός
Τήν ῥίζᾰν αὐτοῦ εὑρήσει
Αἱ θάλατται, τά Μυστήρια τῆς Ἐλευσῖνος, αἱ ἐκκλησίαι
Τὰ ἄπιστᾰ ὄντα λήψονται τὸ Μέγιστον Φῶς
Περιμένω τὴν στιγμήν διά τὴν Πόλῐν
Διά τὸν Ναόν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίᾱς

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1858)
Κι ὅμως δὲν πίστεψα
Ὅρους ἀντέστρεψα
Εἶμαι ὁ Ἕλληνας ποὺ πολεμᾶ
Εἶπαν πὼς χάθηκα
Δρόμους μου χάραξαν
Ἔμεινα μόνος μου κι ὅμως ἐπέζησα
Ἔζησα στὴ φωτιά

Αλέξανδρος (Άλεξ) Παναγή, Στὴ φωτιά (Eurovision 1995)

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

ΤΟΥ ΤΗΝ ΕΠΕΣΑΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΛΙ: Κόλαση για Λύτρα - Το μήνυμα εστάλη


Στόχος η Κύπρος - ΣΟΚ στην Μεγαλόνησο


Ιωάννης Παρασκευόπουλος: Ο έλληνας αστρονόμος που έδωσε το όνομά του σε έναν κρατήρα της Σελήνης

 Διακεκριμένος έλληνας αστρονόμος, με σημαντική καριέρα στη Νότια Αφρική. Ένας κρατήρας της Σελήνης φέρει το όνομά του (Paraskevopoulos crater).



Ιωάννης Παρασκευόπουλος (1889 – 1951)

Διακεκριμένος έλληνας αστρονόμος, με σημαντική καριέρα στη Νότια Αφρική. Στους διεθνείς αστρονομικούς κύκλους είναι γνωστός με το αγγλικό του όνομα John S. Paraskevopoulos και στους συνεργάτες του ως Dr Paras.

Γεννήθηκε στις 20 Ιουνίου 1889 στον Πειραιά και σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δούλεψε ως πανεπιστημιακός βοηθός στα εργαστήρια Φυσικής και Χημείας, αλλά η επιστημονική του καριέρα διεκόπη, λόγω των Βαλκανικών Πολέμων και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς αναγκάστηκε να υπηρετήσει για εννιά χρόνια στον στρατό.

Μετά την αφυπηρέτησή του το 1919 μετέβη με υποτροφία στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να διευρύνει τις γνώσεις του στην Αστρονομία, αλλά και να διερευνήσει τις συνθήκες για την αγορά ενός μεγάλου τηλεσκοπίου από το Αστεροσκοπείο Αθηνών. Δούλεψε δύο χρόνια στο Αστεροσκοπείο Yerkes του Πανεπιστημίου του Σικάγου, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την αμερικανίδα συνάδελφό του Ντόροθυ Μπλοκ. Ο νιόπαντρος Παρασκευόπουλος επέστρεψε το 1921 στην Αθήνα, όπου ανέλαβε επικεφαλής του Αστρονομικού Τμήματος του Εθνικού Αστεροσκοπείου.

Η έλλειψη επαρκών πιστώσεων για την αγορά ενός σύγχρονου τηλεσκοπίου τον έκανε να ξενιτευτεί και πάλι, αυτή τη φορά στην Αρεκίπα του Περού, όπου το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ είχε εγκαταστήσει ένα αστρονομικό σταθμό (1923). Το 1927 ο σταθμός μετακόμισε στη Νότια Αφρική, μαζί και ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος, ο οποίος τον διηύθυνε μέχρι tο τέλος της ζωής του.

Το έργο του Παρασκευόπουλου επικεντρώθηκε κυρίως στη μελέτη των κομητών, ένα ζεύγος των οποίων ανακάλυψε με τους συνεργάτες του. Στη συλλογή του Χάρβαρντ βρίσκονται πάνω από 100.000 φωτογραφικές πλάκες από τις αστρονομικές του παρατηρήσεις. Η διεθνής αστρονομική κοινότητα για να τον τιμήσει έδωσε το όνομά του σε ένα κρατήρα της Σελήνης, ο οποίος βρίσκεται στη σκοτεινή της πλευρά κι έχει διάμετρο 94 χιλιόμετρα (Paraskevopoulos Crater).

Ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος αναδείχθηκε σε ηγετική προσωπικότητα του Ελληνισμού της Νότιας Αφρικής. Αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και ήταν μέλος των Αστρονομικών Εταιρειών ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Νοτίου Αφρικής. Τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα από την Ελληνική Πολιτεία και υπήρξε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε, έπειτα από σύντομη ασθένεια, στο Μπλουμφοντέιν της Νότιας Αφρικής στις 15 Μαρτίου 1951.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/265

Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγήτριας




Λειτουργικά κείμενα

Όσιος Κάλλιστος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης



Kάλλη παρελθών φθαρτά Kάλλιστ’ ευθύφρον,
Kάλλη βλέπεις νυν, α φθαρήναι ουκ ένι.


Λειτουργικά κείμενα


             Πηγή

Η Απελευθέρωση της Νιγρίτας

 Στις 20 Ιουνίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε από τους Βουλγάρους την πόλη της Νιγρίτας, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.

Στις 20 Ιουνίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε από τους Βουλγάρους την πόλη της Νιγρίτας, κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Προηγουμένως, ο βουλγαρικός στρατός είχε πυρπολήσει την πόλη και είχε κατασφάξει όσους αμάχους είχαν παραμείνει σ' αυτή.

Η Νιγρίτα απέχει 25 χιλιόμετρα νότια των Σερρών και είναι χτισμένη στους πρόποδες της οροσειράς Βερτίσκος. Την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων ήταν ένα από τα σημαντικά εμπορικά κέντρα της περιοχής. Στις 22 Οκτωβρίου 1913, Έλληνες πρόσκοποι (στρατιωτικό σώμα από εθελοντές απόμαχους του Μακεδονικού Αγώνα) απελευθέρωσαν την πόλη από τους Οθωμανούς Τούρκους και εγκατέστησαν σ’ αυτή ελληνικές αρχές.

Με το ξέσπασμα του Β' Βαλκανικού Πολέμου, στις 16 Ιουνίου 1913, η Νιγρίτα καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, που ενήργησαν αστραπιαία και ανάγκασαν την 7η Μεραρχία, που την υπερασπιζόταν να υποχωρήσει νοτιότερα για να μην κυκλωθεί. Η βουλγαρική ταξιαρχία της Δράμας, που ενήργησε την επίθεση, κατέλαβε όχι μόνο την πόλη, αλλά και την υπερκείμενη αυτής κορυφογραμμή.

Η αντίδραση του ελληνικού στρατού ήταν άμεση. Το πρωί της 19ης Ιουνίου, η 7η Μεραρχία με διοικητή τον συνταγματάρχη Μηχανικού Ναπολέοντα Σωτήλη ξεκίνησε με κατεύθυνση τη Νιγρίτα. Αποτελούσε το άκρο δεξιό του ελληνικού στρατού, που είχε εξαπολύσει την ίδια ημέρα την επίθεση στην κύρια αμυντική γραμμή των Βουλγάρων στον άξονα Καλινόβου - Κιλκίς - Λαχανά.

Στο Σούλοβο (σημερινό Σκεπαστό) το 20ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας, μετά από σύντομη μάχη, έτρεψε σε φυγή τρία βουλγαρικά τάγματα, ενισχυμένα με μία ορειβατική πυροβολαρχία. Η μάχη στοίχισε στο σύνταγμα 30 νεκρούς και 169 τραυματίες.

Το πρωί της επομένης (20 Ιουνίου), τα πρώτα τμήματα της 7ης Μεραρχίας εισήλθαν στη Νιγρίτα, την οποία όμως οι Βούλγαροι κατέστρεψαν προτού αποχωρήσουν, προχωρώντας σε πυρπολήσεις οικιών και σφαγές του αμάχου πληθυσμού. «Ότε ο συνταγματάρχης Σωτήλης, κατόπιν επιτυχούς μάχης προς τον εχθρόν, εισήλθεν εις την Νιγρίταν εύρε την μέχρι προ ολίγου ευημερούσαν πολίχνην μεταμορφωμένη εις καπνίζοντα ερείπια και σφαγείον. Εκ των 1450 οικιών της 49 μόνον απέμειναν ιστάμεναι. Πανταχού έκειντο χαμαί πτώματα κρεουργημένα και απηνθρακωμένα των σφαγέντων κατοίκων της. Κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς υπέρ τους 400 κάτοικοι εφονεύθησαν τελείως υπό του βουλγαρικού στρατού προ της υποχωρήσεώς του», έγραψε ο απεσταλμένος των Τάιμς του Λονδίνου, Κρόφορντ Πράις, για τις βουλγαρικές ωμότητες στη Νιγρίτα.

Ήταν το προανάκρουσμα για το τι θα επικρατούσε στις Σέρρες μία εβδομάδα αργότερα...

Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/633

Ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης

 Πολύνεκρη σεισμική δόνηση, που σημειώθηκε στις 23:04 της 20ης Ιουνίου 1978 με επίκεντρο μεταξύ των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης και συγκλόνισε τη Βόρειο Ελλάδα...

Πολύνεκρη σεισμική δόνηση, που σημειώθηκε στις 23:04 της 20ης Ιουνίου 1978 με επίκεντρο μεταξύ των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης και συγκλόνισε τη Βόρειο Ελλάδα. Μεγέθους 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και εντάσεως 8 έως 9 βαθμών της κλίμακας Μερκάλι, ήταν ο πρώτος μεγάλος σεισμός που προσέβαλε μία σύγχρονη ελληνική πόλη, με εξαιρετικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Εκτός από την πόλη της Θεσσαλονίκης, μεγάλες ζημιές προκλήθηκαν στους νομούς Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Σερρών και Χαλκιδικής.

Μετά την εκδήλωση του σεισμού επικράτησε πανικός και πρωτοφανές χάος στη Θεσσαλονίκη, αφού όλοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και προσπαθούσαν με κάθε μέσο να φύγουν από την πόλη. Οι τηλεφωνικές επικοινωνίες και η ηλεκτροδότηση διακόπηκαν σε πολλές περιοχές της Θεσσαλονίκης. Εκείνη τη νύχτα στη συμπρωτεύουσα η κρατική μηχανή είχε «ρετάρει» και το σχέδιο εκτάκτων αναγκών «Ξενοκράτης» ήταν νεκρό γράμμα.

Στη Θεσσαλονίκη, μία οκταώροφη πολυκατοικία στην πλατεία Ιπποδρομίου κατέρρευσε, με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο 29 από τους ενοίκους της. Άλλοι 20 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των θυμάτων του σεισμού της 20ης Ιουνίου να φθάσει τους 49. Οι τραυματίες ανήλθαν σε 220. Οι υλικές ζημιές ξεπέρασαν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ με σημερινές τιμές. 9.480 οικοδομές υπέστησαν μη επισκευάσιμες βλάβες (3.170 στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ των οποίων 35 σχολεία), 23.589 σοβαρότερες βλάβες (13.918) και 67.541 ελαφρότερες (49.071 στη Θεσσαλονίκη). Σημαντικές φθορές υπέστησαν και τα βυζαντινά μνημεία της πόλης, που είχαν να συντηρηθούν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912.

Ο σεισμός έγινε αισθητός σε πολλά μέρη της Ελλάδας, αλλά και της Βουλγαρίας, της νότιας Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας. Του κυρίως σεισμού είχαν προηγηθεί μεγάλος αριθμός προσεισμών, ο μεγαλύτερος από τους οποίους έγινε στις 23 Μαΐου (23:34, 5.8 R), ενώ ακολούθησαν μετασεισμοί, ο μεγαλύτερος από τους οποίους έγινε στις 4 Ιουλίου (22:24, 5.1 R).

Αμέσως μετά το σεισμό, η πολιτεία αφυπνίστηκε και κατέβαλε εργώδεις προσπάθειες για την επούλωση των πληγών. Οι υλικές ζημίες αποκαταστάθηκαν σχετικά σύντομα μέσα και από την ειδική φορολογία που επέβαλε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Την αποκατάσταση των σεισμοπαθών ανέλαβε η νεοϊδρυθείσα «Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Βορείου Ελλάδας» (ΥΑΣΒΕ), που αποτέλεσε το πρότυπο για την κατοπινή Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναγκάστηκε να περάσει τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη για να διασκεδάσει τις φήμες, που έκαναν λόγο για νέους καταστροφικούς σεισμούς.

Με αφορμή το σεισμό της Θεσσαλονίκης και τον κατοπινό της Αθήνας (1981), ιδρύθηκε το 1983 ο ΟΑΣΠ (Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας), που είναι ο αρμόδιος φορέας της πολιτείας για το σχεδιασμό της αντισεισμικής πολιτικής της χώρας.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/940

Η καταστροφή των Ψαρών

Οι Τουρκοαιγύπτιοι έδιδαν πρωταρχική σημασία στις κατά θάλασσα επιχειρήσεις, γιατί αν δεν καταστρεφόταν ο ελληνικός στόλος και δεν εξουδετερώνονταν οι ναυτικές βάσεις των Ελλήνων, δεν θα ήταν δυνατό να ευδοκιμήσουν οι κατά ξηρά προσπάθειές τους. Αποφασίσθηκε, λοιπόν, ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον περιβόητο Χουσεΐν να προσβάλλει την Κάσο και ο τουρκικός υπό τον Χοσρέφ Πασά τα Ψαρά.

Τα Ψαρά, ένα μικρό νησί στα βορειοδυτικά της Χίου, είχε σπουδαία θαλασσινή παράδοση και ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες, με ονομαστούς πυρπολητές, όπως ο Παπανικολής, ο Κανάρης και ο Πιπίνος. Ο Χοσρέφ είχε εντολή από τον σουλτάνο να εξαφανίσει από προσώπου γης τα Ψαρά, που τόσα προβλήματα δημιουργούσαν στον δυσκίνητο τουρκικό στόλο.

Το πρωί της 20ης Ιουνίου ο τουρκικός στόλος απέπλευσε από το Σίγρι Μυτιλήνης με προορισμό τα Ψαρά. Απετελείτο από 176 πλοία (πολεμικά και φορτηγά) και 12 χιλιάδες άνδρες (τούρκους και τουρκαλβανούς). Η τουρκική αρμάδα έφθασε στον αβαθή ορμίσκο Κάναλος, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, το απόγευμα της ίδιας μέρας. Τη στιγμή εκείνη, άρχισε μία εκ των πλέον δραματικών δοκιμασιών του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Έπειτα από ισχυρό κανιοβολισμό, οι Τούρκοι πέτυχαν την απόβαση των αγημάτων τους.

Οι κάτοικοι του νησιού ανέρχονταν σε 30.000, οι 7.000 ντόπιοι και οι υπόλοιποι πρόσφυγες από τη Χίο και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Το υπερασπίζονταν 1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι και 1027 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.

Οι μαχητές των Ψαρών υπέπεσαν σε ένα σοβαρό λάθος, καθώς αποφάσισαν να περιορισθεί ο αγώνας στην άμυνα της νήσου. Έτσι, έθεσαν σε απραξία τον στόλο και δεν χρησιμοποίησαν καθόλου τα πυρπολικά. Μάλιστα, αφαίρεσαν τα πηδάλια των πλοίων. Ακόμη, διασκόρπισαν τις δυνάμεις τους στην ξηρά και δεν έδιωξαν τα γυναικόπαιδα.

Οι αποβιβασθέντες Τούρκοι του Χοσρέφ κατέβαλαν με σχετική ευκολία τους αμυνομένους και μέσα σε δύο μέρες είχαν καταλάβει το νησί. Επακολούθησε η φοβερή καταστροφή. Το πλήθος έσπευσε να σωθεί στα λίγα πλοία, από τα οποία δεν είχαν αφαιρεθεί τα πηδάλια. Λίγοι τα κατέφεραν, καθώς ο στόλος του Χοσρέφ είχε περικυκλώσει το νησί.

Μόνη εστία αντίστασης παρέμεινε το Παλαιόκαστρο, η οχυρή θέση που δεσπόζει της Χώρας. Οι υπερασπιστές του, ανάμεσά τους και πολλά γυναικόπαιδα, αμύνθηκαν σθεναρά εναντίον 6.000 Τούρκων που τους πολιορκούσαν. Όταν η αμυντική γραμμή τους έσπασε και το φρούριο πλημμύρισε από Τούρκους, ο Αντώνιος Βρατσάνος έβαλε φωτιά στην πυριταδοποθήκη για να μην πέσουν στα χέρια των εισβολέων.

Η καταστροφή και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε τρομερή. Από τους 30.000 κατοίκους του νησιού, οι 18.000 θανατώθηκαν ή πωλήθηκαν ως σκλάβοι. Την εικόνα της καταστροφής δίνει με τον πιο παραστατικό τρόπο ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός στο περίφημο επίγραμμά του:

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πούχαν μείνει στην έρημη γη.

Από τα περίπου 100 πλοία των Ψαριανών, μόνο 16 διασώθηκαν, καθώς και 7 πυρπολικά με τον Κανάρη. Όσοι από τους κατοίκους των Ψαρών γλίτωσαν από το γιαταγάνι των Οθωμανών εγκαταστάθηκαν στη Μονεμβασιά και μετά την απελευθέρωση στην Αρχαία Ερέτρια, που πήρε την ονομασία Νέα Ψαρά.

Η Καταστροφή των Ψαρών υπήρξε δεινό πλήγμα για την Επανάσταση. Χάθηκε μία από τις σημαντικές βάσεις του ελληνικού ναυτικού, ενώ διέτρεξαν άμεσο κίνδυνο οι υπόλοιποι. Η άμεση κινητοποίηση και η αντίδραση των υπόλοιπων δυνάμεων της μαχόμενης Ελλάδας έσωσε την κατάσταση.

Προσπάθεια ανακατάληψης

Μετά την καταστροφή των Ψαρών, Νικόλαος Γύζης

Το ολοκαύτωμα των Ψαρών συγκλόνισε την επαναστατημένη Ελλάδα και ιδιαίτερα τα νησιά, που απειλούνταν πλέον άμεσα από τον οθωμανικό στόλο. Όμως, ο Χοσρέφ Πασάς, αντί να επιτεθεί στη Σάμο, όπως ήταν σχεδιασμένο, προτίμησε να επιστρέψει στη Λέσβο για να γιορτάσει το μπαϊράμι. Με πρωτοβουλία τότε του υδραίου Λάζαρου Κουντουριώτη συγκροτήθηκε στόλος υπό τους Σαχτούρη και Μιαούλη, προκειμένου να ανακαταλάβει το μαρτυρικό νησί και να εκδικηθεί τους Οθωμανούς για τη μεγάλη σφαγή.

Οι ναυτικές μοίρες των δύο ναυάρχων συναντήθηκαν στο ακρωτήρι Λιμνιονάρι των Ψαρών τα ξημερώματα της 3ης Ιουλίου 1824. Σε σύσκεψη, που ακολούθησε, αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί άμεση απόβαση στο νησί. Το ελληνικό αποβατικό σώμα αριθμούσε 1500 άνδρες, ενώ τα Ψαρά υπερασπίζονταν 600 Τουρκαλβανοί. Οι Έλληνες κατέβαλαν δια περιπάτου τους υπερασπιστές του νησιού, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέφυγαν στα τουρκικά πλοία, που ναυλοχούσαν στο λιμάνι των Ψαρών. Γύρω στους 150 δεν μπόρεσαν να φθάσουν στα πλοία και ταμπουρώθηκαν στα σπίτια των Ψαρών, προσπαθώντας να αποκρούσουν τους επιτιθέμενους Έλληνες, που είχαν καταλάβει όλες τις οχυρωματικές θέσεις, μεταξύ αυτών και το Παλαιόκαστρο.

Τα πληρώματα των 25 εχθρικών πλοίων, προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά όταν πληροφορήθηκαν από τους πανικόβλητους τουρκαλβανούς, ότι οι έλληνες ήταν κύριοι σχεδόν όλου του νησιού, έλυσαν τους κάβους και προσπάθησαν να διαφύγουν στην Λέσβο. Ο Μιαούλης τους κατεδίωξε και στ' ανοιχτά της Χίου συνήφθη ναυμαχία, που κράτησε σχεδόν 5 ώρες, με νικηφόρο αποτέλεσμα για τους έλληνες. Μόνο 5 από τα 20 τουρκικά σκάφη έφθασαν σώα στον προορισμό τους, ενώ σύμφωνα με τις αναφορές του Μιαούλη οι απώλειές τους ξεπέρασαν τους 1000 άνδρες. Οι έλληνες είχαν μόνο ένα νεκρό και έξι τραυματίες.

Μετά τη νικηφόρα ναυμαχία, ο Μιαούλης και τα πλοία του επέστρεψαν στα Ψαρά. Αντί, όμως, οι ελληνικές δυνάμεις να φροντίσουν να διώξουν τους λίγους τουρκαλβανούς που παρέμειναν οχυρωμένοι στα σπίτια και να γίνουν κύριοι του νησιού, άρχισαν το πλιάτσικο. Ναύτες και πλοίαρχοι επιδόθηκαν σε αρπαγή κανονιών, τροφίμων και εμπορευμάτων, όσων είχαν απομείνει στο νησί, για να τα μεταφέρουν ο καθένας στα πλοία του. Τα περισσότερα κανόνια ήταν λάφυρα των Οθωμανών από την καταστροφή του ψαριανού στόλου, ενώ τα τρόφιμα και τα εμπορεύματα τα είχαν αρπάξει οι τουρκαλβανοί από τα σπίτια πλουσίων Ψαριανών, μετά το Ολοκαύτωμα.

Η διαταγή του ναυάρχου Μιαούλη να θεωρηθούν τα κανόνια περιουσία του ελληνικού κράτους δεν εκτελέσθηκε ποτέ. Η διαμάχη για τη μοιρασιά της λείας παρέλυσε την πειθαρχία του στόλου. Με επιστολή του στους προκρίτους της Ύδρας, στις 6 Ιουλίου, ο Μιαούλης διεκτραγωδούσε την κατάσταση: «…Σας αφήνω να στοχασθήτε οποία ακαταστασία, ασυμφωνία και ιδιοτέλεια βασιλεύει εις τον στόλο μας και αν εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένου του στόλου εμπορούμεν να βάλωμεν βάσιν και να ελπίζομεν εις αυτόν…».

Προφητική διαπίστωση, που θα επαληθευθεί μια μέρα αργότερα. Στις 7 Ιουλίου, η γολέτα του Τομπάζη, που έπλεε μεταξύ Χίου και Ψαρών, ειδοποίησε ότι μοίρα του οθωμανικού στόλου κατευθυνόταν προς τα Ψαρά. Ο Μιαούλης διέταξε τον στόλο να τεθεί σε πολεμική ετοιμότητα. Από τα 51 ελληνικά πλοία μόνο τα 14 πειθάρχησαν. Ο τουρκικός στόλος κατόρθωσε να επιβιβάσει ενισχύσεις στο νησί, που ενώθηκαν με τους ολίγους πολιορκούμενους τουρκαλβανούς. Στις 10 Ιουλίου 1824 ο Μιαούλης βλέποντας την κακή κατάσταση του στόλου έλυσε την πολιορκία και εγκατέλειψε την περιοχή με τα πλοία του. Κατέφυγε στο Σούνιο, όπου περίμενε διαταγές από την Ύδρα, ενώ τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία κατευθύνθηκαν προς το Κάβο-Ντόρο.

Έτσι, η εκστρατεία του ελληνικού στόλου για την ανακατάληψη των Ψαρών δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, εκτός από την καταστροφή της τουρκικής ναυτικής μοίρας. Το νησί θα παραμείνει υπό οθωμανική κυριαρχία ως το 1912, οπότε θα ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/156

Θερινό Ηλιοστάσιο

 Η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου για το βόρειο ημισφαίριο και αντιστρόφως η μικρότερη ημέρα για το νότιο ημισφαίριο...


Κάθε χρόνο στις 20 ή 21 Ιουνίου (20 Ιουνίου 2024), ο ήλιος βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του ουρανού στο βόρειο ημισφαίριο. Έτσι, παρατηρείται η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου για το βόρειο ημισφαίριο (θερινό ηλιοστάσιο, το λιοτρόπι, όπως το λέει ο λαός) και αντιστρόφως η μικρότερη ημέρα για το νότιο ημισφαίριο. Για το Βόρειο Ημισφαίριο είναι η επίσημη έναρξη του καλοκαιριού και για το Νότιο Ημισφαίριο του χειμώνα.

Λαογραφία

Η ημέρα του θερινού ηλιοστασίου γιορτάζεται από αρχαιοτάτων χρόνων στην Ευρώπη με τιμές στον φωτοδότη και ζωοδότη Ήλιο. Οι σύγχρονοι παγανιστές τιμούν ιδιαίτερα το θερινό ηλιοστάσιο με επίκεντρο το μεγαλιθικό μνημείο του Στόουνχετζ στην Αγγλία. Στον ελληνικό χώρο συνδυάζεται με τις φωτιές τ’ Αϊ Γιαννιού και τον Κλήδονα, δύο έθιμα που τελούνται την παραμονή του Γενεθλίου του Ιωάννου του Προδρόμου (23 Ιουνίου).



Άγιος Μεθόδιος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Πατάρων



Μέθοδον Μεθόδιος βίου πρὸς βίον,
Μεθεὶς ὁδεύει, οὗ μέθοδος οὐ πέλει.
Εἰκάδι ἀρχιθύτην Μεθόδιον ἄορ κατέπεφνεν.


Λειτουργικά κείμενα


Οπτικοακουστικό Υλικό


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ